Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Σκέψεις για έγκυρα-άκυρα μυστήρια (Η΄ μέρος)

Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἔγκυρα καὶ ἄκυρα μυστήρια
 Ὁ μολυσμός
 Ἡ Ἀποτείχιση τῶν πιστῶν
 * Ἡ Οἰκονομία 
Η΄ μέρος
Πρὶν ἔλθουμε στὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μερικὰ ἀξιοσημείωτα-συμπληρωματικὰ καὶ διαφωτιστικὰ τῆς Ε΄ Συνόδου στοιχεῖα, ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς, ποὺ ἀπαντοῦν σὲ κάποια σχόλια γιὰ διευκρινίσεις, ποὺ λάβαμε στὸ ἱστολόγιο.
Ὁ Πάπας Λέων εἶχε δώσει ἐντολὴ στοὺς ἱερωμένους ποὺ ἔστειλε ὡς ἐκπροσώπους του στὴ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, νὰ μὴν παραστοῦν στὴ Σύνοδο παρόντος τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Διοσκόρου. Προφανῶς γιατὶ ὁ Διόσκορος ἦταν αἱρετικός, πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449, καὶ ὀπαδὸς αἵρεσης καταδικασμένης ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ὅταν ἐπρόκειτο, λοιπόν, νὰ δεχθεῖ ὡς μέλος της τὸν Διόσκορο ἡ Σύνοδος, οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πάπα διεμήνυσαν: Ἔχομεν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης «Διόσκορος μὴ συγκαθεσθῇ τῷ συνεδρίῳ (στὴ Σύνοδο), εἰ δὲ ἐπιχειρήσοι τοῦτο τολμῆσαι, ἐκβληθείη. Τοῦτο ἀναγκαῖο ἡμᾶς παραφυλάξαι. εἰ παρίσταται τοίνυν τῇ ὑμετέρᾳ μεγαλειότητι, ἢ ἐκεῖνος ἐξέλθῃ ἢ ἡμεῖς ἔξιμεν» (T.L.G.,  Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,1, page 65, line 18).
Ἡ Σύνοδος δὲν ἀποδέχτηκε τὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Πάπα Λέοντος, παρὰ τὴν μεγάλη ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφαν στὸ πρόσωπό του. Δὲν τὸν ἀποβάλλουν ἀπὸ τὴ Σύνοδο, ἀσφαλῶς γιατί, παρότι αἱρετικὸς δὲν εἶχε κριθεῖ καὶ καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο. Τὸν δέχονται λοιπὸν ὡς Ἐπίσκοπο καὶ ἀφοῦ ἐξετάζουν τὴν περίπτωσή του, τότε τὸν καταδικάζουν. Καὶ τὸν καταδικάζει ἡ Σύνοδος ὄχι μόνο γιὰ τὶς κακόδοξες θέσεις του, γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν μετανόησε, ἀλλὰ καὶ διότι μετὰ τὴν πρώτη Συνεδρία τῆς Συνόδου (ἀντιληφθεὶς ὅτι ἡ ἀπόφαση θὰ εἶναι καταδικαστική) δὲν ξαναπαρουσιάστηκε στὴ Σύνοδο, παρὰ τὴν κλήτευσή του περιφρονώντας τη.
Ἔχουμε ὅμως καὶ ἄλλο ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πρόκειται γιὰ τὸν Θεοδώρητο Κύρου. Ὁ Θεοδώρητος εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ληστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τοῦ 449. Προσέφυγε στὸν Πάπα Ρώμης Λέοντα, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπόφασή του τὸν ἀπάλλαξε τῆς καταδίκης: «Θεοδώρητος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος τὸν οἰκεῖον ἀπολαβὼν τόπον παρὰ τοῦ ἁγιωτάτου τῆς μεγαλωνύμου πόλεως Ρώμης εἰσῆλθε νῦν κατηγόρου τάξιν ἐπέχων» (T.L.G.,  ὅπ. παρ., 2,1,1, page 70, line 1). Ἔτσι προσῆλθε στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο γιὰ νὰ συμμετάσχει ὡς κανονικὸ μέλος της, ἀφοῦ ἀδικήθηκε καὶ καταδικάστηκε ἀπὸ μία Ληστρική-αἱρετικὴ Σύνοδο καί, μάλιστα, ὡς κατήγορος τῶν πρωταιτίων τῆς Ληστρικῆς Συνόδου. Γιὰ τοὺς ἀγνοοῦντας ἡ ἐν Ἐφέσῳ Ληστρικὴ Σύνοδος τοῦ 449 διέπραξε ἀνοσιουργήματα. Διαβάζουμε στὴ μελέτη τοῦ Πρεβέζης Μελετίου:
«Ἡ ἐν Ἐφέσῳ σύνοδος ἀνταπεκρίθη εἰς τὰς προσδοκίας τοῦ (αἱρετικοῦ) Εὐτυχοῦς [ἡ αἵρεση τοῦ ὁποίου (Μονοφυσιτισμός) καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τοῦ 448, ἐπὶ Πατριάρχου ἁγίου Φλαβιανοῦ]. Καὶ ἀφοῦ, ἔκαμεν μίαν πρόχειρον ἀναθεώρησιν τῆς δίκης του (ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἐνδημοῦσα τοῦ 448), α) ἐκήρυξεν αὐτὸν ἀθῶον, β) ἐκύρωσεν ὡς ὀρθόδοξον τὴν (αἱρετικὴν) ἔκφρασιν “δύο φύσεις πρὸ τῆς ἑνώσεως· μία μετὰ τὴν ἕνωσιν” καὶ γ) καθήρεσε τὸν ἅγιον Φλαβιανὸν Κων/πόλεως, ἐπειδὴ α) ἐδέχετο “ἐκ δύο φύσεων τὸν Χριστὸν μετὰ τὴν ἕνωσιν” καὶ β) ἐδέχετο ὡς κανονικὰς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Β΄ Πρὸς Νεστόριον καὶ πρὸς τοὺ Ἀνατολικούς. Μετὰ τὰς ὡς ἄνω ἀποφάσεις ὁ (αἱρετικός) Εὐτυχὴς ἀνεκηρύσσετο διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας»!!! (Μελετίου Καλαμαρᾶ, Μητροπολίτου Νικοπόλεως, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, Ἀθῆναι 1985, σελ. 64-65). Αὐτῆς τῆς Ληστρικῆς Συνόδου λοιπόν, κάποιες ἀπὸ τὶς πράξεις της ἀποδέχτηκε ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Τὰ μέλη τῆς Συνόδου, ὅμως, εἶχαν ἄλλη ἄποψη· ἀντέδρασαν ἐντονότατα καὶ ζητοῦσαν νὰ ἐκβληθεῖ ἀπὸ τὴν Σύνοδο ὁ Θεοδώρητος. Καὶ παρατηροῦμε ἐδῶ κάτι γιὰ πολλοὺς παράδοξο· ἡ Σύνοδος δέχεται ὡς Ἐπίσκοπο ἕνα αἱρετικό, πρόεδρο τῆς Ληστρικῆς Συνόδου ποὺ διέπραξε τόσες κακοδοξίες καὶ προκάλεσε τὴν δολοφονία τοῦ ἁγίου Φλαβιανοῦ, γιατὶ δὲν εἶχε ἕως τότε καθαιρεθεῖ!  Καὶ ἐπίσης, ἡ Δ΄ Σύνοδος, δὲν δέχεται τὸν ὑπὸ τοῦ αἱρετικοῦ Διοσκόρου καθαιρεμένο Θεοδώρητο Κύρου, τοῦ ὁποίου ὁ αἱρετικὸς Διόσκορος διὰ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἀφήρεσε τὴν ἱερωσύνη! Διαβάζουμε: «Οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐξεβόησαν· Μὴ λέγετε αὐτὸν ἐπίσκοπον, οὔκ ἔστι ἐπίσκοπος. οὔκ ἐστιν ἐπίσκοπος. Τὸν θεομάχο ἔξω βάλε… Οἱ Ἀνατολικοὶ ἐξεβόησαν· …τὸν φονέα ἔξω βάλε… τὸν ὑβρίσαντα τὸν Χριστὸν ἔξω βάλε… Βασίλειος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Ροδόπης ἀναστὰς εἶπεν· Καὶ παρ’ ἡμῶν ὁ Θεοδώρητος καθῄρηται… Καὶ Κυρίλλου Θεοδώρητος κατηγόρησεν. Κύριλλον ἐκβάλλομεν, ἐὰν Θεοδώρητον λάβωμεν. Οἱ κανόνες τοῦτον ἐξέβαλον. Τοῦτον ὁ Θεὸς ἀπεστράφη» (T.L.G.,  ὅπ. παρ., 2,1,1, page 70, line 11).
Οἱ βασικοὶ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζητοῦν νὰ ἐκβληθεῖ εἶναι: πρῶτον διότι «ὁ Θεοδώρητος “καθηρέθη ὑπὸ πάσης τῆς Συνόδου (τῆς Ληστρικῆς!!!) καὶ οὔκ ἐστιν ἐπίσκοπος” β) εἶναι αἱρετικός, ἡ διδασκαλία του ἀποτελεῖ βλασφημίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ γ) καταφρονεῖ καὶ τὴν Γ΄ Σύνοδον καὶ τὸν ἅγιο Κύριλλο» (Μελετίου Καλαμαρᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 70).
Μετὰ τὴν ἀντίδραση «ὁ Θεοδώρητος παρέστη εἰς τὰς συνεδριάσεις τῆς συνόδου ὄχι ὡς μέλος τῆς Συνόδου, ἀλλ’ ὡς ὑπόδικος» (ὅπ. παρ.). Στὴν ἐνάτη πράξη τῆς Συνόδου, ὅταν ἐκδικάστηκε ἡ ὑπόθεσή του, ὁ Θεοδώρητος προσπαθεῖ νὰ τοὺς πείσει ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλὰ οἱ πατέρες τῆς Συνόδου ἐπιμένουν νὰ ἀναθεματίσει τὸν Νεστόριο ὡς αἱρετικό, κάτι ποὺ ὁ Θεοδώρητος προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει. Γι’ αὐτὸ ζητοῦν οἱ συνοδικοὶ μὲ ἔντονο τρόπο νὰ ἐκβληθεῖ ἀπὸ τὴν  Σύνοδο ὡς αἱρετικός. Ὁπότε ὁ Θεοδώρητος ἀναγκάστηκε τελικὰ νὰ ἀναθεματίσει τὸν Νεστόριο: «Ἀνάθεμα Νεστορίῳ τῷ μὴ λέγοντι Θεοτόκον τὴν ἁγίαν Παρθένον Μαρίαν…» (T.L.G.,  ὅπ. παρ., 2,1,3, page 9, line 27).
Νά, πῶς περιγράφει τὸ γεγονὸς ὁ Πρεβέζης Μελέτιος, γιὰ νὰ ἔχουμε καὶ παρουσίαση τοῦ γεγονότος καὶ ἀπὸ ἄλλο πρόσωπο ποὺ δὲν ἐμπλέκεται στὴ σημερινὴ διαμάχη:
Μετὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451) «οἱ ἐνδοξότατοι ἄρχοντες» ἐκάλεσαν τὸν Θεοδώρητον Κύρου νὰ εἰσέλθη ὡς κανονικὸν μέλος στὴ Σύνοδο. «Ἡ πρωτοβουλία ὅμως αὐτὴ τῶν ἀρχόντων προσέκρουσεν εἰς τὴν σκληρὰν ἀντίδρασιν» τῶν Πατέρων καὶ ὁ Θεοδώρητος τελικά παρέστη «ὄχι ὡς μέλος τῆς Συνόδου, ἀλλ’ ὡς ὑπόδικος, ὡς ὑπὸ κρίσιν αἱρετικός… Ἀλλ’ ὁ Θεοδώρητος δὲν θέλει νὰ ὑποστῆ τὴν ταπείνωσιν αὐτήν… Ἤθελε νὰ γίνῃ δεκτὸς δι’ ὁμολογίας πίστεως, δηλ. ὡς ὀρθόδοξος, ὁ ὁποῖος κακῶς ἐτέθη ὑπὸ ἀμφισβήτησιν. Ἀλλ’ ἡ Σύνοδος δὲν συγκατεύνευσε… Ὁ Θεοδώρητος προσεπάθησε νά… ἐκφύγῃ… Ἀλλὰ δὲν ἐπέτυχε τίποτα… Οἱ Πατέρες ἔμειναν ἄκαμπτοι εἰς τὴν θέσιν τους· “Φανερῶς εἰπέ (τοῦ λέγουν) ἀνάθεμα Νεστορίῳ καὶ τοῖς δόγμασι αὐτοῦ. Ἀνάθεμα Νεστορίῳ καὶ τοῖς φιλοῦσιν αὐτόν”. Καὶ πάλιν ὁ Θεοδώρητος ἐπεχείρησεν νὰ ἀποφύγῃ τὸν ἐξευτελισμὸν τοῦ ἐν μετανοίᾳ προσδεχθέντος αἱρετικοῦ. Ἀλλὰ καὶ πάλιν οἱ πατέρες διέκοψαν τὴν ὁμιλίαν του μὲ τὴν αὐστηρὰν ἐπιταγὴν “εἰπὲ φανερῶς· Ἀνάθεμα Νεστορίῳ καὶ τοῖς φρονοῦσι τὰ αὐτοῦ”.
Ὁ Θεοδώρητος καὶ πάλιν ἐπέμεινε νὰ δώσῃ πρῶτον ὁμολογίαν πίστεως, νὰ γίνῃ δεκτὸς ὡς παρεξηγημένος ὀρθόδοξος καὶ μόνον τότε, ὡς ὀρθόδοξος νὰ ἀναθεματίσῃ τοὺς αἱρετικούς… Ἀλλ’ οἱ ἅγιοι πατέρες δὲν ἠνέχθησαν ἀλλαγὴν καταστάσεως διὰ τὸν Θεοδώρητον». Τελικὰ ὁ Θεοδώρητος «ἀντιληφθεὶς τί θὰ ἐπηκολούθει, ἔσπευσε νὰ συμμορφωθῇ καὶ νὰ ἀναφωνήσῃ· “Ἀνάθεμα Νεστορίῳ…”. Κατόπιν τούτου οἱ ἅγιοι Πατέρες διελάλησαν, ὅτι πρέπει νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν ἐπισκοπὴν Κύρου καὶ ἐγκωμίασαν τὸν ὀρθόδοξον πλέον Θεοδώρητον» (Μελετίου Καλαμαρᾶ, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενική Σύνοδος, σ. 45).
Τότε ἡ Σύνοδος ἀποφασίζει νὰ εἶναι καὶ πάλι Ἐπίσκοπος στὴν Ἐκκλησία τῆς πόλεως Κύρου: «Πάντες οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐβόησαν· Θεοδώρητος ἄξιος τοῦ θρόνου· τῇ ἐκκλησίᾳ τὸν ὀρθόδοξον… τῷ ἐπισκόπῳ ἡ ἐκκλησίᾳ ἀποδοθῇ... Θεοδώρητος ὁ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος τὴν ἐκκλησίαν Κύρου τῆς πόλεως ἀπολήψεται» (T.L.G.,  ὅπ. παρ., 2,1,3, page 10, line 1).

Ἄλλο ἕνα παρόμοιο παράδειγμα γιὰ τὸ ὅτι τὴν ἱερωσύνη τὴν χάνει κάποιος ἱερωμένος ἀπὸ τὴν Σύνοδο, ὅτι τὴν καθαίρεση ἢ ὄχι τῶν Ἐπισκόπων τὴν ἀποφασίζει ἡ Σύνοδος κι ὄχι ὁ κάθε ζηλωτής, εἶναι τὸ παράδειγμα τῶν Ἐπισκόπων Βασσιανοῦ καὶ Στεφάνου. Αὐτοὶ ἐχειροτονήθηκαν «παρὰ τοὺς κανόνας» στὴν Ἐπισκοπὴ Ἐφέσου, ἡ ὁποία δὲν ἦταν ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Πάπα. Καθαιρέθηκαν ὅμως ἀπὸ τὸν Λέοντα Ρώμης καὶ τὸν Ἀλεξανδρείας «ὥστε τοῦτον (Βασσιανόν) μὴ δεῖν εἶναι ἐπίσκοπον». Κι ὅμως ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔλαβε ἄλλη ἀπόφαση, ἀρνουμένη ὄχι κάποιου λαϊκοῦ τὴν γνώμη, ἀλλὰ δύο Πατριαρχῶν· τοῦ ὀρθοδοξοτάτου Πάπα Ρώμης Λέοντος καὶ τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας. Ἀποφάσισε νὰ παραμείνουν μὲν στὸ ἀξίωμα τοῦ ’Επισκόπου, ἀλλὰ νὰ χάσουν τὴν θέση τους γιὰ τὸ ἀντικανονικὸ τῆς χειροτονίας: «Οἱ δύο ἐπίσκοποι νὰ μὴ καθαιρεθοῦν, ἀλλὰ νὰ κηρυχθοῦν ἔκπτωτοι “ἐχέτωσαν τὴν ἀξίαν τοῦ ἐπισκόπου”» (Γκοτσόπουλος Ἀναστ., Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ ὁ Ἐπίσκοπός της, σελ. 176). Μάλιστα ὁ Στέφανος «παρέμεινε ὡς μέλος τῆς Συνόδου καὶ ὑπέγραψε στοὺς καταλόγους τῶν ἐπισκόπων ὡς (ἐπίσκοπος) Ἐφέσου μέχρι καὶ τὴν τελευταία... συνεδρίαση τῆς Συνόδου»!!! (ὅπ. παρ., σελ. 176-177).

Καὶ ἐρχόμαστε τώρα στὴν Πέμπτη Οἰκουμενική. Εἶναι γνωστὸν ὅτι Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε τὸ 553 μ.Χ. γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ μὲ τρεῖς ἱερωμένους: τὸν ἐπίσκοπο Θεόδωρο Μοψουεστίας, τὸν ἐπίσκοπο Θεοδώρητο Κύρου καὶ τὸν μητροπολίτη Ἐδέσσης Ἴβα, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σαφῶς ἀντιτεθεῖ πρὸς τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Ζήτημα Τριῶν Κεφαλαίων) ὁ δὲ Θεοδώρητος Κύρου ἀθωώθηκε (ὅπως εἴδαμε) ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενική. Ὅσα στοιχεῖα παρουσιάζονται ἐδῶ, εἶναι κυρίως ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ πρώην Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου ( Πέμπτη Οἰκουμενική Σύνοδος), καὶ φανερώνουν ὅτι οἱ Ἅγιοι πατέρες ἔδειχναν ἐπιείκεια, χωρὶς ταυτόχρονα νὰ ὑποχωροῦν στὰ θέματα τῆς πίστεως.
Νικοπόλεως Μελέτιος κάνει ἀναδρομὴ στὰ γεγονότα ποὺ ἀντιμετώπισε Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀφοῦ αὐτὰ συνδέονται μὲ ὅσα συζητήθηκαν στὴν Ε΄ Οἰκουμενική, μέρος τῶν ὁποίων θὰ παραθέσουμε.
Ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας θεωρεῖται ὁ «πατέρας» τοῦ Νεστοριανισμοῦ. «Ἡ διδασκαλία τοῦ Θεοδώρου ἦτο καινολογία (=νεωτερισμός), ξένη πρὸς τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀντιοχεῖς, ὅταν διὰ πρώτην φορὰν ἤκουσαν τὰς ἰδέας του, κατὰ κυριολεξίαν λίθους βαλόντες αὐτὸν” (=τὸν πῆραν μὲ τὶς πέτρες) ἐξεδήλωσαν τὴν πλήρη ἀντίθεσή τους» (Μελετίου Καλαμαρᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 45).
Ἀνησυχία εἶχαν διατυπώσει ἤδη ἀπὸ τὸ 394 μ.Χ. καὶ οἱ «ἅγιοι Γρηγόριος ὁ θεολόγος καὶ Γρηγόριος Νύσσης» (ὅπ. παρ.). Λίγο ἀργότερα (404 μ.Χ.) καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος (ἀνησυχῶν καὶ αὐτός) μὲ ἐπιστολή του στὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Πορφύριο, τὸν προέτρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ ζήτημα ποὺ δημιουργήθηκε μὲ τὶς κακοδοξίες τοῦ Θεοδώρου.
Ἀλλὰ αὐτὴ «ἡ περιωρισμένης ἐκτάσεως ἀμφισβήτησις αἰφνιδίως μετεβλήθη εἰς γενικὴν καὶ καθολικήν, ὅταν ἕνας μαθητής τοῦ Θεοδώρου, ὁ Νεστόριος, ἐπελέγη» ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (ὅπ. παρ., σ. 45). Ὑπ’ ὄψιν ὅλων μας (ὅσων ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα) ὅτι ὁ Νεστόριος ἦταν «ὁ πρῶτος ποὺ ἀντέδρασε τότε κατὰ τοῦ Θεοδώρου» Μοψουεστίας, ἀλλ΄ ἀργότερα -δυστυχῶς, ἐξέπεσε τῆς Πίστεως· ἐπείσθη ὑπὸ τοῦ Θεοδώρου καὶ ἔγινε ὀπαδός του (ὅπ. παρ., σελ. 312, ὑποσ. 21).
«Πρῶτος ἐναντίον τοῦ Νεστορίου ἠγέρθη» ἕνας λαϊκός, ὁ κατόπιν «ἐπίσκοπος Δορυλαίου Εὐσέβιος». Στὴν συνέχεια ἐναντιώθηκε ὁ Ἅγιος Κύριλλος καί, τέλος, ὁ Πάπας Κελεστῖνος.
Πρέπει νὰ παραθέσουμε ἐδῶ τὴν παρατήρηση τοῦ Νικηφόρου Καλλίστου ποὺ σχετίζεται μὲ τὰ θέματα ποὺ συζητοῦμε: «Νεστόριος δὲ δόξαν εἶχε παρὰ πολλοῖς, ψιλὸν ἄνθρωπον δογματίζων τὸν Κύριον, καὶ τὸ πάλαι τεθνηκὸς δόγμα Παύλου τοῦ Σαμοσάτων καὶ Φωτεινοῦ αὖθις ἀνανεῶν, καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἠρέμα εἰσάγων» (P.G. 146, 1160D). Τοῦτο σημαίνει ὅτι οὐσιαστικὰ ὁ Νεστόριος ἀνανέωνε καταδικασμένη αἵρεση, ἁπλῶς ἐπικέντρωνε τὴν σκέψη καὶ τὰ ἐπιχειρήματά του σὲ ἄλλο σημεῖο, πλήττων καὶ προσβάλλων μαζὶ μὲ τὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἀλλὰ ἡ διδασκαλία τοῦ Παύλου Σαμοσατέως εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ δύο Συνόδους ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Φιρμιλιανό, καὶ ἀπὸ μία τρίτη (τὸ 268) ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ταρσοῦ Κιλικίας Ἕλενο, ὁ ὁποῖος καὶ καθαίρεσε τὸν Σαμοσατέα.
Ἄρα ἐπρόκειτο γιὰ καταδικασμένη αἵρεση· ἐκτὸς αὐτοῦ ὅμως μὴ ξεχνᾶμε ὅτι (ὅπως κάθε αἵρεση) εἶχε καὶ τὸ ἀνάθεμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου («ἀνάθεμα ἔστω», Γαλ. α΄ 8), ἀφοῦ αἱρέτιζε ἀνατρέποντας βασικὴ Εὐαγγελικὴ πίστη περὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἦταν δὲ καὶ ἄθεος γιὰ τὸν ἴδιο λόγο κατὰ τὸν Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη: ὁ «παραβαίνων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ Θεὸν οὐκ ἔχει (Β΄ Ἰωάν. α΄ 8). Παρὰ ταῦτα ἦταν Πατριάρχης Κων/πόλεως μὲ ἔγκυρα μυστήρια, ἀφοῦ ἀκόμα δὲν εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ὅπως καταδεικνύεται καὶ ἀπὸ ὅσα στὴν συνέχεια γράφει ἐπιλέγων ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος: «Πνεῦμα γὰρ θεῖον ἀναλαβὼν Κύριλλος» στέλνει ἐπιστολὲς στοὺς βασιλεῖς «ἐν οἷς τό τε τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀκριβὲς ὑποδείκνυσι καὶ τὸ τῆς Νεστορίου φρενοβλαβείας κακόδοξον· ἅμα δὲ καὶ σύνοδον οἰκουμενικὴν ᾔτει συγκροτηθῆναι, ὡς ἂν τὰ κατὰ Νεστόριον ἀσφαλῶς γυμνασθείη» (P.G. 146, 1168D). Βλέπουμε κι ἐδῶ ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ζητᾶ νὰ γίνει Σύνοδος· ἀλλὰ γιὰ ἐξέταση τῶν περὶ Νεστορίου ὁμιλεῖ ὁ Ἅγιος· οὔτε κἂν γιὰ καθαίρεση ὁμιλεῖ, πολλῷ μᾶλλον γιὰ ἄκυρα μυστήρια!
Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Κελεστῖνος δι’ ἐπιστολῶν ἔδωσε προθεσμία στὸ Νεστόριο 10 ἡμερῶν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς αἱρετικὲς θέσεις του καὶ νὰ μετανοήσει. Ταυτόχρονα ὁ Κύριλλος ἐπαινοῦσε τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἀποτειχίστηκαν ἀπὸ τὸν Νεστόριο καὶ τοὺς καλοῦσαν νὰ κρατήσουν «σθεναρὰν κατὰ τοῦ Νεστορίου ἀντίδρασιν» πρὶν ὁ Νεστόριος καταδικασθεῖ (Μελετίου Καλαμαρᾶ, ὅπ. παρ., σ. 46-47).
Εἶναι ἄξια παρατηρήσεως ἡ φράση τοῦ Κελεστίνου, ἐκ τῆς ἐπιστολῆς του πρὸς Νεστόριον, διὰ τῆς ὁποίας ἐπισημαίνει ὅτι ὡς αἱρετίζων –ὁ Νεστόριος– εἶναι ψευδεπίσκοπος καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίσει νὰ ἔχει κοινωνία μαζί του, ἐκτὸς κι ἂν μετανοῶν ὁμολογήσει ὀρθόδοξα. Γράφει συγκεκριμένα ὁ Κελεστῖνος, ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ Κάλλιστος: «Νεστορίῳ μετὰ δέκα παραδρομὴν ἡμερῶν, εἰ ἔτι τῇ ἴσῃ δυσσεβείᾳ ἐπιμένοι, μηκέτι εἶναι κοινωνικόν, ἢ ὅλως τοῦ καταλόγου τῶν ἱερέων Χριστοῦ» (P.G. 146, 1168Β).
Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Πατρολογίας Στυλιανὸς Παπαδόπουλος ὡς πρὸς τὸν ἀντιμετώπιση τοῦ (ἀντίστοιχου πρὸς τὸν Βαρθολομαῖο) αἱρετικοῦ Νεστόριου, ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο γράφει: ὅταν πληροφορήθηκε ὁ Κύριλλος τὴν κακοδοξία τοῦ Νεστορίου «ἀντέδρασε σχεδὸν ἀκαριαῖα», δηλαδὴ μέσα σὲ ἕνα χρόνο (Παπαδόπουλος Στ., Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, σελ. 33). Κι αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Νεστόριος ἔγινε Πατριάρχης Κων/πόλεως τὸ 428 καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος μὲ ὁμιλίες καὶ ἐπιστολὲς «καταδικάζει τὴν κακοδοξία» Νεστορίου τὸ 429! (ὅπ. παρ.). Καὶ ὁ Ρώμης Κελεστῖνος «ἀπέρριψε συνοδικά (τὸ 430) τὶς ἀπόψεις τοῦ Νεστορίου» (ὅπ. παρ.).
Ἐδῶ λοιπὸν οἱ Ἅγιοι δὲν περιμένουν «κατ’ οἰκονομίαν» χρόνια καὶ χρόνια, δὲν προπαγανδίζουν ἀμάρτυρες πρακτικὲς «ἄχρι καιροῦ», δὲν μιλοῦν ἐπίσης περὶ ἀκύρων μυστηρίων, ἀλλὰ περὶ ἀποτειχίσεως, διακοπῆς μνημοσύνου, ἀκοινωνησίας τοῦ Νεστορίου. Ἂς ἀκούσουν τὴν φωνὴ τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ “οἰκονομιστὲς” ἀντι-Οἰκουμενιστές, ὁ Πειραιῶς Σεραφεὶμ μετὰ τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἀγγέλου, οἱ π. Θεόδωρος Ζήσης, π. Ν. Μανώλης κ.λπ., οἱ ὁποῖοι ἐξασφάλισαν μὲ τὴν ἀλληλοϋποστήριξη καὶ τὶς «οἰκονομίες» τὴν μὴ καθαίρεσή τους –ἕως τώρα τουλάχιστον.
Ἐπανερχόμαστε στὸ βιβλίο τοῦ Μελετίου Καλαμαρᾶ, ἡ «Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος». Ὅταν συγκλήθηκε, λέγει,  ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὁ Νεστόριος προσπάθησε νὰ προσεταιρισθεῖ τὸν Πατριάρχην Ἀντιοχείας Ἰωάννην. «Ὅμως ὁ Ἰωάννης δὲν ἀπεδέχθη τὸν ρόλον, διὰ τὸν ὁποῖον προώριζεν αὐτὸν ὁ Νεστόριος» καὶ διαμήνυσε τὴν πεποίθησή του στὸν ἅγιο Κύριλλο «ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου εἶναι “ρῆμα οὐκ ἀνεκτόν”· καὶ παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ ἐνεργήσῃ μετὰ συνέσεως καὶ συμπαθείας χρησιμοποιῶν τὴν ἐξουσίαν του “εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν”» (Μελετίου Καλαμαρᾶ, ὅπ. παρ., σ. 48).
Τελικὰ καθηρέθη, βέβαια, ὁ Νεστόριος ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδο· ἀλλά, ὅπως εἶναι γνωστό, ἐπειδὴ ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωάννης καθυστέρησε νὰ προσέλθει στὴ Σύνοδο, ἡ Σύνοδος συνεδρίασε χωρὶς νὰ τὸν περιμένει. Κι αὐτὸς ἐναντιώθηκε πρὸς τὸν πρόεδρο τῆς Συνόδου ἅγιο Κύριλλο κατηγορώντας τον ὅτι ἐν θερμῷ καὶ μὲ σκοπιμότητα καθαίρεσε τὸν Νεστόριο: «Κυρίλλῳ λίαν ἀπήχθετο, θερμῶς οὕτω τὴν Νεστορίου καθαίρεσιν σχεδιάσαντι». Καὶ ἀφοῦ συγκάλεσε δική του Σύνοδο –πράγματι ἐν “θερμῷ”– καθαίρεσε τὸν ἅγιο Κύριλλο! (P.G. 146, 1172Β). Καὶ κατὰ τὸν Πρεβέζης Μελέτιο: «Κατὰ τὴν διετίαν 431-433 μ.Χ. ἐπεκράτησε, συνεπείᾳ ...σχίσματος, μεγάλη ἀταξία. “Ἔμεινεν ἡ Σύνοδος ἡ Ἀνατολικὴ μὴ κοινωνοῦσα τοῖς ἐπισκόποις τοῖς κοινωνοῦσι Κυρίλλῳ. Καὶ διὰ ταῦτα λύπη πολλὴ μεταξὺ αὐτῶν (τῶν ἀνατολικῶν) ἐγένετο· καὶ ἐν φιλονικίᾳ ἐπίσκοποι πρὸς ἐπισκόπους καὶ λαοὶ πρὸς λαούς”» (Μελετίου Καλαμαρᾶ, ὅπ. παρ., σ. 52).
Τότε ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος προσκάλεσε τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωάννη νὰ δώσει λόγο «ἐπὶ τῇ παραλόγῳ καθαιρέσει, ἣν διεπράξατο». Καὶ ἐπειδὴ αὐτός, ἂν καὶ κλήθηκε τρεῖς φορές, δὲν προσῆλθε, συνεδρίασε ἡ Σύνοδος καὶ τὸν καθαίρεσε, ἀφαιρώντας του τὸ δικαίωμα νὰ πράττει τὰ ἱερατικά του καθήκοντα, ἀποκατέστησε δὲ τὸν Κύριλλο ὡς ἐπίσκοπο, παρότι ἀδίκως καθαιρέθηκε. Πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι χρειάζεται ἡ ἀποκατάσταση ἀπὸ Σύνοδο τοῦ ἔστω παραλόγως καταδικασθέντος ἀπὸ Ἐπισκόπους μὲ ἔγκυρα μυστήρια. «Κύριλλος μὲν καὶ Μέμνων τῆς παραλόγου καθαιρέσεως ἀπολύονται παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου· οἱ δὲ καθελόντες μάλιστα δεσμῶται γίνονται· τῆς τε γὰρ θείας ἀποκρίνονται κοινωνίας, καὶ πάσης ἱερατικῆς αὐθεντίας βάλλονται πορρωτέρω» (P.G. 146, 1172C).
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ «κατάστασις, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε περιέλθει τὸ πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας, ἦτο θλιβερά... Διὸ καὶ τεταπεινωμένοι ἐζήτησαν τὴν κοινωνίαν μὲ τὸν ἅγιον Κύριλλον ὑπὸ ὅρους... Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀπαντῶν ἠρνήθη νὰ δεχθῇ τοὺς Ἀνατολικοὺς εἰς κοινωνίαν, πρὶν α) δεχθοῦν τὴν καθαίρεσιν τοῦ Νεστορίου..., β) ἀναθεματίσουν τὸν Νεστόριον καὶ τὰς διδασκαλίας του...» (Μελετίου Καλαμαρᾶ, ὅπ. παρ., σ. 52).
Ὁ πατριάρχης Ἰωάννης μὲ ἐπιστολήν του «ἐδήλωσεν· ὅτι ἀποδέχεται τὴν ἐν Ἐφέσῳ Σύνοδον... ὡς ἰσόκυρον μὲ τὴν ἐν Νικαίᾳ..., ὅτι δέχεται τὴν καθαίρεσιν τοῦ Νεστορίου... Κατόπιν τούτου ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐξεδήλωσεν εἰς τὴν πρὸς τοὺς Ἀνατολικοὺς ἐπιστολήν του τὴν ἀπόλυτον ἱκανοποίησίν του διὰ τὴν ὀρθόδοξον ὁμολογίαν τοῦ Ἰωάννου. Ἔτσι ἐπῆλθεν ἡ “οἰκουμενικὴ εἰρήνη”διαλλαγαί» (ὅπ. παρ., σ. 53).
 «Ἀλλ’ αἱ διαλλαγαὶ ἐλύπησαν τοὺς ὀπαδοὺς τῶν ἄκρων» καὶ ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωάννης ἀντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα στην περιοχήν του, ἀφοῦ ἐπίσκοποι τῆς «Δευτέρας Κιλικίας» συγκρότησαν Σύνοδο καὶ ἀφώρισαν τὸν ἅγιον Κύριλλον. «Ὁ Ἰωάννης πληροφορηθεὶς ταῦτα, ἀπηύθυνεν πρὸς αὐτοὺς ἐπιστολὴν νουθετητικήν», ἡ ὁποία δὲν ἔφερε ἀποτέλεσμα. «Εἰς ἀπάντησιν ὁ Ἰωάννης ...συγχωρήσας τοὺς μετριοπαθεῖς καθῄρεσε τοὺς σκληροπυρηνικούς..., ἐπειδὴ δὲν ἀναθεμάτισαν τὸν Νεστόριον καὶ ἐνέμεναν εἰς τὰ δόγματα τοῦ Θεοδώρου. Διὰ τὸν Θεοδώρητον ἔκαμεν οἰκονομίαν, δηλαδὴ ἠρκέσθη εἰς τὸ ὅτι οὗτος ἀπεδέχθη τὰς διαλλαγάς (ἤτοι ἀπεδέχθη ὡς ἁγίαν τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον) καὶ δὲν ἐπέμεινε εἰς αὐτὸν νὰ ἀναθεματίσῃ τὸν Νεστόριον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπιστολικῶς εἶχεν ὁρκισθῇ, ὅτι οὐδέποτε θὰ ἀναθεμάτιζεν αὐτόν. Τὴν οἰκονομίαν αὐτὴν τοῦ Ἰωάννου ὡς εἰρηνικὸς καὶ ἀνεξίκακος ἀπεδέχθη καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος» (ὅπ. παρ., σ. 53-55). Ἂς βλέπουν αὐτὲς τὶς δικαιολογημένες οἰκονομίες ἐκεῖνοι, ποὺ ζηλωτικὰ ἐξωεκκλησιάζουν τοὺς πάντες καὶ θεωροῦν ὅλων τὰ μυστήρια ἄκυρα.
«Μετὰ τὰς διαλλαγάς, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Νεστορίου..., βλέποντες ὅτι δὲν ἠμποροῦν πλέον νὰ παρουσιάσουν εἰς τὸ κοινὸν τὰ βλάσφημα βιβλία τοῦ Νεστορίου», προσποιοῦντο «ὑποκριτικῶς ὅτι ἐδέχοντο τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον καὶ τὴν καθαίρεσιν τοῦ Νεστορίου», ἀλλ’ ἐστράφησαν πρὸς τὰ ἔργα τοῦ Θεοδώρου, ἑρμηνεύοντας τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μὲ τὶς «σοφιστικὲς διακρίσεις τοῦ Θεοδώρου» καὶ διαδίδοντας «τὰ βιβλία τοῦ Διοδώρου Ταρσοῦ καὶ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, ποὺ ἐνῷ εἶχαν τὰς ἰδίας ἰδέας, δὲν εἶχαν προσωπικῶς καταδικασθῇ» (Μελετίου Καλαμαρᾶ, ὅπ. παρ., σ. 56).
Φαίνεται ἐδῶ ὅτι οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Νεστορίου, γιὰ νὰ μὴν θεωροῦνται ὡς ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ὡς μὴ ἔχοντες μυστήρια (ἀφοῦ ὁ Νεστόριος ἦταν καταδικασμένος ἀπὸ Σύνοδο καὶ ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦσαν –σύμφωνα μὲ τοὺς Κανόνες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς– ἦσαν κι αὐτοὶ καταδικασμένοι), παραμένουν μὲν αἱρετικοί, ἀλλὰ ὑποστηρίζουν ὅτι ἀκολουθοῦν διδασκαλίες μὴ καταδικασμένων αἱρετικῶν, ὥστε νὰ μὴ θεωροῦνται κι αὐτοὶ καταδικασμένοι!!!
 Ἡ διάδοση κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τῶν αἱρετικῶν ἰδεῶν ἐδημιούργησε μεγάλο πρόβλημα. Ἐπίσκοποι τῶν Ἀρμενίων ἀπέστειλαν ἐπιστολὲς πρὸς τὸν ἅγιον Πρόκλον, Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, μὲ τὶς ὁποῖες ἐζήτουν ἀπὸ τὸν ἅγιον Πρόκλον «καταδίκην τῶν συνημμένως ὑποβληθέντων» (αἱρετικῶν) κεφαλαίων τοῦ Θεοδώρου. «Εἰς τὰ ἐπιστολάς-ἐκκλήσεις τῶν Ἀρμενίων ἀνταποκρινόμενος ὁ ἅγιος Πρόκλος συνέταξε καὶ ἀπέστειλε τὸν περίφημον πρὸς Ἀρμενίους Τόμον». Μὲ αὐτὸν «κατεδίκαζε τὰς αἱρετικὰς διδασκαλίας, χωρὶς νὰ κάνῃ μνείαν προσώπων διὰ νὰ μὴν ὀξύνωνται αἱ ἀντιθέσεις... Ὅμως τὸ θέμα δὲν διευθετήθη... Κατόπιν ὁ Πρόκλος τὸ 437 ἀπέστειλε τὸν Τόμον του εἰς τὸν Ἰωάννην Ἀντιοχείας μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ ἀναθεματίσῃ τὸν Θεόδωρον καὶ τὰς διδασκαλίας του χωρὶς ἀργοπορίαν» (Μελετίου Καλαμαρᾶ, ὅπ. παρ., σ. 58).
Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, δὲν ἀνταπεκρίθη. «Προφανῶς ὁ Ἰωάννης εἶχε ρυμουλκηθῆ ὑπὸ τῶν νεστοριανιζόντων. Αὐτὸ ἔκαμεν τὸν ἅγιον Κύριλλον νὰ παραμερίσῃ τὴν οἰκονομίαν καὶ νὰ ἀντιδράσῃ.
»Στὴ συνέχεια συνεκλήθη Σύνοδος (438 μ.Χ.). Κατ’ αὐτὴν οἱ Ἀνατολικοὶ ἐδέχθησαν καὶ προσυπέγραψαν τὸν Τόμον τοῦ ἁγίου Πρόκλου, ἀλλὰ ἀρνήθηκαν νὰ ἀναθεματίσουν τὸν Θεόδωρον, ὄχι πλέον ἐπειδὴ ἦτο αἱρετικός, ἀλλ’ ἐπειδή, ὡς ἐπροφασίζοντο, εἶχε κοιμηθῆ ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ τυχὸν ἀναθεματισμός του θὰ ἐσήμαινε δυνατότητα καταδίκης καὶ τῶν (ἁγίων) Βασιλείου, Γρηγορίου, Ἀθανασίου. Ὁ Πρόκλος ὅμως ἐπέμενε ἀνυποχώρητος καὶ ἄτεγκτος. Ὁ βασιλεὺς ἐδέχθη τὴν ἄποψιν αὐτὴν τοῦ Ἰωάννου. Τότε ὁ Ἰωάννης ἀπηυθύνθη εἰς τὸν ἅγιον Κύριλλον παρακαλῶν αὐτὸν νὰ παρέμβη εἰς τὸν ἅγιον Πρόκλον, καὶ νὰ προσπαθήσῃ νὰ τὸν πείσῃ, ὅτι ἡ τυχὸν προσωπικὴ καταδίκη τοῦ Θεοδώρου θὰ ἐπέφερε πολλὰ δεινὰ εἰς τὸ πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας, ὅπου ὁ Θεόδωρος ἐξηκολούθει νὰ ἔχῃ πολλοὺς θαυμαστάς.
»Καὶ πράγματι· ὁ εἰς ὅλα διδάσκαλος τοῦ τελείου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος μετριοπαθέστατος καὶ εἰρηνικώτατος ἅγιος Κύριλλος, παρ’ ὅτι εἶχε προσφάτως ἀποδείξει ἐναργῶς τὸ μέγεθος τῆς ἀσεβείας τοῦ Θεοδώρου, χάριν τῆς εἰρήνης τῆς ἐκκλησίας καὶ διὰ νὰ μὴ εὐνοῆται ἡ ἀνάπτυξη τῆς -ὑπὸ προκάλυμμα τῆς πάλης κατὰ τοῦ Θεοδώρου- ἐμφανιζομένης νέας μονοφυσιτικῆς αἱρέσεως, ἀπέστειλεν ἐπιστολὴν εἰς τὸν ἅγιον Πρόκλον καθικετεύων αὐτὸν μὲ ὅλον τὸ βάρος τῆς ἱερᾶς του προσωπικότητος νὰ σεβασθῇ τὴν παράκλησιν τοῦ Ἰωάννου καὶ νὰ υἱοθετήσῃ τὴν ἰδικήν του πρακτικὴν οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως χάριν τῆς εἰρήνης.
»Καὶ ὁ Πρόκλος ὑπεχώρησεν. Δὲν ἐπέμεινε νὰ ἀναθεματισθῇ ὁ Θεόδωρος. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἐδέχθη νὰ προπαγανδίζουν τὰς ἰδέας του οἱ νεστοριανίζοντες» (Μελετίου Καλαμαρᾶ, ὅπ. παρ., σ. 59).

λη αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ ποὺ κάνει ὁ Πρεβέζης Μελέτιος, ἔγινε γιὰ νὰ πληροφορήσει τοὺς ἀναγνῶστες γιὰ τὰ γεγονότα ἐκεῖνα, καὶ τώρα νὰ παραθέσει τὴν δικαιολόγηση τῆς Οἰκονομίας αὐτῆς στὶς ἀποφάσεις τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Διαβάζουμε λοιπόν:
«Ἐπειδὴ ὅμως οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Θεοδώρου καὶ τῆς ἀσεβείας του ἀντιμάχονται πασιφανέστατα κατὰ τῆς ἀληθείας καὶ προσπαθοῦν νὰ παρουσιάσουν ὡρισμένα λόγια τῶν ἁγίας μνήμης Κυρίλλου καὶ Πρόκλου ὡς τάχα ὑπὲρ τοῦ Θεοδώρου γραφέντα, ἔχουμε χρέος» νὰ παρουσιάσουμε τὴν ἀλήθεια. «Εἶναι φανερόν, ὅτι οἱ Πατέρες δὲν ἀπαλλάσσουν τὸν Θεόδωρον ἀπὸ τὸ ἀνάθεμα. Ἁπλῶς προκειμένου διὰ τοὺς θιασώτας τοῦ Νεστορίου καὶ τῆς ἀσεβείας του, ἔκαμαν χρῆσιν ὡρισμένων τέτοιων ἐκφράσεων κατὰ οἰκονομίαν, μὲ τὸν σκοπόν, ἀποσπῶντες αὐτοὺς ἀπὸ τὴν πλάνην, νὰ ὁδηγήσουν αὐτοὺς εἰς τὸ τέλειον, καὶ νὰ διδάξουν αὐτοὺς νὰ ὀνομάζουν αἱρετικὸν ὄχι μόνον τὸν εἰς τὴν ἀσέβειαν μαθητὴν Νεστόριον, ἀλλὰ καὶ τὸν διδάσκαλόν του Θεόδωρον. Ἀκριβῶς λοιπὸν δι’ αὐτό, οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ τὰ κατὰ οἰκονομίαν ἐκεῖνα λόγια τους δείχνουν… τὴν σταθεράν τους θέλησιν περὶ ἀναθεματισμοῦ τοῦ Θεοδώρου.
»Ἀνάλογον οἰκονομίαν μπορεῖ νὰ εὕρῃ κανεὶς καὶ εἰς τὴν ἁγίαν Γραφήν, ὅπου βλέπομεν κάτι ἀνάλογον ἔκαμε καὶ ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος … χάριν τῶν Ἑβραίων περιέτεμε τὸν Τιμόθεον, διὰ νὰ μπορέσῃ μὲ τὴν οἰκονομίαν καὶ συγκατάβασιν αὐτὴν νὰ ὁδηγήσῃ αὐτοὺς εἰς τὸ τέλειον. Ἀλλὰ …μετὰ ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν ἀπαγορεύων τὴν περιτομήν ἔγραφεν … “ἐὰν περιτέμνεσθε, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει”» (ὅπ. παρ., σελ. 579-580).
Στὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὅμως, μεγάλο πρόβλημα προκάλεσε καὶ ὁ Πάπας Βιγίλιος, ὁ ὁποῖος τότε βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὶς παλιμβουλίες του. Ἡ εἰσήγηση τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ γιὰ καθαίρεση τοῦ Πάπα Βιγιλίου ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Καὶ τί λέει αὐτή; Ὁ Βιγίλιος «ὑπερασπιζόμενος τὴν ἀσέβεια τῶν προειρημένων τριῶν κεφαλαίων καὶ χωρίζων ἑαυτὸν ἀπὸ τῆς μεθ’ ἡμῶν κοινωνίας, κατέστησεν ἑαυτὸν ἀλλότριον τῆς ἁγίας Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (Γκοτσόπουλος Ἀν., ὅπ. παρ., σελ. 207).
Τί παρατηροῦμε ἐδῶ; Ὅτι μὲ τὴν αἵρεση, βέβαια, ὁ αἱρετίζων ἱερωμένος ἀποκόπτει ἑαυτὸν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶναι λειτουργός της. Αὐτὸ τὸ ἀποδέχεται ἡ Σύνοδος, υἱοθετεῖ τὴν εἰσήγηση τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ ἀναθεματίζει τὸν Βιγίλιο (Γκοτσόπουλος Ἀν., ὅπ. παρ., σελ. 208-209).
Σημάτης Παναγιώτης
(Συνεχίζεται)

                    Τὸ  Α΄ μέρος ἐδῶ
                    Τὸ  Β΄ μέρος ἐδῶ
                    Τὸ  Γ΄ μέρος ἐδῶ 
                    Τὸ  Δ΄ μέρος ἐδῶ
                    Τὸ  Ε΄ μέρος ἐδῶ
                    Τὸ ΣΤ΄ μέρος ἐδῶ 
                    Τὸ  Ζ΄ μέρος ἐδῶ

2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος27/12/18, 9:08 μ.μ.

    Αυτη η μελετη του κ. Σηματη κατα κοινη ομολογια πρεπει να εκδοθει σε βιβλιο! Εχει τοσα στοιχεια που πρεπει να τη μελετησει κανεις επισταμενα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμος28/12/18, 9:04 μ.μ.

      Αφού έχετε και την διορατικότητα κι αντιληφθήκατε την "κοινή ομολογία"...

      Διαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.