Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Άγιος Σεραφείμ

 

Αγιος Ιερομαρτυρας Σεραφειμ

Επισκοπος Φαναριου

(4 Δεκεμβρίου)


st._serafeim

Ο  Άγιος, ενόσω βρισκόταν στην φυλακή και έβλεπε επάνω του τα στίγματα του Χριστού, χαιρόταν και στον Χριστό ομολογούσε μεγάλες τις χάριτες, που τον αξίωσε να πάθει για το όνομά του το Άγιο, και τον παρακαλούσε να του δώσει υπομονή να πελεκήσει το Μαρτύριο. Την δε επομένη ημέρα, αφού κάθισε πάλι ο άρχοντας στον δικαστικό θρόνο με υπερβολική έπαρση, πρόσταξε και έφεραν τον Άγιο μπροστά του. Και άρχισε πάλι να λέει προς αυτόν· «Άραγε, Σεραφείμ, συνετίσθηκες από το χθεσινό παίδεμα, κατάλαβες το συμφέρον σου, ώστε να κάνεις εκείνο που σου λέω και ως φίλος σου σε συμβουλεύω, ή επιμένεις ακόμη στην κακή εκείνη άποψη; Ο Άγιος όμως. αφού σηκώθηκε με γελαστό το πρόσωπο, είπε· «Θα έπρεπε, ηγεμών, να μη σου δώσω καμμία απάντηση σ’ αυτά, επειδή λες πως είσαι και φίλος μου και μου δίνεις αυτήν την κακή συμβουλή, να αφήσω τον Κύριό μου Ιησού, τον ποιητή μου και πλάστη μου και να πιστέψω σε έναν άνθρωπο θνητό, αγράμματο, εχθρό και πολέμιο του Χριστού μου». Και ενώ έλεγε αυτά ο Άγιος, ο άρχοντας δεν περίμενε να τελειώσει τον λόγο του, αλλά αμέσως διέταξε πάλι να τον δείρουν σφοδρότατα, έπειτα να του τεντώσουν χέρια και πόδια και να βάλουν επάνω στην κοιλιά του μία μεγάλη πέτρα και ανελέητα να κατακόβουν και να ξεσχίζουν τις σάρκες του. Έπειτα τον πότιζαν νερό ανακατωμένο με σκόνη και χολή. Ο δε Άγιος, όταν είδε να γίνεται σ’ αυτόν το πάθος του Δεσπότη Χριστού, χαιρόταν τόσο πολύ, ώστε και οι ίδιοι οι ανηλεείς δήμιοι, βλέποντάς τον που υπέμεινε τέτοια και τόσα βασανιστήρια με ευχαρίστηση και το πρόσωπό του που ήταν λαμπρό και χαρούμενο σαν να ήταν σε ξεφάντωμα, και όχι σε τιμωρία, τον θαύμαζαν. Ο δε άρχοντας βλέποντας το σταθερό και αμετάθετο της γνώμης του, έδωσε την τελευταία καταδικαστική απόφαση, να τον παλουκώσουν, για να λάβει βίαιο θάνατο. Και αφού μετέφεραν τον Άγιο στον τόπο της καταδίκης, μία αράπισσα πιο μελανή στην ψυχή, παρά στο σώμα, ενώ στεκόταν δίπλα σε κάποιον τοίχο, έβριζε, και ατίμαζε τον Άγιο με αισχρές και άτιμες ύβρεις. Ο πιστότατος υπηρέτης του Δεσπότη Χριστού, μιμούμενος και σε αυτό τον Χριστό, δεν είπε μεν καμμία κατάρα εναντίον εκείνης της αθέου, αλλά μόνον, αφού στράφηκε, και την είδε με το γελαστό του εκείνο πρόσωπο, αμέσως σαν να βγήκε δύναμη από το ευλογημένο του πρόσωπο και την χτύπησε. Και, ω του θαύματος! στράφηκε προς τα πίσω η αναιδής και μελανή εκείνη ό­φις, παρομοίως και το στόμα και τα μάτια της στράφηκαν, και έγινε όμοια με τον πατέρα της τον διάβολο, και έζησε με την πληγή εκείνη δεκαπέντε χρόνια, και κατέστη θέαμα ελεεινό γι’ αυτούς που την έβλεπαν. Ωστόσο αν και ήταν δύστροπη και δαιμονιώδης και έπαθε τέτοια πράγματα, δεν εγκατέλειψε την κακή της άποψη, αλλά με την ίδια δυστροπία διέρρηξε την μιαρή της ψυχή, καθώς έφευγε για τον ετοιμασμένο γι’ αυτήν και όλους τους ομοίους της τόπο της αιωνίου κολάσεως. Ο δε Άγιος, αφού έφθασε στον τόπο της καταδίκης, όπου γινόταν εκείνο τον καιρό οι συναλλαγές, (δηλαδή το παζάρι), κοντά στο κυπαρίσσι, που βρισκόταν εκεί, και ενώ σουβλίσθηκε από τους άσπλαχνους, ευχαριστώντας, παρέδωσε την ιερή του και τρισευλογημένη ψυχή στα χέρια του Θεού, στις 4 Δεκεμβρίου του 1601. Το δε Άγιό του σώμα, όρισε ο θηριώδης εκείνος άρχοντας, να μείνει επάνω στο ξύλο πολλές ημέρες δήθεν για σωφρονισμό των άλλων. Αλλά και παρ’ όλο που έμεινε νεκρό αρκετές ημέρες, δεν έπαθε τίποτε με τη χάρη του Θεού, από όσα είναι στη φύση των νεκρών σωμάτων να παθαίνουν, ούτε εξογκώθηκε δηλαδή, ούτε κάποια δυσοσμία έβγαλε. Αλλά το αντίθετο έγινε και φαινόταν σαν να ήταν ζωντανό και ευωδία έβγαζε ανείπωτη. Το οποίο ακόμη και οι αλλοεθνείς, βλέποντάς το, θαύμαζαν. Οι δε ευσεβείς χαίρονταν και απέδιδαν στον Θεό μεγάλες ευχαριστίες, για την καλή ομολογία του Αγίου και διότι σ’ αυτή την ύστατη γενεά τους αξίωσε να δουν εκείνα, που είχαν ακούσει, ότι έγιναν στους παλαιούς καιρούς. Και επειδή ήθελαν να πάρουν το αθλητικό εκείνο σώμα, να το έχουν για προσκύνηση και βοήθειά τους, δεν το κατόρθωσαν, διότι ο άρχοντας έβαλε αρκετούς φύλακες και το φύλαγαν ημέρα και νύχτα. Και μετά από ημέρες έκοψαν την μακαρία του κεφαλή και την μετέφεραν στα Τρίκαλα, μαζί με άλλες κεφαλές κακούργων. Τις οποίες, αφού τις έβαλαν σε κοντάρια, τις έστησαν με την σειρά όλες να βλέπουν προς τη δύση. Και αυτά μεν έκαμναν το βράδυ· το πρωί όμως όλες οι υπόλοιπες κεφαλές των κακούργων στέκονταν, όπως τις έβαλαν, την κεφαλή του Αγίου όμως τη βρήκαν να βλέπει προς την ανατολή. Και αυτό όχι μία, αλλά πολλές ημέρες γινόταν. Και τον καιρό εκείνο, που ετελείτο αυτό το θαυμαστό γεγονός, κατ’ οικονομία του Θεού, έτυχε να βρίσκεται εκεί στα Τρίκαλα ο ηγούμενος της ιεράς μονής, που ονομαζόταν Δούσικο, και μόλις είδε οφθαλμοφανώς το θαύμα, έβαλε μέσα στη καρδιά του απόφαση καλή και ζήλο Θεού, να βρει τρόπο να πάρει την ιερά εκείνη και πολύτιμη κεφαλή στο Μοναστήρι, του, να την έχει για αγιασμό και θησαυρό του Μοναστηριού του άξιο. Γι’ αυτό συμφώνησε με κάποιον Αλβανό Χριστιανό και του έταξε πενήντα γρόσια, για να βρει τρόπο, να κλέψει τη θαυματουργή εκείνη κεφαλή, και να του τη φέρει. Ο οποίος παραφύλαγε όλη εκείνη τη νύχτα και κοντά προς την αυγή, όταν είδε τους φύλακες, να είναι νικημένοι από την αγρυπνία και να τους παίρνει ο ύπνος, πήγε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Ωστόσο κατεβάζοντας την τίμια κεφαλή από το ξύλο και από τη βιασύνη και από το φόβο του, άφησε το ξύλο, και, όπως έπεσε χτύπησε και ξύπνησε τους φυλακές. Οι οποίοι, βλέποντας τον καλό εκείνο Χριστιανό, που έκανε αυτή τη θαυμαστή κλεψιά, έτρεξαν να τον πιάσουν. Ο δε γενναίος εκείνος, από ζήλο από τη μία και για τον μισθό από την άλλη, άρπαξε με τόλμη τον πολύτιμο εκείνο θησαυρό από τα μαλλιά και τον έρριξε στους ώμους του και όσο μπορούσε έφευγε. Τον κατεδίωκαν βέβαια και οι φύλακες με πολλή ορμή από την ντροπή τους. Ο δε καλός εκείνος Χριστιανός, ενώ βρισκόταν επάνω σε ένα γεφύρι της Σαλαμβρίας και καθώς έβλεπε τους φύλακες, που τον πλησίαζαν και επειδή φοβήθηκε, έρριξε το θαυμαστό κλέψιμο στον ποταμό. Γι’ αυτό και οι φύλακες, επειδή είδαν το γεγονός γύρισαν άπρακτοι. Και σ’ εκείνο τον ποταμό, κάτω από το γεφύρι, για αρκετό διάστημα, κάποιοι ψαράδες είχαν φράχτες κατασκευασμένους, για να πιάνουν ψάρια, στους οποίους, αφού ακούμπησε η τρισευλογημένη εκείνη κεφαλή, πιάστηκε από τα μαλλιά. Και επειδή ήταν δύο οι ψαράδες, ο μεν ένας από αυτούς πήγε στο σπίτι του, ενώ ο άλλος έμεινε τη νύχτα εκείνη να φυλάει τους φράχτες. Και ενώ καθόταν στο κρεββάτι και έβλεπε προς τον φράχτη, (ω των θαυμάσιων σου, Χριστέ Βασιλιά!) είδε έναν πύρινο στύλο, που κρατιόταν από τον φράχτη και έφθανε έως τον ουρανό και άκουγε αοράτως θαυμαστές ψαλμωδίες. Και επειδή φοβήθηκε, βγήκε από τον ποταμό και φεύγοντας κρύφθηκε στο κούφωμα ενός δέντρου και έμεινε εκεί όλη τη νύχτα άυπνος. Και όταν ξημέρωσε, αφού βγήκε από εκεί, πήγε στα Τρίκαλα και διηγήθηκε στον σύντροφό του το θαύμα. Γι’ αυτό την επόμενη νύκτα πήγαν και οι δυο να δουν τί ήταν αυτό που εμφανίσθηκε. Και αφού διανυκτέρευσαν, είδαν πάλι ομοίως τον πύρινο στύλο και άκουσαν τις ψαλμωδίες. Και επειδή δεν άντεξαν το φοβερό του θαύματος, φεύγοντας από εκεί, πήγαν πάλι στο κουφωτό δέντρο. Και, αφού μπήκαν μέσα, έβλεπαν από εκεί από την τρύπα το τεράστιο όλη τη νύχτα, χωρίς να κοιμηθούν καθόλου από το φόβο τους. Και, όταν έφθασε η ημέρα, πήγαν να δουν τι ήταν το θαύμα που έβλεπαν τη νύχτα. Και καθώς κοίταζαν προς εκείνο το μέρος, όπου έβλεπαν τον πύρινο στύλο, βρήκαν τη μαρτυρική και γεμάτη χάρη κεφαλή μπλεγμένη στο φράχτη. Και, επειδή την αναγνώρισαν, χάρηκαν με την εύρεση του πολυτίμου θησαυρού. Γι’ αυτό λοιπόν, αφού την τύλιξαν και την σήκωσαν την μετέφεραν στον προαναφερθέντα ηγούμενο. Ο δε καλότυχος ηγούμενος, μόλις είδε το ποθούμενο, ανασκίρτησε. Και, αφού πήρε το θαυμαστό κυνήγι, έδωσε σ’ αυτούς χάριν της ευρέσεως πενήντα γρόσια. Μετά δε από καιρό, όταν έμαθαν οι αδελφοί της Κρυεράς πηγής την υπόθεση, έστειλαν τον ηγούμενό τους, μαζί με κάποιον προεστό του Νεοχωρίου, που ονομαζόταν Παναγιώτης Κωσκολάς, να πάνε να ζητήσουν την Ιερή και μαρτυρική κάρα από το Δούσικο, επειδή άνηκε σ’ αυτούς, διότι είναι ο Άγιος Κοινοβιάτης τους. Και, όταν έφυγαν, κατ’ οικονομία του Θεού, βρήκαν στα Τρίκαλα και τον Μητροπολίτη Λαρίσης, στον οποίο φανέρωσαν τη σκέψη τους και τον παρακάλεσαν να τους βοηθήσει στο δίκαιο αίτημά τους. Ο οποίος, επειδή το έκρινε δίκαιο, απεφάσισε να πάρουν οι Δουσικιώτες τα πενήντα γρόσια και να δώσουν τον θησαυρό, πράγμα που έγινε. Ο δε ηγούμενος και ο προαναφερθείς Παναγιώτης αφού πήραν το ποθούμενο, το μετέφεραν στο Μοναστήρι της Κρυεράς πηγής. Και αφού κατασκεύασαν κιβώτιο θαυμαστό, το έβαλαν και το απέθεσαν σε τόπο ιερό και κατάλληλο, που μένει μέχρι και τώρα σώα, ευωδιάζουσα και επιτελεί άπειρα θαύματα. Και ελευθερώνει από όλα τα νοσήματα αυτούς που προσέρχονται με πίστη.  Και στην ολέθρια πανούκλα στάθηκε χιλιάδες φορές θαυματουργή και πολλές χώρες ευσεβών ελευθέρωσε μέχρι και σήμερα από την επικίνδυνη αυτή ασθένεια.
(Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, «Συναξαριστής» τ. Β΄, εκδ. Συνοδίας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ι. Καλύβη “Αγιος Σπυρίδων Α”, Ν. Σκήτη-Αγ. Όρος,  σ. 240-243) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Πηγή:  http://blogs.sch.gr/kantonopou