Ὁ αἱρετικὸς νάνος Ζηζιούλας …τόλμησε καὶ συνεχίζει νὰ ἀσχημονεῖ κατὰ τοῦ
μεγίστου Θεολόγου ἁγίου Συμεών, ἐνῶ γνωρίζει πλέον τὴν διδασκαλία του, ποὺ
εἶναι ἀντίθετη μετὰ περὶ «Πρώτου» παναιρετικὰ φληναφήματα τοῦ μητροπ. Περγάμου!!! Κι ὅμως ποτὲ δὲν πῆρε πίσω τὶς βλασφημεῖες του!
Παρὰ ταῦτα αὐτὸν δέχονται γιὰ τὴν διευθέτηση
τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ κοινωνοῦν μαζί του ὅλοι οι «ὀρθόδοξοι»
Ἐπίσκοποι παρὰ τὶς ἐπανειλημμένες καταγγελίες (καὶ στὴ Σύνοδο
ποὺ κώφευσε …ἐκωφαντικά) τῆς κακοδοξίας του!
Ἅγιος Συμεών: «Δὲν τρομάζεις ἄνθρωπε (Ζηζιούλα),
νὰ μὴ κατέβη κανένα ἀστροπελέκι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ σὲ κατακαύσει;»!!!
(Ἀπὸ τὸν Πρῶτο θεολογικὸ λόγο -καταπέλτη κατὰ Ζηζιούλα- τοῦ ἁγ. Συμεὼν, ποὺ δημοσιεύουμε στὴ συνέχεια)
Μὲ τὸν Ζηζιούλα λοιπόν θὰ διαλεχθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας διὰ τοῦ Μπάτσκας,
Ειρηναίου! (ἐδῶ. -Δεῖτε τὸ ἄρθρο καὶ στὸ τέλος τοῦ παρόντος).
Παρουσιάσαμε σὲ ἄλλη εὐκαιρία κάποιες
ἀπὸ τὶς «θεολογικὲς» θέσεις τοῦ μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰω. Ζηζιούλα καὶ
δείξαμε ὅτι ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ θεολογία τῶν Πατέρων, ἀπὸ ἔργα τῶν
ὁποίων παραθέσαμε τὰ σημαντικότερα κείμενα, “τὸ κατὰ δύναμιν”, βέβαια, καὶ
στηριζόμενοι ὄχι σὲ δικές μας θέσεις, ἀλλὰ μόνο στὰ κείμενα τῶν Ἁγίων.
Ὁ κ.
Ζηζιούλας, μὲ τὴ «νέα» αἱρετικὴ θεολογία ποὺ εἰσάγει (εἰδικὰ περὶ «Πρώτου»
στὴν Ἁγία Τριάδα καί, κατ’ ἀναλογίαν, περὶ «Πρώτου» στὴν Ἐκκλησία) κατέστη
φανερὸν ὅτι ἐναντιώνεται στοὺς Ἁγ. Πατέρες, καὶ τὸ χειρότερο μὲ τὶς θέσεις του
αὐτὲς βλασφημεῖ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἕνα τμῆμα ἀπὸ κείμενο τοῦ ἁγ. Συμεὼν τοῦ
Νέου Θεολόγου, ποὺ τότε παραθέσαμε, κονιορτοποιοῦσαν κυριολεκτικὰ τὶς
ἀθεολόγητες θέσεις τοῦ περιφερόμενου ἀπὸ fora ἀπὸ σὲ fora, μητροπολίτη χωρὶς ποίμνιο, κ.
Ἰωάννη Ζηζιούλα. (Δεῖτε ἐδῶ).
Εἴχαμε μιὰ
μικρὴ ἐλπίδα, ὅτι ὡς ὑπέρμαχος τῶν Διαλόγων ὁ κ. Ζηζιούλας θὰ
διαλεγόταν και θὰ ἀπαντοῦσε σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς καταγγελίες περὶ τῶν
αἱρετικῶν θέσεών του, κυρίως ὅμως, θὰ ἔδειχνε σεβασμὸ στὸν ἅγ. Συμεὼν καὶ
βλέποντας μὲ τρόμο ὅτι ἐναντιώνεται στὴν θεολογία ἑνὸς Ἁγίου, θὰ ἀνασκεύαζε τὶς
ἄστοχες θέσεις του περὶ Πρώτου καὶ περὶ ἀριθμήσεως στὴν Ἁγία Τριάδα, γιὰ νὰ μὴν
τοῦ καταλογισθεῖ μιὰ ἐξόφθαλμη ἀσέβεια καὶ περιφρόνηση πρὸς τοὺς Ἁγίους.
Δυστυχῶς, ὁ
κ. Ζηζιούλας, ὡσὰν νὰ εἶναι ἀνεξέλεγκτος καὶ ἐπιδεικνύοντας ἕναν ἀπίθανο
ἀμοραλισμό, οὔτε ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα. Ἔδειξε περιφρόνηση καὶ πρὸς τοὺς
300 πιστοὺς ποὺ μὲ ἐμπεριστατωμένο κείμενο δεκάδων σελίδων κατήγγειλαν τὶς
αἱρετικὲς θέσεις του πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο («Ὀρθόδ. Τύπος», 13.4.12) καὶ πρὸς τοὺς
Ἁγίους. Καὶ αὐτὴ ἡ στάση τῆς παντελοῦς ἀπαξιώσεως τῶν Ἁγίων, δείχνει κατὰ τὸν
ἅγιον Συμεών, τὴν ὑψηλόφρονα γνώμην, τὴν ἔλλειψη ταπεινώσεως, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ
«θεολογία» του δὲν προέρχεται ἐκ τοῦ Πνεύματος, ἀλλ’ εἶναι «ἐπίγειος, ψυχική,
δαιμονιώδης».
Ἐπὶ τοῦ
θέματος. Ἡ διδασκομένη ἀπὸ τὸν κ. Ζηζιούλα «Νέα» αἵρεση περὶ «Πρώτου»
στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ κατ’ ἀναλογίαν περὶ «Πρώτου» στὴν Ἐκκλησία, (ποὺ στοχεύει
στὴν ἀνάδειξη τοῦ Πάπα ὡς Πρώτου τῶν Πρώτων) εἶναι συνοπτικὰ ἡ
ἑξῆς:
«Ὁ πρῶτος
λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία... Στὴν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε μία διαβάθμιση,
δὲν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται
ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι
ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος...
»Ὁ πρῶτος
ἔχει τὴν τιμὴ καὶ προηγεῖται μόνο γιατὶ ἐλεύθερα τὸν ἀποδέχονται οἱ μετ’ αὐτόν.
Τὸ πρότυπο τῆς εὐχαριστιακῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, στὴν ὁποία σαφῶς
καὶ ὑπάρχει ἱεραρχία (βλ. «ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι»), ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ
ἱεράρχηση (ποτὲ π.χ. δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε πρῶτο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ τρίτον
τὸν Υἱό), δὲν συνεπάγεται μείωση τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ὀντολογικὴ ἱεράρχηση:
τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἴσα καὶ ταυτίζονται κατὰ τὴν οὐσία. Ἡ ἱεράρχηση στὸ
προσωπικὸ ἐπίπεδο (ὁ Πατὴρ αἴτιος, ὁ Υἱὸς αἰτιατόν, τὸ Πνεῦμα αἰτιατὸν διὰ
τοῦ αἰτιατοῦ) δεν αἴρει τὴ βασικὴ καὶ κατ’ οὐσίαν ἰσότητα τῶν Τριαδικῶν
προσώπων». [σ.σ.: Ἐδῶ
ἀκριβῶς συναντᾶμαι τὴν θεολογία τοῦ filioque καί, ἑπομένως, ὅλη ἡ εὐχαριστιακή
θεολογία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐφαρμογὴ τῆς προσωπικῆς ἱεράρχισης, εἶναι ἐφαρμογὴ
τῆς αἱρέσεως τοῦ filioque. Διότι στὴν πατερικὴ διδασκαλία αἴτιο εἶναι καὶ τὸ
τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος. Κύριος αἴτιος τῆς υἱοθεσίας μας (στὴν ἐνσάρκωση)
εἶναι ὁ Κύριος, αἴτιος τῆς ἀληθείας (Πεντηκοστή) εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα]. Καὶ
συνεχίζει ὁ κ. Ζηζιούλας: «Τὸ ἴδιο καὶ μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, καὶ
κατ’ ἐπέκταση στὴν Ἐκκλησία, ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου μέλη τοῦ σώματος καὶ ὅλοι ἔχουν
ἀνάγκη ἀλλήλων, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τῆς κεφαλῆς ταυτίζεται
ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο καὶ εἰσάγεται καὶ στὸ εὐχαριστιακὸ καὶ κανονικὸ λεξιλόγιο τῆς
Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα, τῆς
ὁποίας εἰκόνα εἶναι ἡ Ἐκκλησία» (Ζηζιούλα Ἰω., «Εὐχαριστία καὶ Κόσμος»,
Ὁμιλία στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, 2008).
Αὐτὲς οἱ
θέσεις ποὺ παρουσιάζει ὁ κ. Ζηζιούλας, δὲν συναντῶνται σὲ κανένα Πατέρα τῆς
Ἐκκλησίας, οὔτε στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Κι ἐδῶ χρειάζεται μεγάλη προσοχή: δὲν
πρόκειται γιὰ ἕνα ἁπλὸ λάθος του· γιὰ διδασκαλία, δηλαδή, ἀληθειῶν τῆς
Ἐκκλησίας ποὺ κάποιος δὲν κατανόησε σωστὰ καὶ τὶς διδάσκει πλημμελῶς, ἀλλὰ πρόκειται
περὶ καινοτομίας, περὶ κακόδοξης «θεολογικῆς» παραγωγῆς τοῦ κ. Ζηζιούλα.
Καὶ τὸ
δυστύχημα εἶναι, πὼς ἐνῶ αὐτὴ ἡ κακοδοξία ἔχει καταγγελθεῖ, ὑπάρχουν
«ὀρθόδοξοι» πού, παρότι τὴν γνωρίζουν, «βραβεύουν» τὸν εἰσηγητή της καὶ
τὸν καθίζουν ἐν θρόνῳ μέσα στὸν ἱ. Ναό, καὶ ἄρα ἔμμεσα ἀποδέχονται τὶς
κακοδοξίες του. (Ἡ συνέχεια ἐδῶ).
Ὁ Πρῶτος Θεολογικὸς Λόγος
τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου
μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ ψυχωφελεῖς
σκέψεις περὶ μετανοίας καὶ καθάρσεως.
(Ἡ μετάφραση
στηρίζεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸ ἔργο τοῦ π. Διονυσίου Ζαγοραίου)
Τὸ νὰ λέγει κάποιος περὶ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐρευνᾶ τὰ κατ’ αὐτόν, καὶ νὰ
ζητᾶ νὰ φανερώνει τὰ ἀφανέρωτα, καὶ νὰ δείχνει ὡς καταληπτὰ τὰ ἀκατάληπτα εἰς
ὅλους, τοῦτο εἶναι ἴδιον ἀνθρώπου τολμηροῦ καὶ αὐθάδους.
Καὶ τοῦτο
παθαίνουν, ὄχι μόνον ὅσοι τολμοῦν νὰ λέγουν κάτι περὶ Θεοῦ ἀφ’ ἑαυτοῦ τους,
ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐξετάζουν μὲ περιέργειαν καὶ ἀποστηθίζουν ἐκεῖνα ποὺ εἶπαν, καὶ τὰ
ὁποῖα μᾶς παραδόθηκαν γραπτὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, οἱ θεσπέσιοι θεολόγοι τῆς
Ἐκκλησίας μας, μέ σκοπὸν ὄχι νὰ λάβουν κάποια πνευματικὴ ὠφέλειαν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπαινοῦνται
ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀκούουν σὲ συμπόσια καὶ συνέδρια, καὶ νὰ ἐπεφημῶνται
ὡς θεολόγοι. Τὸ ὁποῖον μὲ λυπεῖ περισσότερον καὶ μὲ φέρνει σὲ ἀδημονία,
ἐπειδὴ κατανοῶ πὼς τοῦτο τὸ ἐγχείρημα εἶναι φρικτό. Καὶ ἐπίσης, πὼς ἐκεῖνοι ποὺ
τὸ ἀποτολμοῦν, πρόκειται νὰ καταδικασθοῦν ἀπὸ τὸν Κύριον.
Καὶ ποιά
εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀποτολμοῦν ἐναντίον τῶν θείων; Λέγουν, ὅτι κατὰ τοῦτο μόνον
εἶναι μεγαλύτερος ὁ Πατὴρ ἀπὸ τὸν Υἱόν, καθὸ εἶναι αἴτιος τῆς
ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ. Κι ἂν κανεὶς τοὺς προβάλλει τὴν ἔνσταση: Μὲ ποιά λογικὴ
χαρακτηρίζεις μεγαλύτερο τὸν Πατέρα ἀπὸ τὸν Υἱόν; Ἀποκρίνονται, ὅτι ὁ Πατὴρ
εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Υἱόν, δηλ. πρῶτος τοῦ Υἱοῦ, διότι ἐκ τοῦ
Πατρὸς γεννᾶται ὁ Υἱός. Αὐτὰ εἶναι τὰ συμπεράσματα τῆς καινούργιας τους
μωρολογίας καὶ ἀσυνέτου θεολογίας τους. Καὶ τὰ λέγουν αὐτὰ ἐπειδὴ δὲν
γνωρίζουν τὴν αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν εἶπαν αὐτὰ οἱ θεολόγοι εἰς τοὺς αἱρετικούς.
Διότι, μὲ τὸ νὰ μὴ ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ ἐννοήσουν τὸ βάθος καὶ τὸν σκοπὸν τῶν
γεγραμμένων, ματαιολογοῦν, καὶ ἐκεῖνα ποὺ λέγουν τὰ ἔχουν ὡς βέβαια καὶ
ἀληθινά, καὶ διαβεβαιώνουν καὶ τοὺς ἄλλους ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα. Πρὸς
αὐτοὺς θὰ πῶ τὰ πρέποντα, ὄχι ἀπὸ λόγου μου, ἀλλὰ μυσταγωγούμενος ἀπὸ ἐκεῖνον
ποὺ διδάσκει τὸν ἄνθρωπον γνῶσιν.
Ὦ ἀδελφοί
μου, ἀνίσως ἡ Παναγία Τριὰς ποὺ ἔκαμε τὰ πάντα ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι,
ἦταν, εἶναι καὶ θέλει εἶναι πάντοτε ἀδιαίρετος, ποιός ἐδίδαξεν, ἢ ποιός
ἐννόησεν μέτρα καὶ βαθμούς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα; Δηλ. πρῶτον καὶ δεύτερον;
Μεγαλύτερον καὶ μικρότερον; Ποιός καθόρισε ὅτι ἰσχύουν (τέτοιες ἀριθμήσεις) σ’
αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀθέατα καὶ ἄγνωστα καὶ τελείως ἀνερμήνευτα καὶ ἀκατανόητα; Διότι
ἐκεῖνα ποὺ εἶναι πάντοτε ἑνωμένα, καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ὄντα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
εἶναι πρῶτα ἀναμεταξύ τους τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου.
Ἂν ὅμως ἐσύ,
θέλεις νὰ πεῖς ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι Πρῶτος
ἀπὸ τὸν Υἱόν, ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν
λόγον τὸν ὀνομάζεις καὶ μεγαλύτερο, τότε σοῦ λέγω κι ἐγὼ πὼς ὁ Υἱὸς εἶναι Πρῶτος ἀπὸ τὸν Πατέρα. (Καὶ γιατί αὐτό;). Διότι ἂν ὁ Υἱὸς
δὲν εἶχε γεννηθεῖ, ὁ Πατὴρ δὲν θὰ ὀνομαζόταν Πατήρ. Ἀλλὰ ἂν κι ἐσὺ προτάσσεις
ὅλως δι’ ὅλου τὸν Πατέρα ἀπὸ τὸν Υἱόν, καὶ τὸν ὀνομάζεις πρῶτον, ἐπειδὴ εἶναι αἴτιος τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ, ἐγὼ δὲν τὸ
δέχομαι, πὼς ὁ Πατὴρ εἶναι αἴτιος τοῦ Υἱοῦ.
Διότι (μὲ τὸ
νὰ τοποθετεῖς πρῶτον τὸν Πατέρα ἀπὸ τὸν Υἱόν) δημιουργεῖς τὴν ὑποψίαν ὅτι
δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱὸς πρὶν γεννηθεῖ· καὶ ὅτι θέλοντας ἢ μὴ θέλοντας ἐγενήθη ὁ Υἱὸς·
καὶ θέλοντος ἢ μὴ θέλοντος τοῦ Πατρός· καὶ ὅτι ἐγνώρισε ὅτι ἐγεννήθη, ἢ πῶς ἐγεννήθη,
ἢ δὲν ἐγνώρισε;
Βλέπεις σὲ
πόσα ἄτοπα πράγματα, γιὰ νὰ μὴν πῶ βλάσφημα, περιπίπτουμε προσπαθώντας νὰ
ἐξετάσουμε τέτοια ζητήματα; (περὶ πρώτου
στὴν Ἁγία Τριάδα). Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἢ μὴ λέγεις ἐσὺ τὸν Πατέρα Πρῶτον
τοῦ Υἱοῦ, καὶ τότε κι ἐγὼ ἀποδέχομαι πὼς ὁ Πατὴρ εἶναι αἴτιος τοῦ Υἱοῦ. Ἢ ἐὰν
ἐσὺ λέγης τὸν Πατέρα Πρῶτον, καὶ ἐγὼ οἰκονομώντας τὸν λόγον ἐν κρίσει, δὲν τὸ
δέχομαι ὑπ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις πὼς ὁ Πατὴρ εἶναι αἴτιος τοῦ Υἱοῦ.
Γιατί, ὅπως
εἴπαμε, ἐκεῖνα ποὺ εἶναι πάντα ἑνωμένα, καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ὄντα δὲν δύνανται νὰ
εἶναι ἀναμεταξύ τους αἴτια τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου. Λοιπὸν μὴν ἐννοήσεις πὼς ὁ
Πατὴρ ἦταν προτήτερα ἀπὸ τὸν Υἱὸ κανένα καιρό· καὶ οὔτε νὰ ἀποκαλέσεις τὸν Πατέρα
Πρῶτο, οὔτε μεγαλύτερο ἀπὸ τὸν
Υἱό.
Διότι ἐκεῖνο
ποὺ ἦταν προτήτερα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐγεννήθη, ἢ προῆλθε, ἢ δημιουργήθηκε/ἐκτίσθη
ἀπ’ αὐτό, ἐκεῖνο μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ κάποιος πρῶτο. Ὅμως, ὁ Πατὴρ ποὺ δὲν
ἦταν, οὔτε ἔγινε ποτέ, ἢ γίνεται προτήτερα ἀπὸ τὸν Υἱό, διότι ὁ Υἱὸς εἶναι
συναΐδιος, καὶ συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ὅλος ὁ Πατὴρ εἶναι ἐν ὅλῳ τῷ
ὁμοτίμῳ αὐτοῦ Υἱῷ, ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς εἶναι ἐν ὅλῳ τῷ ὁμοουσίῳ αὐτοῦ Πατρί, (ὁπότε)
πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὀνομασθῇ
πρῶτος (ὁ Πατήρ) τοῦ συναϊδίου αὐτοῦ Υἱοῦ; Ἐὰν βεβαίως ὀνομάζεις τὸν
Πατέρα αἴτιον τοῦ Υἱοῦ, αὐτὸ τὸ λέγω κι ἐγώ, μὲ τὴν προϋπόθεση νὰ μὴν προξενεῖς
ὑποψίαν, ὅτι ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἦταν μόνος του κάποιο καιρό, κατὰ τὸν ὁποῖο καιρὸ
δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. Καὶ νὰ μὴν δέχεσαι ὅτι, ἐπειδὴ ἔγινε αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τοῦ
Υἱοῦ, τὸν γέννησε ὁ Πατὴρ ὕστερα. Γιατὶ αὐτὸ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ
τὴν ἀλήθεια, ὡς ἀσεβῆ, καὶ σὲ κάνει ὅμοιο μὲ ἐκείνους τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ
λέγουν ὅτι ὁ Υἱὸς ἐκτίσθη ἀπὸ τὸν Πατέρα. Γιατὶ αὐτὴν τὴν κακόδοξη σκέψη καὶ
μόνο νὰ τὴν σκεφθεῖ κάποιος, εἶναι ἀσεβέστατον καὶ ἀθεώτατον.
Διότι εἰς
μὲν τὴν σωματικὴν γύμναση τῶν ἀνθρώπων λέγομεν τὸν Πατέρα Πρῶτον τοῦ Υἱοῦ. Ἀλλ’
ὅμως εἰς τὴν θεία καὶ ἀνύπαρκτη ὕπαρξη, καὶ ἀγέννητη γέννηση, καὶ ἀνυπόστατη
ὑπόσταση, καὶ ὑπερούσιο οὐσίωση -ἢ τί ἄλλο νὰ πῶ δὲν γνωρίζω- ἐκεῖνος ποὺ θὰ
πεῖ πρῶτον, ἀναγκαστικὰ θὰ πρέπει νὰ ὀνομάσει καὶ δεύτερον καὶ τρίτον,
πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶναι τελείως ἄτοπον νὰ λέγεται γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Διότι
τὸ νὰ μετρᾶ κάποιος τὰ ἀμέτρητα, καὶ νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὰ ἄρρητα, καὶ νὰ διηγεῖται
τὰ ἀνεκδιήγητα εἶναι πολὺ σφαλερὸν καὶ ἐπικίνδυνον.
Λοιπόν, εἰς
τὴν ἀνεκλάλητον καὶ θείαν γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, λέγομεν τὸν
Πατέρα αἴτιον τοῦ Υἱοῦ, καθὼς λέγομεν τὸν νοῦ αἴτιον τοῦ λόγου, καὶ τὴν πηγὴ
αἴτιον τοῦ ποταμοῦ, καὶ τὴν ρίζαν τῶν κλάδων· ἀλλὰ πρῶτον δὲν λέγομεν σὲ καμιὰ περίπτωση, γιὰ νὰ μὴν
πλεονάσομεν τὸν ἀριθμὸ τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, διαιροῦντες τὴν ἀδιαίρετον καὶ μίαν
Θεότητα εἰς τρεῖς Θεούς. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ ἐννοήσει, οὔτε νὰ
ὀνομάσει κάποιος πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον, ἢ
μεγαλύτερον καὶ μικρότερον εἰς τὴν ἀδιαίρετον καὶ ἀσύγχυτον Τριάδα. Διότι εἶναι
ὅλως διόλου ἀνεκλάλητα, καὶ ἄφθεγκτα, καὶ ἀκατανόητα τὰ τῆς θείας καὶ
ὑπερουσίου φύσεως καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ καταλάβει ἀνθρώπινος νοῦς.
Ἀλλὰ ἂν
θέλεις, ἂς ἐξετάσουμε καὶ μὲ ἄλλο τρόπο, γιὰ νὰ μάθουμε πὼς ὁ Θεὸς Ποιητὴς τοῦ
παντὸς εἶναι ἀκατανόητος στὴν ἀνθρώπινη λογική. Δηλαδή, ἂν βάλεις (καθ’
ὑπόθεσιν) τὸ Ἅγιον Πνεῦμα προτήτερον ἀπὸ τὸν Υἱὸν καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα (ἂν εἶναι
δυνατὸν νὰ θεολογεῖ κάποιος μὲ τέτοιο τρόπο!) μαζὶ μὲ τὸ Πνεῦμα θέλεις εὕρει
καὶ ὅλο τὸν Πατέρα καὶ ὅλον τὸν Υἱόν, ἐφ’ ὅσον εἶναι καὶ τὰ τρία ἅγια πρόσωπα
συναΐδια καὶ ὁμοούσια. Καὶ κατανόησε πὼς τὰ τῆς θείας φύσεως εἶναι ἀκατάληπτα σὲ
μᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Λέγει ὁ Κύριος: «Πνεῦμα ὁ Θεός» (δηλ. ὁ Πατήρ).
Καὶ πάλιν: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ὁ Κύριός ἐστιν» (δηλ. ὁ Υἱός). Λοιπόν, ἂν εἶναι Πνεῦμα ὁ Θεός,
καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι ὁ Κύριος, ποῦ εἶναι ἐδῶ ἡ Πατρότης καὶ ἡ Υἱότης, γιὰ νὰ
ἀποδίδεις ἐσύ, Πρῶτον καὶ μεγαλύτερον εἰς τὴν θείαν καὶ ἀκατάληπτον
φύσιν, ὦ καινοτόμε καὶ μάταιε θεολόγε, καὶ νὰ τὸ λέγεις, καὶ νὰ ἀριθμεῖς;
Καὶ ὁ θεολόγος
Ἰωάννης εἶπεν, «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» καὶ ὄχι ὁ Πατήρ. Ἐσὺ δέ, ὡσὰν νὰ ἐδιδάχθης
ἀπὸ τὴν αὐτοσοφίαν, τὸν Ἰησοῦν, καὶ ὡσὰν νὰ ἔμαθες ἀκόμα βαθύτερα μυστήρια ἀπὸ
αὐτὸν τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην, ἀποκαλύπτεις σὲ μᾶς καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο ὅτι Πρῶτος εἶναι ὁ Πατήρ, (τὸ πρωτεῖον τοῦ Πατρός), μὲ σκοπὸν νὰ
ἀποδείξεις τὸν Υἱὸν δεύτερον τοῦ Πατρὸς καὶ στὴ συνέχεια τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τρίτον·
καὶ ἔτσι νὰ μᾶς διδάξεις ὡς ἕνας ἄλλος θεολόγος, βαθύτερος τοῦ Εὐαγγελιστὴ
Ἰωάννη καὶ ποιό οἰκεῖος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, καινούργιο Εὐαγγέλιο;
Ὤ τῆς βλασφημίας σου! Ἐσὺ ποὺ δογματίζεις σὲ μᾶς ὑπούλως καὶ δολερῶς τὴν
τριθεΐαν, πές μου, γιατί ὁ ἐπιστήθιος τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης ὁ
Θεολόγος, δὲν εἶπε «Ἐν ἀρχῇ
ἦν ὁ Πατήρ», ἀλλὰ εἶπε «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος»; Γιατί δέ, δὲν εἶπε ὁ Υἱός,
ἀλλ’ ὁ Λόγος, παρὰ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει, πὼς οὔτε ὁ Θεὸς Λόγος ἐγνωρίζετο ἀπὸ
κανένα Υἱός, πρὸ τοῦ νὰ κατεβῆ καὶ νὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεὸς Λόγος, οὔτε ὁ Θεὸς
ἐγνωρίζετο ὡς Πατήρ. Ὄχι πὼς δὲν ὑπῆρχε ἡ τρισυπόστατος Θεότης ποὺ δημιούργησε
ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἀκόμα ἀποκεκαλυμένη, γιατὶ δὲν εἶχε ἀκόμα
πραγματοποιηθεῖ ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση
τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἐγνωρίσθη σὲ μᾶς τοὺς πιστοὺς ὡς Πατήρ, καὶ ὁ
Θεὸς Λόγος ὁ σαρκωθεὶς γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἔγινε γνωστὸς ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
σύμφωνα μὲ τὸν λόγο ποὺ εἶπεν ὁ Πατὴρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, «Οὗτος ἐστὶν ὁ Υἱός μου ὁ
ἀγαπητός, αὐτοῦ ἀκούετε». Καὶ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Υἱοῦ του, ὅταν εἶπε,
«Πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δε σε ἔγνων». Καὶ πάλιν· «Ἐγνώρισά
σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις». Καὶ πάλιν· «Πάτερ, δόξασόν σου τὸν Υἱόν, ἵνα καὶ
ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε»· καὶ «Ἐγώ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν». Ἐὰν λοιπὸν καὶ μετὰ τὴν
σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς ἦσαν ἕν, πολὺ περισσότερο ἦταν ἕν πρὸ
τῆς σαρκώσεως. Λοιπὸν ἐξέτασε συνετῶς τὴν δύναμη τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, διότι
λέγει: «Ἐγώ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν» καὶ ἔβαλε τὸν ἑαυτό του προτήτερα ἀπὸ τὸν Πατέρα. Διατί
τὸ ἔκανε αὐτό; Διὰ νὰ δείξῃ τὸ ἰσότιμον, καὶ ὁμόδοξον τοῦ ἑαυτοῦ του μὲ τὸν
Πατέρα· καὶ ὅτι οὔτε ὁ Πατὴρ εἶναι πρῶτος, ἂν καὶ εἶναι αἴτιος τοῦ Υἱοῦ· οὔτε ὁ Υἱὸς δεύτερος, ἂν καὶ ἐγεννήθη ἀπὸ
τὸν Πατέρα· οὔτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τρίτον, ἂν καὶ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν
Πατέρα. Διότι, ἐπειδὴ ἐξ ἀρχῆς εἶναι ἓν ἡ Ἁγία Τριάς, καὶ αὐτὸ τὸ ἓν ὀνομάζεται
Τριάς κατὰ τὰς ὑποστάσεις (δηλαδὴ πρόσωπα), ἄρα τὸ ἕνα, οὔτε τοῦ ἑαυτοῦ
του πρῶτον δύναται νὰ εἶναι, οὔτε τῶν ἄλλων δύο ὑποστάσεων. Γιατὶ οὔτε ὑπῆρχε
προτήτερα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, γιὰ νὰ γίνει ἐκεῖνο ποὺ ἦταν προτήτερα πρῶτον
ἐκείνου ποὺ ἔλαμψε ἀπὸ αὐτό. Γιατὶ ἡ μία Τριὰς εἶναι μία Θεότης. Καὶ τοῦτο
λέγεταί Τριάς διὰ τὰ πρόσωπα, δηλαδὴ τὶς ὑποστάσεις. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς
μερίζεται εἰς Τρία ἀμερίστως, εἶναι δὲ ἑνωμένον εἰς ἓν ἀσυγχύτως, διὰ τοῦτο
καλεῖται μία Τριὰς ὁ Θεός. Καὶ καμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρεῖς ὑποστάσεις δὲν ἦταν
προτήτερα ἀπὸ τὴν ἄλλην, κατ’ οὐδένα τρόπον. Οὔτε ὁ Πατὴρ ὑπῆρχε προτήτερα ἀπὸ
τὸν Υἱόν, οὔτε ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα, οὔτε ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα γιὰ
νὰ γίνει καὶ πρωτο τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου. Διότι καὶ τὰ τρία πρόσωπα εἶχαν τὴν
ἄναρχον ἀρχὴν σύνδρομον καὶ συναΐδιον.
Τὸ
συμπέρασμα λοιπὸν εἶναι ὅτι ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι ἕνας Θεὸς ἄφραστος, ἄναρχος,
ἄκτιστος, ἀκατάληπτος, ἀμέριστος, καὶ οὔτε νὰ νοηθεῖ εἶναι δυνατόν, οὔτε νὰ
λαληθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅμως γιὰ νὰ μὴ λησμονήσουμε παντελῶς τὸν Θεὸ μὲ τὴν μεγάλη
σιωπή (σιωπῶντες δηλ. ἐπειδὴ εἶναι ἀφραστος-ἀκατάληπτος), καὶ πολιτευόμεθα στὸν
κόσμο αὐτὸ ὡσὰν κάποιοι ἄθεοι, γι’ αὐτὸ ἐδόθη ἄδεια σὲ μᾶς νὰ ὁμιλοῦμε τὰ περὶ
Θεοῦ καὶ περὶ τῶν θείων πραγμάτων, ὅσον εἶναι δυνατὸν στὴν ἀνθρώπινη φύση,
καθὼς διδαχθήκαμε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ τοὺς θεοπνεύστους πατέρες,
διὰ νὰ ἐνθυμούμεθα αὐτὸν συχνά, καὶ νὰ δοξάζουμε τὴν ἀγαθότητά του καὶ τὴν
φιλάνθρωπον οἰκονομία ποὺ μᾶς ἔκαμε. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ὡσὰν νὰ μὴν ἔχουμε διδαχθεῖ
πὼς εἴμαστε «γῆ καὶ σποδός», ὑπερβαίνουμε τὶς δυνατότητές καὶ τὰ μέτρα μας καὶ
δὲν μᾶς πιάνει τρόμος καθὼς τολμᾶμε νὰ ἐρευνοῦμε, καὶ νὰ πολυεξετάζουμε, καὶ νὰ
σκεφτόμαστε, καὶ νὰ ἐπινοοῦμε καὶ νὰ πλάττουμε (διδασκαλίες βλάσφημες), γιὰ
ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀκατανόητα καὶ ἀνεκλάλητα καὶ γι’ αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς Ἀγγέλους
καὶ γιὰ ὅλα τὰ οὐράνια τάγματα. Καὶ φρονοῦμε-σκεπόμαστε-διδάσκουμε περὶ Θεοῦ
χωρὶς καμιὰ συστολὴ καὶ φόβο, μὲ ἀναισχυντία ψυχῆς, ὡς σὰν εἴμαστε κάποιοι
ἄπιστοι καὶ τελείως ἀδίδακτοι τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
Εἰπέ μου
λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἐσὺ ποὺ δὲν συστέλλεσαι νὰ ἐρευνᾶς καὶ νὰ ἐξετάζεις τὰ τῆς
θείας φύσεως· πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει Θεὸς τρισυπόστατος, ἄναρχος, ἄκτιστος,
ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος, ἀόρατος, μήτε μὲ νοῦν καταλαμβανόμενος, μήτε μὲ
λόγον λαλούμενος; Καὶ ὅτι ἦταν πάντα ὁ αὐτός, καὶ δὲν εἶχε ποτὲ ἀρχήν, οὔτε
ἡμερῶν, οὔτε χρόνων, οὔτε αἰώνων, ἀλλὰ ὑπῆρχε πάντοτε; Ναί, λέγει, πιστεύω… Ἂν
πιστεύεις αὐτά, γιατί δὲν σιωπᾶς καὶ ἐσύ; (Καὶ γιατί δὲν ἀρκεῖσαι) νὰ προσκυνᾶς
μὲ φόβο καὶ τρόμο τὸν Δημιουργὸν πάντων, ὅπως κάνουν καὶ ὅλα τὰ τάγματα τῶν
Ἀγγέλων ποὺ βρίσκονται στοὺς οὐρανούς; Ἀλλὰ ἄφησες τὸ νὰ ἐπισκέπτεσαι καὶ νὰ
ἐξετάζεις τὸν ἑαυτό σου, καὶ περιεργάζεσαι μὲ τολμηρὰ καὶ αὐθάδη ψυχὴ τὴν
ἀκατάληπτη φύση τοῦ Θεοῦ; Δὲν τρομάζεις ἄνθρωπε, νὰ μὴ κατέβη κανένα
ἀστροπελέκι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ σὲ κατακαύσει;...Ὅτι ἀνίσως ὁ Θεὸς ἡ
τρισυπόστατος μονὰς εἶναι ἄκτιστος καὶ ἄναρχος, καὶ ὑπῆρχε πάντοτε, καὶ
προτήτερα ἀπὸ ὅλα τὰ πάντα, …μὲ τί τρόπον δύνανται νὰ γνωρίσουν τὰ ποιήματα τὸν
Ποιητήν; …Πῶς θέλει δυνηθοῦν νὰ τὸν καταλάβουν οἷος, καὶ πόσος εἶναι, καὶ πῶς
ἐγεννήθη; Ὄχι, ὄχι. Δὲν θέλει δυνηθοῦν τελείως νὰ καταλάβουν, ἔξω μόνον ὅσον
θέλει αὐτὸς ὁ Ποιητής, ὁ ὁποῖος χαρίζει εἰς κάθε ἄνθρωπον ποὺ ἔπλασε ζωήν, καὶ
ψυχήν, καὶ νοῦν, καὶ λόγον, τοιουτοτρόπως θέλει χαρίσει φιλανθρώπως καὶ τὴν
περὶ αὐτοῦ γνώση νὰ τὸν γνωρίσουν, ὅσον συμφέρει.
Διαφορετικὰ
δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ ποίημα ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ καταλάβει τὸν
Ποιητήν του. Ὅμως καὶ τὴν γνώση ποὺ δίδει σὲ μᾶς ποὺ πιστεύουμε, τὴν δίδει κατὰ
τὴν πίστι μας, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ἡ γνώση τὴν πίστη ποὺ γίνεται χωρὶς γνώση·
καὶ ἔτσι νὰ βεβαιωθεῖ διὰ μέσου τῆς γνώσεως εἰς τὴν πίστι, ἐκεῖνος ποὺ
κατηχήθηκε τὸν λόγον καὶ ἐπίστευσε ὅτι εἶναι Θεός, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπίστευσε μὲ
τὴν διδασκαλία τοῦ λόγου. Αὐτὴν λοιπὸν τὴν γνώση οἱ πιστοὶ τὴν λαμβάνουν διὰ
μέσου πολυτρόπων καὶ διαφόρων σημείων, διὰ αἰνιγμάτων, δι’ ἐσόπτρων, διὰ
μυστικῶν καὶ ἀνεκφράστων ἐνεργειῶν, διὰ θείων ἀποκαλύψεων, δι’ ἐλλάμψεων
ἀμυδρῶν, διὰ θεωρίας τῶν λόγων τῆς κτίσεως, καὶ διὰ μέσου ἄλλων πολλῶν, μὲ τὰ
ὁποῖα αὐξάνει κάθε ἡμέρα ἡ πίστη τῶν τοιούτων πιστῶν, καὶ ἀναβαίνει εἰς ἀγάπην
καὶ πόθον Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ καὶ πληροφορεῖ αὐτοὺς ὁ Θεός, καθὼς
καὶ τοὺς Ἀποστόλους, διὰ τῆς ἀποστολῆς καὶ παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ
φωτίζονται τελεώτερα, καὶ διδάσκονται διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι ὁ
Θεὸς εἶναι ἄρρητος, ἄφραστος, ἄκτιστος, αἰώνιος, ἀΐδιος καὶ ἀκατάληπτος. Διότι
ἀπὸ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα διδάσκονται κάθε γνώση, καὶ ἐπίγνωση, καὶ κάθε λόγον
σοφίας καὶ γνώσεως μυστικωτέρας. Καὶ πρὸς τούτοις θαυμάτων ἐνέργειαν, καὶ
προφητείας χάριν, καὶ γένη γλωσσῶν, καὶ ἑρμηνεία γλωσσῶν, ἀντιλήψεις, καὶ
κυβερνήσεις πόλεων καὶ λαοῦ, καὶ ἐπίγνωση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, καὶ εἴσοδο εἰς
τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ υἱοθεσίαν, καὶ αὐτὸ τὸ νὰ ἐνδυθοῦν Χριστόν, καὶ
τὸ νὰ γνωρίσουν τὰ Μυστήρια Χριστοῦ καὶ τὸ Μυστήριον τῆς αὐτοῦ οἰκονομίας, ποὺ
ἔγινε σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους…
Ἀπὸ αὐτὰ
λοιπὸν καὶ τὰ τοιαῦτα πληροφορούμεθα καὶ βεβαιούμεθα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ
ἔκτισε τὰ πάντα, ὁ ὁποῖος παίρνοντας χῶμα ἀπὸ τὴν γῆν ἔπλασε καὶ ἐμᾶς. Αὐτὸς
ποὺ χάρισε σὲ μᾶς νοῦν, καὶ λόγον, καὶ ψυχὴ νοερά. Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἔκαμε κατ’
εἰκόνα του καὶ ὁμοίωση, καὶ ἀπεδίωξεν ἀπὸ μᾶς τὸ σκότος τῆς ἀγνωσίας. Αὐτὸς ὁ
ἴδιος εἶναι ποὺ μᾶς καταξίωσε νὰ μᾶς
δείξει ἀμυδρά, τρόπον τινὰ ὡς ἐν σκιᾷ, ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ μᾶς, καὶ νὰ
μᾶς τὰ φανερώσει μὲ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται εἰς ἡμᾶς· ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ ἐμάθαμε,
καὶ βλέπουμε, καὶ πιστεύουμε. Διότι, καθὼς ὅταν ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸ σῶμα μας ἔκαμε
ὁμοῦ καὶ τὴν ψυχή, καὶ τὸ νοῦν, καὶ αὐτὸν τὸν ἐνδιάθετο ἡμῶν λόγο. Διότι μὲ
ἐκεῖνο ποὺ λέγει ἡ Γραφή, πὼς «ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο λαβὼν χοῦν ἀπὸ τῆς
γῆς, καὶ ἐνεφύσησε εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνεῦμα ζωῆς, καὶ ἐγένετο αὐτῷ εἰς
ψυχὴν ζῶσαν», φανερώνει ὅτι ἦσαν μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς ἡμῶν, καὶ ὁ λόγος,
καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν προτήτερο, ἐπειδὴ καὶ τὰ τρία μαζὶ εἶναι ἕνα, καὶ
ἐδόθησαν εἰς ἡμᾶς εἰς ἕνα πνεῦμα ζωῆς. Καθὼς λοιπὸν εἰς αὐτὰ δὲν ἦταν προτήτερο
τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ τὰ τρία μίας οὐσίας καὶ φύσεως,
τοιουτοτρόπως καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ ὁμοούσιον καὶ ὁμότιμον Τριάδα, δὲν ἦταν προτήτερον
τὸ ἕνα πρόσωπο ἀπὸ τὸ ἄλλο, διότι ὁ Θεὸς ὁ Ποιητὴς τῆς εἰκόνας, δηλ. τοῦ ἀνθρώπου,
ὄντας τρισυπόστατος, δὲν εἶχε ποτὲ κανένα πρόσωπο ἀπὸ τὰ Τρία, ποὺ νὰ ἦταν
προτήτερον ἀπὸ τὰ ἄλλα, ἀλλὰ καὶ τὰ Τρία πρόσωπα ἅμα, εἶναι ἕνας Θεός. Καὶ αὐτὸ
τὸ ἕνα πάλι, δηλ. ὁ Θεός, εἶναι πάντοτε ὁμοίως Τρία πρόσωπα.
Τὸ λοιπὸν
τοῦτο ὁμολογοῦμεν, καὶ πιστεύουμε, καὶ μαρτυροῦμε, καὶ βεβαιώνουμε εἰς ὅλους
τοὺς ἄλλους, ποὺ δὲν τὸ ἔχουν τολμηρὸ νὰ λέγουν καὶ νὰ ἐξετάζουν τὰ περὶ Θεοῦ.
Ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς στὴν ὁποία βαπτιστήκαμε εἶναι Θεὸς τρισυπόστατος. Πατήρ, Υἱὸς
καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Καθὼς βεβαιωθήκαμε ἀπὸ τὶς ἐνέργειες καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἦλθαν σὲ ἐμᾶς, καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιο. Ἀλλὰ
πῶς, καὶ πότε, καὶ τί λογῆς εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς, ποὺ ἔκτισε τὰ πάντα, αὐτὰ δὲν
τὰ ξέρουμε ἐμεῖς ποὺ δημιουργηθήκαμε ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ἂν δὲν τὰ ξέρουμε, καθὼς
βεβαίως καὶ δὲν γνωρίζουμε, πόσα ἀστροπελέκια εἶναι δίκαιον νὰ πέσουν νὰ μᾶς
κατακαύσουν; Ὅτι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι κανένα ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ὁρατὰ καὶ
ἀόρατα, ἀλλὰ εἶναι ὑπὲρ τὸ πᾶν, πῶς δυνάμεθα νὰ τὸ γνωρίζουμε ἐμεῖς οἱ ὁρατοί,
καὶ κτιστοί, οἱ φθαρτοί, οἱ αἰσθητοί, οἱ τυφλοὶ καὶ ἀφώτιστοι; Καὶ μάλιστα
καθὼς ἡ ἁμαρτία μας εἶναι ὡσὰν τεῖχος ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καὶ τὸν Θεὸ καὶ μᾶς
χωρίζουν ἀπ’ Αὐτόν; Τὸ ὁποῖο τεῖχος τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἂν δὲν τὸ γκρεμίσουμε διὰ
μέσου τῆς μετανοίας, ἢ ἂν δὲν τὸ ξεπεράσουμε, ὄχι μόνο δὲν θὰ δυνηθοῦμε νὰ
γνωρίσουμε τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν θὰ γνωρίσουμε οὔτε πὼς εἴμαστε ἄνθρωποι. Διότι,
ἕως ὅτου στέκεται τὸ τεῖχος, καὶ ὁ φραγμὸς τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ μᾶς χωρίζει
ἀπὸ τὸ φῶς, πῶς εἶναι δυνατὸν διατρίβοντες μέσα εἰς τὸ σκότος νὰ γνωρίσουμε τὸν
ἑαυτό μας, ἢ νὰ καταλάβουμε ἀληθινὰ τί λογῆς εἴμαστε, καὶ ἀπὸ ποῦ καταγόμαστε
καὶ ἐρχόμαστε, καὶ ποῦ πηγαίνουμε, καὶ ποιοί εἴμαστε; Κι ἂν δὲν γνωρίζουμε τὸν
ἑαυτό μας, πολὺ περισσότερον δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι
ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπὸ μᾶς. Διότι, ἂν γνωρίζαμε τὸν ἑαυτό μας, δὲν ἤθελε
ὁμιλοῦμε μὲ τόσην αὐθάδεια καὶ τόλμη περὶ Θεοῦ. Διότι τὸ νὰ ὁμιλοῦμε περὶ Θεοῦ
καὶ τῶν θείων, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἀφώτιστοι καὶ κενοὶ ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον,
φανερώνουμε μὲ αὐτὸ πὼς δὲν γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας…
Διότι πές
μου, τί ἄλλο εἶναι ἀκαθαρτότερον ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἐπεχειρεῖ νὰ διδάσκει μὲ
ὑπερηφάνειαν καὶ οἴηση τὰ τοῦ Πνεύματος, χωρὶς τὸ Πνεῦμα; Καὶ τί ἄλλο
εἶναι μιαρώτερον ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει μετανοήσει καὶ νὰ προκαθαρίσει τὸν
ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀφήνει τοῦτο, καὶ θέλει νὰ θεολογεῖ μὲ μόνη τὴν ψευδώνυμο γνώση
καὶ τὴν ἔξω σοφία, καὶ νὰ διαλέγεται μὲ τόλμη καὶ αὐθάδεια περὶ τῶν ὄντων καὶ
ἀεὶ ὡσαύτως ὄντων; Διότι ἂν δὲν κάνει καμία ἄλλη ἁμαρτία (πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι
ἀδύνατο) τοῦτο μονάχα τὸν κάνει ὑπόδικο αἰωνίου κολάσεως, ἐπειδὴ «κάθε
ὑψηλοκάρδιος εἶναι ἀκάθαρτος» γιὰ τὸν Θεόν. Διότι μερικοὶ ἀπὸ τοὺς τοιούτους ἔφτασαν
σὲ τέτοιο σημεῖο ἀνοησίας, ὥστε νὰ λέγουν καὶ νὰ νομίζουν ὅτι δὲν ἔκαμαν καμία
ἁμαρτία. Ὦ τῆς παραφροσύνης. Οὐδεὶς ἀναμάρτητος εἰμὴ μόνος ὁ Θεός…
Εἰδὲ καὶ
ὁμολογεῖς πὼς ἁμάρτησες, δεῖξε μου τὴν μετάνοιά σου…, τὴν ὑποταγὴν καὶ τὴν
ὑπακοὴ ποὺ δείχνεις μὲ ἔργα εὐτελῆ καὶ καταφρονεμένα, τὴν ὑπηρεσίαν ποὺ κάνεις
στοὺς μικρότερους ἀδελφούς, τὴν θεραπείαν στοὺς ἀσθενεῖς. Καὶ ἀκόμα δεῖξε μου
τὴν ταπείνωση ποὺ ἔχεις μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, τὸ ἦθος τὸ ἀσχημάτιστο, καὶ
ἀπονήρευτο, καὶ ἀνυπόκριτο. Καὶ ἂν ἔχεις ἐξ ὅλης σου ψυχῆς καὶ καρδίας τὸν
ἑαυτό σου ὑποδεέστερον καὶ κατώτερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὸ ὁποῖον
ἀκολουθεῖ ἡ παντοτινὴ κατάνυξη, καὶ γενιοῦνται τὰ χαροποιὰ δάκρυα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
καὶ μὲ τὰ ὁποῖα γίνεται εἰς τὸν πρόθυμον ἀγωνιστὴ ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς καὶ ἡ
ἐπίγνωση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε πλέον λέγε περὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων
πραγμάτων, κι ἐγὼ τότε θὰ γνωρίσω τὴν δύναμη τῶν λόγων σου.
Διότι ὁ
καρπὸς καὶ τὸ ἔργον τῆς μετανοίας
εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶπα, τὰ ὁποῖα ἀποδιώχνουν ἀπὸ μᾶς τὴν ἄγνοια καὶ μᾶς κάνουν νὰ
γνωρίσουμε πρῶτα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, καὶ τὸν ἑαυτό μας, καὶ τὴν κατάστασή
μας· κι ἔπειτα νὰ γνωρίσουμε ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ μᾶς, καὶ τὰ θεῖα,
δηλ. τὰ μυστήρια τῆς πίστεώς μας, ποὺ εἶναι ἀθεώρητα καὶ ἀγνώριστα στοὺς
ἀμετανόητους. Τὴν ὁποίαν γνώση δὲν ἤθελε τὴν ἀποκτήσει κάποιος, προτοῦ νὰ
κατορθώσει τὰς εἰρημένας ἀρετάς… Διότι, ἂν καὶ τὰ θεῖα εὑρίσκονται καταγεγραμμένα
μέσα στὰ βιβλία καὶ ἀναγινώσκονται ἀπὸ ὅλους, ὅμως δὲν ἀποκαλύπτονται σὲ ὅλους,
ἀλλὰ σὲ ἐκείνους μόνο ποὺ μετανόησαν ἐξ ὅλης τους ψυχῆς, καὶ καθαρίστηκαν καλῶς
μὲ τὴν καθαρὰ καὶ ἄδολο μετάνοια…
(Ὁ
συγκεκριμένος ὅμως) βγῆκε ἀπὸ τὰ ὅριά τῆς φύσεώς του, καὶ ἐπεθύμησε καὶ
ἐφαντάσθη τὰ ἀνώτερα καὶ ὑψηλότερά του, καὶ δὲν θέλησε νὰ ἀνεβεῖ στὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς
γνώσεως μὲ ταπείνωση καὶ χριστομίμητη πολιτεία, ἀλλὰ μάζεψε μὲ μεγάλη
ὑπερηφάνεια, ὡσὰν πλίνθους, λόγους τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἄλλους λόγους ἀπὸ ἄλλο
μέρος καὶ ἄλλους ἀπὸ ἄλλο, καὶ τοὺς ἐξεστήθισε μὲ τὴν συχνὴ καὶ παντοτινὴ
μελέτη, καὶ τοὺς ἔκτισε μὲ φιλοδοξία, καὶ ἀνθρωπαρέσκεια, καὶ οἴηση, καὶ
ἐνόμισε πὼς ἀπόκτησε πύργον θεολογίας καὶ πνευματικῆς γνώσεως, καὶ τοῦ
φαίνεται πὼς εἶναι στοὺς οὐρανούς… καὶ διαλέγεται διὰ τὸν Ποιητὴν τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῆς γῆς. Τὸν τοιοῦτον, λοιπόν, ποῖος ἄραγε θὰ τὸν ὀνόμαζε ἄνθρωπον; ἢ
ὅμοιον μὲ αὐτὰ τὰ κτήνη;…
Ὅμως, πές
μου, ἐσὺ ὅποιος κι ἂν εἶσαι, ποὺ δὲν θέλεις νὰ διδάσκεσαι περὶ Θεοῦ καὶ τῶν
θείων πραγμάτων, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖς νὰ διδάσκεις· διαβεβαίωσέ με, ἂν ἔχεις ἀνεβῆ
πρῶτον ἀπὸ τὸν ᾅδην δηλ. ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἦλθες πάνω στὴν γῆ… Καὶ ὅταν
ἀνέβεις, ὢν βρωμερὸς καὶ ἀναβρύων φθορᾶς..., πές μου, μὲ τί τρόπο ἐλευθερώθηκες
ἀπὸ τὴν φθορά, καὶ μὲ ποιά πτερὰ πέταξες καὶ ἀνέβηκες στοὺς οὐρανούς; Φανέρωσέ
μας αὐτὰ καὶ δίδαξέ μας γι’ αὐτά, καὶ τότε θὰ δεχθοῦμε νὰ μᾶς ὁμιλήσεις περὶ
Θεοῦ ἐν μέτρῳ καὶ μὲ φόβο καὶ τρόμο. Διαφορετικά, χωρὶς αὐτὲς τὶς
προϋποθέσεις, θὰ σὲ ἀποστραφοῦμεν, ὡς μανιασμένο, καὶ ἔκφρονα, καὶ
δαιμονισμένον.
(Ἀλλὰ καὶ μὲ διάφορες
ἐνέργειές του ὁ Κύριος μᾶς ἐδίδαξε) νὰ μὴν ἀπατώμεθα καὶ ἡμεῖς μὲ λόγια μοναχά, καὶ νὰ μὴν πιστεύωμεν κάθε
ἄνθρωπον ποὺ λέγει τὸν ἑαυτόν του πνευματικό, ἀλλὰ νὰ βεβαιωνόμαστε
πρωτύτερα ἀπὸ τὴ ζωή του, καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα του· καὶ μάλιστα ἂν οἱ λόγοι του
καὶ τὰ ἔργα του συμφωνοῦν μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων…
Διαφορετικά,
ἀκόμα κι ἂν νεκροὺς ἀνασταίνει, κι ἂν μύρια ἄλλα θαύματα ἐπιτελεῖ» (νὰ μὴ τὸν
δεχώμεθα), ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποστρεφόμεθα καὶ νὰ τὸν μισοῦμε ὡσὰν δαίμονα·
καὶ μάλιστα (νὰ τὸν μισοῦμε), ὁπόταν βλέπομεν, πὼς δὲν καταδέχεται νὰ τὸν
νουθετεῖ κανένας διὰ νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημά του, ἀλλὰ μένει ἀκόμη στὴν
πεπλανημένη γνώση του, καὶ νομίζει πὼς ἔχει τὸ πολίτευμά του καὶ τὴν διαγωγήν
του εἰς οὐρανούς.
Μπάτσκας, Ειρηναίος: Στο Βελιγράδι αναμένεται αντιπροσωπεία από το Φανάρι με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Περγάμου. κ. Ιωάννη
Υψηλόβαθμη
αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείο αναμένεται να επισκεφθεί το
Πατριαρχείο της Σερβίας στο εγγύς μέλλον.
Ο Επίσκοπος
Μπάτσκας, κ. Ειρηναίος, επικεφαλής του Τμήματος Πληροφόρησης και Εκδόσεων της
Σερβικής Εκκλησίας, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα του Βελιγραδίου
Danas, τόνισε ότι μια αντιπροσωπεία
από το φανάρι με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Περγάμου. κ. Ιωάννη θα επισκεφθεί
τον Πατριάρχη Σερβίας κ.κ. Ειρηναίο.
Ωστόσο, ο σκοπός
της επίσκεψης δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί.
«Ποιοί είναι οι λόγοι για την επίσκεψη αυτή και τι θα
συζητηθεί, πραγματικά ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος δεν γνωρίζει τώρα. Γιατί δεν
έχουμε ενημερωθεί … Προσωπικά δεν μπορώ να πω κάτι συγκεκριμένο επειδή δεν
είμαι προφήτης»
υπογράμμισε ο Επίσκοπος Μπάτσκας, προσθέτοντας
ωστόσο ότι δεν αποκλείεται να τεθούν στο τραπέζι το ζήτημα της Εκκλησίας στην
Ουκρανία. ή το θέμα της εκκλησίας των Σκοπίων.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΣΤΑ ΣΕΡΒΙΚΑ
Да
ли можете да потврдите незваничне вести да у наредним недељама Српску Православну
Цркву треба да посети делегација из Цариградске Патријаршије, коју ће предводити
митрополити Емануил (Адамакис) и Јован (Зизјулас)?
Импонује Ваша обавештеност о
унутарцрквеним збивањима, па и о најновијим, која још нису позната ни свим
члановима Светог Синода јер она и постају службено актуелна тек пошто буду на
дневном реду синодске седнице. Претпостављам да имате сталне инсајдере у
Патријаршији, али Вас уједно љубазно молим да узмете у обзир и чињеницу да Вам
они – или неки од њих – уз информације пласирају и дезинформације. То се види и
из Ваших мени упућених питања.
Тачне су незваничне вести на које се
позивате да ће у догледно време Његову Светост Патријарха и Свети Синод
посетити високорангирана делегација Цариградске Патријаршије коју ће предводити
митрополит пергамски Јован (Зизјулас), а не митрополит Француске Емануил
(Адамакис), како је Вама пренето.
Ако
је вест тачна, који су разлози ове посете и о чему би представници Српске
Православне Цркве и Цариградске Патријаршије требало да разговарају, поготово
имајући у виду проблеме Цркве у Украјини и у Северној Македонији?
Који су разлози ове посете и о чему ће
се разговарати, то заиста ни ја ни било ко други сада не зна јер нам није
саопштено. Ваше нагађање да би посета могла бити у некаквој вези са проблемима
Цркве у Украјини и у Северној Македонији није нелогично, али је непроверљиво.
Ја лично не могу да кажем ништа одређено јер нисам пророк. Уосталом,
време ће показати, па ће тада и јавност бити обавештена.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.