Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

«Τί δέ με καλείτε, Κύριε Κύριε, και ου ποιείτεα λέγω;»


(Λουκ. 6,46) 
Γράφει ὁ Βασίλης Δαμουλάκης
      «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 18,3).                                         
    Αν τα τρία στάδια της πνευματικής πορείας του Χριστιανού είναι η Κάθαρση, ο Φωτισμός και η Θέωση-θεωρία της δόξης Του Θεού τότε, με την πάντοτε εξαρτώμενη από τον Θεό βοήθεια:
     Η μεγίστη αρετή για την Κάθαρση είναι η Υπακοή[i]
    Πως είναι δυνατόν να θεραπευτούμε από μία ασθένεια αν δεν υπακούσουμε ολοκληρωτικά στον ιατρό, σκοτώνοντας κυριολεκτικά το θέλημά μας;
Υπακοή σημαίνει ενταφιασμός της ιδικής μας θελήσεως και ανάστασις της ταπεινώσεως. Δεν αντιλέγει ο νεκρός ούτε ξεχωρίζει τα καλά από εκείνα πού του φαίνονται ως πονηρά. Διότι ο Γέροντάς του, πού του εθανάτωσε με τρόπο θεάρεστο την ψυχή, αυτός θα δώση λόγο για όλα. Υπακοή σημαίνει να αποθέσωμε την ιδική μας διάκρισι στην πλούσια διάκρισι του Γέροντος (Κλίμαξ περί υπακοής 4).
Η μεγίστη αρετή για τον Φωτισμό είναι η Διάκριση[ii]
    Πως είναι δυνατόν να ανοίξουν οι οφθαλμοί της ψυχής αν δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια το θέλημα Του Θεού; Πως είναι δυνατόν να συμβεί αυτό αν πρώτα δεν έχουμε θεραπευτεί;
    «Τούτο αναγνωρίζεται ως διάκρισις και τούτο είναι: η αλάνθαστη γνώσις και αντίληψις του θείου θελήματος σε κάθε καιρό και τόπο και περίπτωσι, η οποία συνήθως υπάρχει στους καθαρούς κατά την καρδιά και το σώμα και το στόμα. Διάκρισις σημαίνει συνείδησις αμόλυντη και καθαρότης των αισθήσεων» (Κλίμαξ περί διακρίσεως Α΄ μέρος 1).
Η μεγίστη αρετή για την Θέωση είναι η Αγάπη[iii]
     Αν ο άνθρωπος δεν φτάσει στην Θέωση είναι αδύνατο να κατανοήσει τι σημαίνει Αγάπη,
διότι δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί με άλλον τρόπο η θεωρία Της Δόξης Του.
Ενώ έχουμε το κλειδί της θεολογίας που είναι η Αγάπη, είμαστε ανήμποροι να θεολογήσουμε καθώς η αγάπη μας είναι «κοσμική», «ατσαλάκωτη», «υπό όρους».
     «Ο Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ
ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Ιω Α΄ 16).
«νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α Κορ. 13,13).
     Γι’ αυτόν τον λόγο ο Κύριος χωρίς να μας Αποκαλύπτεται άμεσα θίγοντας το Αυτεξούσιο, μας αποκαλύπτει μέσα από τους Αγίους αλλά και τους αδελφούς μας, ώστε να φτάσουμε στην Αγάπη –επιθυμώντας αυτήν όσο τίποτα άλλο– δι΄ εκείνων, ώστε να συνδεόμαστε σε ένα Σώμα. Μέσα από αυτή την Αγάπη που βρίσκεται στην Μία Εκκλησία και τα μέλη της, έχοντας κεφαλή αυτή την ίδια  Αγάπη Τον Δεσπότη Κύριο Ιησού Χριστό, οδηγούμαστε στο Χάρισμα της Θεολογίας[iv].
    «Η αύξησις του φόβου είναι αρχή της αγάπης. Και το τέλος της αγνείας είναι προϋπόθεσις της θεολογίας. Εκείνος που ένωσε τελείως τις αισθήσεις του με τον Θεόν, μυσταγωγείται στην θεολογία από τον ίδιο τον Θεόν. Εάν όμως οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθή με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογή κανείς» (Κλίμαξ Λόγος 30,12).
     «Η αγνεία ανέδειξε θεολόγο τον μαθητή[3], ο οποίος με την αγνεία του αυτή αξιώθηκε να κηρύξη και να στερεώση τα δόγματα της Αγίας Τριάδος» (Κλίμαξ Λόγος 30,14).
     «Εκείνος που αγαπά τον Κύριον, έχει προηγουμένως αγαπήσει τον αδελφό του. Το δεύτερο οπωσδήποτε είναι απόδειξις του πρώτου. Εκείνος που αγαπά τον πλησίον του, ποτέ δεν θα ανεχθή ανθρώπους πού καταλαλούν. Θα φύγη δε μακρυά από αυτούς σαν από φωτιά. Εκείνος πού λέγει ότι αγαπά τον Κύριον και συγχρόνως οργίζεται κατά του αδελφού του, ομοιάζει με εκείνον πού τρέχει στον ύπνο του» (Κλίμαξ Λόγος 30,15).
      Η Αγάπη για την οποία ομιλούμε είναι εκείνη που μας δίδαξε ο Κύριος με την Ενανθρώπησή Του (δικαιοσύνη), τα Άγια Πάθη Του(θυσία) και την  Νίκη κατά του θανάτου με την Ανάστασή Του (εμπιστοσύνη).
      Είναι η Αγάπη που συντελείται από την Θυσία, το Δίκαιο[v] και την Εμπιστοσύνη.
     Είναι η Αγάπη που Συγχώρεσε τους σταυρωτές Του.
     Είναι η Αγάπη που μας ζητά να Τον ακολουθήσουμε  ή να τον Αρνηθούμε χωρίς όρους, χωρίς υστεροβουλία μη έχοντας σκοπό τον μισθό, τα αξιώματα, την δόξα, την αναγνώριση, τις αντιπαροχές. Να Τον ακολουθήσουμε επειδή Αγαπάμε με θυσία, δικαιοσύνη και πίστη την Αλήθεια, την οποία  Αναγνωρίζουμε στο Πρόσωπο Του Θεού και γι’ αυτό επιθυμούμε όσο τίποτα άλλο να γίνουμε και εμείς οι ίδιοι Αλήθεια, να γίνουμε Αγάπη, ακολουθώντας αδιαμαρτύρητα όπως ο Κύριος τον μαρτυρικό δρόμο του Γολγοθά.
    «ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» (Ματθ. 8,22).
    Είναι το ακατανόητο Δίκαιο για εμάς τους τυφλούς, που προστάζει να καταργήσουμε την ιδιοτέλεια και να μην επιτρέπουμε να μολυνόμαστε από το κακό.        
    «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην» (Ματθ. 5,39).
      Ενώ ο Θεός κατά το προπατορικό αμάρτημα  θα μπορούσε να πατάξει εν ριπή οφθαλμού τον διάβολο, ως Δίκαιος κατήλθε στο κατώτατο επίπεδο της ανθρώπινης πτώσης προγνωρίζοντας για το πάθος, χωρίς να παραβιάσει τον δικό του νόμο, το αυτεξούσιο.
     «δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διὰ τὴν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων» (Ρωμ. 3,24-25).
«Ποῦ οὖν ἡ καύχησις; ἐξεκλείσθη.
διὰ ποίου νόμου; τῶν ἔργων; οὐχί, ἀλλὰ διὰ νόμου πίστεως» (Ρωμ. 3,27).
         Είναι η πλήρης εμπιστοσύνη με την αδιάλειπτη προσευχή όπως ακριβώς αναπνέουμε και την τέλεια νηστεία στο σώμα, στο θέλημα και την διάνοια.
    «ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν» (Ματθ. 17,20).
    Ο Απόστολος Παύλος μας μιλάει για την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη, αλλά ταυτόχρονα αποδεικνύει τον λόγο του, με την θυσία του εαυτού για την Αγάπη.
     «νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α Κορ. 13,13).
     «Ἀλλ᾿ εἰ καὶ σπένδομαι ἐπὶ τῇ θυσίᾳ καὶ λειτουργίᾳ τῆς πίστεως ὑμῶν,
χαίρω καὶ συγχαίρω πᾶσιν ὑμῖν» (Φιλιπ. 2,17).
      Ο δίκαιος Αβραάμ εμπιστεύτηκε τον Θεό Λόγο πριν την Ενανθρώπηση και την Ανάστασή Του θυσιάζοντας τον υιό του και δέχτηκε την Αγάπη Του Τριαδικού Θεού [φιλοξενία Αβραάμ] και εμείς με τόσες αποδείξεις είμαστε τόσο μακριά από την Εμπιστοσύνη αυτή. Είναι αδύνατον να θυσιάσουμε αν δεν εμπιστευόμαστε κάτι, είναι αδιανόητο να θυσιάσουμε αν δεν έχουμε ελπίδα. Είναι ανέφικτο να είμαστε δίκαιοι, αν το Δίκαιο Του Θεού δεν είναι εγκαταστημένο διαρκώς ως εισπνοή στην καρδιά και ως εκπνοή στην διάνοια, δημιουργώντας αποκλειστικά μέσα από την οδό της Ορθόδοξης ασκητικής την ιδανική, την αδιάρρηκτη σχέση που μας Ζωοποιεί και θα μας Ζωοποιεί Αιώνια.
      Όλοι οι άγιοι που τιμούμε έφτασαν την αρετή της Αγάπης και μέσα από αυτή, κέρδισαν την θεωρία της Δόξης Του Κυρίου. Θυσιάστηκαν με το Μαρτύριο καθώς είχαν οικειοποιηθεί το Δίκαιο Του έχοντας τυφλή εμπιστοσύνη στον Κύριο. Υπήρχε δε αυτή η εμπιστοσύνη διότι διατηρούσαν ζωντανή την σχέση,  όντας απολύτως Αφοσιωμένοι σε Εκείνον.
   «καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως. περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ· περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι πρὸς τὸν πατέρα μου ὑπάγω καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με· περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται» (Ιω. 16,8-11).
        
       Ας ανακρίνουμε τον εαυτό μας αυστηρά χωρίς ελαφρυντικά και δικαιολογίες. Είναι η αγάπη που θαρρούμε ότι έχουμε, όμοια  με Εκείνη Του Κυρίου; Όμοια με εκείνη που μας ζήτησε να έχουμε Ο Ίδιος με το παράδειγμά Του; Έχουμε την δύναμη εκ της κοσμικής μας αγάπης να ακούσουμε αδιαμαρτύρητα «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ιω. 19,15); Για να κερδίσουμε την Αγάπη πρέπει να κερδηθούμε και από Εκείνη. Πρέπει να μας Εμπιστευτεί ο Κύριος. Να γίνουμε και να παραμένουμε κάθε στιγμή άξιοι της Εμπιστοσύνης Του νικώντας τους τρείς πειρασμούς με Ζωντανή Ελπίδα Τον Σωτήρα και Θεό Ιησού Χριστό.
     «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. 6,36).

     «ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ.
εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. 10,37).
     «ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Ρωμ. 5,5).
     Να πούμε όχι στην πλεονεξία και να αφεθούμε με ακλόνητη Πίστη στον Κύριο ακόμα και για τα βασικά λέγοντας: «καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτὸν λέγων· γέγραπται ὅτι οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Λουκ. 4,4). Να ντραπούμε μπροστά στην κενοδοξία αρνούμενοι την πλάνη αυτού του κόσμου και να πούμε: «καὶ ἀποκριθεὶς αὐτῷ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις» (Λουκ. 4,8). Να μην επιτρέψουμε να χαθεί ο φόβος Του Θεού ώστε να μην δοκιμάσουμε την μακροθυμία Του λέγοντας: «καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι εἴρηται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Λουκ. 4,12).
     Να πούμε όχι στην αμαρτία ή οποία μας αγοράζει φθηνά και όσο-όσο. Να πούμε όχι στα βδελυρά πρότυπα που έχουν  κατασκηνώσει στην καρδιά μέσα από την τηλεόραση εδώ και χρόνια και ενώ εκείνα λειτουργούν και εκφράζονται μέσα από την συμπεριφορά μας, εμείς έχουμε την ψευδαίσθηση ότι πλησιάζουμε την αγαθότητα. Έχουμε αυτή την εντύπωση διότι η σκέψη μας εξετάζει συγκριτικά με οτιδήποτε χειρότερο από την δική μας συμπεριφορά, με σκοπό να απενοχοποιηθούμε και να αθωωθούμε, σαφώς στα πλαίσια της φαντασίας. Πρέπει να τονίσουμε ότι η ίδια ψυχονοητική διαπλοκή συμβαίνει και με τις πλείστες αιρετικές κακοδοξίες, οι οποίες μας έχουν μολύνει αθόρυβα. Να πούμε τώρα όχι, διότι αμέσως μετά το «τώρα» είναι πολύ αργά.
     «Δεν άφησες εσύ την αμαρτία. Σε άφησε αυτή γιατί γέρασες». 
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
       Η Θυσία, το Δίκαιο και ή Εμπιστοσύνη είναι προαπαιτούμενες παράμετροι η μία για την άλλη και όλες μαζί για την Αγάπη. Ανταποκρίνονται στο βασικό «ένστικτο» της επιβίωσης και τις δύο πολικότητές του, το οποίο μπορούμε  να αντιληφτούμε με την «Ασφάλεια» που επιζητούμε. Η Ασφάλεια με την «φυγόκεντρο» πολικότητά της, την «Απόκτηση» (εξωστρέφεια) και την κεντρομόλο πολικότητα της, την «Προστασία» (εσωστρέφεια), «ευθύνονται» για τα πάθη μας, αν εμείς έχουμε κοσμικό φρόνιμα, αν βρισκόμαστε σε πτώση εν μέσω πνευματικής ζωής ή αν είμαστε εκτός Θεού.
       Στην πραγματικότητα η «ασφάλεια» που επιζητούμε ή που  νομίζουμε ότι έχουμε από τα αποκτήματα και τους ανθρώπους, πρόκειται για την Ανασφάλεια την οποία βιώνει ο άνθρωπος μετά την πτώση του και την διάρρηξη της σχέσεώς του με τον Θεό. Είναι η πλάνη του αντίχριστου (και κάθε τύπου αυτού) που αντικαθιστά τον Θεό με τα επίπλαστα κατορθώματα και ψευδοθαύματα. Απόδειξη είναι η σημερινή κατάντια του ανθρώπου που ξεκινάει από την ύβρη του σοδομισμού , την απληστία  και φτάνει ως την αυτοχειρία. Ο άνθρωπος ζει με αμέτρητες φοβίες μέσα στις πιο «ασφαλείς» συνθήκες διαβίωσης που υπήρξαν ποτέ, μα ως άπληστος και ανικανοποίητος τίποτα δεν τον γοητεύει βιώνοντας τον κορεσμό και καταλήγοντας στον μηδενισμό.
       Το «ηγεμονικό ένστικτο της Συντήρησης» του ανθρώπου Σημ. 1 (το λεγόμενο ένστικτο της επιβίωσης), δημιουργεί τις τάσεις από τα πράγματα, το περιβάλλον και τους ανθρώπους προς εμάς και από εμάς προς εκείνα. Η ασφάλειά μας απειλείται και γεννά φοβίες ακόμα και σε μία ανεπαίσθητη αλλαγή που θα αντιληφτούμε. Αποτέλεσμα είναι να αντιδρούμε ενστικτωδώς χωρίς λογική είτε επιθετικά με εσωστρέφεια (αν παρατηρούμε με οπτική έξω από μας - ως θεατές της συμπεριφοράς μας προς και από τα πράγματα), είτε αμυντικά με εξωστρέφεια (αν παρατηρούμε με εσωτερική οπτική προς και από τα πράγματα από την οποία απουσιάζουμε μεταφερμένοι στο απυρόβλητο).
    «Η αγάπη κυρίως είναι η απόρριψις κάθε εχθρικής και αντιθέτου σκέψεως, εφ΄ όσον “η αγάπη ού λογίζεται το κακόν” (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Η αγάπη και η απάθεια και η υιοθεσία μόνο στην ονομασία διαφέρουν. Όπως ταυτίζεται η ενέργεια στο φως, στην φωτιά και στην φλόγα, έτσι να σκέπτεσαι ότι συμβαίνει και σ΄ αυτές. Όσο ποσόν αγάπης λείπει, τόσο ποσόν φόβου υπάρχει. Διότι όποιος δεν έχει φόβο ή είναι γεμάτος από αγάπη ή είναι νεκρωμένος ψυχικά» (Κλίμαξ Περί αγάπης, ελπίδος και πίστεως 4).
       Πολλά παραδείγματα μπορούμε να παραθέσουμε αλλά ας δούμε μόνο ένα που αφορά τον σεβασμό, την αποδοχή, την αναγνώριση. Όταν εισπράττουμε σεβασμό χωρίς να υπάρχει επιθυμία και επιδίωξη από εμάς (προαίρεση) το ένστικτο της επιβίωσης που θέλει να ασφαλίσει την αυτοπεποίθηση, δεν ερεθίζεται και παραμένουμε σε «Ησυχία» χωρίς να πραγματοποιείται εντροπία* ακόμα και αν μας προσβάλλουν δικαίως, αδίκως ή κολακεύοντας. Όταν όμως θιχτεί ή προσβληθεί ο κεκτημένος σεβασμός (πολικότητα προστασίας) ή ο διεκδικούμενος σεβασμός (πολικότητα απόκτησης) και από την Ησυχία μεταπέσουμε στην «Ταραχή», καταλαβαίνουμε πόσο απέχουμε από την Αγάπη, διότι είμαστε Ανασφαλείς. Η ανασφάλεια εκφράζεται με τον θυμό η την λύπη. Η συμπεριφορά μας μετασχηματίζεται είτε σε κυριαρχική απαιτώντας αυταρχικά τον σεβασμό (δεσποτισμός), γεννώντας την εκδίκηση, την εμπάθεια, το μίσος ακόμα και την κολακεία ως μέσο «εκβιασμού» της επιθυμητής γνώμης του/των άλλων κ.α., είτε σε αμυντική με συκοφαντία, εμπάθεια, ειρωνεία, κακία, περιφρόνηση, υποκρισία ακόμα και την τεχνητή απελπισία ώστε να λυπήσουμε τον/τους άλλους και να αντικαταστήσουμε προσωρινά τον σεβασμό με την συμπάθεια. *[(φυσ.) η λειτουργία που καθορίζει την αταξία (κατάσταση έλλειψης τάξης) ενός συστήματος η οποία αυξάνεται, όταν αυτό εξελίσσεται προς άλλη κατάσταση αυξημένης αταξίας.]
    Η ανασφάλεια ως πόρισμα της ατομικής εξέτασης στην περίπτωση της μη αναγνώρισης-αποδοχής από τους άλλους είναι εξαιρετικά εύστοχή διότι, εντός της Αγάπης υπάρχει Πληρότητα, ενώ έξω από αυτή βιώνεται εναλλάξ ο λιμός και ο κόρος ως πολικότητες της απληστίας. Κάθε κόρος εκκινεί έναν νέο λιμό μέχρι τον πλήρη μηδενισμό ως μοιραία κατάληξη. Δεν μας αρκεί η Αναγνώριση και η Αποδοχή Του Κυρίου, ως απόδειξη της έλλειψης Εμπιστοσύνης και της «θεωρητικής» σχέσεως που διατηρούμε με Εκείνον. Γι΄ αυτόν τον λόγο, θέλοντας να καλύψουμε το κενό της απουσίας Του Θεού για να νιώσουμε ασφάλεια, επιδιώκουμε με κάθε μέσο να κυριαρχήσουμε τους άλλους ανθρώπους, στρεφόμαστε στα πάθη και θρεφόμαστε με τις ηδονές, συνάπτουμε δεσμούς με πράγματα φθαρτά, αντικείμενα και καταστάσεις που μεταχειρίζονται συναισθήματα. Το τραγικό είναι ότι η συγκεκριμένη συμπεριφοριστική «κίνηση» λιμού-κόρου, εντοπίζεται σε ορθοδόξους χριστιανούς οι οποίοι πέραν των κοινών ανθρώπινων αδυναμιών, έχουν μολυνθεί από τις προτεσταντικές βλάσφημες κακοδοξίες.
    «Παρετήρησα ένα άθλιο θέαμα ανάμεσα σε οργίλους ανθρώπους, πού συνέβαινε εξ αιτίας του εγωϊσμού τους χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Τι συνέβαινε; Έπεφταν στο πλήθος της οργής και για την ήττα τους αυτή πάλι ωργίζονταν. Βλέποντάς τους να τιμωρούν την πρώτη πτώσι με δευτέρα, εθαύμαζα. Παρατηρώντας τους να εκδικούνται την μία αμαρτία με την άλλη, τους ελυπόμουν. Και κατάπληκτος από την πανουργία των δαιμόνων, παρ΄ ολίγο να πέσω σε απόγνωσι για την ζωή μου» (Κλίμαξ Περί αοργησίας 26)

[Σημ. 1: Χρησιμοποιήθηκε ο όρος ηγεμονικό ένστικτο της συντήρησης επειδή αναφερόμαστε σε ένα ανθρώπινο ένστικτο. Ο συνήθης όρος ένστικτο της επιβίωσης σκιαγραφεί μία ζωώδη ανθρώπινη φύση αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο άνθρωπος δεν έχει ευθύνη για την συμπεριφορά του. Αυτό ακριβώς δηλαδή που περιγράφει η εξευτελιστική για την ανθρώπινη λογική, «θεωρία της εξέλιξης». Σήμερα γίνεται ολοφάνερη η πορεία της ανθρώπινης πλάνης, καθώς η ψυχολογία, οι ανατολικές θρησκείες, οι δυτικές αιρέσεις και οι ψευδοφιλοσοφίες κατόρθωσαν να οδηγήσουν τον σύγχρονο άνθρωπο στην αποστασία από τον Τριαδικό Θεό με την απενεχοποίηση και την αποταύτιση. Ο π. Αθανάσιος Μυτιληναίος αποκαλεί σε ομιλία του τον Φρόυντ ως τύπο αντιχρίστου και σαφέστατα έχει απόλυτο δίκιο. Είναι γνωστό ότι τα μεταπατερικά κηρύγματα και θεωρίες διδάσκουν στο ορθόδοξο ποίμνιο ακριβώς την  απενεχοποίηση από την αμαρτία και την αποταύτιση από τους Αγίους Πατέρες. Θα είχε ενδιαφέρον αν οι γνωστοί «φωστήρες» μεταπατερικοί οικουμενιστές μας έδειχναν ένα ζώο που δικάζεται για την συμπεριφορά του, για να καταλάβουμε ποιάς ράτσας αίρεση υπηρετούν, καθώς μόνον τα ζώα δεν φέρουν ευθύνη.]
    Σύμφωνα με τις παραπάνω συμπυκνωμένες (χάριν οικονομίας) εξηγήσεις η Εμπιστοσύνη (Εμπειρία, Γνώση, Αφοσίωση)  είναι ο πυρήνας της Αγάπης. Απόδειξη γι’ αυτό είναι τα αποτελέσματα έλλειψης εμπιστοσύνης που γνωρίζουμε όλοι, σε μία οικογένεια. Ακόμα όμως και η οικονομία που πρόκειται για ένα άψυχο κατασκεύασμα οδηγείται σε κραχ λόγο προσβολής της πίστης στις αγορές. Η απουσία πλεονεξίας είναι προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη. Η Μετάνοια είναι η οδός της επιστροφής στο θέλημα Του Θεού και την Σωτηρία. Με την αδιάλειπτη προσευχή[vi] και τον κανόνα της προσευχής ρυθμίζεται η βούληση προς τον σκοπό αυτό. Η τελεία νηστεία[vii] είναι απαραίτητη για να διατηρηθούμε ακάθεκτοι στην πορεία εκπλήρωσης του σκοπού αποκατάστασης της εμπιστοσύνης.
    Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης από και προς Τον Θεό μας χαρίζει την πλήρη και αδιάρρηκτη ασφάλεια ακόμα και σε μία συνθήκη μαρτυρικής και φρικώδους ομολογίας πίστεως όπως ακριβώς βιώσαν οι αμέτρητοι Άγιοί μας. Πόσο μάλλον στην πείνα ή τα σύγχρονα «οικονομικά» προβλήματα». Το ένστικτο της επιβίωσης μέσα στην σχέση εμπιστοσύνης με Τον Θεό, περιορίζεται αποκλειστικά στις βασικές λειτουργίες του οργανισμού μας, καθώς πληρούμαστε από Εκείνον. Κάποιοι όμως ασκητές νίκησαν ακόμα και αυτές, με την βοήθεια του Θεού και τις αρετές που τους δώρισε, επειδή ακριβώς στάθηκαν άξιοι της εμπιστοσύνης Του.
    Το Δίκαιο (Αλήθεια, Επιείκεια, Ελευθερία) είναι η πρώτη πολικότητα της Εμπιστοσύνης. Βάση του Δικαίου αποδεχόμαστε, προετοιμαζόμαστε και εγκολπωνόμαστε την Θυσία. Εφόσον εξασφαλίσουμε ότι δεν διακατεχόμαστε από υστεροβουλία (πράξεις με κρυφό στόχο μισθούς, αξιώματα, δόξα, αντιπαροχές κ.α.) τότε με την μελέτη του Θείου Λόγου, την Ελεημοσύνη και την Συγχώρεση, θα προετοιμάσουμε τον «χώρο» στην καρδιά μας, για να δεχτούμε το Μέγα Έλεος του Τριαδικού Θεού με την πρώτη διαπίστωση από Εκείνο να είναι η απαλλαγή από τον ψυχικό πόνο, καθώς η θυσία είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τον φωτισμό και την διατήρηση σε κατάσταση φωτισμού.
    «ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν
διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Ρωμ. 5,5).
(…)Η άλλη, η ελπίς, περικυκλώνει με το έλεος του Θεού και δεν καταισχύνει τον ελπίζοντα.(…) (Κλίμαξ Περί αγάπης, ελπίδος και πίστεως 1)
(…)Γιατί λέει ο Κύριος: "Εγώ χτύπησα με την εγκατάλειψη, εγώ και  θα θεραπεύσω (Δευτ. 32,39). Μη φοβηθείς λοιπόν· όταν περάσει η μεγάλη οργή μου, πάλι θα θεραπεύσω (Ησ. 7,4). Και όπως δεν θα ξεχάσει η γυναίκα να σπλαχνίζεται τα παιδιά της, έτσι και εγώ δεν θα σε ξεχάσω (Ησ. 49,15), Κι αν το πουλί σπλαχνίζεται τους νεοσσούς του και συνεχώς τους επισκέπτεται και τους φωνάζει και τους δίνει τροφή στο στόμα, πολύ περισσότερο απλώνονται οι δικοί μου οικτιρμοί πάνω στα κτίσματά Μου, και ακόμη περισσότερο απλώνονται τα σπλάγχνα μου επάνω σου και σε επισκέπτομαι κρυφά και σου μιλώ νοερά και βάζω τροφή στη διάνοιά σου, που έχει ανοιχτό το στόμα σαν μικρό χελιδόνι. Σου δίνω τροφή του θείου φόβου και τροφή επουράνιου πόθου και τροφή στεναγμών παρηγοριάς και τροφή κατανύξεως και τροφή μελωδίας και τροφή βαθυτέρας γνώσεως και τροφή κάποιων θείων μυστηρίων. Αν σου λέω ψέματα, εγώ ο Κύριος και Πατέρας σου, έλεγξέ με και θα το δεχτώ". Με αυτό τον τρόπο ο Κύριος πάντοτε συνομιλεί νοερά μαζί μας»  (Φιλοκαλία Α τόμος Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος 43)
  
     Η Θυσία (Ταπείνωση, Ελπίδα, Ανδρεία) είναι το τεκμήριο της Εμπιστοσύνης, η επισφράγιση του Δικαίου και έργο κάθαρσης. Εφόσον εξασφαλίσουμε ότι δεν διακατεχόμαστε από ματαιοδοξία, τότε με την υπακοή και τα Άγια Μυστήρια της Εξομολόγησης και της Θείας Μετάληψης, προοδεύουμε στην αποκατάσταση της Εμπιστοσύνης και την ένωση με το Σώμα Του Κυρίου στην Μία Αγία Εκκλησία Του.
    Για κάθε πάθος και για κάθε μέρος της αρχιτεκτονικής του ανθρώπου ακολουθείται η κάθαρση και ο φωτισμός, μέχρι να φτάσουμε στον πυρήνα που είναι η προαίρεση, ώστε ο Θεός μέσα στον άνθρωπο να έρθει σε μέθεξη με τον άνθρωπο και ο άνθρωπος μέσα στην Μία Εκκλησία Του Θεού να έρθει σε μέθεξη με Τον Θεό. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η πληρότητα είναι απαραίτητο να θεραπευτεί με μικροχειρουργική επέμβαση η Προαίρεση. Πρέπει να ανοίξουμε την καρδιά -αφού έχουμε περιορίσει τα πάθη της για να φτάσουμε σε αυτή-  χωρίς να μολυνθεί από τις δυσδιάκριτες «εκ δεξιών» πλάνες, ώστε να την εμποτίσουμε με το μοναδικό, κατάλληλο Θείο αλλά και «λογικό» φάρμακο, την Ταπείνωση. Με ιδία θέληση και κόπο, να αγωνιζόμαστε και να κατορθώσουμε τα «ένστικτά» μας καθώς και οι πολικότητες αυτών, να λειτουργούν στραμμένα αποκλειστικά προς Τον Τριαδικό Θεό, ώστε να μην μαγνητιζόμαστε από το κόσμο και τις πλάνες του, αλλά ταυτόχρονα να μην κλυδωνιζόμαστε από τις εσωτερικές ροπές προς την αμαρτία. «Όλα είναι μέσα μας, και τα ένστικτα και τα πάντα, και ζητούν ικανοποίηση. Αν δεν τα ικανοποιήσομε, κάποτε θα εκδικηθούν, εκτός και τα διοχετεύσομε αλλού, στο ανώτερο, στον Θεό». Βίος και λόγοι – Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου
«ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ιω. 17,11).
     «Ο Θεός εξετάζει την πρόθεσι. Σε όσα όμως μπορούμε, ζητεί με φιλάνθρωπο τρόπο και έργα. Είναι μέγας αυτός πού δεν παραλείπει τίποτε από όσα μπορεί. Μεγαλύτερο όμως είναι εκείνος πού με ταπείνωσι επιχειρεί πράγματα υπέρ την δύναμί του. Πολλές φορές οι δαίμονες μας εμποδίζουν από τα πιο ελαφρά και ωφέλιμα έργα και μας προτρέπουν περισσότερο στα πλέον κοπιαστικά» (Κλίμαξ Περί διακρίσεως ευδιακρίτου 47).
        Η μεγίστη αρετή ολόκληρης της πνευματική πορείας  είναι η Ταπείνωση, ώστε να καταστεί δυνατή η θεωρία της δόξης του Θεού. Διότι χωρίς Ταπείνωση δεν έρχεται η Μετάνοια και χωρίς Μετάνοια είναι αδύνατη η Συγ-χώρεση.
    «Από την υπακοή γεννάται η ταπείνωσις, όπως άλλωστε το είπαμε προηγουμένως. Από την ταπείνωσι γεννάται η διάκρισις. Περί αυτού ομιλεί πολύ έξοχα και βαθυστόχαστα και ο μέγας Κασσιανός στον λόγο του «περί διακρίσεως». Από την διάκρισι γεννάται η  διόρασις και από αυτήν η πρόορασις.
Ποιος άραγε δεν θα θελήση να τρέξη στον ωραίο αυτό δρόμο της υπακοής, βλέποντας ετοιμασμένα εμπρός του τόσο σπουδαία αγαθά! (σ.σ. Μας μιλάει για Μετάνοια). Για την μεγάλη αυτή αρετή έλεγε και ο εκλεκτός εκείνος ψαλμωδός: “Ετοίμασες, ώ Θεέ, από καλωσύνη την παρουσία σου μέσα στην καρδιά του πτωχού υποτακτικού” (πρβλ. Ψαλμ. ξζ΄ 11  (Κλίμαξ περί υπακοής 105)
      «Για την απόκτησι της τελείας αγάπης και πλουσίων χαρισμάτων και θαυματουργικής και προορατικής δυνάμεως, πολλοί βασανίζουν και καταπονούν αδίκως το σώμα τους. Ελησμόνησαν οι ταλαίπωροι ότι όχι οι κόποι, αλλά κυρίως η ταπείνωσις είναι η μητέρα όλων αυτών. Όποιος απαιτεί πνευματικά δώρα αντί των κόπων του, έβαλε σαθρό θεμέλιο. Όποιος όμως θεωρεί τον εαυτόν του χρεώστη δούλο, (σ.σ. μας μιλάει για την Συγχώρεση και την συνέπεια αυτής) αυτός ξαφνικά θα λάβη από τον Θεόν ανέλπιστο πνευματικό πλούτο» (Κλίμαξ Περί κενοδοξίας 25).

    Πως μπορώ να πω ότι Αγαπώ ενώ είμαι Εγωπαθής, ότι έχω Διάκριση ενώ διακατέχομαι από εμπάθεια, ότι έχω Υπακοή εφόσον αντί για Ταπείνωση έχω «αριστοτεχνικά» κρυμμένη υπερηφάνεια;
       Απόδειξη γι’ αυτό;
          Δεν έχω θεωρία Της Δόξης Του Θεού.





[i] Κλίμαξ του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου «Λόγος Τέταρτος – περί Υπακοής»
[ii] Κλίμαξ του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου « Λόγος εικοστός έκτος Α & Β – περί Διακρίσεως»
[iii] Κλίμαξ του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου «Λόγος τριακοστός - Περί αγάπης, ελπίδος και πίστεως»
[iv] Π. Αθανάσιος Μυτιληναίος – Απορίες κατηχητικού 384
[v] Φιλοκαλία Ά τόμος Άγιος Αντώνιος «Συμβουλές…» λόγος  150
«Ο Θεός είναι αγαθός και απαθής και αμετάβλητος. Αν δε κανείς αυτό το θεωρεί εύλογο και αληθές, αλλ’ απορεί πώς ο Θεός χαίρεται μεν για τους αγαθούς ενώ αποστρέφεται τους κακούς και πώς οργίζεται εναντίον εκείνων που αμαρτάνουν ενώ γίνεται ίλεως σε κείνους που τον υπηρετούν και τον λατρεύουν, πρέπει να πούμε ότι ο Θεός ούτε χαίρεται ούτε οργίζεται γιατί η λύπη και η χαρά είναι πάθη. Ούτε με δώρα θεραπεύεται, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι νικιέται με την ηδονή. Δεν πρέπει να κρίνουμε το Θεό με ανθρώπινα μέτρα. Εκείνος είναι αγαθός και ωφελεί μόνο, ποτέ δε βλάπτει, παραμένει πάντα απαθής. Ενώ εμείς εφόσον παραμένουμε αγαθοί, ομοιάζοντες του Θεού, ενωνόμαστε μαζί Του κι όταν γινόμαστε κακοί χωριζόμαστε από το Θεό, σαν ανόμοιοί Του. Όταν ζούμε με αρετή ακολουθούμε το Θεό, ενώ όταν γινόμαστε κακοί τον κάνουμε εχθρό μας και βέβαια δεν οργίζεται χωρίς λόγο, γιατί τα αμαρτήματα δεν αφήνουν το Θεό να μας φωτίζει εσωτερικά αλλά μας ενώνουν με τους τιμωρούς δαίμονες. Αν δε με προσευχές και ελεημοσύνες κερδίζουμε την άφεση των αμαρτιών μας, δε σημαίνει ότι κολακεύουμε και μεταβάλλουμε το Θεό αλλά ότι με τα καλά μας έργα και την επιστροφή μας σ’ Αυτόν γιατρεύουμε την κακία μας και απολαμβάνουμε πάλι την αγαθότητα του Θεού. ‘Ωστε το να λέμε ότι ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος κρύβει το φως του από τους τυφλούς».
[vi] Κλίμαξ του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου «Λόγος εικοστός όγδοος – περί προσευχής»
[vii] Κλίμαξ του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου Λόγοι: Στ 13, Ζ 51-52, Η 24, ΙΔ και εξής, ΙΕ 21-24-52-83, ΚΑ 5, ΚΓ 8, ΚΣΤ 6-18.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.