Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

«Δίωκε πίστιν»


(Α΄ Τιμοθ. 6, 11)
Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ

Αναμφίβολα, καμμία υπηρεσία ή εξουσία δεν υπερβαίνει (στον κόσμο) την Ιερωσύνη. Εξαγιασμός, διαποίμανση, φωτισμός και σωτηρία των λογικών προβάτων, οριοθετούν την σημασία της Ιερωσύνης και της επισκοπικής διακονίας.
Χαρακτηριστικές οι συμβουλές του Απ. Παύλου σε Τιμόθεο και Τίτον, αντίστοιχα: «Συ δε, ώ άνθρωπε του Θεού, ταύτα φεύγε· δίωκε δε δικαιοσύνην, ευσέβειαν, πίστιν, αγάπην, υπομονήν, πραότητα· αγωνίζου τον καλόν αγώνα της πίστεως» (Α΄ Τιμόθ: 6,11) και «δει γαρ τον επίσκοπον ανέγκλητον είναι ως Θεού οικονόμον» (Προς Τίτον: 1,7). Επίσης: «αντεχόμενον του κατά την διδαχήν πιστού λόγου, ίνα δυνατός ή και παρακαλείν εν τη διδασκαλία τη υγιαινούση και τους αντιλέγοντας ελέγχειν» (Τίτον: 1,9-10).
Σε όλους τους αιώνες, μέσα από την επισκόπηση της Ιστορίας, εντοπίζουμε μεγάλους εκκλησιαστικούς άνδρες που τίμησαν το επισκοπικό–ιερατικό αξίωμα και κράτησαν το πηδάλιο της αιματοβαμμένης Εκκλησίας ως αληθινοί ποιμένες και λειτουργοί του Χριστού.

Να θυμηθούμε (ενδεικτικά), ότι από τον Πολύκαρπο Σμύρνης και τον Ιγνάτιο Αντιοχείας και από τους Κλήμη και Ανίκητο (Ρώμης), με ενδιάμεση ομολογιακή–μαρτυρική παρουσία τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα, με τον Αυγουστίνο Καντιώτη, θεμελιώθηκε το ομολογιακό τείχος της Ορθοδοξίας σε επισκοπικό επίπεδο, που δεν συνεχίσθηκε από τους σημερινούς Ιεράρχες και την «σύνοδο» της Κρήτης.
Ερμηνεύει ο Ι. Χρυσόστομος το χωρίο (Α΄ Τιμ: 6,11) και παρατηρεί: «Επιδίωκε ευσέβεια, που προέρχεται από τα δόγματα· πίστη που είναι αντίθετη της αναζητήσεως· αγάπη, υπομονή, πραότητα» (Ομιλία ΙΖ, τόμος 23 ΕΠΕ).
Αντίθετα, σήμερα, είμαστε μάρτυρες σε μια μεγάλης έντασης οικουμενιστική κατήχηση. Από τους οικουμενιστές επισκόπους–Πατριάρχες υπονομεύεται η «ευσέβεια των δογμάτων»· παραμερίζεται η «πίστις, ήπερ εστιν εναντία τη ζητήσει» και αναζητούν «νέα πίστη» στο λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
Ο Ι. Πατήρ, στην «ΠΡΟΣ ΤΙΤΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗ, ΟΜΙΛΙΑ Β, τόμος 24 ΕΠΕ» για την πνευματική φυσιογνωμία του επισκόπου, τονίζει:
«Ίνα δυνατός ή και παρακαλείν εν τη διδασκαλία τη υγιαινούση· τουτέστι, προς φυλακήν των οικείων, προς ανατροπήν των εχθρών. Και τους αντιλέγοντας ελέγχειν. Τούτου γαρ μη όντος, πάντα οίχεται. Ο γαρ ουκ ειδώς μάχεσθαι τοις εχθροίς, και αιχμαλωτίζειν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού, και λογισμούς καθαίρειν· ο ουκ ειδώς ά χρη περί της ορθής διδάσκειν διδασκαλίας, πόρρω έστω θρόνου διδασκαλικού.
Τα μεν γαρ άλλα και εν τοις αρχομένοις εύροι τις αν, οίον το ανέγκλητον, τα τέκνα έχει εν υποταγή, το φιλόξενον, το δίκαιον το όσιον. Ό δε μάλιστα χαρακτηρίζει τον διδάσκαλον, τούτο έστι, το δύνασθαι κατηχείν τον λόγον, ου πρόνοια ουδεμία νυν». Με απλά λόγια: «Για να είναι ικανός να στηρίζει στη σωστή διδασκαλία, δηλ. για στήριξη των οικείων, για ανατροπή των εχθρών.
Και να ελέγχει εκείνους που αντιλέγουν. Γιατί, αν δεν υπάρχει αυτό, όλα χάνονται. Εκείνος δηλ. που δεν ξέρει να μάχεται τους εχθρούς και αν αιχμαλωτίζει κάθε νόημα στην υπακοή του Χριστού και ν’ ανατρέπει συλλογισμούς, εκείνος που δεν ξέρει να διδάσκει αυτά που πρέπει για την σωστή διδασκαλία, είναι μακριά από το διδασκαλικό θρόνο, γιατί όλα τα άλλα θα μπορούσε να τα βρει κανείς και στους αρχομένους, όπως το να είναι κάποιος αδιάβλητος, να έχει παιδιά υπάκουα, να είναι φιλόξενος, δίκαιος, ευσεβής.
Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το δάσκαλο είναι αυτό, το να μπορεί να διδάσκει το λόγο, για το οποίο δεν υπάρχει τώρα καμμία φροντίδα».
Σύμφωνα με τον Ι. Χρυσόστομο, οι ποιμένες της ενορίας και ο επίσκοπος καλούνται «εν πνεύματι και αληθεία» να ενεργούν αποφασιστικά για την οικοδομή των πιστών.
Αντίθετα, βλέπουμε:
- Δεν αναδεικνύουν την ευσέβεια, που απορρέει από τα ορθόδοξα δόγματα.
- Δεν υπερασπίζονται την υγιή διδασκαλία έναντι του οικουμενισμού.
- Τον άφησαν να εισβάλει μέσα στην Εκκλησία.
- Ο λόγος τους προς το Εκκλησιαστικό Σώμα είναι αναιμικός, συμβιβασμένος με τον οικουμενισμό.
- Συρρικνώνουν την ορθόδοξη οπτική.
- Προβάλλουν την «κοινωνική αγάπη» ως το βασικό – δυναμικό στοιχείο της Εκκλησίας.
- Δεν αντιλέγουν στην αίρεση, σιωπούν.
Στην πίστη του επισκόπου αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας και η αίσθησις πίστεως ολόκληρου του λαού της τοπικής Εκκλησίας. Δεν νοείται διαχωρισμός της ευθύνης ενός οικουμενιστού επισκόπου από αυτήν του λαού που κοινωνεί εκκλησιαστικά μαζί του. Ο Κοραής γράφει, ότι οι πολίτες ενός ελεύθερου κράτους δεν μπορούν να ισχυρίζονται: «Δεν είμαστε υπεύθυνοι για ό,τι πράττουν οι υπουργοί μας».
Μια τέτοια απαλλαγή ευθύνης δεν μπορεί να ισχύει, πολύ περισσότερο, στους Ορθοδόξους για τον επίσκοπό τους.
Να τι γράφει ο Σεβασμιώτατος Δημητριάδος Ιγνάτιος:
«συλλειτουργούν (κλήρος και λαός) σε κάθε μυστήριο και κατ’ εξοχήν στην Ευχαριστία, και τότε ο επίσκοπος δεν είναι μια αυτονομημένη μονάδα εξουσίας και δύναμις αλλά εκπρόσωπος των πιστών του. Είναι ο διάκονος της τοπικής του Εκκλησίας. τον πόνο, τις αγωνίες και την πίστη της Εκκλησίας του πρέπει να εκφράζει μες στην Ιεραρχία και μες στη Σύνοδο». («Η κρίση και η έξοδος» σελ. 29, εκδόσεις Καστανιώτη – 2005).
Επομένως η προσωπική στάση ενός επισκόπου στις Συνόδους (Κρήτη, κ.λπ.), διαμορφώνει και την συλλογική ευθύνη–συμμετοχή της τοπικής εκκλησίας, η οποία ευθύνη εκφράζεται στη Θ. Λειτουργία με την μνημόνευση του Επισκόπου.
Γι’ αυτό χρειάζεται η εφαρμογή του 15ου Κανόνα της Α–Β Συνόδου, ως στάση απορριπτική της αιρέσεως.
Όταν η «Δυνητική ερμηνεία» του Κανόνα στρέφει τα μάτια της μόνο στην λειτουργική ενότητα, ακολουθώντας «ουδετερότητα» ως προς την αίρεση, τότε οι εσωτερικές αντιθέσεις με την αίρεση αμβλύνονται, ξεθωριάζουν (μόλυνσις) και ο Θεός θα το καταλογίσει ως συμμετοχή στο πιστεύω του Επισκόπου.
Παρόμοια, οι οικονομίες του π. Θεοδώρου Ζήση και Μανώλη, μόνο ως διχοτομία της Πατερικής διδασκαλίας–πρακτικής είναι στην πράξη. Οδηγούν σε «νέους δρόμους», ξένους προς την ιδιοπροσωπία που διαμορφώνει η Ορθόδοξη παράδοση.
Μνημονεύουμε όμως, προς στηριγμό, τον ηρωϊσμό της πίστεως και τελείας εμπιστοσύνης στον Θεό των παλαιών αγίων Πατέρων και Ασκητών, όπως στα χρόνια της εικονομαχίας, που τελειώθηκαν (αμέτρητα πλήθη) με πείνα, δίψα και με τα πιο βασανιστικά μαρτύρια για την ορθόδοξη πίστη.
«Αλλ’ ώ Πατέρες μακάριοι, όσιοι και Ασκηταί, Ομολογηταί και Ιεράρχαι, απαύστως πρεσβεύετε, υπέρ των ψυχών ημών» (Εκ του Εσπερινού των Αγίων του Ολύμπου της Βιθυνίας).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

1 σχόλιο:

  1. Και μάλιστα την περίοδο της εικονομαχίας κάνανε διακοπή κοινωνίας και πριν την 7η Οικουμενική, δηλαδη για την μέχρι τότε ΜΗ κεκκριμένη αίρεση από τις Εκκλησίες εν Ομονοία. Είχε καταδικασθεί η νέα αίρεση μόνο από Τοπικές και διευρυμένες Συνόδους
    Καθώς διακοπη κοινωνίας προβλέπει κι ο 31ος Αποστολικός Κανόνας
    Αντιθέτως, εδώ και δεκαετίες, ακούμε διάφορες σοφιστείες εναντίον του υποχρεωτικού 15ου Κανόνος, απέναντι σε όσους ακολουθούνε ΑΤΟΦΙΕΣ κεκκριμένες αιρέσεις και μάλιστα ακολουθούσανε κι ακολουθούνε όχι μόνο μία από αυτές
    Κι αυτα τα λάθη του παρελθόντος οδήγησαν σε πλήρη εκτροχιασμό και στο τραγικό σήμερα.
    Κι όμως ακόμη και σήμερα συνεχίζουνε να τα επαναλαμβάνουνε, ακόμη κι Ιερείς που το παλεύουνε, όπως ο π. Θεοδώρος Ζήσης κι ο π. Νικόλαος Μανώλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.