Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Οικουμενισμός-μεταπατερική θεολογία: «παραχαρακτική της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας οδός»


enfia lomeni 1

Γράφει ο Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης στην Romfea.gr

Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ


     Ο Πέτρος Βασιλειάδης, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, αποτελεί ένθερμο υποστηρικτή της μεταπατερικής «θεολογίας».
Με αφορμή, λοιπόν, κάποιες σημειώσεις του σχετικά με τη σύνοδο της Κρήτης (2016), προβαίνουμε σε μια σύντομη έρευνα, η οποία φανερώνει το χάσμα που υφίσταται μεταξύ της Ορθόδοξης Θεολογίας και της μεταπατερικής, που εκφράζει ο Βασιλειάδης.

Εισαγωγικά
      «3 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ. ΟΙ 10 ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΔΥΣΤΥΧΩΣ...ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΦΥΣΙΚΑ. Ή ΜΑΛΛΟΝ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΛΛΑΞΑΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ. ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ.
Η εκκλησία μας δυστυχώς εκ των πραγμάτων απέδειξε πως θέλει να παραμείνει συνομοσπονδία ανεξάρτητων εκκλησιών, αλλά όχι η ΕΚΚΛΗΣΙΑ του Χριστού, η μία, αγία, καθολική και αποστολική.
Οι ευθύνες είναι φανερές και φυσικά επιμερίζονται
 Θεολογικά, όχι μόνο η Ορθοδοξία είναι ανίκανη να προχωρήσει αποφασιστικά στην εμβάθυνση του "ανθρωπολογικού" ζητήματος, με κορυφαία πτυχή του την θέση και τον ρόλο των γυναικών (διακόνισσες, και όχι μόνον), αλλά έχει πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει και στο "εκκλησιολογικό". 
Μια ΑΝΑΛΗΨΗ θα μας σώσει. Χρόνια πολλά σε όλους».
Εδώ, ο Πέτρος Βασιλειάδης, ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής ΑΠΘ και νυν διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος
«Ορθόδοξη Οικουμενική Θεολογία» ΔΠΕ, με αφορμή τη συμπλήρωση τριών χρόνων από τη σύνοδο της Κρήτης (Καλοκαίρι 2016), σχολιάζει τις ευθύνες των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ως προς τη μη επίλυση διαφόρων προβλημάτων, μεταξύ των οποίων και το Ουκρανικό.
«Η εκκλησία μας δυστυχώς» υπογραμμίζει, «εκ των πραγμάτων, απέδειξε πως θέλει να παραμείνει συνομοσπονδία ανεξάρτητων εκκλησιών, αλλά όχι η ΕΚΚΛΗΣΙΑ του Χριστού, η μία, αγία, καθολική και αποστολική».

Ως εκ τούτων, σημειώνει, «η Ορθοδοξία είναι ανίκανη να προχωρήσει αποφασιστικά στην εμβάθυνση του ανθρωπολογικού ζητήματος», ως προς «τον ρόλο των γυναικών (διακόνισσες και όχι μόνον)», ενώ ακόμη τονίζει ότι «έχει πολύ δρόμο να διανύσει και στο εκκλησιολογικό».

Μαθήματα στην Ορθοδοξία
Ο Βασιλειάδης μιλώντας στα ανωτέρω, ως δάσκαλος, που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα στην Ορθοδοξία, διαπιστώνει ότι η μη επίλυση διαφόρων ζητημάτων, στην εν λόγω σύνοδο, αποτελεί συνέχεια του προσκόμματος για τον αγιασμό των πιστών, αφού, όπως λέγει, με αυτό τον τρόπο, η «εκκλησία μας [...] θέλει να παραμείνει συνομοσπονδία ανεξάρτητων εκκλησιών», με συνέπεια να μην πραγματώνει την «ΕΚΚΛΗΣΙΑ του Χριστού».

Η λογική αυτή φανερώνει μια αντίληψη, που αντιμετωπίζει την ευχαριστιακή κοινότητα ως έναν εγκόσμιο οργανισμό, όμοιο μ’ εκείνον ενός πολιτικού σχηματισμού, όπως περιγράφει ο ίδιος σε άλλο του σχόλιο, σχετικά με την ελληνική πολιτική επικαιρότητα.
Οπότε, δεν αποτελεί έκπληξη και η θεώρηση, από μέρους του, της Ορθοδοξίας ως ανίκανης για την επίλυση του ανθρωπολογικού ζητήματος και ως έχουσας «πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει και στο εκκλησιολογικό».

Η σύγχυση που συμβαίνει με την εν λόγω θέση του Βασιλειάδη, o oποίος θεωρεί ως παρωχημένη κατηγορία σκέψεως την Πατερική και ως εκ τούτου ευστόχως χαρακτηρίστηκε «προπάτορας» της μεταπατερικής σκέψης, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα γραφόμενα του νεοέλληνα δημιουργού Ν.Γ.Πεντζίκη, στο βιβλίο του Προς Εκκλησιασμόν και στο κεφάλαιο «Έρως της Εκκλησίας»: «Μιὰ ξεχωριστἡ σωματικἡ αἴσθηση, ἐν Καβάλᾳ, προσφάτως» σημειώνει, «μ’ ἔκαμε νὰ καταλάβω ὅτι ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία‧ τὴν ἑλληνικὴ ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα ἐξηγοῦσα σὲ φίλους ὅτι ἡ αἰσθηματικὴ αὐτὴ τοποθέτηση ἔλυε ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ μπορεῖ νὰ ’χει ὁ ἄνθρωπος».

Στην ίδια συνάφεια, τονίζοντας εξακολουθητικά την αγάπη του για την Ορθόδοξη Ἐκκλησία, ο Πεντζίκης, ομολογεί: «Μπορεῖ [...] αὐτὸ ποὺ συνήθως ἐννοοῦμε ὡς Ἐκκλησία, τὸ κτήριο ἤ ὁ κοινωνικὸς θεσμός, οἱ πέτρες καὶ ἡ λάσπη ἤ ὁ κάθε ταλαίπωρος θνητὸς ποὺ τὴν ὑπηρετεῖ, ὄχι μονάχα σήμερα, ἀλλὰ οὐδέποτε νὰ μὴν ὑπῆρξαν ἀξιόλογα. Ἐν συνεχείᾳ μάλιστα πρὸς ἐπίρρωση τῶν λεγομένων μου, ἐπρόσθεσα καὶ σχετικὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τὴν Ἀπόκρυφη ἱστορία τοῦ Προκοπίου κι’ ἀπὸ ἄλλους Βυζαντινοὺς Χρονογράφους. Τὸ ζήτημα ὅμως ἐν τέλει ὑπογράμμισα, δὲν εἶναι νὰ ἐξετάσουμε, ἄν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πράττουμε τὸ καλό, παρὰ ἐὰν εἶναι, ναὶ ἤ ὄχι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατὰ συγκατάβαση ἡ Ἐκκλησία μας ἐν Χριστῷ δωρεά, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξη μας, ἀσχέτως ἄν ἡμεῖς διὰ τοῦ παρόντος βίου τὴν κατασπιλώνουμε».

Η Εκκλησία, όπως γράφει ο Phillip Sherrard, είναι άκτιστη και κτιστή, μεταϊστορική και ιστορική, ταυτόχρονα. Είναι ο τόπος της σωτηρίας μας, της μεταμόρφωσής μας. Ο τόπος της μεταμόρφωσης όλων των πλασμάτων. «Ἐμεῖς οἱ ζωντανοὶ», σημειώνει ο Πεντζίκης, στην Εκκλησία «μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς νεκρούς μας. Νὰ τοὺς τιμοῦμε καὶ νὰ συνδεόμαστε μαζί τους [...] Αὐτὴ ἡ αἴσθηση ὑπάρχει στὶς καταβολὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ δὲν ἀπαντᾶται στὶς δυτικὲς ὁμολογίες».

Συνεπώς, όταν αρνούμαστε την αλάνθαστη Ορθόδοξη Εκκλησία, θέτοντας τους εαυτούς μας εκτός αυτής, δεν αλλοιώνουμε την Ευχαριστιακή κοινότητα, αφού η δυναμική της δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης ικανότητας, αλλά δώρημα του Αγίου Πνεύματος. «Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον [...] ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας». Όσο πιο ψηλά βρίσκεται ο πιστός στην κλίμακα της Πνευματικής ζωής τόσο περισσότερο γίνεται επιδεκτικός της χάριτος του Παρακλήτου. Στον δε απαθή, ως προς την αμαρτία, «ἡ ἔλευσις τοῦ Πνεύματος [...] διδάσκει αὐτὸν τὰ πάντα».

Οπότε, σε καμία περίπτωση η Ορθοδοξία δεν καθίσταται «συνομοσπονδία ανεξάρτητων εκκλησιών», ούτε δύναται να χαρακτηριστεί ως «ανίκανη» ή ως έχουσα «πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει», λόγω των διαφόρων ζητημάτων που αντιμετωπίζει, όπως λέγει ο Βασιλειάδης. Εξάλλου, ο ίδιος υπογραμμίζει σε άλλο κείμενό του, απαντώντας ουσιαστικά στον εαυτό του, ότι η Εκκλησία είναι «Σῶμα Χριστοῦ». Γι’ αυτό, άλλωστε, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γράφει εκείνα τα ανεπανάληπτα: «Ἐκκλησίας οὐδέν ἴσον [...] πολεμουμένη νικᾶ [...] ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται [...] κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται‧ χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει».


Αλλά και πριν από τη σύγκληση της συνόδου της Κρήτης, ο Βασιλειάδης σχολιάζοντας τους προβληματισμούς διαφόρων Ορθοδόξων Εκκλησιών περί της συμμετοχής τους ή μη στην εν λόγω σύνοδο, σημείωνε ότι κάποιοι αγωνίζονται ώστε να μη συγκληθεί και έτσι η Ορθοδοξία «να παραμείνει κλειστή στον επαρχιώτικό της μικρόκοσμο».
«Είχα προ καιρού προβλέψει», τονίζει, «ότι ο δρόμος προς την Πανορθόδοξη Σύνοδο τον Ιούνιο στην Κρήτη θα είναι δύσβατος. Πολλοί είναι εκείνοι που τους ενώνει μία και μόνη επιδίωξη: Να παραμείνει η Ορθοδοξία κλειστή στον επαρχιώτικό της μικρόκοσμο, και για τον σκοπό αυτό αγωνίζονται με κάθε μέσο να αποτραπεί η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Ο Βασιλειάδης, δηλαδή, θεωρεί την Εκκλησία περιθωριοποιημένη, χρησιμοποιώντας μάλιστα και μια οξεία απαξιωτική έκφραση: «κλειστή στον επαρχιώτικό της μικρόκοσμο».
Ωσάν το Άγιο Πνεύμα να μην ενεργεί στην Εκκλησία και σαν αυτή να είναι ανυπόστατη, άσχετη δηλαδή από τον ενυπόστατο Θεό Λόγο. Τέτοιες εκφράσεις παραπέμπουν σε εκκλησιαστικό μηδενισμό, ο οποίος ακυρώνει συνθηματικά το γεγονός της σωτηρίας ως μαρτυρημένη πραγματικότητα.
Ο εκκλησιομηδενιστής λόγος, που θέτουμε εν προκειμένω σε κριτική, προσπαθεί να καθηγητεύσει επί της Ορθοδοξίας, ωσάν αυτή να μην έχει τα έμπιστα πειστήρια της μετοχής της στον σαρκωμένο Θεό, αυτόν που την κάνει να αληθεύει εν αγίοις.

Παραποίηση δημοκρατίας
Μπερδεύει ο Βασιλειάδης τα ανθρώπινα με τα θεϊκά πράγματα και θεωρεί αδύνατη τη μέθεξη του ανθρώπου στον Θεό. Εντύπωση, πάντως, προκαλεί η εναντίωσή του στην Εκκλησία, αφού σύμφωνα με τα λεγόμενά του αυτή στερείται πλέον συνοδικών θεσμών καθώς και της διακονίας των γυναικών (διακόνισσες).
Ως εκ τούτων, εκείνος εξάγει το συμπέρασμα ότι: «Σήμερα που στην κοινωνία επιδιώκεται πλήρης ισοτιμία, συμμετοχικότητα και δημοκρατία, δυστυχώς η Εκκλησία συμπεριφέρεται ανορθόδοξα, αντιχριστιανικά, αντικοινωνικά, σε τελευταία ανάλυση αντι-δημοκρατικά».

Φαίνεται, πάντως, ότι η συμμετοχή του Βασιλειάδη στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (ΠΣΕ), του δημιουργεί σύγχυση ως προς την έννοια της συνομοσπονδίας ανεξάρτητων εκκλησιών (γεγονός που αποτελεί το ΠΣΕ), με τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες παρά τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζουν, δεν παύουν, ούτε στιγμή, να συγκροτούν ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΑ τη μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία.

Ίσως αυτή η (κοσμική) δημοκρατικότητα που «ψάχνει» ο Βασιλειάδης, στην Εκκλησία να αποτελεί τελικά και το κύριο πρόβλημα (έλλειψη) της δικής του (αδημοκρατικής) θεολογίας.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Ρώσο φιλόσοφο Μπερντιάγιεφ, το δημοκρατικό δεν ταυτίζεται αναγκαία με το αληθινό, αλλά πάντα με το πλειοψηφικό, ασχέτως αν αυτό είναι καλό ή κακό. «Η δημοκρατία», σημειώνει ο Μπερντιάγιεφ, «δε γνωρίζει την αλήθεια, γι’ αυτό αφήνει στην πλειονοψηφία να αποφασίζει τι είναι η αλήθεια».
Ενώ, στην ίδια συνάφεια, λέγει ότι η «δημοκρατία δεν ενδιαφέρεται για τον προσανατολισμό, την τάση και το αντικείμενο της λαϊκής θέλησης και δεν έχει κανένα κριτήριο, για να διακρίνει τη γνήσια ή κίβδηλη κίνηση μέσω της οποίας εξωτερικεύεται η θέληση του λαού και για να προσδιορίζει την ποιότητα αυτής της θέλησης. Η λαϊκή κυριαρχία δεν έχει αντικείμενο αξιολογικής αναφοράς. Η δημοκρατία μένει απέναντι στο καλό και το κακό. Είναι ανεκτική, επειδή είναι αδιάφορη‧ και είναι αδιάφορη, γιατί έχασε την πίστη της στην αλήθεια, ώστε δεν είναι σε θέση να αποφασίσει γι’ αυτήν».

Ο πολιτικός θεολόγος
Η λογική του (πολιτικοθεολόγου) Βασιλειάδη τον οδηγεί στην εξύψωση συγκεκριμένου πρώην πολιτικού προσώπου, ωσάν να πρόκειται περί απεσταλμένου του Θεού, προκρίνοντας, μάλιστα, τις απόψεις του έναντι της Εκκλησίας, αφού, όπως υποστηρίζει, εντός της δε λειτουργούν πλέον οι συνοδικοί θεσμοί, ενώ οι απόψεις του εν λόγω πρώην πολιτικού, «αποτελούν», για τον Βασιλειάδη, «κάτι σαν δεύτερο ευαγγέλιο».
Γράφει ο ίδιος: «Γι’ αυτό και οι εκάστοτε παρεμβάσεις του Βενιζέλου έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, όχι μόνον για τον εκκλησιαστικό, αλλά και τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Γι’ αυτό και οι κρυστάλλινες επιστημονικά απόψεις του, αλλά και η ευαισθησία του σε ζητήματα θρησκευτικού προβληματισμού, αποτελούν κάτι σαν δεύτερο ευαγγέλιο – όχι φυσικά επειδή προέρχονται από…Ευάγγελο. Με αυτές δημιουργείται ένα δημοκρατικό δίχτυ προστασίας και αποφεύγονται οι πιθανές αντιδράσεις για κοινωνικά ζητήματα ασυνήθιστα ή μη συμβατά με την χριστιανική παράδοση, όχι μόνον στους υγιώς σκεπτόμενους θεολόγους της χώρας μας, αλλά και σε κάποιο βαθμό και της θεσμικής Εκκλησίας, όταν αυτή βρίσκεται στις συμπληγάδες του θρησκευτικού φονταμενταλισμού από τη μια, και του δήθεν νεωτερικού στην ουσία όμως άκρατου φονταμενταλιστικού λαϊκισμού από την άλλη».

Πριν από αυτά ο Βασιλειάδης σημειώνει για τον Βενιζέλο ότι: «Αποτελεί μοναδικό φαινόμενο διανοούμενου, ο οποίος κινείται με άνεση όχι μόνον σε επιστημονικούς χώρους πέραν της ειδικότητός του – και δεν αναφέρομαι» σημειώνει «στα εκκλησιαστικά ζητήματα στα οποία θα αναφερθώ πολύ σύντομα στη συνέχεια – κυρίως στα οικονομικά, στα οποία η θητεία του και οι επιτυχίες του δεν έχουν προηγούμενο για τον κάθε σκεπτόμενο Έλληνα, ανεξαρτήτως πολιτικών, ιδεολογικών, ακόμη και οικονομικών πεποιθήσεων. Αποτελεί με λίγα λόγια την προσωποποίηση του αρχαιο-ελληνικού αποφθέγματος πως ‘‘μόνον όταν οι φιλόσοφοι (διάβαζε στην νεωτερική εποχή βαθυστόχαστοι επιστήμονες) κυβερνήσουν μπορεί να υπάρχει πρόοδος στο λαό’’. Θα μπορούσε με άλλα λόγια να του ανατεθεί εν λευκώ η διακυβέρνηση μιας χώρας», καταλήγει ο Βασιλειάδης.

Πέραν του έρποντος λόγου, από τα ανωτέρω αναφερόμενα του Βασιλειάδη, φαίνεται ότι αυτός λησμονεί, για παράδειγμα, τον τρόπο της εξαγγελίας του φόρου ηλεκτροδοτούμενων ακινητών, τον μετέπειτα αποκαλούμενο Ενιαίο Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΕΝΦΙΑ) από τον τότε υπουργό οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το Σεπτέμβριο του 2011 (11/9/11): «Χρειαζόμαστε μια εθνική συλλογική προσπάθεια», είχε δηλώσει τότε ο Βενιζέλος και συνέχισε: «να πάρουμε όλοι μαζί το βάρος για να πετύχουμε το στόχο μας».
«Χρειαζόμαστε κάτι που να είναι δίκαιο και κοινωνικά αποδεκτό, που να διαφοροποιεί τον πλούσιο από τον φτωχό και να αποδώσει άμεσα και να μην εξαρτάται από τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Για το λόγο αυτό θα επιβληθεί τέλος στην ακίνητη περιουσία μεσοσταθμικά 4 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ».

Τί να πρωτοσχολιάσει κάποιος για τη συγκεκριμένη εξαγγελία και τον δυσάγγελο αντιδημοκρατισμό της αντιλαϊκής πρακτικής που βαφτίζεται, ως μη όφειλε, σπουδαίος; Τί να παρατηρήσει για ένα φόρο που «χτύπησε» ανηλεώς τους φτωχούς, αλλά και τη λεγόμενη μεσαία τάξη;
Εν ονόματι ποιας δικαιοσύνης έπραξε ο Βενιζέλος και μιλά εν προκειμένω ο Φιλοβενιζέλος; Δεν αποτέλεσε ο ΕΝΦΙΑ «χτύπημα» της πρώτης κατοικίας των ευρισκομένων σε οικονομική ανάγκη; Τί ποσοστό του πληθυσμού μπορεί να ανταποκριθεί στην καταβολή αυτού του φόρου;
Τί απέδειξε η ιστορία; Πόσοι είναι οι ανείσπρακτοι φόροι του ΕΝΦΙΑ; Εφόσον, είναι τόσο δίκαιο μέτρο, κατά τον πρώην πολιτικό και τον ακόλουθό του θεολόγο, γιατί ονομάστηκε, επί το λαϊκώτερον, ως «χαράτσι»; Γιατί, ο έλληνας τον συνέδεσε με τον κεφαλικό φόρο της Τουρκοκρατίας;

Εάν αυτή η εξαγγελία συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη της εποχής του αγίου Νικολάου Καβάσιλα τί πύρινους λόγους θα είχε συγγράψει ο άγιος, όμοιους με εκείνους του «Κατά Τοκιζόντων»;
Η είσπραξη μάλιστα του συγκεκριμένου φόρου και εκεί έγκειται η ακόμα μεγαλύτερη απανθρωπία του, θα γινόταν, όπως σημειώνει ο πρώην πολιτικός, μέσω του λογαριασμού ενός πρώτιστου κοινωνικού αγαθού, δηλαδή της ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να έχει άμεση απόδοση και ταυτόχρονα να είναι αποσυνδεδεμένος από «τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό», γεγονός που όντως συνέβη τα πρώτα χρόνια είσπραξής του.
Δηλαδή, ασθενής με μηχανική υποστήριξη, που δε διέθετε το απαραίτητο ποσό χρημάτων για την πληρωμή του λογαριασμού της ηλεκτρικής ενέργειας μαζί με τον ΕΝΦΙΑ θα έπρεπε να οδηγηθεί στην απόγνωση και στην απώλεια της ζωής του.

Ενδεχομένως όμως, ο Βασιλειάδης δεν αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα, ως προς την πληρωμή του, οπότε πιθανόν, εξ ιδίων κρίνοντας τα αλλότρια, θέτει και αυτό το μέτρο στα κριτήρια της σκέψης του περί παροχής «εν λευκώ» ανάθεσης διακυβέρνησης της χώρας στον πρώην πολιτικό. Φυσικά, ο αδιάκριτος αυτός φόρος παραμένει ενεργός και τα πιθανά χρέη που δημιουργεί συσσωρεύονται στην εφορία, με τις όποιες τραγικές συνέπειες συνεπάγεται το γεγονός, ιδίως για τους φτωχότερους.
Αν διαβάσουμε, μάλιστα, τη σχετική ανακοίνωση του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, σχετικά με την είσπραξη του ΕΝΦΙΑ, δε θα εμπιστευθούμε το οικονομικό αισθητήριο του Βασιλειάδη: «Η επιβολή του ΕΝΦΙΑ», σύμφωνα με το Επιμελητήριο, «απέτυχε να φέρει τα προσδοκώμενα φορολογικά έσοδα, τα οποία στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύονται από τις εισπράξεις του [...] καθώς σε αυτές δεν συνυπολογίζονται οι απώλειες φορολογικών εσόδων που προκύπτουν από τη μείωση α) του διαθέσιμου εισοδήματος, β) της αξίας της ακίνητης περιουσίας και της κατανάλωσης που συνδέεται με αυτή και γ) των επενδύσεων σε κατοικίες λόγω αυξημένου κινδύνου και μείωσης των τιμών τους, σε σύγκριση με το κόστος κατασκευής». Οπότε, η αναγγελία του εν λόγω φόρου σε καμία περίπτωση δεν αναδεικνύει τις πολιτικές ικανότητες του πρώην υπουργού Οικονομικών.


Ο Ορθόδοξος μοναχισμός
Ένα άλλο θέμα που απασχόλησε παλαιότερα τον Βασιλειάδη ήταν ο Ορθόδοξος μοναχισμός. Σύμφωνα, με τη διαπίστωσή του, αυτός «απομακρύνεται ή και βρίσκεται στον αντίποδα της εσχατολογίας της Κ.Δ., λόγω της αλλοίωσής του που, όπως διατείνεται, υπέστη από την ωριγενική πνευματικότητα».
Σημείωνε μάλιστα πως «οι μοναχοί συνειδητά αποκόπηκαν από την κοινή λατρεία, σε μια προσπάθεια επιδόσεως στην αδιάλειπτη προσευχή», με συνέπεια την «αλλοίωση», κατ’ αυτόν, «της ευχαριστιακής πνευματικότητας με την έκπτωσή της σε μια θεραπευτική πρακτική».

Χωρίς, λοιπόν, τις επιστημονικά απαραίτητες παραπομπές σε μαρτυρημένες πηγές, ο Βασιλειάδης εξάγει τα δικά του, εξάπαντος αυθαίρετα, συμπεράσματα, τα οποία «στηρίζει στην αυθεντία ετερόδοξων ερευνητών», περί της «δήθεν» αλλοίωσης του γεγονότος της Ευχαριστίας από τους εν ασκήσει μονάζοντες.
Ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο μοναχισμός τελεί τα πάντα με κέντρο την Ευχαριστία. Ζει και υπάρχει μέσα στη Θεία Λειτουργία, βιώνοντας από τον νυν αιώνα τα έσχατα.
Ο ασκητισμός, γράφει ο Ευδοκίμοφ, «ακολουθεί βήμα προς βήμα την πορεία των μυστηρίων», γι’ αυτό έχει το δυναμισμό μιας ατελεύτητης εσχατολογικής, «προς τα εμπρός», πορείας τόσο στην παρούσα ζωή όσο και στη μελλούσα.

Για το ίδιο θέμα, εντύπωση προκαλεί η στάση του Βασιλειάδη ως προς το πρόσωπο του μακαριστού Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος Παπαγεωργίου, που ο ίδιος δηλώνει ότι τιμά ιδιαίτερα (ως επίτιμος πρόεδρος του CEMES, δηλαδή του Κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου»).
Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα γράφει ο μακαριστός Καθηγούμενος της Μονής Γρηγορίου, π. Γεώργιος Καψάνης, στον αφιερωματικό τόμο προς τιμήν του αοιδίμου ιεράρχη, τον οποίον επιμελήθηκε ο ίδιος ο Βασιλειάδης και εξέδωσε η Ιερά Μητρόπολις Εδέσσης, ο μακαριστός μητροπολίτης διατηρούσε πολλή αγάπη προς τον Αγιορείτικο Μοναχισμό.
«Ουδέποτε, μάλιστα, ζήτησε κανονικό απολυτήριο από τη Μονή της μετανοίας του (Μονή Γρηγορίου), αλλά βρισκόταν στα εγκόσμια με την άδεια και ευλογία της, επιτελώντας, κατά κάποιο τρόπο, τη διακονία του ‘‘ως διακόνημα’’. Διατηρούσε μάλιστα συχνή αλληλογραφία με τη Μονή, ενημερώνοντάς την «πάντοτε [...] διά τα κατ’ αυτόν». Το Αγιορείτικο πνεύμα του Παντελεήμονος Α΄ καθίσταται φανερό, συνεχίζει ο π. Γεώργιος, στο φιλακόλουθο του χαρακτήρα του, στην αγάπη του για τις Ιερές Ακολουθίες και φυσικά στην τέλεση της Αναίμακτης Μυσταγωγίας, όπου ο μητροπολίτης πολύ προσεκτικός, πράος και ευλαβής ιερουργούσε υποδειγματικά. Διάβαζε καθημερινά τις Ακολουθίες, σύμφωνα με το πρόγραμμα κάθε μοναχού, ενώ, ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, όπως τον άκουγαν κάποια πνευματικά του παιδιά, προσευχόταν τη νύχτα και έκανε μετάνοιες. Υπήρξε «Ιεράρχης που μύριζε λιβάνι, όπως λέγει ο λαός μας», συμπληρώνει ο Καθηγούμενος π. Γεώργιος.

Το μυστικό του Βασιλειάδη
Περνώντας, τώρα, σε μια άλλη θεματική, διαβάζουμε το σχολιασμό του Βασιλειάδη στο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου, Το Μυστικό του Ιησού: «Το Μυστικό του Ιησού», γράφει, «σχεδιάστηκε για να τεκμηριώσει τις διαπιστώσεις του (ενν. Ράμφου), ανατρέχοντας στα πορίσματα της βιβλικής επιστημονικής έρευνας των τελευταίων δύο αιώνων. Πρωταρχική του μέριμνα ήταν να ανατρέξει στον πρωτογενή θεολογικό λόγο, όπως αυτός καταγράφεται στα ιστορικά κείμενα του αρχέγονου χριστιανισμού, και κυρίως στα ευαγγέλια, χωρίς τις μεταγενέστερες ερμηνευτικές τους κατανοήσεις. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, ‘‘έτσι μόνο θα ξεπεράσουμε το πνίγος της δογματοπαγούς θεολογίας και θα αναπνεύσουμε καθαρόν αέρα’’. Με γλώσσα διαπεραστική, έντονα υπαινικτική, γεμάτη κρυφούς φωτισμούς, που για τον έμπειρο αναγνώστη μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί μεταθεολογική, μας παρουσιάζει μια πραγματικά χαρισματική πραγματεία, είδος που δυστυχώς έχει προ πολλού εκλείψει από το ευρύτερο θεολογικό στερέωμα. Με μεγάλη ικανοποίηση διαπίστωσα ότι επί τέλους ένας ‘‘ορθόδοξος στοχαστής’’ ήρθε να επισημοποιήσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αυτό που πασχίζει σε μεγάλο βαθμό –αν όχι πάντοτε με επιτυχία να επιβάλει τα τελευταία πενήντα χρόνια στον τόπο μας η Ορθόδοξη βιβλική επιστήμη, την αυτόνομη δηλαδή προσπέλαση του γεγονότος ‘‘Χριστός’’ και της διαχρονικότητας του ευαγγελικού λόγου».
Από τον ανωτέρω σχολιασμό προκύπτει ότι, ο Βασιλειάδης μαζί με τον Ράμφο κινδυνεύουν να “πεθάνουν”, αφού τους κόβεται η ανάσα με τη δήθεν δογματοπαγή θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Μάλιστα, ο Βασιλειάδης σημειώνει για την Ορθοδοξία ότι: «Η δογματική της θεολογία συνεχίζει να στηρίζεται αποκλειστικά στην πατερική θεολογία», ενώ κατόπιν επιτείνει το λόγο του, υπογραμμίζοντας πως «Φαίνεται να έχει στερέψει ο ζωντανός θεολογικός στοχασμός».
Δηλαδή το πνίγος του Ράμφου και του θαυμαστή του Βασιλειάδη οφείλεται στην Πατερική ερμηνευτική του Ευαγγελικού λόγου! Λόγος, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το Consensus Patrum, όπως χαρακτηριστικά εκφράζεται στο ρηθέν του Μεγάλου Βασιλείου σχετικά με τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι όπως λέγει: «τῷ βουλήματι τῆς Γραφῆς ἠκολούθησαν» ή όπως γράφει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης σε μία εκ των πολλών εισαγωγικών αναφορών του σε παράθεση Πατερικών αποσπασμάτων: «ἀκουσόμεθα τῶν κορυφαιοτάτων πατέρων».
Ενώ σύμφωνα με την ερμηνεία συγχρόνου θεολόγου, του Νικολάου Βασιλειάδη, Πατέρες στην Εκκλησία αποκαλούνται «όσοι [...] ακολούθησαν πιστώς την Αγ. Γράφην και ενεβάθυναν στα νοήματά της».

Πόση αντίθεση, λοιπόν, πάλι μεταξύ της γραφής του Πέτρου Βασιλειάδη και εκείνης του Ν.Γ.Πεντζίκη, όταν ο τελευταίος τονίζει: «Μόνο διὰ μέσου τῶν Ἁγίων πιστεύω ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναφερθεῖ στὸν Θεό. Οἱ Ἅγιοι ἀποτελοῦν τὴν ὁλοκλήρωσή μας, ἐπέκεινα τῶν θνητῶν ἀτομικῶν ὁρίων. Ἀποτελοῦν τὸ διαχρονικὸ σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐγγύηση τῆς συνέχειας καὶ ἑνότητας. Τὸ μνημικὸ καὶ ἐλπιδοφόρο τρόπο ὀρθῆς ἀντίληψης περὶ ψυχῆς καὶ πνεύματος, ἐπέκεινα τῆς ἄμεσα ἀντιληπτῆς σωματικῆς ἐμφάνειας. Ἡ λατρεία τους ἐπιτρέπει τὸν πανηγυρισμὸ τῆς ἀγάπης στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὕπαρξης ἀνεξάρτητα ἀπὸ κάθε παράγγελμα, ἠθικὸ καὶ κοινωνικό. Λατρεύω θὰ πεῖ γίνομαι δοῦλος. Δοῦλος τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ στάθηκαν ἐν τῷ κόσμῳ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ».

Αλλά και στο βιβλίο του Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης ο Ν.Γ. Πεντζίκης υπογραμμίζει: «Δὲν ἤξερα τί ἤμουν ὅταν ἀπορροφήθηκα στὴν ἀνάγνωση τοῦ Ἑορτολογίου, μὲ τὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ ξεχωρίζοντας ἀπὸ τὶς ἐργάσιμες πανηγυρίζονται ἐπίσημα. Ὅταν ἄρχισα ν’ ἀντιγράφω ἐπέπλεα ἐπὶ τοῦ κειμένου, ὅπως κολπώνονται μὲ οὔριο ἄνεμο τὰ πανιά, γεμάτος ἀπὸ μιὰ αἴσθηση λεπτότερη ἀπ’ τὸ πιὸ ἀκονισμένο μαχαίρι, ποὺ μ’ ἔκανε νὰ ξεχωρίζω τὸ χτὲς ἀπὸ τὸ σήμερα καὶ τ’ αὔριο. Ἔβλεπα τὸν Χρόνον ποὺ προέρχεται ἤ μένει καὶ ἔρχεται νὰ μὴν εἶναι πολτὸς, μάζα ἀχαρακτήριστη, λάσπη, ἀλλὰ ζυμωτὸ ψωμὶ καὶ τὰ χείλη μου ἔλεγαν ‘‘Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν’’».
«Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ μὲ τὰ δάκρυά τους γεώργησαν τὴν Ἔρημο», όπως αναφέρει ο Πεντζίκης, σε άλλο σημείο του βιβλίου.

Στην ίδια συνάφεια του Πεντζικικού λόγου, ο π. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων, σε ευχαριστήρια επιστολή του προς τον θεσσαλονικιό δημιουργό, με αφορμή την πρώτη έκδοση του βιβλίου Προς Εκκλησιασμόν από το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, γράφει: «Πλησιάζοντας, ζυγώνοντας ελάχιστα, λίγες φορές, στα ρείθρα τέτοιων μυστικών πηγών των Πατέρων πίστεψα μέσα μου πως δεν υπάρχει αλλού ζωή αφού εδώ αναβλύζει το πλήρωμα. Όλα τα άλλα που δεν βαπτίζονται εδώ και δεν βγαίνουν από δω –αφού πεθάνουν- είναι μισερά και καταδικασμένα».
Εδώ, δηλαδή, βρίσκεται το πλήρωμα, σύμφωνα με τον π. Βασίλειο‧ στη ζωή της Εκκλησίας των Πατέρων. Όλα τα άλλα χαρακτηρίζονται από τον Προηγούμενο της Μονής Ιβήρων «μισερά και καταδικασμένα».
Εξ’ ου και η ονομασία του Πατριαρχικού Ιδρύματος Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε το βιβλίο‧ Ίδρυμα Πατερικών Μελετών και όχι Mετα-Πατερικών, δηλαδή μισερών και καταδικασμένων πραγμάτων.

Επιλογικά
Η οδός, της μεταπατερικής θεολογίας, δηλαδή της μεταθεολογικής γλώσσας, την οποία ενθέρμως υποστηρίζει ο Βασιλειάδης, αποτελεί τη μεταχριστιανική παραχαρακτική της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας οδό.
Είναι η οδός, που επιθυμούν να επιβάλουν, εν πολλοίς, οι (αντεκκλησιαστικές) Βιβλικές σπουδές στην Ελλάδα,  όπου «η θανατηφόρος έλλειψη οσμής θυμιάματος» καθίσταται καθημερινά ολοένα και πιο «καθηγητική» ενάντια στο Ορθόδοξο δόγμα‧ είναι όμως, αυτή η επαρτική καθηγεσία όλως ανεπιστημονική.
Ετσι, η δυσοσμία της «πνίγει» τον Βασιλειάδη και τον Ράμφο. Εδώ κυριαρχεί η συνθηματοποίηση της διδασκαλίας του Χριστού και η «βίωση» της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως φορέος παραπολιτικής θεολογίας, που είναι οπωσδήποτε στείρα και ηδονόδοξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.