Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Εισαγωγή στην «Κλίμακα»

Μύρων Ζαχαράκης


   Είναι γνωστό ότι ένα από τα κύρια θέματα αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Ανατολικό Χριστιανισμό και στη Δυτική παράδοση είναι το ζήτημα της θεοπτείας. Στο θεμελιώδες ερώτημα του πως μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει το θείο, οι δύο παραδόσεις προσέφεραν διαφορετική απάντηση.
Η δυτική παράδοση χρησιμοποίησε κατά βάση τη λογική σκέψη στη σύλληψη του θείου, αντίθετα με την ανατολική που υποστήριζε πως η επαφή με το Θεό μπορεί να προκύψει όχι από τη διανοητική σκέψη αλλά από το μυστικισμό. Ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ., διαδόθηκε σε σημαντικά μοναστικά κέντρα (πχ Αγία Αικατερίνη του Σινά) αυτή η παράδοση που αργότερα ονομάστηκε «Ησυχασμός».


Ο όρος, που εμφανώς προέρχεται από το ουσιαστικό ἡσυχία (σημ. ξεκούραση, ακινησία, σιωπή) δήλωνε μια μέθοδο προσευχής κατά την οποία οι μοναχοί προσπαθούσαν να αποστασιοποιηθούν από τις αισθήσεις τους για να φτάσουν σε άμεση εμπειρία του Θεού. Επειδή αυτό το έκαναν επαναλαμβάνοντας προσευχές με σκυμμένο το κεφάλι στο στήθος, ο μοναχός Βαρλαάμ Καλαβρός, ο οποίος καταδικάστηκε αργότερα ως αιρετικός, τους χαρακτήριζε περιφρονητικά «ομφαλοσκόπους». Γρήγορα όμως ο Ησυχασμός διαδόθηκε ευρέως και σφράγισε τη βυζαντινή Ορθόδοξη πνευματικότητα. Ο μεγαλύτερος εκφραστής του υπήρξε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, με τον οποίο συγκρούστηκε ο Βαρλαάμ.
Η Κλίμαξ (620-645 μ.Χ.), από τα πιο πολυδιαβασμένα έργα στην Ορθόδοξη ασκητική γραμματεία, είναι το έργο του Ηγούμενου στην Ιερά μονή του Σινά, Ιωάννη, που πέρασε σαράντα χρόνια σε άσκηση και ανήκει στους «Νηπτικούς Πατέρες» της χριστιανικής Εκκλησίας, δηλαδή για εκείνους τους Αγίους της Εκκλησίας μας που κατέγραψαν σε κείμενα τις προσωπικές τους εμπειρίες σχετικά με το πώς μπορεί να καθαριστεί η ψυχή από την αμαρτία με την άσκηση. Εκτός από την προσωπική πείρα του, ο συγγραφέας αντλεί και από τους Καππαδόκες Πατέρες, καθώς και από τον Ευάγριο.
Το βιβλίο, ο τίτλος του οποίου βασίζεται στο όραμα του Ιακώβ, προοριζόταν αρχικά για μοναχούς και αποτελεί ουσιαστικά σχεδιάγραμμα των τριάντα βημάτων που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να φτάσει από τον «κόσμο», δηλαδή την κυριαρχία της αμαρτίας, στην απόλυτη αγνότητα και κατά συνέπεια στην ένωση με τον Ιησού Χριστό. Αυτά τα επίπεδα απεικονίζονται σε ισάριθμα κεφάλαια και συμβολίζουν την ηλικία που ο Χριστός ξεκίνησε την επίγεια διδασκαλία του. Τελικός στόχος του όλου εγχειρήματος είναι η «απάθεια» (απαλλαγή από τα πάθη), την οποία ο Άγιος Ιωάννης διαρκώς εγκωμιάζει στο βιβλίο.
Το πρώτο βήμα αυτής της διαδικασίας είναι αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «αποταγή»: ο μοναχός οφείλει να απορρίψει σταθερά και ολοκληρωτικά όλα τα επίγεια αγαθά, με στόχο να φτάσει τον υπεργήινο προορισμό του. Αμέσως επόμενα βήματα, είναι σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη, η «απροσπάθεια» και η «ξενιτεία», δηλαδή η αποξένωση από καθετί που ανήκει σε αυτή τη ζωή: σκοπός είναι ο μοναχός να αισθάνεται ξένος σε αυτόν τον κόσμο, όπως ακριβώς ένιωθε ο Πατριάρχης Αβραάμ όταν κατ’ εντολή του Θεού μετανάστευσε στο Ισραήλ.
Αναγκαίο στάδιο είναι ακόμη η πλήρης υποταγή του ανθρώπου στο θείο θέλημα, που εκφράζεται με την υπακοή στους πνευματικούς γέροντες και στα όσα πρεσβεύει η Εκκλησία του. Βάση της πνευματικής ζωής ωστόσο, είναι η συνεχής μετάνοια για όσες αμαρτίες ο άνθρωπος έχει διαπράξει απέναντι στο Θεό. Με τη μετάνοια συνδέεται στενά αυτό που ο Άγιος Ιωάννης αποκαλεί «μνήμη θανάτου»: όπως η μια έτσι και η άλλη προσφέρουν στο μοναχό την ασφάλεια και τη σιγουριά ότι βαδίζει στο σωστό δρόμο.
Επόμενο βήμα είναι η κατάνυξη, το δάκρυ χάρη στο οποίο καθαριζόμαστε από τις αμαρτίεςμας και δεχόμαστε την άμεση παρηγοριά του Θεού, ο οποίος θα κάνει δεκτά όσα Του ζητάμε στις προσευχές μας.
Δεν αρκεί όμως ο αγώνας για κατάκτηση των αρετών. Πρέπει να πολεμηθούν οι ίδιες οι ρίζες της αμαρτίας που είναι τα πάθη: οργή και μνησικακία είναι τα πρώτα πάθη που ο αγωνιζόμενος πνευματικά άνθρωπος πρέπει να κατανικήσει. Γνωρίζοντας καλά το πλήθος των πειρασμών στη μοναστική ζωή, ο συγγραφέας τονίζει πως κανένα ανθρώπινο πάθος δε μπορεί να νικηθεί, αν δεν ξεπεραστεί πρώτα η «ακηδία», δηλαδή η νωχελικότητα που στέκεται συνεχώς εμπόδιο στην πνευματική προσπάθεια.
Οι αρετές που είναι ζωτικής σημασίας είναι η πραότητα, η αγνότητα και η ταπείνωση, η οποία έχει τόσο βάθος που δε μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Τα πάθη είναι η γαστριμαργία, η φιλαργυρία και κυρίως η υπερηφάνεια, η οποία είναι η βάση κάθε αμαρτίας και περισσότερο από καθετί άλλο, καθιστά τον άνθρωπο όμοιο με το Σατανά.
Ο Άγιος Ιωάννης, που έχει χαρακτηριστεί και «επιστήμονας της ασκητικής ζωής», διακρίνει στη συνέχεια τα πέντε ακόλουθα βήματα στην ανάπτυξη των παθών: «προσβολή», «συνδυασμός», «συγκατάθεση», «αιχμαλωσία» και τελικά «πάθος». Αρχικά, ο πειρασμός εμφανίζεται ως μια διέγερση στο νου και την καρδιά. Αν ο άνθρωπος συγκατατεθεί σε αυτή τη διέγερση, τότε εμφανίζεται η τάση προς την αμαρτία. Εφόσον στη συνέχεια η θέληση ευχαριστηθεί από τον πειρασμό, τότε διαπράττεται η αμαρτία. Αν αυτή η αμαρτωλή κατάσταση ενισχυθεί, τότε αναπτύσσεται, μέχρι που τελικά ριζώνει στην ψυχή σαν ένα κανονικό πάθος.
Βέβαια, τονίζεται στο βιβλίο, ο Θεός δε δημιούργησε τα πάθη, οπότε πρόκειται για μη φυσική κατάσταση που πρέπει να πολεμηθεί. Με τον ασκητικό αγώνα, την αδιάλειπτη ησυχία και την προσευχή, ο άνθρωπος σταδιακά εξαγνίζεται από τα πάθη και διαρκώς πλησιάζει τον ίδιο το Θεό.
Όταν καταφέρει να φτάσει στην πολυπόθητη απάθεια, ο ασκητής αποκτά το σπουδαίο χάρισμα της «διακρίσεως»: πρόκειται για την αναγνώριση του θείου θελήματος σε κάθε επί μέρους περίσταση του ανθρώπινου βίου. Πλέον, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος από τους πειρασμούς.
Στην τριακοστή βαθμίδα αυτής της ανηφορικής πορείας, ο Άγιος Ιωάννης τοποθέτησε το τρίτπυχο της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης, επειδή αυτό τη συνέχει ολόκληρη από την αρχή ως το τέλος, ή μάλλον στο διηνεκές, αφού τέλος στην ανηφορική πορεία του ανθρώπου δε μπορεί να υπάρξει: πρόκειται για μια διαρκή πρόοδο.
Στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας κάνει λόγο για τον έρωτα της ψυχής που θέλει να έλθει σε συνουσία με τον Ιησού Χριστό, που δίνει στον άνθρωπο όλα τα χαρίσματα, ακόμη και την αφθαρσία του σώματός του, μετατρέποντάς τον σε Άγγελο.
Εδώ πλέον η Κλίμαξ χρησιμοποιεί μια υπαινικτικότερη και συμβολική γλώσσα, καθώς κρίνει ότι αυτή η μυστικιστική εμπειρία είναι μάλλον αδύνατο να περιγραφεί με λέξεις.
Η Ορθόδοξη εκκλησία μελέτησε πολύ αυτό το βιβλίο, που είναι πέρα από κάποιες επιστολές είναι η μόνη πηγή που διαθέτει για τον Ιωάννη, αναγνώρισε την αξία του και κατέταξε το συγγραφέα της στο Αγιολόγιό της: η μνήμη του τιμάται στις 30 Μαρτίου (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος).
Από τους ύμνους της εκκλησίας:
«Θείαν κλίμακα υποστηρίξας, την των λόγων σου, μέθοδον πάσι, μοναστών υφηγητής αναδέδειξαι, εκ πρακτικής Ιωάννη καθάρσεως, προς θεωρίας ανάγων την έλλαμψιν. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος» (Απολυτίκιον
 Ήχος γ΄. Θείας πίστεως).
«Καρπούς αειθαλείς, εκ της βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, των τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε. Κλίμαξ γαρ έστι, ψυχάς ανάγουσα γήθεν προς ουράνιον, και διαμένουσαν δόξαν, των πίστει τιμώντων σε» (Κοντάκιον
 Ήχος α΄. Χορός αγγελικός).
«Την ουρανοδρόμον ην Ιακώβ, κλίμακα προείδεν, ετεχνήσω πνευματικώς, Πάτερ Ιωάννη, συνθήκη των σων λόγων. δι’ ης προς αφθαρσίας βαίνομεν μέθεξιν» (Μεγαλυνάριον).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.