Ἀποτείχιση.
Ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ
ἢ ἐφαρμογὴ Κανόνος;
Περὶ τῆς ἔριδος
ἐπὶ τῆς δυνητικῆς ἢ ὑποχρεωτικῆς ἐφαρμογῆς
τοῦ ιε΄ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
τοῦ ιε΄ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
Γράφει ὁ Λαυρέντιος
Ντετζιόρτζιο
Ὅταν τὰ πρὸς συζήτησιν θέματα
τίθενται σὲ λαθεμένη βάση, τότε ἡ συζήτηση καθίσταται ἀλυσιτελὴς
καὶ ἀποβαίνει ἀτελέσφορη, ἐνῶ ―ὡς μὴ ὤφειλε― δημιουργεῖ πλεῖστα ὅσα
νέα προβλήματα καὶ ἀντιπαραθέσεις. Ὅταν μάλιστα ἡ συζήτηση ἀφορᾶ
εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, τότε πρόκειται γιὰ τὴν παγίδευσή μας
στὸν ὀρθολογισμό, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ἀδιέξοδο τοῦ νομικισμοῦ καὶ τοῦ σχολαστικισμοῦ,
ὥστε ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις μας ἀπὸ ἱερὸ Μυστήριο νὰ μεταλλάσσεται σὲ
ἐπιστήμη, καὶ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸ
πείραμα, τὴν ἐπιχειρηματολογία καὶ τὴν βιβλιογραφικὴ τεκμηρείωση.
Σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς Ἀποτειχίσεως, ὡς τῆς ἐνδεδειγμένης
καὶ ἐπιβαλλομένης ὀρθοδόξου στάσεως τοῦ συνετοῦ καὶ συνεποῦς μέλους
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἔναντι τοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ
ἐπ' ἐκκλησίας κηρύσσοντος αἵρεσιν» ἐπισκόπου του, ἡ συζήτηση ἔχει ἐπικεντρωθεῖ εἰς τὸν ιε΄ ἱερὸ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, συγκληθείσης ἐν Κωνσταντινουπόλει τὸ 861 ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου.
ἐπ' ἐκκλησίας κηρύσσοντος αἵρεσιν» ἐπισκόπου του, ἡ συζήτηση ἔχει ἐπικεντρωθεῖ εἰς τὸν ιε΄ ἱερὸ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, συγκληθείσης ἐν Κωνσταντινουπόλει τὸ 861 ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου.
Τὸ ἀμφιλεγόμενο καὶ διαφιλονικούμενο ἐπὶ τοῦ Κανόνος
αὐτοῦ βρίσκεται εἰς τὸ ἐὰν εἶναι προαιρετικὸς καὶ δυνητικὸς ἢ ὑποχρεωτικός,
ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς παύσεως μνημονεύσεως καὶ Ἀποτειχίσεως. Οἱ δὲ
ἐπ’ αὐτοῦ ἔριδες προκύπτουν, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσα ἐπιχειρηματολογία,
ἀπό τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ιε΄ Κανόνας δὲν προβλέπει κολασμὸ γιὰ τὸν μὴ διακόπτοντα
τὴν μνημόνευση τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου καὶ μὴ ἀπομακρυνόμενο διὰ
τῆς Ἀποτειχίσεως ἀπὸ αὐτόν,
καὶ ὡς ἐκ τούτου συμπεραίνεται ὅτι ἡ Ἀποτείχιση
δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὴ ἀλλὰ δυνητικὴ καὶ προαιρετική. Εἰς αὐτὴ τὴν
ἐπιχειρηματολογία παραθεωρεῖται, βεβαίως, ὁ ἐμπεριεχόμενος
παραλογισμὸς αὐτοῦ τοῦ συμπεράσματος. Διότι (α) δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει
Κανόνας/Νόμος προαιρετικός, καὶ μάλιστα (β) νὰ ἐπιτρέπει/ἐπιβάλλει
τὴν ἐπιλογὴ μεταξὺ δύο ἐκ διαμέτρου ἀντιθέτων ἐπιλογῶν: ἄλλο εἶναι
ἐπὶ καταποντιζομένου πλοίου νὰ ἐπιλέξεις νὰ τὸ ἐγκαταλείψεις ἐπιβαίνων
λέμβου ἢ ριπτόμενος στὴν θάλασσα μὲ σωσίβιο, καὶ ἄλλο νὰ ἐπιλέξεις
ἐὰν θὰ τὸ ἐγκαταλείψεις ἢ ὄχι!...
Κατὰ τὴν συζήτηση περιθωριοποιοῦνται ὅλοι οἱ ἄλλοι
ἀρχαιότεροι ἱεροὶ Κανόνες τῶν προηγηθεισῶν οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν
Συνόδων, ἀκόμη καὶ οἱ ἀποστολικοὶ Κανόνες, ἐνῶ πλήρως ἀποσιωπῶνται
ὄχι μόνον οἱ ἁγιοΓραφικὲς ἀναφορές, ἡ ἱερὰ Παράδοσις, καὶ ἡ ἁγιοΠατερικὴ
διδασκαλία καὶ πρακτικὴ γιὰ τὴν ἐνδεδειγμένη κι ἐπιβαλλομένη
στάση τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ἀλλὰ παραθεωροῦνται
καὶ αὐτὲς οἱ ρητὲς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, τὸ ἅγιον θέλημά Του, ποὺ μὲ ἀπόλυτη
σαφήνεια καὶ διαύγεια διατυπώνονται εἰς τὴν Καινὴ Διαθήκη. Οἱ δὲ
ἑρμηνεῖες τοῦ ιε΄ Κανόνος κρίνονται καὶ αὐτὲς ὡς ἀμφιλεγόμενες, ἐπιδεχόμενες
μάλιστα «ἑρμηνεῖες» καὶ παρερμηνεῖες, ἀναλόγως τοῦ ἑκάστοτε ἀναζητουμένου
προσχήματος.
Ἔτσι τὸ ζήτημα τῆς ἀπομακρύνσεως καὶ Ἀποτειχίσεως
ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο ἀντιμετωπίζεται ὡς ζήτημα ἑρμηνείας
τοῦ ιε΄ Κανόνος τῆς ΑΒ Συνόδου καὶ ὄχι ὡς ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ
μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας Του εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκουμε,
Μέγα καὶ Μόνου Ἀρχιερέως Αὐτῆς. Δηλαδὴ εἰς τὰ κατ' αὐτὰς καὶ καθ' ἡμᾶς
πρόκειται γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ ἑνὸς Κανόνα καὶ ὅχι γιὰ τὴν ὑπακοὴ εἰς
τὸ ἅγιον θέλημα τοῦ Χριστοῦ!...
Εἶναι καιρός, λοιπόν, νὰ προσεγγίσουμε τὸ ζήτημα τῆς
Ἀποτειχίσεως ἐξ ἀρχῆς, στὴν εὔλογη κι ἐνδεδειγμένη βάση, ποὺ θὰ καταστήσει
καρποφόρα καὶ λυσιτελῆ τὴν σχετικὴ συζήτηση· κυρίως δὲ ἐπὶ τοῦ
πρακτέου: τὴν παύση τῆς μνημονεύεσεως καὶ τὴν Ἀποτείχισή μας· καί, ἐπιτέλους,
θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ὁμονοήσουμε ἐν Κυρίῳ.
Ὁ ιε΄ ἱερὸς Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας
Συνόδου συμπεριλαμβάνεται σὲ ἕνα σύνολο 17 Κανόνων αὐτῆς[1], ποὺ ἀφοροῦν
σὲ διάφορα ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ ἀποσκοποῦν στὴν προστασία
τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ σχίσματα, τὰ ὁποῖα προκαλοῦνται γιὰ διαφόρους ἄλλους
λόγους ἐκτὸς τῶν λόγων Πίστεως. Πράγματι κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα εἶχε παρουσιασθεῖ
σὲ ἔξαρση, εἰς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸ φαινόμενο νὰ ἀπομακρύνονται
αὐθαιρέτως ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό τους οἱ χριστιανοί, γιατὶ ἔκριναν ὅτι
ὁ ἐπίσκοπός τους ἦταν φαῦλος, ἄδικος, σκληρός, ἁμαρτωλὸς κ.π.ἄ., χωρὶς
ὅμως αὐτὸς νὰ δικαστεῖ καὶ νὰ καταδικαστεῖ ἁρμοδίως γιὰ τὶς ὅποιες
κατηγορίες ἐναντίον του ἀπὸ συνοδικὸ δικαστήριο. Δηλαδὴ κατόπιν
«συνοδικῆς διαγνώμης», ὁπότε δὲν θὰ ὑπῆρχε θέμα παύσεως μνημονεύσεως
καὶ Ἀποτειχίσεως, διότι σὲ περίπτωση καταδικαστικῆς ἀποφάσεως
θὰ ἀπεμακρύνετο ὁ παρανομήσας ἐπίσκοπος, καὶ σὲ περίπτωση ἀθωωτικῆς
ἀποφάσεως θὰ ἔπαυε ὁ λόγος τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο.
Ἰδιαιτέρως οἱ Κανόνες
ιγ΄ (Περί σχίσματος κληρικῶν ἀπὸ τῶν ἰδίων Ἐπισκόπων), ιδ΄ (Περὶ
σχίσματος Ἐπισκόπων ἀπὸ τῶν ἰδίων μητροπολιτῶν)[2] καὶ ιε΄
(Περὶ σχίσματος μητροπολιτῶν ἀπὸ τῶν ἰδίων Πατριαρχῶν)[3], ποὺ ἀποτελοῦν
μίαν ἑνότητα, ἀπαγορεύουν αὐτὴν τὴν πρακτικὴ ρητῶς καὶ ἀναλόγως
κολάζουν τοὺς παραβάτες.
Εἰς τὴν ἀρχὴ τοῦ ιγ΄ Κανόνος διατυπώνεται ἡ θεολογικὴ
βάση τῶν ἐν λόγῳ τριῶν κανόνων (ιγ΄, ιδ΄, ιε΄), ὅπου διαπιστώνεται
ὅτι, ἐπειδὴ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταστρέφονται ἀπὸ τὴν ρίζα τους
οἱ αἱρέσεις ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Διάβολος μέσῳ τῶν σχισμάτων ἐπιχειρεῖ
νὰ διασπάσει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ὑφαρπάσει
τὶς ψυχὲς τῶν χριστιανῶν:
«Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς
ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ ὁ παμπόνηρος καταβαλών καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ
μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος τεμνομένας προῤῥίζους, ἐφ΄ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας
ὁδόν, τῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα μερίζειν ἐπιχειρῶν...». (ιγ΄Κ/ ΑΒΣ)
Αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀναφερόμενο στὶς αἱρέσεις, παραπέμπει
εὐθέως εἰς τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ ιε΄ Κανόνος, ὅπου ἀναφέρεται ἡ ἀπομάκρυνση/Ἀποτείχιση
ἀπὸ τὸν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κηρύσσοντα αἵρεσιν» ἐπίσκοπο.
Αὐτὴ ἡ σύνδεση ἀναγνωρίζει καὶ προβάλλει τὴν Ἀποτείχιση ὡς τὴν πρώτη
καὶ οὐσιαστικὴ ἐνέργεια, ὅπου ἡ μάχαιρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτέμνει
τὴν αἵρεση ἀπὸ τὴν ρίζα της.
Στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ ιε΄ Κανόνος συγκεφαλαιώνεται ἡ
περιγραφὴ τοῦ ἐγκλήματος τῆς αὐθαιρέτου ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ
ὁ κολασμὸς αὐτοῦ, ποὺ περιγράφονται εἰς τοὺς ιγ΄ καὶ ιδ΄ Κανόνες:
«Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων
καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ
τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι
τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα
αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ
πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει,
τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον
εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας...». (ιε΄Κ/ΑΒΣ)
Ἀλλὰ
εἰς τὸ δεύτερο μισὸ εἰσάγεται μία καὶ μοναδικὴ ἐξαίρεση εἰς τὸν
ιε΄ Κανόνα, ἡ ὁποία εὐθέως συνδέεται μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ ιγ΄ Κανόνος:
«Οἱ γὰρ δι' αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων
Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς
διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος
καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον
τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως
ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες,
ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων,
ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι
τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν
ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι». (ιε΄Κ/ΑΒΣ)
Μάλιστα, προκειμένου νὰ ὁριοθετηθεῖ ἐπακριβῶς ἡ
ἐξαίρεση καὶ νὰ γίνουν ἀπολύτως σαφῆ τὰ ὅριά της, γιὰ νὰ ἀποκλειστεῖ
κάθε παρερμηνεία, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε εἰς τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Κανόνος αὐτοῦ
ἐναντίον ἐκείνων ποὺ θὰ ἔπαυαν γιὰ λόγους Πίστεως τὴν μνημόνευση τοῦ
ἐπισκόπου τους καὶ θὰ ἀπομακρύνονταν/ἀποτειχίζονταν ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ
καὶ γιὰ νὰ μὴν λειτουργήσει ὁ ιε΄ Κανόνας ἀποτρεπτικὰ εἰς ἐκείνους ποὺ
ἔμελλε νὰ ἀποτειχιστοῦν γιὰ λόγους Πίστεως, τονίζεται ὅτι:
α) Ἡ Ἀποτείχισή τους εἶναι νόμιμη, ἐν σχέσει μὲ τὸν ιε΄
Κανόνα: «οἱ τοιοῦτοι ... τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται».
β) Γίνεται ἀποδεκτὸ ὅτι ἡ Ἀποτείχιση πραγματοποιεῖται
πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως: «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως
ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες», ἐφόσον ἡ κηρυττομένη αἵρεση
εἶναι «παρὰ ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένη».
γ) Δηλώνεται σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως, ὅτι οἱ ἀποτειχιζόμενοι ἀξίζουν
τιμῆς ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξοῦντες: «ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης
τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται».
Και περαιτέρω, αἰτιολογώντας τὸ νόμιμον, εὔλογον
κι ἐνδεδειγμένο τῆς Ἀποτειχίσεώς τους, ἐπισημαίνει ὅτι:
δ) Κατέγνωσαν ὅτι πρόκειται περὶ ψευδεπισκόπων καὶ
ψευτοδιδασκάλων: «Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων
καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν», συστοιχούμενος ἔτσι ὁ Κανόνας
εὐθέως μετὰ τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου καὶ ἐκφράζοντας τὸ ἅγιον θέλημά
Του περὶ ἀπομακρύνσεως ἀπὸ ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων.
ε) Δὲν σχίζουν τὴν Ἐκκλησία, ἀλλ' ἀντιθέτως μὲ τὴν πράξη
τῆς Ἀποτειχίσεώς τους προστατεύουν τὴν Ἐκκλησία, ἀπομακρύνοντας
τὰ σχίσματα καὶ τὸν κατακερματισμό της: «καὶ οὐ σχίσματι
τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν
ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
Ὡς ἐκ τούτου ὁ ιε΄ ἱερὸς Κανόνας τῆς ΑΒ Συνόδου ὡς
πρὸς τὴν παύση μνημονεύσεως καὶ τὴν Ἀποτείχιση μήτε δυνητικὸς μηδὲ ὑποχρεωτικὸς εἶναι, διότι δὲν θεσμοθετήθηκε
γι' αὐτὸν τὸν λόγο, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἐπιβάλει τὴν Ἀποτείχιση. Ὡστόσο
ἐμμέσως πλὴν σαφῶς —προβάλλοντας τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ
ἐπίσκοπο, τιμώντας τὸν ἀποτειχιζόμενο καὶ ἐξυμνώντας τὴν πράξη τῆς
Ἀποτειχίσεως— εἶναι σαφῶς καὶ ἀδιαμφισβητήτως καὶ ἀστασιάστως προτρεπτικὸς πρὸς τὴν Ἀποτείχιση,
ἀναγνωρίζων τὴν νομιμότητά της καὶ διδάσκων τὴν ἀναγκαιότητά της.
Ὁ ιε' Κανόνας, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιλαμβάνει κολασμὸ
τοῦ μὴ ἀποτειχιζομένου ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο γιὰ τρεῖς βασικοὺς
λογους:
α) Διότι δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ ἀντικείμενό του, δηλαδὴ
νὰ ἐπιβάλει τὴν Ἀποτείχιση, γι' αὐτὸ καὶ ἀρκεῖται παρεμπιπτόντως τοῦ ἀντικειμένου
του (ἀποτροπὴ τῶν σχισμάτων) νὰ προτρέπει εἰς αὐτήν. Εἶναι χαρακτηριστικὸ
ὅτι δὲν ἀναφέρεται σὲ προγενεστέρους ἱεροὺς Κανόνες γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση
ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο ―διότι αὐτοὶ θεωροῦνται δεδομένοι καὶ
γνωστοί― ἀλλὰ ἐπιλέγει νὰ ἐγκωμιάσει τὴν Ἀποτείχιση ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ
ἐπίσκοπο, ἀντιδιαστέλλοντάς την μάλιστα μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση ὡς
πρὸς τὴν καταδικαστέα καὶ κολάσιμη αὐθαίρετη ἀπομάκρυνση (σχίσμα)
ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο γιὰ ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἐκτὸς τῆς Πίστεως, λόγο.
β) Διότι περὶ τῆς Ἀποτειχίσεως ἐπιλαμβάνονται ἄλλοι
ἱεροὶ Κανόνες ἀμέσως ἢ ἐμμέσως, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν εἶναι δυνατὸν
δύο ἢ περισσότεροι Κανόνες νὰ κολάζουν τὸ ἴδιο ἔγκλημα, ἐν προκειμένῳ
τὴν κοινωνία μετὰ τῶν αἱρετικῶν.
γ) Καί, τὸ κυριώτερον: Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ ψευδοπροφῆτες,
ψευδοδιασκάλους (αἱρετικοὺς κι αἱρετίζοντες) εἶναι τὸ ἅγιον θέλημα
καὶ ρητὴ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἐπὶ τῶν ὁποίων οὐδεὶς «ἐφαρμοστικός» Κανόνας
χρειάζεται, ἀλλὰ ἡ παράβασή τους αὐτόχρημα ἐπισύρει τὴν μεγαλυτέρα
καὶ τρομερωτέρα ποινή, τὴν «μητέρα» τῶν κολασμῶν, δηλαδή: τὴν ἀπώλεια τῆς σωτηρίας τοῦ παραβάτη
εἰς τὴν ἐπουράνιο Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε Νομοθέτης καὶ Κριτὴς
εἶναι ὁ Ἴδιος.
Καταλαβαίνουν ἆραγε οἱ ζητοῦντες ὑποχρεωτικὸ «ἐφαρμοστικό» ἱερὸ
Κανόνα ἐπ' αὐτοῦ, γιὰ νὰ προβοῦν εἰς τὴν Ἀποτείχιση ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ
ἐπίσκοπο, τὴν βλασφημία ποὺ μετέρχονται κατὰ τοῦ Κυρίου; Καὶ ἀναλογίζονται
τί θὰ ἀπολογηθοῦν γιὰ τὴν ἐναντίον τοῦ ἁγίου θελήματος καὶ τῆς ἐντολῆς
τοῦ Χριστοῦ στάση τους πρὸ τοῦ φοβεροῦ βήματός Του; Ἰδιαιτέρως ὅταν ἐπηρεάζουν
―ὡς ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, γέροντες καὶ πνευματικοί, ἀκόμη ὡς πανεπιστημιακοὶ
καὶ μὴ διδάσκαλοι-θεολόγοι― τὸ λογικὸ ποίμνιο ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε
ὁ Κύριος καὶ τὸ συμπαρασύρουν μαζί τους εἰς τὴν ἀπώλεια!...
Στοὺς καιροὺς τῆς γενικευμένης ἀποστασίας
παντοῦ καὶ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ἱερατικῆς διακονίας, ὅπως καὶ σὲ
ὅλα τὰ στρώματα τῶν λαϊκῶν, καλλιεργεῖται τὸ τραγικὸ φαινόμενο νὰ
προσαρμόζουμε καὶ νὰ προσομοιώνουμε τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι μας εἰς τὴν
ἁμαρτωλότητά μας. Ἐν προκειμένῳ στὴν δειλία μας, ἀπότοκη τῆς ὀλιγοπιστίας/ἀπιστίας
μας, καὶ στὴν ἀβελτηρία μας ἔναντι τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Πλάστου μας, τοῦ
Κυρίου καὶ Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὸ κακὸ ξεκίνησε μὲ τὴν ἀποδοχὴ καὶ τὴν «ἀθώωση» τῶν
παθῶν μας, διαβρώνοντας τὴν ἠθική μας, ἀλλὰ γρήγορα διάβρωσε καὶ τὴν
Πίστη μας, τὴν θεολογία μας καὶ τὴν ἐκκλησιολογία μας, γιὰ νὰ καταλήξουμε
στὴν αὐτοθεοποίησή μας. Διότι ἀργὰ ἢ γρήγορα ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ στὴν
αἵρεση καὶ ἡ αἵρεση στὴν ἁμαρτία.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι αὐτὸ ποὺ ἐκλαμβάνουμε ὡς Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ «ἐκκλησία» τῆς ἀποστασίας
μας, ἡ «ἐκκλησία» τῆς Δεσποτοκρατίας, ἀπ’ ὅπου ἐκδιώχθηκε ὁ Χριστὸς
καὶ ἀνομολογήτως λατρεύεται ὁ Ἀντίχριστος, κρυμμένος μέσα στὶς κακοδοξίες
μας, στὶς αἱρέσεις μας καὶ στὰ πάθη μας...
Δροσερὸ Τρικάλων, 17 Νοεμ. 2016
Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο
Βιβλιογραφία: (1) Θεοδωρόπουλος, Τὰ δύο
ἄκρα...· (2) Τρικαμηνᾶς, Ἡ διαχρονικὴ
συμφωνία...· (3) Ράλλης-Ποτλῆς, Σύνταγμα...·
(4) Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, Καινὴ Διαθήκη· (5)
Νικόδημος Ἁγιορείτης, Πηδάλιον...
[1] Κανὼν α’: Γνώμῃ
τοῦ Ἐπισκόπου οἰκοδομείσθω μοναστήριον. Κανὼν β’: Περί τοῦ ὅτι απαιτείται ὁ ἀναδεξόμενος
τὸν μοναχόν. Κανὼν γ’: Περί τοῦ ἀμελοῦντος
τῶν ὑπὸ
χείρα μοναχῶν. Κανὼν δ’: Περί
των καταλειπόντων τὰς οἰκείας μονὰς, καὶ μὴ ἐπανελθόντων. Κανὼν
ε’: Περί τοῦ τῆς πείρας χρόνου τῶν μονασόντων. Κανὼν ς’: Περί
τοῦ μὴ ἴδιόν τι ἔχειν τοὺς μοναχούς. Κανὼν ζ’: Περί τοῦ μὴ οἰκοδομεῖν
μονήν τὸν ἐπίσκοπον ἐπί καταλύσει τῆς Ἐπισκοπῆς. Κανὼν
η’: Περί τῶν μὴ διὰ νόσημα εὐνουχιζόντων. Κανὼν θ’: Περὶ
τῶν τυπτόντων ἀμέσως ἤ ἐμμέσως ἱερέων. Κανὼν ι’: Περί
τῶν τοῖς ἱεροῖς εἰς οἰκείαν χρωμένων ὑπηρεσίαν. Κανὼν ια’: Περὶ
κληρικῶν ἀξιώματα κοσμικὰ ἀναδεχομένων. Κανὼν ιβ’:
Περὶ τῶν αὐτῶν ἐν εὐκτηρίοις λειτουργούντων
χωρίς γνώμης τῶν Ἐπισκόπων. Κανὼν ιγ’: Περί σχίσματος κληρικῶν
ἀπὸ τῶν ἰδίων Ἐπισκόπων. Κανὼν ιδ’: Περὶ
σχίσματος Ἐπισκόπων ἀπὸ τῶν ἰδίων μητροπολιτῶν. Κανὼν
ιε’: Περὶ σχίσματος μητροπολιτῶν ἀπὸ τῶν
ἰδίων Πατριαρχῶν. Κανὼν ις’: Περὶ
τοῦ μὴ ἐκλέγειν ἐπίσκοπον ζώντος τοῦ πρώτου. Κανὼν ιζ’: Περὶ
τοῦ μὴ ἀθρόον λαϊκόν τινα, ἢ μοναχὸν ἐπισκοπεῖν.
[2] «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἐγκλήματος
πρόφασιν ποιούμενος κατὰ τοῦ οἰκείου μητροπολίτου, πρὸ συνοδικῆς
διαγνώσεως ἀποστήσει ἐαυτὸν τῆς πρὸς αὐτὸν κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει
τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ εἰθισμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, τοῦτον ὥρισεν
ἡ ἁγία σύνοδος καθῃρημένον εἶναι· εἰ μόνον ἀποστὰς τοῦ οἰκείου μητροπολίτου
σχίσμα ποιήσοι. Δεῖ γὰρ ἔκαστον τὰ οἰκεῖα μέτρα γινώσκειν καὶ μήτε τὸν
πρεσβύτερον καταφρονεῖν τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, μήτε τὸν ἐπίσκοπον
τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου». (ιδ΄/ΑΒΣ)
[3] (ιε΄Κ/ΑΒΣ): «Τὰ ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν,
πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ
Ἐπίσκοπος ἢ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον
Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέροι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον
καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς
καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία
Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη
τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν
προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ σχίσμα
ποιούντων, καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι' αἱρεσίν
τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν
πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν
δημοσίᾳ κηρύττοντος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' Ἐκκλησίας διδάσκοντος,
οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρὸ συνοδικῆς
διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες,
ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ Ἐπισκόπων,
ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι
τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν
Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι». (Βλ. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Πηδάλιον»,
σ. 358).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.