1ον
Εἰσήγηση τοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, «Αἰτίες καὶ προκλήσεις τῆς τρεχούσης κρίσεως τῶν διορθοδόξων σχέσεων» ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ εὐλογία τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας καὶ Πασῶν τῶν Ρωσσιῶν κ.κ. Κυρίλλου στὶς 25–26 Φεβρουαρίου 2019 στὸ Ὀρθόδοξο Πανεπιστήμιο «Ὁ Ἅγιος Τύχων».
Στὴν εἰσήγησή του ὁ ὑφηγητὴς τοῦ ἐν λόγῳ ἐκπαιδευτικοῦ ἱδρύματος, ὁ Ἱερεὺς Pavel Ermilov καταδεικνύει ὅτι τὸ Οὐκρανικὸ «Αὐτοκέφαλο» ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο βῆμα στὴν πορεία προσαρμογῆς τῶν περιφερειακῶν ἐκκλησιαστικῶν δομῶν, στὴν ὑπὸ ὑλοποίηση περιφερειοποίηση στὰ πλαίσια τῆς ΕΕ. Ἐπίσης ἡ ἐπιδίωξη τῆς ὑποβαθμίσεως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐντὸς τῆς ΕΕ εὐθυγραμμίζεται μὲ τὴν κατὰ πολὺ εὐρύτερη διαδικασία, τῆς προσεγγίσεως δηλαδὴ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, στὴ λογική τῆς ὁποίας ἀνταποκρίνεται ἐπίσης καὶ ἡ ἀναβάθμιση τῶν ὑπὲρ-ἐκκλησιαστικῶν διοικητικῶν δομῶν στὸ «οἰκουμενικὸ» ἐπίπεδο.
Οἱ ἐνέργειες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στὴν Οὐκρανία μποροῦν νὰ ἀξιολογηθοῦν ὑπὸ διαφορετικὲς ὀπτικὲς γωνίες. Θὰ ἤθελα νὰ τὶς παρουσιάσω σὲ μία συγκεκριμένη συνάφεια, ἴσως ὄχι καὶ τόσο ἀντιληπτὴ σήμερα, εἰδικότερα δὲ ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς πρὸ ὀλίγου ἀρξαμένης διαδικασίας μεταρρυθμίσεως τῆς διαρθρώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὴν εἰσπήδηση τοῦ Φαναρίου στὸ κανονικὸ ἔδαφος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας τὴ βλέπουν σήμερα, καὶ ὄχι σπάνια, ὡς ἀντίδραση στὴ δῆθεν ὑποκινηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ματαίωση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Στὴν πραγματικότητα, τόσο ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ὅσο καὶ ἡ χορήγηση τοῦ Οὐκρανικοῦ αὐτοκεφάλου ἀποτελοῦν στοιχεῖα τοῦ ἴδιου σχεδιασμοῦ. Εἶναι εὔλογο νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἀκόμη καὶ μὲ τὴ διεξαγωγὴ τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, μὲ τὴ μορφὴ ποὺ σχεδιάσθηκε, ἡ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὴν Οὐκρανία θὰ γινόταν οὕτως ἢ ἄλλως, ἁπλὰ δὲν θὰ ἦταν τόσο θρασεῖα καὶ ἐπιθετική. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης χρησιμοποιήθηκε μὲ σκοπὸ τὴν ἀναβάθμιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικητικῆς δομῆς στὸ λεγόμενο «οἰκουμενικὸ» ἐπίπεδο, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου μαρτυρεῖ σαφέστατα ὁ ἐπίμαχος, ἀλλὰ σὲ μέγιστο βαθμὸ προμελετημένος, Κανονισμὸς Λειτουργίας της.[1] Ἡ ἑπόμενη κίνηση τῆς ἴδιας τῆς μεταρρυθμίσεως, ἀλλὰ σὲ «περιφερειακὸ» πλέον ἐπίπεδο, ἦταν ἡ ἀνακήρυξη τοῦ Οὐκρανικοῦ αὐτοκεφάλου, ἡ ὁποία εἰσάγει μία νέα θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τοπικότητας.
Ἡ πορεία πρὸς τὴν δημιουργίαν
μιᾶς ἑνιαίας Ἐκκλησίας τῆς Εὐρώπης
Ὡς παράδειγμα τῆς πλέον ἐπιτυχοῦς ἐφαρμογῆς τοῦ ὑπερκρατικοῦ συστήματος πολιτικῆς συνεργασίας παρουσιάζεται ὅτι εἶναι ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, στὴν ἐπικράτεια τῆς ὁποίας εὑρίσκεται ἡ πλειονότητα τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ὁλοένα περισσότερο τὸ πρότυπο τῆς διορθοδόξου συνεργασίας στὰ πλαίσια τῆς ΕΕ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν περαιτέρω ἐνταξιακὴ πορεία στὴν Εὐρώπη. Ἐδῶ καὶ χρόνια, πολλοὶ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι συνηγοροῦν ὑπὲρ τῆς τροποποιήσεως τῆς διαρθρώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Εὐρώπη. Καὶ ὅμως, δὲν πείθει -κατὰ πάντα τουλάχιστον- ἡ συλλογιστική τους. Ἐπικαλούμενοι τὴ συναφῆ πολιτικὴ φιλοσοφία παραλληλίζουν τὸ σύστημα τῶν κυρίαρχων ἐθνῶν-κρατῶν μὲ ὅ,τι ἀποκαλοῦν «ἐθνικὲς Ἐκκλησίες», στὶς ὁποῖες κατὰ κανόνα συγκαταλέγονται ὅλες οἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, ποὺ δημιουργήθηκαν ἐκτὸς τῶν πλαισίων τῆς ἀρχαίας Πενταρχίας, συμπεριλαμβανομένης ὄχι μόνο τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου ἀλλὰ καὶ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἐνέταξαν κάποτε στὴν ἀνανεωμένη Πενταρχία.
Ἡ πορεία πρὸς τὴν περαιτέρω ρευστοποίηση τῶν πολιτικῶν καὶ κρατικῶν συνόρων στὴν Εὐρώπη ἐγείρει τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ἀναπόφευκτο τῆς ἐξαφανίσεως τῶν διοικητικῶν ὁρίων καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐπειδὴ στὴν Εὐρώπη ἡ ἐν λόγῳ πολιτικὴ διαδικασία συνοδεύεται ἀπὸ τὴ δημιουργία καὶ ἐνίσχυση ἑνὸς ὑπερεθνικοῦ κέντρου ἐξουσίας ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς «γραφειοκρατίας τῶν Βρυξελλῶν», ὁ ρόλος τῆς ὁποίας ἔγκειται στὸν ἔλεγχο τῆς ἐνταξιακῆς διαδικασίας, συναφῆ προβλήματα πρόκειται νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖες καλοῦνται ἐπίσης νὰ συγκροτήσουν ἕνα παρόμοιο ὑπὲρ-ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο ἐλέγχου καὶ διοικήσεως.
Ὡς ἕνα ἐνδεικτικὸ παράδειγμα τῆς σχετικῆς δημόσιας συζητήσεως θὰ παραπέμψουμε στὰ πρακτικὰ τοῦ συνεδρίου «Ἐκκλησιολογία καί Ἐθνικισμός στὴ μεταμοντέρνα ἐποχή», ποὺ διεξήχθη τὸν Μάιο τοῦ 2012 στὸν Βόλο. Ὁ Διευθυντής τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, Παντελὴς Καλαϊτζίδης, ἀναρωτιέται ἄμεσα «μήπως ἦλθε ὁ καιρὸς ἀναθεωρήσεως τῶν ἀρχῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως;».[2] Ὁ συντάκτης ἐρωτᾶ: «μήπως λόγω τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς πολυπολιτισμικότητας καὶ τῶν εὐρύτερων οἰκονομικῶν, πολιτικῶν καὶ μεταεθνικῶν σχηματισμῶν (post-national configurations), θὰ πρέπει … νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ [νέο] ἐκκλησιολογικὸ παράδειγμα, μιᾶς καὶ τὸ σημερινό, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ μία ἀλλοιωμένη καὶ ξεπερασμένη ἐκδοχὴ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ καὶ τοῦ ἐθνικοῦ [παραδείγματος], μοιάζει νὰ εἶναι ἀναντίστοιχο πρὸς τὴ σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ πραγματικότητα;».[3]
Ὁ Καλαϊτζίδης συνεχίζει: «Ἐὰν ἐντὸς τῶν ἑπομένων δεκαετιῶν ἔχουμε μία Εὐρώπη ἀπὸ τὸν Ἀτλαντικὸ μέχρι τὴν Οὐκρανία, μὲ κοινὸ νόμισμα, κοινὴ ἐξωτερική, οἰκονομικὴ καὶ νομισματικὴ πολιτική, μὲ περαιτέρω ἐμβάθυνση τῶν Εὐρωπαϊκῶν θεσμῶν καὶ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ κεκτημένου, καὶ μὲ τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη μορφὴ θὰ περιλαμβάνει τὴν Τουρκία στοὺς κόλπους της, τότε πραγματικὰ ὁ κανόνας ποὺ λέει ὅτι “εἴωθε τὰ ἐκκλησιαστικὰ συμμεταβάλεσθαι τοῖς πολιτικοῖς” ἀποκτᾶ ἐντελῶς ξεχωριστὸ νόημα καὶ προοπτικὴ γιὰ τὴν κανονικὴ ὀργάνωση καὶ τὸ ἐκκλησιολογικὸ παράδειγμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας».[4]
Κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ Ὀρθοδοξία δύναται νὰ ἀκολουθήσει μία ἐκ τῶν δύο ἐνδεχομένων ὁδῶν: εἴτε τῆς περαιτέρω ἐπιδεινώσεως τῆς ἐθνικιστικῆς παραφροσύνης καὶ τῆς ταυτίσεως τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν Πολιτεία καὶ τὸ ἔθνος –κάτι τὸ ὁποῖο ὁ συντάκτης γιὰ κάποιο λόγο παρουσιάζει ὡς θέση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας– εἴτε τῆς μεταβάσεως στὴν λίγο πολὺ ὑπερεθνικὴ προοπτική, ἡ ὁποία προσεγγίζει περισσότερο τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀνταποκρίνεται ἀποτελεσματικότερα στὴν ἀναπότρεπτη καὶ ἀμείλικτη πορεία τῆς παγκοσμιοποίησης. Αὐτὴ τὴ θεώρηση, κατὰ τὸν συντάκτη, τὴν προωθεῖ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ θρησκευτικὴ διάσταση τῆς ἐντάξεως στὴν Εὐρώπη ἐπιδεικνύει στὰ πονήματά του ὁ κανονολόγος Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Παπαθωμᾶς. Σὲ πολλὲς μελέτες του ὑπερασπίζεται μὲ συνέπεια τὴ γνώμη του ὅτι ἡ διαδικασία τῆς ἑνώσεως τῆς Εὐρώπης δημιουργεῖ νέα πλαίσια γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐφόσον τὰ πράγματα ἐξελίσσονται ἔτσι ὥστε τὰ Εὐρωπαϊκὰ κράτη ὑποβαθμίζονται, γιὰ νὰ καταλήξουν περιφέρειες, περιοχές, ἢ μεγάλες Εὐρωπαϊκὲς ἐπαρχίες, ἡ ὑποβάθμιση τῶν κάποτε κυρίαρχων πολιτικῶν σχηματισμῶν ἀναπόφευκτα θέτει τὸ ζήτημα τῆς προσαρμογῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν αὐτοκεφάλων στὴ νέα Εὐρωπαϊκὴ περιφερειοποίηση.[5]
Οἱ προαναφερθέντες γράφουν ἐπίσης ὅτι ἡ ἀρχὴ τῶν ἐθνικῶν αὐτοκεφάλων θὰ πρέπει νὰ ἀντιπαραταχθεῖ μὲ τὰ ἐδαφικὰ αὐτοκέφαλα, οὕτως ὥστε οἱ δικαιοδοσίες τῶν περιφερειακῶν ἐκκλησιαστικῶν δομῶν νὰ συμπεριληφθοῦν ἐντὸς τῶν αὐστηρῶν γεωγραφικῶν ὁρίων, ἐνῷ ἡ ὑπερόρια εὐθύνη νὰ κατοχυρωθεῖ μόνο σὲ μία Ἐκκλησία, ἐκείνη δηλαδὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Κατὰ τὴν ἄποψή τους, ὁποιαδήποτε διαφορετικὴ προσέγγιση τοῦ θέματος ὁδηγεῖ στὴ συνύπαρξη πληθώρας οἰκουμενικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ σὲ σύγχυση τῶν ὑπερορίων δικαιοδοσιῶν. Γι’ αὐτό, σπουδαῖο στοιχεῖο τῆς μεταρρυθμίσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαρθρώσεως ἀποτελεῖ ἡ ἀπόσχιση τῶν ἐθνικῶν διασπορῶν ἀπὸ τὶς «ἐθνικὲς Ἐκκλησίες» καὶ ἡ ὑποταγή τους στὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, κάτι τὸ ὁποῖο παρατηροῦμε καὶ στὸ κείμενο τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ σχισματικῆς ὀντότητας.
Ἡ νέα προσέγγισις τῆς ἐννοίας
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοκεφάλου
Ἐντούτοις, αὐτὸς ὁ περιορισμὸς δὲν εἶναι τὸ κυρίαρχο στοιχεῖο τοῦ Φαναριώτικου σχεδίου. Οὐσιαστικά, πρόκειται περὶ ἀναθεωρήσεως τῆς ἴδιας τῆς ἰδέας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοκεφάλου ὡς διοικητικῆς ἀνεξαρτησίας. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἡ θέση τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἀκολουθεῖ ἐδῶ τὴν ἐξέλιξη τῆς σύγχρονης πολιτικῆς θεωρίας. Ἄλλωστε, ἤδη ἀπὸ τὸ 1994 ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος κατὰ τὴ συνεδρίαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου, συσχετίζοντας τὴ διάρθρωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸ πρότυπο τῆς ἀρχῆς τῆς ἐπικουρικότητας τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, περιέγραφε τὸ καθεστὼς τῶν τοπικῶν καὶ περιφερειακῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μὲ βάση τὶς ἔννοιες τῆς «αὐτονομίας» καὶ τῆς «κυριαρχίας».[6] Τώρα πλέον, μετὰ καὶ τὴν ἀλλαγὴ στάσεως ἔναντι τῆς ἀρχῆς τῆς κρατικῆς κυριαρχίας, οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προβάλλουν τὴ νέα θεώρηση στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιολογίας, τασσόμενοι ἀνοικτὰ κατὰ τῆς ἰδέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κυριαρχίας.
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Παπαθωμᾶς ἐξηγεῖ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἰδέας τοῦ αὐτοκεφάλου ὡς διοικητικῆς ἀνεξαρτησίας λόγω τῆς ἐπίδρασης τοῦ συστήματος τῆς Βεστφαλίας: ὅπως ἡ προτεσταντικὴ μεταρρύθμιση ἐπηρέασε τὴν προώθηση τῆς ἀρχῆς τῆς κυριαρχίας τῶν ἐθνικῶν κρατῶν στὴ Δύση, τὰ ὁποῖα ἐπιθυμοῦσαν τὴν ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐπιρροή, μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο, κατὰ τὸν π. Γρηγόριο, τὸ προτεσταντικὸ φρόνημα ὁδήγησε τὸν 19ο αἰ. στὴ διαμόρφωση τῶν ἐθνικῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων μὲ σκοπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀνεξαρτησία ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.[7] Σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ αὐτῆς τῆς προσεγγίσεως, ὁ ἴδιος ἀποτιμᾶ τὶς ἐκκλησιολογικὲς ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες τοποθετοῦνται στὸ θεμέλιο τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Νεότερης ἐποχῆς, ὡς ἐπουσιώδεις συνέπειες τῆς περὶ Ἐκκλησίας προτεσταντικῆς διδασκαλίας ἢ ἀκόμη ἀπόμακρο ἀντίλαλο τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησιολογίας τῆς ἐποχῆς τῶν Σταυροφοριῶν.[8] Κατὰ συνέπεια, εἶναι ἐπιβεβλημένο νὰ ξεπερασθοῦν ὅλες οἱ παρόμοιες ἑτερόδοξες ἐπιδράσεις στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
Κατὰ κανόνα, οἱ συγγραφεῖς ποὺ συντάσσονται μὲ τὶς θέσεις τοῦ Φαναρίου δὲν ἀναρωτιοῦνται κατὰ πόσο ἀναλογικὲς τυγχάνουν νὰ εἶναι οἱ ἀρχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ κρατικῆς κυριαρχίας καὶ ἐὰν πράγματι ἔχουν τὰ ἴδια θεμέλια. Ὡστόσο, τὸ μόνο συμπέρασμα στὸ ὁποῖο καταλήγει κανεὶς ἀπὸ τὴν ταύτιση ποὺ προβάλλουν εἶναι: ἐφόσον δέχονται ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς κρατικῆς κυριαρχίας δὲν ἀνταποκρίνεται πλέον στὴ νέα κατάσταση τῆς παγκοσμίας ἀλληλοεξαρτήσεως ὀφείλει πλέον νὰ ἐπανεξετασθεῖ καὶ ἡ θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κυριαρχίας.
Ἄλλωστε, πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ συμφιλιωθεῖ ὁ σαφὴς ἰσχυρισμὸς τοῦ Μητροπολίτη Ἰωάννη Ζηζιούλα ὅτι ὁ μεταμοντερνισμὸς καὶ ἡ παγκοσμιοποίηση θὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀνάδειξη μιᾶς μορφῆς διεθνισμοῦ, ἡ ὁποία «θὰ ἐξαφανίσει τὴν αὐτοκέφαλη δομὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[9] μὲ τὸ γεγονὸς ἀναδείξεως ἀπὸ τὸ Φανάρι μιᾶς νέας Οὐκρανικῆς αὐτοκεφαλίας; Εἶναι λογικὸ νὰ “θάβουν” καὶ ταυτόχρονα νὰ δημιουργοῦν αὐτοκέφαλα; Ἡ ἀπάντηση ἐν προκειμένῳ εἶναι μόνο μία: πρόκειται γιὰ διαφορετικοῦ τύπου αὐτοκέφαλα: τὰ ἀρχαῖα ποὺ “θάβουν”, μὰ καὶ τὰ νέα ποὺ δημιουργοῦν, ἀποδεικνύονται ὅ,τι θὰ χαρακτηρίζαμε παλαιότερα ὡς εὐρύτερες αὐτονομίες. Ἡ αὐτοκέφαλη δομὴ ποὺ δημιούργησε τὸ Φανάρι στὴν Οὐκρανία ἀκολουθεῖ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ δῆθεν «νέο Εὐρωπαϊκὸ» πρότυπο, τὸ ὁποῖο παρουσιάζεται ὡς τὸ περιφερειακὸ ἐπὶ μέρους μιᾶς μεγαλύτερης, ὁλοκληρωμένης ὑπὲρ-ἐκκλησιαστικῆς δομῆς.
Τὸ «Οὐκρανικὸν πρότυπον»
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ κυβέρνηση τῆς Οὐκρανίας διακήρυξε τὴν ἔνταξη στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ὡς βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἀναπτυξιακῆς στρατηγικῆς τῆς χώρας. Δὲν προκαλεῖ ἔκπληξη ὅτι στὴν μεταπραξικοπηματικὴ (μετὰ τὸ 2014 δηλαδὴ) Οὐκρανία ἡ ἐν ἐξελίξει μεταβολὴ τῶν πολιτικῶν καὶ κοινωνικῶν θεσμῶν ἀφορᾶ καὶ τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἐπίσης ἀνασυγκροτεῖται προκειμένου νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸν σχεδιαζόμενο ἑνιαῖο πολιτικὸ χῶρο τῆς Εὐρώπης. Πιθανὸν αὐτὸ ἐξηγεῖ ἐν μέρει καὶ τὸν δισταγμὸ τῶν ἄλλων κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς ΕΕ στὶς ἐκτιμήσεις τους γιὰ τὰ γενόμενα στὴν Οὐκρανία, οἱ ὁποῖες ἐμπλέκονται πολὺ περισσότερο στὸ σχέδιο τῆς θρησκευτικῆς ἔνταξης στὴν Εὐρώπη, ποὺ ὑλοποιοῦν οἱ κυβερνήσεις τῶν κρατῶν τους.
Μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ πρότυπο ποὺ δοκιμάζεται τώρα στὴν Οὐκρανία θὰ ἐπεκταθεῖ καὶ στὶς ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, τόσο στὶς ὑφιστάμενες ὅσο καὶ σὲ ἐκεῖνες ποὺ θὰ συγκροτηθοῦν στὶς χῶρες ποὺ θὰ προστεθοῦν μελλοντικὰ στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Ἐὰν αὐτὴ ἡ εἰκασία εἶναι ὀρθή, τότε εἶναι μεγάλη ἡ πιθανότητα ὅτι οἱ ἤδη ὑφιστάμενες αὐτοκεφαλίες θὰ προσαρμοσθοῦν στὸ νέο «Οὐκρανικὸ» πρότυπο, τὸ ὁποῖο θὰ συνίσταται στὸν περιορισμὸ τῆς αὐτοτέλειάς τους καὶ τὴν ὑποβάθμισή τους ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς πλήρους αὐτοδιοικήσεως στὸ ἐπίπεδο τῶν ἐξαρτημένων περιφερειακῶν αὐτόνομων διοικήσεων, ἐνῷ ὅλα τὰ νέου τύπου αὐτοκέφαλα θὰ χορηγοῦνται ἀμέσως κατὰ τὸ «Οὐκρανικὸ» πρότυπο. Σὲ σχέση μὲ τὰ παραπάνω, ὀφείλουμε νὰ λάβουμε σοβαρὰ ὑπόψη τὰ λεγόμενα τοῦ προέδρου τῆς Οὐκρανίας Π. Ποροσένκο μὲ ἀφορμὴ τὴ δημιουργία τῆς νέας τοπικῆς «ἐκκλησίας», ὅτι δηλαδὴ «ἐδῶ, σέ μᾶς, κρίνεται τὸ μέλλον τῆς παγκόσμιας Ὀρθοδοξίας», μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ συμπλήρωση: «τὸ ὁποῖο ἐμεῖς καὶ οἱ Ρῶσοι τὸ ἀντιλαμβανόμαστε διαφορετικά».[10] Πλέον ἐκφράζεται ἀπερίφραστα ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως θεωρεῖ ὡς συμβατικά, δηλαδὴ ἐπιδεκτικὰ ἀναθεωρήσεως, ὅλα τὰ αὐτοκέφαλα τῆς Β΄ χιλιετίας, συμπεριλαμβανομένου τοῦ Ρωσικοῦ. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὅτι «Μετὰ τὴν διακοπὴν τῆς κοινωνίας μεταξὺ τοῦ Θρόνου τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καὶ τῶν Θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, προσετέθησαν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἕτερα Πατριαρχεῖα καὶ Αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι, ἐπ’ ἀναφορὰ πρὸς ἀναγνώρισιν τοῦ καθεστῶτος αὐτῶν ὑπὸ μελλοντικῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου»,[11] καὶ μόνο τότε θὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε περὶ τῆς τελικῆς νομιμοποιήσεώς τους.
Εὐρωπαϊκὴ ἢ Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία;
Τὸ πρόβλημα ἔγκειται στὸ ὅτι ἡ περιγραφεῖσα εἰκόνα παρουσιάζει μερικὲς οὐσιαστικὲς ἀναντιστοιχίες μεταξὺ τοῦ πολιτικοῦ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ. Πρῶτον, ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση διαφέρει κατὰ πολὺ ἀπὸ ἕνα ὁλοκληρωμένο σχέδιο παγκοσμιοποίησης, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι παρουσιάζεται ἐξαρχῆς ὡς μία μὴ παγκόσμια κοινωνία, μὲ ἀποτέλεσμα, οἱ διαδικασίες ἔνταξης στὴν Εὐρώπη νὰ μὴ ἐπεκτείνονται σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ὡς ἐκ τούτου ἐγείρεται τὸ εὔλογο ἐρώτημα: γιατί μία τοπικὴ διαδικασία πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἔνταξης ὀφείλει νὰ ὁδηγήσει σὲ παγκόσμιες δομικὲς μεταβολὲς στὰ πλαίσια ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;
Δεύτερον, δεχόμαστε βέβαια ὅτι ἡ ἰδέα τῶν ἐθνικῶν κρατῶν εἶναι ὄψιμο προϊὸν καὶ περιλαμβάνει πολλὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα, ὡστόσο τὸ σύστημα τῶν αὐτοκεφάλων εἶχε διαμορφωθεῖ πολὺ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ καὶ μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι θὰ ὑπάρχει κάλλιστα καὶ μετά.[12] Τότε γιατί ὁ μαρασμὸς τῶν ἐθνικῶν κρατῶν στὰ πλαίσια ἑνὸς μεγάλου περιφερειακοῦ σχεδίου θὰ πρέπει νὰ συνεπάγεται τὴν ἀναθεώρηση τῆς ἰδέας τοῦ αὐτοκεφάλου στὰ πλαίσια ὅλης της Ἐκκλησίας;
Τέλος, ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Οὐκρανικοῦ Τόμου διαπιστώνεται ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ δομὴ ποὺ διαμορφώνεται στὴν Οὐκρανία, τὸ περιφερειακὸ δηλαδὴ στοιχεῖο στὸ ὁποῖο μορφοποιεῖται ἡ νέα «Ἐκκλησία», δὲν συνιστᾶ μέρος τῆς ὑπὸ σχεδιασμὸ -δῆθεν- ἑνιαίας Ἐκκλησίας τῆς ΕΕ, γιὰ τὴν ὁποία συζητοῦν τόσο πολὺ οἱ φιλικὰ προσκείμενοι πρὸς τὶς θέσεις τοῦ Φαναρίου θεολόγοι, μὰ οὔτε μέρος τῆς “Οἰκουμενικῆς” Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μέρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, δηλαδὴ τῆς “κοινῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας”. Ἐξ οὗ καὶ τὸ ἐρώτημα: τί σχέση μποροῦν νὰ ἔχουν μὲ ὅλα αὐτά, οἱ σχετικὲς συζητήσεις γιὰ τὴν θρησκευτικὴ ἔνταξη στὴν Εὐρώπη; Μήπως μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀντιγραφῆς τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ προτύπου πολιτικῆς διαρθρώσεως ἡ Κωνσταντινούπολη προωθεῖ ἁπλὰ τὰ δικά της συμφέροντα, τὰ ὁποῖα ὑπερβαίνουν κατὰ πολὺ τὰ πλαίσια τῆς Εὐρώπης, ἐνῷ ὅλη ἡ ρητορικὴ γιὰ τὴν ἔνταξη στὴν Εὐρώπη, ποὺ ἐκφέρεται διὰ στόματος τῶν ἐκπροσώπων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἄλλη συγκάλυψη γιὰ τὴν ὑλοποίηση τῶν “παπικῶν” της ἀξιώσεων; Ἄλλωστε, ἐὰν πράγματι ἡ Κωνσταντινούπολη ὑποστήριζε τὸ σχέδιο δημιουργίας μίας ἑνιαίας Εὐρωπαϊκῆς Ἐκκλησίας θὰ μποροῦσε νὰ ἐνθαρρύνει παντοιοτρόπως τὴν διατήρηση τῆς Εὐρωπαϊκῆς τοπικότητας, καὶ νὰ συντελέσει στὴν ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῶν χωρῶν τῆς ΕΕ σὲ ἕνα μεγάλο περιφερειακὸ σχηματισμὸ μὲ ἕδρα τὶς Βρυξέλλες, μὲ τὴν δημιουργία ἀντίστοιχου ὑπὲρ-ἐκκλησιαστικοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ. Τουναντίον, ἡ Κωνσταντινούπολη αὐτοπροβάλλεται ὡς μία τέτοια ἕδρα, καὶ μάλιστα ὄχι μόνο σὲ εὐρωπαϊκὸ ἀλλὰ σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο.[13]
Πάντως οἱ πραγματικὲς διαστάσεις τῶν σχεδιασμῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία προβαίνει σὲ μεταρρύθμιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαρθρώσεως ὄχι μόνο σὲ μία ἀπομονωμένη περιφέρεια (στὴν Εὐρώπη) ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, φαίνεται ὅτι πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν σὲ ἕνα εὐρύτερο ὁρίζοντα ἀπὸ τὸ πρότζεκτ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως. Κατ’ ἐπέκτασιν διαπιστώνει κανεὶς ὅτι ἡ βίαια διάλυση τῆς διαμορφωθείσας δομῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ποὺ ἐπιχειρεῖται σήμερα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν δῆθεν προσαρμογὴ σὲ μία νέα Εὐρωπαϊκὴ περιφερειοποίηση, ἐξυπηρετεῖ ἕνα ἄλλο καὶ πολὺ εὐρύτερο σκοπό, δηλαδὴ τὴν προσέγγιση Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν.
Ὁ διάλογος Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπὶ τῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας
Ὅπως εἶναι γνωστό, στὰ ἐγκριθέντα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξὺ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας προβάλλεται ὡς ἑνοποιητικὸ πρότυπο ἕνα σχῆμα τριῶν ἐπιπέδων στὴν διάρθρωση τῆς Ἐκκλησίας: τὸ τοπικό, περιφερειακό, καὶ οἰκουμενικό, μὲ τὸ ἀντίστοιχο σὲ κάθε ἐπίπεδο πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου. Τὸ παρόμοιο σχῆμα γιὰ τὴν πρώτη χιλιετία παρουσιάζεται ὡς κοινὴ θέση καὶ γιὰ τὰ δύο μέρη. Ἔτσι, ὁ πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ τόνισε στὴ συνάντηση μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸ Φράιμπουργκ τὸ 2011 ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἔχουν καταλήξει σὲ μία σπουδαία συμφωνία ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας: «Ἔχουμε καὶ οἱ δύο τὴν ἴδια δομὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας» (nous avons tous les deux la meme structure de l’Eglise, celle de l’Eglise des origines).[14]
Στὴν πραγματικότητα ὅμως, ὅπως σημειώθηκε ἐπανειλημμένως ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, τὸ παρόμοιο σχῆμα παραμένει αὐθαίρετο ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν πρώτη χιλιετία, διότι οὐδέποτε ἀναγνωρίσθηκε πρωτεῖο (ὡς διακονία τοῦ πρώτου) στοὺς πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως –κατὰ τὴ λογικὴ τοῦ 34ου Ἀποστολικοῦ κανόνα– στὸ λεγόμενο «οἰκουμενικὸ» ἐπίπεδο. Πίσω ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπιδιώξεις ἀναβαθμίσεως τῆς θέσεως τῶν πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως κρυβόταν ὁ ἀνταγωνισμὸς μὲ τὶς ἀξιώσεις τῆς Ρώμης γιὰ οἰκουμενικὴ ἐξουσία στὴν Ἐκκλησία. Ἐκτὸς τούτων, ἡ διάκριση τοῦ ἴδιου τοῦ οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου στὴ δομὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τυγχάνει τεχνητή, διότι τὸ κανονικὸ δίκαιο θεωρεῖ τὴν παγκόσμια Ἐκκλησία ὡς τὸ σύνολο τῶν «περιφερειακῶν» Ἐκκλησιῶν, ἐνῷ τὸ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο εἶναι στὴν οὐσία του μὴ περιφερειακό, καθολικό, καὶ ὑπερβαίνει ἀκόμη καὶ τὰ πλαίσια τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, ὅπου κεφαλὴ ὑπάρχει ὁ Μόνος Μεγάλος Ἀρχιερέας, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὄχι οἱ πάπες, οὔτε οἱ πατριάρχες.
Σημειώσεις:
[1] Βλ.: Кузенков Павел, Ермилов Павел. О соборности подлинной и мнимой. Куда ведет экклезиология критского «Великого Собора» pravoslavie.ru Павел Кузенков, Алексей Кнутов. Размышления о регламенте «Святого и Великого Собора», намеченного на Пятидесятницу сего года pravoslavie.ru [2] Kalaitzidis P. Ecclesiology and Globalization: In Search of an Ecclesiological Paradigm in the Era of Globalization (After the Previous Paradigms of the Local, Imperial, and National) St Vladimir’s Theological Quarterly. 2013. Vol. 57, 3–4. σ. 494 [3] Ibid. σ. 494–495 [4] Ibid. σ. 496 [5] Grigorios D. Papathomas, archim. La dialectique entre nation etatique et l’autocephalie ecclesiastique, L’Annee canonique. 2001. T. 43. σ. 86 [6] «Εἶναι ἐκπληκτικόν, ὅτι ἡ πράγματι καὶ βαθύτατα δημοκρατικὴ ὀργάνωσις τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν μεγάλον βαθμὸν διοικητικῆς αὐτονομίας καὶ κυριαρχίας τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ταυτόχρονον εὐχαριστιακὴν ἑνότητα ἐν τῇ πίστει εἶναι ἓν εἶδος προτύπου, τὸ ὁποῖον προσφάτως ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωσις ὑπὸ τὸ ὄνομα τῆς Ἀρχῆς τῆς Ἐπικουρικότητος ἐθεσμοθέτησεν ὡς τὴν πλέον λυσιτελῆ μέθοδον διαρθρώσεως τῶν ἐξουσιῶν της», πρβ. Κωτσιόπουλος Κ. Π. Ὀρθοδοξία καὶ Εὐρώπη, Θεσσαλονίκη, 1998 σ. 146 [7] Grigorios D. Papathomas, archim. Face au concept «d’Eglise nationale», la reponse canonique orthodoxe: L’Eglise autocephale, L’Annee canonique. 2003. T. 45. σ. 169 [8] Grigorios D. Papathomas, archim. In the age of the Post-Ecclesiality (The emergence of post-ecclesiological modernity). Kanon. 2006. Vol. 19. σ. 3–21 [9] Zizioulas J. Primacy and Nationalism. St Vladimir’s Theological Quarterly. 2013. Vol. 57, 3–4. σ. 458 [10] Ὁ Ἀρχηγὸς Κράτους: ἡ Σύναξη Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διέλυσε τὶς ψευδαισθήσεις τῆς Μόσχας ὅτι ἡ Οὐκρανία ἀποτελεῖ τὸ κανονικὸ ἔδαφός της (14 Σεπτεμβρίου 2018) web.archive.org president.gov.ua [11] Opening Address by His All-Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew at the Inaugural Session of the Holy and Great Council holycouncil.org [12] Βλ. τὸ γνωστὸ σχόλιο τοῦ Βαλσαμώνα στὸ Β’ κανόνα τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τὸ παλαιὸν πάντες οἱ τῶν ἐπαρχιῶν Μητροπολῖται αὐτοκέφαλοι ἦσαν καὶ ὑπὸ τῶν οἰκείων συνόδων ἐχειροτονοῦντο». Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων. Τ. 2. Ἐν Ἀθήναις, 1852 σ. 171 [13] Βλ. σχετικά: Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, “Ὁ θεσμὸς τῆς Αὐτοκεφαλίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία”, romfea.gr Χρήστου Γιανναρᾶ. Ἡ ὕβρις τῆς αὐτοκεφαλίας, kathimerini.gr [14] Irenikon. 2011. T. 2–3. σ. 312–313.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.