ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ΛΟΥΚΑ [:Β΄Κορ. 9, 6-15]
«Τοῦτο δέ, ὁ
σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις
καὶ θερίσει (:Και πρέπει να γνωρίζετε και αυτό, ότι εκείνος που
στο χωράφι του σπέρνει με τσιγκουνιά λιγοστό σπόρο, θα θερίσει και λίγο σιτάρι,
ενώ εκείνος που σπέρνει άφθονο σπόρο, άφθονα και θα θερίσει)» [Β΄Κορ.
9,6].
[…] Ο απόστολος Παύλος, μιλώντας στο σημείο
αυτό για τους καρπούς της ελεημοσύνης δεν χρησιμοποίησε για εκείνον που
διστάζει να δώσει απλόχερα σε όσους έχουν ανάγκη, τη φράση «εκείνος που με μικροπρέπεια σπέρνει στο χωράφι του λιγοστό σπόρο», αλλά
χρησιμοποίησε εντονότερη και ηχηρότερη έκφραση, αναφέροντας τη φράση «εκείνος
που με
τσιγκουνιά σπέρνει στο χωράφι του
λιγοστό σπόρο». Και ονόμασε «σπόρο» την πράξη της ελεημοσύνης,
για να πάει αμέσως ο νους σου στην ανταπόδοση και αφού κατανοήσεις το ποια
είναι η συγκομιδή, θα μάθεις ότι παίρνεις
περισσότερα από όσα δίνεις. Γι’ αυτό δεν είπε «εκείνος που δίνει», αλλά «εκείνος που σπέρνει» και δεν είπε «εσείς αν σπείρετε», αλλά χρησιμοποιεί
λόγο που αναφέρεται σε όλους γενικά που «σπέρνουν»
με αυτόν τον τρόπο. Και δεν είπε ότι θα
λάβει «με αφθονία», αλλά «σαν ευλογία»
που είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό.
Και πάλι
στο προηγούμενο που είχε πει καταφεύγει, στο να δίνεται ως ελεημοσύνη στους
φτωχούς ό,τι ευχαριστεί τον καθένα, λέγοντας «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ
καρδία (:ο καθένας ας δίνει
ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του να δώσει)»· γιατί καθένας κάνει κάτι πολύ περισσότερο όταν
είναι ελεύθερος, παρά όταν αναγκάζεται.
Γι' αυτό ασχολείται αρκετά με αυτό· γιατί, αφού είπε «ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του», πρόσθεσε: «μὴ ἐκ
λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης (:χωρίς να
στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται)».
Και δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά παρουσιάζει και μαρτυρία από τη Γραφή,
λέγοντας: «ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός (:γιατί ο Θεός αγαπά εκείνον που δίνει με προθυμία και με χαρούμενο
πρόσωπο» [Πρμ. 22,8].
Είδες ότι συνέχεια αυτό αναφέρει; Λέγει: «όχι ως διαταγή το λέω αυτό» και «γνώμη σας δίνω σχετικά με αυτό» και να
το δίνετε «σαν αυθόρμητη προσφορά και όχι
αναγκαστική». Επίσης «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν
γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός(:όχι με
λύπη ή από ανάγκη· διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλοσύνη και
γλυκύτητα”)» [Β΄Κορ. 9,7]. Στο
σημείο αυτό νομίζω ότι «ἱλαρὸν» ονομάζει τον ανοιχτοχέρη, αλλά ο Παύλος το είπε έτσι
με την έννοια της πρόθυμης προσφοράς.
Επειδή δηλαδή το παράδειγμα των Μακεδόνων που προαναφέρθηκε στην επιστολή καθώς
και όλα τα άλλα, μπορούσαν να οδηγήσουν
σε αφθονία εισφορών, δεν λέγει πολλά γι’ αυτήν, αλλά για το ότι πρέπει να δίνουμε αυθόρμητα· γιατί, αφού η ελεημοσύνη είναι έργο αρετής, και
καθετί που γίνεται αναγκαστικά μειώνει τον μισθό, σωστά ενεργεί ο Παύλος κατ’ αυτόν
τον τρόπο.
Και δεν
τους συμβουλεύει μονάχα, αλλά και εύχεται, πράγμα που το κάνει πάντοτε,
λέγοντας: «δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς (:Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας δώσει
υπεράφθονη κάθε χάρη· και τη χάρη δηλαδή της προθυμίας να εισφέρετε γενναία,
και τη χάρη των υλικών αγαθών)» [Β΄Κορ.
9,8]. Με την ευχή αυτή προσπαθεί να
εξουδετερώσει κάποια σκέψη, που αντιστέκεται στη γενναιοδωρία, πράγμα που
εμποδίζει και τώρα πολλούς. Γιατί πολλοί φοβούνται να δώσουν ελεημοσύνη,
λέγοντας μέσα τους: «μήπως έτσι γίνω
φτωχός, μήπως έτσι εγώ βρεθώ σε ανάγκη και χρειαστώ κάποτε άλλους;». Θέλοντας λοιπόν
να εξαλείψει αυτόν τον φόβο, προσθέτει την ευχή και λέγει: «Θεὸς
πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς(:κάθε
ευεργεσία ας συσσωρεύσει περίσσια, άφθονη κάθε χάρη σε σας εκ μέρους του Θεού».
Όχι απλώς να σας δώσει, αλλά «με
μεγάλη περίσσεια». Και τι σημαίνει «χάριν
περισσεῦσαι»; «Να σας γεμίσει»,
λέει, «με τόσα αγαθά, ώστε να είναι δυνατό
να περισσεύουν γι’ αυτή τη γενναιοδωρία. Για να έχετε παντού και πάντοτε
όλα τα αναγκαία και να σας περισσεύουν και για αγαθοεργίες».
Πρόσεχε
ότι και στην ευχή του αυτή ακόμη διακρίνεται πολλή φιλοσοφικότητα. Δεν εύχεται πλούτο και περισσεύματα, αλλά «πᾶσαν αὐτάρκειαν(:να είστε πάντοτε σε όλα τα απαραίτητα τελείως αυτάρκεις)» [Β΄Κορ.
9,8]. Και δεν είναι μόνο αυτό που πρέπει
να θαυμάζουμε, αλλά και το ότι, όπως δεν ευχήθηκε τα περιττά, έτσι και δεν τους
στενοχωρεί, ούτε τους αναγκάζει να δώσουν από το υστέρημά τους, αλλά δείχνει
κατανόηση για την περίπτωση αυτή και ζητάει να έχουν τα απαραίτητα, δείχνοντας
ότι δεν πρέπει να σπαταλούμε τα δώρα του Θεού. «ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν
ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν»: «ώστε να είστε», λέγει, «πάντοτε
σε όλα τελείως αυτάρκεις κι έτσι να κάνετε με το παραπάνω κάθε καλό έργο». «Γι'
αυτό», λέγει, «ζητώ να έχετε τα
απαραίτητα, για να δίνετε και σε άλλους». Και δεν είπε απλώς «να
δίνετε», αλλά «να δίνετε ανοιχτόχερα».
Για τα υλικά πράγματα ζητάει να έχουν
αυτάρκεια, ενώ για τα πνευματικά να έχουν και περίσσευμα, όχι μόνο για την
ελεημοσύνη, αλλά και για όλα τα άλλα· γιατί αυτό σημαίνει η φράση «για κάθε έργο αγαθό».
Έπειτα,
επιστρατεύοντας ένα επιχείρημα που θα τους ωθήσει σε γενναιόδωρη προσφορά,
επικαλείται για σύμβουλό τους τον προφητάνακτα Δαυίδ και λέγει: «ἐσκόρπισεν,
ἔδωκε τοῖς πένησιν. ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:σκόρπισε άφθονα τις ελεημοσύνες του, έδωσε
στους πτωχούς· η αρετή του μένει και διαλαλείται πάντοτε)» [Ψαλμ. 111,9].
Αυτό σημαίνει «δίνετε με απλοχεριά».
Γιατί η λέξη «σκόρπισε» δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά το ότι έδωσε με απλοχεριά. Γιατί αν και αυτά
δεν μένουν, μένουν όμως στην αιωνιότητα τα αγαθά που προκύπτουν από αυτά που
κάποτε δόθηκαν. Γιατί αυτό είναι το αξιοθαύμαστο: αν τα κρατάμε, χάνονται, αν τα σκορπίζουμε, μένουν, και μένουν αιώνια.
«Δικαιοσύνη»
εδώ ονόμασε τη φιλανθρωπία· γιατί, όταν ξεχύνεται απλόχερα, εξαφανίζει
σαν φωτιά τα αμαρτήματα και μας κάνει δικαίους.
Ας μην
είμαστε λοιπόν τσιγκούνηδες, αλλά ας σπέρνουμε με απλοχεριά. Δεν βλέπεις πόσα
δίνουν άλλοι στους μίμους και στις πόρνες; Δώσε στο Χριστό τα μισά από όσα
δίνουν εκείνοι στους χορευτές του δρόμου. Δώσε εσύ στους πεινασμένους τόσα, όσα
από εγωισμό δίνουν εκείνοι στους θεατρίνους. Εκείνοι καλύπτουν με άφθονο χρυσό
το σώμα των πορνών, και εσύ δεν καλύπτεις ούτε με ένα φθηνό ρούχο τη σάρκα του
Χριστού, αν και την βλέπεις γυμνή; Ποιας συγνώμης είναι αυτό άξιο, πόσης τιμωρίας
δεν είναι άξιο, όταν εκείνος προσφέρει τόσα πράγματα στη γυναίκα που τον
καταστρέφει και τον ντροπιάζει, ενώ εσύ δεν προσφέρεις σχεδόν τίποτα σε εκείνον
που σε σώζει και σε κάνει εκλεκτό; Αλλά ξοδεύοντας για την κοιλιά σου βέβαια
και για να μεθάς και για να κάνεις ασωτίες, δεν σκέπτεσαι καθόλου τη φτώχεια·
αν όμως χρειαστεί να βοηθήσεις φτωχό, γίνεσαι τάχα φτωχότερος από όλους. Και
τρέφοντας βέβαια παράσιτους κα κόλακες, σαν να δαπανάς από πηγές, τόσο πολύ
χαίρεσαι, όταν όμως συναντήσεις φτωχό, τότε σε κυριεύει ο φόβος να μη γίνεις
φτωχός.
Γι' αυτό θα κατακριθούμε τότε και από τους εαυτούς
μας και από τους άλλους, και τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Γιατί θα σε
ρωτήσει ο Κριτής: «γιατί δεν έγινες τόσο
γενναιόδωρος εκεί που έπρεπε;». Αυτός έδινε στην πόρνη και δεν υπολόγιζε
όσα έδινε, και εσύ, προσφέροντας κάτι στον Κύριο, που είπε «να είσαι αμέριμνος» [βλ. Ματθ.6,24: «Διὰ
τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ
σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;
(:η καρδιά σας λοιπόν πρέπει να
ανήκει αποκλειστικά στο Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψτε τη ρίζα της πλεονεξίας˙
και μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα
πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυμα θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή
περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν
που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει κα τα κατώτερα, την τροφή δηλαδή
και το ένδυμα)»], είσαι γεμάτος από φόβο και τρόμο; Ποιας συγνώμης θα ήσουν
άξιος; Αφού κάθε άνθρωπος που βοηθούμε δεν αδιαφορεί, αλλά ανταποδίδει την
ευεργεσία, πολύ περισσότερο θα μας την ανταποδώσει ο Χριστός. Εκείνος, που και
χωρίς να περιμένει να πάρει κάτι πίσω από εμάς, μας δίνει πλουσιοπάροχα
καθημερινά τα αγαθά Του, πώς δεν θα δώσει όταν πάρει κιόλας από εμάς όποτε
κάνουμε ελεημοσύνη στους φτωχούς;
Αλλά θα
πεις: «Τι γίνεται με εκείνους που πρόσφεραν πολλά και, επειδή δεν είχαν
καμία ανταπόδοση, ζητιανεύουν από άλλους;». Μιλάς για εκείνους που
πρόσφεραν τα πάντα, ενώ εσύ δεν δίνεις ούτε οβολό. Υποσχέσου πως θα δώσεις τα
πάντα και τότε ρώτα για εκείνους. Όσο καιρό όμως είσαι τσιγκούνης και δίνεις
λίγα από τα υπάρχοντά σου, τι μου προβάλλεις δισταγμούς και προφάσεις; Εμείς δεν σου ζητάμε να φτάσεις στην πιο ψηλή
κορυφή της ακτημοσύνης, αλλά σε συμβουλεύουμε να περιορίζεις τα περιττά και να
επιδιώκεις μόνο την αυτάρκεια. Η
αυτάρκεια καθορίζεται από την ύπαρξη των αγαθών εκείνων, που είναι απαραίτητα
για να ζει κανείς. Κανένας δεν θέλει να σου αφαιρέσει αυτά, κανένας δεν σου
στερεί την καθημερινή τροφή. Τροφή, όχι
τρυφή, όχι απολαύσεις. Ρούχα, όχι στολίδια. Ή καλύτερα, αν εξετάσει κανείς το
πράγμα με προσοχή, αυτό προπάντων είναι τρυφή. Πρόσεχε.
Ποιος
μπορούμε να πούμε ότι ζει περισσότερο απολαυστικά, εκείνος που τρώει χόρτα και
είναι υγιής και δεν παθαίνει τίποτε δυσάρεστο, ή εκείνος που έχει συβαρίτικο
τραπέζι [:οι κάτοικοι της αρχαίας Σύβαρης, πόλης της κάτω Ιταλίας, ήταν
ξακουστοί για την μεγάλη τρυφή της ζωής τους] και είναι γεμάτος αρρώστιες;
Όποιος μπορεί να αρκείται στα όσπρια και να είναι υγιής, ας μη ζητάει τίποτε
παραπάνω, ενώ ο πιο αδύναμος που έχει ανάγκη από χορταρικά, ας τρώει. Αν είναι
κανένας ακόμη πιο αδύναμος, και έχει ανάγκη από μια μέτρια ποσότητα κρεάτων, δεν
θα τον εμποδίσουμε και αυτόν. Γιατί δεν
δίνουμε αυτές τις συμβουλές για να εξοντώσουμε και να καταστρέψουμε τους
ανθρώπους, αλλά για να περιορίσουμε τα περιττά. Και είναι περιττό, ό,τι είναι
περισσότερο από το απαραίτητο. Όταν
μπορούμε να ζούμε υγιεινά και με αξιοπρέπεια με κάποια αγαθά, είναι περιττό, ό,τι
προστεθεί σε αυτά.
Το ίδιο
πρέπει να σκεπτόμαστε και για τα ρούχα και για το φαγητό και για την κατοικία
και για όλα τα άλλα, και να ζητούμε πάντοτε τα απαραίτητα. Γιατί το περιττό δεν είναι ωφέλιμο. Όταν
μελετήσεις την αυτάρκεια, τότε αν θελήσεις να μιμηθείς τη χήρα που έδωσε το
μοναδικό της δίλεπτο στο κουτί για τους φτωχούς, θα σε ανεβάσουμε πιο ψηλά από
τα υλικά αγαθά· γιατί δεν θα αποχτήσεις ποτέ τη φιλοσοφικότητα της γυναίκας
αυτής, όσο θα φροντίζεις για την αυτάρκεια· γιατί η χήρα ανέβηκε ψηλότερα από την αυτάρκεια, αφού πρόσφερε όλα όσα
ήταν απαραίτητα να τη διαθρέψουν. Θα έχεις λοιπόν ακόμη δισταγμούς για τα
απαραίτητα και δεν θα ντρέπεσαι να είσαι κατώτερος από μια γυναίκα, αφού όχι μόνο
δεν φροντίζεις να τη μιμηθείς, αλλά έχεις και τεράστια διαφορά από αυτή; Γιατί
εκείνη δεν είπε αυτά που λέτε εσείς, δηλαδή «τι θα γίνω αν μοιράσω τα πάντα και αναγκαστώ να ζητώ από άλλους»,
αλλά με γενναιοδωρία έδωσε όλα τα
υπάρχοντά της. Και τι θα μπορούσε να πει επίσης κανείς για εκείνη τη γυναίκα
της Παλαιάς Διαθήκης, τη χήρα στην πόλη Σαρεπτά της Σιδωνίας, που έζησε την
εποχή του προφήτη Ηλία; Εκείνη κινδύνευε
όχι μόνο να γίνει φτωχή, αλλά και να πεθάνει και να χαθεί όχι μόνο η ίδια, αλλά
και τα παιδιά της. Γιατί δεν περίμενε να της δώσει κανένας αλλά θα πέθαινε
αμέσως. Είδε όμως τον προφήτη, λέγει η Γραφή, και αμέσως έγινε γενναιόδωρη [βλ.
Γ΄Βασ. 17, 8-16]. Εσείς δεν βλέπετε χιλιάδες αγίους; Και τι λέγω, αγίους; Βλέπετε να σας παρακαλεί ο Κύριος των προφητών και, παρόλα αυτά, δεν
αποφασίζετε να γίνετε φιλάνθρωποι· και ενώ έχετε αποθήκες που ξεχειλίζουν η
μία μέσα στην άλλη, όμως δε δίνετε ούτε από το περίσσευμά σας.
Τι
λες; Ότι είχε μπροστά της η χήρα αυτή έναν προφήτη και αυτό την έπεισε να γίνει
τόσο μεγαλόψυχη; Αυτό ακριβώς είναι πολύ αξιοθαύμαστο, ότι δηλαδή πείστηκε ότι
αυτός είναι μεγάλος και θαυμαστός. Γιατί, πώς δε σκέφτηκε όσα είναι φυσικό να
σκεφτεί γυναίκα αλλόφυλη και απολίτιστη, ότι, ‘’αν ήταν προφήτης, δε θα είχε την ανάγκη μου; Αν ήταν φίλος του Θεού, δεν
θα τον παρέβλεπε Εκείνος. Έστω ότι οι Ιουδαίοι τιμωρούνται για τις αμαρτίες
τους, αυτός όμως από πού και γιατί;’’. Δεν σκέφτηκε όμως τίποτα από αυτά,
αλλά του άνοιξε το σπίτι της, και πριν από το σπίτι την καρδιά της, και έβαλε
στη μέση ό,τι είχε και, νικώντας τη φύση και αδιαφορώντας για τα παιδιά της,
προτίμησε από όλα τον προφήτη. Σκέψου
λοιπόν πόσο μεγάλη θα είναι η τιμωρία μας, όταν αντέχουμε λιγότερο και έχουμε
λιγότερη δύναμη από γυναίκα χήρα, πτωχή, αλλόφυλη, απολίτιστη μητέρα παιδιών,
που δεν ήξερε τίποτε από όσα ξέρουμε εμείς. Γιατί δεν είμαστε καθόλου γενναίοι,
αν έχουμε το σώμα μας δυνατό· καθόσον γενναίος
είναι μόνο εκείνος που έχει δύναμη ψυχική, έστω και αν είναι κατάκοιτος στο
κρεβάτι. Χωρίς τη δύναμη αυτή, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό είναι δυνατότερος
από ένα μικρό κοριτσάκι και μία ταλαίπωρη γριούλα ακόμη και αν μετακινεί όρος
με τη σωματική του δύναμη. Αυτός αντιπαλεύει με άυλα κακά, ενώ ο άλλος δεν
μπορεί ούτε να τα αντικρύσει.
Και για να
μάθεις ότι αυτό είναι το κριτήριο της γενναιότητας, βγάλε το συμπέρασμα από
αυτό το ίδιο το παράδειγμα. Τι θα μπορούσε να υπάρξει ανδρειότερο από αυτό το
ίδιο το παράδειγμα; Τι θα μπορούσε να υπάρξει ανδρειότερο από αυτή τη γυναίκα
που στάθηκε γενναία και αναδείχτηκε πιο δυνατή από όλους απέναντι και στη
δύναμη της ανθρώπινης φύσης, και στον εξαναγκασμό της πείνας και στην απειλή
του θανάτου; Άκουσε λοιπόν πώς την προβάλλει ο Χριστός· γιατί λέγει: «ἐπ᾿ ἀληθείας
δὲ λέγω ὑμῖν πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλιοὺ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη
ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν,
καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα
χήραν(:Σας λέω επίσης αληθινά ότι
πολλές χήρες υπήρχαν την εποχή του Ηλία στο ισραηλιτικό έθνος, όταν κλείστηκε ο
ουρανός και δεν έβρεξε για τρία χρόνια και έξι μήνες, και είχε πέσει τότε
μεγάλη πείνα σε όλη τη γη της Παλαιστίνης˙
ο Θεός όμως σε καμία απ’ αυτές τις γυναίκες των Ιουδαίων δεν έστειλε τον
Ηλία παρά μόνο στα Σάρεπτα της Σιδωνίας σε μια γυναίκα χήρα, ξένη και άγνωστη
σε αυτόν)» [Λουκά 4,25].
Να πω κάτι
μεγάλο και καταπληκτικό; Αυτή έκαμε στον τομέα της φιλοξενίας κάτι περισσότερο
από τον Αβραάμ· γιατί δεν έτρεξε σε αγέλη όπως εκείνος, αλλά με την μικρή παλάμη της ξεπέρασε όλους τους ξακουστούς για τη
φιλοξενία τους. Εκείνος έβγαινε νικητής, γιατί έταξε σκοπό του αυτό, ενώ εκείνη βγήκε νικήτρια, γιατί δεν λυπήθηκε
ούτε τα παιδιά της για να περιποιηθεί τον ξένο και μάλιστα χωρίς να προσδοκά
ουράνια αγαθά. Εμείς αντίθετα, αν και έχουμε μπροστά μας τη βασιλεία των
ουρανών, αν και κινδυνεύουμε να πάμε στην κόλαση, και το σπουδαιότερο, αν και ο
Θεός έκαμε τόσα πολλά για τη σωτηρία μας και ευφραίνεται και χαίρεται γι’ αυτή,
βρισκόμαστε σε αδράνεια.
Μη, παρακαλώ. Ας μοιράσουμε απλόχερα, ας δώσουμε στους φτωχούς όσα πρέπει να τους
δώσουμε· γιατί ο Θεός δεν κρίνει
μικρή ή μεγάλη τη συνεισφορά στους φτωχούς, με κριτήριο την ποσότητά της, αλλά
με κριτήριο την περιουσία του δωρητή. Πολλές φορές δηλαδή εσύ, που
πρόσφερες εκατοντάδες κιλά χρυσού, πρόσφερες λιγότερα από κάποιον που πρόσφερε
έναν οβολό, αφού εσύ πρόσφερες από το περίσσευμά σου. Πλην όμως έστω και έτσι δίνε και γρήγορα θα δώσεις περισσότερα.
Σκόρπισε χρήματα, για να απολαύσεις
φιλανθρωπία· γιατί αυτή δεν θέλει να συνυπάρχει με τα χρήματα. Συνυπάρχει με
την προσφορά τους, όχι με την παρουσία τους. Δεν είναι δυνατόν να συγκατοικούν
η φιλοχρηματία και η φιλανθρωπία. Οι σκηνές τους είναι χωριστές. Μην
αγωνίζεσαι λοιπόν να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα. Διώξε τη βασανιστική
φιλαργυρία, αν θέλεις να κερδίσεις τη βασίλισσα· γιατί η φιλανθρωπία είναι η
βασίλισσα, που από δούλους μάς μεταβάλλει σε ελεύθερους. Το αντίθετο κάνει η
άλλη. Γι' αυτό ας φροντίσουμε με πολλή
προθυμία να αποφύγουμε τη μια και να καλοδεχόμαστε την άλλη, για να κερδίσουμε
εδώ στη γη την ελευθερία μας και αργότερα τη βασιλεία των ουρανών, την οποία
εύχομαι να κερδίσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα,
η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
«Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον
εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς
δικαιοσύνης ὑμῶν (:και ο Θεός, ο οποίος παρέχει σε αφθονία σπόρο στον
γεωργό που σπέρνει, και ψωμί για τροφή όλων μας, είθε να χορηγήσει, να
ευλογήσει και να πληθύνει τη σπορά των χωραφιών σας και τα άλλα υλικά αγαθά σας
και να αυξήσει έτσι τους καρπούς της αγάπης, της καλοσύνης και της αγαθοεργίας σας
προς τους άλλους)» [Β΄Κορ. 9,10].
Προπάντων
απ’ αυτό θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς τη σύνεση του Παύλου, επειδή αφού
προέτρεψε με τα πνευματικά και με τα υλικά αγαθά, κάνει το ίδιο και με την
ανταπόδοση, μιλώντας για την αμοιβή της καθεμιάς. Η φράση δηλαδή «ἐσκόρπισεν,
ἔδωκε τοῖς πένησιν. ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η
φιλανθρωπία του μένει αιώνια)»
αναφέρεται στην πνευματική αμοιβή. Αντίστοιχα,
η φράση «πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν (:είθε
να πληθύνει τον σπόρο σας)»
δείχνει την υλική ανταπόδοση. Δεν σταματάει όμως εδώ, αλλά ξαναγυρίζει στα πνευματικά και το παραλληλίζει συνέχεια· γιατί η
φράση «αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν (:ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας)» είναι η πνευματική αμοιβή. Κάνοντας αυτά,
διανθίζει τον λόγο, ξεριζώνει τη δειλή και ανόητη εκείνη σκέψη και διαλύει με
πολλούς τρόπους τον φόβο της φτώχειας και μάλιστα και με παράδειγμα τωρινό.
Γιατί, αφού ο Θεός δίνει σε εκείνους που
σπέρνουν τη γη, αφού παρέχει άφθονα εκείνα που τρέφουν το σώμα, πολύ
περισσότερα δίνει σε εκείνους που καλλιεργούν τον ουρανό, σε εκείνους που
μεριμνούν για την ψυχή· γιατί γι' αυτά θέλει να φροντίζουμε περισσότερο.
Αυτό δεν το εκφράζει ούτε με συλλογισμό, ούτε με τον τρόπο που το είπα εγώ,
αλλά με μορφή ευχής και έτσι γίνεται φανερός ο συλλογισμός και τους κάνει να
ελπίζουν περισσότερο όχι μόνο με όσα διαπιστώνει ότι γίνονται, αλλά και με όσα
εύχεται. «Είθε να χορηγήσει», λέει, «και να πληθύνει το σπόρο σας και να αυξήσει
τους καρπούς της φιλανθρωπίας σας».
Και εδώ υπονοεί
πάλι την πλούσια αμοιβή, επειδή το «είθε
να πληθύνει και να αυξήσει», αυτό το νόημα έχει. Συγχρόνως όμως δεν επιτρέπει να επιζητούμε τίποτα περισσότερο από τα
αναγκαία· γιατί αυτό σημαίνει η φράση «ψωμί
για τροφή». Και ασφαλώς πρέπει κανείς να τον θαυμάσει και γι' αυτό, που το
ανέπτυξε και προηγουμένως: ότι δηλαδή στα απαραίτητα δεν επιτρέπει να προστεθεί
τίποτα περισσότερο από τα αναγκαία, ενώ τα πνευματικά συμβουλεύει να τα έχουμε
με πολλή περίσσεια. Γι' αυτό είπε και
παραπάνω: «ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον
ἀγαθόν (:για να έχετε αυτάρκεια
και να δίνετε απλόχερα για κάθε καλό έργο)». Ενώ εδώ λέγει: «ὁ δὲ
ἐπιχορηγῶν ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν (:εκείνος που χορηγεί άρτο για να τρώμε, ας
χορηγήσει και ας πληθύνει τον σπόρο σας)», δηλαδή τον πνευματικό.
Και δεν ζητάει απλώς ελεημοσύνη, αλλά απλόχερη ελεημοσύνη. Γι' αυτό την
ονομάζει συνεχώς “σπόρο”. Επειδή όπως ο σπόρος που πέφτει στη γη κάνει
καταπράσινα τα χωράφια, έτσι και η
ελεημοσύνη παράγει πολλούς καρπούς φιλανθρωπίας και δημιουργεί αξιοθαύμαστα
επακόλουθα.
Και αφού
ευχήθηκε τόσο μεγάλη αφθονία, δείχνει πού πρέπει να την ξοδέψουν, λέγοντας: «ἐν
παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν
τῷ Θεῷ (:ώστε να γίνεστε πλούσιοι
σε καθετί, σε κάθε είδος γενναιοδωρίας, για την οποία θα αναπέμπουν ευχαριστίες
στον Θεό αυτοί που θα πάρουν από εμάς τους Αποστόλους τις συνεισφορές σας που
θα τους μεταφέρουμε)» [Β΄Κορ. 9,11].
Όχι για να ξοδεύετε εκεί που δεν πρέπει, αλλά εκεί που είναι ευχάριστο για τον
Θεό· γιατί ο Θεός μας επιτρέπει να έχουμε εξουσία σε μεγάλα πράγματα. Κράτησε τα
μικρότερα για τον εαυτό Του και έδωσε σε εμάς τα μεγαλύτερα. Εκείνος δηλαδή έχει
εξουσία στην υλική τροφή, ενώ για τη νοητή άφησε την εξουσία σε εμάς· γιατί εμείς έχουμε την εξουσία να
δείξουμε πράσινα τα χωράφια της ψυχής μας, επειδή δεν έχουν ανάγκη ούτε από
βροχές ούτε από κατάλληλες καιρικές συνθήκες, αλλά μόνο από ηθική βούληση, που
μπορεί να ανεβεί ακόμη και στον ουρανό. Την απλοχεριά την ονομάζει εδώ «ἁπλότητα»
, που παράγει με τα ανθρώπινα έργα
ευχαριστία στον Θεό. Επομένως, η
ενέργεια αυτή δεν είναι μόνο ελεημοσύνη, αλλά και αιτία πολλής ευχαριστίας, ή
καλύτερα όχι μόνο ευχαριστίας, αλλά και πολλών άλλων.
Συνεχίζοντας
την επιστολή το αναφέρει για να δείξει ότι είναι
πολλά τα ευεργετικά αποτελέσματα κα να τους κάνει με αυτόν τον τρόπο πιο
πρόθυμους. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα πολλά; Άκουσε που τα λέγει: «ὅτι ἡ
διακονία τῆς λειτουργίας ταύτης οὐ μόνον ἐστὶ προσαναπληροῦσα τὰ ὑστερήματα τῶν
ἁγίων, ἀλλὰ καὶ περισσεύουσα διὰ πολλῶν εὐχαριστιῶν τῷ Θεῷ διὰ τῆς δοκιμῆς τῆς διακονίας ταύτης
δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ
Χριστοῦ καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας, καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ
ὑμῶν, ἐπιποθούντων ὑμᾶς διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐφ᾿ ὑμῖν(:διότι η διακονία αυτής της φιλάνθρωπης,
ευεργετικής και ιερής αυτής υπηρεσίας όχι μόνο φτάνει με το παραπάνω για τις
ανάγκες των Χριστιανών, αλλά και δημιουργεί πληθώρα ευχαριστιών προς τον Θεό).
Κι αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί που ευεργετούνται από σας, με τη διακονία αυτή
της ελεημοσύνης σας αποκτούν πείρα για το ποιοι είστε και δοξάζουν τον Θεό για
την υποταγή σας στην ομολογία της πίστεως στο Ευαγγέλιο του Χριστού και για τη
γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις ανάγκες τόσο τις δικές τους
όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών. Κι αυτοί προσεύχονται και δέονται για
σας στον Θεό, καθώς ποθούν πολύ να σας δουν, εξαιτίας της υπέρμετρης χάρης που
σας έδωσε ο Θεός)» [Β΄Κορ. 9,12-14]. Και ιδού τι εννοεί: «Πρώτα πρώτα όχι μόνο ικανοποιείτε τις
ανάγκες των αγίων [:των Χριστιανών], αλλά τις ικανοποιείτε πλουσιοπάροχα, τους
προσφέρετε δηλαδή περισσότερα από όσα χρειάζονται. Έπειτα προσφέρετε ύμνο στο
Θεό, αφού Τον υμνούν για την υποταγή σας στην ομολογία του Ευαγγελίου».
Και για να
μην τους παρουσιάσει ότι ευχαριστούν μόνο γι' αυτό, επειδή δηλαδή έλαβαν την
ελεημοσύνη, κοίταξε πώς τους εξυψώνει. Εκείνο που είπε ο ίδιος στους
Φιλιππησίους «δεν επιδιώκω να μου δώσετε»,
το ίδιο υποστηρίζει ότι ισχύει και γι΄αυτούς. «Χαίρονται βέβαια που ικανοποιείτε τις ανάγκες τους και ανακουφίζετε τη
φτώχεια τους, πολύ περισσότερο όμως χαίρονται γιατί πιστέψατε και εκτελείτε τις
εντολές του Ευαγγελίου. Απόδειξη
είναι ότι προσφέρετε με τόση απλοχεριά. Έτσι προστάζει το Ευαγγέλιο». «Καὶ ἁπλότητι
τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας (:και για την γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις
ανάγκες τόσο τις δικές τους όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών)». Δοξάζουν, λέει, τον Θεό, γιατί είστε τόσο γενναιόδωροι όχι μόνο σε εκείνους, αλλά σε
όλους. Και είναι επαινετικό γι΄αυτούς, το ότι ευχαριστούν και για την ελεημοσύνη προς άλλους. Δεν ευχαριστούν, λέει, μόνο για όσα πήραν οι ίδιοι, αλλά και για
όσα πήραν οι άλλοι. Αν και βρίσκονται σε μεγάλη φτώχεια, πράγμα που δείχνει
ότι είναι πολύ ενάρετοι· γιατί δεν υπάρχει οι φτωχοί ζηλεύουν όσο κανένας άλλος.
Εκείνους όμως δεν τους έπιασε αυτό το
πάθος, και τόσο απέχουν να θλίβονται για όσα δίνετε σε άλλους, ώστε χαίρουν όχι
λιγότερο από όσο χαίρονται για όσα παίρνουν οι ίδιοι. «καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν (:Και αυτοί προσεύχονται και δέονται για
εσάς στον Θεό)»· «για την ελεημοσύνη
ευχαριστούν», λέγει ο Παύλος, «τον
Θεό. Για τη δική σας αγάπη και τη
δική σας συμβολή Τον παρακαλούν να αξιωθούν να σας δουν. Αυτό το ποθούν πολύ
όχι για τα χρήματα, αλλά για να δουν με
τα μάτια τους τη χάρη που σας έδωσε ο Θεός».
Είδες τη
σύνεση του Παύλου, πώς τους εξύψωσε και έπειτα απέδωσε την εξύψωση στο Θεό και
τη χαρακτήρισε «χάρη από τον Θεό»;
Επειδή δηλαδή είπε μεγάλους επαίνους γι΄αυτούς, και τους είπε
λειτουργούς και τους ανέβασε ψηλά-σαν να τελούσαν εκείνοι ιεροτελεστία και
εκείνος να τους υπηρετούσε- και τους αποκάλεσε εκλεκτούς, δείχνει ότι αίτιος όλων
αυτών είναι ο Θεός, και απευθύνει πάλι μαζί τους ευχαριστίες στο Θεό
λέγοντας: «χάρις δὲ τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγήτῳ αὐτοῦ δωρεᾷ (:Ας
ευχαριστούμε λοιπόν τον Θεό για τη δωρεά Του, το μέγεθος της οποίας δεν μπορεί
να εκφραστεί με λόγια)». Λέγοντας «δωρεά»
εννοεί εδώ και τα πολλά αγαθά που
αποκτούν με την ελεημοσύνη και όσοι την δίνουν και όσοι την παίρνουν. Ή
εννοεί τα μυστηριακά αγαθά, που πρόσφερε
με πολλή προθυμία σε όλη την οικουμένη με την ενσάρκωσή Του, πράγμα που
είναι και το πιο πιθανό· γιατί, για να τους συγκρατήσει και για να τους κάνει
πιο πρόθυμους, τους θυμίζει τι τους χάρισε ο Θεός· γιατί η υπενθύμιση αυτή
προτρέπει άριστα σε κάθε αρετή. Γι' αυτό
και ολοκλήρωσε στο σημείο αυτό το μέρος αυτό της επιστολής. Και αφού είναι
απερίγραπτη η δωρεά, τι θα μπορούσε να αντισταθμίσει την ανοησία εκείνων που
περιεργάζονται την ουσία του Θεού; Και
δεν είναι απερίγραπτη μόνο η δωρεά Του, αλλά και η ειρήνη, με την οποία
συμφιλίωσε τον ουρανό με τη γη και δε χωρεί σε ανθρώπινο νου.
Αφού
λοιπόν μας ευεργέτησε τόσο, ας φροντίσουμε να δείξουμε στη ζωή μας αντάξια
αρετή και να δίνουμε μεγάλη σημασία στην
ελεημοσύνη. Και θα δίνουμε σημασία, αν αποφεύγουμε τις καταχρήσεις, τη μέθη, τη
λαιμαργία· γιατί ο Θεός μας έδωσε
και τα φαγητά και τα πιοτά όχι για καταχρήσεις, αλλά για να τρεφόμαστε. Το
μεθύσι δεν το φέρνει το κρασί. Αν το έφερνε, θα μεθούσαν όλοι. Θα έλεγε όμως
κάποιος: «Δεν θα έπρεπε να προκαλεί
μεθύσι το πολύ κρασί». Αυτές είναι προφάσεις των μέθυσων. Γιατί, αφού τώρα
που βλάπτει το πολύ δεν αποφεύγεις την κατάχρηση , αφού είναι τόσο
εξευτελιστική και επιζήμια και παρόλα αυτά δε νικάς αυτήν την άθλια επιθυμία,
πώς θα σταματούσες την κατάχρηση αν ήταν δυνατό να πίνεις πολύ και να μην
παθαίνεις τίποτα; Άραγε δεν θα επιθυμούσες να γίνουν και τα ποτάμια κρασί; Δεν
θα κατέστρεφες και δε θα εξαφάνιζες τα πάντα; Αφού υπάρχει μέτρο τροφής που, αν το ξεπεράσουμε, βλαπτόμαστε, και
παρόλα αυτά δεν ανέχεσαι το χαλινό, αλλά τον σπάζεις και τρως τα πάντα, για να υπηρετήσεις την άθλια εξουσία της
λαιμαργίας, τι δεν θα έκανες, αν εξαφανιζόταν αυτό το μέτρο της φύσεως; Δεν
θα θυσίαζες όλο σου τον καιρό γι' αυτό; Έπρεπε λοιπόν να κάνεις τόσο δυνατή
αυτή την παράλογη επιθυμία και να μην
εξουδετερώσεις τις βλάβες της κατάχρησης;
Και πόσες
άλλες βλάβες δε γεννήθηκαν από αυτή; Πόσο ανόητοι είναι εκείνοι που, ενώ κυλιούνται στο μεθύσι και στις άλλες
ασωτίες σαν να κυλιούνται στη λάσπη, όταν συνέλθουν λίγο, δεν κάνουν τίποτα
άλλο, αλλά, αντί να επικρίνουν τα σφάλματά τους, αναρωτιούνται γιατί το πιοτό
οδηγεί σε αυτό το κατάντημα. Αντί να λες λοιπόν, «γιατί έθεσε όρια ο Θεός, γιατί δεν γίνονται όλα χωρίς μέτρο;» πες:
«γιατί δεν σταματάμε να μεθάμε; Γιατί δεν
σταματάμε τις καταχρήσεις; Γιατί είμαστε πιο ανόητοι και από τα άλογα ζώα;».
Αυτά έπρεπε να συζητάμε μεταξύ μας και να ακούμε την αποστολική φωνή και να
γνωρίζουμε πόσες ευεργεσίες της ελεημοσύνης δείχνουν αυτά τα κακά και να
εκμεταλλευόμαστε αυτόν τον θησαυρό. Γιατί,
όπως είπε ο Παύλος, αυτό μας κάνει
ικανούς να περιφρονούμε τα χρήματα και συμβάλλει στη δόξα του Θεού και
θερμαίνει την αγάπη και μας κάνει μεγαλόψυχους και μας οδηγεί στο λειτούργημα
του ιερέα, που προσφέρει μεγάλη ανταμοιβή. Γιατί ο ελεήμονας δεν φοράει
μακρύ ένδυμα, δεν περιφέρεται φορτωμένος με στολίδια, δεν στολίζει το κεφάλι
του με στεφάνι, αλλά φοράει τη στολή της
φιλανθρωπίας, που είναι πιο αγνή από τη στολή του ιερέα, αλείφεται με λάδι που
δεν αποτελείται από αισθητά υλικά, αλλά από αγαθοποιό Πνεύμα, και το στεφάνι
του είναι δημιούργημα της φιλανθρωπίας του.
«Σε στεφανώνει ο Θεός», λέει ο Ψαλμωδός,
«με το πλήθος του ελέους και των
οικτιρμών Του» [Ψαλμ.102,4: «τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς»].
Και αντί να φοράει στεφάνι με τη λέξη Θεός, γίνεται ο ελεήμονας ίσος με τον
Θεό. Πώς όμως; «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς
καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων
ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς.
ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν
τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ
βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (:Εγώ όμως σας λέω να αγαπάτε τους
εχθρούς σας, να εύχεστε στον Θεό το καλό γι’ αυτούς που σας καταριούνται, να
ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν και να προσεύχεσθε για χάρη εκείνων που σας
μεταχειρίζονται υβριστικά και περιφρονητικά και σας καταδιώκουν άδικα, ακόμη κι
όταν ο διωγμός τους αυτός σας γίνεται για τις θρησκευτικές σας πεποιθήσεις. Για
να μοιάσετε έτσι και να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς·
διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις
σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»
[Ματθ. 5,45], λέγει.
Θέλεις να
δεις και το θυσιαστήριο του ελεήμονος ανθρώπου; Δεν το έκτισε ο Βεσελεήλ [:σύγχρονος
του Μωυσή· ο Θεός τον επέλεξε για να κατευθύνει το έργο της
κατασκευής της Σκηνής και των εξαρτημάτων της, της Κιβωτού και του χάλκινου
θυσιαστηρίου, όπως επίσης και τα ενδύματα του Αρχιερέα και των ιερέων], ούτε
κανένας άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, όχι με πέτρες, αλλά με ύλη λαμπρότερη από
τον ουρανό, με ψυχές λογικές. Στα άγια των αγίων μπαίνει ο ιερέας. Μπορείς, κάνοντας τη θυσία αυτή, να μπεις
στο ιερότερο χώρο όπου δεν υπάρχει κανένας παρά μόνο ο Πατέρας σου, εκείνος που
σε βλέπει κρυφά, εκεί που δεν σε βλέπει κανένας άλλος. «Μα πώς είναι δυνατό», θα μπορούσε να
ρωτήσει κανείς, «να μη σε βλέπει κανένας,
αφού το θυσιαστήριο βρίσκεται σε δημόσιο χώρο;». Το αξιοθαύμαστο είναι
αυτό, ότι τότε έκρυβαν τη θέα των ιερών σκευών οι θύρες και το παραπέτασμα,
τώρα είναι δυνατό να θυσιάζεις δημόσια, όπως στα άγια των αγίων, και να είναι η
θυσία αυτή πιο μυστηριακή. Γιατί, όταν
δεν κάνεις κάτι για επίδειξη, και αν ακόμη σε βλέπει όλη η οικουμένη, δε σε
βλέπει κανένας, επειδή εσύ δεν το έκανες για να σε δουν. Γι' αυτό δεν
είπε απλώς «μην ελεείτε μπροστά στους
ανθρώπους», αλλά πρόσθεσε «για να σας
δουν και να σας θαυμάσουν και να σας επαινέσουν» [βλ. Ματθ. 6,1: «Προσέχετε
τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς»].
Αυτό το θυσιαστήριο αποτελείται από τα
ίδια τα μέλη του Χριστού και το σώμα του Κυρίου γίνεται θυσιαστήριό σου.
Σεβάσου το. Στο ανθρώπινο σώμα θυσιάζεις το ιερό σώμα του Κυρίου. Αυτό το
θυσιαστήριο είναι πιο φρικτό ακόμη και από το τωρινό, όχι μόνο από το
προχριστιανικό.
Αλλά μην
ξαφνιαστείτε. Το τωρινό θυσιαστήριο είναι θαυμαστό εξαιτίας της Θυσίας που
γίνεται επάνω του. Το θυσιαστήριο του
ελεήμονα δεν είναι θαυμαστό γι' αυτό μόνο, αλλά και γιατί αποτελείται από την
ίδια τη θυσία αυτή. Είναι επίσης θαυμαστό το πρώτο, γιατί είναι κτισμένο με
πέτρες, αλλά γίνεται άγιο, γιατί δέχεται
το σώμα του Χριστού. Το δεύτερο όμως είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού.
Ώστε πιο μυστηριακό είναι αυτό, όπου είσαι παρών εσύ ο λαϊκός.
Επομένως
πώς σου φαίνεται ο Ααρών σε σύγκριση με αυτά; Πώς το στεφάνι; Πώς οι καμπάνες
και τα άγια των αγίων; Τι χρειάζεται λοιπόν να κάνουμε σύγκριση με το παλιό
θυσιαστήριο, αφού αποδείχθηκε τόσο λαμπρό και κατά τη σύγκρισή του με το
τωρινό; Εσύ σέβεσαι το τωρινό
θυσιαστήριο, γιατί δέχεται το σώμα του Χριστού, αλλά συμπεριφέρεσαι
περιφρονητικά σε Αυτόν που είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού και τον βλέπεις με
αδιαφορία να χάνεται. Αυτό το θυσιαστήριο μπορείς να το δεις στημένο
παντού, και σε στενούς δρόμους και σε αγορές, και να γίνονται θυσίες πάνω σε
αυτό κάθε ώρα. Γιατί και σε αυτό γίνεται θυσία. Και όπως στέκεται ο ιερέας και
επικαλείται το άγιο Πνεύμα, έτσι και εσύ
επικαλείσαι το άγιο Πνεύμα, όχι όμως με τη φωνή σου, αλλά με τις πράξεις σου· γιατί
τίποτα δεν διατηρεί και δεν ανάβει περισσότερο τη φωτιά του Πνεύματος, όσο αυτό
το λάδι, αν χύνεται άφθονο.
Και αν
θέλεις να δεις τι γίνονται οι προσφορές
σου, έλα να σου το δείξω και αυτό. Πού είναι λοιπόν ο καπνός; Ποια είναι η
μυρωδιά αυτού του θυσιαστηρίου; Η δόξα
και η ευχαριστία. Και ως πού φθάνει; Άραγε ως τον ουρανό; Όχι. Ξεπερνά ακόμη και τον ουρανό και τον ουρανό
του ουρανού και φθάνει μπροστά στον ίδιο το θρόνο του Θεού. «αἱ
προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου (:οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου)», λέγει, «ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (:ανέβηκαν στον ουρανό ως προσφορά
ευπρόσδεκτη στον Θεό και ως μια ενθύμηση για να μη σε ξεχνά ποτέ)» [Πράξ. 10,4].
Η μυρωδιά
των αισθήσεών μας δεν διασχίζει ούτε ένα μεγάλο μέρος του αέρα. Η μυρωδιά αυτή ανοίγει τις ίδιες τις πύλες
των ουρανών. Εσύ δεν λες σε κανένα τίποτα. Η πράξη σου όμως φωνάζει και γίνεται
θυσία δοξολογίας του Θεού, όχι θυσία σφαγμένου μοσχαριού ούτε καμένου
δέρματος, αλλά πνευματικής ψυχής, που προσφέρει τα δικά της. Γιατί η θυσία αυτή είναι ανώτερη από κάθε
φιλανθρωπία. Όταν δεις τέτοιο φτωχό, όχι μόνο δεν πρέπει να τον
περιφρονήσεις, αλλά πρέπει και να τον σεβαστείς. Και αν δεις άλλον να τον περιφρονεί,
εμπόδισέ τον, βοήθησε· γιατί έτσι θα μπορέσεις να έχεις και εσύ ο ίδιος τον Θεό
βοηθό και να κερδίσεις τα αγαθά του άλλου κόσμου, τα οποία εύχομαι να τα
κερδίσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού
στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η
τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ
ΘΕΟΥ,
επιμέλεια
κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.