Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Λειτουργικά κείμενα και Αποτείχιση, π. Ευθυμίου Τρικαμηνά (Ολοκληρωμένο).



Η  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ  ΚΑΙ  ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ  ΖΩΗ
ΚΑΙ  ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
 ΠΡΟΫΠΟΘΕΤΕΙ,  ΑΠΑΙΤΕΙ  ΚΑΙ  ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ
ΤΗΝ  ΑΜΕΣΟ  ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙ
ΑΠΟ  ΤΟΝ  ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ  ΕΧΟΝΤΑ
ΑΙΡΕΤΙΚΟ  ΦΡΟΝΗΜΑ

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Στήν μικρή αὐτή μελέτη καί ἐργασία θά προσπαθήσωμε νά καταδείξωμε τήν ταύτισι τῆς λειτουργικῆς καί λατρευτικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ ὅλη τήν, περί Ἀποτειχίσεως καί διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως ἀπό κάθε αἱρετικό καί εἰδικά ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, Ὀρθόδοξο Παράδοσι.
Θά παρουσιάσωμε τά λειτουργικά κείμενα, τά ὁποῖα ὄχι ἁπλῶς ἀπαιτοῦν, ἀλλά καί προϋποθέτουν αὐτή τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἱρετικό, προκειμένου νά συμμετέχωμε καθαρῶς καί Ὀρθοδόξως στήν Λειτουργική καί λατρευτική ζωή της καί προκειμένου νά μήν ψευδώμεθα καί ἀσεβοῦμε στήν ἱερώτερη ὥρα καί στήν ἐπισημώτερη παρουσία μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι γεγονός ὅτι η λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σύναψις ἐπί τό αὐτό, οὐρανοῦ καί γῆς καί ἡ καθαρώτερη διαχρονική ἐμπειρία της στόν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τρόπο παρουσίας μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὅ,τι κάνομε εἶναι ἐμπειρικῶς καταγεγραμμένα ἀπό τούς Ἁγίους καί δέν δύναται ἕκαστος νά αὐτοσχεδιάζη ἤ νά ἰδιορρυθμῆ καί εἰδικά στά θέματα τῆς πίστεως. Δέν δύναται ἐπίσης ὁ οἱοσδήποτε αὐτά τά ὁποῖα λέγει καί ὁμολογεῖ μέ τά λόγια νά μήν τά ἀποδεικνύει συγχρόνως καί μέ τά ἔργα, διότι προφανῶς ψεύδεται στήν ἱερώτερη στιγμή καί στόν ἱερώτερο χῶρο ἀπέναντι στό Θεό.
Οἱ λειτουργικές ἀλλαγές οἱ ὁποῖες διά μέσου τῶν αἰώνων ἔγιναν (π.χ. προσθήκη ἑορτῶν καί ὕμνων, ἀκολουθιῶν, ἀμφίων κλπ.) δέν θίγουν τήν δογματική περί πίστεως ἐμπειρία της, ἀλλά συμπορεύονται ἄριστα μέ αὐτήν, καί ὁπωσδήποτε ἔχουν παγιωθεῖ διά μέσου τῶν αἰώνων ἀπό τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι εἴτε τίς εἰσήγαγαν, εἴτε τίς ἐβίωσαν,ἐπεδοκίμασαν καὶ καθιέρωσαν. Οἱαδήποτε ἀλλαγή, ἡ ὁποία δέν ἐκφράζει τήν περί πίστεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι αἱρετική καί διά τοῦτο καταδικασμένη. Τέτοιες λειτουργικές καί λατρευτικές ἀλλαγές προσπάθησαν νά ἐπιβληθοῦν ἀπό αἱρετικούς, ὅπως π.χ. ἡ προσθήκη στόν Τρισάγιο ὕμνο τῶν λέξεων «ὁ σταυρωθείς δι’ ἡμᾶς», oἱ ὕμνοι τούς ὁποίους συνέθεσαν οἱ εἰκονομάχοι ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων καί, πρόσφατα, ἡ λειτουργική παραποίησις τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἤ (ἄν θέλετε) ἐπιτρέπει τήν λειτουργική συνύπαρξι ἐν ὥρᾳ λατρείας Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν ἤ Ὀρθοδόξων καί Οἰκουμενιστῶν.
Αἱρετικές ἐπίσης προσθῆκες, πλήν τῶν ἀνωτέρω, εἶναι οἱ πρόσφατες αἰτήσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν ὑπέρ τοῦ Πάπα, οἱ ὕμνοι οἱ ὁποῖοι ἐπινοήθηκαν καί καταγράφηκαν διά τούς αἱρετικούς Πάπα καί Πατριάρχη κατά τήν θρονική ἑορτή στό Φανάρι, ἡ ἀκολουθία διά τήν οἰκολογία, τή φύσι καί τό περιβάλλον τῆς 1ης Σεπτεμβρίου που συνεγράφη ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, ἡ προσθήκη στό ἁγιολόγιο καί συναξάρι τοῦ αἱρετικοῦ καί μασόνου ἐθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης καθώς καί ἡ συνταχθεῖσα σχετική ἀκολουθία πρός τιμήν του κλπ. Ὅλα αὐτά καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο αἱρετικό ἐπινοήθηκε ἤ θά ἐπινοηθῆ εἰς τό μέλλον εἶναι καταδικασμένα Συνοδικῶς, διαχρονικῶς καί Πανορθοδόξως, ἐφ’ ὅσον θίγουν τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί Πίστι, μέρος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ λειτουργική καί λατρευτική ζωή καί ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαχρονική καταδίκη ἐκφράζεται κατά ἀπόλυτο, θά λέγαμε, τρόπο στό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς ἑξῆς: «Ἅπαντα τά παρά τήν Ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν, καί τήν διδασκαλίαν, καί ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καί ἀοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα, ἤ μετά τοῦτο πραχθησόμενα, Ἀνάθεμα». Τό φοβερό εἰς τήν περίπτωσι αὐτή εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες δέν κατεδίκασαν μόνο Συνοδικῶς τά αἱρετικά κείμενα, τά ὁποῖα δολίως εἰσῆλθον εἰς τήν λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τούς κατασκευάσαντας αὐτά: «Εἴ τις πᾶσαν παράδοσιν ἐκκλησιαστικὴν ἔγγραφον ἢ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα ἔστω» (Ἀπό τά Πρακτικά τῆς 7ης καὶ 8ης συνεδρίας τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου).
Ἀπό ὅλα αὐτά καταδεικνύνεται ὅτι ἔχουμε δικαίωμα νά προσθέσωμε ὕμνους στήν λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πλήν ὅμως πρέπει πάντα νά ἀκολουθῆται ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις καί ὡς πρός τό νόημα τῶν ὕμνων καί ὡς πρός τόν σκοπό.
Χαρακτηριστικά, (ἐπίσης) παραδείγματα προσθηκῶν κατά πάντα ὀρθοδόξων εἶναι ἡ προσθήκη στήν Θ. Λειτουργία τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου, ἡ προσθήκη τοῦ «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς ...», στήν ἐνάτη ὠδή τῆς Θεοτόκου «τήν τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ», ἡ προσθήκη τῆς λαβίδος διά τήν ταυτόχρονο μετάδοσι στούς πιστούς τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ κατά τή Θεία Μετάληψι κλπ.
   Στό κύριο μέρος τῆς μελέτης αὐτῆς περιλαμβάνονται οἱ ἑξῆς ἑνότητες:
1) Λειτουργικές αἰτήσεις καί εὐχές, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν, ἐπιβάλλου ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἄμεσο ἀποτείχισι ἀπό κάθε αἱρετικό καί οἱ ὁποῖες καθημερινῶς ἀναγιγνώσκονται, διαβάζονται, ἐκφωνοῦνται στήν λατρευτική σύναξι τῶν πιστῶν.
2) Εὐχές καί ὕμνοι οἱ ὁποῖοι περιοδικῶς σέ διάφορες ἑορτές καί
περιστάσεις λέγονται στήν λατρευτική σύναξι τῶν πιστῶν, ἀφορῶσες τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς.
3) Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τήν λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποδεικνύει τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς, προκειμένου νά εἶναι εὐάρεστη (καί εὐπρόσδεκτη) ἡ λατρεία μας πρός τόν Θεό.
4) Ἡ σύγχρονη λειτουργική κατάστασις – Συμπεράσματα.

1) Λειτουργικές αἰτήσεις καί εὐχές, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν, ἐπιβάλλουν ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἄμεσο ἀποτείχισι ἀπό κάθε αἱρετικό, καί οἱ ὁποῖες καθημερινῶς λέγονται στήν λατρευτική σύναξι τῶν πιστῶν.
Γιά νά κατανοήσωμε τήν λατρευτική πρᾶξι καί Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας πρέπει ἐξ ἀρχῆς νά τονίσωμε ὅτι ἡ λατρευτική ζωή καί Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, ὡς γνήσιο τμῆμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, εἶναι ἀπολύτως προσαρμοσμένη μέ ὅλη τήν διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς,
τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Θά ἠδυνάμεθα μάλιστα νά εἴπωμε ὅτι ἡ λατρευτική ζωή ἀποτελεῖ τήν πρακτική ἔκφρασι αὐτῆς τῆς διδασκαλίας καί μάλιστα τήν ἐκφράζει μέ τόν ἀκριβέστερο, καθαρώτερο καί ἀπόλυτο τρόπο, μέσα στήν καθημερινή λατρευτική σύναξι τῶν πιστῶν. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι ὅλα μέσα στήν Ἐκκλησία, καί τά τελούμενα στήν λατρευτική σύναξι, καί τά διδασκόμενα ἀπό τούς ποιμένες καί τούς πνευματικούς πατέρες, καί τά πραττόμενα ἀπό ὅλους τούς πιστούς, εἶναι ὁμοιόμορφα καί ἀπολύτως σύμφωνα, δέν ἔχουν καμμία παραφωνία ἤ ἐναντίωσι, ἔχουν τίς ρίζες των στήν Ἀποστολική διδασκαλία καί Παράδοσι, ἡ βάσι τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Ἁγ. Γραφή.
Ὡς ἐκ τούτου εὔκολα δύναται κάποιος νά κατανοήση πώς ὁ,τιδήποτε δέν συμφωνεῖ μέ αὐτό τό τρίπτυχο (Ἁγ. Γραφή, Ἱερούς Κανόνες διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας) εἶναι νόθο καί παρείσακτο καί ἐτέθη ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἀπό αἱρετικούς πρός ἀποπλάνησι τῶν πιστῶν. Ὅ,τι ἐπίσης πράττωμε ὡς ἄτομα καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο δέν συμφωνεῖ μέ αὐτό τό τρίπτυχο εἶναι ἁμαρτωλό μέν, ὅταν ἀφορᾶ προσωπικά πάθη καί ἀδυναμίες τῆς καθημερινότητος, αἱρετικό δέ, ὅταν ἔχει γενικές ἐκκλησιαστικές διαστάσεις, π.χ. δημοσίας καί ἐκκλησιαστικῆς ἀκυρώσεως ἐντολῶν τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τῶν Ἱερῶν Κανόνων κλπ.
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἀνεφέρθησαν διά νά κατανοήσωμε καί νά ἑρμηνεύσωμε Ὀρθοδόξως τά λεγόμενα καί πραττόμενα στήν καθημερινή λατρευτική σύναξι καί νά μήν ἐννοήσωμε λανθασμένως ὅτι αὐτά δέν μᾶς ἀφοροῦν δυνάμεθα νά τά ἑρμηνεύσωμε ὅπως θέλομε καί ἕκαστος κατά τό δοκοῦν, τό χειρότερο ὅτι ἐγράφησαν σέ ἄλλες ἐποχές ἀπό κάποιους φανατικούς καί ἀκραίους, ἐνῶ σήμερα ἐμεῖς ἐπιλέξαμε τήν ὁδό τῆς ἀγάπης καί συνδιαλλαγῆς, εἰς βάρος ὅμως τῆς Ὀρθοδόξου καί ἀληθοῦς πίστεως. Ὅλα αὐτά δηλαδή ἐγράφησαν καί ἐτέθησαν στήν Ἐκκλησία ὡς ἕνα προστατευτικό τεῖχος διά τήν προστασίαν ὅλων τῶν πιστῶν καί διά νά διασφαλίσουν αὐτούς ὡς πρός τό ζωτικώτερο καί ἀδιαπραγμάτευτο σημεῖο, τό ὁποῖο εἶναι Ὀρθόδοξος καί ἀληθινή πίστις, ἄνευ τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία, οὔτε σωτηρία.
Ἐρχόμενοι ἐν συνεχείᾳ στήν καθημερινή λατρευτική σύναξι ἀναφέρομε, ὅτι μέσα σαὐτήν οὔτε εἰσέρχονται, οὔτε μνημονεύονται, οὔτε προσεύχεται Ἐκκλησία διαὐτούς πού ἠθελημένα ζοῦν ἀδιάφορα, κοσμικά τό χειρότερο ἔχουν παρεκκλίνει σέ κάποια αἵρεσι. Ἡ Ἐκκλησία μέσα στήν λατρευτική σύναξι δέν τούς θεωρεῖ ὡς μέλη της καί μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον ἡ ζωή των ἤ ἡ πίστις των δέν εἶναι σύμφωνη μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία της. Ὁσάκις ἡ Ἐκκλησία λατρευτικά τούς ἀναφέρει, πάντοτε τονίζει ὅτι δέν ἀποτελοῦν αὐτοί μέλη της, ἀλλά προσεύχεται διά τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς νά ἐνταχθοῦν στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἕνα κλασσικό παράδειγμα πρός κατανόησι τοῦ θέματος, εἶναι καί αὐτό ἀπό τήν Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, στήν ὁποία ὁ Ἱερεύς, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων δώρων, εὔχεται μεταξύ ἄλλων, ὡς ἑξῆς: «....τούς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε∙ τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Ὡς ἐσκορπισμένοι θεωροῦνται αὐτοί οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἀδιάφορα καί κοσμικά καί ὡς πεπλανημένοι αὐτοί πού ἔχουν κάποιο αἱρετικό φρόνημα.
Τό ἴδιο εὔχεται ἡ λατρευτική σύναξις διά τούς κατηχουμένους μετά τό
Εὐαγγέλιο: «Εὔξασθε οἱ Κατηχούμενοι τῷ Κυρίῳ... Ἵνα ὁ Κύριος αὐτούς ἐλεήσῃ... ἑνώσῃ αὐτούς τῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Δηλαδή ὡς ἀβάπτιστοι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ἄν καί δέν ἔχουν αἱρετικά φρονήματα.
Ἐπίσης στήν πρωτοχριστιανική Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ἀναφέρονται δύο φορές οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας, γιά τούς ὁποίους προσεύχεται ἡ λατρευτική σύναξις ὡς ἑξῆς: «Καί ὑπέρ πάσης ψυχῆς χριστιανῆς θλιβομένης καί καταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας Θεοῦ ἐπιδεομένης καί ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ὑγείας τῶν ἀσθενούντων, ἀναρρύσεως τῶν αἰχμαλώτων, ἀναπαύσεως τῶν προκεκοιμημένων πατέρων τε καί ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»[1] καί πιό κάτω: «Μνήσθητι, Κύριε, ὑπέρ πάσης ψυχῆς χριστιανῆς θλιβομένης καί καταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας σοῦ τοῦ Θεοῦ ἐπιδεομένης, καί ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων»[2].
Οἱ αἰτήσεις λοιπόν καί εὐχές τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται στά πραγματικά καί συνειδητά μέλη της καί δι’ αὐτό κατά κανόνα γίνεται διαχωρισμός στήν λατρευτική σύναξι σέ ποιούς δηλαδή ἀναφέρονται οἱ εὐχές καί ὅταν αὐτό δέν γίνεται, πρέπει νά ἐννοεῖται (π.χ. στήν αἴτησι «ὑπέρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων» τῶν εἰρηνικῶν). Πρέπει δηλαδή ἐδῶ νά ἐννοηθῆ ὅτι ἡ εὐχή ἀναφέρεται στούς εὐσεβεῖς καί Ὀρθοδόξους πλέοντας, ὁδοιποροῦντας, κλπ. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει ἡ εὐχή ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τίς ἄλλες εὐχές καί αἰτήσεις, οἱ ὁποῖες σαφῶς διαχωρίζουν τό ὅτι ἀναφέρονται στούς εὐσεβεῖς καί Ὀρθοδόξους Χριστιανούς.
Οἱ αἰτήσεις τέλος, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στήν φύσι καί στά στοιχεῖα τῆς φύσεως ἀναφέρονται χάριν τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀσχέτως ἄν αὐτά ἐπιδροῦν σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο (π.χ. ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς κλπ.). Ἐδῶ ἐκ τοῦ μέρους εὐλογεῖται τό ὅλον, ὅπως π.χ. στήν περίπτωσι τῶν Σοδόμων, γιά τά ὁποῖα εἶπε ὁ Θεός στήν Ἀβραάμ, ὅτι δέν θά τά κατέστρεφε, ἄν εὑρίσκοντο σ’ αὐτά ἔστω καί λίγοι δίκαιοι (Γεν. 18, 20-32).
Θά ἀναφερθοῦμε κατ’ ἀρχάς στίς αἰτήσεις οἱ ὁποῖες ὀνομάζονται Εἰρηνικά, ἐξ αἰτίας τῶν τριῶν πρώτων αἰτήσεων, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στήν εἰρήνη τήν ὁποία πρέπει νά ἔχωμε μέσα μας, στήν εἰρήνη τήν ὁποία ὁ Θεός ὡς χάρισμα ἀποστέλλει στούς πιστούς καί στήν εἰρήνη τήν γενική ὅλου τοῦ κόσμου. Αὐτές οἱ αἰτήσεις εἶναι πολύ συνηθισμένες, διότι δέν ἀναφέρονται μόνο στήν Θ. Λειτουργία ἀλλά καί στόν Ἑσπερινό, τόν Ὄρθρο κλπ.
Ἡ τρίτη κατά σειρά αἴτησις τῶν εἰρηνικῶν ἔχει πολλή σημασία, διότι, ἄν ἐκληφθῆ Ὀρθοδόξως, εἶναι σύμφωνος μέ ὅλες τίς ὑπόλοιπες εὐχές, μέ ὅλα ὅσα λέγονται καί τελοῦνται στήν λατρευτική σύναξι καί ἐπί πλέον Ὀρθοδόξως ἐννοουμένη, εἶναι σύμφωνος μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγ. Πατέρων. Ἄν ἀντιθέτως ἑρμηνευθῆ Οἰκουμενιστικῶς ἔρχεται σέ πλήρη διαφωνία μέ ὅλα αὐτά (λατρευτική σύναξι, Ἁγ. Γραφή, διδασκαλία Ἁγίων). Τό κλειδί, ὡς ἐκ τούτου τῆς Ὀρθοδόξου ἑρμηνείας εἶναι στήν συμφωνία καί ἡ παρέκκλισις πρός τήν αἵρεσι εἶναι στήν ἀποκοπή καί μεμονωμένη ἐξέτασι καί ἑρμηνεία.
Ἀναφέρει λοιπόν ἡ αἴτησις αὐτή τά ἑξῆς: «Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Τό πρόβλημα τό ὁποῖο δημιουργεῖται εἶναι γιά ποιά ἕνωσι ἡ λατρευτική αἴτησις ὁμιλεῖ. Οἱ Οἰκουμενιστές ἰσχυρίζονται ὅτι ἐδῶ προσευχόμεθα διά τήν ἕνωσι πάντων, δηλαδή Ὀρθοδόξων καί πάσης φύσεως αἱρετικῶν. Οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἀποδέχονται αὐτή τήν ἑρμηνεία ὡς ἐνσωματωμένοι μέ τούς Οἰκουμενιστές καί ὡς συνοδοιπόροι ἤ ἀλληλοπεριχωρούμενοι, ἁπλῶς δέ ἀντιδρῶντες. Αὐτή ὅμως ἡ ἑρμηνεία δέν ἰσχύει καί δέν εἶναι Ὀρθόδοξος γιά τούς ἑξῆς λόγους:
Πρῶτον, ἄν ἀνέφερε ἡ αἴτησις μία τέτοια οἰκουμενιστική ἕνωσι Ὀρθοδόξων καί πάσης φύσεως αἱρετικῶν, θά ἐθεωροῦσε καί τούς αἱρετικούς ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί θά προσηύχετο ὅπως γιά τούς ἐντός Ἐκκλησίας ἁμαρτωλούς. Θά ἐθεωροῦσε δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τήν αἵρεσι, ὅπως ὅλες τίς ἄλλες ἁμαρτίες, πρᾶγμα τό ὁποῖο δυστυχῶς πρεσβεύουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές.
Δεύτερον, θά ἤρχετο ἡ αἴτησις αὐτή σέ ἀντίθεσι μέ τήν λειτουργική εὐχή τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου τήν ὁποία ἀναφέραμε καί ἀνωτέρω, κατά τήν ὁποία οἱ αἱρετικοί σαφῶς θεωροῦνται ὡς πεπλανημένοι περί τήν πίστι, ἐκτός Ἐκκλησίας: «...τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ».
Τρίτον θά ἤρχετο ἡ αἴτησις αὐτή, καί μάλιστα ἐν ὥρᾳ λατρείας στή Θ. Λειτουργία, σέ ἀντίθεσι μέ τήν Ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, διότι σέ ὅλα αὐτά οἱ αἱρετικοί θεωροῦνται ἐκτός Ἐκκλησίας, ὡς λύκοι καί ὄχι πρόβατα καί ἀναθεματίζονται παντοῦ καί πάντοτε.
Καί τέταρτον ἡ αἴτησις αὐτή, ἄν ἑρμηνεύετο οἰκουμενιστικῶς, θά ἤρχετο σέ ἀντίθεσι μέ πολλές ἄλλες αἰτήσεις καί ἰδιαιτέρως μέ τήν ἀμέσως ἑπομένη αἴτησι τῶν Εἰρηνικῶν, τήν ὁποία ἐν συνεχείᾳ θά ἀναλύσωμε.
Τήν Ὀρθόδοξο ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς αἰτήσεως δυνάμεθα εὐχερῶς νά τήν κατανοήσωμε, ἄν, πέραν ὅλων ὅσων ἀναφέραμε, ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἐν ὥρᾳ κοινῆς λατρείας, ὄχι μόνο αἱρετικοί δέν μνημονεύονται, ἀλλά οὔτε καί Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι ζοῦν κοσμικά καί ἀδιάφορα. Αὐτό κατωτέρω θά καταδειχθῆ καί ἀπό τά ἴδια τά λειτουργικά κείμενα.
Ἐπειδή δέ οἱ Πατέρες τίς λειτουργικές αἰτήσεις καί εὐχές τίς κατέγραψαν μέ βάσι τίς πρωτοχριστιανικές εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου θά ἀναφέρωμε τήν ἀντίστοιχον εὐχή αὐτῆς, γιά νά κατανοήσωμε τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν Πατέρων στό συγκεκριμένο σημεῖο: «Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου καί ἑνώσεως πασῶν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ αἴτησις αὐτή στή Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου ἀναφέρεται κατά τόν ἴδιο τρόπο τρεῖς φορές. Μία στά Εἰρηνικά, δεύτερη φορά ὡς ἐκτενής δέησις καί τρίτη μετά τήν μεγάλη Εἴσοδο καί τόν λειτουργικό ἀσπασμό. Βλέπουμε λοιπόν ἐδῶ ὅτι ἡ αἴτησις διά τήν ἕνωσι ἀφορᾶ τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τούς αἱρετικούς. Ὁ λόγος δέ γιά τόν ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἀρσενικό γένος «τῶν πάντων ἑνώσεως» καί ὄχι θηλυκό «ἑνώσεως πασῶν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν» εἶναι προφανῶς τό ὅτι ἀναφέρεται στά ἄτομα τῆς κάθε Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι ἑνωμένα καί μέ τούς Ὀρθοδόξους τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ στή Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου ἀναφέρονται ὡς τοπικές Ἐκκλησίες.
Μία παρόμοια ἔκφρασι προσευχῆς περί ἑνώσεως τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἔχομε στήν ὑμνολογία, στό δεύτερο τροπάριο τῆς θ’ ᾠδῆς τοῦ Μεσονυκτικοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Τριαδικοῦ Κανόνος, τοῦ πλ΄ Δ’ ἤχου. Ἀναφέρει ὅλο τό τροπάριο τά ἑξῆς:
«Ἡ μία κυριότης καί τριλαμπής, ἑνική θεαρχία τρισήλιε, τούς ὑμνητάς, πρόσδεξαι τούς σούς ἀγαθοπρεπῶς, καί τῶν πταισμάτων λύτρωσαι, καί τῶν πειρασμῶν καί τῶν δυσχερῶν, καί θᾶττον τήν εἰρήνην, παράσχου φιλανθρώπως, ταῖς Ἐκκλησίαις καί τήν ἕνωσιν». Παρακαλοῦμε δηλαδή, ἐδῶ τήν Ἁγ. Τριάδα νά ἔχουν εἰρήνη μεταξύ τους οἱ τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί νά εἶναι ἑνωμένες ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Οἰκουμενιστές βεβαίως χρησιμοποιοῦν αὐτή τήν λειτουργική αἴτησι «Ὑπέρ.... εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» ὡς δῆθεν νά ὁμιλῆ γιά μία οἰκουμενιστική ἕνωσι μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, μέ συναλληλία καί ἀλληλοπεριχώρησι, πρᾶγμα τό ὁποῖον σημαίνει ὅτι θά ἑνωθοῦμε καί ὁ καθένας θά κρατήση τίς παραδόσεις καί τήν πίστι του. Αὐτή ἡ ἕνωσις βεβαίως στήν θεωρία ἔχει ἐπιτευχθῆ, ἀφοῦ ἀναγνωρίζομε τούς αἱρετικούς ὡς Ἐκκλησίες, ἀναγνωρίζομε ὡς ἔγκυρα τά μυστήριά των (ὅτι τά τελεῖ δηλαδή τό Ἅγ. Πνεῦμα), συμπροσευχόμεθα μαζί των, εἴμεθα ὁμότιμοι καί ὁμογάλακτοι στό Π.Σ.Ε. κλπ. Πρόκειται γιά τήν ἴδια μέ τήν λειτουργική αὐτή αἴτησι, διαστροφή καί αἵρεσι, ἡ ὁποία γίνεται καί στό ἁγιογραφικό χωρίο «ἵνα πάντες ἕν ὦσι» (Ἰωάν. 17,21). Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές ἔχουν τήν ἴδια τακτική καί τά χωρία καί τίς εὐχές πού ἀναφέρονται στήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων τά προσαρμόζουν ὅτι δῆθεν ἀναφέρονται καί γιά τούς αἱρετικούς.
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ τήν ἀμέσως ἑπόμενη αἴτησι τῶν Εἰρηνικῶν, διότι αὐτή καταδεικνύει μία αὐστηρότητα καί ἀκρίβεια στήν Εὐαγγελική καί Πατερική Παράδοσι καί φυσικά συντείνει τά μέγιστα στήν ἀναίρεσι κάθε ἐπιχειρήματος καί προσχήματος τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν διά τό ποῖοι πρέπει νά εἰσέρχωνται καί νά μνημονεύωνται στήν λατρευτική σύναξι.
Πρόκειται γιά τήν ἑξῆς αἴτησι τῶν Εἰρηνικῶν: «Ὑπέρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου καί τῶν μετά πίστεως, εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ἐδῶ μετά τήν ἀναφορά εἰς τόν Θεό γιά τήν διατήρησι καί φύλαξι τοῦ ναοῦ ἀπό διάφορα φυσικά φαινόμενα καί ἄλλα δυσάρεστα γεγονότα (π.χ. σεισμούς, πυρκαϊές, πλημμύρες κλπ.) τά ὁποῖα εἶναι πάνω ἀπό τήν ἰδική μας πρόνοια καί προστασία, ἀναφέρονται πρός τόν Θεό ὄχι ὅλοι οἱ εἰσερχόμενοι, ἀλλά αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἰσέρχονται μέ Ὀρθόδοξο πίστι, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ.
   Ὁ διαχωρισμός αὐτός γίνεται, ὄχι διότι ἐπαφίεται στόν καθένα νά κρίνη ἐάν ἔχη Ὀρθόδοξο πίστι, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, οὔτε διότι θέλομε διά τῆς εὐχῆς αὐτῆς νά ἐμποδίσωμε κάποιον φανερά ἀνευλαβῆ ἤ φανερά αἱρετικό νά εἰσέλθη στόν Ὀρθόδοξο ναό, διότι αὐτοί ὅλοι οὐδόλως πρέπει νά εἰσέρχωνται εἰς αὐτόν καί μάλιστα ἐν ὥρᾳ λατρείας καί εἰδικά τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἡ αἴτησις προφανῶς λέγεται ἐπειδή ὡς ἄνθρωποι δέν γνωρίζομε τά ἐσωτερικά καί μύχια τῆς καρδίας τοῦ καθενός καί ὡς ἐκ τούτου πιθανόν νά εἰσέλθη εἰς τόν ναό κάποιος ἐξωτερικά παρουσιαζόμενος ὡς Ὀρθόδοξος καί εὐλαβής, ἐνῶ ἐσωτερικά νά κρύβη ἀνευλάβεια, αἱρετικά φρονήματα κλπ.
Ἀναφερόμενοι λοιπόν εἰς τόν Θεόν ἀναθέτουμε εἰς Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶναι παντογνώστης καί ἐτάζει (ἐξετάζει, ἐρευνᾶ) νεφρούς καί καρδίας, νά ἀποκλείση τῆς μνημονεύσεως τούς εἰσερχομένους εἰς τόν Ὀρθόδοξο ναό μέ ἀνευλάβεια καί ἀπιστία ἤ τούς ἔχοντας κρυφίως αἱρέσεις, τίς ὁποῖες πιστεύουν ἀλλά δέν ἀποκαλύπτουν. Ὁ περιορισμός αὐτός στήν λατρευτική ἀναφορά μας πρός τόν Θεό εἶναι ἀπαραίτητος καί ἀναγκαῖος, διότι ἡ λατρευτική σύναξις καί ἰδίως τό μυστήριο τῆς Θ. Λειτουργίας εἶναι τύπος τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ καί εἶναι ἀδύνατον εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά ὑπάρχουν ὡς μέλη ἀνευλαβεῖς, ἄπιστοι καί ἰδίως οἱ ἔχοντες καί πρεσβεύοντες αἱρετικά φρονήματα.
Στήν περίπτωση αὐτή δέν πρόκειται ἀσφαλῶς περί βαπτισμένων καί μή βαπτισμένων, διότι τότε θά ἦτο εὔκολος ὁ διαχωρισμός ἀπό ἐμᾶς καί δέν θά ἐχρειάζετο νά ἀναθέσωμε εἰς τόν Θεό αὐτόν τόν διαχωρισμό. Ἐπειδή εἶναι δυνατόν νά εἶναι κάποιος ὀρθοδόξως βαπτισμένος καί νά εἶναι συγχρόνως Μασόνος, αἱρετικός κλπ. Οὔτε πρόκειται ἐπίσης περί καταδικασμένων καί μή καταδικασμένων αἱρετικῶν, σύμφωνα μέ τίς θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, διότι πάλι ὁ διαχωρισμός εἶναι σαφής. Ἐξ’ αὐτοῦ καθίσταται σαφές ὅτι οἱ φανερά ἀνευλαβεῖς, ἄπιστοι καί οἱ ἔχοντες αἱρετικά φρονήματα (π.χ. οἱ Μασόνοι, οἱ Οἰκουμενιστές κλπ.) ἀποκλείονται τῆς συνάξεως τῶν Ὀρθοδόξων καί βεβαίως ἐδῶ ἡ εὐθύνη εἶναι ἰδική μας.
Ἄν φανερά καί ἐν γνώσει μας εἰσέλθουν εἰς τόν ναό κάποιοι ἀπό αὐτούς ἐν ὥρᾳ λατρείας καί μάλιστα Θ. Λειτουργίας, ἡ λατρεία πρός τόν Θεό μετατρέπεται σέ θέατρο, διότι παρουσιαζόμεθα εἰς τόν Θεό μέ ὑποκρισία, ὅπως οἱ μίμοι καί ἠθοποιοί, παρουσιάζομε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀλλόκοτο καί παραμορφωμένο καί βεβαίως προκαλοῦμε τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐφυλάσσοντο οἱ πύλες τοῦ ναοῦ ἀπό τούς θυρωρούς μέ σκοπό νά ἐλέγχωνται οἱ εἰσερχόμενοι, ὥστε νά ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στόν ναό μόνον στούς Ὀρθοδόξους. Ἡ μνημόνευσις τέλος αὐτῆς τῆς αἰτήσεως ἀποκλείει καί τούς φαινομενικά Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέ ἀπιστία, εἶναι βλάσφημοι, ἀδιάφοροι, πολέμιοι τῆς Ἐκκλησίας κλπ. ὅπως π.χ. σήμερα εἶναι οἱ περισσότεροι πολιτικοί, οἱ δημοσιογράφοι κλπ.
Ἐρχόμεθα, ἐν συνεχείᾳ, στήν βασική αἴτησι τῆς μνημονεύσεως τῶν Εἰρηνικῶν, ἡ ὁποία ἀναφέρει καί παρουσιάζει ἱκετευτικά καί ἐν περιλήψει ὅλο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τήν ὁρατή κεφαλή, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος, τό ἱερατεῖο καί τόν κλῆρο ὡς προεξέχοντες καί ἀξιωματοῦχοι μέ τήν θυσιαστική ἔννοια τῆς προστασίας καί τῆς διακονίας, καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος, τά ὁποῖα εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱεράρχησις, τά ἀξιώματα στήν Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο, καί ὁ διαχωρισμός μεταξύ ποιμένων καί ποιμενομένων εἶναι κατ’ ἄνθρωπον καί σύμφωνα μέ τίς ἀνάγκες μας, ἐνῶ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ὅλοι εἴμεθα ποιμενόμενοι, ὅλοι εἴμεθα πρόβατα.
   Ἡ αἴτησις αὐτή τῶν Εἰρηνικῶν ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ὁ Ἐπίσκοπος ἀναφέρεται πρῶτος καί ὀνομαστικῶς ὡς ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἅγ. Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων στήν ἑρμηνεία τῆς Θ. Λειτουργίας ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἀρχιερεύς τύπος ἐπί τοῦ Δεσπότου∙ ὥσπερ γάρ ὁ Δεσπότης ἀποστέλλει τούς ἀγγέλους, οὕτως καί ὁ ἐπίσκοπος τούς ἱερεῖς. Λευκήν στολήν περιβέβληται ὁ ἐπίσκοπος διά τήν μορφήν τῶν ἄνω δυνάμεων, τουτέστι τοῦ Δεσπότου∙ καθώς καί Ἰωάννης περί αὐτοῦ λέγει∙ «Τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών». Τριπλοῦν τό ὠμοφόριον περιβέβληται, διότι τήν Τριάδα ὑφίεται» (P.G. 87 Γ΄ 3985 D).
Ἡ ἀντίστοιχος αἴτησις τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ὑπέρ σωτηρίας καί ἀντιλήψεως τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος) παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» (σελ. 23). Ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τήν Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου γίνεται ἕξι (6) φορές μαζί μέ τήν προσκομιδή, ἡ ὁποία εἶναι ἐνσωματωμένη στή Θ. Λειτουργία, ἐνῶ εἰς τήν Θ. Λειτουργία τῶν ἁγίων Βασιλείου καί Χρυσοστόμου γίνεται τέσσαρες (4) φορές μαζί μέ τήν προσκομιδή. Στίς ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ὄρθρου γίνεται ἀπό δύο φορές ἀντιστοίχως, μία στά Εἰρηνικά καί μία στήν ἐκτενῆ δέησι κλπ.
Ἐδῶ παρουσιάζομε τό μεγαλύτερο θέατρο, τήν μεγαλύτερη ὑποκρισία, τήν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἐν τοῖς φρικτοῖς μυστηρίοις διπροσωπία καί ἀνακολουθία μας, ὅταν φυσικά δέν εἶναι Ὀρθόδοξος ἀλλά αἱρετικός ὁ Ἐπίσκοπος ὅπως θά δείξωμε ἐν συνεχείᾳ.
Στήν ἀμέσως προηγούμενη αἴτησι ἐκάναμε αὐστηρότατο διαχωρισμό καί ἐμνημονεύσαμε μόνον ὅσους εἰσέρχονται μέ Ὀρθόδοξο πίστι, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ. Τώρα μνημονεύομε καί μάλιστα ὀνομαστικῶς, (ὁμιλοῦμε γιά τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας) τόν αἱρετικό Οἰκουμενιστή Ἐπίσκοπο, αὐτόν ὁ ὁποῖος ἀνήκει στό παναιρετικό Π.Σ.Ε., αὐτόν ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καί τήν ἱερωσύνη των, αὐτόν ὁ ὁποῖος συμπροσεύχεται καί συνιερουργεῖ καί κάνει κοινές συμφωνίες σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τούς αἱρετικούς, αὐτόν ὁ ὁποῖος «τά βρίσκει» (κοινῶς συμβαδίζει καί συνεργάζεται) μέ τούς πολιτικούς εἰς βάρος τῆς πίστεως καί ἀναγνωρίζει τούς παράνομους καί δαιμονικούς νόμους τῆς πολιτείας, οἱ ὁποῖοι κατ’ οὐσίαν καταλύουν τόν Εὐαγγελικό νόμο, αὐτόν ὁ ὁποῖος τέλος πάντων εἶναι ἕτοιμος, ὄχι μόνο νά δεχθῆ κάρτες καί σφραγίσματα, ἀλλά καί ἐτοποθετήθη εἰς αὐτήν τήν θέσι γιά νά ὁδηγήση σ’ αὐτήν τήν ὁδό τῆς ἀπωλείας καί ὅλο τό Ὀρθόδοξο μέν, ἀλλά ἀφελές καί ἀκατήχητο ποίμνιο.
Ἄν λοιπόν ἀπό τήν μία πλευρά κάνωμε αὐστηρώτατο διαχωρισμό στήν μνημόνευσι καί ἀπό τήν ἄλλη μνημονεύομε ὀνομαστικῶς αὐτόν πού προηγουμένως ἀπεκλείσαμε τῆς μνημονεύσεως, δηλαδή τόν αἱρετικό, αὐτόν ὁ ὁποῖος, ὅπως προαναφέραμε, κηρύσσει ἄλλο Εὐαγγέλιο καί ἄλλο Χριστό, τότε μετατρέπουμε τήν κοινή λατρεία καί τήν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παρουσία μας σέ θέατρο, παρουσιαζόμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς μεθυσμένοι καί μή γνωρίζοντες τήν ἔννοια τῶν λεγομένων, ἐμπαίζομε καί κοροϊδεύομε τόν ἴδιο τόν Θεό.
    Εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου δηλώνουμε τήν πλέον ἱερή στιγμή ἐνώπιον ὅλης τῆς συνάξεως, δημοσίως καί λατρευτικῶς, ὅτι ὁ Χριστός ὡς ἀόρατη κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ταυτίζεται, ἐκπροσωπεῖται καί εἰκονίζεται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι, ὄχι μόνο προσβάλλομε καί βλασφημοῦμε τόν Θεό, ἀλλά καί τόν καθιστοῦμε ὑποτακτικό μας μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως, ἐφ’ ὅσον ἔχουμε τήν ἀξίωσι νά δεχθῆ, θέλοντας καί μη, αὐτή τήν ἐπιλογή μας, νά ἐκπροσωπῆται δηλαδή καί νά ταυτίζεται μέ ἕναν αἱρετικό.
Πέραν αὐτοῦ δηλώνουμε ἐπισήμως καί λατρευτικῶς ὅτι καί ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται καί ἐκπροσωπεῖται ἀπό τήν ὁρατή κεφαλή, ταυτίζεται μέ τήν πίστι τοῦ Ἐπισκόπου, δηλαδή καθίσταται καί αὐτό αἱρετικό, σύμφωνα μέ τήν πατερική διδασκαλία «οἵα ἡ κεφαλή, τοιοῦτον καί τό σῶμα» καί «οἷον τό ἄρχον, τοιοῦτον καί τό ἀρχόμενον».
Θά ἦτο ἴσως πολύ ἐπιεικές καί τρόπόν τινα ἀνώδυνο ἄν ἀναφέραμε ὅτι εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ὑπάρχει μολυσμός στήν ἐκκλησιαστική λατρεία, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐπισήμου εἰσαγωγῆς ξένου καί μολυσμένου κατά τήν πίστι σώματος εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι ἕνας ἁπλός μολυσμός δέν ἀπεικονίζει στό ἐλάχιστο τήν πραγματικότητα, ὅτι δηλαδή παρουσιάζομε τόν ἴδιο τόν Χριστό αἱρετικό καί ὑποτακτικό μας, ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συμπορευόμενο καί συνταυτιζόμενο μέ τόν Ἐπίσκοπο καί τήν κοινή λατρευτική σύναξι ὡς ἕνα θέατρο.
Πρέπει νά ἐπισημάνωμε ὅτι οἱ εὐχές καί αἰτήσεις στήν λατρευτική σύναξι ἔχουν τεθῆ ὑπό τῶν Ἁγίων, καί δι’ αὐτό παρουσιάζουν αὐτήν τήν αὐστηρότητα εἰς τήν μνημόνευσι τῶν εἰσερχομένων εἰς τόν ναό και, ὅπως θά ἰδοῦμε ἐν συνεχείᾳ, καί ὅλων ὅσων μνημονεύονται. Τό ὄνομα ὅμως τοῦ ἑκάστοτε Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐκπροσωπεῖ καί τόν ὁποῖο ταυτίζομε μέ τόν Χριστό ὡς ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τό ἀναφέρομε ἐμεῖς στό συγκεκριμένο σημεῖο τῆς αἰτήσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει προσωπική εὐθύνη, ὄχι μόνο τῶν λειτουργῶν κληρικῶν οἱ ὁποῖοι τό ἀναφέρουν, ἀλλά καί ὅλων τῶν παρευρισκομένων οἱ ὁποῖοι τό ἀποδέχονται. Ἐδῶ εἶναι ἀστεῖο νά τεθῆ ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου ὡς θέμα ὑπακοῆς στή Σύνοδο ἡ ὁποία τόν ἐξέλεξε, διότι οὐδέποτε οἱ Πατέρες ἐδίδαξαν ὑπακοή ψυχοκτόνο, ὑπακοή ἡ ὁποία καλύπτει τά πάθη μας καί εἰδικά τό βόλεμα καί τόν ἐφησυχασμό μας, ὑπακοή ἡ ὁποία ἔχει προεκτάσεις καί εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ὑπακοή τέλος πάντων ἡ ὁποία βλασφημεῖ τόν Θεό καί θεατρίζει τήν κοινή λατρεία.
 Διά τῆς ἐπισήμου τελετουργικῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, γίνεται πασίδηλο ὅτι οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει τόν μνημονεύουν, καθίστανται ὄργανά του, ὑπάλληλοί του, ἱερεῖς καί λειτουργοί τοῦ Ἐπισκόπου καί ὄχι τοῦ Χριστοῦ, καί βεβαίως συνεργοί στήν ὅλη αἱρετική πορεία καί στόν τελικό σκοπό τόν ὁποῖο ἔχει ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος κοντολογίς ἀποτελεῖ τήν προετοιμασία σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο διά τόν ἐρχομό καί τήν ἀποδοχή τοῦ Ἀντιχρίστου.
 Ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου στήν λατρευτική σύναξι, εἶναι ἀναγκαία, ὄχι ἐπειδή, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, δέν ἔχει ἐγκυρότητα ἡ Θ. Λειτουργία καί τά λοιπά μυστήρια χωρίς αὐτήν τήν μνημόνευσι, οὔτε διότι παρουσιάζεται ὡς ἀκέφαλο το σῶμα τοῦ Χριστοῦ (ἡ Ἐκκλησία), διότι ἄν ἴσχυαν αὐτά θά ἀπηγορεύετο πλήρως καί αὐστηρῶς ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως ἀπό τούς Πατέρες καί τούς ἱερούς Κανόνες, ἀλλά εἶναι ἀναγκαία ἐπειδή πρέπει νά ὁμολογήσωμε ἐξ ἀρχῆς καί δημοσίως τήν Ὀρθόδοξο πίστι μας, τό ὅτι ἔχομε Ὀρθόδοξο ὁρατή κεφαλή, τό ὅτι εἴμεθα διά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας καί ὄχι τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως. Διά νά τά καταδείξωμε λοιπόν ὅλα αὐτά ἀναφέρομε ὀνομαστικῶς τήν ὁρατή κεφαλή, τήν ὁποία ἀποδεχόμεθα καί μέ τήν ὁποία εἴμεθα ἐνσωματωμένοι κατά τήν πίστι. Ἀπό ἐδῶ καθίσταται φανερό ὅτι μνημονεύοντες τόν Ἐπίσκοπο τόν παρουσιάζομε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων ὡς Ὀρθόδοξο καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγο τῆς ἀληθείας κατά τόν μέγα Παῦλο.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάτη καί τό ψεῦδος σέ ὅλο του τό μεγαλεῖο. Διότι τό νά ψευδώμεθα μεταξύ μας στήν καθημερινότητα, ἤ καί τό νά ψευδώμεθα ἐνώπιον ἑνός κοσμικοῦ δικαστηρίου εἶναι ἀσυγκρίτως μικρότερο καί ἀπειράκις ἀνωδυνώτερο καί ἐπουσιῶδες, ἀπό τό νά ψευδώμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν ὥρᾳ κοινῆς λατρείας καί συνάξεως καί μάλιστα νά ἐμπαίζωμε τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀδιαφορώντας γιά τίς ἐντολές Του καί παρουσιάζοντάς Τον ὡς αἱρετικό, σύμφωνα μέ τόν ἐκπρόσωπό Του καί τήν ὁρατή κεφαλή Του.
Ἔτσι κατανοεῖται ἡ σκέψις τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων στήν ἐπιστολή των πρός τόν Λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο, μέσα στήν λειτουργική πραγματικότητα. Διότι αὐτοί, ὅπως ἀνέφεραν στόν αὐτοκράτορα, ἀρνήθηκαν νά μνημονεύσουν τόν Πάπα, ὄχι ἐπειδή, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ἦτο καταδικασμένος ὑπό Συνόδου κλπ., ἀλλά διότι μνημονεύοντάς τον θά τόν ἐπαρουσίαζον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς Ὀρθόδοξο καί αὐτό θά ἦτο ἡ μεγαλυτέρα ἀπάτη καί ψεῦδος καί θεατρινισμός τῶν Ἁγίων:
«Εἰ δὲ ὁ προκείμενος αὐτός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἂν τὸ μέγα τοῦτο ψεῦδος δέχηται εἰκάζειν εἰκός, τὸ συντάττειν αὐτὸν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μεταξὺ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων, σκηνικῶς παίξομεν; καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύοντας τὰ θεῖα, τούτοις ἡγήσεται. Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγήν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καὶ πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος» (Ἐπιστολή Ἁγιορειτῶν τῶν ἐπί Λατινόφρονος Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου μαρτυρησάντων).
Πρέπει ἐδῶ νά ἀναφέρωμε τήν ἀντίστοιχο αἴτησι ἀπό τή Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου γιά νά κατανοήσωμε τήν σπουδαιότητα τήν ὁποία ἔχει εἰς τό σημεῖο αὐτό ἡ μνημόνευσις: «Ὑπέρ σωτηρίας καί ἀντιλήψεως τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος) παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» (σελ. 23 κλπ.).         Στήν αἴτησι αὐτή τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Ἀδελφοθέου ἀναφέρεται ὁ Ἐπίσκοπος «ἁγιώτατος». Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἐξ ὅσων γνωρίζει ἡ σύναξις τῶν πιστῶν (τά κρύφια τῆς καρδίας μόνον ὁ Θεός τά γνωρίζει), ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπεῖ τούς πιστούς εἰς τόν Θεόν καί τόν Θεό μέσα στήν κοινή λατρεία, εἶναι εὐσεβής καί Ὀρθόδοξος κατά τήν πίστι καί ἐνάρετος κατά τήν ζωή. Διότι ἡ λέξις «ἁγιώτατος» εἶναι ὁ ὑπερθετικός βαθμός τοῦ «ἅγιος» καί ὡς ἐκ τούτου ἰσχυριζόμεθα μετά βεβαιότητος ὅτι δέν ἀφήνει περιθώρια ἄλλης ἑρμηνείας. Νά σκεφθοῦμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι τόν Θεό στήν λατρευτική σύναξι κατά τήν ὑμνολογία τόν ὁμολογοῦμε «ἅγιο» καί ὄχι «ἁγιώτατο» (π.χ. στόν τρισάγιο ὕμνο), διότι ἔτσι διακηρύσσομε τήν ἀπόλυτο ἁγιότητα καί τήν πηγή τῆς ἁγιότητος, ἡ ὁποία ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια δέν ἔχει βαθμούς συγκρίσεως καί ὑπεροχῆς.
Ἡ λέξις λοιπόν «ἁγιώτατος» δέν ἀποδίδεται στόν Ἐπίσκοπο χωρίς ἡ σύναξις τῶν πιστῶν νά γνωρίζει τί εἶναι καί νά τόν ἀναγνωρίζει ὡς ἁγιώτατο, ὡς προστάτη, ὡς ἐκπρόσωπο καί ὁρατή κεφαλή τῆς συνάξεως. Δηλαδή δέν ἀποδίδεται ἡ προσωνυμία αὐτή ἐν ἀγνοίᾳ τῆς συνάξεως ἤ ὑπό τήν ἔννοια τῆς εὐχῆς καί προσευχῆς νά γίνη ἅγιος, διότι ὡς ἐπίθετο καί μάλιστα ὑπερθετικοῦ βαθμοῦ τίθεται σέ οὐσιαστικό τό ὁποῖο σαφῶς τό προσδιορίζει. Ἡ σύναξις λοιπόν γνωρίζει τόν Ἐπίσκοπο ὅπως τά παιδιά τόν πατέρα καί τά πρόβατα τόν ποιμένα, τά ὁποῖα δέν ἀκολουθοῦν ἀλλότριο, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου.
Ἐδῶ πάλι δημιουργεῖται μία κραυγαλέα ἀντίφασις καί μία στεντορεία ψευδολογία ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄν φυσικά ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι Ὀρθόδοξος, ἀλλά (ὁμιλοῦμε πάντοτε γιά τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας) αἱρετικός Οἰκουμενιστής. Διότι, πῶς ὁμολογοῦμε ἁγιώτατο τόν αἱρετικό, πῶς βάζουμε σέ συμφωνία τόν Χριστό μέ τόν Βελίαρ, τό φῶς μέ τό σκότος, σύμφωνα μέ τόν μέγα Παῦλο; Ἄν ὁ αἱρετικός εἶναι συγχρόνως ἁγιώτατος τότε καταλύθηκαν τά πάντα, ταυτίστηκε ἡ ἀρετή μέ τήν κακία, ὁ Χριστός μέ τόν Ἀντίχριστο, τότε «παίζομε σκηνικῶς» σύμφωνα μέ τούς ἐπί Βέκκου Ὁσιομάρτυρες, δηλαδή κάνουμε τόν Καραγκιόζη Μητροπολίτη, τόν ἐνθρονίζουμε, τόν θυμιάζουμε εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
  Στήν περίπτωσι λοιπόν κατά τήν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεώς του καθίσταται ἀναγκαία καί θά λέγαμε ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ, προκειμένου νά εἴμεθα εἰλικρινεῖς καί νά μήν ψευδώμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατά τήν ὥρα τῆς κοινῆς λατρείας. Νομίζομε δέ ὅτι καί οἱ Πατέρες ἐθεώρησαν ἀναγκαία καί ἀπαραίτητον τήν μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου ἐν τοῖς μυστηρίοις καί κατά τήν τέλεσι τῶν ἀκολουθιῶν, ὄχι, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, διά νά λάβουν αὐτά ἐγκυρότητα, ἀλλά διά νά δείξωμε τήν ὀρθότητα καί ἀκεραιότητα τῆς πίστεώς μας, ἄνευ τῆς ὁποίας δέν ὑφίστανται οὔτε μυστήρια, οὔτε Ἐκκλησία.
Ἀσφαλῶς εἶναι πέρα ἀπό κάθε φαντασία καί διανόησι ἡ σημερινή κατάστασις, κατά τήν ὁποία ὑπάρχει παντελής ἀδιαφορία καί ἄγνοια τοῦ λαοῦ ἐπί τοῦ θέματος τούτου, οἱ κληρικοί δέ ἔχουν διαστρέψει αὐτές τίς ἀλήθειες μαζί μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἰς τρόπον ὥστε νά διακηρύσσουν τήν ἀναγκαιότητα τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου δι’ ἀλλοτρίους σκοπούς, καταργώντας τοιουτοτρόπως τό σταυρικό Εὐαγγέλιο καί ἐγκαθιδρύοντας τήν νέα Ἐκκλησία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κατά τήν ὁποία, ἀντί τῆς ἀληθείας, θά συντασσόμεθα τυφλά μέ τόν Ἐπίσκοπο, ἔστω καί ἄν εἶναι αἱρετικός, θά τόν μνημονεύωμε ἀδιαφορώντας ἄν ψευδώμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἄν τόν Θεό Τόν καθιστοῦμε ὑποτακτικό μας, ἄν Τόν ἐξομοιώνωμε μέ τόν αἱρετικό ἐκπρόσωπο καί ἀντιπρόσωπό Του καί ἄν τήν κοινή λατρεία καί τά μυστήρια κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά θεατρίζωμε. Ὁ Ἐπίσκοπος δέ μέσα σ’ αὐτήν τήν δαιμονική ἀλλοτρίωσι τῶν πάντων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι ὁ θλιβερός ἀνταγωνιστής τοῦ Θεοῦ, ὁ ὑπεραμυνόμενος ὄχι διά τήν ἀληθινή καί Ὀρθόδοξο πίστι, ἀλλά διά διατήρησι καί ἐπικράτησι τῆς μνημονεύσεώς του, διά τήν δικτατορική πειθαρχία καί ἀφοσίωσι στόν ἑαυτόν του, εἶναι ὁ Πάπας καί ὁ ἀλάθητος, ὁ ὁποῖος ἐπικρατεῖ χωρίς Βατικάνειες Συνόδους, ἀλλά διά τοῦ δόγματος τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος. Καί ἐδῶ ἀσφαλῶς ταιριάζουν ἀπολύτως τά λόγια τοῦ ψαλμοῦ διά τούς νοθεύοντας τό εὐαγγελικό κήρυγμα και συντασσομένων μετά τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς: «Τί ἐγκαυχᾷ ἐν κακίᾳ ὁ δυνατός, ἀνομίαν ὅλην τήν ἡμέραν; ἀδικίαν ἐλογίσατο ἡ γλῶσσά σου∙ ὡσεί ξυρόν ἠκονημένον ἐποίησας δόλον. ἠγάπησας κακίαν ὑπέρ ἀγαθωσύνην, ἀδικίαν ὑπέρ τοῦ λαλῆσαι δικαιοσύνην. ἠγάπησας πάντα τά ρήματα καταποντισμοῦ, γλῶσσαν δολίαν. διά τοῦτο ὁ Θεός καθέλοι σε εἰς τέλος. ἔκτιλαι σε καί μεταναστεύσαι σε ἀπό σκηνώματός σου καί τό ρίζωμά σου ἐκ γῆς ζώντων» (Ψαλμ. 51, στιχ. 3-7).
Kλείνοντας τέλος τό θέμα τῆς αἰτήσεως αὐτῆς, κατά τήν ὁποία ἀναφέρεται ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου, ἐτονίσαμε ὅτι οἱ δύο τύποι τῶν αἰτήσεων τῆς Θ. Λειτουργίας δηλαδή τοῦ ἁγ. Ἰακώβου καί τῶν Λειτουργιῶν τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου δέν ἔρχονται οὐδόλως σέ ἀντίθεσι, ἀλλά ἀλληλοπεριχωροῦνται καί ταυτίζονται πλήρως μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι. Ἐκεῖ δηλαδή, ὅπου ἀναφέρουν οἱ Θ. Λειτουργίες τῶν ἁγίων Βασιλείου καί Χρυσοστόμου ἁπλῶς «ὑπέρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν» ἐννοεῖται ἡ λέξις «ἁγιωτάτου» τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ ἁγ. Ἰακώβου καί ἐπίσης ἐκεῖ ὅπου ἀναφέρεται ἁπλῶς ὁ λαός «παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ» ἐννοεῖται τό «φιλοχρίστου λαοῦ» τοῦ ἁγ. Ἰακώβου. Ἐπίσης ἐκεῖ ὅπου ἀναφέρεται στή Θ. Λειτουργία τοῦ ἀδελφοθέου «παντός τοῦ κλήρου» ἐννοεῖται τό «τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας» τῶν Λειτουργιῶν τῶν ἁγίων Βασιλείου καί Χρυσοστόμου. Τοιουτοτρόπως μνημονεύονται μόνον οἱ ἁγιώτατοι Ἐπίσκοποι καί ὄχι οἱ αἱρετικοί, τό τίμιον ἱερατεῖον καί ὄχι τό δουλωθέν ἐφησυχάζον καί βολευόμενο, ἡ ἐν Χριστῷ διακονία καί ὄχι ἡ ἀλλοτριωμένη καί κοσμική καί ὁ φιλόχριστος λαός καί ὄχι ὁ ἀδιάφορος καί συνευδοκῶν διά τῆς σιωπῆς μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὅλα αὐτά εἶναι ἀναγκαῖο νά διαχωρισθοῦν καί διασαφηνιστοῦν, προκειμένου νά ἀντιληφθοῦμε Ὀρθοδόξως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ (τήν Ἐκκλησία) καί ἰδίως τήν κεφαλή τοῦ σώματος τήν ὁρατή καί τήν ἀόρατο. Ἄν, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, κατανοήσωμε οἰκουμενιστικῶς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀδιαφοροῦμε ἄν τό σῶμα αὐτό εἶναι ὀρθόδοξο ἤ αἱρετικό, ἀδιαφοροῦμε ἄν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐκπροσωπεῖται Ὀρθοδόξως καί ἄν ἡ πορεία, ἡ ὁποία χαράσσεται, ὁδηγεῖ διά τῆς στενῆς πύλης καί τεθλιμμένης ὁδοῦ καί τῆς βιώσεως τοῦ σταυρικοῦ Εὐαγγελίου εἰς τήν αἰώνιο ζωή, ἤ ἀντιθέτως διά τῆς πλατείας πύλης καί εὐρυχώρου ὁδοῦ (διά τοῦ συμβιβασμοῦ καί τοῦ βολέματος) ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀπώλεια. Ἀσφαλῶς τό δόγμα τῆς τυφλῆς ὑπακοῆς καί τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου ἀναιρεῖ τά πρῶτα καί εἰσάγει τά δεύτερα.


ν συνεχείᾳ θά ἀναφερθοῦμε στήν ἀμέσως ἑπόμενη αἴτησι τῶν Εἰρηνικῶν, ἡ ὁποία καί αὐτή μέ σαφῆ καί λακωνικό τρόπο ὁμιλεῖ διά τήν ἀποτείχισι.
Ἡ αἴτησις αὐτή ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὑπέρ τῆς πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως καί χώρας καί τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ἡ ἀντίστοιχος αἴτησις τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ὑπέρ τῆς ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν πόλεως καί τῆς βασιλευούσης, πάσης πόλεως καί χώρας καί τῶν ἐν ὀρθοδόξῳ πίστει καί εὐλαβείᾳ Θεοῦ οἰκούντων ἐν αὐταῖς, εἰρήνης καί ἀσφαλείας αὐτῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» (σελ. 39).
Στήν αἴτησι αὐτή παρατηροῦμε ὅτι δέν μνημονεύονται ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων καί τῶν χωρῶν, ἀλλά μόνον οἱ ἔχοντες Ὀρθόδοξο πίστι καί εὐλάβεια. Ἐδῶ ἀσφαλῶς πρόκειται γιά τούς ἀπόντες ἀπό τήν σύναξι καί κοινή λατρεία, γιά τούς ὁποίους προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία, λόγῳ τῆς ταυτότητος καί ταυτίσεως εἰς τήν Ὀρθόδοξον πίστι.
Παρόμοια εἶναι καί ἡ εὐχή τοῦ ἱερέως εἰς τήν Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, κατά τήν μνημόνευσι μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων: «Μνήσθητι, Κύριε τῆς πόλεως ἐν ᾗ παροικοῦμεν, καί πάσης πόλεως καί χώρας καί τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς».
Γίνεται κατανοητό ὅτι μέ τίς εὐχές καί τίς αἰτήσεις ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γιά τά μέλη της, τά ὁποῖα ἀναγνωρίζει μόνον ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί τήν Ὀρθόδοξο ζωή. Ἐδῶ ἀσφαλῶς δέν πρόκειται γιά καταδικασμένους ὑπό Συνόδου καί ἀποκομμένους Συνοδικῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία καί γιά μή καταδικασθέντες ὑπό Συνόδου καί ἄρα ἐνσωματωμένους εἰς τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί ἄν εἶναι αἱρετικοί κατά τό φρόνημα, σύμφωνα μέ τίς νέες θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί εἰδικά τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις δέν γνωρίζει τέτοιους διαχωρισμούς, παρά μόνον ἄν Ὀρθοδόξως καί κανονικῶς ἐγένοντο καί ἀπό Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους καί ὄχι αἱρετικούς κατά τό φρόνημα.
Βλέπουμε στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία πολλές φορές νά καταδικάζωνται καί νά καθαιροῦνται οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐνῶ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου νά ἀθωώνωνται οἱ αἱρετικοί. Αὐτό δηλαδή, δέν σημαίνει ὅτι ἐπειδή καταδικάζονται καί ἀποκόπτονται οἱ Ὀρθόδοξοι παύουν νά εἶναι μέλη της, ἤ ἀπεναντίας ἐπειδή δέν καταδικάζονται ἤ ἀθωώνονται οἱ αἱρετικοί εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν συνέβαινε αὐτό, τότε ἡ Σύνοδος θά εἶχε αὐτό τό παπικό ἀξίωμα καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός θά ὑπετάσσετο εἰς αὐτήν, πολλοί δέ ἅγιοι θά ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας καί σωτηρίας, ἐπειδή καταδικάστηκαν ἀπό τέτοιες Συνόδους. Τό ἀξίωμα λοιπόν τοῦ δεσμεῖν καί λύειν, τό ὁποῖο ἔχουν οἱ Ἐπίσκοποι καί ἡ Σύνοδος δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτο ἤ κατά τό δοκοῦν ἑκάστου Ἐπισκόπου ἤ ἑκάστης Συνόδου, ἀλλά σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη ἐνεργεῖται μέ γνώμονα τούς ἱερούς Κανόνες καί μέσα στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί ἀπό Ὀρθοδόξους καί ὄχι αἱρετικούς κατά τό φρόνημα.
Ὁ διαχωρισμός ὡς ἐκ τούτου, ἐκ μέρους τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν σέ καταδικασθέντες ὑπό Συνόδου καί μή καταδικασθέντες εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ καί ἐξυπηρετεῖ μόνον τόν ἐφησυχασμό καί τό βόλεμα. Τό ἴδιο ἀσφαλῶς συμβαίνει καί μέ τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως, τήν ὁποία ἀναμένουν δῆθεν νά κάνη ἡ αἱρετική καί δή Οἰκουμενιστική Σύνοδος.
Ἐπανερχόμενοι στίς λειτουργικές εὐχές καί αἰτήσεις τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας, ἐπισημαίνομε ὅτι, ὁ διαχωρισμός τόν ὁποῖο κάνουν, εἶναι μεταξύ αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἔχουν Ὀρθόδοξο πίστι καί ζωή καί αὐτῶν πού δέν ἔχουν, ἀσχέτως ἄν ἔχουν ἤ δέν ἔχουν καταδικασθῆ ὑπό Συνόδου ἤ ἔχουν καταδικασθῆ παρανόμως. Αὐτός ἀσφαλῶς εἶναι καί ὁ Ὀρθόδοξος διαχωρισμός καί καθορισμός τῶν ἀληθινῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἔχοντες συνεπῶς Ὀρθόδοξο πίστι καί ζωή μνημονεύονται (μόνον) στήν λατρευτική σύναξι καί οὐδείς ἄλλος ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
Πῶς λοιπόν ἐξηγεῖται τό ὅτι εἰς τήν μία αἴτησι μνημονεύονται, μέ ὑποδειγματική θά λέγαμε αὐστηρότητα καί ἀκρίβεια, οἱ εἰσερχόμενοι εἰς τόν ναό μέ Ὀρθόδοξο πίστι, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, εἰς τήν ἑπομένη αἴτησι μνημονεύονται μέ τήν ἴδια ἀκρίβεια οἱ ἀπόντες ἀπό τήν σύναξι, ἀλλά ἔχοντες Ὀρθόδοξο πίστι καί ἐνδιαμέσως νά μνημονεύεται ὁ αἱρετικός Οἰκουμενιστής Ἐπίσκοπος; Τί νόημα ἔχει ἄραγε αὐτή ἡ αὐστηρότητα καί ἀκρίβεια κατά τήν μνημόνευσι τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τήν ἴδια στιγμή ὄχι μόνον τήν καταργοῦμε, ἀλλά θέτουμε ἀναιδῶς καί ἀνερυθριάστως ὡς ὁρατή κεφαλή, ὡς ἀντιπρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὡς ὁρατή εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, τόν αἱρετικό Οἰκουμενιστή Ἐπίσκοπο, παρουσιάζοντας ἔτσι καί τόν ἴδιο τόν Θεό ἐξομοιωμένο σύμφωνα μέ τήν ὁρατή εἰκόνα του;
Ἐδῶ ἀσφαλῶς παρουσιαζόμεθα νά ἀναφέρωμε τίς αἰτήσεις εἰς τόν Θεό

εἴτε τυπικῶς, εἴτε ἐσκεμμένως καί μάλιστα ἐν γνώσει μας δι’ αὐτήν τήν ἀντινομία. Γελοιοποιοῦμε δέ καί τήν Ὀρθόδοξο Λατρεία, διότι ἀναφέρομε π.χ. εἰς τόν Θεό μέ ἁπλά λόγια «θυμίσου Κύριε μόνο αὐτούς πού εἰσέρχονται στό ναό μέ Ὀρθόδοξο πίστι, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, θυμίσου αὐτούς πού ἀπουσιάζουν ἀλλά ἔχουν Ὀρθόδοξο πίστι καί ζωή καί θυμίσου καί τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τόν ὁποῖο ἔχουμε τοποθετήσει ὡς κεφαλή μας, ἀντιπρόσωπό μας ἐνώπιόν Σου καί ἀντιπρόσωπόν Σου ἐνώπιόν μας καί ὡς μία εἰκόνα ζωντανή γιά νά Σέ βλέπωμε, ἐπειδή εἶσαι ἀόρατος».
Νομίζομε ὅτι ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια καί πραγματικότητα ἡ μνημόνευσις τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου εἶναι κάτι τό ἀδιανόητο, τό ὁποῖο ξεπερνᾶ κατά πολύ τά ὅρια τῆς ἁπλῆς βλασφημίας, διότι δέν γίνεται ἐν θυμῷ καί βρασμῷ ψυχῆς, ὅπως συνήθως βλασφημεῖ ὁ κόσμος, ἀλλά ἐν ἡρεμίᾳ καί μεγαλοπρεπείᾳ καί ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων κατά τήν ἱερώτερη ὥρα τῆς τελέσεως τῶν φρικτῶν μυστηρίων.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά παρουσιάσωμε ἀπό τήν λατρευτική σύναξη καί κοινή λατρεία καί πρός πληρέστερη κατανόησι τῆς ἀτοπίας καί ἀντινομίας μας καί τό θυμιάτισμα τοῦ Ἐπισκόπου. Ἐδῶ ὁ Ἐπίσκοπος εὑρισκόμενος εἰς τόν θρόνο τοῦ Χριστοῦ καί δεχόμενος τό θυμιάτισμα τοῦ διακόνου μέ ὅλα τά διακοσμητικά ἐξαρτήματα καί τίς πολυτέλειες πού κουβαλάει, ὁμοιάζει περισσότερο μέ μαχαραγιά ἤ αὐτοκράτορα παρά μέ ἀντιπρόσωπο τοῦ πτωχοῦ Ναζωραίου. Ὁ διάκονος λοιπόν τόν θυμιατίζει ἐννέα (9) φορές καί μάλιστα ὑποκλίνεται σέ κάθε τριάδα. Ἐρχόμενος ἐν συνεχείᾳ ἐνώπιον τοῦ τέμπλου θυμιάζει κατά τήν τάξι μόνον (3) τρεῖς φορές τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων. Συμβαίνει ἀκόμη σέ ἐπίσημες ἡμέρες καί ἑορτές νά θυμιάζουν δύο διάκονοι συγχρόνως γιά περισσότερη μεγαλοπρέπεια, ὁπότε ὁ Ἐπίσκοπος δέχεται δέκα ὀκτώ (18) θυμιατίσματα μέ ἕξι ὑποκλίσεις ἀπό τούς δύο διακόνους, ἐνῶ ὁ Χριστός στό τέμπλο δέχεται πάλι μόνο τρία θυμιατίσματα, διότι μετά τό θυμιάτισμα τοῦ Ἐπισκόπου οἱ διάκονοι, κατά τήν τάξι, χωρίζουν καί ὁ ἕνας θυμιάζει τόν Χριστό καί τό δεξιό μέρος τοῦ τέμπλου καί τοῦ ναοῦ, ἐνῶ ὁ ἄλλος τήν Παναγία καί τό ἀριστερό μέρος τοῦ τέμπλου καί τοῦ ναοῦ. Στό τέλος πάλι ἑνώνονται οἱ διάκονοι καί ἀποδίδουν ἄλλα δέκα ὀκτώ (18) θυμιατίσματα στόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος βεβαίως ἀπό τόν θρόνο τοῦ Χριστοῦ τούς εὐλογεῖ.
Γεννᾶται λοιπόν τό ἐρώτημα: Ποῖο τό νόημα ὅλης αὐτῆς τῆς τελετουργίας καί πράξεως τῆς Ἐκκλησίας; Ὑπάρχει ἀσφαλῶς νόημα καί σημασία, ἀλλά μόνον ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἀληθινός ποιμένας, θυσιάζεται ὑπέρ τῶν λογικῶν προβάτων, ἔχει Ὀρθόδοξο πίστι καί ζωή, εἶναι ἀληθινή καί καθαρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί, σύν τοῖς ἄλλοις, φέρει στό σῶμα του τά στίγματα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τά σημάδια τοῦ μαρτυρίου.
Αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο ὡς ζωντανή καί ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐσταυρωμένο γιά τόν κόσμο καί συσταυρωμένο μέ τόν Χριστό, ὡς τυποῦντα τόν Χριστό στόν ἑαυτόν του, εἶναι ἀσφαλῶς δίκαιο καί πρέπον νά τόν θυμιάσωμε περισσότερο ἀπό τήν ἄψυχη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στό τέμπλο. Αὐτός ἄλλωστε ὁ Ἐπίσκοπος δέν ἐπιζητεῖ τιμές καί δόξες, διότι αὐτό ἀποτελεῖ δεῖγμα ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά εἶναι εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος δέν ἀνῆλθε στόν θρόνο, κατά τό δή λεγόμενο, ἕρποντας καί γλείφοντας, οὔτε ἀναρριχήθηκε ἀλλαχόθεν, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου, διότι πάλι ἀτιμάζει τόν Χριστό παρουσιάζοντας τόν ἑαυτόν του ὡς ἐκπρόσωπό Του. Αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι νεκρός γιά τόν κόσμο καί ἕτοιμος ἀνά πᾶσα στιγμή νά θυσιασθῆ γιά τόν Χριστό. Ὁμιλοῦμε δηλαδή γιά τόν ἀληθινά Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο.
Γίνεται κατανοητό, ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτά, τό πόση τραγικότητα καί ὑποκρισία ὑπάρχει ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τόν θρόνο τοῦ Χριστοῦ καί τιμᾶται εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, εἶναι αἱρετικός καί (ὁμιλώντας πάντοτε γιά τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας) ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Οἰκουμενιστής. Τότε ἀποδίδομε στόν ἀντιπρόσωπο τοῦ διαβόλου τήν τιμή, ἡ ὁποία ἀνήκει στόν Χριστό. Διότι τόν Χριστό τιμοῦμε ὅταν ἀποδίδομε τιμή στήν εἰκόνα του ἤ στόν ἀντιπρόσωπό του (Ἐπίσκοπο). Διότι ἡ τιμή, κατά τόν Μ. Βασίλειο, εἰς τήν εἰκόνα ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει. Ὅταν λοιπόν ὁ ἀντιπρόσωπος αὐτός δέν εἶναι κατ’ οὐσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ψευδώνυμος, τότε καί ἡ τιμή ἀποδίδεται ψευδωνύμως στόν Χριστό καί κατ’ οὐσίαν στήν αἵρεσι καί στόν διάβολο.
Κλείνοντας τήν περί τοῦ Ἐπισκόπου μνημόνευσι τῶν Εἰρηνικῶν αἰτήσεων ἀναφέρομε ὅτι πέραν τοῦ Ἐπισκόπου μνημονεύονται οἱ Ὀρθόδοξοι κατά τήν πίστι καί ζωή πρεσβύτεροι καί διάκονοι «τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας». Καί ἐδῶ διευκρινίζουμε ὅτι οἱ προσδιορισμοί πρό τῶν ὀνομάτων «τοῦ τιμίου καί τῆς ἐν Χριστῷ» δέν εἶναι τυπικοί ἤ ἐθιμοτυπικοί ἤ εὐχητικοί κλπ., ἀλλά προσδιορίζουν σαφῶς τά οὐσιαστικά στά ὁποῖα ἀναφέρονται. Εἶναι τό ἴδιο δηλαδή μέ τούς προσδιορισμούς τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι» (Ἑβρ. 13,4) καί τοῦ ἀποστόλου Πέτρου: «τιμίῳ αἵματι ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Χριστοῦ» (Α΄Πετρ. 1,19). Ὡς ἐκ τούτου οἱ τίμιοι πρεσβύτεροι καί οἱ ἐν Χριστῷ διάκονοι, οἱ ὁποῖοι μνημονεύονται, δέν εἶναι οἱ Οἰκουμενιστές, οὔτε οἱ ἐπαγγελματίες (μισθωτοί), οὔτε οἱ τυφλοί ὑποτακτικοί καί τά πειθήνια ὄργανα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά οἱ ἀληθινοί ποιμένες, οἱ Ὀρθόδοξοι κατά τήν πίστι καί οἱ ἕτοιμοι πρός θυσίαν χάριν τῆς πίστεως καί τῶν λογικῶν προβάτων.
Ἡ μνημόνευσις τέλος τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ σημαίνει τόν Ὀρθόδοξο κλῆρο καί λαό καί ὄχι τούς ἁπλῶς βαπτισμένους καί κατά τά ἄλλα ζώντας κοσμικά καί ἀδιάφορα ἤ τούς βλασφήμους καί πολεμίους τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτό στή Θ. Λειτουργία τοῦ Ἀδελφοθέου προσδιορίζεται στήν ἀντίστοιχο αἴτησι ὁ λαός, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται: «παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ στήν μνημόνευσι, ἡ ὁποία κατά τήν κοινή λατρεία γίνεται στήν λεγομένη ἐκτενῆ δέησι καί θά καταδείξωμε καί ἀπό ἐκεῖ ὅτι μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι μνημονεύονται καί ὄχι οἱ αἱρετικοί. Ἡ ἐκτενής δέησις ἀναφέρεται πέραν τῆς Θ. Λειτουργίας καί στίς καθημερινές ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ὄρθρου τοῦ Μεσονυκτικοῦ καί ἀλλοῦ.
Ἡ τρίτη κατά σειρά αἴτησις τῆς ἐκτενοῦς δεήσεως καί ἡ τετάρτη ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου∙ δεόμεθά σου ἐπάκουσον καί ἐλέησον. Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν». Στήν τετάρτη αὐτή αἴτησι μέ ἀπόλυτο σαφήνεια μνημονεύονται μόνο οἱ εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι. Δηλαδή ἐδῶ, δέν ἀποκλείεται τῆς μνημονεύσεως μόνο αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει αἱρετικά φρονήματα (διότι φυσικά δέν εἶναι εὐσεβής ἀλλά ἀσεβής), ἀλλά καί ὁ οἱοσδήποτε ἔχει μέν ὀρθόδοξο πίστι, πλήν ὅμως ζεῖ μέ ἀσέβεια, ἁμαρτωλά καί ἀδιάφορα, χλιαρά ὡς πρός τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν τῆς Ἁγ. Γραφῆς καί κοσμικά.
Ὁ διαχωρισμός αὐτός τόν ὁποῖο κάνουν οἱ εὐχές κατά τήν λειτουργική ἀναφορά δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τόν διαχωρισμό τόν ὁποῖο ἐφηῦρον οἱ Ἀντιοικουμενιστές σέ καταδικασμένους ὑπό Συνόδου καί μή καταδικασμένους, ἀλλά ἀφορᾶ τήν οὐσία τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι δέ ἀκριβής καί αὐστηρότατος, διότι θεωρεῖ ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ μόνον τούς εὐσεβεῖς Ὀρθοδόξους καί ὄχι τούς Ὀρθοδόξους βαπτισμένους, ἀλλά κατά τά ἄλλα ζῶντας κοσμικά καί ἀδιάφορα· πόσο μᾶλλον (δὲν ἐκλαμβάνει ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ) τοὺς ἔχοντας αἱρετικά φρονήματα! Αὐτοί, οἱ εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι, εἶναι καί οἱ κοινωνικοί πρός τήν κεφαλή (τόν Χριστό) καί πρός τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος, ἐπειδή ἔχουν ὀργανική κοινωνία μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ σύστασις καί σύνθεσις τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀλλάζει, οὔτε μέ ἀποφάσεις Συνόδων, Πανορθοδόξων κλπ., οὔτε μέ θεωρίες νεόκοπες προσαρμοσμένες καί ταυτιζόμενες καί ἐξυπηρετοῦσες τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δηλαδή δέν δύναται νά γίνη κοινωνικός στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὁ οἱοσδήποτε, ἄν δέν ἔχη Ὀρθόδοξο πίστι καί ζωή, οὔτε ἐκ τοῦ ἀντιθέτου νά ἀποκοπῆ κάποιος ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἔχει ὀρθόδοξο πίστι καί ζωή, ἔστω καί μέ ἀπόφασι Πανορθοδόξου Συνόδου. Αὐτή τήν θεολογία καί αὐτό τό βίωμα εἶχαν οἱ Ἅγιοι καί διά τοῦτο δέν ἐφοβήθησαν, οὔτε ὑπολόγισαν τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, ὅταν αὐτές οἱ Σύνοδοι ἐχώλαιναν στήν πίστι.
Ἡ μνημόνευσις αὐτή στήν κοινή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι τυπική ἀλλά οὐσιαστική καί διά τοῦτο καθημερινῶς διακηρύσσεται καί μάλιστα κατά τήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας, ἡ ὁποία καί αὐτή ὡς πρός τήν φύσι της ἐνσωματώνει τά ἀληθινά μέλη τοῦ Χριστοῦ, χορηγῶντας εἰς αὐτά ζωή, διά τῆς μεταδόσεως τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐνσωμάτωσις αὐτή ἐπιτελεῖται διά τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Λειτουργίας, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχουν οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς. Στήν ἀντίθετη περίπτωσι τό ἀποτέλεσμα ἐκ τῆς συμμετοχῆς στό μυστήριο αὐτό εἶναι ἀρνητικό, κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στόν Μυστικό Δεῖπνο καί ἐν συνεχείᾳ ἐπρόδωσε τόν Κύριο.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο καί ὁ αἱρετικός Οἰκουμενιστής, συμμετέχοντας στό μυστήριο τῆς Θ. Λειτουργίας, δέν ἁγιάζεται ἀλλά σκοτίζεται, διότι τό μυστήριο δέν ἐνεργεῖ μαγικά καί ἀόριστα, ἀλλά ὁ ἁγιασμός (καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἡ κατάκρισις) ἐξαρτᾶται ἀπό τήν προαίρεσι καί τήν πίστι ἑκάστου.
Ἡ ἀμέσως ἑπομένη αἴτησις τῆς ἐκτενοῦς δεήσεως ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος)». Ἐδῶ πάλι, ὅπως καί στά Εἰρηνικά, μνημονεύεται ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας καί μάλιστα ὀνομαστικῶς, ὡς ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί προκειμένου νά δηλωθῆ ἡ ταυτότης τοῦ σώματος μέ τόν Χριστό. Ἐφ’ ὅσον, δηλαδή, ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Ὀρθόδοξος, δηλώνεται ἐπισήμως ὅτι τό σῶμα αὐτό εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία. Ἄν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, δηλώνεται ἐπισήμως ὅτι τέτοιο εἶναι καί τό σῶμα κατά τό πατερικό λόγιο «οἵα ἡ κεφαλή τοιοῦτον καί τό σῶμα» καί «οἷον τό ἄρχον τοιοῦτο καί τό ἀρχόμενον».
Εἰς τήν περίπτωσι λοιπόν κατά τήν ὁποία μνημονεύεται ὁ αἱρετικός Οἰκουμενιστής Ἐπίσκοπος δηλώνεται ἐπισήμως ὅτι καί τό σῶμα εἶναι αἱρετικό, Οἰκουμενιστικό καί ἄρα δέν εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι βασικά καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ ἱεροί Κανόνες προβλέπουν τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως πρό συνοδικῆς καταδίκης τοῦ αἱρετικά φρονοῦντος Ἐπισκόπου. Καί ἐπί πλέον αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ ἱεροί αὐτοί Κανόνες, ὄχι μόνο δέν εἶναι δυνητικοί, ὅπως τούς ἐβάπτισαν οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ἀλλά εἶναι ὑποχρεωτικώτατοι καί ἀναγκαιώτατοι, προκειμένου νά διαφυλαχθῆ ἡ ταυτότης τοῦ σώματος καί ἡ ἀρραγής σχέσις του μέ τόν Χριστό.
Πῶς τώρα δύναται νά συνυπάρξη καί νά ἀλληλοπεριχωρηθῆ τό γεγονός ὅτι κατά τήν μία αἴτησι μνημονεύονται μόνον οἱ εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι καί κατά τήν ἑπομένη ὁ αἱρετικός Οἰκουμενιστής Ἐπίσκοπος; Πῶς δηλαδή, κατά τήν μία αἴτησι ὑπάρχει αὐστηρότης καί ἀκρίβεια στήν μνημόνευσι καί, κατά τήν ἀμέσως ἑπομένη, ἀλλάζουμε τό σκηνικό κατά τόν τύπο τῆς θεατρικῆς παραστάσεως καί τῶν μίμων; Πῶς κατά τήν μία αἴτησι ὁριοθετοῦμε καί περιφράσουμε τόν ἀγρό τοῦ Χριστοῦ, προστατεύοντας τήν ἄμπελό Του, καί ἐν συνεχείᾳ καταλύουμε τούς φραγμούς καί τά ὅρια, εἰς τρόπον ὥστε νά τρυγοῦν αὐτήν «πάντες οἱ παραπορευόμενοι τήν ὁδόν »; (ψαλμ. 79,13).
Ἄν εἶναι ὑποχρεωτική ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, προκειμένου νά ἔχη ἐγκυρότητα τό μυστήριον, τότε στήν περίπτωσι κατά τήν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, εἶναι χίλιες φορές προτιμώτερο νά μήν λειτουργήσωμε, ἕως ὅτου ἔλθει στήν ἐκκλησιαστική μας ἐπαρχία Ὀρθόδοξος κατά πάντα Ἐπίσκοπος, παρά νά μνημονεύσωμε κατά τήν φρικτή ὥρα τῶν μυστηρίων τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο, μέ ὅλες τίς συνέπειες πού προαναφέραμε.
Δηλαδή, σύμφωνα μέ τίς νέες αὐτές θεωρίες, ὅταν εἶναι αἱρετικός ὁ Ἐπίσκοπος, σταματοῦν τά πάντα καί κατ’ οὐσίαν παύει νά ὑπάρχη καί ἡ Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον ἐν τῷ ὀνόματί του (τί φρικτή ἀλήθεια καί φρικαλέα θεωρία!), μαγικῷ τῷ τρόπῳ τελοῦνται τά πάντα καί ὄχι ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δι’ αὐτό τήν ἀποτείχισι, ἡ ὁποία στήν περίπτωσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἡ μόνη ὑγιής καί ἐπιβεβλημένη ἀντίδρασις, τήν ἐβάπτισαν σχίσμα, ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία κλπ. Τήν δέ ἐνσωμάτωσι μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο τήν ἐβάπτισαν ὡς διάκρισι, σύνεσι, ἀποφυγή σχίσματος κ.ο.κ.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερο καί ὀλεθριώτερο πρᾶγμα στήν Ἐκκλησία ἀπό τό νά εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος αἱρετικός. Εἶναι αὐτό, τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τό νά εἶναι δηλαδή ὁ ποιμήν λύκος, ὁ ἰατρός νοσοποιός καί ὁ κυβερνήτης καταποντιστής. Καί δι’ αὐτό εἶναι εὐνόητο καί φυσικό τό τί θά πρέπει νά πράττη ἕκαστος εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι, προκειμένου νά σωθῆ. Καί ἁγιογραφικές ἐντολές δηλαδή νά μήν ὑπῆρχαν καί ἱεροί Κανόνες καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα ὁμοθυμαδόν ὁμιλοῦν γιά τήν ἀποτείχισι, φυσικῷ τῷ τρόπῳ, θά ἔπρεπε νά γνωρίζη ἕκαστος τό δέον γενέσθαι καί τό πῶς σώζεται κάποιος ἀπό τέτοιους κινδύνους.
Ὅταν λοιπόν οἱ λειτουργικές εὐχές ἀναφέρουν ὀνομαστικῶς τήν μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου ἐξυπακούεται, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική κοινότης γνωρίζει τόν πνευματικό της πατέρα καί ὁδηγό, συμμετεῖχε ἐνεργά καί οὐσιαστικά στήν ἐκλογή του, τόν ἀποδέχεται πλήρως, καί κυρίως συντάσσεται μαζί του στήν πίστι καί τόν θεωρεῖ πρέσβυ καί μεσίτη στόν Θεό γιά τή σωτηρία ἑκάστου. Δηλαδή ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου δέν εἶναι μία τυπική καί μηχανική πρᾶξις, ἀλλά μία οὐσιαστική ἐκδήλωσις αὐτῆς τῆς πραγματικότητος.
Δι’ αὐτό, ὅσο ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη εἶναι ἡ μνημόνευσις τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου, ἄλλο τόσο, καί ἴσως περισσότερο, εἶναι ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη ἡ μή μνημόνευσίς του, ἐφ’ ὅσον αὐτός δέν εἶναι Ὀρθόδοξος, ἀλλά αἱρετικός. Ἁπλῶς ἀποδεικνύομε μέ ὅλες αὐτές τίς θεωρίες πού κατασκευάζομε ὅτι τά αὐτονόητα στά ἔσχατα χρόνια ἔγιναν ἀκατανόητα καί σήμερα θέλουμε εἰδικό φωτισμό καί διάκρισι γιά νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τόν λύκο καί γιά τό ἄν αὐτό ἀποτελεῖ σχίσμα καί ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Στήν ἐκτενῆ δέησι γίνεται ἀναφορά καί μνημόνευσις καί τῶν κεκοιμημένων. Καί ἐδῶ πάλι μνημονεύονται μόνο οἱ εὐσεβεῖς κατά τήν πίστι καί τήν ζωή Ὀρθόδοξοι κεκοιμημένοι καί ὄχι οἱ ἀδιάφοροι καί οἱ αἱρετικοί. Ἡ αἴτησις γιά τούς κεκοιμημένους γίνεται μετά τήν μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τῶν μακαρίων καί ἀειμνήστων κτητόρων τῆς ἁγίας Μονῆς (Ἐκκλησίας) ταύτης καί ὑπέρ πάντων τῶν προαναπαυσαμένων Πατέρων καί Ἀδελφῶν ἡμῶν τῶν ἐνθάδε κειμένων καί ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξων».
Παρόμοιες αἰτήσεις καί μνημονεύσεις τῶν κεκοιμημένων γίνονται καί μετά τῶν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων: «Ἔτι προσφέρομεν τήν λογικήν ταύτην λατρείαν ὑπέρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Κηρύκων, Εὐαγγελιστῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἐγκρατευτῶν καί παντός πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου». Ἡ ἰδία αὐτή κατάληξις ὑπάρχει μετά τόν καθαγιασμό καί στήν Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Καί ὀλίγον κατωτέρω ἀναφέρει ὁ ἱερεύς: «Καί μνήσθητι πάντων τῶν κεκοιμημένων ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Πανομοιότυπη εἶναι καί ἡ εὐχή τῆς μνημονεύσεως τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου.
Παρόμοιες καί αὐστηρότερες εἶναι οἱ αἰτήσεις διά τήν μνημόνευσι τῶν κεκοιμημένων τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ ἁγ. Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Ἀναφέρομε χαρακτηριστικά τίς ἑξῆς μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων. «Μνήσθητι Κύριε, πρεσβυτέρων, διακόνων, διακονισσῶν, ὑποδιακόνων, ἀναγνωστῶν, ἐπορκιστῶν, ψαλτῶν, μοναζόντων, ἀειπαρθένων, χηρῶν, ὀρφανῶν, ἐγκρατευομένων, τῶν μετά πίστεως ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς ἁγίας σου καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τελειωθέντων» (σελ. 58). Καί κατωτέρω «Τούτων πάντων μνήσθητι Κύριε, ὁ Θεός τῶν πνευμάτων καί πάσης σαρκός, ὧν ἐμνήσθημεν καί ὧν οὐκ ἐμνήσθημεν ὀρθοδόξων∙ αὐτός ἐκεῖ αὐτούς ἀνάπαυσον ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου...». Καί ἀκόμη: «....καί πάντων τῶν ἐν πίστει καί σφραγίδι, Χριστοῦ προκοιμηθέντων φιλοχρίστων ὀρθοδόξων λαϊκῶν» (σελ. 58).
Ἀπό τίς εὐχές αὐτές κατά τίς ὁποῖες μνημονεύονται οἱ κεκοιμημένοι, γίνεται κατανοητό ὅτι δέν μνημονεύονται ὅλοι οἱ κεκοιμημένοι, ἔστω καί ἄν ἐβαπτίστησαν Ὀρθοδόξως, ἔστω καί ἄν δέν καταδικάστηκαν ἀπό κάποια Σύνοδο, ἀλλά μνημονεύονται μόνον ὅσοι ἐκοιμήθησαν ἔχοντας Ὀρθόδοξο πίστι καί ὅσοι ἐκοιμήθησαν ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, διότι αὐτοί ἀποτελοῦν τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς κεκοιμημένους.
Καί ἡ μνημόνευσις λοιπόν τῶν κεκοιμημένων ἀποδεικνύει ὅτι ἀπαγορεύεται νά μνημονευθῆ ἐν τῷ ναῷ καί κατά τήν κοινή λατρεία ὁ οἱοσδήποτε ὁ ὁποῖος δέν ἔχει Ὀρθόδοξο πίστι. Γιά ὅλους αὐτούς τούς ὁποίους δέν δυνάμεθα νά προσευχηθοῦμε καί νά μνημονεύσωμε ἐν τῷ ναῷ καί κατά τήν κοινή λατρεία δυνάμεθα, βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων, νά προσευχηθοῦμε εἰς τόν Θεό κατ’ ἰδίαν.
Θά συνεχίσωμε ἀναφέροντας τίς λειτουργικές εὐχές γιά τήν ἔξοδο τῶν κατηχουμένων ἀπό τό ναό καί θά δείξωμε καί ἐκ τούτου, ἀφ’ ἑνός μέν τήν ἐπί τοῦ θέματος Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί ἀφ’ ἑτέρου τήν κραυγαλέα σημερινή ἀντίθεσι, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές εὑρίσκονται ἐντός τοῦ ναοῦ κατά τήν τέλεσι τῆς Θ. Λειτουργίας.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι ἡ ἔξοδος τῶν κατηχουμένων εἶναι σημαντικό καί ὁριακό, θά λέγαμε, σημεῖο τῆς Θ. Λειτουργίας, διότι ἀπό αὐτό τό σημεῖο καί μέχρι τό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας οἱ εὐχές ἀναφέρονται εἰς τό μυστήριο τῆς Θ. Λειτουργίας καί εἰς τήν σωστή συμμετοχή μας εἰς αὐτό. Οἱ πρό τῆς ἐξόδου τῶν κατηχουμένων εὐχές εἶχαν, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, γενικό χαρακτῆρα καί ὡμιλοῦσαν διά τήν ἐκζήτησι τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τήν βοήθειά Του διά τήν σωτηρία μας, τήν χάρι Του διά τήν κατανόησι τῶν ἀναγνωσμάτων κλπ. Ὡς ἐκ τούτου ἡ οὐσιαστική των κατάργησις καί ἡ τυπική μυστική ἀναφορά των σέ ἄλλο σημεῖο τῆς Θ. Λειτουργίας καί ὅταν εὐκαιρεῖ ὁ ἱερεύς, ἀποτελεῖ μέγα λάθος καί παρατηρεῖται σέ ὅλες σχεδόν τίς Ἐκκλησίες τοῦ κόσμου.
Ἡ δικαιολογία ὅτι γίνεται αὐτή ἡ κατάργησις, ἐπειδή σήμερα δέν ὑπάρχουν κατηχούμενοι λόγῳ τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, δέν εὐσταθεῖ καί καταδεικνύει μία προχειρότητα καί ἐπιπολαιότητα στήν ἀντιμετώπισι τοῦ μεγίστου τῶν μυστηρίων. Δέν εὐσταθεῖ ἡ δικαιολογία αὐτή, διότι κατ’ ἀρχάς ἀπό τίς τέσσαρες (4) εὐχές καί αἰτήσεις οἱ ὁποῖες παραλείπονται, μόνο μία ἀναφέρεται στούς κατηχούμενους, ἐνῶ οἱ ἄλλες τρεῖς ἀναφέρονται στούς πιστούς. Δέν εὐσταθεῖ ἐπίσης ἡ δικαιολογία αὐτή καί γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι, μέ τήν κατάργησί των, καταργεῖται συγχρόνως καί ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας περί διαχωρισμοῦ τῶν πιστῶν καί τῶν κατηχουμένων, τῶν πιστῶν καί τῶν ἀπίστων, τῶν πιστῶν καί τῶν αἱρετικῶν καί γίνονται σέ ὅλους «ἅπαντα κοινά».
Αὐτό φυσικά βοηθεῖ τά μέγιστα τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἡ αἵρεσις αὐτή ἐπιδιώκει τήν κατάργησι τῶν ὁρίων καί τῶν φραγμῶν, θέλει τούς αἱρετικούς μέσα στήν Ἐκκλησία καί μέσα στή Θ. Λειτουργία. Ἐπειδή ὁ Οἰκουμενισμός δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἀλληλοπεριχώρησι τῶν πάντων καί ἀπό τήν ἀνάμειξι τῆς ἀληθείας καί τοῦ ψεύδους, καί ὅλα αὐτά σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο.
Μέ τήν ἔξοδο τῶν κατηχουμένων ἀκολουθεῖ καί τό κλείσιμο τῶν θυρῶν τοῦ ναοῦ καί ἡ λειτουργική προτροπή τοῦ διακόνου ἤ τοῦ ἱερέως, πρός τούς ἔχοντας τό διακόνημα τῆς ἐπιτηρήσεως τῶν θυρῶν, νά προσέξουν νά μήν εἰσέλθη κάποιος ἀμύητος, ἄπιστος ἤ αἱρετικός κλπ. ἐντός τοῦ ναοῦ. Στή Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, ἡ ὁποία εἶναι χρονικῶς ἡ ἀρχαιότερη καί ἡ βάσις τῶν ἄλλων λειτουργιῶν, ἡ λειτουργική αὐτή ἀναφορά ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μή τις τῶν κατηχουμένων, μή τις τῶν ἀμυήτων, μή τις τῶν μή δυναμένων ἡμῖν συνδεηθῆναι. Ἀλλήλους ἐπίγνωτε∙ τάς θύρας∙ ὀρθοί πάντες» (σελ. 30).
Ἀπό τήν λειτουργική αὐτή ἀναφορά γίνεται κατανοητό ὅτι, ἑτοιμαζόμενοι γιά τήν τέλεσι τοῦ μυστηρίου, ἔπρεπε μέσα στό ναό νά μήν ὑπάρχη οὔτε κατηχούμενος, οὔτε ἀβάπτιστος, οὔτε αἱρετικός, οὔτε κάποιος ὁ ὁποῖος ἦτο ὑπό ἐπιτίμιο, λόγῳ κάποιας βαριᾶς ἁμαρτίας, διότι ὅλοι αὐτοί δέν ἠδύναντο νά συνδεηθοῦν μέ τούς Ὀρθοδόξους πιστούς.
Ἡ λειτουργική προτροπή «Ἀλλήλους ἐπίγνωτε» σημαίνει τήν αὐστηρότητα ἡ ὁποία ὑπῆρχε στό σημεῖο αὐτό, εἰς τρόπον ὥστε νά εὐθύνωνται ὅλοι, σέ περίπτωσι κατά τήν ὁποία θά εὑρίσκετο εἰς τόν ναό, κατά τήν τέλεσι τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Λειτουργίας, ἄπιστος ἤ αἱρετικός κλπ. Ἔπρεπε δηλαδή ὅλοι νά εἶναι ὁμόπιστοι καί Ὀρθόδοξοι καί νά γνωρίζη ἕκαστος τήν πίστι τοῦ ἄλλου. Αὐτοί οἱ αὐστηρῶς Ὀρθόδοξοι θά ἐνσωματώνοντο διά τῆς συμμετοχῆς εἰς τό μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας καί θά ἐγίνοντο μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί κληρονομία Του.
Τί γίνεται λοιπόν εἰς τήν περίπτωσι κατά τήν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεύς, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν, εἶναι αἱρετικοί Οἰκουμενιστές; Διότι, ἄν δι’ ὅλους ἰσχύουν αὐτά, τά ὁποῖα λέγονται κατά τήν Θ. Λειτουργία, πολύ περισσότερο θά ἰσχύουν δι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἔχουν τά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα. Ἐπειδή αὐτοί, πέραν τῶν ἄλλων, θά πρέπει νά εἶναι παράδειγμα καί πρότυπο πρός μίμησι διά λόγων καί ἔργων εἰς τούς πιστούς. Ἐδῶ ἔγκειται ἡ εὐθύνη τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι θά πρέπει νά γνωρίζουν ἐπακριβῶς τήν πίστι τῶν ποιμένων των, διότι, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, καθοδηγοῦνται ἀπό λύκους καί κατά τήν Θ. Λειτουργία ἐνσωματώνονται μέ αὐτούς.
Ὑπάρχει, ἐπιπλέον, βλασφημία καί ἐμπαιγμός τοῦ ἱερωτέρου καί μεγίστου μυστηρίου, τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτά τά ὁποῖα ὁμολογοῦμε μέ τά λόγια σέ ὅλες τίς εὐχές καί αἰτήσεις πού προαναφέραμε, καί εἰδικά στίς εὐχές καί αἰτήσεις διά τήν ἔξοδο τῶν κατηχουμένων ἀπό τό ναό, τά ἀκυρώνουμε ἐμπράκτως τήν ἴδια στιγμή ἐν γνώσει καί ἐκ προθέσεως. Αὐτοί οἱ ὁποῖοι πρέπει νά ἐξέλθουν τοῦ ναοῦ, πρίν κλείσουν οἱ θύρες, λόγῳ αἱρέσεως εὑρίσκονται ἐντός, στολισμένοι μέ ὡμοφόρια καί πατερίτσες και, συγχρόνως, ὁμολογοῦμε ὅτι τούς ἐκλαμβάνομε εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Ἄν οἱ κατηχούμενοι πρέπει νά ἐξέλθουν τοῦ ναοῦ, οἱ ὁποῖοι σημειωτέον ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα, διδάσκονται τήν πίστι, ἐπιθυμοῦν νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, κλπ. τότε οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἀντιθέτως διαστρέφουν τήν πίστι, καθοδηγοῦν πρός τήν αἵρεσι καί τούς ἄλλους καί γίνονται αἰτία ἀπωλείας των, ἐμπαίζουν τόν Χριστό καί τό ἱερό μυστήριο, ὑποκρίνονται σκηνικῶς τούς ποιμένες, ἐνῶ εἶναι κατ’ οὐσίαν λύκοι κλπ., δέν θά πρέπει νά ἐξέλθουν τοῦ ναοῦ, προκειμένου νά τελεσθῆ τό μυστήριο ἀπό Ὀρθόδοξο ἱερέα, ἤ ἄν δέν ὑπάρχη, νά μήν τελεσθῆ καθόλου, διά νά διαφυλάξωμε τόν σεβασμό πρός αὐτό καί διά νά λάβωμε τήν χάρι τοῦ μυστηρίου ἐξ αἰτίας τῆς ἀγαθῆς μας προαιρέσεως καί διά νά μήν γίνωμε συνεργοί σέ ὅλο αὐτό τόν σκηνικό θεατρικό ἐμπαιγμό, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς ὑπόθεσι τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ;
Ἡ ἔξοδος τῶν αἱρετικῶν ἀπό τό ναό εἶναι καθῆκον ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων καί εἰδικά τῶν ποιμένων, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ φύλακες καί προστάτες τοῦ ποιμνίου. Εἰς τήν περίπτωσι λοιπόν κατά τήν ὁποία οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες εἶναι αἱρετικοί καί προστάτες τῆς αἱρέσεως, ἡ εὐθύνη μεταπίπτει εἰς τόν Ὀρθόδοξο λαό τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔσχατο κριτή καί φύλακα τῆς πίστεως καί προστάτη τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ δέν ὑφίσταται θέμα ἀποτειχίσεως, ἀλλά ἀπομακρύνσεως τῶν αἱρετικῶν ἀπό τό ναό, προκειμένου νά διαφυλαχθῆ ἡ καθαρότης τῆς πίστεως ἀπό τήν ἐπιμιξία τῆς αἱρέσεως. Ἡ ἀποτείχισις καθίσταται ἀναγκαία εἰς τήν περίπτωσι κατά τήν ὁποία ἡ αἵρεσις ἔχει ἐπικρατήσει καί συνεπικουρεῖται ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, οἱ δέ Ὀρθόδοξοι δέν δύνανται νά ἐκδιώξουν τούς αἱρετικούς ἀπό τούς ναούς καί νά ἐγκαταστήσουν Ὀρθοδόξους ποιμένες.
Πρέπει τέλος νά τονισθῆ ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν αἱρετικῶν ἀπό τό ναό δέν εἶναι ἀναγκαία μόνο κατά τήν λειτουργική ἐκφώνησι τοῦ κλεισίματος τῶν θυρῶν, ἀλλά πάντοτε, διότι αὐτό ἀπαιτεῖ ἡ ἁγ. Γραφή, οἱ ἱεροί Κανόνες καί σύσσωμη ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἔξοδος τῶν κατηχουμένων καί τό κλείσιμο τῶν θυρῶν τοῦ ναοῦ σημαίνει τήν ἐπιπλέον προσοχή καί αὐστηρότητα, ἐξ αἰτίας τῆς ἄκρας ἱερότητος τῶν στιγμῶν πού θά ἀκολουθήσουν, λόγῳ τῆς καθόδου τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καί τῆς μεταβολῆς καί μετουσιώσεως τῶν τιμίων δώρων σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ.
Γίνεται λοιπόν ἀντιληπτό ὅτι ἡ παρουσία τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν κατά τήν τέλεσι τοῦ μυστηρίου, εἰδικά μετά τήν ἐκφώνησι διά τό κλείσιμο τῶν θυρῶν τοῦ ναοῦ, ἀποτελεῖ ἐμπαιγμό καί ὕβρι τοῦ Θεοῦ καί βεβήλωσι τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Λειτουργίας.
Θά συνεχίσωμε μέ τήν παρουσίασι λειτουργικῶν εὐχῶν καί αἰτήσεων, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στήν ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς. Ἐδῶ οἱ λειτουργικές εὐχές διαχωρίζουν αὐτούς πού πρέπει νά μνημονευθοῦν καί αὐτούς πού δέν πρέπει.
Μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων στήν Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου ὁ ἱερεύς μνημονεύει κατ’ ἀρχάς τούς κεκοιμημένους καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καί μνήσθητι (Κύριε) πάντων τῶν προκεκοιμημένων ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου», καί μετά τήν μνημόνευσι τῶν ὀνομάτων ἀναφέρει: «Καί ἀνάπαυσον αὐτούς ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου».
Ἐδῶ παρατηροῦμε ὅτι μνημονεύονται μόνον αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἐκοιμήθησαν (ἐτελειώθησαν) μέ τήν ἐλπίδα ἀναστάσεως διά τήν αἰώνιο ζωή καί ὄχι ὅλοι οἱ κεκοιμημένοι, ἔστω καί ἄν ἐβαπτίσθησαν Ὀρθόδοξοι, ἔστω καί ἄν δέν εἶχαν βαριές ἁμαρτίες κλπ. Εἶναι φανερό ὅτι ὑπάρχει μεγάλη αὐστηρότητα στό θέμα τῆς μνημονεύσεως, σέ σημεῖο νά μήν μνημονεύωνται καί ὅσοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους κεκοιμημένους δέν εἶχαν ἀκρίβεια στήν πίστι. Ὁ λόγος δηλαδή τῆς μή μνημονεύσεώς των εἶναι ὅτι δέν ἦσαν ὀργανικά (ὄχι τυπικά) ἐντεταγμένοι στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς. Ἄν λοιπόν δέν πρέπει νά μνημονεύωνται αὐτοί οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν ἀκρίβεια στήν πίστι, ἤ ἦσαν ἀδιάφοροι, πολύ περισσότερο δέν πρέπει νά μνημονεύωνται ὅσοι ἔχουν αἱρετικά φρονήματα καί ἐν προκειμένῳ οἱ Οἰκουμενιστές. Διότι τοιουτοτρόπως παρουσιάζομε ὁμοιόμορφο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἄν τούς μνημονεύσωμε παρουσιάζομε ἕνα ἀνόμοιο καί ἀλλόκοτο σῶμα, χωρίς καμμία σχέσι καί σύνδεσμο καί μεταξύ τῶν μελῶν του καί μέ τήν κεφαλή.
Ἐδῶ πάλι εἶναι ἀνάγκη νά ἐπισημάνωμε ὅτι δέν πρόκειται περί καταδικασμένων ὑπό Συνόδου καί μή καταδικασμένων σύμφωνα μέ τίς νέες θεωρίες τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, διότι τέτοια διάκρισι δέν ἔκαναν οἱ Πατέρες, ἀλλά πρόκειται δι’ ὅλους ὅσοι ἔχουν αἱρετικά φρονήματα καί τά κηρύσσουν δημοσίως καί ἐκκλησιαστικῶς. Ἡ ἴδια εὐχή στό ἴδιο σημεῖο τῆς Θ. Λειτουργίας ὑπάρχει καί στή Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Μετά τήν μνημόνευσι τῶν κεκοιμημένων στό σημεῖο αὐτό τῆς Θ. Λειτουργίας μνημονεύει ὁ ἱερεύς τούς ζῶντας. Στήν μνημόνευσι τῶν ἀπόντων ἀναφέρει τά ἑξῆς κατά τήν Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου: «Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ περιεστῶτος Λαοῦ καί τῶν δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων καί ἐλέησον αὐτούς καί ἡμᾶς, κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους σου».
Ἐδῶ παρατηροῦμε ὅτι ἀπό τούς ἀπόντες τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνάξεως μνημονεύονται μόνον αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀπουσίαζαν μέν, ἀλλά λόγῳ κάποιας μεγάλης ἀνάγκης π.χ. ἀσθενείας, ὑποχρεωτικῆς ἐργασίας σέ στρατό, ἀστυνομία, νοσοκομεῖα κλπ. ἤ κάποιας ἄλλης ἐξαιρετικῆς καί ἀδηρίτου ἀνάγκης. Καταλαβαίνει κανείς ὅτι «εὔλογος αἰτία», σύμφωνα μέ τόν Μ. Βασίλειο, δέν εἶναι αὐτή τήν ὁποία θά χαρακτηρίσωμε ἐμεῖς ὡς τοιαύτη, ἀλλά αὐτή ἡ ὁποία κρίνεται μέ ἀντικειμενικά καί μέ αὐστηρά κριτήρια. Πρέπει ἐδῶ νά ἐπισημάνωμε ὅτι ἐφ’ ὅσον ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοί οἱ ὁποῖοι δέν μνημονεύονται θεωροῦνται ἐκτός τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἐπειδή τούς ἐξεχώρισε ὁ λειτουργός ἱερεύς, ἀλλά ἐπειδή αὐτοί ἐξεχώρισαν τόν ἑαυτόν τους καί μάλιστα ἐμπράκτως εἴτε λόγῳ πίστεως, εἴτε λόγῳ ἀμελοῦς καί ἁμαρτωλῆς ζωῆς. Ἁπλῶς δηλαδή οἱ αἰτήσεις καί οἱ εὐχές ἀναφέρουν ποῖοι μνημονεύονται καί ἕκαστος ἀναλόγως τοποθετεῖ τόν ἑαυτόν του.
Στήν Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων γίνεται ἐκτενέστερη μνημόνευσι κλήρου καί λαοῦ. Μία ἀπό τίς αἰτήσεις αὐτές, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τήν μνημόνευσι τῶν ἀπόντων εἶναι καί ἑξῆς: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς ἁγίας σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν πόλεως καί τῆς βασιλευούσης, πάσης πόλεως καί χώρας, καί τῶν ἐν ὀρθοδόξῳ πίστει καί εὐλαβείᾳ σου οἰκούντων ἐν αὐταῖς, εἰρήνης καί ἀσφαλείας αὐτῶν» (σελ. 52). Καί ἐδῶ παρατηροῦμε ὅτι οἱ «ἐν ὀρθοδόξῳ πίστει καί εὐλαβείᾳ», δέν εἶναι οἱ μή ἔχοντες καταδικαστεῖ ὑπό Συνόδου, ἀλλά αὐτοί οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν αἱρετικά φρονήματα ἤ κοινωνία μέ αἱρετικούς.
Ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέραμε γίνεται ἀντιληπτό ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές  αἱρετικοί Ἐπίσκοποι καί λοιποί δέν μνημονεύονται στή Θ. Λειτουργία, ἔστω καί ἄν ἐμεῖς ἀναφέρωμε τό ὄνομά τους, διότι οἱ ἴδιες οἱ εὐχές καί οἱ αἰτήσεις τούς ἀποκλείουν. Ἁπλῶς αὐτοί οἱ ὁποῖοι τούς μνημονεύουν καθίστανται ἔνοχοι, διότι μέ τήν μνημόνευσι τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν βεβηλώνουν καί μολύνουν τό μυστήριο τῆς Θ. Λειτουργίας καί παρουσιάζονται ὑποκριτές χειρίστου βαθμοῦ, ἐφ’ ὅσον ἀλλοῦ τούς μνημονεύουν καί ἀλλοῦ, διά τῶν εὐχῶν καί αἰτήσεων, τούς ἀποκλείουν. Πάντως οἱ ἴδιες οἱ εὐχές καί οἱ αἰτήσεις τῆς Θ. Λειτουργίας μᾶς καθορίζουν ποίους θά μνημονεύσωμε καί δέν ἔχομε δικαίωμα νά ἰδιορρυθμοῦμε, πολύ δέ περισσότερο νά τό κάνωμε αὐτό ἀπό φόβο καί δειλία ἤ ἀπό ἐφησυχασμό καί βόλεμα.
Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ σέ μία πολύ σημαντική αἴτησι, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τόν Ἐπίσκοπο καί ἡ ὁποία εἶναι πολυσυζητημένη καί μάλιστα ἔχει ἐπικρατήσει μία πλάνη σέ Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές ἐπί τοῦ θέματος τούτου. Ἡ αἴτησις αὐτή γίνεται μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος)∙ ὅν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῶον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγο τῆς σῆς ἀληθείας». Ἡ ἴδια αἴτησι στό ἴδιο σημεῖο ἀναφέρεται ἀπαραλλάκτως καί στίς δύο Θ. Λειτουργίες, τοῦ Μ. Βασιλείου δηλαδή καί τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Τό πρόβλημα, τό ὁποῖο δημιουργεῖται εἶναι στήν ἔκφρασι «ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας».
Kάποιοι λοιπόν, ἀπό παλαιότερα ὑπεστήριξαν τήν γνώμη ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ μία ἁπλή εὐχή, ὅπως τά προηγούμενα ἀπό αὐτήν, «σῶον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα» καί τίποτε περισσότερο. Αὐτή ἡ ἄποψις ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές, ἐπειδή οἱ μέν Οἰκουμενιστές ἐξυπηρετοῦντο τά μέγιστα ἀπό μία τέτοια ἑρμηνεία καί διατηροῦσαν τήν μνημόνευσι τοῦ ὀνόματός των στή Θ. Λειτουργία, ἔστω καί ἄν δέν ὀρθοτομοῦσαν τόν λόγο τῆς ἀληθείας, ἐφ’ ὅσον αὐτό εἴπαμε ἀποτελοῦσε μία ἁπλή εὐχή.  Ὅπως δηλαδή, μνημονεύεται ὁ Ἐπίσκοπος, ἔστω καί ἄν δέν εἶναι σῶος καί ὑγιής κλπ. ἔτσι μνημονεύεται καί ἄν δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας.
Ἀντιθέτως ἄλλοι (κυρίως οἱ ἀκολουθοῦντες τό Παλαιό Ἡμερολόγιο) ὑπεστήριξαν ὅτι ἡ ἔκφρασις τῆς αἰτήσεως «καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγο τῆς σῆς ἀληθείας» δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τά προηγούμενα, ἀλλά μνημονεύεται ὁ Ἐπίσκοπος μόνον καί ἐφ’ ὅσον ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου δέν μνημονεύεται, ἐάν δέν ὀρθοτομεῖ. Δηλαδή αὐτό δέν ἀποτελεῖ εὐχή κατά τήν μνημόνευσι, ἀλλά προϋπόθεσι, διά νά μνημονευθῆ ὁ Ἐπίσκοπος.
Σαφῶς ἡ γνώμη αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή καί Ὀρθόδοξος, διότι πέραν ὅλων τῶν ἄλλων, τά ὁποῖα θά ἐξηγήσωμε, στοιχίζει ἐάν γίνη ἀποδεκτή ἀπό τόν λειτουργό ἱερέα, μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν ἐφησυχασμό καί τό βόλεμα καί κυρίως μᾶς κάνει πραγματικούς λειτουργούς καί ὄχι μίμους καί θεατρίνους, σύμφωνα μέ τήν ἔκφρασι τῶν ἐπί Βέκκου ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων.
Κατ’ ἀρχάς θά ἀναφέρωμε τί σημαίνει ἡ λέξις «ὀρθοτομοῦντα», διά νά κατανοήσωμε τό νόημα τῆς λειτουργικῆς εὐχῆς. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ἄριστος τῶν ἑρμηνευτῶν, ἑρμηνεύοντας τόν λόγον αὐτόν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόν ὁποῖο αὐτολεξί χρησιμοποιεῖ ἡ λειτουργική εὐχή καί τόν ἀποδίδει ὅτι κατ’ ἐξοχήν ἁρμόζει εἰς τόν Ἐπίσκοπο, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας. Καλῶς τοῦτο εἶπε∙ πολλοί γάρ αὐτόν παρασπῶσι καί παρέλκουσι∙ πολλά ἔχει τά ἐπιφυόμενα. Καί οὐκ εἶπεν, Ἀπευθύνοντα, ἀλλ’ Ὀρθοτομοῦντα∙ τουτέστι, Τέμνε τά νόθα, καί τά τοιαῦτα μετά πολλῆς τῆς σφοδρότητος ἐφίστασο καί ἔκκοπτε∙ καθάπερ ἐπί ἱμάντος τῇ μαχαίρᾳ τοῦ πνεύματος πάντοθεν τό περιττόν καί ἀλλότριον τοῦ κηρύγματος ἔκτεμνε» (P.G. 62,626).
Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἐπίσης ἑρμηνεύοντας τόν λόγον αὐτόν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας. Πολλοί γάρ παρασπῶσι αὐτόν καί παρέλκουσιν, ἀλλά σύ πρός τό ὀρθόν ἄγε. Ἤ ἐπειδή οὐκ εἶπεν, ἀπευθύνοντα, ἄλλο τι δέδωκε νοεῖν. Ὥσπερ ἐπί δέρματος τινός καί ἱμάντος περιττά τινά καί νόθα ἔχοντος, Τέμνε, φησί, τά ἀλλότρια ἐκ τοῦ κηρύγματος καί ἔκκοπτε τῇ μαχαίρᾳ τοῦ λόγου» (P.G. 125,109 A).
Ἐδῶ πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι οἱ ἑρμηνευτές ἔχουν ὡς ὁδηγό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, σέ σημεῖο νά χρησιμοποιοῦν ὄχι μόνο τά νοήματα ἀλλά καί τίς ἴδιες τίς λέξεις του. Οἱ λέξεις «παρασπῶσι καί παρέλκουσι» σημαίνουν τήν μέ δόλιο καί πλάγιο τρόπο νόθευσι καί διαστροφή τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Ὁ Ἐπίσκοπος λοιπόν ἔχει ὡς βασικό καθῆκον νά ξεχωρίζη αὐτές τίς δολιοφθορές καί νοθεύσεις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νά τίς ἐλέγχη καί νά τίς «ἄγη πρός τό ὀρθόν». Πρέπει ἐπίσης, σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτές, γιά νά ὀρθοτομῆ, νά τέμνη τά νόθα καί αἱρετικά καί μάλιστα «μετά πολλῆς τῆς σφοδρότητος» καί μέ ὅπλο τήν μάχαιρα τοῦ λόγου.
Παρατηροῦμε λοιπόν ὅτι ἡ ἔκφρασις τῆς λειτουργικῆς εὐχῆς «ὀρθοτομοῦντα τόν λόγο τῆς ἀληθείας» ἀναφέρεται στήν πίστι καί μάλιστα στό βασικώτερο σημεῖο της, τό ὁποῖο ἀφορᾶ τήν νόθευσι ἀπό τούς αἱρετικούς. Καί μόνο αὐτό εἶναι ἱκανό νά ἀπορρίψη ἀσυζητητί τήν πρώτη ἑρμηνεία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν, νά ξεχωρίση τήν εὐχή αὐτή ἀπό τά προηγούμενα, τά ὁποῖα ὄντως εἶναι εὐχητικά διά τόν Ἐπίσκοπο, (σῶον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα). Δηλαδή ἐδῶ εὐχόμεθα μέν νά ὀρθοτομῆ πάντοτε ὁ Ἐπίσκοπος τόν λόγον τῆς ἀληθείας, πλήν ὅμως, ἄν δέν τό κάνη αὐτό, δέν τόν μνημονεύομε ὡς αἱρετικό καί ἐπίβουλο τῆς ποίμνης τῶν λογικῶν προβάτων, ἐνῶ στίς προηγούμενες αἰτήσεις εὐχόμεθα νά εἶναι ὑγιής ὁ Ἐπίσκοπος καί νά μακροημερεύη κλπ. καί ἄν αὐτό δέν γίνεται στήν πρᾶξι ἐμεῖς συνεχίζομε ἀδίστακτα καί ἀδιάκριτα νά τόν μνημονεύωμε. Ἡ εὐχή λοιπόν «καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγο τῆς σῆς ἀληθείας» εἶναι εὐχή δογματικῶν καθαρῶς διαστάσεων, ἐνῶ οἱ ἄλλες εὐχές εἶναι θά λέγαμε εὐχές καθημερινότητος.
Μία σαφῶς ἀκριβέστερη εἰκόνα τῆς ἁγιογραφικῆς καί λειτουργικῆς ἐκφράσεως «ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας» μᾶς δίδει ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.  Ἐδῶ μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων ὁ ἱερεύς κατά τήν μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὑπέρ σωτηρίας, εἰρήνης, ἐλέους, διαμονῆς καί ἀντιλήψεως τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν ἀρχιεπισκόπου (δεῖνος) καί λοιπόν ὁσίων ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων, τῶν ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ὀρθοδόξως ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς ἀληθείας, παντός ἐκκλησιαστικοῦ τάγματος» (σελ. 55). Ὁ λαός στήν συγκεκριμμένη αἴτησι ἀπαντᾶ: «Μνήσθητι, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν». Ἐδῶ παρατηροῦμε ὅτι μνημονεύεται ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ λοιποί κληρικοί οἱ ὁποῖοι «ὀρθοδόξως ὀρθοτομοῦν τόν λόγο τῆς ἀληθείας». Ἡ λέξις «ὀρθοδόξως» προσδίδει ἀναμφίβολα μία αὐστηρότητα στήν λειτουργική εὐχή καί περιορίζει ἀφάνταστα τήν μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τρόπον ὥστε νά μήν μνημονεύεται ἄν δέν πληροῖ αὐτούς τούς ὅρους.
Ἀνωτέρω στή Λειτουργία αὐτή ὁ ἱερεύς ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μνήσθητι, Κύριε, καί τῶν ἡμετέρων γονέων καί φίλων καί συγγενῶν καί ἀδελφῶν. Τούτων πάντων μνήσθητι, Κύριε ὧν ἐμνήσθημεν καί ὧν οὐκ ἐμνήσθημεν ὀρθοδόξων». Ἤ πρέπει λοιπόν, νά θεωρήσωμε τούς Οἰκουμενιστάς Ὀρθοδόξους γιά νά τούς μνημονεύσωμε ἤ, ἐφ’ ὅσον εἶναι αἱρετικοί, πρέπει νά μήν μνημονευθοῦν, διότι οἱ εὐχές ἀναφέρουν ὅτι μόνον Ὀρθόδοξοι μνημονεύονται στή Θ. Λειτουργία.
Μία ἀκόμη σαφής ἀπόδειξις ὅτι ἡ λειτουργική ἔκφρασις «ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας» ἔχει δογματικές διαστάσεις καί ἀποκλείει τῆς μνημονεύσεως, ὅσους δέν πληροῦν αὐτές τίς προϋποθέσεις, εἶναι καί τό ὅτι ἀναφέρεται καί σέ ἄλλο σημεῖο ἡ ἴδια ἔκφρασις καί στίς δύο Θ. Λειτουργίες, οἱ ὁποῖες σήμερα τελοῦνται στήν Ἐκκλησία, ὄχι πλέον ὡς εὐχή, ἀλλά ὡς προϋπόθεσις καί διακριτικόν γνώρισμα διά τήν μνημόνευσι. Στήν Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου μετά τόν καθαγιασμό καί τήν προαναφερθεῖσα μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου ὁ ἱερεύς ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μνήσθητι, Κύριε, πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Στήν Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἡ λειτουργική εὐχή ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μνήσθητι, Κύριε, πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων, τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας, παντός τοῦ Πρεσβυτερίου, τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας καί παντός ἱερατικοῦ τάγματος».
Ἡ μνημόνευσις ἐδῶ τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι σαφής, ξεχωρισμένη ἀπό τίς ἄλλες εὐχές γιά τόν Ἐπίσκοπο περί ὑγείας καί μακροημερεύσεως καί τίθεται σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξος ὀρθοτόμησις τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας ὡς διακριτικό γνώρισμα καί σημεῖον ἀναφορᾶς γιά νά μνημονευθῆ ὁ Ἐπίσκοπος. Ἄν λοιπόν ἐπρόκειτο περί ἁπλῆς εὐχῆς, ὅπως γιά τήν ὑγεία καί μακροημέρευσι τοῦ Ἐπισκόπου, θά ἔπρεπε νά λείπη τό τμῆμα «τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς ἀληθείας» καί νά ἔλεγε ἁπλῶς «Μνήσθητι Κύριε, πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων», δηλαδή νά μνημονευθοῦν ὅλοι, Ὀρθόδοξοι θά λέγαμε καί Οἰκουμενιστές. Ὁ αὐστηρός περιορισμός « τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας» σημαίνει ὅτι μνημονεύονται οἱ Ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι ὀρθοτομοῦν, δηλαδή τέμνουν τά νόθα καί αἱρετικά, σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτές, ἀλλά εἰσάγουν τά νόθα καί αἱρετικά στήν Ἐκκλησία.
Καί ἀπό τό σημεῖο αὐτό λοιπόν γίνεται κατανοητό, ὅτι ἐφ’ ὅσον μνημονεύομε τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστάς Ἐπισκόπους καί μάλιστα ὀνομαστικῶς, γινόμεθα τήν ἱερώτερη στιγμή καί στό ἱερώτερο μυστήριο δίγλωσσοι, φεύγομε τελείως ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, γινόμεθα ἀρεστοί στούς ἀνθρώπους καί βδελυκτοί στόν Θεό, ἐφ’ ὅσον τόν ἐμπαίζομε λέγοντας ἄλλα ἀντί ἄλλων καί, κυρίως, ὁριοθετοῦμε τήν Ἐκκλησία μέσα στήν αἵρεσι, πρᾶγμα ἀσυμβίβαστο μέ τίς Γραφές καί τούς ἁγίους.
Ὁ λόγος λοιπόν τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἰδική μας προστασία ἀπό τήν συμμετοχή στήν αἵρεσι διά τῆς λειτουργικῆς ἐνσωματώσεως, καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ προστασία τοῦ μυστηρίου ἀπό τήν μόλυνσι καί τή νόθευσι, τόν ἐμπαιγμό καί τόν θεατρινισμό κλπ.
Μία ἐπί πλέον ἀπόδειξις γιά τό ὅτι ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου κατά τήν Θ. Λειτουργία εἶναι σημαντικωτάτη καί χαρακτηριστική τῆς καθαρότητος τοῦ μυστηρίου, εἶναι τό ὅτι, ἐφ’ ὅσον καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς τελέσεως τῆς Θ. Λειτουργίας διαχωρίζομε αὐτούς οἱ ὁποῖοι θά μνημονευθοῦν, ζῶντας καί κεκοιμημένους, ὅπως διεξοδικά ἀναφέραμε καί μάλιστα τούς διαχωρίζομε καί σέ σημεῖα τῆς Θ. Λειτουργίας τά ὁποῖα δέν ἅπτονται τῶν θεμάτων τῆς πίστεως (π.χ. μνημονεύονται μόνον ἀπό τούς ἀπόντες οἱ «δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντες»), δέν εἶναι δυνατόν γιά τήν μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου νά χρησιμοποιοῦμε ἄλλα μέτρα καί σταθμά καί νά τόν μνημονεύωμε, ἔστω καί ἄν εἶναι αἱρετικός κατά τό φρόνημα, πλήν ὅμως τό διακηρύττει εὐθαρσῶς καί ἐπ’ Ἐκκλησίας (γυμνῇ τῇ κεφαλῇ) μέ λόγια καί ἔργα.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ὅτι ἡ λειτουργική ἔκφρασις «τόν ὀρθοτομοῦντα τόν λόγο τῆς ἀληθείας» ὄχι μόνον δέν εἶναι εὐχητική, ὅπως ἐξυπηρετοῦνται νά διδάσκουν οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ἀλλά εἶναι δογματική καί ἡ ἀπαραίτητος προϋπόθεσις διά νά μνημονευθῆ ὀνομαστικῶς ὁ Ἐπίσκοπος. Ἄν ἔτσι ἐκληφθῆ τότε ἐναρμονίζεται πλήρως ἡ Θ. Λειτουργία μέ τήν Ἁγία Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Μέ τήν οἰκουμενιστική ὅμως ἑρμηνεία τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου, αὐτά φαίνονται ἀντιμαχόμενα καί ἀλληλοσυγκρουόμενα καί κυρίως δίδοντα τήν ἐντύπωσι ὅτι στήν Ἐκκλησία ἐπιτρέπεται ὁ αὐτοσχεδιασμός καί οἱ αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες καί μάλιστα ὅταν αὐτές γίνονται γιά νά ἱκανοποιήσωμε τά πάθη μας.
Πρέπει τέλος νά προσθέσωμε ὡς μία ἐπί πλέον ἀπόδειξι τῶν πασιφανῶν καί αὐτονοήτων, ὅτι ὅταν λειτουργεῖ ὁ Ἐπίσκοπος ἡ μνημόνευσις τήν ὁποία κάνει στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἡ ἑξῆς: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, τῆς ὀρθοτομούσης τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Καί ἐδῶ παρατηροῦμε ὅτι εἶναι ἀπηλλαγμένη ἡ αἴτησις ἀπό τά εὐχητικά στοιχεῖα τῆς ὑγείας καί μακροημερεύσεως καί ὁμολογεῖ ὁ Ἐπίσκοπος ὅτι ἡ Σύνοδος, στήν ὁποία ἀνήκει, ὀρθοτομεῖ καί τέμνει (ἀποκόπτει) τά νόθα καί αἱρετικά καί δι’ αὐτό τήν μνημονεύει, καί δι’ αὐτό βεβαίως ἀνήκει εἰς αὐτήν. Στήν περίπτωσι δέ κατά τήν ὁποία ἡ Σύνοδος δέν ὀρθοτομεῖ, ἀλλά συμβιβάζεται μέ τά νόθα καί αἱρετικά καί τά ὑποθάλπτει, τότε ψεύδεται ὁ Ἐπίσκοπος κατά τήν ἱερώτερη ὥρα ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων καί εὐτελίζει τό μυστήριο, ὅπως προηγουμένως ἀναφέραμε διά τόν λειτουργό ἱερέα.
Τά σημεῖα αὐτά τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν καί αἰτήσεων, τά ὁποῖα παραθέσαμε, θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀρκετά διά κάθε καλοπροαίρετον ἀναγνώστη, προκειμένου νά κατανοήση ἀπό τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς καθώς καί τήν αὐστηρότητα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως εἰς τό θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου.
Τονίζομε ἐν κατακλεῖδι πώς, ὅ,τι λέγεται καί πράττεται κατά τήν λειτουργική σύναξι τῶν πιστῶν εἶναι ἀπολύτως ἐναρμονισμένο μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀπομόνωσις ἑνός ἱεροῦ Κανόνος καί ἡ διδασκαλία ὅτι δῆθεν μόνον αὐτός ὁμιλεῖ διά τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους εἶναι πλάνη καί πιστεύομε ὅτι ἀποτελεῖ διδασκαλία ἐντεταγμένη πλήρως στή Ν. Ἐποχή, μέ σκοπό τήν προετοιμασία γιά τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἴσως, ἐν κατακλεῖδι, διά τόν λόγο αὐτόν οἱ Οἰκουμενιστές νά ἔχουν στό πρόγραμμα (ἀπό ὅ,τι πληροφορούμεθα) τήν ἀλλαγή τῶν εὐχῶν, αἰτήσεων καί Λειτουργιῶν, διά νά ταιριάζουν δηλαδή μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ὅπως προαναφέραμε, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν συνύπαρξι καί ἀλληλοπεριχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς.
Θά συνεχίσωμε μέ τήν δευτέρα ἑνότητα αὐτῆς τῆς μελέτης, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται:

«Εὐχές καί ὕμνοι οἱ ὁποῖοι περιοδικῶς σέ διάφορες ἑορτές καί περιστάσεις λέγονται στήν λατρευτική σύναξι τῶν πιστῶν, ἀφορῶσες τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς».




[1] Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου -Τῇ εὐλογίᾳ τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς. Τῇ ἐπιστασίᾳ δέ τοῦ Ἀριστείδου Γ. Πανώτη- ΑΘΗΝΑΙ 1988, σελ. 40.
[2] Ὡς ἀνωτέρω σελ. 53.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.