Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Εορτή του Αγίου Κυρίλλου του Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων


 Ο Άγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ιεροσολύμων  Ο Κατηχητής

Ὑπερασπίστηκε τὰ Δόγματα τῆς Πίστεως κι αὐτὸ τοῦ κόστισε διωγμοὺς καὶ ὑπὲρ δεκάχρονες ἐξορίες!


Εορτή του Αγίου Κυρίλλου του Αρχιεπισκόπου ΙεροσολύμωνὉ Ἅγιος Κύριλλος καταγόταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ γεννήθηκε πιθανῶς τὸ ἔτος 313 μ.Χ. στὰ Ἱεροσόλυμα. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Μαξίμου τοῦ Γ΄ (333–348 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 348 μ.Χ., εἴτε διότι ὁ Μάξιμος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς, εἴτε διότι πέθανε.
Ὁ Ἅγιος ἀρχικὰ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὶς δογματικὲς «λεπτολογίες» καὶ ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τὸν ὅρο «ὁμοούσιος». Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀρειανὸς Μητροπολίτης Κασαρείας Ἀκάκιος ἐνέκρινε τὴν ἐκλογή του καὶ τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο. Ἀλλὰ συνέβη καὶ ἐδῶ, ὅτι ἀργότερα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Μελετίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας ( 12 Φεβρουαρίου). Ὁ Ἅγιος δὲν ἔμεινε ἐκτὸς τοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς, ὡς πρὸς τοὺς δογματικοὺς ἀγῶνες καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες τῆς ἀρχιερατείας του ἀποδείχθηκε μὲ τὶς περίφημες Κατηχήσεις του, ὑπερασπιστὴς τῶν Ἀποφάσεων καὶ τῶν Ὅρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἐξῆρε καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ ἔτους 382 μ.Χ.: «Τῆς δέ γε μητρὸς ἁπασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τὸν αἰδεσιμώτατον Κύριλλον ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν. Κανονικῶς τε παρὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι καὶ πλεῖστα πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα».
Ἡ δογματικὴ τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ὑπῆρξε ἡ πρώτη αἰτία ρήξεως μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀκάκιο Καισαρείας, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ζητοῦσε διάφορες ἀφορμὲς γιὰ νὰ καταστρέψει τὸν Ἅγιο.
Δεύτερη αἰτία ἦταν ἡ διαφορὰ σχετικὰ μὲ τὴν δικαιοδοσία τῶν δύο ἑδρῶν. Ὡς γνωστό, λόγω καταστροφῆς τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων ἡ ἐκεῖ Χριστιανικὴ κοινότητα διασκορπίστηκε, μετὰ δὲ τὴν ἐπανοικοδόμηση αὐτῆς οἱ Χριστιανοὶ ἦταν λίγοι, γι’ αὐτὸ σὲ Μητρόπολη ἀναδείχθηκε ἡ πρωτεύουσα τῆς Παλαιστίνης, Καισάρεια. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων αὐξήθηκαν, ἡ Ἐπισκοπὴ Ἱεροσολύμων ζήτησε ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς αὐτῆς θέσεως. Τὸ 325 μ.Χ. ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, διὰ τοῦ 7ου Κανόνος αὐτῆς, ὅριζε νὰ τιμᾶται ἰδιαίτερα κατὰ τὰ ἀρχαία ἔθιμα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰλίας, δηλαδὴ Ἱεροσολύμων, ἡ δὲ Μητρόπολη Καισαρείας νὰ διατηρεῖ τὸ οἰκεῖο ἀξίωμα. Ἡ ἀσάφεια τῆς διατυπώσεως τοῦ Κανόνος προκάλεσε διένεξη μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ τοῦ Ἀκακίου.
Ὁ τελευταῖος ἦταν σὲ πλεονεκτικὴ θέση λόγω τῆς ὑποστηρίξεως αὐτοῦ ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337–361 μ.Χ.) καὶ ἀφοῦ βρῆκε πρόφαση κατὰ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅτι σὲ καιρὸ λιμοῦ πούλησε ἱερὰ κειμήλια καὶ ἀναθήματα γιὰ νὰ προσφέρει τροφὴ σὲ ἄπορους, καθαίρεσε τὸν Ἅγιο διὰ Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ ἔτος 357 μ.Χ. καὶ τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐκεῖ.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐξορίσθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἔγινε δεκτὸς ὑπὸ τοῦ ἐκεῖ Ἐπισκόπου Σιλβανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τὴν ἀξίωση
τοῦ Ἀκακίου νὰ διακόψει τὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸν Ἅγιο. Ὡστόσο ὁ Ἅγιος Κύριλλος ζητοῦσε νὰ διερευνηθεῖ ἡ ὑπόθεσή του ἀπὸ μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 359 μ.Χ. στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸν ἀποκατέστησε καὶ τὸν ἀθώωσε, ἀλλὰ ὁ Ἀκάκιος, ἀφοῦ κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ματαίωσε τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων δι’ ἄλλης Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 360 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπικύρωσε τὴν καθαίρεση καὶ ἐξορία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του, ὅπως καὶ οἱ λοιποὶ ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι, τὸ ἔτος 361 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ ἔχει κοντά του ὅλους τοὺς ἐχθροὺς τοῦ αὐτοκράτορος Κωνστάντιου, ἀνακάλεσε τοὺς ἐξόριστους Ἀρχιερεῖς. Ὁ Ἅγιος αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιδοθεῖ στὴ διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, στὶς 26 Ἰουλίου 363 μ.Χ., ἐξορίσθηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364–378 μ.Χ.) γιὰ ἕνδεκα χρόνια καὶ ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸ ἔτος 378 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 387 μ.Χ.
Τὸ κύριο ἔργο του εἶναι οἱ Κατηχήσεις, οἱ ὁποῖες ἐκφωνήθηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδας τοῦ ἔτους 348 μ.Χ. στὴ βασιλικὴ τῆς Ἀναστάσεως. Σκοπὸς τῶν Κατηχήσεων ἦταν ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ εἰσαγωγὴ τῶν Κατηχουμένων στὶς θεμελιώδεις διδασκαλίες τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ φανέρωση τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας στοὺς Νεοβαπτισθέντες. Ἡ ἀξία τῶν Κατηχήσεων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἶναι ἀνυπολόγιστη. Κανένα ἔργο πρὸ αὐτοῦ δὲν ἐμφανίζει μὲ τόση παραστατικότητα σχεδὸν ὅλο τὸ τελετουργικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ τὸ μυστηριακὸ καὶ ἁγιαστικὸ σύστημα μὲ τόση καταπληκτικὴ ὁμοιότητα πρὸς τὰ μέχρι σήμερα τελούμενα στὸ ναό, ὥστε δικαιολογημένα νὰ θεωροῦμε ὅτι οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἀποτελοῦν ἔκτυπη ἀναπαράσταση καὶ στὴν πράξη διατήρηση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἀποστολικῆς Τελετουργικῆς Παραδόσεως.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Στολὴν τὴν ἔνθεον, ἀμφιεσάμενος, στῦλος ὁλόφωτος, ὤφθης τῆς πίστεως, τῶν Ἀποστόλων ἐν Σιών, τὴν χάριν κεκληρωμένος· ὅθεν ἐνδιέπρεψας, εὐσέβειας τοῖς δόγμασι, καὶ πιστῶς ἐσκόρπισας, τῆς σοφίας τὸ τάλαντον. Καὶ νῦν ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσώπει, Κύριλλε Πάτερ Ἱεράρχα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄.
Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχεία τὰ πλούσια, Πάτερ Ἱεράρχα Κύριλλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθήναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως γέγονε, τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, ὁ φωσφόρος λόγος σου, κῦρος οὐράνιον Πάτερ· γνῶσιν γάρ, τῆς ἀληθείας σοφῶς διδάσκων, ἔλλαμψιν, ἠθῶν ὁσίων καθυπογράφεις, καὶ παθῶν βραβεύεις λύσιν, τῇ σῇ πρεσβείᾳ, θεόφρον Κύριλλε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔλλαμψιν πλουτήσας τὴν μυστικήν, ἐν Σιὼν τῇ θείᾳ, ὡς καθάρας σου τὴν ψυχήν, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δαβιτικῶς Ὁσίων, ἐκλάμπεις ὥσπερ λύχνος, παμμάκαρ Κύριλλε.


Κύριλλος Ιεροσολύμων ο Κατηχητής
Ο Άγιος Κύριλλος γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα το 315. Χειροτονήθηκε διάκονος, πρεσβύτερος και επίσκοπος Ιεροσολύμων από τον αρειανό επίσκοπο Καισαρείας Ακάκιο, επειδή τασσόταν με τους «ομοιουσιανούς». Αμέσως μετά την χειροτονία του ανέλαβε την υποστήριξη των δογμάτων της Νικαίας, πράγμα πού τον έφερε σε ρήξη με τον Ακάκιο και συνετέλεσε στο να εξοριστεί τρεις φορές το 357, το 360 και το 367. Η τρίτη εξορία έγινε από τον αυτοκράτορα Ουάλεντα και διάρκεσε 11 έτη. Έλαβε μέρος στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381.
Επί της επισκοπείας του ο Ιουλιανός ο παραβάτης κατέστρεψε τη Μονή του Αγίου Ιλαρίωνα και άλλες εκκλησίες και άρχισε να οικοδομεί τον Ναό Σολομώντα. Οι Ιουδαίοι επαναστατούσαν και κατεδίωκαν τους χριστιανούς. Οι ίδιοι οι Χριστιανοί, λόγω διαφόρων κατηγοριών, δεν τον ανεγνώριζαν σαν επίσκοπό τους. Ο Γρηγόριος Νύσσης επισκέφτηκε τους Αγίους Τόπους με σκοπό να μεσολαβήσει, αλλά απέτυχε. Κατόρθωσε τελικά να επιβληθεί ο Άγιος Κύριλλος με την αγαθότητά του και την προσήνειά του.
Επί της εποχής του επίσης ήρθαν στους Αγίους Τόπους οι Λατίνοι πρεσβύτεροι Ιερώνυμος και Ρουφίνος με την μαθήτριά του Παύλα. Ο δεύτερος ίδρυσε μοναστήρι στην Βηθλεέμ. Την Παλαιστίνη επισκέφτηκε την ίδια εποχή και ο Μέγας Βασίλειος. Ο Άγιος Κύριλλος ήταν επίσκοπος Ιεροσολύμων όταν φάνηκε στον ουρανό το σημείο του Σταυρού, πού έφτασε από τον Γολγοθά μέχρι το όρος των Ελαιών, και έγραψε τότε επιστολή προς τον γιό του Μ. Κωνσταντίνου Κωνστάντιο, πού διαβάζεται μέχρι σήμερα στην ημέρα της εορτής «του εν ουρανώ φανέντος  Τιμίου Σταυρού», 7 Μαΐου 351. Πέθανε το 356, στις 18 Μαρτίου, πού καθιερώθηκε σαν ημέρα μνήμης του.
Πρόσφερε πολλά στην Θεολογία της Εκκλησίας με τις Κατηχήσεις του, πού εκφώνησε το 348. Αυτές αποτελούνται από την Προκατήχηση, πού έχει θέση προλόγου, από 18 κατηχήσεις, πού απευθύνονται στους «φωτιζόμενους», σ’ αυτούς δηλαδή πού κατηχούνται προκειμένου να βαπτιστούν, και από τις 5 Μυσταγωγικές κατηχήσεις, πού απευθύνονται στους «νεοφώτιστους», νεοβαπτισθέντες.
Είναι μοναδικό μνημείο της εκκλησιαστικής φιλολογίας, γιατί μας δίδουν πολύτιμες πληροφορίες για την τότε κατάσταση της Εκκλησίας, για τους ναούς, για τις τελετές, για την υπάρχουσα αντίθεση μεταξύ των εθνικών και των χριστιανών και για τρόπο κατήχησης των προσερχομένων στον Χριστιανισμό. Η κατήχηση αυτή γινόταν περίπου ως εξής:
Όσοι ήθελαν να βαπτιστούν, δήλωναν το όνομα τους πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή σ’ ένα ορισμένο πρεσβύτερο. Την πρώτη ημέρα της Σαρακοστής τοποθετούνταν  θρόνος στον Ναό του Γολγοθά για τον επίσκοπο με έδρες για τους πρεσβυτέρους δεξιά και αριστερά. Προσέρχονταν έπειτα οι Κατηχούμενοι με συνοδεία πατέρων οι νέοι και των μητέρων οι νέες. Γινόταν ανάκριση για τον καθένα από τον επίσκοπο για τον βίο του και αν μεν βρισκόταν υπάκουος, τίμιος κ.τ.λ. γραφόταν στον κατάλογο, αλλιώς αποπεμπόταν, για να επιστρέψει διορθωμένος το επόμενο έτος. Οι ξένοι έπρεπε να φέρουν μαρτυρίες γνωστών προσώπων.
Την δεύτερη ημέρα διαβαζόταν οι εξορκιστικές ευχές, πράγμα πού επαναλαμβανόταν μέχρι και την Τεσσαρακοστή, και άρχιζε η κατήχηση. Ο επίσκοπος ερμήνευε την Αγία Γραφή γραμματικώς, ύστερα πνευματικώς. Άρχιζε από τη Γένεση, δίδασκε τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης κι εξηγούσε το Σύμβολο της Πίστεως την έκτη και την έβδομη εβδομάδα. Κάθε κατηχητικό μάθημα διαρκούσε τρεις ώρες περίπου.
    Την Κυριακή των Βαΐων οι Κατηχούμενοι υποβάλλονταν τρόπον τινά σε εξετάσεις. Απήγγειλαν το Σύμβολο της Πίστεως και ανέμεναν το βάπτισμα, πού γινόταν το Πάσχα. Στις οκτώ ημέρες, πού ακολουθούσαν το Πάσχα απαγγέλλονταν οι Μυσταγωγικές Κατηχήσεις, με τις οποίες οι «νεόφωτοι» (νεοφώτιστοι, νεοβαπτισθέντες κατατοπίζονταν γύρο από τα μυστήρια του χριστιανισμού και τις βαθιές χριστιανικές αλήθειες).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.