«Ἐξέστη τὰ
σύμπαντα ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου· σύ γάρ, ἀπειρόγαμε Παρθένε, ἔσχες ἐν
μήτρᾳ τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν καὶ τέτοκας ἄχρονον Υἱόν, πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσι
σε, σωτηρίαν βραβεύοντα».
Ὅλος ὁ κόσμος ἔμεινε ἔκπληκτος γιά τή
θεία δόξα σου· διότι σύ, ἀπειρόγαμε Παρθένε, ἀξιώθηκες νά δεχτεῖς στή
μήτρα σου τὸν Θεό πού βρίσκεται πάνω σὲ ὅλα τὰ κτίσματα (καὶ τὰ
ἐξουσιάζει), καὶ ἔχεις γεννήσει τὸν ἄχρονο Υἱὸ τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος
χαρίζει τή σωτηρία σὰν βραβεῖο σὲ ὅσους μὲ εὐλάβεια σὲ ἀνυμνοῦν.
Ἡ ἔκσταση εἶναι ὁ συνεπαρμὸς τῆς ψυχῆς
πού γεννιέται μπροστὰ στό θαῦμα. Βλέποντας ὁ ἄνθρωπος κάτι μεγάλο, τὸ
ὁποῖο ὑπερβαίνει τὰ κοινὰ μέτρα καὶ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, κάτι πού δέν
μπορεῖ νά ἐξηγήσει μὲ τὸ λογικὸ ὁπλισμὸ τῆς φύσεώς του, κάτι ἀκατανόητο
καὶ ἀκατάληπτο, μένει ἄφωνος, πέφτει σὲ ἔκσταση, καταπλήσσεται.
Ἰδιαίτερα μάλιστα, ὅταν βλέπει τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, κυριεύεται ἀπὸ ἱερὸ
τρόμο καὶ θαυμασμὸ καὶ ξεσπᾶ σὲ ἀνύμνηση τῆς θείας μεγαλειότητας καὶ
παντοδυναμίας.
Στή σειρὰ τῶν Θείων θαυμάτων, πρωτεύουσα
θέση καταλαμβάνει ἀσφαλῶς τὸ θαῦμα τῆς Παρθένου. Πῶς, δηλαδὴ, ἡ
ἀπειρόγαμος
Κόρη, χωρὶς νά λειτουργήσουν σ’ αὐτὴν οἱ νόμοι τῆς φυσικῆς
συλλήψεως καὶ τῆς κυήσεως, μπόρεσε νά συλλάβει καὶ νά γεννήσει. Ἡ μεγάλη
ὅμως στιγμὴ τοῦ θαύματος ἦταν, τό πῶς μπόρεσε νά χωρήσει στή μήτρα της
τὴν ἄπειρη οὐσία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀκατάληπτη, ἀκατάσχετη, καὶ τὴν ἀνέφικτη
σὲ κάθε κτιστή δυνατότητα. Πῶς μπόρεσε, ἀλήθεια, νά χωρέσει ὁ ἀχώρητος
καὶ ἀκατάσχετος Θεὸς στό στενὸ χωρίο τῆς Παρθένου; Μήπως εἶναι λῆρος
(παραμύθια) αὐτὰ τὰ πράγματα; γιά κείνους πού κυριαρχοῦνται μοναχὰ ἀπὸ
τὸ λογικό, μπορεῖ νά εἶναι. Αὐτοὶ μένουν πίσω. Δέν ἔχουν δύναμη καὶ
ἀντοχή. Ἐγκλωβίζονται στά στεγανὰ διαμερίσματα τοῦ κριτικοῦ λόγου, τῆς
διανοίας. Πνευστιοῦν, πεθαίνουν. Ἀνεβαίνουν ὅμως ἐκεῖνοι πού πιστεύουν
στό θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅσοι ἀποδέχονται μὲ ταπείνωση καὶ ἀφελότητα καρδίας
ἐκεῖνο πού ἐπίμονα ἀρνεῖται ὁ λογικὸς νοῦς καὶ ἡ διάνοια. Αὐτοὶ
παθαίνουν τή θεοποιὸ ἔκπληξη, ἐναγκαλίζονται τὸν ἄπειρο Θεό!
Σὲ ἴσο μέτρο ἐκπληκτικὸ εἶναι καὶ τό πῶς
ὁ ἄχρονος Υἱός, αὐτός πού εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ φυσικὰ ὅρια τοῦ χρόνου, ὁ
ὁποῖος γεμίζει τὸ χρόνο σὲ ὅλες τίς ἱστορικὲς του στιγμὲς καὶ συγχρόνως
ὑπέρκειται τοῦ χρόνου -πού καὶ αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ τή δική του ἄφθαρτη
ἐνέργεια- μπορεῖ ὡς οὐσία καὶ ὑπόσταση νά εἰσέλθει καὶ νά ζήσει στή
χρονικὴ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων σκηνή. Καὶ ἐδῶ ἔχουμε μία φοβερὴ καὶ
ἄλυτη ἀντινομία, μία στιγμὴ τόσο φοβερὰ σκληρὴ γιά τὴν ἀνθρωπίνη
διάνοια. Ὅσοι ὅμως μεγαλύνουν τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου, δέχονται τὴν
ἀντινομία τοῦ θεομητορικοῦ θαύματος, πιστεύοντας στόν ἀνερμήνευτο Τόκο
της, ποὺ τοὺς σώζει ἀπὸ τὶς δυσκολίες τῆς φθαρτῆς φύσεως καὶ τοὺς
χαρίζει τὴν αἰώνια ζωὴ στήν ἄῤῥητη μυσταγωγία τῆς θείας βασιλείας.
«Ὁδὸν ἡ
κυήσασα ζωῆς, χαῖρε, πανάμωμε, ἡ κατακλυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας, σώσασα
κόσμον· χαῖρε Θεονυμφε, ἄκουσμα καὶ λάλημα φρικτόν· χαῖρε ἐνδιαίτημα τοῦ
Δεσπότου τῆς κτίσεως».
Χαῖρε, πανάμωμε, σύ πού γέννησες τὴν ὁδό
πού ὁδηγεῖ στή ζωὴ καὶ ἔσωσες τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς
ἁμαρτίας. Χαῖρε, Θεόνυμφε, ποὺ εἶσαι λάλημα καὶ ἄκουσμα φρικτό· χαῖρε
ἐνδιαίτημα τοῦ Δεσπότου τῆς κτίσεως.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ
ζωή. Εἶναι ὁ ποιμένας ὁ καλός πού παρέχει ἀσφάλεια στά πρόβατά του.
Εἶναι ἡ μυστικὴ ἄμπελος, ἡ ὁποία τρέφει μὲ τοὺς χυμοὺς της καὶ ζωοποιεῖ
τὰ λογικὰ της κλήματα. Εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς πού παρέχει ζωὴν αἰώνια.
Τὸ νερό πού σβύνει τὴν πνευματικὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ φῶς πού τὸν
κατευθύνει στή λυτρωτικὴ θεία ἀλήθεια. Μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὑπάρχει
πυκνὸ σκοτάδι, πείνα καὶ δίψα ψυχῆς, λιμοκτονία καὶ θάνατος. Ἡ Παρθένος
Μαρία γέννησε τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς. Διὰ τοῦ μυστηρίου της οἱ ἄνθρωποι,
κερδίζουν τὴν ὑπόθεσὴ τους, ἐκεῖνο πού ἀντιπροσωπεύουν στή γῆ, ἄσχετα ἂν
πολλὲς φορὲς τὸ ἀγνοοῦν, σιτιζόμενοι μὲ τὰ χοιρώδη στοιχεῖα τῆς φθορᾶς.
Μὲ τή Θεοτόκο ἄνοιξε ὁ δρόμος. Ὅποιος ἐλεύθερα τὸν ἀκολουθήσει θὰ βρεῖ
τὴν ἀληθινὴ ζωή, θὰ γευθεῖ τὸν αἰώνιο καρπὸ τοῦ δέντρου πού φύτεψε ὁ
Θεὸς στόν Παράδεισο καὶ τὰ κλωνάρια τοῦ ὁποίου ἐκτείνονται στή βασιλεία
τῶν οὐρανῶν.
Χαιρετίζουμε τὴν Παρθένο, γιατὶ μὲ τή
ζωή πού γέννησε ἔσωσε τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως
στούς ἀλλοτινοὺς καιρούς, ὁ Θεὸς ἔσωσε στήν κιβωτὸ τὸν Νῶε ἀπὸ τὸν
πνιγμὸ τοῦ κατακλυσμοῦ πού παρέσυρε καὶ ἔπνιξε ὅλες τίς ἁμαρτωλὲς σάρκες
τῆς ἁμαρτίας, ἔτσι καὶ ἡ νέα τῆς χάριτος Κιβωτός, ἡ ἀπείρανδρη Κόρη,
στά φωτεινὰ της διαμερίσματα ἔσωσε τὸ γένος ἀπὸ τὸν πνιγμὸ τῆς φθορᾶς
καὶ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
Χαιρετίζουμε τή θεόνυμφη Κόρῃ, ἐκείνην
πού ἀγάπησε ὑπερβολικὰ ὁ Θεός, ἐρασθεὶς τοῦ ὑπερκοσμίου κάλλους της,
γιατὶ εἶναι ἄκουσμα καὶ λάλημα φρικτό. Τὸ ἄκουσμά της σκορπίζει δέος καὶ
ἱερὴ φρικίαση στίς πιστεύουσες καρδιές, γιατὶ εἶναι τὸ ἐνδιαίτημα, ἡ
κατοικία τοῦ Δεσπότου τῆς κτίσεως. Σ’ αὐτὴν δέν κατοικεῖ ὁ Θεὸς μὲ τή
χάρη του, ὅπως συμβαίνει στούς ἄλλους εὐσεβεῖς καὶ ἐναρέτους, ἀλλὰ
κατοίκησε ὁλόκληρος μὲ τὴν πληρότητα τῆς φύσεως, τῆς ὑποστάσεως καὶ τῆς
Θείας του ἐνεργείας. Καὶ μπορεῖ μὲν τὸ μυστήριο νά μὴ τὸ κατανοοῦμε μὲ
τὴν πενιχρὴ μας διάνοια, ὅμως ταπεινὰ τὸ λατρεύουμε μὲ τὴν πιστεύουσα
καρδία μας, νοιώθοντας τοὺς γλυκασμοὺς του νά εὐφραίνουν καὶ νά ὡραΐζουν
τίς ψυχὲς μας!
«Ἰσχὺς
καὶ ὀχύρωμα ἀνθρώπων, χαῖρε Ἄχραντε, τόπε ἁγιάσματος τῆς δόξης· νέκρωσις
Ἅδου, νυμφὼν ὁλόφωτε· χαῖρε τῶν Ἀγγέλων χαρμονή· χαῖρε ἡ βοήθεια τῶν
πιστῶς δεομένων σου».
Χαῖρε, Ἄχραντε, ποὺ εἶσαι ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ
ὀχύρωμα τῶν ἀνθρώπων, τόπος ἅγιος τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ· νέκρωση τοῦ Ἅδη
καὶ ὁλόφωτε Νυμφῶνα· χαῖρε, σύ πού εἶσαι ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων· χαῖρε, ἡ
βοήθεια ἐκείνων πού μὲ πίστη σὲ ἐπικαλοῦνται.
Τὰ ἐγκώμια τοῦ ὑμνωδοῦ συνεχίζονται.
Χαιρετίζει τὴν Παρθένο ὡς τὸ ὀχύρωμα τῶν ἀνθρώπων, ἐπαναλαμβάνοντας
ἐκεῖνο πού εἶπε σὲ προηγούμενο τροπάριο. Τὴν χαιρετίζει ὡς Ἄχραντη, ποὺ
κανένας σπίλος ἁμαρτίας, κανένας ἠθικὸς μολυσμὸς δέν σκιάζει τὴν
καθαρμένη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ συνείδησή της. Εἶναι ἡ μόνη γυναῖκα, ἡ
ὡραία καὶ καλή. Στήν ἁγιασμένη καὶ θεοχώρητη φύση της λάμπει ὁλοκάθαρη ἡ
δόξα τοῦ οὐρανοῦ, ἡ λαμπρότητα τῆς Θείας Βασιλείας. Μέσα στή μήτρα της
νεκρώθηκε ὁ θάνατος, ἡττήθηκε καὶ καταργήθηκε ἡ νέκρωση τοῦ Ἅδη, ποὺ
κυριαρχοῦσε στά πεσμένα πλάσματα· καὶ στήθηκε ὁ ὁλόφωτος Νυμφῶνας τῶν
οὐρανῶν, ὅπου τελοῦνται οἱ γάμοι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Νύμφης, τοῦ σώματος
τῶν ἁγιασμένων καὶ ἑξαγορασμένων διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἀρνίου, ὅπου
πανήγυρη φαιδρὴ καὶ ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων, ὅπου χοροὶ Ἀγγέλων καὶ
πνευματικὲς ἡδύτητες καὶ γλυκασμοί· ὅπου τὸ Δεῖπνο τὸ Μέγα, ἡ εὐωχία τῆς
ὑπέρτατης καὶ ἀδιάδοχης χαρὰς στά φωτεινὰ σκηνώματα τῆς Βασιλείας. Ἡ
Μαρία εἶναι ἡ χαρμονὴ τῶν Ἀγγέλων. Ἡ ἄυλη φύση τους δονεῖται ἀπὸ τή χάρη
τοῦ ὑπερτάτου μυστηρίου στό ὁποῖο ἤθελαν, ἀλλὰ δέν μποροῦσαν νά
παρακύψουν. Τὸ μυστήριο τὸ σεσιγημένο καὶ ἀπόκρυφο, τὸ κρυμμένο στήν
ἀπειρόσοφη Θεία βουλή, τώρα γίνεται φανέρωση, γίνεται πραγματικότητα,
γίνεται τραγούδι πού ἀνυμνοῦν τὰ πυρίμορφα τάγματα τῶν ἀγγέλων,
βλέποντας στήν Κόρη τῆς Βασιλείας τὸ νόημα καὶ τή χαρά τοῦ παντός, τὸν
λόγο καὶ τῆς δικῆς τους ὑπάρξεως. Σκιρτοῦν, λοιπόν, ἀπὸ χαρὰ καὶ
γιορτάζουν, ὑμνώντας τή Μητέρα τὴν ὁποία διάλεξε ὁ Θεὸς γιά νά στήσει σ’
αὐτὴν τή δόξα τῆς Βασιλείας του.
Ἡ Μαρία εἶναι συνάμα καὶ ἡ βοήθεια ὅλων
ἐκείνων πού μὲ πίστη προστρέχουν στή χάρη της γιά νά βροῦν χάρη καὶ
ἔλεος στίς δυσκολίες καὶ στή σκληρὴ πάλη τους κατὰ τῶν σκοτεινῶν
δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν πνευμάτων τῆς ἀκαθαρσίας.
«Πυρίμορφον
ὄχημα τοῦ Λόγου χαῖρε Δέσποινα, ἔμψυχε Παράδεισε, τὸ ξύλον, ἐν μέσῳ
ἔχων ζωῆς τὸν Κύριον, οὐ ὁ γλυκασμὸς ζωοποιεῖ πίστει τοὺς μετέχοντας καὶ
φθορὰ ὑποκύψαντας».
Χαῖρε, Δέσποινα, σύ πού ἐχρημάτισες
ὄχημα πυρίμορφο τοῦ Λόγου καὶ εἶσαι ἔμψυχος Παράδεισος πού στό μέσο του
ἔχει τὸν Κύριον τῆς ζωῆς, τοῦ ὁποίου ἡ γλυκύτητα ζωοποιεῖ αὐτούς πού μὲ
πίστη μετέχουν σ’ αὐτὸ καὶ οἱ ὁποῖοι ὑπέκυψαν στή φθορά.
Τὰ ἐγκώμια διαδέχονται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Ὁ
ποιητὴς εἶναι ἀνεξάντλητος, χρησιμοποιώντας ὅσες εἰκόνες γνωρίζει ἀπὸ
τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Γραφῆς καὶ ὅσες ἐφευρίσκει ἡ ἐμπνευσμένη ποιητικὴ
φαντασία του.
Τὴν Μαρία τὴν παρομοιάζει μὲ ὄχημα τὸ
ὁποῖο βγάζει φωτιά, στό ὁποῖο κάθησε ὁ Λόγος γιά νά κατέβει στή γῆ. Τὸ
πυρίμορφο αὐτὸ ὄχημα τὸ ἑτοίμασε ὁ προπομπὸς τοῦ Λόγου, τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιο, τὸ ὁποῖον εὐλογεῖ καὶ ἁγιάζει τή Θεία ἐνανθρώπηση. Ἐνῶ ὁ Λόγος
πέμπει τὸ Πνεῦμα στόν κόσμο, τὸ Πνεῦμα πέμπει μὲ τή σειρά του τὸν Λόγο,
ἑτοιμάζοντας τὸ ἐπίγειο σκήνωμά του, δημιουργώντας τὴν ἀνθρωπίνη φύση
του καὶ χρίοντας τή λυτρωτικὴ Θείᾳ οἰκονομία του.
Τὴν παρομοιάζει μὲ ἔμψυχο Παράδεισο. Ἡ
ἀναλογία βρίσκεται στήν παλαιὰ οἰκονομία, στήν πρώτη ἀρχὴ τῆς ζωῆς, τὸν
ἐπίγειο παράδεισο τῆς Ἐδέμ, στό μέσο τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς φύτεψε τὸ δέντρο
τῆς ζωῆς. Ὁ Παράδεισος τῆς νέας οἰκονομίας, ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ δέντρου,
ἔχει μέσα του ἕνα ἄλλο καινούργιο δέντρο ζωῆς, τὸν Κύριο, τὸ ὁποῖο
ῥίζωσε στήν ἄχραντη μήτρα τῆς Παρθένου, φούντωσε καὶ μὲ τὰ κλαδιά του
σκέπασε τὸν κόσμο. Τὸ δέντρο αὐτὸ ἔχει καρποὺς ζωοποιητικούς. Δέν εἶναι
σὰν τὸ παλαιὸ δέντρο τῆς παρακοῆς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι τρύγησαν τή
νέκρωση καὶ τὸ θάνατο. Ἀπὸ τοὺς καρποὺς του πηγάζουν ἡ ζωὴ καὶ ἡ
ἀφθαρσία. Οἱ καρποὶ του δέν ἀλλοιώνονται οὔτε χάνονται. Δέν τοὺς ἀγγίζει
ἡ φθορά. Εἶναι δὲ καρποὶ εὔχυμοι καὶ γλυκεῖς. Γλυκαίνουν καὶ
ὀμορφαίνουν τίς ψυχὲς ἐκείνων πού πλησιάζουν στό νέο δέντρο τῆς ζωῆς,
ἁπλώνοντας τὰ χέρια γιά νά δρέψουν τὸν καρπὸ «τὸν καλὸν τοῦ ἰδεῖν καὶ
κατανοῆσαι». Δέν προσέρχονται δὲ ἀπὸ ἔνοχη ἐπιθυμία καὶ περιέργεια, ὅπως
ἡ παλαιὰ Εὔα, τῆς ὁποίας ἡ ἀλογιστία νέκρωσε τὸν κόσμο· προσέρχονται μὲ
πίστη στόν ἔμψυχο Παράδεισο τῆς Θεοτόκου, γιά νά δρέψουν ἀπὸ τὸ δέντρο
της τὸ ζωογόνο γλυκασμὸ τῶν καρπῶν τοῦ θεομητορικοῦ της θαύματος,
ἀποβάλλοντας τή φθορά, στήν ὁποίαν ὑπέκυψαν ἀπὸ τὴν ἀλογιστία τῆς
Προμήτορος. Ἡ νέα Εὔα τῆς χάριτος νίκησε καὶ μεταμόρφωσε τὴν πρώτη Εὔα
τῆς ζωῆς!
«Ῥωννύμενοι
σθένει σου, πιστῶς ἀναβοῶμέν σοι· Χαῖρε πόλις τοῦ Παμβασιλέως,
δεδοξασμένα καὶ ἀξιάκουστα, περὶ ἧς λελάληνται σαφῶς· ὄρος ἀλατόμητον,
χαῖρε βάθος ἀμέτρητον».
Παίρνοντας σθένος ἀπὸ τή δική σου
δύναμη, σοῦ φωνάζουμε μὲ πίστη· χαῖρε ἡ πόλη τοῦ Παμβασιλέως, γιά τὴν
ὁποίαν πολλὰ εἰπώθηκαν δοξασμένα καὶ ἀξιάκουστα. Χαῖρε σύ, ποὺ εἶσαι
ὄρος πού δέν λατομήθηκε ποτέ, καὶ βάθος μυστηρίου ἀμέτρητο.
Ὁ λυρισμὸς τοῦ Ὑμνωδοῦ συνεχίζεται
ἀμείωτος. Οἱ πιστοί, ἀντλώντας δύναμη ἀπὸ τὸ σθένος τῆς Θεοτόκου, τὴν
χαιρετίζουν ὡς πόλη τοῦ Παμβασιλέως, περὶ τῆς ὁποίας πολλὰ λέχθηκαν
–κυρίως ἀπὸ τὴν παλαιὰ προφητεία– δοξασμένα καὶ ἀξιάκουστα. Ἡ περίσεμνη
Κόρη ὑπῆρξε τὸ κέντρο τῆς ἀρχαίας προφητείας. Σ’ αὐτὴν συνέκλιναν
«ῥήσεις προφητῶν καὶ αἰνίγματα», ὑπεμφαίνοντα τή σάρκωση τοῦ ἄχραντου
Τόκου της. Ἔτσι, χαρακτηρίζεται ὡς ὅρος ἀλατόμητο. Προσφυέστατη εἰκόνα
μὲ τὴν ὁποία μπορεῖ νά παραβληθεῖ ὁ ὑπερφυής Τόκος της, ἡ ἄφθορη σύλληψη
καὶ ἡ ἀπαράφθορη γέννηση. Ὅπως δηλαδὴ σ’ ἕνα ἀλατόμητο ὅρος δέν ἔχει
δουλέψει ποτὲ χέρι ἀνθρώπου, δέν ἔχει ἀφαιρεθεῖ κανένα κομμάτι του,
παραμένοντας ὁλόκληρο καὶ ἀκατέργαστο, ἔτσι καὶ στό ὅρος τῆς Μαρίας δέν
πλησίασε ἄνθρωπος γιά ν’ ἀφαιρέσει κάτι ἀπ’ αὐτό, ἀλλὰ συνέλαβε καὶ
γέννησε ὑπερφυῶς, χωρὶς νά χάσει τὴν παρθενία της ἢ νά ὑποστεῖ
ὁποιαδήποτε ἄλλη βιολογικὴ ἀλλοίωση. Μόνο τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἄγγιζε μὲ
τὴν πνοὴ του τὸν ἄχραντο ναὸ τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἑτοιμαστεῖ νά οἰκήσει σ’
αὐτὸν ὁ ἄπειρος Λόγος τοῦ Πατρός, ἀνοίγοντας μὲν τή μήτρα της
εὐλογημένης, χωρὶς ὡστόσο νά καταλύσει τὴν παρθενία τοῦ μητροπάρθενου
κλέους της. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ μητροπάρθενο κλέος, ἡ μητέρα «ἡ ἄνευ ἀνδρὸς
τετοκυῖα», ἡ Παρθενομήτωρ, συνιστᾶ βάθος μυστηρίου ἀμέτρητο. Μυστήριο,
δηλαδὴ, ἀπρόσιτο στόν ἀνθρώπινο νοῦ, στόν πυθμένα τοῦ ὁποίου ἀδυνατεῖ νά
φθάσει ἡ ἀνθρωπίνη διάνοια καὶ φυσικὰ πολὺ λιγότερο νά τὸ βυθομετρήσει.
«Εὐρύχωρον
σκήνωμα, τοῦ Λόγου χαῖρε Ἄχραντε· κόχλος ἡ τὸν θεῖον μαργαρίτην,
προαγαγοῦσα, χαῖρε πανθαύμαστε· πάντων πρὸς Θεὸν καταλλαγή, τῶν
μακαριζόντων σε, Θεοτόκε, ἑκάστοτε».
Χαῖρε, Ἄχραντε σύ, ποὺ χρημάτισες τὸ
εὐρύχωρο σκήνωμα τοῦ Λόγου. Χαῖρε, Πανθαύμαστε, σύ πού εἶσαι τὸ ὄστρακο
ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε ὁ Θεῖος μαργαρίτης. Σύ Θεοτόκε, ποὺ εἶσαι ἡ πρὸς
Θεὸν συμφιλίωση καὶ καταλλαγή αὐτῶν πού κάθε φορὰ σὲ μακαρίζουν.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν
ἡμῖν». Ἡ σκήνωση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἔγινε στήν ταπεινὴ Κόρη τῆς
Ναζαρέτ. Ἀλήθεια, πῶς ἀλλιῶς θὰ ἔμπαινε στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων; Πῶς
θὰ γινόταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος μὲ σάρκα, αἷμα καὶ ὀστᾶ, ἂν δέν περνοῦσε
πραγματικὰ ἀπὸ ἄνθρωπο, ἂν δέν γεννιόταν ἀπὸ μητέρα, ἂν δέν εἶχε ἀληθινὴ
μάνα; Ἡ ἀπειρόσοφη βουλὴ τοῦ Θεοῦ βρῆκε τὴν κατάλληλη λύση. Ἔδωσε
μητέρα ἀληθινὴ στό Λόγο, ὄχι ὅμως καὶ πατέρα. Μάνα, γιά νά εἶναι
ἀληθινὸς ἄνθρωπος, καὶ ὄχι ἐπίφαση ἀνθρώπου, φάντασμα. Ὄχι ὅμως καὶ
Πατέρα, γιά νά κόψει τὸ ῥεῦμα τῆς φθορᾶς πού διαιωνιζόταν μὲ τή φυσική
γέννηση, ἡ ὁποία συνδεόταν μὲ τή γεννήτρια τῆς φθορᾶς, τή φύση τοῦ
προπάτορα τὴν πεσμένη στή φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Καὶ τὸ σκήνωμα τοῦ Λόγου
ἦταν εὐρύχωρο. Μία μικρὴ μὲν μήτρα γυναίκας στή βιολογικὴ της διάσταση,
μεγάλη ὅμως στό ἄπειρο μυστηριακὸ μέγεθος καὶ τὸ βάθος της. Μήτρα
πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, γιά νά χωρέσει μέσα της ἄνετα τὸν ποιητή τῶν
αἰώνων, τὸν δημιουργὸ τοῦ παντός. Μήτρα πραγματικὰ θεοχώρητη, ὅπως τὴν
πλάτυνε στήν ἀπεραντοσύνη του τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Στή συνέχεια ἡ Μαρία παραβάλλεται μὲ
«κόχλον», ὄστρακο ἀπὸ τὸ ὁποῖον προῆλθε τὸ μαργαριτάρι τοῦ Θεοῦ. Ὡραία
πραγματικὰ παρομοίωση τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὅπως τὸ μαργαριτάρι εἶναι
σφηνωμένο στό ὄστρακο γιά νά προέλκει ἀπ’ αὐτὸ μετὰ τὸ ἄνοιγμά του,
ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν κρυμμένος στή μήτρα τῆς Παρθένου γιά νά
προέλκει ἀπ’ αὐτὴ μετὰ τή γέννησή του. Μὲ τή διαφορά, βέβαια, ὅτι τὸ μὲν
ὄστρακο μετὰ τὸ ἄνοιγμά του παραμένει πάντα ἀνοικτό· ἐνῶ ἡ μήτρα τῆς
Μαρίας ἄνοιξε μὲν γιά νά προέλθει ἐξ αὐτῆς ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ,
μετὰ τή γέννηση ὅμως Ἐκείνου ἔμεινε παντοτεινὰ κλειστή. Ἦταν δὲ ὁ
μαργαρίτης τῆς Παρθένου σπάνιος καὶ πολύτιμος, τὸ στολίδι καὶ ὁ πλοῦτος
τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἡ Θεοτόκος, προβάλλουσα τὸ Θεῖο
μαργαρίτη, ὀμόρφηνε τὸν κόσμο, γιατὶ ὁ Τόκος της ἐπέφερε τὴν καταλλαγὴ
τῶν πάντων πρὸς τὸν Θεό, τή συμφιλίωση τοῦ ἀποστατημένου παιδίου μὲ τὸν
Πατέρα του. Ἕνωσε τὰ σύμπαντα σὲ μία πελώρια φιλία, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
ἀφαιρέθηκε τὸ δηλητήριο τῆς διασπάσεως, τὸ κεντρὶ τῆς ἔχθρας καὶ τῆς
ἀποξενώσεως, ποὺ φύτρωσε στό μοιραῖο κῆπο τῆς Ἐδέμ. Θεὸς καὶ ἄνθρωπος
ἔγιναν Ἐκκλησία, ἕνωση ἀδιάσπαστη καὶ ἀδιαχώριστη, ἕνωση ἀληθινῆς φιλίας
καὶ ἀγάπης.
Πηγή: http://www.imaik.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.