Του Άγγελου Ρούσσου
Έντονο προβληματισμό για το που οδηγούμαστε όσον αφορά την πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας προκαλούν οι τοποθετήσεις του καθηγητή Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Χρυσόστομου Σταμούλη.
Σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών μιλάει για τις σχέσεις Πάπα-Οικ.Πατριάρχη, το προσφυγικό, το λόγο κάποιων Ιεραρχών που προσεγγίζει όπως ισχυρίζεται τα πιστεύω της Χρυσής Αυγή, το σύμφωνο συμβίωσης, το μάθημα των Θρησκευτικών και άλλα τινά…

«Ακούμε μέλη της Εκκλησίας να ταυτίζονται με τα φαινόμενα της Χρυσής Αυγής ή άλλων ακραίων φονταμενταλιστικών ομάδων, των οποίων η οντολογία και η ιδεολογία δεν έχουν καμία σχέση με τον πυρήνα της ορθόδοξης διδασκαλίας. Πρόκειται για πραξικόπημα απέναντι στο Ευαγγέλιο» αναφέρει ο καθηγητής καρφώνοντας ξεκάθαρα Μητροπολίτες όπως ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος και ο Πειραιώς Σεραφείμ
και υπενθυμίζει ότι ο Χριστός υπήρξε πρόσφυγας, επισημαίνοντας ότι η ορθόδοξη παράδοση διδάσκει όχι απλώς την ανεκτικότητα αλλά την ουσιαστική συνάντηση με το διαφορετικό.
Ο ξένος στην ορθόδοξη παράδοση είναι μια κυρίαρχη οντολογική πραγματικότητα, γιατί ο ίδιος ο Xριστός είναι ιστορικά και θεολογικά ξένος, λέει ο κ. Σταμούλης και υποστηρίζει πως ο λόγος που φτάσαμε στο σημείο μέσα στην Εκκλησία να ακούγονται ακραίες-όπως τις χαρακτηρίζει-θέσεις είναι επειδή κλειστήκαμε στον εαυτό μας
Διευκρινίζει πάντως ότι «δεν πρέπει να τα φορτώνουμε όλα στην Εκκλησία -αυτό θα ήταν μια εύκολη λύση, διότι τα ακραία φαινόμενα είναι κυρίως γέννημα ενός ασφυκτικού και φοβικού πολιτισμού, ο οποίος δεν στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, αλλά στην αντιπαράθεση με κάτι που θεωρεί πως πάντα βρίσκεται εκτός του κλειστού του εαυτού.

Συνηθίσαμε μ’ αυτόν τον τρόπο να βλέπουμε το διαφορετικό σαν απειλή και όχι σαν τόπο συνάντησης με τον άλλο και άσκησης της αυτοσυνειδησίας μας.»
Στη συνέχεια χαρακτηρίζει υποθέσεις όπως τον πόλεμο κατά του συμφώνου συμβίωσης, των αλλαγών στο μάθημα των Θρησκευτικών, της συζήτησης στο σχολείο για θέματα ισότητας των φύλων «χαμένες μάχες», και συνέκρινε την σημερινή κατάσταση με το θέμα των ταυτοτήτων και του πολιτικού γάμου.
«Η Εκκλησία έχει δημόσιο λόγο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει την εξουσία να επιβάλει τις απόψεις της. Πολιτειακά είναι ένα μέρος του κόσμου, όπως είναι οι υπόλοιπες θρησκείες που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο.
Κανένας σοβαρός συνταγματολόγος δεν ερμηνεύει σήμερα τον συνταγματικό όρο «επικρατούσα θρησκεία» με την έννοια της κρατικής ή της ευνοούμενης θρησκείας.
Είναι η θρησκεία της πλειονότητας του ελληνικού λαού, τίποτα περισσότερο.
Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα δεν έχει αναγνωριστεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία κανένα ιδιαίτερο προνόμιο σε σχέση με τις άλλες θρησκείες στη χώρα μας.
Είναι ατυχές να λέγεται, για παράδειγμα, ότι το μάθημα των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση είναι προνόμιο της Εκκλησίας.
Ανήκει αποκλειστικά στην πολιτεία, αυτό ορίζει ο νόμος.» σημειώνει
Ιδιαίτερα προκλητικός εμφανίζεται όταν μιλάει για το σύμφωνο συμβίωσης:
«Οταν ο Μεγάλος Βασίλειος έγραφε την «Εξαήμερο» και ο Αγιος Γρηγόριος το «Περί κατασκευής του ανθρώπου», είχαν κατά νου το επιστημονικό κοσμοείδωλο της εποχής τους.
Σήμερα η συζήτηση επιβάλλεται να ξαναγίνει, παίρνοντας υπόψη το επιστημονικό κοσμοείδωλο της σημερινής εποχής.
Με βάση αυτό το κοσμοείδωλο πρέπει να εκφράσει τη γνώμη της η Εκκλησία» τονίζει.
Τέλος σε ότι αφορά την στάση του Πάπα, του Οικουμενικού Πατριάρχη ή του αρχιεπισκόπου Αλβανίας απαντάει:
«Πράγματι έχουν γίνει πολλά βήματα με τον καινούργιο Πάπα· ο λόγος του είναι διαφορετικός.
Μακάρι να μη μείνει μόνο στο συμβολικό επίπεδο, αλλά να περάσει στο επίπεδο της πράξης, αλλάζοντας τις δομές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Η ταύτιση της Εκκλησίας με μια εθνική συνείδηση και μια κρατική δομή δημιουργεί τον κίνδυνο του εθνοφυλετισμού και των προβλημάτων που αυτός γεννά.
Οταν δεν έχει η Εκκλησία την ισχύ της κρατικής δομής, στέκεται διαφορετικά απέναντι στην ετερότητα.
Πράγματι, ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποτελούν κατεξοχήν παράδειγμα πρόσληψης της ετερότητας.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η χριστιανική ταυτότητα διαλέγεται με διαφορετικές ταυτότητες, έχοντας ισχυρή αίσθηση αυτοσυνειδησίας, χωρίς όμως να κυριαρχεί το κριτήριο ποιος είναι καλύτερος ή χειρότερος.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι θρησκείες μπορούν να αποτελέσουν εκείνες τις «ανίσχυρες» δυνάμεις που συγκροτούν ενότητα και δίνουν στοιχεία ελευθερίας.
Αλλά και στην ελληνική Ορθοδοξία, οι προκλητικές φωνές δεν είναι ο κανόνας της Εκκλησίας, δεν εκφράζουν το σύνολό της.
Είναι φωνές προσωπικές, οι οποίες δημιουργούν προβλήματα επειδή είναι πάρα πολύ επίμονες.
Η επίσημη Εκκλησία δεν έχει εκφράσει απόψεις ξενοφοβικές ή αν το έχει κάνει, κάποιες ελάχιστες φορές, τούτο αποτελεί εξαίρεση στην πορεία της.
Νομίζω ότι τα επόμενα χρόνια θα είναι υποχρεωμένη η Εκκλησία να κινηθεί στην κατεύθυνση της πραγμάτωσης μιας ειρηνικής και ουσιαστικής κοινωνικής ζωής, αν θέλει να συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο και ταυτόχρονα να κινείται στο πλαίσιο του παραδείγματος του Χριστού.
Θα είναι κρίμα να μην αντλήσει από τον τεράστιο πλούτο της παράδοσης και των μνημείων του πολιτισμού της Ορθοδοξίας, αλλά από τις εξαιρέσεις αυτής της παράδοσης, που δεν είναι και οι καλύτερες και ενέχουν τον κίνδυνο να οδηγήσουν την Εκκλησία εκτός της Ιστορίας».