Τρίτη 2 Απριλίου 2013

ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, ΙΔ΄.








ΙΔ΄ Μέρος

(Συνέχεια γιὰ ἅγιο Θεόδωρο τὸ Στουδίτη, Μέγα Φώτιο
και γιὰ τὴν ἀποτείχισι σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν)




ν συνεχείᾳ γράφετε στήν κριτική μελέτη σας τά ἑξῆς: «”Τά σχίσματα ατά κατέκριναν μεταξύ λλων ο εροί Μεθόδιος καί Δοσίθεος. πίσης, δέν τά κολούθησαν λλοι μοναχοί κείνης τῆς ποχς, οἱ ὁποοι νεδείχθησαν μεγάλοι γιοι. Τέτοιος ταν μέγας μολογητής Θεοφάνης, ὁ ὁποῖος στήν “Χρονογραφία” του ναφέρει τήν πόσχιση τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου πό τήν <γία κκλησία> καί τόν <ἁγιώτατο πατριάρχη> Νικηφόρο. ατία τς κατακρίσεώς τους ταν τι δέν ὑπῆρχε ζήτημα πίστεως, λλά πόκλιση πό τούς ερούς Κανόνες. Βέβαια ὁ Ὅσιος Θεόδωρος εναι Μέγας μολογητής νεκα τν ρωϊκν γώνων του ναντι τῆς εκονομαχικῆς αρέσεως. Μόνο τά προσωρινά σχίσματά του γιά τίς νωτέρω οκονομίες δέν μπορε νά ποτελέσουν κανόνα γιά τήν κκλησία”. χι μόνον δέ ο παραπάνω ναφερθέντες γιοι ποδοκίμασαν τά σχίσματα τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου, λλά καί οἱ Ἅγιοι Μεθόδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σιος ωαννίκιος, Μιχαήλ Συνάδων, Εθύμιος Σάρδεων, Αμιλιανός Κυζίκου, Θεοφύλακτος Νικομηδείας, Δανιήλ Στυλίτης κ.ἄ.».

Ἐδῶ πατέρες, ἐπειδή στηρίζεσθε, καί μάλιστα τυφλά, στή γνώμη κάποιων συγχρόνων πατέρων, εἶναι φυσικό ὅ,τι γράφετε νά εἶναι λάθος καί ἐκτός θέματος.
Θά σᾶς μεταφέρω λοιπόν κάποια μικρή ἀναφορά πού ἔκανα παλαιότερα ἐπί τοῦ θέματος τούτου (μέ ἐλάχιστες ἀλλαγές) καί ἐσεῖς, ἄν σέ κάποιο σημεῖο ἔχετε ἀντίθετο ἄποψι, μπορεῖτε δευτερολογώντας νά τήν ἐκθέσετε μέ τά ἀνάλογα ἐπιχειρήματα καί ἐγώ νά ἀπαντήσω.

 Κάποιος σχολιαστής –ἀκολουθώντας πιστά καί τυφλά τόν π. Βασίλειο Παπαδάκη– ἀναφέρει κάποιους ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δῆθεν κατέκριναν τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Προφανῶς, δέν ἤλεγξε τίς παραπομπές αὐτές καί τό ποῦ ἀναφέρονται, εἰδάλλως θά ἐντρέπετο διά τήν διαστρέβλωσι τῆς ἀληθείας. Πρῶτα ἀναφέρει τόν ἅγ. Μεθόδιο, ὁ ὁποῖος ἐπατριάρχευσε δέκα ἕξι χρόνια μετά τήν κοίμισι τοῦ ὁσίου καί ἀναθεματίζει αὐτούς τούς μοναχούς πού διαφωνοῦσαν διά τό θέμα τῶν χειροτονιῶν ἀπό τούς εἰκονομάχους. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει τόν ὅσιο Θεοφάνη τόν ὁμολογητή, τόν ὁποῖο ὀνομάζει μέγα, προφανῶς διά νά δώση ἀξία στά λεγόμενά του.

Ἡ παραπομπή πού δίδει ὁ σχολιαστής ἀπό τήν χρονογραφία τοῦ Θεοφάνους εἶναι ἡ ἑξῆς: «Πρός δέ τοῖς πολλοῖς καί καλίστοις αὐτοῖς τρόποις εὐσεβής καί ὀρθοδοξότατος ὤν, ἐλυπεῖτο ἐπί τοῖς ἀποσχίζουσι τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας ἐν οἱαδήποτε προφάσει εὐλόγῳ ἤ ἀλόγῳ. Πολλά τε τόν ἁγιώτατον Πατριάρχην καί τούς δυναμένους συντρέχειν τῇ κοινῇ εἰρήνῃ παρακαλῶν οὐκ ἐπαύετο. Ἐν οἷς καί τόν Θεόδωρον τόν ἡγούμενον τῶν Στουδίου καί Πλάτωνα καί Ἰωσήφ ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης ἀδελφόν Θεοδώρου ἐν φυλακαῖς πικραῖς συνεχομένους μετά καί τῶν προυχόντων τῆς κατ’ αὐτῶν μονῆς ἔσπευδεν ἑνωθῆναι· ὅ καί πεποίηκεν».

Ἐδῶ, ὁ ὅσιος Θεοφάνης, στήν χρονογραφία του, ὁμιλεῖ διά τόν διάδοχο τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου τοῦ ἀπό Γενικοῦ, δηλαδή τόν Μιχαήλ τόν Ραγκαβέ. Αὐτός λοιπόν, ὡς ὀρθόδοξος, ἔτσι ἐσκέπτετο καί παρακαλοῦσε πρός ἕνωσι τόν ἁγιώτατον Πατριάρχη. Ἡ ἔκφρασις ἐπίσης, στό σημεῖο αὐτό, «εὔλογος πρόφασις», σημαίνει τήν πραγματική αἰτία χωρισμοῦ καί ὄχι φανταστική ἤ ψεύτικη. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ὁ αὐτοκράτωρ παρεκάλη πρός ἕνωσι τόν Πατριάρχη, ἐνῶ, ἄν θεωροῦσε τόν ὅσιο πλανεμένο καί ἐκτός Ἐκκλησίας, ἔπρεπε νά παρακαλῆ πρός μετάνοια καί ἐπιστροφή τόν ὅσιο καί ὄχι ἀντιθέτως· πρᾶγμα τό ὁποῖον, πέραν τῶν ἄλλων, ἦτο καί ἀνάρμοστον λόγῳ τῆς θέσεως τοῦ Πατριάρχου.

Σέ καμμία πάντως περίπτωσι δέν συμφωνεῖ τό κείμενο μέ τόν σχολιαστή, μέ τόν τρόπο τουλάχιστον πού τό παρουσιάζει, ὅτι δηλαδή, «ὁ μέγας ὁμολογητής Θεοφάνης στήν χρονογραφία του ἀναφέρει τήν ἀπόσχισι τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ἀπό τήν ἁγία Ἐκκλησία καί τόν ἁγιώτατο Πατριάρχη», διότι ἔτσι παρουσιάζει πλανεμένο καί ἐκτός Ἐκκλησίας τόν ὅσιο καί τούς ἄλλους «ἀθῶες περιστερές».

Ἐν συνεχείᾳ, ἀναφέρει ὁ σχολιαστής τόν ὅσιο Δανιήλ τόν Στυλίτη καί κάποια λόγια του, τά ὁποῖα εἶναι ἐκτός θέματος, διότι, ἀφ’ ἑνός μέν ὁ ὅσιος Δανιήλ ὁ Στυλίτης ἔζησε τουλάχιστον τριακόσια χρόνια ἐνωρίτερα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ ὅσιος διά λόγους πίστεως ἀπεσχίσθη ἀπό τόν Πατριάρχη, ὅπως ἀκριβῶς συμβούλευε ὁ ὅσιος Δανιήλ ὁ Στυλίτης.

Κατόπιν, ἀναφέρεται ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι κατέκρινε καί αὐτός τά Στουδιτικά σχίσματα. Ἡ παραπομπή πού δίδει ὁ σχολιαστής εἶναι ἀπό τήν περίοδο τῆς πατριαρχείας τοῦ ἁγ. Μεθοδίου, ὁπότε οὐδεμία σχέσι ἔχει ἡ ἀναφορά αὐτή μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. Ἐπί πλέον δέ στό κείμενο αὐτό ἀναφέρεται ὅτι ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος προσπάθησε νά συμβιβάση μέ τούς λόγους του τίς ἀντιμαχόμενες παρατάξεις καί τελικῶς τό κατώρθωσε.

Τελευταῖα, μνημονεύει ὁ σχολιαστής πάλι τόν ἅγ. Μεθόδιο (ἴσως γιά νά φανοῦν πολλοί οἱ ἀντιλέγοντες) μέ παραπομπή πού ἀναφέρεται στίς ἔριδες τῶν μοναχῶν ἐπί τῆς πατριαρχείας του, δηλαδή πάλι ἐκτός θέματος, ἐφ’ ὅσον ἀναφέρεται σέ ὑπόθεσι, ἡ ὁποία ἐξελίχθη δέκα ἕξι χρόνια μετά τήν κοίμησι τοῦ ὁσίου. Τελειώνει δέ μέ τόν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστόν ἔγραψε ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἀλλά δέν εἶναι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Δοσίθεος λοιπόν, στηρίζεται στόν Ζωναρᾶ, ὁ ὁποῖος ὡς ἱστορικός καί ὄχι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ μόνος πού ἐπικρίνει τόν ὅσιο. Γράφει ὅμως, ὁ Ζωναρᾶς, στοιχεῖα τελείως ἀναπόδεικτα καί ἐρανισμένα ἀπό ἄγνωστες πηγές καί ἐξώφθαλμα ἀντίθετα στήν διδασκαλία καί τήν βιοτή τοῦ ὁσίου. Γιά παράδειγμα ἀναφέρει ὁ Ζωναρᾶς ὅτι ἡ ἀντίδρασις τοῦ ὁσίου καί τοῦ ἁγ. Πλάτωνος πρός τόν Πατριάρχη ἅγ. Νικηφόρο ἔγινε, διότι ἤθελαν νά καταλάβουν τόν θρόνο τῆς Κων/πόλεως καί νά πατριαρχεύσουν. Αὐτό εἶναι πρόδηλα τελείως ἀντίθετο στήν ὅλη βιοτή τῶν ὁσίων, διά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι, ἄν ἤθελαν κάτι τέτοιο, τό πρῶτο πού ἔπρεπε νά ἐπιδιώκουν θά ἦταν νά ἔχουν ἄριστες σχέσεις μέ τόν αὐτοκράτορα, ἡ ἐπιρροή τοῦ ὁποίου ἦταν πασιφανής καί ἐπιβλητική στήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου. Ὁ ὅσιος ὅμως, ὄχι μόνον δέν ἀπέβλεπε σέ κάτι τέτοιο, ἀλλά ἐπολέμησε τήν μοιχεία τοῦ αὐτοκράτορος, ἡ ὁποία μάλιστα συνήφθη μέ τήν ἀνιψιά τοῦ ὁσίου, τήν Θεοδότη.

Τό καλό διά τόν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων εἶναι ὅτι, ὅταν χρησιμοποιεῖ στοιχεῖα πού ἀναφέρονται στόν ὅσιο, καταγράφει καί τήν πηγή των, π.χ. ὅτι αὐτό τό λέγει ὁ Ζωναρᾶς. Καταλαβαίνει λοιπόν καθένας, τό πόσο σημαντικές εἶναι οἱ ἀπόψεις τοῦ Δοσιθέου, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔζησε ὀκτακόσια περίπου χρόνια μετά τόν ὅσιο καί δανείζεται στοιχεῖα ἀπό τόν Ζωναρᾶ, ὁ ὁποῖος κατά γενική ὁμολογία διέκειτο ἐχθρικῶς πρός τήν ὅλη βιοτή τοῦ ὁσίου, μολονότι καί ὁ Ζωναρᾶς ἔζησε τριακόσια περίπου χρόνια μετά τόν ὅσιο.

Τελειώνοντας ἐπί τοῦ θέματος τούτου θέλω νά προσθέσω τό ἑξῆς. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀποτειχίστηκε ἀπό δύο ἁγίους Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι κατ’ οὐσίαν δέν ἦσαν αἱρετικοί, ἄν καί γιά κάποιο μικρό χρονικό διάστημα ὑπέθαλψαν τήν μοιχειανική αἵρεσι. Καί δέν ἦσαν αἱρετικοί, διότι ὅ,τι ἔκαναν, τό ἔκαναν μέ ἀγαθή προαίρεσι καί ἔχοντας ἀγαθό καί ἅγιο σκοπό, νά γλυτώσουν δηλαδή τήν Ἐκκλησία ἀπό χειρότερα δεινά, μέ τά ὁποῖα ἀπειλοῦσαν καί ἐκβίαζαν τούς ἁγίους αὐτούς Πατριάρχες οἱ δύο ἀντίστοιχοι αὐτοκράτορες Κων/νος ὁ Στ΄ καί Νικηφόρος ὁ ἀπό Γενικοῦ.

Τί γίνεται ὅμως σήμερα, πού οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιεπίσκοποι, ὄχι Ἅγιοι δέν εἶναι, ἀλλά εἶναι γνωστό τοῖς πᾶσι ὅτι εἶναι ἀρχηγοί τῆς αἱρέσεως καί ἐτέθησαν ἐπικεφαλής τῶν Ὀρθοδόξων γιά νά ἐξυπηρετήσουν καί νά προαγάγουν τά σχέδια τῶν αἱρετικῶν;

Ἐσεῖς πατέρες, καταγράφετε τά στάδια καί τήν πορεία τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί ποῦ ἀκριβῶς σήμερα εὑρισκόμαστε, καί ποιά θά εἶναι ἡ πορεία τῆς αἱρέσεως στό ἐγγύς μέλλον. Προσπαθεῖτε δέ νά πολεμήσετε τήν αἵρεσι μέ ὁμολογίες πίστεως καί χαρτοπόλεμο. Πολλές φορές, ὅπως σᾶς ἐπεσήμανα, οἱ ἀντιλήψεις σας ταιριάζουν ἀπολύτως μέ αὐτές τῶν Οἰκουμενιστῶν καί οἱ μέθοδοι πού χρησιμοποιεῖτε δημιουργοῦν σύγχυσι ἀκόμη καί μεταξύ τῶν Ἁγίων. Ἐναγωνίως δέ προσπαθεῖτε νά εὑρῆτε στηρίγματα στούς Ἁγίους, παρερμηνεύοντας τά λόγια των ἤ ἀπομονώνοντας κάποια πατερικά κείμενα, πρός τόν σκοπό νά πείσετε τούς ἀνησυχοῦντας διά τήν πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅτι ἡ στάσις τῆς ἀναμονῆς καί τοῦ ἐφησυχασμοῦ εἶναι ἡ πατερική ὁδός ἐν καιρῷ αἱρέσεως. Ἔχετε δέ πεισματικά «κολλήσει» στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία καί αὐτή βοηθᾶ ἀφάνταστα τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως.

Νομίζω πατέρες, ὅτι θά ἦταν τουλάχιστον εἰλικρινής ἡ στάσις σας, ἄν ὁμολογούσατε ὅτι, ἐπειδή εἴμαστε στά ἔσχατα χρόνια, εἴμαστε ἀδύνατοι νά κάνωμε, ὄχι τήν μαρτυρική ἀποτείχισι τῶν Πατέρων, ἀλλά μία ἁπλή ἀποτείχισι τῶν ἐσχάτων καιρῶν, ἡ ὁποία δέν στοιχίζει τίποτε περισσότερο ἀπό τήν θυσία κάποιων κοσμικῶν πραγμάτων. Ἄν ὅμως καί αὐτά τά κοσμικά πράγματα (θέσεις, ἀξιώματα κλπ.) δέν μποροῦμε νά θυσιάσωμε, τότε εἶναι σχεδόν σίγουρο ὅτι θά βαδίσωμε μέ τό ρεῦμα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί θά ὁδηγηθοῦμε στό σφράγισμα τοῦ Ἀντιχρίστου.




ν συνεχείᾳ θά ἀναφερθῶ ἐπ’ ὀλίγῳ στόν Μ. Φώτιο ἀκολουθώντας τήν σειρά τῆς κριτικῆς μελέτης σας. Ἐδῶ στή σελ. 38 γράφετε τά ἑξῆς: «Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος παραθέτει δύο ἀποσπάσματα λόγων τοῦ Ἁγίου, στά ὁποία οὐσιαστικά ὁ Ἅγιος ἐπαναλαμβάνει τήν πλούσια προγενέστερη πατερική παράδοση σχετικά μέ την στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς. Ἑπομένως, δέν χρειάζεται νά τά σχολιάσουμε, διότι ἡ ἀπάντηση ἔχει ἤδη δοθεῖ μέ ὅσα ἐλέχθησαν στά κεφάλαια τῶν προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων. Ἐδῶ τοῦτο μόνον θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ Ἅγιος, γράφοντας γιά τήν στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς, μέ κανέναν τρόπο δέν ἀποσκοποῦσε νά ἀχρηστεύσει ἤ νά περιθωριοποιήσει τόν πρωταρχικό ρόλο τῶν Συνόδων στήν διάγνωση καί κατάγνωση τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὁ π. Εὐθύμιος: “χωρίς διαδικασίες ἤ άποφάσεις Συνόδων” (σελ. 148).

»Οὔτε κατά διάνοιαν μιά τέτοια σκέψη. Διότι πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Ἅγιος νά ἀγνοήσει ἕνα θεσμό, ὁ ὁποῖος εἶχε παγιωθεῖ πλέον ὡς παράδοσις ἐννέα αἰώνων στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καθ' ὅν χρόνον μάλιστα ὁ ἴδιος ὡς Πατριάρχης Κων/λεως συνεκρότησε δύο Συνόδους, τήν Πρωτοδευτέρα, καί τήν Σύνοδο τοῦ 879, ἡ ὁποία στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωρείται ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική, μέ τήν ὁποία μάλιστα ἐπέφερε τό πρῶτο καίριο πλῆγμα κατά τοῦ Παπισμοῦ;».

Ἐδῶ πατέρες, κατ’ οὐσίαν παραιτεῖσθε κάθε σχολιασμοῦ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγ. Φωτίου καί ἀναμασᾶτε πάλι τό ἴδιο παραμύθι γιά τόν «πρωταρχικό ρόλο τῶν Συνόδων στήν διάγνωσι καί κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν». Κάνετε δέ πάλι τό ἴδιο λάθος, νά μήν προσπαθῆτε δηλαδή νά φέρετε σέ συμφωνία τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων μέ τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τόν ρόλο τῶν Συνόδων. Ἐδῶ, προφανῶς γιά νά μήν ἐλεγχθῆτε ὡς διαστρέφοντες τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, δέν ἀναφέρετε καθόλου τό ἐπίμαχο χωρίο τοῦ ἁγ. Φωτίου, ἐπειδή σ’ αὐτό φαίνεται καθαρά, ποία πρέπει νά εἶναι ἡ στάσις τοῦ κάθε πιστοῦ ἀπέναντι στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.

Ἐδῶ, ἐπίσης, δείχνετε καθαρά ὅτι τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τήν ἐπικαλεῖσθε, ὄχι μόνον γιά νά κατοχυρώσετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἀλλά καί γιά νά καλυφθῆτε καί ἐσεῖς καί νά δικαιολογήσετε τήν στάσι σας, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἶναι τελείως ἀντιπατερική καί ἀνορθόδοξη∙ ἐνῶ, δηλαδή οἱ Ἅγιοι διδάσκουν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἐσεῖς ἀντιθέτως διδάσκετε τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς μετά τήν καταδικαστική δι’ αὐτούς ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Δηλαδή, ἐσεῖς θά ἀρχίσετε νά πολεμᾶτε, ὅταν ἤδη ἔχει τελειώσει ὁ πόλεμος!

Τελικῶς πατέρες, νομίζω ὅτι τό ἐπιχείρημά σας αὐτό, ὅτι δηλαδή ἡ ἀποτείχισις ἀχρηστεύει καί περιθωριοποιεῖ «τόν πρωταρχικό ρόλο τῶν Συνόδων στήν διάγνωσι καί κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν» εἶναι πέραν τῶν ἄλλων καί ἀστεῖο, καί παιδαριῶδες, καί, κατ’ οὐσίαν, μόνον ἐπιχείρημα δέν εἶναι. Διότι ἔχει λεχθῆ, καί πρέπει πρός ἐμπέδωσι νά ἐπαναλβάνεται συνεχῶς, ὅτι ἡ ἀποτείχισις ὄχι μόνο δέν περιθωριοποιεῖ καί ἀχρηστεύει τόν ρόλο τῆς Συνόδου, ἀλλά τόν κάνει ἔτι σημαντικώτερο καί οὐσιωδέστερο, διότι πέραν τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, πρέπει ἡ Σύνοδος, διά τῆς ἐπαναφορᾶς καί διακηρύξεως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, νά ὀρθοτομήση τόν λόγο τῆς ἀληθείας (τέμνοντας δηλαδή τά νόθα), νά ἀποδείξη ὅτι εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί, δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου, νά ἑνώση καί ἐνσωματώση καί τούς ἀποτειχισμένους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἀφίσταντο ἀπό αὐτούς, ὅσον καιρό αὐτή ὑπέθαλπε ἤ καί διεκήρυττε τήν αἵρεσι.

Καταλαβαίνετε δηλαδή, πατέρες, ὅτι ἡ ἀποτείχισις δημιουργεῖ ἔτι ἐπείγουσα τήν ἀνάγκη συγκλήσεως ὀρθοδόξου Συνόδου καί ἄρα, αὐτό πού ἰσχυρίζεσθε, εἶναι κατά τό δή λεγόμενο ἱστορίες γιά ἀγρίους. Ἄλλωστε ἔχει πάλι λεχθῆ, ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀποσκοπεῖ στήν προσωπική ἀσφάλεια τῶν πιστῶν, ἐνῶ ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου ἔχει γενικό χαρακτῆρα, νά ὀρθοδοξήση δηλαδή, ὅλη ἡ τοπική Ἐκκλησία. Εἶναι λοιπόν, ἀπορίας ἄξιον, πῶς ἐσεῖς τά συγχέετε αὐτά, εἰς τρόπον ὥστε νά θεωρῆτε ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἐπιβουλεύεται τόν θεσμό τῆς Συνόδου.

Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφέρω τό χωρίο τοῦ ἁγ. Φωτίου, τό ὁποῖο ἀφήσατε ἀσχολίαστο, ἐπειδή προφανῶς δέν εἴχατε –πέραν τοῦ ὀρθολογισμοῦ– νά προβάλλετε ἄλλο ἐπιχείρημα:

«Αἱρετικός ἐστίν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως  ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους. Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400,31).

Ἐξ αὐτοῦ τοῦ χωρίου, πατέρες, ἐξάγονται ἀβίαστα τά ἑξῆς συμπεράσματα. Ὁ αἱρετικός ποιμένας εἶναι ἐπικίνδυνος, ὅπως ὁ λύκος γιά τό πρόβατο. Καθίσταται λύκος διά τῆς αἱρέσεως καί ὄχι διά τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ἤ μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, διότι τόν χαρακτηρίζει λύκο ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι αἱρετικός. Ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτόν πρέπει νά εἶναι ἄμεση καί τέτοια, σάν αὐτόν πού βλέπει ξαφνικά ἕνα κίνδυνο ἐμπρός του νά κάνη ἕνα πήδημα γιά νά σωθῆ. Δέν πρέπει νά ἐξαπατηθῆ ὁ πιστός, ἔστω καί ἄν ἰδῆ σ’ αὐτόν τόν ποιμένα κάποια ἐξωτερικά χαρίσματα. Πρέπει πέραν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας νά ἀποφύγη καί κάθε ἄλλη συνομιλία καί συναναστροφή μαζί του, διότι μπορεῖ νά ἐπηρεασθῆ ἀπό τό αἱρετικό δηλητήριο. Στόν αἱρετικό τέλος, ὅ,τι καλό καί ἄν ὑπάρχη, λειτουργεῖ σάν τό δόλωμα στό ἀγκίστρι, δηλαδή πρός ἐξαπάτησι τῶν ἁπλουστέρων.

Εἶναι εὔλογο πατέρες, νά διερωτηθῆ κανείς, πῶς εἶναι δυνατόν ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου νά ταιριάξη, ἔστω καί κακόγουστα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Πῶς δηλαδή μπορεῖ κανείς νά περιμένη, ἔχοντας ἕνα λύκο γιά πρόβατο; Καί πῶς δύναται κάποιος νά ἰσχυρισθῆ ὅτι περιμένοντας, ἀκολουθεῖ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί δέν θά βλαφθῆ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο;

Ἐδῶ προφανῶς ἀκολουθεῖτε μία καινοτόμο ὁδό, ἡ ὁποία εἶναι ἴδια μέ αὐτή τοῦ Π.Σ.Ε., δηλαδή τήν ὁδό τῆς συνυπάρξεως καί τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως.

Εἶναι ἀνάγκη ἐδῶ, νά μεταφέρωμε καί ἕνα μικρό κείμενο τοῦ ἁγ. Φωτίου, τό ὁποῖο προηγεῖται, στήν ὁμιλία του αὐτή τοῦ χωρίου πού παραθέσαμε. Ἀμέσως προηγουμένως ὁ ἅγιος εἶπε τά ἑξῆς: «ἵνα φύγητε τήν μίμησιν, ὧν τήν ἀσέβειαν ἐβδελύξασθε, καί μή μέρει τινί τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν ἀποσπασάμενοι καί τό λοιπόν τοῦ δυσσεβήματος κατ’ ὀλίγον ὑπορροφεῖν ἐνεθισθείητε».

Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει κάτι ἐκπληκτικό καί ἀποκαλυπτικό γιά τίς ἡμέρες μας. Ἄν λέγει, μείνωμε κοντά στούς αἱρετικούς ἤ ἔχομε μερική καί ὄχι ὁλοκληρωτική ἀπομάκρυνσι, σιγά–σιγά θά ἀφομοιώσωμε τήν ἀσέβειά των καί θά ἐθιστοῦμε μέ αὐτή. Ἐξετάστε, πατέρες, ἄν ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου δέν ἀποδεικνύεται σήμερα πέρα γιά πέρα ἀληθινή. Διαφωνεῖτε ὅτι σήμερα ὑπάρχει ἐθισμός τῶν Ὀρθοδόξων πρός τόν Οἰκουμενισμό; ὅτι πλέον δέν μᾶς συγκινοῦν καί δέν μᾶς ταράζουν οἱ συμπροσευχές καί συνιερουργίες των; ὅτι δέν μᾶς προβληματίζουν oἱ ἀναγνωρίσεις τῶν μυστηρίων τους; ὅτι δέν αἰσθανόμεθα ρίγος, διότι ἀνήκουμε ἅπαντες ὡς τοπικές Ἐκκλησίες στό Π.Σ.Ε.; Δηλαδή ὁ ἐθισμός ὑπάρχει σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά μήν γνωρίζωμε τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, τά ὅρια τῆς ὑπακοῆς στούς ποιμένες, νά ἔχωμε ἀποκτήσει δυτικό τρόπο ζωῆς καί σκέψεως. Καί μάλιστα περισσότερο ἐθισμένοι εἶναι αὐτοί, τούς ὁποίους θεωρεῖτε ἀκατάρτιστους καί ἀνίκανους διά τήν διάγνωσι τῆς ἀσθενείας καί πρέπει νά περιμένουν τούς φωτισμένους ἰατρούς γιά νά κάνουν τήν διάγνωσι αὐτή.

Ἀπό αὐτή τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου θά πρέπει νά κατανοήσωμε ὅτι, καί ἡ σχετική διδασκαλία τῶν Ἁγίων νά μήν ὑπῆρχε περί ἀποτειχίσεως, θά ἔπρεπε νά μᾶς ὁδηγήση εἰς αὐτήν ὁ ἐθισμός τῆς αἱρέσεως, ὁ ὁποῖος ἤδη ὑπάρχει στό ὀρθόδοξο ποίμνιο. Καί ἐσεῖς στήν κριτική σας μελέτη ἀποφαίνεσθε ὅτι «οὔτε κατά διάνοια τέτοια σκέψι».

Πῶς λοιπόν, πατέρες, νά μήν σᾶς καταλογίσωμε ὄχι ἁπλῶς εὐθύνη, ἀλλά καί ὑστεροβουλία καί συνασπισμό μέ τούς ὑπεναντίους καί οὐσιαστικό ρόλο στήν ὅλη πορεία καί ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως;

Πρίν κλείσομε τό κεφάλαιο αὐτό τοῦ ἁγ. Φωτίου, πρέπει νά ἀναφέρωμε καί τήν διδασκαλία του γιά τόν ὀρθόδοξο ποιμένα. Ἐδῶ ὁ ἅγιος δηλώνει τήν ἀντίθετη ἀντιμετώπισι τῶν πιστῶν ἀπό τόν αἱρετικό. Δείχνει ἀκόμη ὅτι ἡ ὑπακοή καί ἡ ὑποταγή εἶναι προσωπική ὑπόθεσις καί εὐθύνη τοῦ καθενός καί πρέπει νά γίνεται μέ αὐστηρά κριτήρια, τά ὁποῖα ὁ ἅγιος τά ἀναφέρει. Δηλαδή νά ἔχη ὁ ποιμένας τήν σφραγίδα τῆς εὐσεβείας καί νά μήν ἔχη κανένα αἱρετικό ψεγάδι ἤ φρόνημα.

Ἐπίσης, δηλώνει σαφέστατα ὅτι, πέραν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν πρέπει νά ἐξετάζωμε, ὅ,τι δηλαδή ἀφορᾶ τίς προσωπικές του ἁμαρτίες. Ἐδῶ συμφωνεῖ ὁ ἅγιος ἄριστα μέ τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας καί τούς δύο προηγουμένους, τούς ὁποίους, ἐσεῖς πατέρες, ἐταυτίσατε μέ τό δεύτερο μέρος, δηλαδή μέ τά θέματα τῆς πίστεως. Γιά τά προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου ἀναφέρουν οἱ ἐν λόγῳ Κανόνες ὅτι θά ἀποφασίση ἡ Σύνοδος καί ὁ ἅγιος προτρέπει ἐμεῖς αὐτά νά μήν τά ἐξετάζωμε.

Νομίζω πατέρες, τελικά ὅτι κρατώντας τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, πρέπει νά διαγράψετε ὅλους τούς Ἁγίους καί βεβαίως τήν ἁγ. Γραφή. Ἡ ὁμιλία αὐτή τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι θαυμάσια καί ἴσως ἀπό τίς λίγες στό εἶδος της, ἐπειδή ὁμιλεῖ γιά τόν τρόπο πού ἐργάζονται οἱ αἱρετικοί, προκειμένου νά ὑποτάξουν τούς Ὀρθοδόξους. Διά τόν λόγον αὐτόν θά μεταφέρωμε κάποια ἀκόμη σημεῖα, τά ὁποῖα ἴσως εἶναι χρήσιμα καί γιά τήν αἵρεσι τῶν ἡμερῶν μας.

Ἀναφέρει λοιπόν, ὁ ἅγιος γιά τόν τρόπο μέ τό ὁποῖο ἐργάζονται οἱ αἱρετικοί τά ἑξῆς: «Εἶτα προθυμουμένοις αὐτοῖς ἀνακινεῖν τήν Ἀρείου αἵρεσιν, ἐπείπερ ὁ καιρός οὐ συνέτρεχεν (ἔτι γάρ ὁ μέγας Κωνσταντῖνος τῷ βίῳ παρών καί τά τῆς βασιλείας διϊθύνων σκῆπτρα πολλήν ἐποιεῖτο τῆς τῶν ἐκκλησιῶν εἰρήνης τήν πρόνοιαν), ἄλλη τις τοῖς πονηροῖς ὁδός ἐξευρίσκεται, δι’ ἧς καί λαθεῖν ὡς κατά τῆς εὐσεβείας αὐτοῖς ὁ πόλεμος ἀναρρύγνυται καί τήν βουλήν αὑτῶν κατά σκοπόν προχωρήσεις ᾤοντο.Τί δή τοῦτο ἦν; Μεταφέρειν ἔγνωσαν τήν κατά τῆς πίστεως συσκευήν κατά τῶν τῆς πίστεως προμάχων∙ ἐκείνων γάρ αὐτοῖς ἐκποδών γινομένων, εὐχαρῆ λοιπόν ἐλπίζειν καί τήν τῆς εὐσεβείας καταστροφήν ἐξεργάσεσθαι» (ΕΠΕ 12,384).

Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος ὅτι οἱ ἡγέτες τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἐπειδή ἤθελαν νά ἐπιβάλλουν τήν αἵρεσι καί δέν ἠδύναντο διά τῶν δογμάτων καί τῆς θεολογικῆς ὁδοῦ, εὑρῆκαν ἄλλην ὁδό «ἄλλη τις τοῖς πονηροῖς ὁδός ἐξευρίσκεται» διά νά ἐπιτελέσουν τό ἔργο των. Ἡ ὁδός αὐτή ἦτο ὄντως δαιμονική καί ἀποσκοποῦσε εἰς τό νά μεταφέρουν τόν ἀγῶνα ἀπό τά δόγματα καί τήν πίστι, στούς προμάχους καί Ὁμολογητές τῆς πίστεως. Ἐν συνεχείᾳ περιγράφει λεπτομερῶς τίς διαβολές, μηχανορραφίες καί ραδιουργίες ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων ἡγετῶν τῆς περιόδου ἐκείνης. Καταλήγει δέ ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ οὕτω μέν Εὐφρατᾶς ὑπό Στεφάνου συσκευάζεται, οὕτω δέ ὁ θεῖος Παῦλος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπελαύνεται, οὕτως Εὐστάθιος ὁ θεσπέσιος τῆς Ἀντιοχείας ἐκδιώκεται καί τήν Ἰλλυριῶν πόλιν ἐξ ἑῴας καί δυόμενον ἥλιον οἰκεῖν κατακρίνεται, οὕτως ὁ πολύαθλος Ἀθανάσιος τῆς Ἀλεξανδρείας ἐξορίζεται. Καί τούτων ἐκποδών, ὅπερ ἐποιοῦντο ἀγώνισμα οἱ αἱρεσιῶται, γεγονότων, ἐπί μέγα παρρησίας καί ἰσχύος ἀνέδραμεν ἡ ἀσέβεια» (ΕΠΕ 12, 400,6). Δηλαδή ὅταν μέ τίς διαβολές καί τίς σκευωρίες κατώρθωσαν νά ἐξουδετερώσουν τούς Ὀρθοδόξους, τότε «ἐπί μέγα παρρησίας καί ἰσχύος ἀνέδραμεν ἡ ἀσέβεια».

Νομίζω πατέρες, πώς ἡ μέθοδος αὐτή τῶν αἱρετικῶν πολύ θά πρέπει νά μᾶς προβληματίση, ἄν ὄντως θέλωμε νά ἀγωνισθοῦμε γιά τήν Ὀρθοδοξία, διότι πιστεύω ὅτι αὐτό τό ἔργο τῶν αἱρετικῶν τό ἔχουμε ἀναλάβει ἐμεῖς. Δηλαδή, ἀντί νά συσπειρωθοῦμε, νά ἑνωθοῦμε, νά ὁμολογήσωμε τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί νά ἀγωνισθοῦμε βάζοντας στήν ἄκρη ὅλα τά προσωπικά θέματα καί τίς ἀδυναμίες μας, προσπαθοῦσε νά ἐξοντώσωμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, νά τόν θέσωμε ἐκτός μάχης, νά τόν θεωρήσωμε ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου παρατάξεως (καί ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀμαυρώνοντας καί σπιλώνοντας τόν ἀγῶνα του), ἐπειδή δέν συμφωνεῖ κάπου μαζί μας καί τελικῶς νά θεωροῦμε τόν ἀγῶνα ὡς προσωπική μας ὑπόθεσι καί ὄχι ὑπόθεσι τῆς Ἐκκλησίας.



Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἡ ἀποτείχισις σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν». Στό κεφάλαιο αὐτό δείχνετε πατέρες, ὄχι μόνο μία ἄγνοια βασικῶν θεμάτων, ἀλλά καί μία σύγχυσι σέ σημεῖο πού νά παρεξηγῆτε καί νά παρερμηνεύετε, αὐτά τά ὁποῖα κρίνετε. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Εναι μεγάλο λάθος ατό πού ναφέρει, τι “σάκις μιά Τοπική κκλησία πεδέχετο δημοσίως καί συνοδικς μιά αρεση, ο λλες Τοπικές κκλησίες πεσχίζοντο πό ατή πρό συνοδικς κρίσεως” (σελ. 150). Οδέποτε μία Τοπική κκλησία πεσχίσθη πό λλη, λόγω αρέσεως, χωρίς Συνοδική κρίση καί πόφαση. Εδικά γιά τήν περίπτωση τς Τοπικς κκλησίας τς Ρώμης, Συνοδική καταδίκη της, λόγτς αρετικς διδασκαλίας το Filioque, προϋπρχε δη πό τόν 9ο αἰῶνα στή Σύνοδο το 879».

Ἐδῶ κάνετε σύγχυσι μεταξύ τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως καί τῆς καταδίκης τῶν φορέων της, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἔζησαν μετά ἑκατόν πενῆντα (150) χρόνια. Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἀλλά οἱ φορεῖς της εἶναι ἄκριτοι πρέπει κανονικά νά συνέλθη Σύνοδος ἁρμοδία (πχ. ἄν πρόκειται γιά κάποιον Ἐπίσκοπο ἡ τοπική Σύνοδος τῆς ἐπαρχίας, ἄν πρόκειται γιά Πατριάρχη ἤ ὁλόκληρη τοπική Ἐκκλησία, Πανορθόδοξος ἤ Οἰκουμενική) καί νά καταδικάση καί τήν αἵρεσι ἐκ νέου καί τούς φορεῖς της.

Ἄν πάλι συμβῆ καί καταδικασθῆ μία τοπική Ἐκκλησία ἀπό ἁρμοδία Σύνοδο καί ἀποκοπῆ ἀπό τίς ἄλλες ὡς ἀμετανόητος καί ἐπειδὴ ἀδυνατοῦν οἱ ἄλλες (διά πολιτικούς καί στρατιωτικούς λόγους) νά τοποθετήσουν εἰς αὐτή Ὀρθοδόξους ποιμένες, τότε εἰς αὐτήν τήν κανονικῶς ἀποκοπεῖσα τοπική Ἐκκλησία, δέν χρειάζεται νά κριθοῦν καί νά καταδικασθοῦν οἱ ἑπόμενοι διαδοχικῶς ποιμένες της ὡς αἱρετικοί, διότι, ἐφ’ ὅσον ἀπεκόπη ἐξ ἀρχῆς ἡ τοπική αὐτή Ἐκκλησία ὡς αἱρετική, ἐνεκρώθη (ὅπως π.χ. τό χέρι ὅταν ἀποκοπῆ ἀπό τό σῶμα νεκρώνεται) καί ὡς νεκροί δέν δύνανται νά μεταδώσουν τήν χάρι τοῦ ἁγ. Πνεύματος, εἶναι ἐκτός τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἄρα κατακεκριμένοι.

Ἔτσι ἐθεωρήθησαν μετά τήν ἀποκοπή τους ἀπό τήν Ὀρθοδοξία οἱ Μονοφυσίτες καί οἱ Παπικοί μετά τό σχίσμα. Αὐτά τά ἀναφέρει καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στήν ὑποσημείωσι τῆς ἑρμηνείας τοῦ Α΄ Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁμιλώντας μάλιστα γιά τούς σχισματικούς: «Διότι καθώς ἕν μέλος κοπῇ ἀπό τό σῶμα, νεκροῦται παρευθύς μέ τό νά μή μεταδίδεται πλέον εἰς αὐτό ζωτική δύναμις∙ τοιουτοτρόπως καί αὐτοί ἀφ’ οὗ μίαν φοράν ἐσχίσθησαν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνεκρώθησαν παρευθύς, καί τήν πνευματικήν χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχασαν, μή μεταδιδομένης ταύτης εἰς αὐτούς διά τῶν ἁφῶν καί συνδέσμων, ἤτοι διά τῆς κατά Πνεῦμα ἑνώσεως».

Ἄρα λοιπόν αὐτά πού γράφετε, ὅτι δηλαδή «εἰδικά γιά τήν περίπτωσι τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ Συνοδική καταδίκη της, λόγῳ τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque, προϋπῆρχε ἤδη ἀπό τόν 9ο αἰῶνα στή Σύνοδο τοῦ 879» εἶναι λάθος, διότι συγχέετε τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως μέ τήν καταδίκη τῶν μετά ἑκατόν πενῆντα χρόνια αἱρετικῶν. Ἄλλωστε, σύμφωνα μέ τούς Κανόνες, γιά νά καταδικασθῆ κάποιος, πρέπει νά κληθῆ σέ δίκη, νά δικασθῆ, νά ἀπολογηθῆ κλπ. (ΟΔ΄ Ἀποστ. κ.ἄ.)

Αὐτό ἐπίσης πού ἀναφέρετε, καί μάλιστα μέ τονισμένα γράμματα, «Οὐδέποτε μία Τοπική Ἐκκλησία ἀπεσχίσθη ἀπό ἄλλη, λόγω αἱρέσεως, χωρίς Συνοδική κρίσι καί ἀπόφασι», εἶναι πάλι λάθος, διότι ἡ συνοδική κρίσις (δηλαδή ἀπόφασις Γενικῆς Συνόδου), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στό βιβλίο τό ὁποῖο σχολιάζετε, εἶναι ἡ ἁρμοδία γιά νά κρίνη τήν τοπική Ἐκκλησία καί ὄχι ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνοδικῶς ἀποφαίνεται καί ἀποφασίζει τήν ἀποτείχισι λόγῳ αἱρέσεως ἀπό ἄλλη τοπική Ἐκκλησία. Ἡ ἀποτείχισις π.χ. τό 1009 τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Σεργίου ἀπό τόν ὁμώνυμο Πάπα τῆς Ρώμης Σέργιο, λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ «Filioque», ἔγινε μέ ἀπόφασι τῆς ἐνδημούσης Συνόδου τῆς Κων/πόλεως, χωρίς ὅμως νά καταδικασθῆ συνοδικά ἀπό Πανορθόδοξη ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.

Ἄλλο, λοιπόν, ἡ καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἄλλο ἡ συνοδική ἀπόφασις ἐνδημούσης Συνόδου περί ἀποτειχίσεως ἀπό ἄλλη τοπική Ἐκκλησία, λόγῳ αἱρέσεως, καί ἄλλο ἡ συνοδική καταδίκη ἀπό Πανορθόδοξη ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο (ὅπως ἐπί Νεστορίου) αἱρετικῶν Πατριαρχῶν ἤ Παπῶν. Τέτοια, ἐπίσης, ἀπόφασι ἔλαβε ἡ Στ΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία κατεδίκασε τρεῖς Πατριάρχες Κων/πόλεως καί ἕνα Πάπα Ρώμης ὡς Μονοθελητές. Ἐσεῖς δυστυχῶς, πατέρες, τά συγχέετε, προκειμένου νά ἀποδείξετε ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἔγινε κατόπιν συνοδικῆς ἀποφάσεως.

Ἄρα λοιπόν, ἡ ἀποτείχισις τό 1009 τοῦ Πατριάρχου Σεργίου ἀπό τόν ὁμώνυμό του Πάπα Ρώμης Σέργιο ἔγινε πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ Πάπα Σεργίου καί ἄρα εἶναι κατά πάντα σύμφωνος μέ τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα. Τό ὅτι ἡ ἀποτείχισις αὐτή ἔγινε συνοδικῶς, ἀπό τήν ἐνδημοῦσα δηλαδή Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως, αὐτό ἐξυπακούεται, διότι μία τοπική Ἐκκλησία δέν δύναται δι’ ἄλλου τρόπου νά ἀποφασίση κάτι, καί μάλιστα γιά σοβαρά θέματα πίστεως. Ὅ,τι δηλαδή συμβαίνει στήν ἀποτείχισι κάποιου κληρικοῦ ἤ λαϊκοῦ ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν ἀποτείχισι μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἄλλη, μόνο πού ἡ ἀπόφασις αὐτή εἶναι συνοδική. Ἡ τοπική, ὅμως, αὐτή Ἐκκλησία πού ἔπεσε σέ αἵρεσι, δέν ἔχει καταδικασθῆ, διότι δέν εἶναι ἁρμοδία ἡ μία τοπική Ἐκκλησία νά καταδικάζη ἄλλη, ἀλλά πρέπει νά συνέλθη ἀνωτέρα καί γενικωτέρα Σύνοδος.

Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί προκειμένου νά ὑπάρχη γενικωτέρα καί Πανορθόδοξος ἀπόφασις, τό 1054 μέ τήν ἑδραίωσι τοῦ σχίσματος, ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ ὁ Κηρουλάριος ἀπέστειλε ἐπιστολές πρός τούς ὑπολοίπους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐκθέτοντας τήν δημιουργηθεῖσα κατάστασι, τονίζοντας τίς παπικές πλάνες καί εἰδικά τήν αἵρεσι τοῦ «Filioque», ζητώντας τήν συμφωνία καί συγκατάθεσί των καί τονίζοντας ὅτι ἔπρεπε ὁ Πάπας τῆς Ρώμης νά διαγραφῆ πλέον ἀπό τά δίπτυχα.

Μάλιστα στήν ἀπάντησί του, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Πέτρος, ἀνέφερε ὅτι πρό πολλοῦ ἡ Ἀλεξάνδρεια εἶχε διαγράψει ἀπό τά δίπτυχα τόν Πάπα τῆς Ρώμης, ἀπό τότε δηλαδή πού ὁ Πάπας Βιγίλλιος δέν εἶχε συμφωνήσει μέ τήν ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδο διά νά ἀναθεματίση τά κεφάλαια τοῦ Θεοδώρητου Κύρου, τά ὁποῖα ἐστρέφοντο ἐναντίον τοῦ ἁγ. Κυρίλλου: «Περιείχετο τοῖς ἱεροῖς γράμμασι τῆς ἁγιωσύνης σου, φήμην τινά τοῖς σοῖς ἐνηχηθῆναι ὠσίν, ὡς τόν πάπαν τοῖς ἱεροῖς ἀναφέρω διπτύχοις, τοῦτο αὐτό ποιούντων καί τῶν ἄλλων (ἁγιωτάτων) πατριαρχῶν, καί ὡς οὐκ ἔδει τοσοῦτον ἀγνόημα ἀγνοῆσαι, καί μάλιστα πρό τῶν ἄλλων ἐμέ, εἰδότα ὅτι ἀπό τῆς ἁγίας ἕκτης οἰκουμενικῆς συνόδου καί ἐπίταδε, ἵνα τοῖς σοῖς χρήσωμαι ῥήμασιν, ἡ ἐν τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις ἀναφορά ἐξεκόπη τοῦ πάπα, διά τό τόν τηνικαῦτα πάπαν Βιγίλλιον μή ἀπαντῆσαι κατά τήν σύνοδον, μήτε μήν ἀναθεματίσαι τά παρά τοῦ Θεοδωρήτου κατά τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῶν δώδεκα κεφαλαίων τοῦ ἁγίου Κυρίλλου γραφέντα∙ καί ἔκτοτε καί μέχρι τοῦ νῦν ἀποτμηθῆναι τῆς καθ’ ἡμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τόν πάπαν» (Πρακτικά τῶν Συνόδων 3, 549).

Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Τό ἀπόσπασμα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, πού ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν καιρό τῆς Εἰκονομαχίας εἶναι πολύ διαφωτιστικό: “έφ' οἷς ἐτμήθη ἡ τῆδε ἐκκλησία τῶν ἑτέρων τεττάρων ἀναθεματισμοῖς ὑποβαλλομένη αἰωνίοις σφραγίδι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Δηλαδή ἡ Εκκλησία τῆς Κων/πόλεως ἀπεκόπη ἀπό τίς ἄλλες Τοπικές Ἐκκλησίες, τίς Ἐκκλησίες τῶν ἄλλων τεσσάρων Πατριαρχείων, μέ αἰώνια ἀναθέματα. Ἐδῶ προφανῶς ὁ Ἅγιος ἔχει ὑπ' ὄψιν του τήν Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (769), διότι κατά τήν Σύνοδο αὐτή καταδικάστηκε ἡ αἵρεση καί ἡ ἐκπεσοῦσα στήν αἵρεση Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί σ' αὐτήν ἐπίσης ἐκφωνήθηκαν τά ἀναθέματα».

Ἐδῶ, προκειμένου νά ἀποδείξετε αὐτό πού σᾶς ἐνδιαφέρει καί βοηθᾶ στήν στήριξι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, κάνετε τά ἴδια λάθη. Ἐπί πλέον δέ μέ τούς ἰσχυρισμούς σας ἀναγνωρίζετε τό παπικό Πρωτεῖο ἐξουσίας ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς ἐπράξατε καί στήν περίπτωσι τοῦ ἁγ. Μαξίμου καί κατ’ οὐσίαν συνηγορεῖτε ὑπέρ τῶν παπικῶν αἱρέσεων.

Τό κείμενο τοῦ ὁσίου εἰς τό ὁποῖο δέν ἐδώσατε ὀρθόδοξο ἑρμηνεία ἔχει ὡς ἑξῆς: «Οὐδέ γάρ περί βιωτικῶν καί σαρκικῶν ὁ λόγος, ὧν βασιλεύς τό κράτος ἔχει τοῦ κρίνειν καί τό βιωτικόν κριτήριον, ἀλλά περί θείων καί οὐρανίων δογμάτων, ὅ ἄλλοις οὐκ ἐπιτέτραπται ἤ ἐκείνοις, οἷς φησιν αὐτός ὁ θεός λόγος· ὅσα ἄν δύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἄν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ. τίνες δή οὗτοι οἱ ἐντεταλμένοι; ἀπόστολοι καί οἱ τούτων διάδοχοι. Τίνες δ' οὖν οἱ διάδοχοι; ὁ τῆς Ρωμαίων νυνί πρωτόθρονος, ὁ τῆς Κων/πόλεως δευτερεύων, ᾿Αλεξανδρείας τε καί ᾿Αντιοχείας καί ὁ ῾Ιεροσολύμων. Τοῦτο τό πεντακόρυφον κράτος τῆς ἐκκλησίας, παρά τούτοις τό τῶν θείων δογμάτων κριτήριον· βασιλέων δέ καί ἡγεμόνων τό συνεπικουρεῖν καί συνεπισφραγίζειν τά δεδογμένα καί διαλλάττειν τά σαρκικῶς διαφορούμενα. Οὐκ ἄλλο τι ἐν τοῖς θείοις δόγμασιν οὒτε δέδοται πρός θεοῦ οὒτε γενησόμενον στήσεται. Διά τοῦτο ἀπεδοκιμάσθη ἐπί τοῦ δόγματος τῶν θείων εἰκόνων τά ἐπί τοῦ πάλαι Κωνσταντίνου καί Λέοντος βασιλικῷ κράτει καί θράσει συνεδριασθέντα καί βατταρισθέντα· ἐφ' οἷς ἐτμήθη ἡ τῇδε ἐκκλησία τῶν ἑτέρων τεττάρων, ἀναθεματισμοῖς ὑποβαλλομένη αἰωνίοις σφραγῖδι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Εἶτα ἐλέῳ θεοῦ ἠγέρθη κέρας ὀρθοδοξίας ἐπί Εἰρήνης τῆς πάνυ σύν τῷ αὐτῆς ῥαδάμνῳ, ἐφ᾿ ἧς συνήφθη τά διεστῶτα μέχρις Λέοντος τοῦ προσεχοῦς· ἐφ᾿ ᾧ αὖθις διετμήθη ἡ τῇδε ἐκκλησία, ἀναθεματιζομένη ὑπό τῶν προτέρων ἰσορρόπως» (Φατ. 478, 697, 56).

Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς ὁ ὅσιος ἀναφέρει, ὅτι τό κριτήριο διά τήν πίστι καί τά δόγματα στήν Ἐκκλησία δέν ἐδόθη στήν Ρώμη, ὅπως ἐσεῖς διδάσκετε, ἀλλά καί στά πέντε Πατριαρχεῖα: «τοῦτο τό πεντακόρυφο κράτος τῆς ἐκκλησίας, παρά τούτοις τό τῶν θείων δογμάτων κριτήριον».

Ἄρα λοιπόν ὁ ἅγιος δέν ἐννοεῖ μέ αὐτά πού διδάσκει γιά τήν ἐκπεσοῦσα στήν αἵρεσι Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως τήν ἀπόφασι τῆς Ρώμης, ἔστω καί ἄν εἶναι ἡ ἀπόφασις αὐτή ὀρθόδοξος. Ἔπειτα δέν εἶναι δυνατόν μία τοπική Ἐκκλησία νά καταδικάζη μία ἄλλη καί μάλιστα μέ αἰώνια ἀναθέματα καί ἐπί πλέον μέ τήν σφραγίδα τοῦ ἁγ. Πνεύματος «ἀναθεματισμοῖς ὑποβαλλομένη αἰωνίοις σφραγῖδι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Αὐτό μόνο στόν σημερινό ἄκρατο Παπισμό διδάσκεται. Δι’ αὐτό οἱ Παπικοί δίδουν αὐτές τίς ἑρμηνεῖες στά κείμενα τοῦ ὁσίου, τόν θεωροῦν ὅτι στηρίζει καί ὑπεραμύνεται τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου ἐξουσίας, καί πολλοί Ὀρθόδοξοι ἀφελῶς ἀναμασοῦν αὐτές τίς παπικές θεωρίες καί ἐπιβραβεύουν τίς παπικές πλάνες. Τέλος δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχουν τό νόημα αὐτό τά λόγια τοῦ ὁσίου, διότι δέν ἀναφέρεται ὅτι πρό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ὅλα τά Πατριαρχεῖα κατεδίκασαν τήν εἰκονομαχία, ἀλλά μόνο τῆς Ρώμης καί Ἱεροσολύμων (Πρακτικά Συνόδων 3, 710).

Οτως χόντων τν πραγμάτων, ατό πού γράφετε πατέρες, τι δηλαδή « κκλησία τς Κων/πόλεως πεκόπη πό τίς λλες Τοπικές κκλησίες, τίς κκλησίες τν λλων τεσσάρων Πατριαρχείων, μέ αώνια ναθέματα. δ προφανς Ἅγιος χει π' ψιν του τήν Σύνοδο το Λατερανο (769), διότι κατά τήν Σύνοδο ατή καταδικάστηκε αρεση καί κπεσουσα στήν αρεση Έκκλησία τς Κωνσταντινουπόλεως καί σ' ατήν πίσης κφωνήθηκαν τά ναθέματα» εἶναι τελείως λάθος καί καθαρή παπική διδασκαλία καί ἑρμηνεία.

Νομίζω ὅτι πρέπει νά ἑρμηνεύσωμε τό ἐπίμαχο κείμενο τοῦ ὁσίου: «ἐφ' οἷς ἐτμήθη ἡ τῇδε ἐκκλησία τῶν ἑτέρων τεττάρων, ἀναθεματισμοῖς ὑποβαλλομένη αἰωνίοις σφραγῖδι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος» ὡς ἑξῆς: «Ἕνεκα τῆς πίστεως ἡ ὁποία κατοχυρώθηκε συνοδικῶς (Σύνοδος Ἱέρειας) ἀποκόπηκε ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως ἀπό τά ἄλλα τέσσερα Πατριαρχεῖα, ἀναθεματιζομένη, ὅσο εὑρίσκετο εἰς τήν αἵρεσι, ἀπό τά αἰωνίου ἰσχύος ἀναθέματα τῆς ἁγ. Γραφῆς (Γαλ. 1, 8-9) τά ὁποῖα ἐπισφραγίζονται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα».

Τό ἐπίσης παρεμφερές κατωτέρω χωρίο, «ἐφ’ ᾧ αὖθις διετμήθη ἡ τῇδε ἐκκλησία, ἀναθεματιζομένη ὑπό τῶν προτέρων ἰσορρόπως», νομίζω ὅτι πρέπει νά μεταφρασθῆ ὡς ἑξῆς: «Μέ τήν ἐκ δευτέρου συνοδική ἐπαναφορά τῆς αἱρέσεως (Σύνοδος 815) ἐξέπεσε πάλι καί ἀπεκόπη ἡ ἴδια Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως ἀναθεματιζομένη ὑπό τῶν προτέρων ἀναθεματισμῶν τῆς ἁγ. Γραφῆς μέ τήν ἴδια ἰσχύ». Αὐτοί εἶναι οἱ αἰώνιοι ἀναθεματισμοί, οἱ ἐπισφραγισθέντες ἀπό τό ἅγ. Πνεῦμα καί ὄχι, ὅπως ἐσεῖς ἰσχυρίζεσθε, τῆς Ρώμης.

Ἐσεῖς πατέρες, ἐπειδή δέν δέχεσθε ὅτι ἰσχύουν οἱ ἀναθεματισμοί τῆς ἁγ. Γραφῆς καί ὅτι ἔχουν αἰωνία ἰσχύ, διότι ἔχουν ἐπισφραγισθῆ μέ τό ἅγιο Πνεῦμα, ἀποδίδετε στήν Ρώμη αὐτό τό κυριαρχικό δικαίωμα καί γίνεσθε, ἀκούσια βεβαίως, συνοδοιπόροι τῶν παπικῶν αἱρέσεων. Εἶναι δέ φυσικό νά πίπτετε σέ τέτοιες ἀντιφάσεις, διότι προσπαθεῖτε ὅλα νά τά ἐναρμονίσετε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ὁπότε ὁ ἕνας ἐκτροχιασμός φέρει ἀναπόφευκτα τόν ἄλλον. Τά ἴδια περίπου πρεσβεύετε, ὅσον ἀφορᾶ τό Παπικό Πρωτεῖο ἐξουσίας καί στήν ἀναφορά σας στόν ἅγιο Μάξιμο.

Μέ αὐτά, ἐπίσης, τά ὁποία ὑποστηρίζετε, διδάσκετε κατ’ οὐσίαν, ὅτι ὁ καθένας στηριζόμενος σέ μία συνοδική ἀπόφασι ἔχει τήν ἀσφάλεια καί βεβαιότητα ὅτι ἵσταται ἐπί ὀρθοδόξου ἐδάφους, ὁπότε καί οἱ εἰκονομάχοι θά πρέπει νά ἦταν Ὀρθόδοξοι, διότι ἐστηρίζοντο στίς ἀποφάσεις κάποιων Συνόδων. Τό ἴδιο βεβαίως ἰσχυρίζονται σήμερα καί οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι, ὅ,τι πράττουν ἐπικοινωνώντας καί ἀναγνωρίζοντας τούς αἱρετικούς, δηλώνουν ὅτι εἶναι ἀποφάσεις τοπικῶν καί πανορθοδόξων Συνόδων.

Ες τό τέλος ατο το κεφαλαίου γράφετε τά ξς: «δ φήνει νά ννοηθε τι Τοπική κκλησία τς Κων/πόλεως πεσχίσθη πό ατήν τς Ρώμης πρό συνοδικς κρίσεως, πειδή δέν συνεκρότησε Οκουμενική Σύνοδο. στόσο, πως εναι γνωστό πό τήν Συνοδική παράδοση τς κκλησίας, μία Τοπική κκλησία δέν ποσχίζεται πό λλη Τοπική μέ Οκουμενική Σύνοδο, λλά μέ Τοπική».

Ἐδῶ πατέρες, δείχνετε πάλι σά νά μή καταλαβαίνετε ἁπλά πράγματα, ἐπειδή προφανῶς δέν ἐναρμονίζονται μέ τίς θεωρίες σας. Θά σᾶς βοηθοῦσε πολύ τό χωρίο τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος, νά ξεχωρίσετε τό τοπίο, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ καί αὐτό δι’ ἀποτείχισι τῆς Κων/πόλεως ἀπό τήν Ρώμη προτοῦ νά καταδικασθῆ αὐτή. Ἄρα λοιπόν καί ὁ Βαλσαμών δέχεται ὅτι ἡ συνοδική ἀπόφασι περί ἀποτειχίσεως τῆς Κων/πόλεως δέν ἐσήμαινε καί τήν συνοδική καταδίκη τῆς Ρώμης. Τό χωρίο τοῦ Βαλσαμῶνος εἶναι τό ἑξῆς: «Σημείωσαι ταῦτα, ἴσως ὠφελήσοντα κατά τῶν λεγόντων, μή καλῶς ἡμᾶς ἀποσχισθῆναι ἀπό τοῦ θρόνου τῆς παλαιᾶς Ῥώμης, πρό τοῦ καταδικασθῆναι τούς περί ταύτην ὡς κακόφρονας» (Ράλλη–Ποτλῆ, Σύνταγμα Ἱερῶν Κανόνων Β, 695).

Ἐσεῖς ὅμως πατέρες, τό παρακάμψατε ἀσχολίαστο τό χωρίο αὐτό, προφανῶς ἐπειδή δέν συμφωνοῦσε μέ τίς ἀπόψεις σας, οἱ ὁποῖες πάντοτε εἶναι ἀστήρικτες ἀπό πλευρᾶς πατερικῆς. Αὐτός, νομίζω, εἶναι ὁ λόγος πού πίπτετε σέ τόσο μεγάλες ἀτοπίες, νά συμπλέετε δηλαδή ἰδεολογικά μέ τούς Οἰκουμενιστές καί μέ αὐτούς ἀκόμη τούς Παπικούς.

  (Συνεχίζεται)















6 σχόλια:

  1. π. Φώτιος3/4/13, 11:57 π.μ.

    Με πλήρη διαύγεια και σαφήνεια εδώ ο π. Ευθύμιος παρουσιάζει τις θέσεις του Οσ. Θεοδώρου του Στουδίτου καθώς και του Μ. Φωτίου. Ολόκληρο γραφείο κατά των Αιρέσεων της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς είναι δυνατόν νά πέφτει σε τέτοιες αντιφάσεις, ασάφειες και λάθη που αντιγράφει από μελέτες άλλων; Τέτοια προχειρότητα ποιός θα μπορούσε να τη φαντασθεί; Αφού οι ειδικοί επί των αιρέσεων δεν έχουν μελετήσει τον Άγιο και Ομολογητή Θεόδωρο Στουδίτη γιατί μπαίνουν στον κόπο να μας παραπληροφορούν και να δημιουργούν σύγχυση;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος3/4/13, 7:47 μ.μ.

    Η Μητρόπολη Πειραιώς πρέπει να ζητήσει συγνώμη από τον π Ευθύμιο για την επιπολαιότητα της κριτικής που έκανε στο βιβλίο του και να ζητήσει σύγκληση της Συνόδου με θέμα την διακοπή της μνημονεύσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και όλων όσων των αναγνωρίζουν ως Πατριάρχη. Διαφορετικά, θα επιβεβαιώσει τις υποψίες των πιστών ότι και οι λεγόμενοι αντιοικουμενιστές, εντολοδόχοι του Βαρθολομαίου είναι προκειμένου να μην ξεφύγει κανείς από την αιρετική κοινωνία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος4/4/13, 11:13 π.μ.

    Υπάρχει άμεση ανάγκη να συγκληθεί Σύνοδος ἔστω η τοπική της Εκκλησίας της Ελλάδος να καταδικάσει την αίρεση του Οικουμενισμού, διαφορετικά όσα γράφει ο π. Ευθύμιος Τρικαμηνάς περί κοινωνίας με την αίρεση είναι πέρα για πέρα αληθινά. Ποτέ δεν είχα φαντασθεί ότι επικοινωνώ με την αίρεση έστω και αν αντιτίθεμαι σ'αυτή θεωρητικά. Στην πράξη όμως τί κάνουμε, δεν συμβαδίζουμε, δεν ευλογούμαστε, δεν συμμετέχουμε στην αίρεση αφού βρισκόμαστε σε κοινωνία με τους οικουμενιστές; Φοβερό να το συνειδητοποιείς και να το γνωρίζεις. Ο Θεός να μας ελεήσει πατέρες και αδελφοί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος6/4/13, 10:11 μ.μ.

    TA KEIMENA TOY π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΣΠΑΝΕ ΚΟΚΚΑΛΑ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΘΟΥΜΕ ΟΤΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ ΣΕ ΜΕΡΙΚΟΥΣ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ6/4/13, 10:13 μ.μ.

    O Π. ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ ΣΕ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΜΕΡΙΚΟΥΣ... ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΠΑΝΕ ΚΟΚΚΑΛΑ. ΕΡΑΝΙΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΟΦΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΤΕΡΩΝ ΜΑΣ ΕΥΦΡΑΙΝΟΥΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ, ΕΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΜΕ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΝΑ ΤΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΕΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΜΑΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Όντως Κορυφαία Μελέτη, λαμπρός νους.
    Απορώ, σε κοινό/α ποτήρια ή αντίχριστο ή συνοδική αλλαγή δογμάτων ή ότι άλλο σατανικό προέκυψε και προκύψει, περιμένουν επόμενη συνοδική καταδίκη μερικοί;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.