Ελπιδοφόρου Αρχιερατικά Έπη (Β΄)
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρος σὲ κήρυγμά του (βλέπε: Ελπιδοφόρου Αρχιερατικά
Έπη Α΄) ἐξηγώντας τὸ Ἀποστολικό: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ
μίαν καὶ δευτέρα νουθεσίαν παραιτοῦ» εἶπε:
Ποιός εἶναι ὁ αἱρετικὸς ἄνθρωπος αὐτός; Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε «οἱ ἄλλες ἐκκλησίες;» ὅσοι δὲν εἶναι ὀρθόδοξοι; Αὐτοὶ εἶναι οἱ αἱρετικοὶ ποὺ λέει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος; Ὄχι. Αἱρετικὸς εἶναι ὁ καυγατζῆς. Αὐτὸς ποὺ κάνει διχασμούς. Αὐτὸς ποὺ φέρνει διχόνοιες. Αὐτὸς ποὺ φέρνει μίση.
Τὸ
ἀποστολικὸ χωρίον εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Τίτ. γ΄
9-11): «μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ
γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιίστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ
μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς
ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅσον ἀφορᾶ τὶς γενεαλογίες -οἱ ὁποῖες εἶναι ἀνόητες, μάταιες καὶ ἀνωφελεῖς- τὶς
ἀναφέρει στοὺς Ἰουδαίους. Αὐτοὶ παραποιοῦντες καὶ παραχαράσσοντες ἀκόμη καὶ τὸν
νόμο ἔβρισκαν πολὺ σημαντικὸ γεγονὸς τὴν καταγωγὴ τῶν προγόνων τους καὶ
φιλονεικοῦσαν στηριζόμενοι σ᾿ αὐτό. Τὶς ἔρεις
ὅμως τὶς ἀναφέρει στοὺς αἱρετικούς. Γιατί;
Γιὰ νὰ μὴν
κατασπαταλῇ κανεὶς τὶς δυνάμεις του καὶ κουράζεται χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κανένα
κέρδος. Διότι οἱ αἱρετικοί, στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται, εἶναι διεστραμμένοι καὶ
δὲν ἔχουν διάθεσι, προαίρεσι, νὰ ἀλλάξουν γνώμη. (Ἔρεις
δέ, φησί, τὰς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἵνα μὴ κάμνωμεν εἰκῆ, ὅταν μηδὲν ᾖ κέρδος·
τὸ γὰρ τέλος αὐτῶν οὐδέν. Ὅταν ᾖ τις διεστραμμένος, καὶ μηδ', ἂν ὁτιοῦν
γένηται, προῃρημένος μεταθέσθαι τὴν γνώμην, τίνος ἕνεκεν εἰκῆ κάμνεις κατὰ
πετρῶν σπείρων; (Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ἑρμηνεία στὴν πρὸς Τίτον
ἐπιστολήν. PG62.696).
Ἀρκεῖ ὁ λόγος τοῦ ἁγίου γιὰ νὰ πεισθῇ ὁ Ἀμερικῆς ὅτι
αἱρετικὸς εἶναι ... ὁ αἱρετικὸς καὶ ὄχι ὁ καυγατζῆς καὶ ὁ προκαλῶν διχόνοιες
καὶ μίση; Ὄχι βέβαια. Διότι οἱ σύγχρονοι
οἰκουμενιστὲς κληρικοί μας, τὸ τί λένε οἱ ἅγιοι τὸ γνωρίζουν πολὺ καλά, ὅπως
εὔκολα μπορεῖ νὰ συμπεράνη κάποιος ἀπὸ τὰ λεγόμενά τους. Δὲν τὸ ἀσπάζονται
ὅμως. Δὲν τὸ θέλουν. Θέλουν οἱ ἅγιοι νὰ λέγουν αὐτὰ ποὺ θέλουν αὐτοί. Καὶ
παραβλέπουν τοὺς ἁγίους. Τοὺς ἀφήνουν στὴν ἄκρη. Καὶ λένε τὰ δικά τους. Καὶ στὰ
δικά τους βάζουν τὸν τίτλο τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας. Ὅ,τι λένε αὐτοί, οἱ
νεωτερίζοντες δηλαδὴ κληρικοὶ κάθε βαθμοῦ, οἱ αὐτοαποκαλούμενοι οἰκουμενιστές,
θεωροῦν δεδομένο ὅτι τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἄς δεῖ ὅποιος
θέλει τὶς ὁποιεσδήποτε ἀποφάσεις καὶ συμφωνίες τους μὲ τοὺς διαφόρους αἱρετικούς,
«ἐκκλησίες» γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές, γιὰ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσῃ. Ἄς ποῦμε στὴν
τελευταία προσπάθεια ποὺ ἔγινε στὸ Κολυμπάρι γιὰ νὰ νομιμοποιηθοῦν
ἐκκλησιαστικῶς οἱ ἀπόψεις αὐτές: (ἀπὸ ἕνα μόνο κείμενο: Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον,
σταχυολογόντας):
1. Ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐν
τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς
προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου. (Σχέσεις. §1)
4. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία,
ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς
καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα
εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος
τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς
Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν
διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς. (Σχέσεις. §4)
Βλέπει
κανεὶς ὅτι ὅλη ἡ πρακτικὴ τῶν οἰκουμενιστῶν, ποὺ κατέχουν τὶς ὑψηλότερες θέσεις
στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία, καὶ ἐργάζονται μεθοδικῶς πολλὲς δεκαετίες τώρα,
παρουσιάζεται ὡς πρακτικὴ τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
1. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... πιστεύει
ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν
ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου.
(Σχέσεις. §1)
Δὲν πιστεύει τέτοια πράγματα ἡ Ἐκκλησία.
Ποῦ, πότε καὶ ποιὸς ἅγιος πατέρας τῆς ἐκκλησίας εἶπε τέτοια πράγματα; Γιατὶ δὲν
παραθέτουν κάποιον, χωρὶς νὰ διαστρεβλώνουν, ὅμως, τὰ λόγια του, ὅπως κάνουν μὲ τὸν ἅγιο Πορφύριο;
Οἱ οἰκουμενιστὲς ἡγέτες τῆς ἐκκλησίας μας (ἐννοεῖτε ὅσοι εἶναι οἰκουμενιστές,
μιὰ μικρὴ μειοψηφία δηλαδή) τὸ πιστεύουν καὶ τὸ μεθοδεύουν αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία
ὑπάρχει, εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἁγιάζει πάντα ἄνθρωπο ἐν αὐτῇ, ἀρκεῖ νὰ τὸ
θέλῃ αὐτὸς καὶ νὰ ἀγωνίζεται γι’ αὐτὸ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ πείρα τῶν ἁγίων
διδάσκει, καὶ καλεῖ πάντα ἄνθρωπο νὰ ἐνσωματωθῇ στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, δηλαδὴ σ᾿ αὐτήν. Οὔτε ἀγωνιᾷ γιὰ καμμιὰν ἑνότητα, οὔτε βλέπει
διαιρέσεις, οὔτε προωθεῖ ὑποθέσεις, οὔτε τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὁ
δαιμονικὸς ζόφος μέσα στὸν ὁποῖον κινοῦνται ὅσοι δὲν κατανοοῦν τί εἶναι αἵρεσις
καὶ νομίζουν ὅτι ἀρκοῦν καλὲς διαθέσεις, διακηρύξεις, μεθοδεύσεις, προωθήσεις,
τεχνητὲς ἑνοποποιήσεις, συναισθηματικὲς ἐκρήξεις καὶ ὅλα ὅσα βλέπουμε γύρω μας
«γιὰ νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος». Ἀλλὰ ἡ αἵρεσις εἶναι ἀσθένεια.
Ἀρρώστεια. Πρόβλημα ὀργανικό, συγκεκριμένο, ὁδηγεῖ στὸν θάνατο. Δὲν εἶναι διαφορετικὲς παραδόσεις, ἄλλες ἑρμηνεῖες, ἄλλοι τρόποι πλησιάσματος τῆς ἀληθείας κλπ, ὅπως διακηρύσσουν οἱ
οἰκουμενιστές μας.
Αὐτὸ εἶναι κατανοητὸ καὶ διατυπωμένο
ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἐρωτοτροποῦν πρὸς τὸ οἰκουμενιστικό πνεῦμα:
«Ἡ
αἵρεσις στὸ χῶρο τῆς ἀλήθειας εἶναι ἁμαρτία. Καὶ ἡ ἁμαρτία στὴν πνευματικὴ ζωὴ
εἶναι ψεῦδος (ἀρρώστεια καὶ παρὰ φύσιν
κατάσταση). Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ
ζήσωμε, δὲν νοεῖται ὑγεία ζωῆς, χωρὶς τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, καὶ δὲν ὑπάρχει θεολογία μέσα στὴν ἀρρώστεια
τῆς αἱρέσεως, μέσα στὴν αἵρεση ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας τῆς οἰήσεως»
(Ἀρχιμ Βασιλείου Γοντικάκη. Εἰσοδικόν. σελ 30)
4. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία,
ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς
καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα
εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος
τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς
Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν
διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς. (Σχέσεις. §4)
Ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησία οὔτε μὲ τέτοιες καλλιέργειες ἀσχολεῖται (τὸ ἀποστολικό,
ποὺ παραθέτει ὁ Ἀμερικῆς, αἱρετικὸν
ἄνθρωπο μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ τὸ ἀποδεικνύει), οὔτε μετέχει -καὶ μάλιστα πρωτοστατεῖ- σὲ κινήσεις ὅπως ἡ
λεγομένη οἰκουμενικὴ κίνησις, οἱ καρποί τῆς ὁποίας ὄχι μόνον δὲν ἐκπέμπουν
ἄρωμα ζωῆς ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὄζουν αἱρετικῆς δυσωδίας θανάτου. Οἱ μαρτυρίες τοῦ
ἁγίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου καὶ τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς
(ἀναφέρομαι μόνον σ’ αὐτὲς ἀπὸ τὶς
ἄπειρες τὸν ἀριθμὸ, μαρτυρίες ἁγίων
ἀνδρῶν) εἶναι χαρακτηριστικὲς καὶ ξακάθαρες. Οἱ οἰκουμενιστὲς ἡγέτες τῆς
ἐκκλησίας μας μεθοδεύουν ὅλα τὰ παραπάνω τὰ τελευταῖα 120-150 χρόνια...
Βέβαια ὁ ἅγιος Ἀμερικῆς δὲν βλέπει στοὺς Παπικοὺς καὶ
τοὺς Προτεστάντες καὶ σὲ ὅλες τὶς «ἄλλες ἐκκλησίες» καμμιάν αἵρεσι. Οὔτε καὶ ἡ
Σύνοδος τοῦ Κολυμβαρίου εἶδε, -γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἐκφράζει τὴν ὀρθόδοξη
αὐτοσυνειδησία. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα μεταφέρει (ὡς ἐλπίδα ἄραγε -ἐλπίδα σὲ τί;) καὶ
στὴν Ἀμερική. Γιὰ νὰ φωτίσῃ τοὺς ἀλλόπιστους ἤ νὰ μπερδέψῃ τοῦς ὀρθοδόξους;
Ὅμως συμφώνως μὲ τὸ ἐπισκοπικὸ ὅρκο, ἄλλες εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις ἑνὸς ἐπισκόπου.
Ὄχι νὰ αὐθαιρετῇ ἀλλὰ νὰ ἀκολουθῇ τὴν παραδεδομένη πίστι.
Πῶς ἀντιδρᾶ
σήμερα ἡ καθόλου ὀρθόδοξος ἐκκλησία στὰ φαινόμενα ἀλλοιώσεως τῆς παραδεδομένης
πίστεως; Ἔχει τρόπους ἀντιμετωπίσεως καὶ ἔχουν δουλέψει καλῶς τόσους αἰῶνες.
Γιατί σήμερα τόση σιωπή καὶ ἀδράνεια; Δὲν ὑπάρχουν σήμερα ἐπίσκοποι μὲ ὀρθόδοξο
φρόνημα γιὰ νὰ ἀπαιτήσουν τὰ δίκαια γιὰ τὴν ἑκκλησία;
Ὁ κάθε ἕνας ἐπιπηδᾶ στὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ ὡς
δυνάστης καὶ ὑπερήφανος τύραννος σφετερίζεται ἐξουσιαστικά καὶ διαχειρίζεται
τυραννικά τὰ τῆς ἐκκλησίας;
Δείχνουν ὅτι τὸ ἀξίωμα ἔχει ξεπέσει
ἀπὸ ἱερωσύνη σὲ τυραννία. Ἀπὸ
ταπεινοφροσύνη σὲ ὑπερηφάνεια. Ἀπὸ νηστεία σὲ ἀπόλαυσι. Ἀπὸ χρηστὴ διαχείρησι
σὲ αὐθαίρετη δεσποτεία. Δὲν ἀρκοῦνται νὰ διοικοῦν σὰν διαχειριστές, ἀλλὰ νὰ
σφετερίζονται σὰν δεσπότες. Αὐτὰ δὲν λέγονται γιὰ ὅλους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἐνόχους.
Γιατί ὑπάρχουν, ναί, ὑπάρχουν, καὶ αὐτοὶ
ποὺ ζοῦν μὲν κατὰ τὸν ἀποστολικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ δὲν τολμοῦν νὰ μιλήσουν. Καὶ εἶναι μόνο
γι᾿ αὐτό, τὸ ὅτι δὲν μιλοῦν δηλαδή,
ἀξιοκατηγόρητοι, γιατὶ ἐπειδὴ φοβοῦνται τὸ πλῆθος τῶν ἀκολάστων, ἀμελοῦν γιὰ
τὴν διόρθωσι τοῦ κακοῦ, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτούς.
(Μεταπτωκέναι λοιπὸν τὸ ἀξίωμα ἔδοξαν ἀπὸ
ἱερωσύνης εἰς τυραννίδα, ἀπὸ ταπεινοφροσύνης εἰς ὑπερηφανίαν, ἀπὸ νηστείας εἰς
τρυφήν, ἀπὸ οἰκονομίας εἰς δεσποτείαν. Οὐ γὰρ ὡς οἰκονόμοι ἀξιοῦσι
διοικεῖν, ἀλλ᾿ ὡς δεσπόται σφετερίζεσθαι. Ταῦτα δὲ οὐ κατὰ πάντων εἴρηται, ἀλλὰ
κατὰ τῶν ἐνόχων. Εἰσὶ γάρ, εἰσὶν οἱ κατὰ τὸν ἀποστολικὸν μὲν ζῶσι χαρακτῆρα,
ῥῆξαι δὲ φωνὴν μὴ τολμῶντες. Εἰ καὶ λίαν εἰσὶ κατὰ τοῦτο μόνον μεμπτοί, ὅτι
δεδοικότες τῶν ἀκολάστων τὸ πλῆθος, τό γε εἰς αὐτοὺς ἧκον, τῆς τηλικαύτης
διορθώσεως ἀμελοῦσιν (Ἁγ. Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου. Βιβλίον 5, ἐπιστολή ΚΑ΄,
Λεοντίῳ Ἐπισκόπῳ).
Παρὰ ταῦτα ζοῦμε ἐλπίζοντας. Πρῶτον, ὅλα εἶναι στὰ
χέρια τοῦ Θεοῦ. Δεύτερον, ὅλα μποροῦν νὰ ἀλλάξουν, ἀρκεῖ νὰ θελήσῃ ὁ ἄνθρωπος
καὶ νὰ βοηθήσῃ ὁ Θεός. Τρίτον οἱ σιωπῶντες εἶναι ἡ συντριπτικὴ ἀδρανὴς
πλειοψηφία, οἱ δὲ μεθοδεύοντες τὰ ἐπαχθὴ μιὰ μειοψηφία ποὺ ἔχει ἐπιβῇ σὲ θέσεις
διακονίας τῆς Ἐκκλησίας προσπαθώντας νὰ τὴν μετατρέψη σὲ φέουδό της καὶ νὰ τὴν ἁλώση
ἐκ τῶν ἔσω...
Ὁ κάθε ἕνας μας ἔχει εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ
ἀνθρώπου. Πόλεμο ἔχουμε. Πραγματικὸ πόλεμο.
Καὶ
ὅπως δὲν πρέπει νὰ παρασυρόμαστε ἀπὸ τὸν θυμὸ καὶ νὰ ξεκινοῦμε πολέμους, ποὺ
δὲν σταματοῦν ὅταν περάσει ὁ θυμός, ὅταν δὲν πρόκειται γιὰ τὴν εὐσέβεια ἤ τὴν
ἀρετή· πρέπει μέχρι αἵματος νὰ ἀγωνιζόμαστε
ὅταν αὐτὲς κινδυνεύουν· καὶ νὰ μὴν προδίδουμε οὔτε τὴν εὐσέβεια (ὀρθὴ πίστι)
οὔτε τὴν ἀρετή.
(Ἐπειδὴ θυμῷ μὲν ἀναπτομένῳ συνάπτεται πόλεμος,
σβεννυμένῳ δὲ οὐ σβέννυται, μηδέποτε σαυτὸν εἰς πολέμους ἔμβαλλε χαλεπούς· καὶ μάλιστα ὅταν μηδὲ περὶ εὐσεβείας ἤ
ἀρετῆς ὁ λόγος ᾗ· ἐν γὰρ ταύταις χρεία ἕως αἵματος ἀγωνίζεσθαι, μηδὲ ἐκείνην,
μήτε ταύτην προδίδοντα). (Ἁγ. Ἱσιδώρου Πηλουσιώτου. Βιβλίον 5, ἐπιστολή
ΙΔ΄, ΑΙΔΕΣΙῼ ΠΟΛΙΤΕΥΟΜΕΝῼ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.