Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΠΕΡΙ ΜΟΛΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΑΜΕΘΥΣΤΟΥ



 
 Ὁ Ἀμέθυστος μὲ αὐτὸ τὸ μικρὸ σχόλιο, ἀρνεῖται νὰ συνεχίσει ἕνα διάλογο ποὺ ἄρχισε μὲ συκοφαντίες καὶ ὕβρεις ἐναντίον μας, καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸν κλείσει, πετώντας κι ἄλλο συκοφαντικὸ μελάνι, ὅπως ἡ σουπιά. Μετὰ τὶς προηγούμενες ὀρθολογιστικὲς καὶ (ὡς φαίνεται ἐμπαθεῖς) κατηγορίες του, σημειώναμε πὼς «ἂν ἤθελε ἀδελφικὰ νὰ προσφέρει στὴν εὕρεση τοῦ “νοῦ τῶν Πατέρων” στὸ ἐν λόγῳ θέμα, θὰ ἔπρεπε νὰ προσπαθήσει, καταθέτοντας ἀνάλογα κείμενα, νὰ μᾶς πεῖ, τί –κατὰ τὴν γνώμη του– ἐννοοῦν οἱ Πατέρες μὲ τὸν μολυσμό, ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ καταλάβαμε!». Ἀντ' αὐτοῦ μᾶς στολίζει μ' ἄλλο ἕνα χαρακτηρισμό. Αὐτὸν τοῦ παρανοϊκοῦ!
Προσπαθήσαμε νὰ δώσουμε οὐσιαστικὸ περιεχόμενο στὸ Διάλογο, μιλώντας γιὰ συγκεκριμένα πράγματα, ἀλλὰ τὸν ἀποφεύγει καὶ ἀρκεῖται νὰ πυροβολεῖ τοὺς ἄλλους μὲ μικρὰ σχόλια (πολλάκις ἀκατανόητα στοὺς πολλούς, ὡς ἀριστοκράτης τοῦ ...πνεύματος).
Μιλούσαμε γιὰ τὸ Μολυσμὸ τῶν Μυστηρίων καὶ γράφαμε: «Πόσο ἔντιμο εἶναι νὰ ἐτικετάρεις κάποιους ὡς αἱρετικούς, ἐπειδὴ ἐπικαλοῦνται τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων (περὶ Μολυσμοῦ), χωρὶς νὰ καταδέχεσαι νὰ καταδείξεις, ποῦ –αὐτοὺς τοὺς συγκεκριμένους Ἁγίους– τοὺς παρερμηνεύσαμε, χωρὶς νὰ δώσεις ἐσὺ ποὺ ξέρεις –καὶ ποὺ ἰσχυρίζεσαι πὼς παρερμηνεύσαμε– τὴν σωστὴ ἑρμηνεία στὰ κείμενα; Ἀντίθετα νὰ καταφεύγεις σὲ ἄλλα κείμενα ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἀνάξιους-πονηροὺς γιὰ προσφορὰ δώρων, ἀλλ’ ὄχι γιὰ αἱρετικούς;».
Ὁ Ἀμέθυστος ὄχι μόνο δὲν ἀπάντησε στὰ παραπάνω, ἀλλὰ ἔγραψε τὸ ἐν ἀρχῇ αὐτῆς τῆς ἀναρτήσεως σημείωμα, ὡσὰν ἐμεῖς νὰ ὑποστηρίξαμε κάτι ἀντίθετο, σὲ ὅσα διδάσκει ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Παρέκαμψε, ὡς μὴ ὑπαρκτά, τὰ κείμενα τῶν Πατέρων ποὺ παρουσιάσαμε, τὰ ὁποῖα μιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν μολυσμό.
Δώσαμε τὴν ἐπεξήγηση ὅτι, ἡ προσπάθεια –ἀπὸ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ κυρίως– ἦταν νὰ συγκεκριμενοποιήσει αὐτὸν τὸν μολυσμό, ὁ ὁποῖος ἀναμφισβήτητα ὑφίσταται, ἐπειδὴ τὸ διδάσκουν οἱ Ἅγιοι· καὶ πρέπει νὰ τὸ ἐπισημάνουμε, ἐπειδὴ διανύουμε καιρὸ ἐσχάτης αἱρέσεως. Ὁ π. Εὐθύμιος μάλιστα, δήλωσε ὅτι μὲ τὰ κείμενα αὐτὰ ἄνοιξε ἕνας διάλογος, καὶ ὅτι περιμένει τὴ συμβολὴ ὅσων ἔχουν κάποιες ἄλλες τοποθετήσεις, κατοχυρωμένες ἁγιοπατερικά, ὥστε ὁ διάλογος νὰ συνεχιστεῖ.
Ὁ Ἀμέθυστος, ἐπιμένει νὰ ἐκφράζει προσωπικὲς ἀστήρικτες καὶ ὀρθολογικὲς θέσεις, στηριζόμενος σὲ κάποιους Ἁγίους (ὅπως τὸν Νικόλαο Καβάσιλα) ποὺ δὲν μίλησαν γιὰ τὸ θέμα τοῦ Μολυσμοῦ, ἀποφεύγει δὲ ἐκείνους ποὺ μίλησαν καὶ ταυτόχρονα τοὺς ὑποτιμᾶ, ἐπειδὴ δὲν τὸν «ἐκφράζουν»(!) (ὅπως τὸν Θεόδωρο Στουδίτη, Ἰωάννη Δαμασκηνό, ...). Μάλιστα γιὰ τοὺς Στουδῖτες (καὶ τὸν ἅγιο Θεόδωρο, ἀφοῦ σ’ αὐτὸν ἀναφερόμαστε) εἶχε γράψει παλαιότερα, διαχωρίζοντάς τον (αὐτὸν ποὺ συνέγραψε πλῆθος ἐν χρήσει ὕμνους) ἀπὸ τὴν ἁλυσίδα τῶν Ἁγίων καὶ ἀποδίδοντάς του τὴν ἐτικέτα τοῦ ὑποστηρικτοῦ τοῦ κληρικαλισμοῦ(!): Ἔγραψε:
«ΣΧΟΛΙΟ (Ἀμέθυστου): Η εκκλησία στήν οποία αναφέρεται η θλιβερή αποτείχιση, είναι η εκκλησία η οποία ξεκίνησε τήν ύπαρξή της από τούς Στουδίτες, μετά τήν ήττα τής εικονομαχίας. Είναι η εκκλησία τού κληρικαλισμού. Αυτό σημαίνει ότι η Θ. Λειτουργία είναι Μυστήριο ενότητος μέ τόν Χριστό ΚΑΙ μέ τόν Επίσκοπο.
Αυτή η έννοια τής εκκλησίας δεν ανήκει στήν Πατερική μας Παράδοση. Βασίζεται στήν παραδοχή ότι υπάρχει θριαμβεύουσα καί στρατευμένη εκκλησία)»! (ἐδῶ).
(Ἄραγε, αὐτὴ ἡ ὑποτίμηση τῶν συγκεκριμένων Ἁγίων, δὲν ἀποτελεῖ βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μὲ τὴ δική του μομφή, ἐναντίον ἐκείνων ποὺ κακῶς ἔθιξαν τὸν σύγχρονο Γέροντα Παΐσιο;).

Δὲν θὰ ἐπαναλάβουμε πάλι ὅλα τὰ κείμενα περὶ μολυσμοῦ, θὰ παραθέσουμε μόνο κάποια, ἐνδεικτικά, γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι δυστυχῶς ὁ Ἀμέθυστος, τουλάχιστον παραπλανᾶ. Διότι πρέπει νὰ εἶναι τυφλὸς κανεὶς νὰ μὴν βλέπει ὅτι οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν περὶ μολυσμοῦ καὶ μαγαρισμοῦ (εἴτε τὸ θέλει, εἴτε ὄχι), πάντα μὲ τὴν ἐπισήμανση ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ μολυσμοῦ αὐτοῦ χρειάζεται διερεύνηση. Ὁ Ἀμέθυστος τὴν διαγράφει, γιατὶ δὲν θέλει νὰ ἐξετάσει κἂν τὴν περίπτωση, ὅτι μπορεῖ καὶ ὁ ἴδιος νὰ ὑφίσταται αὐτὸν τὸν μολυσμό· δὲν θέλει νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι, ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὴν αἵρεση, δὲν ἐμπίπτουν στὴν ἴδια κατηγορία μὲ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα.
Ἂς δοῦμε κατ’ ἀρχὰς τὴν ἐπιστολή ποὺ ἀπέστειλαν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες πρὸς τὸν πατριάρχη Βέκκο, αἱρετικῶν κακοδοξιῶν ὑποστηριχτή, μὴ καταδικασμένο ὅμως ἀπὸ Σύνοδο (ὅπως σήμερα οἱ καταλύοντες μὲ τὶς κακοδοξίες τους ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, δηλ. ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ὁ Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας). Ἐδῶ οἱ Ἁγιορεῖτες
ὁμιλοῦν διά τήν ἐκκλησιαστικήν ἀπομάκρυνση ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀναφέροντας πρός τοῦτο πλεῖστα ὅσα ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία. Τὸ κείμενο εἶναι ἀπὸ τὸ σχετικὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου:
«...Καί ὁ μέγας πατήρ ἡμῶν καί ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει πρός τινα, διά τῆς τιμίας αὐτοῦ ἐπιστολῆς· "ἔφης δε μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην, καίτοι περί τούτου εἰπεῖν σοι τό παρόν, οὐ καταθαρρῶ·  πλήν  ὅτι  μολυσμόν  ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων".
»Ταῦτα μέν ὁ πατήρ· πρό δέ τούτου, καί ὁ Θεός τοῦτο ἐσήμανεν οὕτως εἰπών· "ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου, καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου"· πῶς; ὅτι βεβήλοις καί ὁσίοις οὐ διέστελλον, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά· καί τούτου φωτεινότερον καί ἀληθέστερον. Ἀλλ’ ὡς οἰκονομίαν τοῦτο ποιήσωμεν· καί πῶς δεχθήσεται οἰκονομίαν τά θεῖα βεβηλοῦσαν κατά τόν τοῦ Θεοῦ εἰρημένον λόγον καί ἐκ τῶν θείων ἀπωθοῦσαν τό τοῦ Θεοῦ πνεῦμα· καί τῆς ἐντεῦθεν ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, καί τῆς υἱοθεσίας τούς πιστούς ἀμετόχους ποιοῦσα· καί τί ἄν εἴη ταύτης τῆς οἰκονομίας ζημιωδέστερον; ἄν ἡ κοινωνία αὐτῶν ᾖ πρόδηλος, καί ἐν ἑνί τοῦ ὀρθοῦ ἔκπτωσις καί ἀνατροπή; ὁ γάρ αἱρετικόν δεχόμενος, τοῖς αὐτοῦ ὑπόκειται ἐγκλήμασι· καί ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας» (Ἐπιστολή ἁγιορειτῶν πρός τόν Βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, Δοκίμιον Ἱστορικόν Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, ἐκδ. 1896, σελ. 97-107).
Ἡ μνημόνευσις (λοιπόν) αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου στή Θεία Λειτουργία εἶναι βεβήλωσις τοῦ μυστηρίου, ἀπώθησις ἀπό αὐτό τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἄρνησις τῆς υἱοθεσίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί ἔκπτωσις ἐκ τῆς ἀληθοῦς καί ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Ἰδού, δέδειχε κἀνταῦθα τό φῶς τοῦ κόσμου ὅτι κοινωνία ἐστίν ἡ μετοχή, οὐκ ἄν τις δέ φρενῶν εἴσω ὤν οὐχί τήν μετοχήν μετάληψιν εἴποι. ὡς οὖν ὁ θεῖος ἄρτος ὑπό τῶν ὀρθοδόξων μετεχόμενος πάντας τούς μετόχους ἕν σῶμα ἀποτελεῖ, οὕτω δή καί ὁ αἱρετικός ἄρτος κοινωνούς  τούς αὐτοῦ μετέχοντας ἀλλήλων ἀπεργαζόμενος ἕν σῶμα ἀντίθετον Χριστοῦ παρίστησι, καί ὁ κενολόγος μάτην κενολογεῖ. εἰ  δέ ὅτι ὁ νοῦς, ὁπότε μετελάμβανεν, οὐ συνδιετίθετο τῷ πραττομένῳ  τοῦτό ἐστι τό μᾶλλον ἀρνητικόν, ὅτι, καίπερ εἰδώς ἐκτοπουργεῖν, ὅμως ἐν γνώσει ἡμάρτανεν, μή φοβηθείς τόν ἀποκτένοντα θεόν καί ψυχήν καί σῶμα διά τῆς ἐν γεέννῃ ἐμβολῆς, ἀλλά τόν προσκαίρως σῶμα τύπτοντα» (Ἐπιστολή 452. Νικήτᾳ ἡγουμένῳ , Φατοῦρος σελ. 640, στιχ. 42, P.G. 99, 1480C).        
Γράφει στὴ συνέχεια ὁ π. Εὐθ. Τρικαμηνᾶς: Ὁ ἅγιος Θεόδωρος «σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Συμεών ἀναφέρει πλέον σαφέστερα ὅτι ἡ κοινωνία τῶν αἱρετικῶν μυστηρίων, σημαίνει κοινωνία τοῦ ἀντικειμένου, δηλαδή τοῦ διαβόλου. Στόν μοναχό ἐπίσης Ἰγνάτιο, ὁμιλῶν διά τό ἴδιο θέμα, λέγει ὁ Ὅσιος, ὅτι ἡ κοινωνία τῶν αἱρετικῶν δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἄρτος, ἀλλά δηλητήριο, τό ὁποῖο δέν βλάπτει τό σῶμα, ἀλλά μαυρίζει καί σκοτίζει τήν ψυχή. Δι’ αὐτό τό νά τήν ἀπορρίπτομε καί συγχρόνως νά τό ἀποκρύπτωμε δέν εἶναι δικά του λόγια, ἀλλά ὅσων διακατέχονται ἀπό φόβο, διά τούς ὁποίους ἔχει γραφῆ ὅτι πολλοί ἀπό τούς ἄρχοντες ἐπίστευον στόν Χριστό, ἀλλά ἀπό φόβο δέν τό ὡμολογοῦσαν διά νά μή γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Συνεχίζοντας ὁ ὅσιος διευκρινίζει ὅτι οἱ εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας προφερόμενες ὑπό τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνενέργητοι, διότι ἡ πίστις των δέν εἶναι ἡ ἰδία μέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τίς ἔγραψαν, οὔτε ἀκόμη ἡ πίστις των εἶναι ἴδια μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑπάρχουν στίς εὐχές.
“Ἡ παρά τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινός ἄρτος, ἀλλά φάρμακον, οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλά ψυχήν μελαῖνον καί σκοτίζον» (Ἐπιστολή 308. Ἰγνατίῳ τέκνῳ, Φατοῦρος σελ.  451, στιχ. 9,  P.G. 99, 1189C) (σελ. 89-90).
Ἡ θέσις αὐτή τοῦ ὁσίου ὡς πρός τούς αἱρετικούς δέν ἀφοροῦσε μόνο τή θεία Λειτουργία, ἀλλά καί τά ἄλλα μυστήρια. Καί εἶναι  φυσικό αὐτό, τή στιγμή κατά τήν ὁποία ἐδίδασκε ὅτι ὁ ὀρθόδοξος μολύνεται ἀκόμη καί μέ τήν συνεστίασι μετά τῶν αἱρετικῶν. Σέ μία ἀπό τίς ἐπιστολές του, λοιπόν, πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ἀπαντᾶ  σέ ἀπορίες σχετικές μέ τό, ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ σχέση τῶν Ὀρθοδόξων μέ ἐκείνους πού ἀνήκουν στήν μοιχειανική αἵρεση. Οἱ ἀπορίες ὑποβλήθησαν στόν ὅσιο πρός ἐπίλυσι καί διασάφησι, προφανῶς ἀπό τόν Ναυκράτιο (σελ. 93-94).
Ὅπως καταλαβαίνομε ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου εἶναι θεολογικωτάτη καί σαφεστάτη, δέν ἀφήνει δέ κανένα περιθώριο νά ἑρμηνευθῆ διαφορετικά. Ἐφ’ ὅσον δηλαδή ὑπάρχει αἵρεσις μολύνονται δι’ αὐτῆς πρωτίστως οἱ ὑπέρμαχοί της καί οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτούς. Μολύνονται ἐν συνεχείᾳ τά μυστήρια τά ὁποῖα τελοῦν καί βεβαίως αὐτοί στούς ὁποίους τά μεταδίδουν. Μολύνονται ἀκόμη καί βεβηλώνονται οἱ ναοί στούς ὁποίους τά τελοῦν καί ὅσοι ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά μέ τούς ἔχοντας τήν αἵρεσι, ἔστω καί ἄν ἔχουν αὐτοί ὀρθόδοξο φρόνημα. Βασικό διακριτικό στοιχεῖο τῶν φορέων τῆς αἱρέσεως εἶναι ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου, ἡ ὁποία καί ἀφ’ ἑαυτοῦ της (ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός) μολύνει καί βεβηλώνει καί τά μυστήρια καί τούς ναούς καί τούς μετέχοντας σ’ αὐτά. Βλέπομε λοιπόν μία ἁρμονία καί ἀλληλουχία στήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία συγχρόνως συμφωνεῖ καί μέ τήν κοινή λογική (σελ. 110).
Σέ ἐπιστολή του ἐπίσης πρός τήν Σπαθαρία Μαχαρᾶ, ὁ ὅσιος μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει, ὅτι εἶναι προτιμώτερο κάποιος νά ἀπέχη τῆς θείας Κοινωνίας προκειμένου νά μήν κοινωνήση ἀπό αἱρετικό καί ὅτι, ὅταν κάποιος κοινωνεῖ ἀπό αἱρετικό ἤ προφανῶς διαβεβλημένο στή ζωή του ἀποξενώνεται ἀπό τόν Θεό καί οἰκειοῦται μέ τόν διάβολο. Ἐπίσης ἀναφέρει ὁ ὅσιος ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ ἱερέας στή θεία Λειτουργία μνημονεύει αἱρετικό Ἐπίσκοπο (εὑρισκόμενο στήν μοιχειανική αἵρεσι) μολύνει τό μυστήριο, ἔστω καί ἄν ὁ ἴδιος ὁ λειτουργός ἔχη ὀρθόδοξο φρόνημα.
«Ὅ καί νῦν ἐπιδιδοῦντες ἐρωτῶμεν, τίνι λόγῳ ἐπιζητείη σου ἡ τιμιότης φάναι με περί τῆς θείας κοινωνίας, καί τίνος χάριν τοσαῦτα ἔτη σπανίως μετέχεις· τοῦτο γάρ λόγον ὀφείλει τινά ἔχειν. Οὐ γάρ τό σπανίως, ἤ τό καθεκάστην ἁπλῶς, ἀλλά τό μετά καθαρᾶς συνειδήσεως μεταλαμβάνειν δέον· Ὁ γάρ ἀναξίως, φησίν, ἐσθίων καί πίνων, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Εἰ οὖν τοιούτῳ τρόπῳ σκοποῦσα τά ἑαυτῆς καί εὐλαβουμένη ἀναμένεις τόν καιρόν, εὖ ἄν ἔχοι, εἴτε συντομώτερον, εἴτε χρονικώτερον· καί ὅρος ἐν τούτῳ ἄλλος οὐκ ἔστιν, ἤ ἡ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καθόσον δυνατόν τῷ ἀνθρώπῳ προσέλευσις· ἄν δέ διά πταῖσμά τις ἔχῃ τό ἀκοινώνητον, δηλονότι τότε ἐκεῖνος κοινωνήσῃ, ὁπότ’ ἄν πληρωθῇ αὐτῷ τό ἐπιτίμιον. Εἰ δέ διακρίνηται αὖ πάλιν δι’ αἵρεσιν, τοῦτο ἀναγκαῖον. Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ, καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ. ...Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Ἐπιστολή 553. Πρός τήν σπαθαρέαν, ἧς τό ὄνομα Μαχαρᾶ, Φατοῦρος σελ. 846, στιχ. 15, P.G. 99, 1668Β)».
Στό θαυμάσιο αὐτό τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ὁσίου, πέραν τῶν συμβουλῶν διά τήν προσέλευσι στή θεία Κοινωνία καί διά τό τί πρέπει νά ἐξετάζη κάποιος διά νά προσέλθη στό μυστήριο, ἀναφέρει σχετικά μέ τήν ἐπικρατοῦσα μοιχειανική αἵρεσι, ὅτι μολύνεται τό μυστήριο μόνο μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καί ἄν εἶναι κατά τό φρόνημα ὀρθόδοξος ὁ λειτουργός ἱερεύς. Αὐτό βεβαίως σημαίνει ὅτι, αὐτός ὁ ὁποῖος κοινωνεῖ, μολύνεται, ἐφ’ ὅσον ἐνσωματώνεται μέ κάτι μολυσμένο καί, προφανῶς, ἡ μόλυνσις δέν σημαίνει ἐγκυρότητα τοῦ μυστηρίου, ἀλλά ἀπεναντίας σημαίνει ἔγκυρη ἐπικοινωνία μέ τόν διάβολο (σελ. 359).
Σέ ἐπιστολή του (ὁ ἅγιος Θεόδωρος) πρός τόν μοναχό Ἰγνάτιο, ἀναφερόμενος στήν Κοινωνία τῶν αἱρετικῶν λέγει ὅτι δέν εἶναι κάν ἁπλός ἄρτος, ὅπως δηλαδή αὐτός τόν ὁποῖο χρησιμοποιοῦμε διά τροφή, ἀλλά εἶναι δηλητήριο τό ὁποῖο ἀμαυρώνει καί σκοτίζει τήν ψυχή. Ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι, μολονότι οἱ εὐχές τίς ὁποῖες διαβάζουν καί οἱ αἱρετικοί διά τήν λειτουργία τους εἶναι οἱ ἴδιες, ὅμως εἶναι ἀνενέργητες πρός ἁγιασμόν, διότι αὐτός ὁ ὁποῖος τίς ἀναφέρει δέν ἔχει ὀρθόδοξο πίστι, ὅπως ὁ ἅγιος ὁ ὁποῖος τίς συνέγραψε. Ἀναφέρει δέ καί παραδείγματα αἱρετικῶν οἱ ὁποῖοι ἐπίστευον στήν ἁγ. Τριάδα, ἀλλά ὄχι μέ ὀρθόδοξο τρόπο καί καταλήγει ὅτι οἱ αἱρετικοί (ἐδῶ ἀναφέρεται στούς εἰκονομάχους) ὄχι μόνον δέν τελοῦν τήν θεία Λειτουργία, ἀλλά ἀπεναντίας τήν ἐξυβρίζουν:
«Ἡ παρά τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινός ἄρτος, ἀλλά φάρμακον, οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλά ψυχήν μελαῖνον καί σκοτίζον· ῥίπτειν δέ καί κρύβδην, οὐκ ἐμοί τό λέγειν. Ἀλλά τῶν ποιούντων φόβῳ· περί ὧν ἐκεῖνο λέγειν ἔστιν, ὅτι Πολλοί τῶν ἀρχόντων ἐπίστευον εἰς αὐτόν· ἀλλ’ οὐχ ὡμολόγουν διά τούς Φαρισαίους· ἵνα μή ἀποσυνάγωγοι γένωνται. Ἠγάπησαν γάρ τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Εἰ δέ ὀρθοδόξων αἱ εὐχαί τῆς ἱερουργίας· τί τοῦτο, εἰ παρά αἱρετικῶν γίνοιντο, συμβάλλεται; οὐ γάρ ὡς ὁ ποιήσας αὐτάς φρονοῦσιν  οὐδέ ὡς αὐταί αἱ φωναί σημαίνουσι, πιστεύουσιν· ἐπείπερ πᾶσα ἡ μυσταγωγία, Χριστόν ἄνθρωπον ἀληθῶς γεγενῆσθαι δοξάζει· οἱ δέ ἀρνοῦνται, κἄν λέγωσι, διά τό φρονεῖν μή ἐξεικονίζεσθαι αὐτόν, ὡς ἄν εἰ καί λέγων τις· Πιστεύω εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεύμα· φρονῶν δέ ὅτι ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό ἅγιον Πνεῦμα μία ὑπόστασίς ἐστι τριώνυμος· ὅπερ ὑπάρχει δόγμα Σαβελλίου τοῦ ματαιόφρονος· τί οὖν; εἴπωμεν τόν τοιοῦτον πιστεύειν εἰς Τριάδα; οὐδαμῶς· κἄν λέγῃ. Οὕτως οὖν, οὐδέ ἐνταῦθα πιστεύει ὡς λέγει· κἄν ὀρθόδοξος ἡ μυσταγωγία· ἀλλ’ εἰκαιολογεῖ ὁ τοιοῦτος· μᾶλλον δέ ἐνυβρίζει παίζων τήν λειτουργίαν· ἐπεί καί γόητες καί ἐπαοιδοί χρῶνται θείαις ᾠδαῖς ἐν τοῖς δαιμονιώδεσι» (Ἐπιστολή 308. Ἰγνατίῳ τέκνῳ, Φατοῦρος σελ. 451, στιχ. 9, P.G. 99, 1189C) (σελ. 361-362).
Ἀναφέρει ἐπίσης, ἑρμηνεύοντας καί παραλληλίζοντας ἀνάλογο χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου, ὅτι ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν μεταλαμβάνουν, ἐνσωματώνονται μέ τόν Χριστό, ἔτσι καί οἱ μεταλαμβάνοντες τόν αἱρετικό ἄρτο ἐνσωματώνονται μέ τόν διάβολο. Καταλήγει ὁ ὅσιος στό τμῆμα αὐτό ἀναφερόμενος πάλι σέ ἀνάλογα χωρία ἀπό τήν ἁγ. Γραφή:
«Εἴπερ ἀληθής ὁ λόγος· «Ὁ ἁπτόμενος πίσσης μολυνθήσεται καί ὁ κοινωνῶν ὑπερηφάνῳ ὁμοιωθήσεται αὐτῷ». Ἐφ' ᾧ καί τανῦν ἐγκαλούμεθα, διότι τινά τῶν ὑποκρινομένων ὀρθοδοξεῖν, κοινωνοῦντα δέ τῇ αἱρέσει μέχρι παντός ἀπηγορεύσαμεν ὑπό ὀρθοδόξου ἐν ἱεροῖς μνημοσύνοις ἀναφέρεσθαι κατά τήν θείαν μυσταγωγίαν. Εἰ μέν γάρ προέφθασε, κἄν ἐν τῷ θανάτῳ, δι' ἐξομολογήσεως τυχεῖν τῶν ἁγιασμάτων, ἦν ἄν ὑπέρ αὐτοῦ ἀναφοράν ποιεῖσθαι τόν ὀρθόδοξον. Ἐπεί δέ κοινωνῶν τῇ αἱρέσει ἀπεβίῳ, πῶς δυνατόν ἐντετάχθαι τόν τοιοῦτον ἐν ὀρθοδόξῳ κοινωνίᾳ; Καί γοῦν φησιν ὁ ἱερός Ἀπόστολος· «Τό ποτήριον τῆς εὐλογίας, ὅ εὐλογοῦμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; τόν ἄρτον ὅν κλῶμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν». Οὐκοῦν κατά τό ἀνάλογον καί ἡ κοινωνία τοῦ αἱρετικοῦ ἄρτου καί τοῦ ποτηρίου τῆς ἀντικειμένης μερίδος ἐστίν· καί τό ἕν σῶμα ἠλλοτριωμένον Χριστοῦ τούς ἐπικοινωνοῦντας ἀπεργάζεται· ἐπεί μηδεμία «κοινωνία φωτί πρός σκότος, οὐδέ μετοχή δικαιοσύνης καί ἀνομίας, οὐδέ μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου, οὐδέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων», καθώς ἀλλαχοῦ ὁ αὐτός ἐξεβόησεν. Ἀλλ' ὑπέρ μέν τῶν τοιούτων θρηνητέον καί προσευκτέον ὑπέρ τῶν ἔτι ζώντων ἐκπεφευγέναι αὐτούς τῶν τοῦ διαβόλου βρόχων» (Μικρά κατήχησις 129) (σελ. 362-363).

    Καὶ στὸ κείμενο τοῦ Νικόλαου Καβάσιλα διακρίνεται ἕνα εἶδος μολυσμοῦ γιὰ τοὺς ἀναξίως μεταλαμβάνοντας.

(Καβάσιλα Νικολάου, Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας, Ἐκδ. "Ὀρθόδοξη Κυψέλη", Θεσ/νίκη, 1978, σελ. 104-105).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.