ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ ΙΙ
(Ἡ «Σύνοδος» μὲ Δ καὶ Ο)
«Φτιάχνω τοὺς δικούς μου μοναχούς, τοὺς
δικούς μου ἱερεῖς, γιὰ νὰ βγοῦν οἱ δικοί μου ἐπίσκοποι, οἱ δικοί μου πατριάρχες
ποὺ θὰ κάνουν δικούς μου καὶ τοὺς πιστούς»
ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ
Ι 2001
Ἐκάθησα κάτω ἀπὸ τὸ σκιερὸ ἀρμυρίκι, δίπλα στὴ θάλασσα ζητώντας
λίγη δροσιὰ στὸ καῦμα τοῦ μεσημεριοῦ καὶ σιγὰ σιγὰ κοιτῶντας τὰ κύματτα σὰ νὰ
μὲ πῆρε ὁ ὕπνος.
Καὶ νά! Αἴφνης παρουσιάζεται μπροστά μου πλάσμα αἰθέριο,
πνεῦμα, φάντασμα, ἄγγελος, δαίμονας... Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τὶ ἦταν.
-«Ἀκολούθησέ μας», μοῦ εἶπε.
Ξαφνικὰ ἔνοιωσα ὅτι ἦταν δύο τὰ πλάσματα, σὰν ἄγγελοι φαινόταν.
Σχεδὸν ἴδιοι, μὰ πάλι δὲν ἦταν ἴδιοι ἀκριβῶς.
-«Ἔλα μαζί μας». Καὶ πέταξαν στὸν ἀέρα.
Πετοῦσα καὶ γῶ μαζί τους ἀπορῶντας πῶς συμβαίνει αὐτό. Φτάσαμε σὲ
ἕνα κτίριο. Εἶχε καμάρες στὸ χρώμα τῆς ὤχρας, ἦταν κάπως κυκλικὸ ἀπὸ τὴ μεριὰ
ποὺ κοιτοῦσα, ἔβλεπα γκρίζα ὑαλοστάσια, μιὰ τετράγωνη κατασκευὴ στὸ
κεραμιδὶ
καὶ στὴ μέση ἕνα ἡμικυκλικὸ μὲ γαλάζιες καὶ λευκὲς λωρίδες –θὰ εἶναι ὁ
ἀνελκυστήρας καὶ οἱ σκάλες, σκέφτηκα.
Δὲν πρόλαβα νὰ συγκρατήσω κάτι ἄλλο καὶ βρέθηκα μέσα στὸ κτίριο
μαζί μὲ τὰ δύο πλάσματα ποὺ μὲ ὁδηγοῦσαν. Περάσαμε τοὺς τοίχους σὰ νὰ μὴν
ὑπῆρχαν. Μιὰ αἴθουσα τεράστια. Αἴθουσα συνεδρίων. Κόσμος πολὺς. Κυριαρχοῦσε τὸ
μαῦρο χρώμα. Μαῦρα ράσα, μαῦρα ἐπανωκαλύμαυχα. Λίγοι φοροῦσαν λευκά
ἐπανωκαλύμαυχα καὶ ἕνας-δυό -δὲν εἶμαι
πολὺ σίγουρος- ὁλόλευκα. Κάποιοι στὴν
ἄκρη φοροῦσαν ρόζ, ἄλλοι ρόζ ζῶνες.Τόσα πρόλαβα νὰ δῶ.
«Εἴμαστε στὸ Κολυμπάρι» σκέφτηκα, «μέσα στὴν αἴθουσα τῆς Συνόδου.
Καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἔχουν μαζευτεῖ καὶ οἱ ἀλλόδοξοι παρατηρητές» .
Ὅλοι αὐτοὶ ἦταν καθισμένοι μέσα στὴν τεράστια αἴθουσα. Στὸ μεγάλο
βάθρο κάθονταν οἱ “προκαθήμενοι” καὶ οἱ σύμβουλοί τους, μπροστὰ ἀπὸ τὶς εἰκόνες
τῆς Θεοτόκου στὰ ἀριστερά, τοῦ Κυρίου στὰ δεξιὰ καὶ στὸ κέντρο ἡ εἰκόνα μιᾶς
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄν εἶδα καλά.
Περνούσαμε μπροστά τους, ἀνάμεσά τους, ἀλλὰ δὲν μπορροῦσα οὔτε νὰ
τοὺς ἀγγίξω οὔτε νὰ κάνω αἰσθητὴ τὴν παρουσία μου. Δὲν μὲ καταλάβαιναν, δὲν
ὑπῆρχα γι᾿ αὐτούς.
Αὐτοὶ μιλοῦσαν, ἀλλὰ δὲν ἄκουγα καθαρά, δὲν καταλάβαινα τί ἔλεγαν.
Δὲν προλάβαινα νὰ ἀκούσω. Ἔβλεπα σὰν σὲ ταινία ποὺ ἄλλοτε γυρίζει πολὺ γρήγορα,
ἄλλοτε σταματᾶ, καὶ ἄλλοτε σὲ πηγαίνει σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἔργου.
Ἀποροῦσα τί συνέβαινε. Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω ἄν μὲ συνόδευε ἕνα
πλάσμα ἤ δύο. Συνεχῶς ἄλλαζε ἡ αἴσθησι ποὺ εἶχα.
Κάποια στιγμὴ τὸ ἄσαρκο πλάσμα ποὺ μὲ συνόδευε ἔκανε μιὰ κίνηση
μπροστὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπό μου καὶ σὰν νὰ βρέθηκαν μπροστὰ στὰ μάτια μου γυαλιά.
Γυαλιά μὲ τριγωνικοὺς φακοὺς. Σὰν δέλτα κεφαλαῖο. Ἄμέσως ἄρχισα νὰ βλέπω καὶ νὰ
ἀκούω κανονικά. Πολλοὶ ἐπίσκοποι, μερικοὶ σεβάσμιοι καὶ κάποιοι ἱεροπρεπεῖς. Τὰ
πρόσωπά τους μοῦ φάνηκε πὼς ἀκτινοβολοῦσαν ἕνα κοκκινωπὸ φῶς. Ἔβλεπα
πολλοὺς νὰ ἔχουν παρουσία μεγαλοπρεπή, ἀγέρωχη, ἱεροπρεπὴ μὲν ἀλλὰ λίγο ἄν
πρόσεχες ἔβλεπες πνεῦμα ἐξουσίας καὶ ἰσχύος τοῦ κόσμου ἐτούτου. Αὐτὸ γινόταν
κατὰ ἕναν παράδοξο τρόπο. Μόλις κοιτοῦσες κατὰ πρόσωπον, καὶ ἔστρεφες τὸ βλέμμα
σου ἀπὸ πρόσωπο σὲ πρόσωπο, ἔβλεπες συνήθως τὴν σεβασμία μορφὴ ἑνὸς ἱεράρχου
ποὺ μιλοῦσε ἀργὰ καὶ γλυκά. Ἄν συνέχιζες ὅμως νὰ κοιτᾶς ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο
αὐτὸ ἄλλαζε, ἀλοιωνόταν, σκοτείνιαζε κάπως, φαινόταν σκληρό. Τὸ ἴδιο ἄλλαζαν
καὶ οἱ λόγοι ποὺ ἀκουγόταν. Ἄν καὶ οἱ λέξεις στὸ πρῶτο ἄκουσμα ἦταν καλές,
ἥμερες, ἀδελφικές: «-Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί...», «-Πρὸς πάντας τούτους
ἀπαντῶμεν ἐν ἀγάπῃ...», ξαφνικὰ ἔνοιωθες τὸν λόγο σκληρό, ἀπειλητικό,
ἐξουσιαστικό. Ταραχὴ στὴν ψυχὴ καὶ σύγχυσι αἰσθανόμουν. Οἱ λέξεις καὶ οἱ
προτάσεις ἀμέσως ἔχαναν τὸ νόημα τους, ἄλλαζαν, λυώνανε σὰν τὰ κεριά, καὶ αἰσθανόσουν
ὅτι βρισκόσουν σὲ ἕνα ποταμὸ λέξεων προτάσεων καὶ μπερδεμένων νοημάτων ποὺ
στιγμὲς στιγμὲς ἀνέδιδε δυσωδία καὶ ἀποφορά.
Βρισκόμουν μπροστὰ σὲ ἕνα ἀκατανόητο μυστήριο. Δὲν μποροῦσα νὰ
καταλάβω τί συμβαίνει.
Ξαφνικὰ ἄλλαζαν τὰ γυαλιά. Ἄλλοι φακοί. Στρογγυλοί. Σὰν ὄμικρον
κεφαλαῖο. Ἄλλη εἰκόνα. Οἱ ἄνθρωποι χάθηκαν, ἄλλαξαν. Ἡ ἀνθρώπινη ὄψις τους
ἔγινε σὰν χάρτινη, σὰν φωτογραφία, ὅπως τοὺς ψεύτικους χαρτονένιους ἀνθρώπους
ποὺ βλέπεις νὰ στέκουν χαμογελῶντας μπροστὰ στὰ μαγαζιά. Κουνοῦσαν τὰ χέρια καὶ
ὅταν μιλοῦσαν, πολλοί, ἔμοιαζαν σὰ νὰ εἶχαν κασσέτα. Κοιτάζοντας ὅμως πίσω ἀπὸ
τὸ «χαρτόνι» ἔβλεπα μὲ ἔκπληξι ὅτι δὲν ὑπῆρχε σώμα ἀλλὰ ὑπῆρχε ἕναςσυμπαγὴς ὄγκος
ἀπὸ ὑλικὸ σὰν γυαλί, σὰν κρύσταλλο. Δὲν ἦταν παντοῦ τὸ ἴδιο οὔτε στὸ σχῆμα οὔτε
στὸ χρῶμα. Σὲ πολλοὺς ἦταν παραλληλεπίπεδο -σὰν μεγάλες πελεκημένες πέτρες,
ὅπως αὐτὲς ποὺ ἔχτιζαν μεγάλα κτίρια καὶ τείχη- καὶ σκοτεινό τελείως, ἐνῷ σὲ
ἄλλους τρεμόπαιζε, στὸ βάθος τοῦ γυαλιοῦ, μιὰ μικρή-μικρὴ σπιθίτσα σὰν τὸ κεράκι
ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ σβήσει ἀπὸ τὸν ἄνεμο. Ὑπῆρχαν καὶ κάποιοι ἄλλοι, πολὺ
λιγώτεροι, ποὺ ἔβλεπα νὰ ἔχουν τὸ σχῆμα τῆς σφαίρας, τῆς μπάλλας. Αὐτοὶ ἦταν
πιὸ φωτεινοί. Μέσα στὸ ὄγκο τῆς σφαίρας ἔλαμπε φλόγα, σὲ ἄλλους μικρότερη, σὲ
ἄλλους μεγαλύτερη καὶ ὁ κρύσταλος ἔστελνε λάμψεις παντοῦ.
Ὅλα στροβιλιζόταν, ὅλα ἄλλαζαν συνεχῶς. Ἱεράρχες ποὺ μιλοῦσαν ἤ
καὶ φώναζαν, σκοτεινὰ κρύσταλλα ποὺ σκοτείνιαζαν ξαφνικὰ περισσότερο καὶ
γινόταν κατάμαυρα, φωτεινὲς σφαῖρες ποὺ καὶ πού...
Καὶ βλέπω αἴφνης δρόμο μεγάλο, ἐθνικὴ ὁδό. Πομπὴ αὐτοκινήτων.
Μπροστὰ περιπολικὰ μὲ τοὺς φανοὺς νὰ ἀναβοσβήνουν καὶ τὶς σειρῆνες νὰ
οὐρλιάζουν καὶ πίσω ἡ μαύρη μερσέντες μὲ τὰ φιμὲ τζάμια καὶ ἕνα σημαιάκι μὲ τὸν
δικέφαλο ἀητό. Καὶ ἀπὸ πάνω, χαμηλά, ἕνα ἐλικόπτερο τῆς ἀστυνομίας μὲ τὴν
ἐπιγραφὴ POLICE νὰ φαίνεται ἀπὸ μακρυά… Πίσω ἀπὸ τὴν μερσέντες ἕνα ἀσθενοφόρο
καὶ πιὸ πίσω ἕνα πυροσβεστικὸ ὄχημα καὶ ἀκολουθοῦσαν πάλι περιπολικὰ μὲ τοὺς
φανοὺς ἀναμένους… Καὶ μιὰ κόκκινη νεφέλη, σὰν τὸ φῶς ποὺ ἔβλεπα πρὶν στὴν
αἴθουσα, πάνω ἀπὸ τὴν πομπὴ ποὺ συνεχιζόταν σὲ μεγάλο μῆκος μὲ πολλὰ
ὀχήματα καὶ περιπολικὰ καὶ προχωροῦσε… «Πάνε γιὰ φαγητὸ στὸ Νεώριο» ἀκουγόταν
μιὰ φωνὴ νὰ λέει…
Καὶ ξαφνικὰ τὸ πλάσμα μοῦ ἄλλαξε τὰ γυαλιά. Μοῦ ἔβαλε τὰ
στρογγυλά… Καὶ ἔβλεπα μὲσ᾿ στὶς μερσέντες νὰ ὑπάρχουν τὰ μαῦρα
παραλληλόγραμα σκοτεινὰ κρύσταλλα…
Ἀρχίσαμε νὰ ἀνεβαίνουμε ψηλά. Νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπο τὴ γῆ. Ἡ
πομπὴ τώρα ἔμοιαζε μὲ ἕνα μαῦρο σκοινὶ ποὺ ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ
τυλίγεται γύρω ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπως τυλίγεται τὸ μάλλινο νήμα ὅταν γίνεται στρογγυλο
κουβάρι. Ὅσο ἀπομακρυνόμασταν τόσο ἡ γῆ μίκραινε καὶ τόσο τὸ μαῦρο νήμα τὴν
κάλυπτε μέχρι ποὺ χάθηκαν καὶ στεριὲς καὶ θάλασσες καὶ ἤπειροι καὶ
ὠκεανοὶ καὶ ἔγινε ἕνα μαῦρο κουβάρι… Καὶ ἀκούστηκε φωνὴ μεγάλη: «Δική μου
ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ». Καὶ
ἀστραπὴ μεγάλη ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανό στὴ γῆ.
Ἔκλεισα τὰ μάτια ἀπὸ τὴ λάμψη καὶ ὄταν τὰ ἄνοιξα ἤμουν πάλι στὴν μεγάλη
αἴθουσα. Φαίνεται σὰν νὰ ἑτοίμαζαν ψηφοφορία. Καὶ τότε συνέβη κάτι παράξενο.
Ὅλοι στὴν αἴθουσα ἄρχισαν νὰ μικραίνουν, νὰ μικραίνουν νὰ γίνονται σὰν
μυρμήγκια, νὰ ἐξαφανίζονται… Μόνον στὸ βάθρο οἱ δέκα «προκαθήμενοι» δὲν
μίκρυναν, ἀντιθέτως μεγάλωναν, μεγάλωναν μέχρι ποὺ κατέλαβαν ὅλη τὴν αἴθουσα.
Αὐτοὶ εἶχαν τὴν ψῆφο, μία ψῆφο, τὸ ΝΑΙ. Μόνον ΝΑΙ μποροῦσαν νὰ ποῦν, γιατὶ μόνο
τὸ ΝΑΙ κρατοῦσαν. Μετὰ ὑπέγραφαν χαρτιά. Παληὰ χαρτιά. Λέξεις καὶ φράσεις
πολλῶν χρόνων. Γραμμένες ἀπὸ πολλὰ χέρια, ἀνακατωμένες, προτάσεις ὅλο γιὰ
ἀγάπη καὶ ἑνότητα καὶ ἀδελφωσύνη. «Γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅλα. Ἔχουμε
ἀνάγκη νέου χριστιανισμοῦ. Αὐτὰ ποὺ βρήκαμε δὲν μποροῦμε νὰ τὰ διδάξουμε στὶς
νέες γενηές» ἀκουγόταν σὲ ὅλη τὴν αἴθουσα. Μὰ ὅπως ἄλαξαν τὰ γυαλιὰ
ἔβλεπα πάνω στὰ χαρτιὰ δυὸ λέξεις: ΒΑΒΕΛ καὶ ΠΑΓΙΔΑ.
Ἔπειτα ὅλα ξανάγιναν ὅπως πρίν. Ὅλοι ξαναβρῆκαν τὸ φυσικό τους
μέγεθος. Καὶ τότε ὅταν κοιτοῦσα μὲ τὰ τριγωνικὰ γυαλιὰ ἔβλεπα τοὺς πολλοὺς νὰ
ὑπογράφουν χωρὶς ἀντίρρησι γελῶντας καὶ εὐχαριστημένοι τὰ χαρτιὰ ποὺ τοὺς
πήγαιναν καὶ κάποιους νὰ ἀρνιοῦνται. Μόλις μοῦ ἔβαζαν τὰ στρογγυλά ἔβλεπα ὅτι
τὰ «σκοτεινα παραλληλεπίπεδα» ὑπέγραφαν ἐνῷ ὅσοι ἦταν «σφαῖρες» ἀρνιόταν νὰ
ὑπογράψουν. Μόλις ὑπέγραφε ἕνα «παραλληλεπίπεδο» ἕνα οὐρανομῆκες «μπράβο»
ἀκουγόταν. «Μπράβο! γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἔρχεται ὁ νέος κόσμος,
τῆς ἀγάπης, τῆς συγνώμης, τῆς ἀλληλεγγύης. Ἔρχεται ἡ Νέα ἐποχὴ τῆς ἑνότητος,
τῆς κατανοήσεως, τῆς φιλανθρωπίας. Τέλος στὰ δόγματα ποὺ χωρίζουν. Ἀγάπη, ἀγάπη
γιὰ ὅλους. Δὲν ὑπάρχουν πιὰ σύνορα, δὲν ὑπάρχουν πιὰ ξένοι, δὲν ὑπάρχουν πιὰ
ἄλλοι. Μία πίστι: στὸν ἄνθρωπο ποὺ ὑποφέρει καὶ ὀδυνάται. Στὸν ἄνθρωπο ποὺ τὰ
θέλει ὅλα, ἐδῶ καὶ τώρα, χωρὶς δογματισμούς, χωρὶς θεολογίες τοῦ παρελθόντος.
Ὅλοι ἕνα. Ὅλα ἕνα. Ἵνα ὦσιν ἕν».
Μόλις μία «σφαίρα» ἀρνιόταν νὰ ὑπογράψει ἕνα «οὐαί» ἀκουγόταν.
«Οὐαί! ἀδελφοί. Οὐαί! Γιατί ἐμμένετε στὰ φοβικὰ σύνδρομα; Γιατί ἐπιμένετε στὴν
θρησκοληπτικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀποκλειστικότητα; Στὰ ὀρθόδοξα τείχη; Στὴν
ὀπισθοδρόμησι; Στὸν φανατισμό; Ἀνοῖξτε τὰ μάτια ἀδελφοί. Δεῖτε τὸ φιλελεύθερο
πρότυπο ζωῆς ποὺ ὑποδεικνύει ἡ Διεθνὴς κοινότης καὶ τὸ ὁποῖο ἐφαρμόζεται στὸν
Δυτικό κόσμο…». Καὶ ἔβλεπες τὰ λόγια νὰ γίνονται σὰν φίδια, νὰ κυκλοφοροῦν μὲ
ἰλιγγιώδη ταχύτητα μέσα στὴν αἴθουσα νὰ πιάνουν ἀπὸ τὸν λαιμὸ ὅσους δὲν
ὑπέγραφαν καὶ νὰ τοὺς σφίγγουν μέχρι νὰ τοὺς κοπῆ ἡ ἀνάσα.
Μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐναλλαγὲς δὲν μποροῦσα νὰ σκεφτῶ. Χρόνος δὲν
ὑπῆρχε, εἶχε σταματήσει, ἔτσι ἔνοιωθα. Ὅλα γινόταν ταυτόχρονα. Μιὰ σκέψη μοῦ
πέρασε κάποια στιγμη: «Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας. Κάτι
ἄλλο συμβαίνει. Ὅπως ἄκουσα αὐτὴ «γίνεται γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας, νὰ
συναντηθοῦν οἱ σύγχρονοι πατέρες, νὰ γνωριστοῦν, καὶ μόνον αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ
σημαντικὸ γεγονός» .
Καὶ ἀμέσως βρέθηκα στὸ προαύλιο ἑνὸς ναοῦ. Ἦταν βράδυ.
Καθόταν οἱ πιστοί, ὁ ἐπίσκοπος, ἀρχιμανδρίτες καὶ ἔλεγε μιὰ καλόγρια: «Χιλιάδες
ἄνθρωποι, ἑκκατομύρια ἄνθρωποι χάρηκαν σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη γιὰ τὴ Σύνοδο, ἀλλὰ
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι εἰρηνικὸς καὶ ἰσοροπημένος δὲν γράφει. Συνέχεια νὰ γράφει,
νὰ γράφει, νὰ γράφει. Ἀνισσόροπες φωνές, συνέχεια φωνασκοῦνε» .
Καὶ αἴφνης βρίσκομαι στὴν αὐλὴ μιᾶς μονῆς, τῆς μονῆς τῆς Γωνιᾶς, καὶ
τὸν βλέπω ξανά. Φοροῦσε τώρα στολὴ Πατριαρχική. Πιὸ ἐκδηλωτικὸς καὶ ἀπειλητικὸς
ἀπὸ τότε, νὰ λέει στὸν σιωπηλο μοναχό:
–«Θυμᾶσαι αὐτὰ ποὺ σοὔλεγα; Θυμᾶσαι; «Φτιάχνω τοὺς δικούς
μου μοναχούς, τοὺς δικούς μου ἱερεῖς, γιὰ νὰ βγοῦν οἱ δικοί μου ἐπίσκοποι, οἱ
δικοί μου πατριάρχες ποὺ θὰ κάνουν δικούς μου καὶ τοὺς πιστούς». Τὰ βλέπεις
τώρα; Μὲ πιστεύεις τώρα; Καταλαβαίνεις ὅτι πρέπει νὰ τὰ μαζεύεις καὶ νὰ φεύγεις;
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πιὰ δική μου. Κατάλαβες; Δίνε του, λοιπόν»1
Μὲ τὴν ὀργισμένη φράση του: «Δίνε του, λοιπόν» σὰν μιὰ δύναμη νὰ
μὲ ἐκσφενδόνησε μακρυά καὶ … ξαφνικὰ πετάγομε ἐπάνω. Ἤμουν μούσκεμα στὸν ἱδρώτα
καθὼς ὁ καυτός ἥλιος περνῶντας μέσα ἀπὸ τὰ κλαδιὰ τοῦ δέντρου ἔπεφτε πάνω μου…
Δίπλα μου μιὰ σελίδα ἀπὸ ἕνα παληὸ περιοδικό, ἡ 19, καὶ ὅπως ἔπεσαν πάνω τὰ
μάτια μου διάβασα: «Ξέρω νὰ ἀξιοποιῶ τὰ ἀνθρώπινα πάθη. Δένω τὸν ἕνα μὲ τὸν
ἄλλο. Ἔτσι χτίζω σιγὰ σιγὰ τὴν πυραμίδα μου. Καὶ ὅποιοι μπαίνουν δὲν μποροῦν
πλέον νὰ κουνήσουν ἤ νὰ φύγουν, γιατὶ θὰ γκρεμιστοῦν καὶ αὐτοὶ μαζί. Καὶ δὲν
θέλουν νὰ χάσουν ὅσα ἀπολαμβάνουν.»…
Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Ἄλλοι κοιμοῦνται μακάριοι τὸν ζοφερὸ
ὕπνο χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται κἄν τὴν πραγματικότητα γύρω τους, μὲ τὸ
νανούρισμα τῶν «παραλληλεπίπεδων ποιμένων», καὶ ἀλλοι βλέπουν ἐφιαλτικὰ
ὄνειρα;
«Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ρυπαρὸς ρυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ
δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι. Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθός μου μετ᾿
ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἔσται αὐτοῦ»
Γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτό, βλέπε: Περιοδικὸ Παρακαταθήκη τ.25
Ἰούλιος-Αὐγουστος 2002. Ἐφιάλτης Μεσημβρινός. Σελ 21. στο διαδύκτιο στὸ
orthodoxnet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.