Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ

ΔΗΛΩΣΗ  ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ  ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ  ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΖΟΝΤΕΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

παναίρεση (κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς) τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι μιὰ κατάσταση ὑπαρκτή, ποὺ οἱ ἐπίσκοποί μας ἀρνοῦνται νὰ ἐξετάσουν καὶ νὰ καταδικάσουν Συνοδικά. Εἶναι πρωτοφανὲς γεγονὸς στὴν δισχιλιετὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἱεραρχία νὰ σιωπᾶ ἐν καιρῷ αἱρέσεως καὶ νὰ συμπορεύεται δεκαετίες μὲ τὴν αἵρεση.
Ὡς φυσικὴ συνέπεια ἔρχεται ἡ ραγδαία ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἡ ὁποία ἀλλοιώνει τὰ ὀρθόδοξα αἰσθητήρια τοῦ λαοῦ, διαγράφοντας ἀπὸ τὶς συνειδήσεις τῶν χριστιανῶν –διὰ καθημερινῶν λόγων καὶ πράξεων τῶν ἡγετῶν της– τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ εἰσάγοντας  «νέα» δῆθεν ὁδὸ σωτηρίας, διάφορη ἀπὸ ἐκείνη τῶν Ἁγίων.
Ἡ σταδιακὴ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συντελεῖται μὲ τὴν ὑλοποίηση τῆς οἰκουμενιστικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920 καὶ ὅσων ἐφεξῆς δρομολογήθηκαν, ἀλλὰ καὶ ὅσων ἐθέσπισε ἡ Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος. Αὐτὸ σημαίνει πὼς  σταδιακὰ γίνεται ἀλλαγὴ τῶν ἀρχῶν τῆς θεμελιώδους Πίστεως· ὅλο καὶ περισσότερο ἀμφισβητεῖται ὅτι ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ «κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας» καὶ ἐμπεδώνεται στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν ἡ θέση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συναποτελεῖ μὲ τὶς αἱρετικὲς κοινότητες τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντῶν (ὁρατῶς ἢ ἀοράτως) τὴν Ἐκκλησία.
Πρὸς ἀπόδειξη τῶν γραφομένων ἀναφέρουμε συγκεκριμένες πράξεις προβολῆς καὶ ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ὄχι πρὸς στιγμὴν καὶ μεμονωμένα, ἀλλὰ σὲ διάρκεια χρόνου καὶ Συνοδικά, διὰ τῶν ὁποίων παγιώνεται βαθμιαίως ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ κυριότερες οἰκουμενιστικὲς ἐνέργειες, ἑκάστη τῶν ὁποίων συνιστᾶ αὐτοτελῆ αἵρεση, εἶναι:            
Ι) Ἡ συνοδικὴ ἄρση τὸ 1965, ἐπὶ πατριάρχου Ἀθηναγόρα, τῶν ἀναθεμάτων κατὰ τῶν Παπικῶν. Αὐτὴ ἡ ἄρση ἀντίκειται στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ δὴ στὸ Συνοδικὸ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐφ’ ὅσον δὲν ἤρθησαν οἱ αἰτίες ποὺ προκάλεσαν τὰ ἀναθέματα.
ΙΙ) Οἱ Συμφωνίες τοῦ Σαμπεζὺ (1991) καὶ τοῦ Μπάλαμαντ (1993)[1], διὰ τῶν ὁποίων οἱ ἐκπρόσωποί μας ἀναγνώρισαν τὰ μυστήρια τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ τῶν Παπικῶν ἀντίστοιχα. Ἀποδέχτηκαν τὸ «κοινὸ βάπτισμα» μὲ τοὺς Παπικούς, ὡσὰν νὰ ἔχουν καὶ οἱ αἱρέσεις ἔγκυρο Βάπτισμα καὶ νὰ παρέχουν σωτηρία, ὅπως ἡ ΜΙΑ Ἐκκλησία. Δηλαδὴ ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἔκτοτε φανερὰ καὶ κατὰ κυριολεξία οἱ κοινότητες τῶν αἱρετικῶν ὡς «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες»· ἔγιναν ἀποδεκτὲς οἱ «θεωρίες τῶν κλάδων», τῶν «δύο πνευμόνων» καὶ τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας».
Ἐφαρμογὴ τῶν παραπάνω συνιστᾶ ἡ –κατόπιν ἐπισήμου Συνοδικῆς ἀποφάσεως τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας– «μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσίτες καί, ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, ἡ «μερικὴ ἀναγνώριση μυστηρίων τῶν Μονοφυσιτῶν»[2] Αἰγύπτου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀναγνώριση στὴν Κων/πολη τῶν μυστηρίων τῶν Λουθηρανῶν τῆς Γερμανίας (2004).
ΙΙΙ) Ἡ ἰσότιμη ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε., πράξη ἡ ὁποία ἀκυρώνει πλῆθος εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ Ἱερῶν Κανόνων, καὶ διὰ τῆς ὁποίας ἀρνούμεθα τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλη τὴν δισχιλιετῆ ὀρθόδοξη Παράδοση[3]. Αὐτὴ ἡ προδοσία τῆς ὀρθοδοξίας ἀποτυπώνεται στὴν ἀπόφαση τῆς 9ης Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. (Porto Alegre, ΦΕΒ 2006)· ἀπόφαση ποὺ ὑπέγραψαν ἢ ἀποδέχθηκαν ἀδιαμαρτύρητα οἱ ἐκπρόσωποί μας ἐπίσκοποι καὶ τὴν ὁποία, τὸ μὲν Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διὰ τοῦ κ. Βαρθολομαίου ἀποδέχτηκε μὲ ἐνθουσιασμό, ἡ δὲ ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία τὴν ἔχει ἕως σήμερα ἀποδεχθεῖ σιωπηρῶς.
Στὸ Porto Alegre οἱ ἐκπρόσωποί μας διὰ τῶν Δημητριάδος κ. Ἰγνατίου καὶ Καλαβρύτων κ. Ἀμβροσίου δέχθηκαν: 1) Ὅτι τὴν Ἐκκλησία τὴν ἀποτελοῦν ὅλες μαζί, οἱ 350 αἱρετικὲς “ἐκκλησίες” τοῦ Π.Σ.Ε.», ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες ἀριθμεῖται ὡς ἰσότιμος καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὡς ἐκ τούτου, ἀρνήθηκαν ἐμπράκτως τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως διὰ τοῦ ὁποίου ὁμολογοῦμε «πίστιν εἰς “Μίαν Ἐκκλησίαν”! 2) Δέχθηκαν, ὅτι ἤδη «εἴμαστε ἑνωμένοι» (ἀοράτως!) μ’ αὐτὸ τὸ συνονθύλευμα τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἀλλὰ ἀποβλέπουμε στὴν ἐπίτευξη “πλήρους ὁρατῆς ἑνότητας”. 3) Ὅτι ἡ πληθώρα τῶν κακοδοξιῶν τῶν “ἐκκλησιῶν” τοῦ Π.Σ.Ε., εἶναι “διαφορετικοὶ τρόποι διατυπώσεως τῆς ἰδίας Πίστης καὶ ποικιλία Χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνευματος”! 4) Ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁριοθετεῖ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ κοινὴ ὀρθὴ Πίστη, ἡ Παράδοση καὶ ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀλλὰ τὸ “βάπτισμα”!
IV) Ἐπίσης, ἐνέργειες ποὺ συντελοῦν στὴν παγίωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι καὶ οἱ συμπροσευχές, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν πλέον μιὰ σπάνια καὶ κατ’ οἰκονομίαν ἐνέργεια, ἀλλὰ καθημερινή, σκόπιμη καταστρατήγηση εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ θεοπνεύστων Κανόνων, ἐνσυνείδητη οἰκου-μενιστικὴ προπαγάνδα, ποὺ δέχθηκαν οἱ ἐκπρόσωποί μας νὰ θεσμοθετηθεῖ ὡς νόμιμη ἐνέργεια καλυπτόμενη ἀπὸ “Κοινὲς Διακηρύξεις”. Στὸ Porto Alegre ἀποφασίστηκε: «Οἱ συμπροσευχὲς θεωροῦνται ἐπίτευγμα, κατάκτησις τοῦ Π.Σ.Ε. …Ἡ κοινὴ προσευχὴ σὲ ἕνα οἰκουμενικὸ περιβάλλον μπορεῖ νὰ γίνη κατανοητὴ ὡς καιρὸς ὁμολογίας στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν πλήρη ἑνότητα».
V) Ἀκόμη, ἡ σταδιακὴ ἀλλοίωση τῆς φυσιογνωμίας τῆς Ἐκκλησίας συντελεῖται:
α) Μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ παραμονή μας στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ πάντων τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ συζητήσεις καὶ Διαλόγους μὲ αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὄχι μόνο κακοπροαίρετοι, ἀλλ’ ἐμφανῶς δόλιοι καὶ ἀμετανόητοι. Ὅταν οἱ Διάλογοι, ποὺ διεξάγονται μὲ τέτοιες προϋποθέσεις, χρονίζουν, ἀμβλύνεται τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο καί, ἡ ἐμμονὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν μας νὰ παραμένουν σὲ αὐτούς, ἀποδεικνύει τὴν ἀνυπακοή τους στὴν διαχρονικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸ βαθμὸ συμβιβασμοῦ τους μὲ τὴν αἵρεση: Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δίδασκε, πὼς οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν ἐντολὴ «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσία …παραιτοῦ» (Τίτ. γ΄ 10-11). Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ κάνει διάλογο μὲ τοὺς εἰκονομάχους ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος.
β) Γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς τὸ μέγεθος τῆς ἐξαπάτησης τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπὸ τοὺς πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους, σημειώνουμε ὅτι, παρὰ τὴν ὡς ἄνω ἀπαγόρευση συμμετοχῆς μας στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, οἱ «ὀρθόδοξοι» ἐκπρόσωποί μας, ὄχι μόνο ἐξακολουθοῦν νὰ διεξάγουν τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ ἀνέχονται νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτοὺς οἱ Οὐνίτες, παρὰ τὴν ρητὴ ἀπόφαση τῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως τῆς Ρόδου (1963), ὅτι προϋπόθεση ἐνάρξεως τοῦ Διαλόγου ἦταν ἡ κατάργηση τῆς Οὐνίας. Ἡ Οὐνία, λοιπόν, ὄχι μόνο δὲν καταργήθηκε, ἀλλὰ ἀναβαθμίστηκε καὶ συμμετέχει μὲ ἰσότιμο(!) ἐκπρόσωπό της στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους!
γ) Μὲ τὴν ἄρνηση ἐφαρμογῆς τῆς Ἐντολῆς τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ συνυπογράψαμε «συμφωνία» μὲ τοὺς ἑτερόδοξους διὰ τῆς «Οἰκουμενικῆς Χάρτας» (τὸ 2001) ἡ ὁποία λέγει τὰ ἑξῆς: «ὑποσχόμεθα νὰ μὴ προτρέπωμεν ἀνθρώπους νὰ ἀλλάσσουν τὴν Ἐκκλησίαν αὐτῶν»! (Βασιλειάδη Νικ., Πανθρησκειακὸς Οἰκουμενισμός, σελ. 18, 30). Ἔτσι, ὅμως, ἀποτρέπουμε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία, ὅσων ἑτεροδόξων καλλιεργοῦν κάποια τέτοια σκέψη ἢ ἐπιθυμία.
δ) Μὲ τὴν ἀκύρωση τοῦ ἑνὸς νομίμου γάμου καὶ τὴν ὑπογραφὴ διαζυγίων γιὰ ποικίλους λόγους πλὴν τῆς μοιχείας, ἐνέργεια ποὺ ἀντίκειται στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες.  Ἐπίσης μὲ τὴν καθιέρωση τῶν μικτῶν γάμων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀδιανόητοι στὴν ὀρθοδοξη Παράδοση.
 VI) Τέλος, ἡ ἐπίμονη ἄρνηση τῆς Ἱ. Συνόδου νὰ πάρει ἐπίσημα θέση στὸ ἐρώτημα ἂν ἀποτελοῦν αἱρέσειςΠαπισμὸς καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς —ἐρώτημα ποὺ ἐπανειλλημμένως ἐτέθη τὰ τελευταῖα χρόνια— καὶ ἡ ἄρνησή της νὰ καταδικάσει αὐτὲς τὶς αἱρέσεις, εἶναι ἐνέργεια ποὺ ἀποτελεῖ καὶ ἔνδειξη τῆς ἐμπεδώσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στοὺς κόλπους τῆς Ἱεραρχίας.
λες αὐτὲς τὶς ἐνέργειες ἔχουν καταγγείλει ἀπὸ χρόνια οἱ ἀγωνιζόμενοι κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πνευματικοὶ πατέρες καὶ ἔχουν διαπιστώσει θεολογικὰ ὅτι —ἐφόσον οἱ ἕως τώρα διαμαρτυρίες δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα— ἡ μόνη καὶ ἔσχατη ἐνδεδειγμένη ἐνέργεια κατὰ τοὺς Ἁγίους εἶναι ἡ διακοπὴ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶν καὶ αἱρετιζόντων ἐπισκόπων, ἀφοῦ μόνο ἔτσι ἀποφεύγουμε τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὴν αἵρεση καὶ ὑπερασπιζόμαστε τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ διαπίστωση ὅτι ἀποτελεῖ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη ἡ ἀποτείχιση[4], δὲν ἔγινε ὡς τώρα πράξη. Ὡς ἐκ τούτου, οἱ οἰκουμενιστὲς ἡγέτες —ἐπειδὴ διαβλέπουν τὴν διστακτικότητά μας νὰ ἐφαρμόσουμε τὴν μόνη ἀντίδραση καὶ ἐνέργεια ποὺ ὁριοθετεῖ τὴν Ἐκκλησία μὲ βάση τὴν Ὀρθόδοξο πίστη καὶ ἀναχαιτίζει τὸ κακό, προχωροῦν σὲ ὅλο καὶ περισσότερες οἰκουμενιστικὲς ἐνέργειες γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς αἱρέσεως ποὺ προωθοῦν.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις καὶ ἐξελίξεις (ποὺ ἐπεξηγοῦμε λεπτομερῶς σὲ φυλλάδιο[5]) καὶ παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, συναριθμοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸν ἀριθμὸ ἐκείνων ποὺ ὡς τώρα ἔχουν ἀποτειχισθεῖ —εἴτε τοὺς γνωρίζουμε, εἴτε ὄχι— ἀκολουθώντας τοὺς Ἱ. Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφ’ ὅσον ἡ αἵρεση καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς αἱρετίζοντες (σύμφωνα μὲ τὴν Πατερικὴ διδασκαλία) μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεό. 

Γνωστοποιοῦμε, λοιπόν, τὴν ἀπόφασή μας νὰ  ἀποτειχιστοῦμε
ἀπὸ τοὺς κατὰ τόπους αἱρετίζοντες ἐπισκόπους
καὶ νὰ μὴν ἔχουμε ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μαζί τους,
ἕως ὅτου καταδικάσουν Συνοδικὰ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα τὴν αἵρεση τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ τὴν ὑπηρετοῦν καὶ τὴν προωθοῦν.

Τὸ κείμενο αὐτό, ἀποτελεῖ Δήλωση Ὁμολογίας καί Ἀποτειχίσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς κοινωνοῦντας μὲ τὴν αἵρεση, ἀλλὰ καὶ Δήλωση συντάξεως διὰ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μὲ τὴν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Πρακτικὰ αὐτὸ σημαίνει, ὅτι (γιὰ νὰ παραμένουμε στὴν Ὀρθόδοξη Ἀλήθεια καὶ Πίστη) θὰ ἀπέχουμε ἀπὸ ἐκκλησιαστικὲς πράξεις καὶ μυστήρια ποὺ τελοῦνται ἀπὸ ἱερωμένους ποὺ κοινωνοῦν καὶ μνημονεύουν αἱρετικοὺς καὶ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους καὶ θὰ ἀναζητοῦμε ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς ποὺ δὲν τοὺς μνημονεύουν καὶ ἀποκηρύσσουν τὸν Οἰκουμενισμό, σύμφωνα μὲ τὴν συμβουλὴ τῶν Ἁγίων: «Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας… σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ' αὐτῶν ἐμβληθῆναι… εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐκ τοῦ κατὰ αἱρέσεων, P.G. 35, 33 καὶ ΒΕΠΕΣ 33, 199).
Ἡ ἀπόφασή μας αὐτή, ξέρουμε πὼς θὰ διαστρεβλωθεῖ ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους (ἤδη ἔχει γίνει σὲ μεμονωμένες περιπτώσεις) καὶ θὰ παρουσιασθεῖ ὡς σχίσμα ἢ ἀπείθεια στὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο, καὶ ὡς οἰκειοθελὴς ἔξοδος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό:
Δηλώνουμε μὲ ἔμφαση ὅτι παραμένουμε στὴν Ἐκκλησία, τὴν «κιβωτὸ τῆς σωτηρίας», δὲν διανοηθήκαμε οὔτε πρὸς στιγμὴν νὰ δημιουργήσουμε, οὔτε δημιουργοῦμε ἄλλη παράταξη μέσα στὴν Ἐκκλησία, οὔτε προσχωροῦμε στὶς παρατάξεις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη Σύνοδο. Ἁπλῶς καὶ μόνον ἐφαρμόζουμε τὸν ΙΕ΄ Ἱ. Κανόνα.
Πιστεύουμε ἀπολύτως, ὅτι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐξέρχονται οἰκειοθελῶς ὅσοι ἀποδέχονται συνειδητὰ οἱαδήποτε αἵρεση καὶ ὅσοι χαράσσουν ἄλλη ὁδὸ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ὁριοθέτησαν οἱ Πατέρες διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν—Τοπικῶν Συνόδων καί, ἐπίσης, ὅσοι ἐν ἐπιγνώσει τοὺς ἀκολουθοῦν.
Πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε ὅ,τι ἀείποτε διδάσκει ἡ Μία Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοση,  ἀλλὰ  ἀρνούμαστε νὰ ἀποδεχθοῦμε ὡς ἐπισκόπους καὶ νὰ ὑπακούσουμε σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀπαρνοῦνται ἢ ἀνέχονται –ἔργοις καὶ λόγοις– τὴν ἀλλοίωση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων καί, παρὰ τὴν ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἐπισήμανση τῶν παραβάσεων, ἀγνοοῦν ἐπιδεικτικὰ τὶς διαμαρτυρίες καὶ τὴν ἀγωνία μας, ὡς ἐὰν νὰ μὴ ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἔτσι διολισθαίνουν συνεχῶς πρὸς τὴν αἵρεση, παρασύροντες τὸ ποίμνιο καὶ συνεργοῦντες στὴν ἀφομοίωσή του μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν ἀκύρωση τῆς σωτηρίας μας.
Ἐπεξηγοῦμε ἐπαρκῶς καὶ μὲ σαφήνεια ὅτι δὲν κάνουμε τίποτα ἄλλο, παρὰ νὰ ἐφαρμόζουμε τοὺς περὶ ἀποτειχίσεως ἰσχύοντες Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, 31ο  Ἀποστολικὸ καὶ ΙΕ΄ τῆς ΑΒ Συνόδου, τοὺς ὁποίους καθόρισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὡς ἀσφαλῆ ὁδὸ στὶς ἑκάστοτε περὶ Πίστεως καινοτομίες τῶν ἐπισκόπων καὶ τοὺς ἐφάρμοσαν οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ καὶ μιμούμενοι αὐτούς, ἔχουν ἐπίσης ἐφαρμόσει χιλιάδες κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί.
Ὁ ΙΕ΄ Κανὼν κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Νικοδήμου Μίλας, λέγει: «Ἐὰν Μητροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν᾿ ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ ᾿Επισκόπου ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ᾿ ὅσον διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων ᾿Επισκόπων, ἀλλ᾿ ἐναντίον ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχῖσμα ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν ᾿Εκκλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως».
Κατακλείοντας τὴν παροῦσα Δήλωση ἀποτειχίσεως ἐπισημαίνουμε ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὑποστοῦμε τὶς ὅποιες συνέπειες γιὰ τὴν ἐνέργειά μας αὐτή, γνωστοῦ ὄντος ὅτι ὁ αἱρετικὸς καὶ αἱρετίζων ἐπίσκοπος, δὲν ἀνέχεται διαμαρτυρίες ποὺ ἀποκαλύπτουν τὰ αἱρετικά του φρονήματα καὶ ἀμφισβητοῦν τὴν δεσποτικὴ ἐξουσία του· ἀντίθετα χρησιμοποιεῖ κάθε νομιμοφανὲς μέτρο γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει τοὺς διαμαρτυρόμενους. Τραγικὸ παράδειγμα, τὰ συμβαίνοντα στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, ἐναντίον τοῦ ἡρωϊκοῦ Μητροπολίτη Ράσκας καὶ Πριζρένης Ἀρτεμίου μετὰ τῆς συνοδείας αὐτοῦ.
Θὰ συνεχίσουμε ἀγωνιζόμενοι κατὰ τῶν αἱρέσεων, ἐνημερώνοντας, ὅσο δυνάμεθα καὶ ὅσο μᾶς ἐπιτρέπεται τοὺς ἐν Χριστῷ ὁμοπίστους γιὰ τὶς ἐκτροπὲς τῶν ἐπισκόπων καὶ τὴν ἔνοχη σιωπὴ καὶ ἀδράνειά τους, στὴν περίοδο αὐτὴ ποὺ κορυφώνεται ἡ δράση τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἕπονται οἱ ὑπογραφὲς

Γιὰ τὴν Συντακτικὴ Ἐπιτροπὴ
Σημάτης Παναγιώτης, Ξανθά-Νάκου Χριστίνα, Γεωργίτσης Κωνσταντῖνος


Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, 13 Μαρτίου 2011


[1] Στὸ Μπάλαμαντ ἡ Ἐκκλησία «ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν διάλογο τετρωμένη» καὶ ὁ Παπισμὸς ἀναγνωρίστηκε «ὡς ἰσότιμος Ἐκκλησία μὲ τὴν καθ’ ἡμᾶς Μία… Ἐκκλησία… Μετὰ τὴν ψευδο-σύνοδο Φερράρας... εἶναι ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ Ὀρθόδοξοι ἀμνηστεύουν τὶς σοβαρὲς αἱρέσεις» τοῦ παπισμοῦ (Καψάνη Γ., Ὀρθοδοξία καὶ Οὐμανισμός, σ. 7-8).
[2] Πορίσματα Διορθόδοξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, Θεσσαλονίκη 2004, περιοδ. «Θεοδρομία», τεῦχ. 4ο.
[3] Σύμφωνα μὲ τὰ Πορίσματα Διορθοδόξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό: «Ἡ ἴδια ἡ πράξη τῆς συμμετοχῆς στὸ «Π.Σ.Ε.» καὶ στοὺς θεολογικοὺς διάλογους μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, συνιστᾶ ἄρνηση τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας» καὶ ἀποτελεῖ τὴν «μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας»!
[4] Μὲ δύο Διακηρύξεις, περισσότεροι ἀπὸ 150 κληρικοί, γράφουν: «Οἱ αὐτουργοὶ [τοῦ Οἰκουμενισμοῦ] ὁδηγοῦνται μόνοι τους στὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἁγ. Ὀρθοδοξίας,  τὸ ὁποῖο  οὐδέποτε …ἐγνώρισε παρόμοια ἀποστασία.  Εἶναι ἀδύνατο πλέον οἱ ὀρθοδοξοῦντες Ἱεράρχες, πρεσβύτεροι, διάκονοι..., ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ πείθονται εἰς ἡγουμένους, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια». β) «Τὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, …εἶναι τὸ μεῖζον. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα νοσεῖ ἐπικίνδυνα· ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν νόσο εἴμαστε ὅλοι, ὄχι μόνον οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ ὅσοι κοινωνοῦμε μὲ τοὺς κοινωνοῦντες…» (Ὀρθ. Τύπος, 15-3-02 καὶ 12.7.02). Ἐπίσης, μὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἱ. Κοινότητα (7/12/09), δεκάδες ἁγιορεῖτες μοναχοί, διαμαρτύρονται γιὰ τὴν σιωπὴ τῶν Ἁγιορειτῶν» παρὰ «τὶς δηλώσεις καὶ ἀποφάσεις τοῦ Πατριάρχου …καὶ ἄλλων ἐπισκόπων, ποὺ συνιστοῦν–γυμνῇ τῇ κεφαλῇ- ἀποδοχὴ καὶ διδαχὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς μεγαλύτερης ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως ὅλων τῶν ἐποχῶν... Δὲν εἶναι πλέον καιρὸς λόγων, ἀλλὰ ἔργων», δηλαδή, «ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου καὶ τῶν …συμφωνούντων ἢ σιωπώντων ἐπισκόπων». Καὶ καταλήγουν: «Ἐμεῖς, ἂν ἐσεῖς ἀπρακτήσετε, θὰ προτιμήσουμε νὰ πράξουμε τὰ θεάρεστα καὶ ὄχι τὰ εὐάρεστα».
[5]  Τὸ  Φυλλάδιο  ἀποστέλλεται στοὺς ἐνδιαφερόμενους καὶ ἀναρτᾶται στὴν ἱστοσελίδα μας:
www.paterikiparadosi.blogspot.com  ὅπως καὶ σὲ ἄλλα ἱστολόγια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.