Εἶναι γνωστὸ στὴν Ἱστορία, ὅτι ὅποιος δὲν μαθαίνει ἀπὸ τὰ διδάγματα τοῦ
παρελθόντος θὰ ἐπαναλάβει τὰ ἴδια λάθη ἀκόμα καὶ χειρότερα στὸ μέλλον. Αὐτὸ
ἰσχύει ἀκόμα περισσότερο στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας: Ὅποιος δὲν διδάσκεται ἀπὸ τὴν
διδασκαλία τῶν Πατέρων καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετώπισαν τοὺς ἐχθρούς Της, αὐτὸς
θὰ ὑποπέσει σὲ μεγαλύτερη πλάνη καὶ αἵρεση ἀπ’ ὅτι οἱ προηγούμενοι αἱρετικοί.
Τρανταχτὸ παράδειγμα γιὰ τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι
δὲν διδάχθηκαν τίποτα ἀπὸ τὶς φιλενωτικὲς προσπάθειες τοῦ παρελθόντος καὶ
προσπαθώντας νὰ τὶς μιμηθοῦν καὶ νὰ τὶς ξεπεράσουν, κατάντησαν παναιρετικοὶ καὶ
ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Γιὰ νὰ γίνει κατανοητὴ αὐτὴ ἡ διαπίστωση θὰ συγκρίνουμε τοὺς φιλενωτικοὺς τοῦ
13ου καὶ 14ου αἰῶνα μὲ τοὺς σημερινοὺς Οἰκουμενιστὲς μὲ
βάση δύο κείμενα: Τὴν πρόταση τοῦ Πάπα Γρηγορίου Ι’ στὸν Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγο
καὶ μία φράση τοῦ γνωστοῦ ἀπὸ τοὺς διαλόγους του μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ ἀπὸ τὴν τελικὴ συνοδικὴ καταδίκη του, Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ μισὸ περίπου
αἰῶνα ἀργότερα1.
Ἡ ἀνακατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης στὶς 24 Ἰουλίου 1261 ἀπὸ τὸν
αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγο, στὴν προσπάθεια του νὰ συνεχίσει
τὸ ἔργο τῶν μεγάλων προκατόχων του καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὰ ἐδάφη καὶ τὴν αἴγλη
τῆς πάλαι ποτὲ ἔνδοξης αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων «Βυζαντινῶν», ἔφερε, ὅπως ἦταν
ἀναμενόμενο, μεγάλη χαρὰ στοὺς Ρωμιούς, ἀλλὰ καὶ μεγάλα προβλήματα. Διότι ἐκτὸς
ἀπὸ τὰ οἰκονομικὰ βάρη ποὺ ἐπέφερε ἡ ἀποκατάσταση τῶν τρομερῶν ζημιῶν, ποὺ
προκάλεσαν οἱ σταυροφόροι τῆς 4ης σταυροφορίας στὴν πόλη, ἡ ἀνακατάληψη αὐτὴ ἀπὸ
τὴν μία μεριὰ ἐνέπλεξε πάλι τὴν αὐτοκρατορία ἄμεσα στὶς πολύπλοκες εὐρωπαϊκὲς
ὑποθέσεις καὶ στοὺς κινδύνους, ποὺ αὐτὴ εἶχε ἀποφύγει, ὅσο τὸ κέντρο της ἦταν
στὴν Νίκαια τῆς Μ. Ἀσίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀνακατάληψη αὐτὴ προκάλεσε τὴν ἀναμενόμενη
ἐκδικητικὴ ὀργὴ τῶν Λατίνων ποὺ πίστευαν, ὅτι εἶχαν πιὰ ὑποτάξει τοὺς
«σχισματικοὺς Γραικούς». Κατὰ τὴν γνώμη τους ἡ πόλη ἀνακαταλήφθηκε λόγῳ τῆς
δολιότητας τοῦ ὑποτιθέμενου αὐτοκράτορα καὶ τῶν «γραικῶν» «qui Graecorum imperatorem vocari se facit… civitatem eandem, cum non posset illam violenter capere proditionaliter occupavit»2. Ἔτσι ἄρχισαν
ἀμέσως μὲ προτροπὴ τοῦ Πάπα Οὐρβανοῦ Δ’ τὴν προετοιμασία γιὰ μία σταυροφορία
ἐναντίον τῶν ὀρθοδόξων Ρωμαίων, τῆς ὁποίας ἡγέτης θὰ ἦταν ὁ Κάρολος ὁ Ἀνδεγαυός3.
Ὁ Μιχαήλ Η΄ θεώρησε ὡς ἔμπειρος
πολιτικὸς καὶ γνήσιος «βυζαντινός», ὅτι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ σταματήσει τὸν
ἄμεσο κίνδυνο ποὺ τὸν ἀπειλοῦσε καὶ νὰ ἐλευθερώσει τὰ δυτικὰ σύνορά του ἀπὸ τὴν
ἀπειλὴ τῆς ἐπικείμενης σταυροφορίας, ἦταν νὰ συνεχίσει τὴν πολιτικὴ τῶν
προκατόχων του, ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο τὸν Κομνηνὸ μέχρι τὴν ἐποχή του, καὶ νὰ τὰ βρεῖ
μὲ τὸν Πάπα προσφέροντας του τὸ μεγάλο μέσο τῆς «βυζαντινῆς» διπλωματίας, τὴν «Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν»: «μηδὲ γὰρ ἄλλως ἔχειν πείθειν τὸν πάπα ὑπερμαχεῖν τῶν Γραικῶν, εἰ μὴ
ταῦτα λέγοι καὶ πράττοι»4 καὶ «ὅθεν ἀνάγκαις τοσαύταις συνεζευγμένος ὁ βασιλεύς, πρὸς ἀπόγνωσιν
ἐλαυνούσαις, διαπρεσβεύεται ἤδη καὶ πρὸς τὸν πάππαν περὶ τῆς τῶν ἐκκλησιῶν
ὁμονοίας καὶ ἑνώσεως... εἰ μόνον ἐμποδὼν τῇ ἐκστρατείᾳ γένοιτο τοῦ Καρούλου»5.
Κινητήρια δύναμη λoιπὸν αὐτῆς τῆς προσπάθειας δὲν
ἦταν ἡ διάσωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀντιθέτως ἡ πίστη θυσιάζονταν στὸ βωμὸ τῆς
αὐτοκρατορικῆς πραγματιστικῆς πολιτικῆς στοχοθεσίας τῆς διασώσεως τῆς
αὐτοκρατορίας, ὅ,τι κι ἂν αὐτὸ κόστιζε. Ἔτσι, ἐνῶ στὴν ἀρχή, ὁ αὐτοκράτορας καὶ
ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία διαλαλοῦσαν, ὅτι τὰ ὀρθόδοξα δόγματα δὲν θὰ ἄλλαζαν, τὰ
δόγματα αὐτὰ θυσιάστηκαν τελικὰ στὶς πολιτικὲς σκοπιμότητες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Διότι ὁ Παπισμὸς6 καταλάβαινε τὴν κίνηση αὐτή,
ἀπὸ τὴν γέννησή της, ὡς εὐκαιρία νὰ ἀναγνωρίσουν «οἱ «σχισματικοὶ γραικοί» [«Graecorum indomita colla domanda scissamque…
reparandam» 7], κλῆρος καὶ λαός, στὸ σύνολό τους [«...a te, clero et populo... exigimus»8] τὸ παπικὸ δόγμα καὶ τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα τῆς
Ρώμης καὶ ζητοῦσε ὡς ἀντάλλαγμα, γιὰ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ βοήθεια, τὴν
πλήρη καὶ ἀπροκάλυπτη ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀκολούθως οἱ διαπραγματεύσεις τοῦ Μιχαὴλ μὲ τοὺς Πάπες Οὐρβάνο Δ΄ καὶ Κλήμη
Δ΄ καὶ ἡ πιθανότητα σύγκλισης μίας οἰκουμενικῆς συνόδου ἀπέτυχαν ἐξ αἰτίας τῆς
παπικῆς ἀδιαλλαξίας, μιᾶς καὶ ὁ Μιχαὴλ γνώριζε ὅτι τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο δὲν θὰ
δεχόταν μία τέτοιου εἴδους ἀπροκάλυπτη ὑποταγὴ στοὺς Λατίνους.
Ἡ βοήθεια ποὺ ζητοῦσε ὁ Μιχαὴλ ἦρθε τελικὰ ἀπὸ τὸν ἑπόμενο Πάπα, Γρηγόριο
Ι΄: «Τέλος τοῦ κατὰ Συρίαν Γρηγορίου,
ἀνδρὸς διαβεβοημένου εἰς ἀρετὴν καὶ ζηλωτοῦ τῆς ἀρχαίας τῶν ἐκκλησιῶν εἰρήνης
καὶ ὁμονοίας, εἰς τὸ παπικὸν προσκληθέντος ἀξίωμα... πέμψαι πρὸς τὸν βασιλέα
καὶ φιλικῶς μὲν τὰ πρῶτα ἐκεῖνον ἀσπάσασθαι, ἅμα δὲ καὶ δηλῶσαι τὴν κλῆσιν, καὶ
ὡς τῆς εἰρήνης ἐκτόπως τῶν ἐκκλησιῶν ὀρέγοιτο»9. Ὁ Γρηγόριος
ἤθελε ὅσο τίποτα ἄλλο τὴν ἐπανάκτηση τῶν Ἁγίων Τόπων καὶ γνώριζε καλὰ τὸν
σημαντικὸ ρόλο ποὺ θὰ ἔπαιζε σὲ μία τέτοια κίνηση «τὸ Βυζάντιο». Κατάλαβε ἐπίσης
ὅτι, γιὰ νὰ ἐπιτεχθεῖ ἡ ἕνωση, ἔπρεπε ἡ Ρώμη νὰ ἀλλάξει τακτική.
Ἔτσι ἔστειλε στὶς 24 Ὀκτωβρίου 1272 μία ἐπιστολὴ στὸν Μιχαήλ, στὴν ὁποία
ἐξέφραζε τὴν καρδιακή του ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἕνωση καὶ τὸν τερματισμὸ τοῦ ψυχικοῦ
πόνου ποὺ προκαλεῖ στὸν χριστιανικὸ λαὸ τὸ σχίσμα [«… ad pacem et unionem populi Christiani… maximum dolorem… propter schismata»10]. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ Πάπας παρουσιάζει
τὴν ἀλλαγὴ πολιτικῆς τῆς Ρώμης ἀπέναντι στοὺς Ὀρθόδοξους: Ὁ αὐτοκράτορας πρέπει
νὰ ὑπογράψει μπροστὰ στοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Πάπα τὴν ἀναγνώριση τοῦ Πρωτείου
τοῦ Πάπα καὶ τοῦ παπικοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐνέργεια θὰ ἦταν γιὰ
τὴν ἀρχὴ γνωστὴ μόνο στὸν ἴδιο καὶ σὲ
κάποιους ἐπισκόπους καὶ ἀξιωματούχους τῆς αὐλῆς. Μετά, ὅταν καὶ ὅποτε ὁ Πάπας θὰ τὸ ἐπιθυμοῦσε, καὶ μέσῳ μίας
κατάλληλης προεργασίας, θὰ ἐπεκτείνονταν σιγὰ σιγὰ καὶ θὰ γινόταν ἀποδεκτὴ καὶ
ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο ποίμνιο, κλῆρο καὶ λαό. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορα γιὰ μία
σύνοδο γίνεται δεκτὴ ὑπὸ τὸν ὅρο, ὅτι
ἐκεῖ δὲν θὰ συζητιοῦνταν θέματα τῆς Πίστεως ἢ δογματικὲς διαφορὲς τῶν δύο
πλευρῶν.
Παράλληλα ὁ Γρηγόριος ἔδωσε ὁδηγίες στοὺς ἀπεσταλμένους του, πῶς πρέπει νὰ
γίνουν οἱ διαπραγματεύσεις μὲ τοὺς Ἕλληνες: Ἂν οἱ Ἕλληνες ἔχουν πρόβλημα μὲ τὸν
ὅρο [«nos… catholicae fidei veritatem… recognoscimus»], δηλ. «ἐπαναγνωρίζουμε
τὴν ἀλήθεια τῆς καθολικῆς πίστης», τότε θὰ μποροῦσαν νὰ προτείνουν τὴν
ἔκφραση [«convenimus in suprascriptam catholicam fidei veritatem»], δηλ. «συναντιόμαστε
στὴν ἀπὸ τὴν γραφὴ ἐπιβεβαιωμένη καθολικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεως»· καὶ ἂν κι
αὐτὸ τοὺς φαίνεται ἀκραῖο, τότε [«desideramus eandem fidem agnoscere, suscipere et profiteri»], δηλ. «ἐπιθυμοῦμε
νὰ ἀναγνωρίσουμε, νὰ ἀναλάβουμε καὶ νὰ ὁμολογήσουμε τὴν ἴδια πίστη». Ἔτσι
ἐπιτυγχάνεται πρὶν ἀπὸ τὴν πολιτική, μία πνευματικὴ ἑνότητα [«unio Latinorum et Graecorum in unius professione fidei et caritatis solidae unitate»11].
Ὁ Μιχαὴλ δέχθηκε τοὺς ὅρους ἐλπίζοντας στὴν ἀποτροπὴ τῆς ἐναντίον τῆς
αὐτοκρατορίας σταυροφορίας καὶ παρουσίασε τὶς προτάσεις τοῦ Πάπα στὸν Πατριάρχη
Ἰωσήφ Α΄ τοῦ Γαλησιώτου: «Καλέσας λοιπὸν
παρ᾿ αὐτῷ ὁ Μιχαὴλ τὸν Πατριάρχην Ἰωσήφ, τοὺς ἀρχιερεῖς καί τινας κληρικοὺς
προέτρεπεν αὐτούς, ἵνα παραδεχθῶσι τὴν τῶν Ἐκκλησιῶν ἕνωσιν, λέγων, ὅτι οὐδὲν
τὸ ἀντικανονικὸν ἔχει ἡ ἐπ᾿ ἐκκλησίας ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα. Τοιαῦτα
τοῦ βασιλέως εἰπόντος, ὁ Πατριάρχης ἀνέθετο τῷ λογίῳ Χαρτοφύλακι Ἰωάννῃ Βέκκῳ,
ν᾿ ἀναιρέσῃ τὰ λεχθέντα καὶ εἴπῃ τί περὶ τῶν Λατίνων ἐφρόνει. Ὁ Βέκκος λαβὼν
τὸν λόγον, εἶπε πρὸς τοῖς ἄλλοις, ὅτι οἱ Λατῖνοι εἰ καὶ οὐ λέγονται αἱρετικοί,
εἰσὶν ὅμως αἱρετικοί. Ἀλλ᾿ εὐθὺς μετὰ τοὺς λόγους αὐτοῦ τούτους συνελήφθη καὶ
διαταγῇ βασιλικῇ ἐρρίφθη εἰς τὴν φυλακὴν Κελτοῖς σωματοφύλαξι παραδοθείς. Ὁ δὲ
αὐτοκράτωρ Μιχαήλ, ἐπειδὴ διὰ τοῦ μέσου τούτου οὐδὲν κατώρθωσε, διότι γενομένης
συνόδου μόνος Κωνσταντῖνος ὁ Μελιτηνιώτης καὶ Ἀρχιδιάκονος βασιλικός, καὶ ὁ
Πρωταποστελάριος Γεώργιος ὁ Κύπριος παρεδέξαντο τὴν γνώμην τοῦ βασιλέως, οἱ δ᾿
ἄλλοι ὁμοφώνως ἅπαντες ἐκηρύχθησαν ἀντίθετοι»12. Οἱ ὅροι τοῦ Πάπα δὲν ἔγιναν δεκτοὶ καὶ
ὁ Μιχαὴλ εἶχε ἀπομονωθεῖ μέσα στὸ ἴδιο του τὸ βασίλειο. Ἀκόμα καὶ ἡ ἀδελφή του
Εὐλογία τὸν ἐγκατέλειψε. Τελικὰ ὅμως ἡ τύχη τοῦ χαμογέλασε. Ὁ Ἰωάννης Βέκκος, ὁ
ὑπερασπιστὴς τῆς Πίστεως, εἴτε γιατὶ τοῦ ὑποσχέθηκαν τὸ Πατριαρχεῖο (πρᾶγμα ποὺ
εἶναι τὸ πιὸ πιθανό), εἴτε γιατὶ πείστηκε ἀπὸ τὰ λατινικὰ βιβλία ποὺ τοῦ ἔδωσε
ὁ Μιχαὴλ νὰ τὰ διαβάσει στὴν φυλακή, ἀνέκρουσε πρύμναν καὶ ἔγινε, ἀπὸ
ὑπερασπιστὴς τῆς Πίστεως, τυφλὸ ὄργανο τοῦ Μιχαὴλ καὶ φωνὴ τῶν φιλενωτικῶν: «καὶ ὁ πρὶν μάχαιρα δίστομος κατὰ Λατίνων ἱστάμενος (λέει
ὁ Παχυμέρης), πρύμναν ἤδη κρουσάμενος,
ἑτερακλέα τὴν νίκην ποιεῖται. Δι᾿ ἃ δὴ καὶ ἐπὶ τὸν πατριαρχικὸν ἀναβεβηκὼς
θρόνον πάντα ἦν αὐτὸς τῷ βασιλεῖ, καὶ γλῶττα καὶ χεὶρ καὶ κάλαμος γραμματέως
ὀξυγράφου, καὶ λέγων καὶ γράφων καὶ δογματίζων, ἔχων συνεργοὺς καὶ συλλήπτορας
τοῦ ἀγῶνος τόν τε Μελιτηνιώτην καὶ τὸν Μετοχίτην, ἀρχιδιακόνους τοῦ βασιλικοῦ
κλήρου»13. Ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ ὁρκίστηκε
νὰ μὴν ὑπογράψει τὴν ἕνωση καὶ ἀηδιασμένος ἀπὸ τὶς μηχανορραφίες τῶν
φιλενωτικῶν καὶ τὴν πνευματική τους πτώση παραιτήθηκε. Ὁ Βέκκος πῆρε μὲ χαρὰ καὶ
φιλενωτικὸ ζῆλο τὴν θέση του.
Τελικὰ οἱ ἐξελίξεις δρομολόγησαν τὴν πραγματοποίηση τῆς γνωστῆς ψευτοσυνόδου
τῆς Λυών μὲ τὰ τραγικά της ἀποτελέσματα: τὶς φροῦδες καὶ ἀνεκπλήρωτες
προσδοκίες τοῦ αὐτοκράτορα, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὸν διχασμό, ἀλλὰ καὶ τὴν τελικὴ
νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν μὴ ἀναγνώριση τῆς ψευτοσυνόδου καθὼς καὶ τῆς
«ἑνώσεως» ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Μισὸ αἰῶνα ἀργότερα ὅμως ἐμφανίστηκε μία ἄλλη προσωπικότητα ποὺ θὰ
προσπαθοῦσε κι αὐτὴ νὰ κινήσει τὰ πράγματα πρὸς τὸ συμφέρον τῶν φιλενωτικῶν: Ὁ
Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός. Ὁ Βαρλαὰμ φέρεται νὰ ἔγραψε 21 πραγματεῖες κατὰ τοῦ παπικοῦ
δόγματος, τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ τοῦ φιλιόκβε14.
Ὅταν ὅμως ὁ
αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Γ' Παλαιολόγος τὸ 1339 τὸν ἔστειλε ὡς ἀντιπρόσωπό του στὴν
αὐλὴ τοῦ ἐξόριστου Πάπα Βενέδικτου
ΙΒ΄
στὴν Ἀβινιόν, γιὰ νὰ προτείνει μία
σταυροφορία ἐνάντια στοὺς Τούρκους μέσῳ τοῦ γνωστοῦ «βυζαντινοῦ» δολώματος τῆς
ἑνώσεως τῶν «ἐκκλησιῶν», φαίνεται, ὅπως πρὶν ὁ Βέκκος, ὑπὸ τὴν ὑπόσχεση
ἀξιωμάτων καὶ τιμῶν νὰ εἶχε ἀλλάξει γραμμή.
Ὁ
Βαρλαὰμ εἶπε τότε στὸν Πάπα μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: «non tantum differentia dogmatum separat corda Graecorum a vobis, quantum odium quod intravit in animos eorum contra Latinos e multis et magnis malis, quae per diversa tempora passi sunt Graecis a Latinis» δηλ. «δὲν χωρίζουν τόσο οἱ δογματικὲς διαφορὲς τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ ἐσᾶς, ὅσο τὸ μῖσος ἐναντίον τῶν Λατίνων ποὺ εἰσέβαλε στὶς ψυχές τους μετὰ ἀπὸ πολλὰ καὶ μεγάλα κακά, τὰ ὁποῖα τοὺς προξένησαν σὲ διάφορους καιροὺς οἱ Λατῖνοι»15.
Ἐδῶ εἶναι ξεκάθαρο, ὅτι ὁ Βαρλαὰμ ὑποβαθμίζει τὰ θέματα Πίστεως σὲ ἕνα ψυχολογικὸ ἐπίπεδο προβάλλοντας μόνο τὸ μῖσος καὶ τὴν πικρία τῶν Ἑλλήνων ἐνάντια στοὺς Λατίνους, ὑπονοώντας, ὅτι, ἂν ὁ Πάπας δείξει τὸ καλό του πρόσωπο, τὸ μῖσος αὐτὸ θὰ ξεπεραστεῖ καὶ θὰ ξεχαστεῖ. Τίποτα δὲν μᾶς χωρίζει παρὰ τὸ
μῖσος γιὰ λάθη τοῦ παρελθόντος.
Μᾶς θυμίζει κάτι αὐτό;
Συμπεράσματα:
Μετὰ ἀπὸ τὴν θεώρηση τῶν δύο παραπάνω πηγῶν καὶ μὴ ξεχνώντας τὰ γεγονότα,
πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτές, μποροῦμε κάλλιστα νὰ διακρίνουμε πολλὲς ὁμοιότητες
στὴν τακτικὴ τῶν λατινοφρόνων τῆς τότε ἐποχῆς μὲ τοὺς σημερινοὺς Οἰκουμενιστές:
Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα, οἱ Οἰκουμενιστὲς προσπαθοῦν νὰ ὑποβαθμίσουν
τὴν σημασία τῶν δογματικῶν θεμάτων, προβάλλοντας πολιτικὰ καὶ ἐνδοκοσμικὰ
πλεονεκτήματα.
Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα, ἡ
προφύλαξη ἐκκλησιαστικῶν, κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν συμφερόντων –ὑπὸ τὴν
προστασία τῶν ταγῶν τῆς Παγκοσμιοποίησης καὶ τῆς Νέας Τάξης καὶ ἡ
πραγματοποίηση τῶν σκοπῶν αὐτῶν τῶν κύκλων– εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη ποὺ κινεῖ
τοὺς «διαλόγους ἀγάπης».
Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα, ὁ Παπισμός κινεῖται φορώντας τὸ προσωπεῖο τῆς
φιλίας, μιλώντας γιὰ ἑνότητα, ἀγάπη, τέλος τοῦ πόνου ποὺ προκάλεσε τὸ σχῖσμα,
χωρὶς ὅμως νὰ μετανοήσει καὶ χωρὶς νὰ ἀποκηρύξει τὶς αἱρετικὲς του θέσεις καὶ
τὶς φιλοδοξίες του καὶ προσπαθώντας νὰ ἐγκαθιδρύσει τὸ Πρωτεῖο του καὶ τὴν
θέλησή του.
Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα ὁ Παπισμὸς βρίσκει καλοθελητὲς μέσα στοὺς
«ὀρθόδοξους» πολιτικοὺς καὶ κληρικούς, οἱ ὁποῖοι εἴτε γιὰ νὰ καταπολεμήσουν τὰ
πολιτικοκοινωνικά προβλήματα ποὺ ἀπειλοῦν τὴν θέση τους καὶ γιὰ νὰ στηρίξουν στρατηγικὲς
κοσμικοῦ χαρακτῆρα, εἴτε γιὰ νὰ ἀποκτήσουν κοσμικὲς ἀναγνωρίσεις καὶ ἀξιώματα,
ὑποτάσσονται στὶς παπικὲς στρατηγικὲς ἢ τὶς προκαλοῦν μὲ τὶς ἐνέργειές τους,
ἐμφανίζοντας τοὺς ἑαυτούς τους ὡς δῆθεν σωτῆρες.
Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα, οἱ μυημένοι σ’ αὐτὰ τὰ σχέδια εἶναι λίγοι,
κληρικοί, κυρίως ἐπίσκοποι καὶ ἀξιωματοῦχοι τοῦ κράτους καὶ τοῦ «πνευματικοῦ»
κόσμου, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀναλάβει τὸ ἔργο νὰ ἀναμορφώσουν τὸ ποίμνιο καὶ νὰ
προωθήσουν, χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτό, τὴν πραγμάτωση τῶν σκοπῶν τους.
Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα, προβάλλονται ὡς διακύβευμα, ἡ ἀντιμετώπιση τρομερῶν
κίνδυνων ποὺ προκαλοῦν φόβο καὶ ἀνησυχία στὸ ποίμνιο καὶ ἔτσι τὸ καθιστοῦν εὔκολο
θῦμα χειραγωγίας καὶ ἕρμαιο τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα, ὑποβαθμίζονται τὰ θέματα Πίστεως καὶ τὰ
δόγματα καὶ ὑπερτονίζονται ψυχολογικοὶ παράγοντες, ὅπως ἀγάπη, εἰρήνη, ὁμόνοια
γιὰ τὴν προώθηση τῶν οἰκουμενιστικῶν κακοδοξιῶν ἢ ὅπως μῖσος, ἐμπάθεια,
χαιρεκακία γιὰ νὰ κατηγορηθοῦν οἱ ἀντιδρῶντες σ’ αὐτές.
Ἡ διαφορὰ ἔγκειται σὲ δύο ἀδιαμφισβήτητα χαρακτηριστικά:
α) Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ἔχει, ὅπως τότε, διπολικό ἢ διακρατικό, ἀλλὰ
παγκόσμιο, διαθρησκευτικό, ἐσχατολογικὸ χαρακτῆρα, ἑνώνοντας μέσα του ὄχι μόνο
τὴν παπικὴ αἵρεση, ἀλλὰ ὅλες τὶς αἱρέσεις τοῦ παρελθόντος.
β) Τότε ὑπῆρχαν ὀρθόδοξοι ὁμολογητὲς καὶ ὑπερασπιστὲς τῆς Πίστεως, ποὺ
ἀψηφοῦσαν κάθε κόστος προκειμένου νὰ διατηρηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία καὶ νὰ προστατευτεῖ
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της. Σήμερα;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Παραπομπές
1. Γιὰ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Γρηγορίου Ι΄ καὶ τὰ γεγονότα πρὶν καὶ μετὰ τὴν
ψευτοσύνοδο τῆς Λυών βλ. καὶ Georgij Avvakumov, Die Entstehung des Unionsgedankens, Berlin 2002, Alexandra Riebe, Rom in Gemeinschaft mit Konstantinopel, Wiesbaden 2005, Heinrich Detzinger, Enchiridion symbolorum definitionum et declarationum de rebus fidei et morum, lateinisch-deutsch, 44 Auflage, Wien 2014, Χρήστος Αραμπατζής, Εκκλησιαστικο-πολιτικές και θεολογικές
διεργασίες στην Κωνσταντινούπολη στον απόηχο της Συνόδου της Λυών, Βυζαντινά
20, Θεσσαλονίκη 1999, Nicol D., Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου 1261-14532,
β΄ έκδ. Cambridge 1993 (ελλ. μτφρ. Στ. Κομνηνός, Αθήνα 1996), Ostrogorsky G.,
Ιστορία του βυζαντινού κράτους, München 1963 (ελλ. μτφρ. Ι. Παναγόπουλος,
επιστ. επιμ. Ε. Χρυσός, τ. 3, Αθήνα 2012), Δ. Ζακυθηνός, Το Βυζάντιον από του
1071 μέχρι του 1453, Αθήνα 1972. Τὰ σπουδαιότερα ἔγγραφα γιὰ τὴν ψευτοσύνοδο
Λατινικά: FRANCHI, II Concilio II di Lione (1965). Ἑλληνικά: GILL, The Church Union of
the Council of Lyons (1974); LAURENT/D ARROUZES , Dossier grec (1976).
2. Reg. Urb. IV ed. Guiraud vol. 2, Nr. 131.
3. Σημαντικὲς «βυζαντινές» πηγὲς γι’ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ἀποτελοῦν ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς, «Historia Byzantina », vol.
1-3, ed. Schopen et Bekkerus, Bonn 1855 καὶ Γεώργιος Παχυμέρης, Corpus Fontium Historiae Byzantinae ed. A. Failer,
Paris 1984, δ´, καὶ ἰδίως τὸ ε’ βιβλίο, Γεώργιος Ακροπολίτης, A. Heisenberg, Georgii
Acropolitae opera, Leipzig 1903, επανέκδοση P. Wirth, Stuttgart 1978, Ιωάννης Καντακουζηνός, L. Schopen, Ioannis
Cantacuzeni eximperatoris historiarum, Libri IV, τ. I-III, [CSHB] Bonnae
1828-1832.
4. Γ. Παχυμέρης, lib. 5, cap. 10.
5. Ν. Γρηγορᾶς, vol. 1, 125.
6. Βλ. καὶ Acta Urbanis IV et Clementis IV ed. Guiraud et Tautu, Vatican, 1953.
7. Αcta Clem. IV Nr. 26.
8. Αcta Clem. IV Nr. 23.
9. Γ. Παχυμέρης, lib. 5, cap. 11.
10. Αcta Greg. X ed Tautu Nr. 32.
11. Βλ. καὶ R. Burkhard, Das zweite Konzil von Lyon in: Konziliengeschichte, Walter
Brandmüller (Hrsg.), Paderborn 1990, S. 78.
12. Γ. Παχυμέρης, lib. 5, cap. 12-13.
13. Κάλλιστος Βλαστός, Δοκίμιον Ἱστορικὸν περὶ τοῦ Σχίσματος, μέρος Β΄.
14. Martin Jugie, "Barlaam, est-il ne
catholique?" Échos d'Orient, 39, 1940. Μπορεῖ νὰ διαβαστεῖ στό: Persee.fr.
15. Barlaami oratio pro unione Avenione habita coram
Benedicto XII pontifice maximo, PG 151, 1336.
Ευχαριστούμε τον ιστορικό κ. Τσακίρογλου για την ενημέρωση και αφύπνιση μας. Ας έχουμε τα μάτια ορθανοικτα!
ΑπάντησηΔιαγραφή"Ὅλβιος, ὅστις τῆς ἱστορίας ἔσχε μάθησιν" (Πολύβιος)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Θεος να σε εχει καλα κυριε Τσακιρογλου.Μεγαλες Αληθειες μας γραψατε Παρα πολυ μεγαλες αληθειες.Ιωαννης Δημητρουκας.
ΑπάντησηΔιαγραφή