OMOΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ «ΕΛΕΓΧΟΣ»
κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον
ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ
ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
τοῦ Kων/νου Γεωργίτση
Ὅλα
ἐκεῖνα τά πάθη, πού ἡ ἀδιάφορη πρός τό καλό ἀνθρωπίνη προαίρεσις, ἐπιτρέπει νά
εἰσάγονται στήν ἀνθρωπίνη φύση, καί τά ὁποῖα, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεολογική ὁρολογία,
χαρακτηρίζονται ἀσύγγνωστα, (δηλαδή ἄνευ συγγνώμης, ἐκτός ἐάν ἐκδηλωθῆ μετάνοια
γι’ αὐτά) καί τά ὁποῖα συνοψίζονται στούς ὅρους ἀκολασία, ἀνηθικότης, ἀσέλγεια,
ἀποτελοῦν παράγοντες ἀτιμώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, καί εἶναι βδέλυγμα ἔναντι
τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ὅμως
ἀτιμωτικώτερo
τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως –ἡ ὁποία ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα Θεοῦ μέ δυνατότητα νά ἐπιτύχει,
ἀγωνιζομένη καί τό «καθ’ ὁμοίωσιν» – καί βδελυρώτερο ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ἐξ ὅλων τῶν
παθῶν εἰς τά ὁποῖα διολισθαίνει καί τά ὁποῖα αὐτοβούλως μετέρχεται καλλιεργώντας
αὐτά, ὁ «ἐκ νεότητος αὐτοῦ ἐπί τό πονηρόν κείμενος» ἄνθρωπος, εἶναι τό ἀνομολόγητον
πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Καί αὐτό συμβαίνει, διότι οἱ μετερχόμενοι τοῦτο τό –ἐπακόλουθο
παραφροσύνης– πάθος, προσβάλλουν –ἐν ἐπιγνώσει– μέ ἀπίστευτα βίαιη σφοδρότητα
τήν ἀνθρώπινη φύση.
Ἡ δέ τοιαύτης μορφῆς
προσβολή τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, συνιστᾶ τήν –ἐν παραφροσύνῃ– ἀποκορύφωση
διεστραμένης ἀνθρωπίνης συμπεριφορᾶς, διότι∙ ἀφ’ ἑνός μέν ὑπερβάλλει ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων
τά ὁποῖα διαπράττει ὁ ἄνθρωπος, χρησιμοποιῶν ὡς ὄργανον τό σῶμα του, ἀφ’ ἑτέρου
δέ, ἀποτελεῖ τόν κύριον καί κατ’ ἐξοχήν παράγοντα ὑπερβάσεως, –ἐκ μέρους τοῦ
διολισθήσαντος εἰς τό ἀτιμωτικώτατον διά τήν ἀνθρωπίνη φύσιν πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας–
ἀκόμη καί τῆς καταστάσεως ἐκείνης ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται μέ τόν ὅρον, ἀποκτήνωσις(!!!).
Ἀσφαλεστάτη
κατοχύρωση τῶν ὡς ἄνω καί σαφεστάτη ἐπιβεβαίωσή των, συνιστᾶ, ὄχι βεβαίως ἡ ἔρευνα
καί ἡ διά πειραμάτων παρατήρησις τῆς ἐπιστήμης τῆς ψυχολογίας, (ἡ ὁποία, ὁμολογουμένως, πολλάκις ἀποφαίνεται μέ ἀμερόληπτον καί ἀντικειμενικήν συνέπειαν καί εἰλικρίνεια) ἀλλά ἡ ἀδιαμφισβήτητη καί ἀπροκατάληπτη ἀλήθεια, ἡ ἀποκαλυφθεῖσα στήν Ἁγία Γραφή, (Παλαιά καί Καινή) καί διασαφισθεῖσα ἀναλυομένη ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ δέ ταυτοχρόνως τήν πηγή, ἀπό τήν ὁποία ἔχουμε τήν δυνατότητα νά γνωρίζουμε μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα τά αἴτια τούτου τοῦ ἀνομολογήτου καί βδελυρωτάτου πάθους, ἀλλά καί τό μέγεθος τῆς καταπτώσεως τῶν μετερχομένων αὐτό.
καί ἡ διά πειραμάτων παρατήρησις τῆς ἐπιστήμης τῆς ψυχολογίας, (ἡ ὁποία, ὁμολογουμένως, πολλάκις ἀποφαίνεται μέ ἀμερόληπτον καί ἀντικειμενικήν συνέπειαν καί εἰλικρίνεια) ἀλλά ἡ ἀδιαμφισβήτητη καί ἀπροκατάληπτη ἀλήθεια, ἡ ἀποκαλυφθεῖσα στήν Ἁγία Γραφή, (Παλαιά καί Καινή) καί διασαφισθεῖσα ἀναλυομένη ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ δέ ταυτοχρόνως τήν πηγή, ἀπό τήν ὁποία ἔχουμε τήν δυνατότητα νά γνωρίζουμε μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα τά αἴτια τούτου τοῦ ἀνομολογήτου καί βδελυρωτάτου πάθους, ἀλλά καί τό μέγεθος τῆς καταπτώσεως τῶν μετερχομένων αὐτό.
Τήν
σκαιότητα (τραχύτητα) τοῦ ἐξευτελιστικωτάτου γιά τήν ἀνθρωπίνη φύση, τούτου
πάθους ἐξεικονίζει ἐν πρώτοις ἡ Ἁγ. Γραφή (στό βιβλίο τῆς Γενέσεως), ἐξιστοροῦσα
τά γεγονότα τῆς διά «πυρός καί θείου» καταστροφῆς τῶν πόλεων τῶν Σοδόμων καί τῆς
Γομόρρας, τῆς ὁποίας (τραχύτητος) τό μέγεθος «ἀνάγκασε» τόν ἴδιον τόν Θεό νά
κατέλθῃ στήν γῆ, γιά «νά διαπιστώσῃ δι’ ἐπιτοπίου αὐτοψίας «τήν ἀπύθμενη
καταβαράθρωση ἑνός μέρους τοῦ ἀνθρωπίνου γένους (ἄλλωστε πῶς διαφορετικά θά
μποροῦσε νά ἑρμηνευθῇ τό γεγονός αὐτό τῆς πρός «αὐτοψίαν» καθόδου στή γῆ τοῦ
ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΟΥ καί ΠΑΝΤΟΓΝΩΣΤΟΥ ΘΕΟΥ;∙ καταβαράθρωση ἡ ὁποία κατά τήν πνευματικήν
νομοτέλεια, ἔγινε πρόξενος τῆς διά τοῦ πυρός καθαρτικῆς ἀποκοπῆς ἀπό τό σῶμα τῆς
ἀνθρωπότητος, ἑνός μέλους ἀνίατα νοσήσαντος, μέχρι βαθμοῦ ὁλοκληρωμένης
πνευματικῆς σήψεως.
Μέ
βάση, λοιπόν, τά προαναφερόμενα γίνεται αἰσθητά ἀντιληπτή ἡ μεγάλη βαρύτητα πού
ἔχει ἡ –ἀποκρυσταλλωμένη ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας– διδασκαλία τῶν Ἁγ.
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, περί τοῦ ζητήματος τούτου, οἱ ὁποῖοι διά στόματος τοῦ
χρυσορρήμονος διδασκάλου, Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀποφαίνονται πώς «πάντα μέν οὖν ἄτιμα τά πάθη, μάλιστα δέ ἡ
κατά τῶν ἀρρένων (ὑπό ἀρρένων)
μανία∙ δυσκολώτερα δέ τά παρά φύσιν (πάθη) καί ἀηδέστερα, ὥστε οὔτε ἡδονήν ἄν ἔχοιεν
εἰπεῖν∙ ἡ γάρ γνησία ἡδονή ἡ κατά φύσιν ἐστίν∙ διά τοῦτο οὐ τό δόγμα (ἡ
πιστευτέα δοξασία), αὐτοῖς (εἰς αὐτούς) σατανικόν μόνον ἦν ἀλλά καί ὁ βίος
διαβολικός... ὅθεν καί συγγνώμης ἁπάσης εἰσίν ἐκτός καί εἰς αὐτήν τήν φύσιν ὑβρίσαντες∙ καί τό δή
τούτων ἀτιμότερον, ὅταν καί γυναῖκες ταύτας (τάς ὁμοφυλοφιλικάς) ἐπιζητῶσι τάς μίξεις, ἅς ἀνδρῶν μᾶλλον αἰδεῖσθαι
ἐχρῆν∙ (οἱ ὁποῖες ἔπρεπε νά ἐντρέπονται περισσότερο ἀπό τούς ἄνδρες)». (ΕΠΕ
16Β, σελ. 406 -408).
Σκιαγραφῶν
δέ (ὁ Ἅγ. Χρυσόστομος) μέ σαφήνειαν καί ἐκπλήσσουσαν ἀκρίβειαν τήν στάθμη, ἀλλά
καί τίς ἀλλόκοτες ἐπιπτώσεις ἐπί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀλλοπρόσαλλου
τούτου πάθους λέγει τά ἑξῆς: «Οὐ γάρ ἐστιν,
οὐκ ἔστι ταύτης, τῆς ὕβρεως ἀλογώτερόν τε καί χαλεπώτερον (φοβερώτερον). Εἰ γάρ περί πορνείας διαλεγόμενος ὁ Παῦλος
ἔλεγεν, ὅτι «πᾶν ἁμάρτημα, ὅ ἐάν ποιήσῃ ἄνθρωπος, ἐκτός τοῦ σώματός ἐστιν∙ ὁ δέ
πορνεύων εἰς τό ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει»∙ τί ἄν εἴποιμεν περί τῆς μανίας ταύτης, ἥ
τοσοῦτον πορνείας χείρων ἐστίν, ὅσον οὐδέ ἐστιν εἰπεῖν; Οὐδέ γάρ τοῦτο λέγω
μόνον, ὅτι γέγονας γυνή, ἀλλ’ ὅτι ἀπώλεσας καί τό εἶναι ἀνήρ, καί οὔτε εἰς
ταύτην μετέστης τήν φύσιν, (τήν γυναικείαν), οὔτε ἥν εἶχες (τήν ἀνδρικήν φύσιν) διετήρησας, ἀλλά κοινός ἑκατέρας ἐγένου προδότης, καί παρά ἀνδρῶν καί
γυναικῶν ἄξιος ἐλαύνεσθαι καί καταλεύεσθαι (νά ἀποδιώκεσαι καί νά λιθοβολεῖσαι),
ἅτε ἑκάτερον ἀδικήσας τό γένος »(ΕΠΕ 16 Β, σελ. 416).
Ποιά
δέ εἶναι ἡ θέση τήν ὁποία κατέχει στήν «κλίμακα»τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτημάτων τό
βδελυρώτατο τοῦτο πάθος, κατά τήν συγκριτική διαβάθμιση αὐτῶν, καθίσταται
γνωστόν πάλιν ἀπό τόν Ἁγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, στόν ὁποῖο –ἐπαναλαμβάνουμε– συνοψίζεται καί περί τοῦ ζητήματος τούτου, ὅλη
ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγ. Πατέρων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν αὐθεντική, ἀποκρυσταλλωμένη
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Λέγει ὁ Ἅγιος: «Τοῦτοι...
καί ἀνδροφόνων (δολοφόνων) χείρους (χειρότεροι)
εἶναι... Ὁ μέν γάρ ἀνδροφόνος τήν ψυχήν ἀπό
τοῦ σώματος διέρρηξεν (διεχώρησε), οὗτος
δέ (ὁ κίναιδος) τήν ψυχήν μετά τοῦ
σώματος ἀπώλεσε. Καί ὅπερ ἄν εἴποις ἁμάρτημα, οὐδέν ἴσον ἐρεῖς τῆς παρανομίας
ταύτης». (ΕΠΕ 16 Β, σελ. 416).
Ἔχει
παρατηρηθεῖ πώς πολλές φορές καταβάλλεται προσπάθεια ἀμνηστεύσεως τοῦ παραλόγου
καί ἐξωφρενικοῦ τούτου πάθους, ἐκ μέρους κυρίως τῶν φορέων του, ἀλλά καί ἐκ
μέρους τινων, ρηξικέλευθων κύκλων, μέ προβολή τῆς ἀνυποστάτου θεωρίας, πώς τό
πάθος αὐτό ἀποτελεῖ ἔμφυτον στοιχεῖον τῆς ψυχῆς τοῦ ἐκπεσόντος, σ’ αὐτό
προσώπου καί δέν εἶναι ἐπίκτητον∙ δηλαδή προσαποκτηθέν ἐκ τῶν ὑστέρων. Τούτη
τήν βλάσφημη (ἀφοῦ ἐπιρρίπτει τήν εὐθύνη τῆς διολισθήσεως στόν κιναιδισμό
προσώπου, στόν Δημιουργό (Θεό), ὅμως προφασιολογία, τήν ἀνασκευάζει μέ ἀδιάσειστη
ἐπιχειρηματολογία ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁποῖος ἐπισημαίνων τούς
πρωταρχικούς παράγοντες, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τά γενεσιουργά αἴτια τοῦ ἐπικτήτου
καί ὄχι ἐμφύτου τούτου πάθους, τά προερχόμενα ἐκ τῆς ἀδιαφόρου πρός τό καλό
(τήν ἀρετή) καί αὐτοβούλως τρεπομένης πρός τό κακό (ἁμαρτία) ἐλευθέρας ἀνθρωπίνης
προαιρέσεως, λέγων τά ἑξῆς:
«Ἀπό πλεονεξίας τό πᾶν τῆς ἐπιθυμίας, οὐκ ἀνασχομένης
εἴσω τῶν οἰκείων ὅρων μένειν∙ (πού δέν ἀνέχεται νά παραμένη μέσα στά δικά
της ὅρια). Πᾶν γάρ τό ὑπερβαῖνον τούς
παρά Θεοῦ τιθέντας νόμους, τῶν ἀλλοκότων ἐπιθυμεῖ καί οὐχί τῶν νενομισμένων
(τῶν νομίμων)». (ΕΠΕ 16Β, σελ. 410). Ἀκολούθως δέ λέγει: «Πόθεν οὖν ταῦτα ἐτέχθη τά κακά; ἀπό τρυφῆς, ἀπό τοῦ μή εἰδέναι Θεόν∙ (ἀπό
φιληδονία, ἀπό τοῦ νά μήν γνωρίζουν τόν Θεόν)∙ ὅταν γάρ ἐκβάλλωσί (ἀπορρίψωσι)
τινες αὐτοῦ τόν φόβον, πάντα οἴχεται (ἐκλείπουν) λοιπόν τά καλά» (ΕΠΕ 16 Β,
σελ. 420).
Κατόπιν
αὐτῶν, προκύπτει ἀβίαστα τό ἑξῆς ἐρώτημα:
Ἄραγε, παρά τό γεγονός πώς ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος,
διασαλπίζει διαχρονικῶς διπλήν προειδοποίηση∙
ἀφ’ ἑνός μέν τό «μή πλανᾶσθε... οὔτε μαλακοί (θηλυπρεπεῖς), οὔτε ἀρσενοκοῖται
(κίναιδοι)... βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι»∙ (Α΄ Κορ. στ΄ 9), ἀφ’ ἑτέρου δέ
πώς «διά ταῦτα γάρ ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας» (Ἐφεσ.
ε΄, 6) καί ἐνῶ διαπιστώνουμε τήν ἐκ μέρους τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας τῆς Πατρίδος
μας, μέ τήν συγκατάθεση (ἀλοίμονον) καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας, (καθ’ ὅτι ἡ
σιωπή εἶναι ἐνσυνείδητη συμμετοχή καί συνενοχή), κοινωνική καταξίωση, τήν διά
νόμων κατοχύρωση καί τήν παροχή κοινωνικῶν προνομίως στά σαπρόφυτα τῆς ὁμοφυλοφιλίας,
ἄραγε ποιά –θά πρέπει νά ὑποθέσουμε πώς– θά εἶναι ἡ μορφή καί ἡ ἔνταση, δικαίως
κατά τῆς Πατρίδος μας ἐπερχομένης, (κατά πνευματικήν νομοτέλεια ἀναμενομένης),
«ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας», καθ’ ὅσον «πᾶσα παράβασις καί
παρακοή ἔλαβεν (θά λάβῃ) ἔνδικον μισθαποδοσίαν»; ἔχοντες μάλιστα, ἀδιάψευστο
περί αὐτοῦ, πρόσφατον, προειδοποιητικό καί πρός ἐμᾶς, προηγούμενο κατά τό ὁποῖον
ὁ Θεός, διά τῆς προληπτικά καί παιδαγωγικά τιμωρητικῆς ἐπεμβάσεώς Του, ἐκαθάρισε
μέ τό «τσουνάμι» ἐκεῖνον τόν τόπο στόν ὁποῖο ἡ παιδεραστία καί ἡ ὁμοφυλοφιλία
κατέστησαν ρυπογόνοι παράγοντες τῆς αἰσχροτέρας καί ἀτιμωτικωτέρας, γιά τήν ἀνθρώπινη
φύση μορφῆς ἀκολασίας καί ἀσελγείας, νομιμοποιουμένης∙
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἄς μήν ἐπαναπαύουμε
τίς συνειδήσεις μας, -λόγῳ τῆς ἀδυναμίας μας νά συλλάβουμε στό νοῦ μας, καί νά ἀποδεχθοῦμε
ὡς πιθανώτατο γεγονός μία βιαία ἀνατροπή τοῦ εὐδαιμονιστικοῦ καί τρυφηλοῦ βίου
μας– πείθοντες τούς ἑαυτούς μας μέ τήν ψευδαίσθηση, πώς οἱ Ἕλληνες ὡς «ὀρθόδοξον
Ἔθνος»(;;;;!), εὑρισκόμεθα εἰς τό «ἀπυρόβλητον» οἱασδήποτε παιδαγωγικῆς
τιμωρητικῆς παραχωρήσεως τοῦ Θεοῦ, ἐπιδεικνύοντες ἑκουσίως ἤ ἀκουσία ἄγνοια ἤ ἀδιαφορία
πρός τήν ἐπίσης προειδοποιητική φωνή του Ἀποστόλου Παύλου: «ὅταν γάρ λέγωσιν
(σ.σ. οἱ ἐν εὐδαιμονισμῷ καί τρυφῇ διαβιοῦντες χριστιανοί), εἰρήνη καί ἀσφάλεια,
τότε αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐφίσταται ὄλεθρος, ὥσπερ ἡ ὠδίν τῇ ἐν γαστρί ἐχούσῃ καί οὐ
μή ἐκφύγωσιν» (Α΄Θεσ. ε’ 3).
ΕΚ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ
«ΑΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ»
ΚΩΝ/ΝΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.