Β΄ ΜΕΡΟΣ
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Τοῦ Ἀρχιμανδρίτη π. Εὐθύμιου
Τρικαμηνᾶ
Προλογικὸ σημείωμα ἀπὸ τὴν «Πατερικὴ Παράδοση»
Πρόσφατα,
γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἐπανῆλθαν στὸ φῶς τῆς δημοσιότητος τὰ ψεύδη ποὺ διαδίδονται
στὴν Μητρόπολη Δημητριάδος (ἐκεῖ ὅπου λειτουργεῖ πλέον ὁ ἀδίκως καθαιρεθεὶς π.
Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς), ἀλλὰ καὶ στὴ Μητρόπολη Λαρίσης (ὅπου ἐξομολογεῖ ὁ π.
Εὐθύμιος) σχετικά μὲ τὴν διάτρητη καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ πρωτοβάθμιου και
δευτεροβάθμιου ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου· καὶ ἐπανῆλθαν στὴν δημοσιότητα
διὰ γραφίδος Βολιώτισσας δημοσιογράφου,
ἡ ὁποία ἔτσι συμμετέχει στὴ διασπορὰ ἀνακριβειῶν καὶ ἀναπαραγωγὴ ψευδῶν
εἰδήσεων. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀποφασίσαμε νὰ δημοσιοποιήσουμε τὸ Ἀπολογητικὸ
Ὑπόμνημα τοῦ π. Εὐθύμιου, ὥστε νὰ παύσουν οἱ κακοθελητὲς νὰ χρησιμοποιοῦν
ἀνυπόστατες πληροφορίες, κατασκευασμένες κατηγορίες κλπ.
Ἡ ἀπόφαση αὐτή, μὲ τὴν
ὁποία ἐπέβαλε τὸ Συνοδικὸ Δικαστήριο τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως στὸν Ἀρχιμανδρίτη
π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, προσεβλήθη στὸ Ἀνώτατο Δικαστήριο τοῦ Κράτους, στὸ
Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, διὰ ὑποβολῆς ἐκ μέρους του Αἴτησης Ἀκύρωσης, στὴν
ὁποία περιλαμβάνονται οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἱερομόναχος ζήτησε τὴν
ἀκύρωση τῆς ἐπιβληθείσης ποινῆς.
Μὲ τὸ Ὑπόμνημα του ὁ π. Εὐθύμιος
ἀπαντᾶ μὲ ἀτράνταχτα στοιχεῖα στὶς ψευδέστατες, κακόβουλες καὶ στημένες
κατηγορίες ποὺ τοῦ ἀπηύθηναν. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ κ. εἰσηγητὴς
τῆς ὑποθέσεώς του (τοῦ Δ’ Τμήματος τοῦ ΣτΕ) διετύπωσε τὴν ἄποψή του ἐπ’
ἀκροατηρίῳ, ἀπευθυνόμενος ἀπό τὴν ἕδρα του πρὸς τὸν Πρόεδρο του ΣτΕ καὶ
ἀναλύοντας τοὺς λόγους τῆς αἰτήσεως ἀκυρώσεως, ὅτι οἱ τέσσερεις τουλάχιστον
λόγοι ἔπρεπε νὰ γίνουν δεκτοὶ καὶ κατὰ συνέπεια νὰ ἀκυρωθεῖ ἡ καταδικαστικὴ
συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς καθαιρέσεως, ἐὰν βεβαίως ξεπερνοῦσε τὸ ΣτΕ τὸ παραδεκτὸ
τῆς κρινομένης ὑποθέσεως.
Ἴσως, ἐὰν κριθεῖ
ἀπαραίτητο, δημοσιεύσουμε ἐν συνεχείᾳ καὶ μέρος τῆς δικογραφίας τῆς κρινομένης
ὑποθέσεως τοῦ π. Εὐθυμίου, ὥστε νὰ κατανοηθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν πιὸ ἁπλὸ πιστό, τὸ
στημένο τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Δικαστηρίου, τῶν Συνοδικῶν Δικαστηρίων κλπ.
«Πατερικὴ
Παράδοση»
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ
ΔΙΑ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥΣ, ΔΙΑΚΟΝΟΥΣ ΚΑΙ
ΜΟΝΑΧΟΥΣ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ
Β΄ ΜΕΡΟΣ
3) Διά τήν γ' κατηγορίαν (ἐπί
τυρείᾳ καί φατρίᾳ) δέον νά ληφθοῦν
ὑπ' ὄψιν τά ἀκόλουθα:
Κατ' ἀρχάς ὁ ἀγών τῶν Λαρισαίων διά τήν δικαίωσιν του
κανονικοῦ των Μητροπολίτου κ. Θεολόγου, εἶχε
ἀρχίσει πολύ πρίν ἔλθω ἐγώ στήν Λάρισα, παίρνοντας ἀπολυτήριο ἀπό τήν Μητρόπολι
Δημητριάδος. Ἐγώ ἁπλῶς ἐρχόμενος συμμετεῖχα σ' αὐτόν, ἐπειδή εἶχα
διαπιστώσει ὅτι ὄχι μόνον εἶναι δίκαιος, ὄχι μόνον εἶναι σύμφωνος μέ ὅλη τήν ὀρθόδοξο
Παράδοσι, τό νά συμμετέχη δηλαδή καί ὁ λαός καί νά ἔχη τόν τελικό λόγο γιά τό
ποιός θά εἶναι ὁ ποιμένας του, ἀλλά ἐπί πλέον τήν πάσης φύσεως ἀφύπνησι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ τήν θεωρῶ ὡς τήν
τελευταία ἐλπίδα στόν κατήφορο τόν ὁποῖο ἔχουν ὁδηγήσει οἱ Ἐπίσκοποι τήν Ἐκκλησία,
γιά τόν ὁποῖο καί θά ἀναφερθῶ ἐκτενῶς κατωτέρω στό θέμα τῆς μνημονεύσεως. Ὅσον ἀφορᾶ τό ὅτι εἶναι παράδοσις
ὀρθοδοξότατη ὁ λαός νά ἀντιδρᾶ ὅταν προσπαθοῦν νά τοῦ ἐπιβάλλουν ποιμένες οἱ
ὁποῖοι δέν τόν ἐκφράζουν, ἤ τούς θεωρεῖ κατευθυνόμενους καί προσπαθοῦν νά
ἐπιβληθοῦν μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, καθώς ἐπίσης ἐξεγέρσεις καί
κινητοποιήσεις τοῦ λαοῦ ὅταν ἐπιβουλεύονται τήν ὀρθόδοξο πίστι του, κοιτᾶξτε
τόν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τόν βίο τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου
καί ὅλη τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἡ ὁποία εἶναι κυριολεκτικά γεμάτη ἀπό
τέτοιες περιπτώσεις. Θά σᾶς καταγράψω ἐνδεικτικά δύο–τρία τέτοια περιστατικά ἐπεμβάσεων τοῦ λαοῦ, πέραν
ἀπό τούς βίους τῶν δύο προαναφερθέντων μεγάλων ἁγίων μας, τούς ὁποίους σχεδόν
καθημερινά ὑπεράσπιζε ὁ λαός ἀπό τίς εἰς βάρος των ἐπιβουλές καί ἀδικίες, γιά
νά καταδειχθῆ ὅτι οἱ ἐπεμβάσεις αὐτές τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκ τῆς Θείας
Προνοίας καί ἄν δέν ὑπῆρχαν, δέν θά ὑπῆρχε πρό πολλῶν αἰώνων ἡ Ὀρθοδοξία, τήν
ὁποία ἐσεῖς σήμερα ξεπουλήσατε στήν Εὐρώπη καί τήν θυσιάσατε στόν βωμό τῆς
ἐκκοσμικεύσεως καί τῆς
φιλαυτίας.
φιλαυτίας.
α) «Μετά
τήν ἑξαετῆ πατριαρχεία τοῦ Τιμοθέου, τόν ὁποῖο οἱ μοναχοί καί ὁ λαός τῆς
Κωνσταντινουπόλεως ἀποστρεφόταν, ἐπειδή ἀναθεμάτιζε τήν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος,
ἀνῆλθε στόν θρόνο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καππαδόκης (518-520). Κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας τῆς
Κυριακῆς 15-7-518 ὁ νέος πατριάρχης πιέσθηκε μέ ἐντυπωσιακό τρόπο ἀπό τόν ἀγανακτισμένο
λαό, πού φώναζε:
«Ἀκοινώνητοι
διατί μένονεν; ἐπί τοσαῦτα ἔτη διατί οὐ κοινωνοῦμεν; ἐκ τῶν χειρῶν σου
κοινωνῆσαι θέλομεν... ὀρθόδοξος εἶ, τίνα φοβῆσαι;... Ἰουστῖνε Αὔγουστε TU VINKAS (νίκα), τήν Σύνοδον
Χαλκηδόνος ἄρτι (ἀμέσως) κήρυξον... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ τῷ Μανιχαίῳ... Τόν ἐπίβουλο
τῆς Τριάδος ἔξω βάλε... Εἰ φιλεῖς τήν πίστιν, Σεβῆρον ἀναθεμάτισον... Πολλά τά
ἔτη τοῦ βασιλέως, ἀδελφοί Χριστιανοί, μία ψυχή, πίστις ἐστίν, οὐκ ἔνι
(ἐπιτρέπεται) ἁπλῶς. Ἡ ἁγία Μαρία, Θεοτόκος ἐστίν... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ, φανερῶς
εἰπέ... Οὐ κατέρχῃ, ἐάν μή ἀναθεματίσῃς... Οὐκ ἀναχωρῶ, ἐάν μή κηρύξῃς· ἕως ὀψέ
ὧδε ἐσμέν... Τῶν ἐν Χαλκηδόνι πατέρων τήν σύναξιν αὔριον κήρυξον».
Ὁ ἱερός πατριάρχης
ἀναγκάσθηκε νά ἀνταποκριθῇ στά ἐπίμονα αἰτήματα τοῦ λαοῦ. Ἀφοῦ τούς βεβαίωσε, ὅτι δέχεται ὅλες τίς
Οἰκουμενικές Συνόδους, κηρύχθηκε ἡ σύναξις τῶν Πατέρων διά Σαμουήλ διακόνου ὡς
ἑξῆς: «Γνωστοποιοῦμε στήν ἀγάπη σας, ὅτι αὔριο ἐπιτελοῦμε τήν μνήμη τῶν ἐν
ἁγίοις Πατέρων καί ἐπισκόπων γενομένων, τῶν κατά τήν Χαλκηδονέων μητρόπολιν
συναχθέντων... συναγόμεθα δέ καί ἐνταῦθα».
Οἱ πιστοί ὅμως ἐπέμεναν καί φώναζαν γιά πολλή ὥρα νά ἀναθεματισθῇ καί ὁ
Σεβῆρος. Πράγματι, ὁ πατριάρχης καί οἱ παρόντες ἐπίσκοποι ἀναθεμάτισαν τόν
Σεβῆρο, καί ἔπειτα ὁ λαός ἀνεχώρησε.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα
(Δευτέρα 16-7-518) καί ἐνῶ ἐπιτελεῖτο ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων στήν ἐκκλησία, τά
πλήθη φώναζαν πάλι πρός τόν πατριάρχη: «Τούς ἐν ἐξορίᾳ διά τήν πίστιν, τῇ
ἐκκλησίᾳ... Σεβῆρον τόν Ἰούδαν ἔξω βάλε... Εὐφήμιον καί Μακεδόνιον, τῇ
ἐκκλησία. Τά συνοδικά εἰς Ρώμην ἄρτι (ἀμέσως) ἀπέλθωσι... Εὐφημίου καί
Μακεδονίου τά ὀνόματα ἄρτι ταγῇ (νά ταχθοῦν ἀμέσως)... Τάς τέσσαρας Συνόδους
τοῖς διπτύχοις. Λέοντα τόν ἐπίσκοπον
Ρώμης τοῖς διπτύχοις... Τά δίπτυχα ἄρτι φέρε... Ἐάν μή ἄρτι οὐδείς ἐκβαίνει,
μαρτύρομαί σε τάς θύρας κλείω...».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης προσπάθησε νά καθησυχάσῃ
τόν λαό λέγοντας, ὅτι ἡ πίστις δέν κινδυνεύει πλέον καί ὑποσχέθηκε, ὅτι γιά
τά αἰτήματά τους θά ἀποφασίσῃ ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος. Οἱ πιστοί ὅμως ἔκλεισαν τίς πόρτες καί
ἐπέμεναν νά φωνάζουν. Ἔτσι ὁ ἱερός Ἰωάννης ἀναγκάσθηκε νά λάβῃ τά δίπτυχα καί
διέταξε νά ἐνταχθοῦν σ' αὐτά οἱ τέσσερις ἅγιες Σύνοδοι καί τά ὀνόματα τῶν ἁγίων
Εὐφημίου, Μακεδονίου καί Λέοντος Ρώμης.
Τότε ὁ λαός μέ ἕνα
στόμα φώναξε: «Εὐλογητός Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ ὅτι ἐπεσκέψατο καί ἐποίησε
λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Λουκ. α', 68). Μετά δέ τήν ἀνάγνωσι τοῦ ἁγίου
Εὐαγγελίου καί ἀκριβῶς κατά τήν ὥρα τῶν διπτύχων τά πλήθη πῆγαν μέ πολλή
ἡσυχία γύρω ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριο καί ἄκουγαν. Μόλις λοιπόν ἄκουσαν τά ὀνόματα τῶν ἱερῶν
Συνόδων καί τῶν ἁγίων πατριαρχῶν πού προαναφέραμε, τότε ὅλοι ζητωκραύγασαν:
«Δόξα σοι Κύριε»· καί ἔπειτα συνεχίσθηκε ἡ θεία Λειτουργία μέ κάθε εὐταξία.
Τέσσερις ἡμέρες
ἀργότερα συνῆλθε ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος σαρανταένας
ἐπίσκοποι καί πενῆντα ἡγούμενοι Μονῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στήν Σύνοδο αὐτή
διαβάστηκε ἐπιστολή πού ὑπέγραψαν πενηνταέξι ἀρχιμανδρῖται τῆς βασιλευούσης.
Οἱ μοναχοί παρακαλοῦσαν τούς ἐπισκόπους διά
τῆς ἐπιστολῆς τους αὐτῆς νά ἐπικυρώσουν ἐγγράφως τίς ἐκβοήσεις τοῦ λαοῦ πρός
τόν πατριάρχη καί τίς προσφωνήσεις τοῦ ἱεροῦ Ἰωάννου πρός τόν λαό - δηλαδή
τήν ἀναγραφή στά δίπτυχα τῶν ἱερῶν Συνόδων καί πατριαρχῶν, πού προαναφέραμε.
Ζητοῦσαν ἀκόμη νά ἀναθεματισθῇ ὁ Σεβῆρος καί νά ἀνακληθοῦν στίς θέσεις τους
ὅσοι κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἐξωρίσθηκαν, ἐπειδή ὑπεράσπιζαν τούς ἱερούς
πατριάρχες Εὐφήμιο καί Μακεδόνιο.
Πράγματι ἡ Σύνοδος
ἀποδέχθηκε ὅλα τά ἀνωτέρω αἰτήματα καί ἀποφάσισε τήν ἀνακομιδή στήν
Κωνσταντινούπολι τῶν λειψάνων τῶν δύο εὐσεβῶν πατριαρχῶν» (Νικόδ. Μήλια, Τῶν ἱερῶν Συνόδων... συλλογή,
τόμος β' σελ. 302 -305).
β) «Ὁ
Ὀρθόδοξος λαός λοιπόν ζητοῦσε τήν συνηθισμένη Ὀρθόδοξο διδασκαλία
καί φώναζε δυνατά λέγοντας: «Βασιλέα ἔχουμε, ἐπίσκοπο δέν ἔχουμε».
Μέχρι σήμερα ὅμως ἔμεινε ἀτιμώρητη ἡ δοκιμασία τοῦ λαοῦ, τοῦ ὁποίου ἕνα μέρος
συνελήφθηκε ἀπό τούς ὑπηρέτες καί κτυπήθηκε μέ διαφόρους τρόπους στόν χῶρο τῶν
δικαστηρίων. Τά γεγονότα μάλιστα αὐτά, πού διεπράχθησαν μέσα στήν βασιλεύουσα
πόλι, δέν ἔγιναν ποτέ οὔτε στά βαρβαρικά ἔθνη!
Μερικοί πάλι πού
ἤλεγξαν τόν Νεστόριο κατά πρόσωπο μέσα στήν ἁγιωτάτη ἐκκλησία ἐνώπιον τοῦ λαοῦ,
ὑπέμειναν μεγάλες ταλαιπωρίες. Κάποιος
δέ ἀπό τούς πλέον ἁπλοϊκούς μοναχούς - πυρπολούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο- ἀναγκάσθηκε
νά ἐμποδίσῃ τόν αἱρετικό κήρυκα τῆς ἀνομίας νά εἰσέλθῃ στήν ἐκκλησία κατά τήν
ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὁ Νεστόριος τότε τόν κτύπησε καί τόν παρέδωσε στούς
μεγαλοπρεπεστάτους ἐπάρχους...» (Οἱ ἀγῶνες τῶν
μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς ὁσ. Γρηγορίου ἅγ. Ὄρος σελ. 69) .
γ) «Ἱερεύς
τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ πατριάρχου πρόβλησις· ὄνομα τῷ ἱερεῖ
Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον, οὐδέ γάρ ἐκέκτητο, καί ἦλθεν εἰς τά
βασίλεια, καί ἰδών τήν πρόβλησιν, ἦλθε μεθ' ἡμῶν μέχρι καί τοῦ πατριαρχείου.
Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον οἴκημα, καί κατά τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ἐσήμανεν
(ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως), καί οὐδείς ἦλθεν εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως καί εἰς τόν ὄρθρον, καί οὐδείς ἦλθε·
ἐξεδέχετο δέ καί εἰς τήν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν,
καί οὐκ ἔφερε· διό οὐδέ ἐλειτούργησεν. Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν
ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ ναῷ καί ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς
οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον αὐτῷ· Διότι
ἠκολούθησας καί σύ τῷ πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας. Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς· Καί πῶς
ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπήλθον ἁπλῶς ἵνα ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καί
οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικόν ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δέ εἶπον· Ἀλλ'
ἀνεμίχθης καί συνωδοιπόρεις μετά τῶν λατινισάντων ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος
πατριάρχου καί ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ. Τότε ἠγανάκτησεν, ἵνα δυσωπῇ αὐτούς
μεθ' ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τόν πατριάρχην ἤ εἰς τούς
πλησιάζοντας αὐτῷ, καί μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς
τήν ἐκκλησίαν. Εἰ οὖν ὥσπερ ἥδυσμά τι
προσετέθη τοῦτο τῷ λόγῳ, ἀλλ' οὖν καί ἐκ τούτου ἔξεστι τοῖς βουλομένοις
τεκμαίρεσθαι ὁποίαν τινά διάθεσιν ἔχει Θεοῦ χάριτι περί τά ὑγιῆ τῆς Ἐκκλησίας
δόγματα ὁ χριστιανικώτατος ὅδε λαός καί ὅπως ἀποστρέφεται καί μισεῖ τά
νόθα τε καί ἀλλότρια». (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, σελ.
556, & 9).
Θά ἤθελα νά σᾶς
ἐρωτήσω, Ἅγιοι Δικαστές, ἄν θά ἐπιθυμούσατε νά εἴχατε στήν ἐξουσία σας ἕνα
τέτοιο λαό. Ἕναν λαό ὁ ὁποῖος νά εἶναι εὐαίσθητος στά θέματα τῆς πίστεως, ἕνα
λαό ὁ ὁποῖος νά πονᾶ γιά τήν Παράδοσί του καί γιά ὅ,τι κακό γίνεται στήν Ἐκκλησία
καί ἐπί πλέον νά θέλη τόν Ἐπίσκοπό του πράγματι εἰς τύπον Χριστοῦ, δηλαδή νά
τόν βλέπη καθημερινά νά θυσιάζεται καί νά σταυρώνεται γιά νά διαφυλάξη ὅ,τι
παρέλαβε, δηλαδή τήν ἱερά παρακαταθήκη μας. Πιστεύω πώς ἐσεῖς (καί ὄχι μόνο)
θέλετε νά ποιμαίνετε ἀνθρώπους, νεκρούς κατά τήν ἀγωνιστικότητα, χλιαρούς κατά
τό φρόνημα καί δουλοπρεπεῖς κατά τήν μεταξύ σας σχέσι. Αὐτή ὅμως ἡ σχέσις καί ἡ
κατάστασις τοῦ λαοῦ ἡ ὁποία θά ἦταν στά
μέτρα σας, θά ἦταν σχέσις νεκροῦ μέ τόν νεκροθάφτη καί ἡ Ὀρθοδοξία θά ἦταν ἕνα
ἀπέραντο νεκροταφεῖο, στό ὁποῖο θά ζοῦσαν (σωματικά) μόνον οἱ νεκροθάφτες καί
τά κοράκια.
Ἀπό αὐτῆς λοιπόν τῆς ἀπόψεως, ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦν στήν Λάρισα, φωνάζουν δέ καί διαμαρτύρονται γιά τό σάπιο
ἐκκλησιαστικό κατεστημένο εἶναι οἱ εὐεργέτες τοῦ κ.
Ἰγνατίου Λάπα, εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι πραγματικά τόν ἀγαποῦν καί ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία,
καί οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά κολασθῆ ἀπό τήν ἀρχομανία καί τόν δεσποτισμό του, ὁ
ὁποῖος σάν σαράκι ἔχει διαβρώσει ὅλη τήν ἱεραρχία καί τήν ἔχει κάνει παίγνιο
τοῦ διαβόλου. Θυμηθεῖτε ἄν θέλετε, Ἅγιοι
Δικαστές, τό παράδειγμα τοῦ ἁγ.
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ μετέστρεψε ὅλη τήν Κων/πολι ἀπό ἀρειανική
σέ ὀρθόδοξη, ἀφοῦ ἐκοπίασε ὅσον οὐδείς ἄλλος γιά τόν λαό του, πολεμώντας τούς
αἱρετικούς, ἀφοῦ ἔδειξε ἔργῳ καί λόγῳ ἁπτά δείγματα πατρότητος καί ἔφερε τά
στίγματα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω του, παραιτήθη
ἀπό Πατριάρχης Κων/πόλεως, μόλις κάποιοι Ἐπίσκοποι στήν Σύνοδο ἀμφισβήτησαν τήν
κανονικότητά του. Ἀντιθέτως ὁ κ. Ἰγνάτιος Λάπας χωρίς νά προσφέρη τίποτα
στόν λαό τῆς Λαρίσης, χωρίς νά δείξη τά σημάδια τῆς πατρότητάς του πρός αὐτούς
τούς ὁποίους λέγει ὅτι εἶναι παιδιά του,
χωρίς νά ἐπιδείξη κανένα ἀπολύτως δεῖγμα ὅτι εἶναι ὄντως εἰς τύπον Χριστοῦ, θέλει μέ τά ΜΑΤ, τίς
κλοῦβες καί τήν κάλυψι καί εὐλογία τῆς Συνόδου νά ἑδραιωθῆ στέλνοντας στά
δικαστήρια καί στίς φυλακές ὅσους ἔχουν ἀπομείνει μέ κάποιες ὀρθόδοξες
ἀνησυχίες καί ὅσους ἔχουν κάποια γλυκειά νοσταλγία καί μιά κρυφή ἐλπίδα, μήπως
καί δέν χαθῆ ἡ κοινωνία τῆς διαχρονικῆς μετά τῆς συγχρόνου Ἐκκλησίας. Ἀπό αὐτῆς λοιπόν τῆς ἀπόψεως καθημερινά κολάζει
ὁ κ. Λάπας τούς Λαρισαίους, διότι αὐτούς οἱ ὁποῖοι κοιμοῦνται τούς ρίχνει τό
ναρκωτικό τῆς ὑπακοῆς, τῆς καλοπέρασης καί τοῦ βολέματος, τῆς κανονικής ἐκλογῆς
του ἀπό τήν Σύνοδο, τῆς παπικῆς ἰδέας, ὅτι ὅποιος δέν κάνει ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί τούς
δίδει ἔτσι τό εἰσιτήριο τοῦ αἰωνίου μετά θάνατον ὕπνου, καί σ' αὐτούς οἱ ὁποῖοι
θέλουν νά μή δώσουν ὕπνο τοῖς ὀφθαλμοῖς των καί τοῖς βλεφάροις των νυσταγμόν
ἕως οὗ εὕρουσι τόπον τῷ Κυρίῳ, σ' αὐτούς λέγω οἱ ὁποῖοι ἀνησυχοῦν γιά τόν
κατήφορο στόν ὁποῖον ὁδηγοῦν καθημερινά οἱ Ἐπίσκοποι τήν ἐκκλησία, προβάλλει
τήν ἐξουσία του καί τήν παπική του αὐθεντία, ἡ ὁποία μέ τήν βοήθεια τῆς
πολιτικῆς ἐξουσίας τούς ἀναγκάζει πολλές φορές νά παραφέρωνται, νά αἰσθάνωνται ἀνεπίσκοποι καί ἀποίμαντοι καί
ἐπί πλέον ὅτι τούς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, διότι τούς ἔστειλε ἀντί γιά προστάτη καί
στήριγμα, ἕναν παγερό ἐξουσιαστή, καί ἀντί γιά ἐπιστήμονα ἰατρό, ἕναν ἀγροῖκο
χωριάτη.
Καί βεβαίως γιά νά εἴμαστε δίκαιοι, δέν εἶναι ἀνεύθυνος
καί ὁ λαός, διότι κατά τίς ἁμαρτίες του στέλνει ὁ Θεός καί ἀναλόγους
ποιμένες. Καί ἰσχύει καί ἐδῶ ἴσως αὐτό
τό ὁποῖο ἀναφέρεται στούς πατέρες, ὅτι τότε πού ὁ Ἀττίλας λεηλατοῦσε καί
κατέστρεφε τήν Ἰταλία, κάποιος ἀσκητής παρεκάλεσε τόν Θεό νά τόν πληροφορήση,
γιατί ἔστειλε αὐτόν τόν αἱμοβόρο ληστή νά καταστρέψη τόν τόπο καί τοῦ ἀπεκάλυψε
ὁ Θεός ὅτι τόν ἔστειλε αὐτόν, ἐπειδή δέν εὑρῆκε κανέναν χειρότερο. Νομίζω ὅτι ζεῖ μέ ψευδαισθήσεις, ὅτι
ὀνειρεύεται καί αὐταπατᾶται, ὅταν στό κατηγορητήριο αὐτοαποκαλεῖται, ὁ κ.
Ἰγνάτιος Λάπας, Μητροπολίτης Λαρίσης καί μάλιστα κανονικός καί πιστεύω ὅτι καί
αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τόν στηρίζουν ἀπό τήν
Σύνοδο, θά γελοῦν εἰς βάρος του μέ τά παθήματά του.
Ὅπως καταλαβαίνετε, Ἅγιοι Δικαστές, κανονικός καί
μοιχεπιβάτης, κανονικός καί κλοῦβες και ΜΑΤ στίς μεγάλες ἑορτές καί στίς λιτανεῖες, κανονικός καί νά
στέλνη τά ἄτακτα παιδιά του στά
δικαστήρια καί στά νοσοκομεῖα, κανονικός καί νά ἀκούγωνται ἰαχές μέ τά
«ἀνάξιος» καί τόσα ἄλλα, τέτοια κανονικότητα μόνο σέ βαθύτατο λήθαργο μπορεῖ
κανείς νά φαντασθῆ.
Θά σᾶς μεταφέρω
στό σημεῖο αὐτό, Ἅγιοι Δικαστές, μία θέσι τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυστοστόμου γιά
νά διαπιστώσετε ὅτι πράγματι ἐλυποῦντο τότε οἱ
Ἐπίσκοποι καί οἱ Χριστιανοί, ὄχι ὅμως γιά τούς θρόνους των, οὔτε
φοβούμενοι μήπως χάσουν τήν «μπαστούνα» ἤ γιά ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἐπίγειο καί
φθαρτό, ἀλλά ἐλυποῦντο γιά τά προβλήματα καί τίς πληγές τῆς Ἐκκλησίας, τίς
ὁποῖες ἐδημιουργοῦσαν οἱ Ἐπίσκοποι. «Ὅταν
ἀκούσῃς ὅτι τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ μέν κατέδυ (καταποντίσθηκε) ἡ δέ σαλεύεται,
ἑτέρα χαλεποῖς περιαντλεῖται κύμασιν, ἄλλη τά ἀνήκεστα πέπονθεν (πάσχει
ὀλέθρια, ἀνίατα), ἡ μέν λύκον ἀντί ποιμένος λαβοῦσα, ἡ δέ πειρατήν ἀντί κυβερνήτου, ἡ δέ
δήμιον ἀντί ἰατροῦ, ἄλγει μέν (νά πονᾶς καί νά θλίβεσαι), οὐ γάρ δεῖ
τά τοιαῦτα ἀνωδύνως φέρειν, ἄλγει δέ μέτρον ἐπιθεῖσα τῇ λύπῃ». (Ἐπιστολή πρός Ὀλυμπιάδα ΕΠΕ 37, 386).
Βλέπετε λοιπόν
γιατί πονοῦσε καί ἐθλίβετο ὁ ἅγιος; Βλέπετε ὅτι τό κακό αὐτό δέν εἶναι σημερινό
ἀλλά ἀρχαῖο; Βλέπετε πόσο παραστατικά ἐκφράζεται γιά τούς κακούς Ἐπισκόπους;
Δι' αὐτό λοιπόν ἀλγοῦν τόσα χρόνια τώρα οἱ Λαρισαῖοι καί ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης,
ἀντί νά τούς συγχαρῆ γιά τήν εὐαισθησία των καί τίς θυσίες τίς ὁποῖες κάνουν
γιά τήν Ἐκκλησία, τούς θεωρεῖ ἐμπόδιο στόν δρόμο του καί σκουπίδια μέσα στήν
Μητρόπολι.
Γιά νά συνοψίσω
λοιπόν τά στήν τρίτην κατηγορίαν σέ βάρος μου ἀποδιδόμενα, θά μπορούσατε ἴσως
νά μέ κατηγορήσετε ἐπί τυρείᾳ καί φατρίᾳ καί ὅτι ἐξεγείρω φανατικούς ὀπαδούς
εἰς στάσιν ἐναντίον τοῦ φερομένου ὡς Μητροπολίτου Λαρίσης, ἄν αὐτός πρωτίστως εἶχε
τηρήσει τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι στό θέμα τῆς ἐκλογῆς τοῦ
Ἐπισκόπου (ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ) καί προσέτι
ἄν εἶχε εὐαισθησία καί προσπαθοῦσε νά διορθώση τίς δογματικές παρεκκλίσεις στίς
ὁποῖες ὁδηγοῦν οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι
τήν Ἐκκλησία. Ἄν δηλαδή αὐτός ἦταν σωστός σέ ὅλα αὐτά καί ἐγώ διαμαρτυρόμουν καί
ἐστασίαζα, τότε καί μόνον τότε θά ἴσχυε ἡ παροῦσα παράγραφος τοῦ
κατηγορητηρίου. Διότι κατά τόν ΚΣΤ' τῆς Στ' Οἰκουμενικῆς συνόδου καί τόν ΚΖ'
τοῦ Μ. Βασιλείου, δέν ἠμπορεῖ νά εὐλογῆ, τούς ἄλλους αὐτός ὁ ὁποῖος χρεωστεῖ νά
ἰατρεύη τάς πληγάς του. Πολύ δέ
περισσότερο δέν ἠμπορεῖ νά δικάζη τούς ἄλλους, νά ζητᾶ εὐθύνας ἀπό αὐτούς καί
κυρίως νά παρουσιάζεται κατά τό δή λεγόμενο «ὡς ἀθώα περιστερά», ἐνῶ εἶναι στήν
πραγματικότητα ὁ ὑπεύθυνος γιά ὅλη αὐτή τήν κατάστασι, τήν ὁποία τόσα χρόνια
τώρα ὑφίσταται ἡ Λάρισα.
4) Διά τήν
δ' κατηγορία (ἐπί καταφρονήσει τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς...) δέον
νά σημειωθοῦν τά κάτωθι. Ἐπιμένει καί ἐπανέρχεται ὁ κ. Ἰγνάτιος Λάπας στά ἴδια
πραγματικά περιστατικά προφανῶς γιά νά καταστήση σοβαρώτερο καί ἐκτενέστερο τό
κατηγορητήριο, ἐπικαλούμενος τούς ἰδίους κανόνες. Τό ὅτι κανονικῶς λοιπόν διαμένω στήν
Μητρόπολι Λαρίσης τό ἐξήγησα ἀνωτέρω.
Τοῦτο μόνο λέγω ἐδῶ, ὅτι αὐτός διαμένει ἀντικανονικῶς στήν Λάρισα, διότι
παρεβίασε σωρεία ἱερῶν κανόνων, ὅλη τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσι στό θέμα τῆς ἐκλογῆς
τοῦ Ἐπισκόπου καί κυρίως διότι δέν τόν ἀποδέχεται ὁ λαός τῆς Λαρίσης, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ
ἀποδέκτης τῆς ἐκλογῆς του καί ἔχει ὡς ἐκ τούτου τόν τελικό λόγο. Πρέπει κάποτε
νά καταλάβετε καί αὐτός καί οἱ ὑπόλοιποι Ἐπίσκοποι, ὅτι ἡ Ἐπισκοπή καί ἡ
Μητρόπολις λειτουργεῖ ἐκ παραδόσεως κατά τόν τύπον τῆς μοναχικῆς πολιτείας, στήν
ὁποίαν δέν μπορεῖ νά ἐκλεγῆ ἕνας ἡγούμενος καί νά ἔλθη βιαίως νά «φυτευθῆ» στή
μονή, χωρίς πρωτίστως νά τόν θέλουν καί νά τόν ἀποδέχωνται ὁλόκαρδα οἱ μοναχοί
πού ἐγκαταβιοῦν ἐκεῖ. Στήν περίπτωσι δηλαδή τῆς πνευματικῆς πατρότητος δέν
ἰσχύουν ὅ,τι καί μέ τήν φυσική, στήν ὁποία ὅποιος ἔτυχε νά εἶναι φυσικός σου
πατέρας τόν ἀποδέχεσαι ὅ,τι καί νά εἶναι, εἴτε δηλαδή καλός εἴτε κακός. Στήν
πνευματική πατρότητα ἐκλέγεις αὐτόν τόν ὁποῖον ἐμπιστεύεσαι, αὐτόν ὁ ὁποῖος σοῦ
ἔχει δώσει δείγματα τῆς πατρότητος, αὐτόν τόν ὁποῖον πιστεύεις ὅτι μπορεῖ νά
τεθῆ ὄντως εἰς τόπον Χριστοῦ καί ἔπειτα τοῦ παραδίδεις τήν ψυχή σου, τοῦ κάνεις
ὑπακοή καί τόν ἀποδέχεσαι ὡς ἐκπρόσωπό σου σέ ὅ,τι ὑπογράφει ἤ ἐγκρίνει ὡς
ἐκπρόσωπος τῆς Μητροπόλεως. Αὐτά βεβαίως ὅλα δέν θά ἰσχύουν στόν κ. Ἰγνάτιο
Λάπα, μόνον ἐάν αὐτός δέν ἦλθε στήν Μητρόπολι ὡς πατέρας καί προστάτης, ἀλλά ἦλθε
ὡς διοικητής καί στρατηγός.
Προφανῶς τήν
ἀποδιδόμενη σέ ἐμένα καταφρόνησι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς τήν ἀπεσύνδεσε ὁ κ.
Ἰγνάτιος Λάπας ἀπό τό πρόσωπόν του, παραθεωρώντας σκοπίμως τό γεγονός ὅτ,ι οἱ ὅποιες
ἐνέργειές μου, ἐκφράζουν τήν ἐκκλησιολογική μου θέσι ἔναντι τοῦ σάπιου
ἐκκλησιαστικοῦ κατεστημένου, τό ὁποῖον στήν Λάρισα ἑστιάζεται στό πρόσωπό του
μέ τήν σωρεία τῶν ἀντικανονικῶν ἐνεργειῶν του, ὥστε νά ἐπιβάλλεται ἐκ τῆς
Ὀρθοδόξου Παραδόσεως αὐτή ἡ καταφρόνησις.
Θά σᾶς μεταφέρω ἐν
προκειμένῳ ἕνα ζωντανό παράδειγμα τοῦ λαοῦ πρός τόν Ἐπίσκοπόν των, διά νά ἰδῆτε
σέ τί ἐξαθλίωσι μποροῦν νά φθάσουν οἱ Ἐπίσκοποι, ὅταν δέν σέβωνται τούς Ἱερούς Κανόνες
καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου:
«Ἐν τῷ μεταξύ
καί καθ' ὅν χρόνον ὁ Χρυσόστομος ἀνεχώρει διά τήν δευτέραν του ἐξορίαν, ὁ γέρων
ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιοχείας Φλαβιανός ἀπέθνησκε μετά μακράν ἀσθένειαν καί ἡ μερίς ἡ
Ἰωαννιτική ἔχανεν ἐν τῷ προσώπῳ του σοβαρώτατον στήριγμα. Ὡσαύτως ἐφαίνετο, ὅτι ὁ ἀγών περί τήν ἐκλογήν
τοῦ διαδόχου του θά ἀπέβαινε ζωηρότατος. Ὁ Σεβηριανός τῶν Γαβάλων μετά τοῦ
Ἀκακίου καί Ἀντιόχου, οἱ ὁποῖοι καί οἱ τρεῖς ἦσαν Σύριοι, ἀνεχώρησαν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως
ὑπό τήν πρόφασιν νά ἐπανέλθουν εἰς τάς ἐπισκοπάς των, ἀλλ' εἰσδύσαντες κρυφίως
εἰς Ἀντιόχειαν ἐκρύβησαν ἐκεῖ, διά νά παρακολουθοῦν οἱ ἴδιοι τά συμβαίνοντα καί
διά νά ἐπέμβουν ἐν ἀνάγκῃ· ἦσαν ἄλλως τε
ἐφωδιασμένοι μέ διαταγάς καί μέ ἐξουσιοδοτήσεις ἐκ τῆς αὐλῆς διά νά ἐνεργήσουν
οὕτως ἤ ἄλλως ἡ πολιτική καί ἡ στρατιωτική ἐξουσία τῆς Ἀντιοχείας. Καθ' ὅσον προσήγγιζεν ἡ στιγμή τῆς ἐκλογῆς,
κατά τοσοῦτον ἐπληθύνοντο καί οἱ ἀπαιτηταί καί μνηστῆρες. Ὁ κλῆρος ἐδιχάσθη εἰς
δύο, ἀλλ' ὁ λαός συμπαγής εἶχε ταχθῆ πρός τό μέρος τοῦ Κώνσταντος,
ἱερέως φίλου τοῦ Χρυσοστόμου, καί ὁ ὁποῖος ὤφειλε τήν εὔνοιαν αὐτήν τοῦ λαοῦ
τόσον εἰς τάς ἀρετάς του ὅσον καί εἰς τήν πρός τόν Χρυσόστομον ἀφοσίωσίν
του. Ὁ Πορφύριος ἐν μέσῳ τῶν φιλονεικιῶν
αὐτῶν ἐτήρησε τήν θέσιν του ὡς ἄνθρωπος ἀνήκων εἰς τήν ἐχθρικήν πρός τόν
Χρυσόστομον μερίδα, χωρίς νά θέσῃ ὑποψηφιότητα. Αὐτός ἐκήρυττεν, ὅτι πρέπει ν' ἀποκλεισθοῦν
οἱ Ἰωαννῖται, ἄλλοι δέ ἐκ τῶν κατωτέρω τάξεων τοῦ λαοῦ καί τοῦ κλήρου,
δωροδοκηθέντες ὑπ' αὐτοῦ, προέβαλον τήν ὑποψηφιότητά του. Κατ' ἀρχάς τήν ὑποψηφιότητα αὐτήν δέν τήν
ἐξέλαβον ὡς σοβαράν, τόσον πολύ ἀνάξιος ἐθεωρεῖτο ὁ Πορφύριος. Ἔπειτα ὅμως ὁ
Σεβηριανός καί οἱ σύντροφοί του, πεισθέντες περί τῆς δεξιότητός του,
συνενοήθησαν μυστικῶς μετ' αὐτοῦ καί ἡ συμφωνία των ἔδωκεν εἰς τόν Πορφύριον
ὑποστήριξιν, τήν ὁποίαν δέν εἶχεν.
Ἀνεγνωρίσθη ὅμως εἰς τό μικρόν αὐτό συμβούλιον, ὅτι δέν ἦτο δυνατόν νά
ἐπιτύχουν παρά διά πραξικοπήματος.
Ἐπρόκειτο ὄντως
μετά τινας ἡμέρας ἐν τῇ Δάφνῃ προαστείῳ τῆς Ἀντιοχείας χρησιμεύοντι ὡς τόπος
διασκεδάσεως, νά διεξαχθοῦν ἀγῶνες Ὀλυμπιακοί... Καθ' ὅν χρόνον λοιπόν οἱ
κάτοικοι, μεγάλοι καί μικροί, ἐθνικοί καί χριστιανοί, ἀφῆκαν τήν πόλιν διά νά
ἔλθουν εἰς Δάφνην, ὁ Πορφύριος συνήθροισεν ἀπό τήν μερίδα του ἀρκετάς
ἑκατοντάδες ἀνθρώπων ἐκ τοῦ λαοῦ καί τινας κληρικούς καί διηυθύνθη μετ' αὐτῶν
εἰς τήν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχον προηγηθῆ οἱ τρεῖς ἐπίσκοποι. Ἅμα ὡς ἦλθεν, ἔκλεισαν τάς θύρας, πλαστή τις
ἐκλογή ἔλαβε χώραν καί ἀμέσως ἐπηκολούθησεν ἡ χειροτονία του. Ὅλα αὐτά ἐγένοντο
μετά τόσης σπουδῆς, ὥστε οὐδέ τάς εὐχάς τῆς χειροτονίας ἀνέγνωσαν πλήρως. Τόσον
ἐφοβοῦντο ἀπροσδόκητόν τι ἤ τήν τυχαίαν ἐπάνοδον τοῦ λαοῦ. Ὁ Σεβηριανός καί οἱ φίλοι του ἐγκατέλιπον
τότε ἐσπευσμένως τήν ἐκκλησίαν, ἔπειτα δέ καί τήν πόλιν διά νά καταφύγουν εἰς
τά γειτονικά ὄρη καί ἐκεῖθεν εἰς τάς ἐπισκοπάς των, διότι προέβλεπον τήν
ὀργήν τῶν κατοίκων, ὅταν ἡ ἀπάτη αὐτή θ' ἀπεκαλύπτετο.
Τήν ἑσπέραν τῷ
ὄντι οἱ Ἀντιοχεῖς ἐπανελθόντες ἐκ τῶν ἀγώνων ἐξεπλάγησαν μεγάλως μαθόντες, ὅτι
εἶχον ἐπίσκοπον καί ὅτι ὁ ἐπίσκοπος αὐτός ἦτο ὁ Πορφύριος. Τό πρᾶγμα δέν τούς ἤρεσε καθόλου· ἀλλά μή γνωρίζοντες τί ν' ἀποφασίσουν,
ἐπέρασαν τήν νύκτα συμβουλευόμενοι ἀλλήλους. Τήν πρωΐαν τῆς ἑπομένης ὅμως ἡ
ἀπόφασις εἶχε ληφθῆ καί πλῆθος ἐξωργισμένον κατηυθύνθη πρός τήν
ἐπισκοπήν, ὅπου ὁ Πορφύριος εἶχε κατακλεισθῆ καί ὠχυροῦτο διά νά ὑπερασπισθῇ
ἑαυτόν, βοηθούμενος ἀπό τούς κληρικούς του καί τούς δούλους του. Ἤρχισεν ἀμέσως
πολιορκία καί μερικοί ἀπό τόν λαόν συνήθροισαν ἄχυρα καί ξύλα διά νά
θέσουν πῦρ εἰς τήν οἰκίαν καί καύσουν μαζύ μέ αὐτήν καί τόν ἐπίσκοπον. Ἀλλ' ἡ
στρατιωτική δύναμις εἰδοποιηθεῖσα προσέτρεξεν ἐγκαίρως καί ἠλευθέρωσε διά
σπαθισμῶν τόν περίβολον τῆς ἐπισκοπῆς. Ἡ μάχη ἐξηκολούθησε καί κατά τάς
ἑπομένας ἡμέρας, ἀλλά μέ μεγαλυτέρας τώρα στρατιωτικάς προσπαθείας. Ἐν
τούτοις ἐπί τέλους ὁ Πορφύριος ἐγκατεστάθη εἰς τόν θρόνον του διά τῆς δυνάμεως
τῶν στρατιωτῶν. Συμμορφούμενος πρός
τάς διάθεσεις τῆς αὐλῆς διέταξε καί ὁ διοικητής τόν κλῆρον καί τόν λαόν, ἵνα
μεταβῇ εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐπί ἀπειλῇ ὅτι θά ἐφήρμοζε κατά τῶν δυστροπούντων τό
αὐτοκρατορικόν διάταγμα, ἀλλ' ὁ λαός κατά μέγα μέρος ἠρνήθη καί
ἀπεπειράθη νά συγκροτήσῃ λιτανείας καθ' ὁδούς φέρων ἐμπρός τόν σταυρόν· ὁ διοικητής, Βαλεντῖνος ὀνόματι, μετεχειρίσθη
τάς λιτανείας ὡς κίνημα στασιαστικόν καί ὁ σταυρός ἀνετράπη καί κατεπατήθη ὑπό
τούς πόδας τῶν ἵππων.
Ἀπό τῆς Ἀντιοχείας
οἱ δυσαρεστημένοι μετέβησαν εἰς τούς ἀγρούς.
Ἀλλά καί ἐκεῖ τούς κατεδίωξαν καί αἱ βίαιαι σκηναί, αἱ ὁποῖαι εἶχον
καταισχύνει καί αἱματώσει τήν Κωνσταντινούπολιν, ἀνενεώθησαν ἐν τῇ μητροπόλει
τῆς Συρίας. Ὑποστηριζόμενος ἀπό τήν
κοσμικήν ἐξουσίαν καί τάς στρατιωτικάς ἐκτελέσεις, ὁ νέος τῆς Ἀντιοχείας
πατριάρχης κατεπίεσεν ὄχι μόνον τόν κλῆρον τῆς ἐκκλησίας του, ἀλλά καί ἐκεῖνον
τῶν γειτονικῶν ἐκκλησιῶν. Πανταχοῦ καθ'
ὅλην τήν ἐπαρχίαν ἐδημιουργήθη ἀναστάτωσις. Ἐξεδίωκεν ἐπισκόπους καί αὐτός ὁ
ἴδιος καθῄρει αὐτούς διά νά ἐγκαταστήσῃ ἄλλους καί ἐξετυλίχθησαν τότε σκάνδαλα,
τά ὁποῖα ὑπερέβαλον ἀσυγκρίτως ἐκεῖνα, τά ὁποῖα εἶχε τιμωρήσει ὁ Χρυσόστομος ἐν
τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ. Τό ἀρχιερατικόν ἀξίωμα ἐξετίθετο εἰς πλειστηριασμόν· τό ἐζήτουν, τό προσέφερον, τό ἐμπορεύοντο ὡς
ἐμπόρευμα ἐν τῇ δημοσίᾳ ἀγορᾷ καί ὁ πλέον ἀνάξιος προετιμᾶτο πάντοτε ἀπό τόν
Πορφύριον. Κλοπαί, διαρπαγαί τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, φρικώδεις
παραβάσεις τῶν κανόνων ἐσημειώθησαν κατά τούς σφετερισμούς αὐτούς τοῦ
ἀξιώματος τοῦ ἐπισκοπικοῦ καί τῆς περιουσίας τῶν ἐκκλησιῶν. Ἐξέλεγον, καί ἐχειροτόνουν ἀνθρώπους
ἀγνώστους, καί δέν ἐγνώριζον μετ' ὀλίγον ποίους εἶχον χειροτονήσει. Ὅλοι οἱ
ἐκκλησιαστικοί κανόνες ἀνετράπησαν. Διά νά ἐπιτευχθῇ δέ ἡ ἐκλογή
διεφθαρμένων ἐπισκόπων, διέφθειρον κατ' ἀρχάς τούς ἐκλέκτορας, κληρικούς
καί λαϊκούς, καί πρός τοῦτο τά πλέον εὐτελῆ μέσα ἐτίθεντο εἰς ἐνέργειαν. Τράπεζαι
ἐστήνοντο εἰς τάς ὁδούς, δημόσια γεύματα ἡτοιμάζοντο διά πάντα ἐρχόμενον, καί
διενέμοντο ἀκόμη καί χρήματα.
«Ἄλλοτε, λέγει μετά πικρίας συγγραφεύς σύγχρονος, οἱ
ἀπόστολοι παρεσκευάζοντο διά τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας πρός τό ἱερόν ἔργον
τῆς ἐκλογῆς ἐπισκόπου τινός· σήμερον
παρασκευάζονται διά τῆς κραιπάλης καί τῆς μέθης· αἱ ἐκκλησίαι κατέστησαν τόπος
ἐμποριῶν πανηγύρεων, ὅπου ἕκαστος ὑποψήφιος διά τό ἀρχιερατικόν ἤ ἱερατικόν
ἀξίωμα ἔρχεται νά ἐκθέσῃ τάς ὑποσχέσεις του καί τά δῶρα του». Ἄλλος τις
προσθέτει, ὅτι θά παρασιωπήσῃ, πόσοι ἐπίσκοποι καθῃρέθησαν, πόσοι ἄλλοι
ἐγκατεστάθησαν εἰς τάς θέσεις τῶν καθαιρεθέντων, πόσοι διαφθορεῖς ἐλεηλάτησαν
τήν ἐκκλησίαν: «Εἶνε πράγματα θλιβερώτατα, λέγει, καί δέν πρέπει νά
καταχωρηθῶσιν εἰς τήν ἱστορίαν».
Ὑπῆρξεν ἐν τούτοις ἐξ αὐτῶν ἕν τοσοῦτον σκανδαλῶδες, ὥστε
ἡ ἱστορία ὤφειλε νά τό ἀναφέρῃ. Ἦτο δέ
τοῦτο ἡ ἐκλογή εἰς ἐπίσκοπον εὐνούχου τινός, ἀρχαίου δούλου καί ἤδη
ὑπηρέτου δημάρχου τινός, ἀνθρώπου ἀκαθάρτου, κατηγορουμένου ἐπί ἐγκλήμασι καί
τόν ὁποῖον οἱ χριστιανοί ἀπεκάλουν «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως». Ὁ ἄθλιος
αὐτός ἐξελέγη ἐπίσκοπος Ἐφέσου εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ Ἡρακλείδου, ἀρχαίου
διακόνου τοῦ Χρυσοστόμου. «Καί δέν
ἐνετράπησαν, λέγει ὁ ἱστορικός Παλλάδιος, νά ἐπιθέσουν τό Εὐαγγέλιον ἐπί τῆς
κεφαλῆς τοῦ τοιούτου τέρατος». Τοιαῦται ὑπῆρξαν αἱ πρῶται ἐνέργειαι τοῦ
Πορφυρίου, αἱ ὁποῖαι ἐκρίθησαν ἄξιαι τῆς τιμῆς νά ἀνακηρυχθῇ αὐτός δι' αὐτοκρατορικοῦ
διατάγματος εἷς τῶν τριῶν κανόνων τῆς πίστεως ἐν Ἀνατολῇ!.»
(Τά ὑπέρ Χριστοῦ παθήματα τοῦ ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου, σελ. 146 καί ΕΠΕ 1, 210).
Πιστεύω ἀπόλυτα ὅτι ἐσεῖς, Ἅγιοι Δικαστές, στήν
προκειμένη περίπτωσι θά συνιστούσατε στόν λαό ὑπακοή στόν νέο τους Ἐπίσκοπο,
τόν ὁποῖο σημειωθήτω ἀνεγνώρισαν καί τά ἄλλα Πατριαρχεῖα. Καί νά σκεφθῆτε ὅτι ὁ
Πορφύριος αὐτός, τόν ὁποῖον περιγράφει ὁ ἅγ. Παλλάδιος στήν ἐξιστόρησι τῶν
γεγονότων τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, εἶχε περισσότερα θετικά στοιχεῖα ἀπό
τόν κ. Ἰγνάτιο Λάπα, διά τήν ἐκλογή καί ἐγκατάστασί του στόν θρόνο τῆς
Ἀντιοχείας, διότι ἀφ' ἑνός μέν ἦτο
ντόπιος καί γνωστός στόν λαό, ἀφ' ἑτέρου εἶχε καί κάποιους κατοίκους τῆς πόλεως
μέ τό μέρος του, ἐνῶ αὐτός ἦλθε καί «ἐφυτεύθη»
μέ τίς εὐλογίες σας στήν Λάρισα,
φέροντας κατά τήν ἐνθρόνισί του ἀπό τήν Σαλαμίνα ἀνθρώπους, γιά νά τόν
ἐνισχύσουν καί νά φωνάξουν «ἄξιος», ὁ λαός δέ τῆς Λαρίσης, ὅπως
προανεφέρθη ἦταν «μαντρωμένος» ἔξω καί ἀγωνιζόταν μέ τά ΜΑΤ. Αὐτό εἶναι τό
σάπιο ἐκκλησιαστικό κατεστημένο τότε καί τώρα, τοῦ ὁποίου συνεχιστής καί
γνήσιος ἐκπρόσωπος στήν Λάρισα εἶναι ὁ
ἐπίσκοπος κ. Ἰγνάτιος Λάπας.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία
ἀνέφερε ὅτι κατεφρόνησα, ἔχω νά πῶ τά
ἀκόλουθα: Ὅλοι γνωρίζουν ὅτι εἶναι ὁ ἠθικός αὐτουργός ὅλης αὐτῆς τῆς
καταστάσεως. Διότι ὄχι μόνον ἐγνώριζε τί ἐπικρατοῦσε στήν Λάρισα, ὄχι μόνο
ἐκάλυψε τόν κ. Ἰγνάτιο Λάπα στίς παρανομίες καί παραβάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων
καί τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὄχι μόνον τόν ἐστήριξε καί τόν στηρίζει σ' αὐτήν
τήν μοιχεπιβασία του, ὄχι μόνον στέλνει κατά δεκάδες τούς Ἐπισκόπους στίς
πανηγύρεις γιά νά καταδείξουν ὅτι ὅλα εἶναι μία χαρά στήν πόλι τῆς Λάρισας, ὄχι μόνον ἀδιαφορεῖ κυνικῶς γιά τόν πόνο τοῦ
λαοῦ αὐτῆς τῆς Μητροπόλεως, ἀλλά θέλει νά παρουσιάζεται καί ὡς «ἀθώα περιστερά»
καί νά δείχνη ὅτι ἀγνοεῖ ὅ,τι συμβαίνει σ' αὐτήν τήν πόλι ἐδῶ καί τόσα χρόνια.
Καί ὅλα αὐτά βεβαίως θεωροῦνται ὡς μικρά
πράγματα, μπροστά στόν κατήφορο τόν ὁποῖο ἔχει πάρει στά θέματα τῆς πίστεως,
στόν ὁποῖο ὁδηγεῖ ὅλο τόν λαό, γιά τά ὁποῖα θά ἀναφερθῶ ἐκτενῶς στό θέμα τῆς μνημονεύσεως
καί τοῦ σχίσματος.
Ἄν
λοιπόν αὐτή ἡ Σύνοδος εἶναι ἄξια σεβασμοῦ καί ἀναγνωρίσεως, ἐρωτῆστε τούς
ἁγίους μας καί θά σᾶς ἀπαντήσουν. Ἐνδεικτικά ἐδῶ ἀναφέρω δύο - τρεῖς ἀπό τούς φωστῆρες
τῆς ἐκκλησίας, γιά νά ἰδῆτε ἀπό αὐτούς
καί τήν γνώμη τῶν ὑπολοίπων: «Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον, μηδέ ἀριθμήσαιμι ἐν
ἐπισκόποις τόν ἐπί καταστροφῇ τῆς πίστεως ὑπό τῶν βεβήλων χειρῶν προαχθέντα εἰς
προεδρίαν» (Μ. Βασίλειος). «Οἷοί εἰσι τανῦν (αὐτοί εἶναι διά τήν
ἐποχή μας) οὐ δι' ἄγνοια ἀλλά διά φιλαρχία ἐπιπηδῶντες τοῖς θρόνοις
προέμενοι ἑκουσίως τήν ἀλήθειαν» (ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ Μ. Βασιλείου ὑπό
ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου ΡG. 99, 1149 Α).
«Ἀλλ'
ἡ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία μεμένηκε ἀπήμαντος (ἀβλαβής), κἄν πολλοῖς ἐβλήθη
τοξεύμασι· καί πύλαι ᾅδου κατισχῦσαι
αὐτῆς οὐ δεδύνηνται· οὐδέ παρά τούς
κειμένους ὅρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν ἀνέχεται· κἄν πολλοί πολλαχῶς
ποιμένες ἠφρονεύσαντο· ἐπεί καί συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καί παμπληθεῖς
καί Ἐκκλησίαν Θεοῦ ἑαυτούς ὠνομάκασι· καί ὑπέρ κανόνων ἐφρόντισαν τῷ δοκεῖν, κατά
κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι... Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς
συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καί ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσι. Κρείσσων γάρ, φησί, εἷς
ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἤ μύριοι παραβαίνοντες· ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου,
ἐν τῇ εἰρήνῃ καί φυλακῇ τῶν κανόνων· καί τό δεσμεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν,
ἀλλ' ὡς δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ, καί τῷ κανόνι, καί τῷ γνώμονι τῆς ἀκριβείας. Ἤ
δείξωσιν οἱ συνελθόντες τοῦτο πεποιηκότες· καί ἡμεῖς σύν αὐτοῖς· ἤ
οὐ δεικνύουσιν, ἐκβαλέτωσαν τόν ἀνάξιον, ἵνα μή εἰς κατηγόρημα αὐτοῖς καί ταῖς
μετέπειτα γενεαῖς παραδοθήσεται· Ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ Θεοῦ δεδέσθαι φύσιν οὐκ
ἔχει· καί ἐξουσία τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάσῃ παραβάσει
κανόνος· ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα, καί ἕπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν»
(Ἁγ. Θεοδ. Στουδίτου Ρ.G . 99,984, Β).
«Μή
πείθεσθε μονάζουσι, μηδέ τοῖς πρεσβυτέροις,
ἐφ' οἷς ἀνόμως λέγουσι, κακίστως
εἰσηγοῦνται.
Καί
τί φημι μονάζουσι, καί τί τοῖς πρεσβυτέροις;
Μήδ'
ἐπισκόπους εἴκετε (ὑπακούετε) τά μή λυσιτελοῦντα
πράττειν
καί λέγειν· καί φρονεῖν δολίως
παραινοῦσιν
οἵτινες
περικείμενοι μόρφωσιν εὐσεβείας
πᾶσαν τήν δύναμιν αὐτῆς εἰσίν
ἀπηρνημένοι...
Αἱρέσεως
φανείσης εἰς τήν γῆν ἐπικροτούσης
ὑπέκυψαν
καί τούς λοιπούς ὠθοῦσιν ὑποκύπτειν,
οἷς
οὐ προσῆκον πείθεσθε, κἄν καί ποιμένες εἶεν,
ἀλλ'
οὐδέν ἐνδέχεται καλεῖν τούτους ποιμένας ὅλως,
τούς
λυμεῶνας καί φθορεῖς τῆς Χριστωνύμου ποίμνης
καί
μή τούς ὅρους σώζοντας τῆς ἀρχιερωσύνης»
(Ὁσ.
Μελετίου Ὁμολογητοῦ).
Διά νά σεβασθῆ λοιπόν κάποιος τήν Σύνοδο, λέγουν οἱ ἅγιοί μας, πρέπει
πρωτίστως αὐτή νά σέβεται τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί νά
μήν ὁδηγῆ τόν λαό ἀπό γκρεμό σέ γκρεμό καί ἀπό ναυάγιο σέ ναυάγιο. Πρέπει
δηλαδή νά σέβεται ἡ Σύνοδος τόν ἑαυτό της καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ἄν λοιπόν ἡ Σύνοδος καί ἕκαστος ἐκ τῶν Ἐπισκόπων ζητεῖ σεβασμό ἀπό ἐμᾶς, ἐνῶ ἐσεῖς ἔχετε χάσει
τελείως τόν ἔλεγχο τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, αὐτό νομίζω εἶναι πέρα ἀπό κάθε λογική. Στό θέμα ὅμως αὐτό, ὅπως προανέφερα θά
ἐπανέλθω.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.