Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ

Μεγάλη Πέμπτη

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιωτου

ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ


«Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ»
(Ματθ. 26,39)

ΟΛΗ ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ πάνω στὸ τίμιο ξύλο εἶπε «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ. 23,46), ἀπὸ τὸ λίκνο μέχρι τὸν τάφο, ἦταν μιὰ ζωὴ πονεμένη. Νήπιο ἦταν ὅταν ὁ Ἡρῴδης ἀκόνιζε τὰ μαχαίρια του. Μικρὸ παιδὶ ἀναγκάστηκε νὰ ζήσῃ πρόσ­φυγας στὴν Αἴγυπτο. Ἔφηβος – φτωχὸς νέος ἐργαζόταν γιὰ νὰ θρέψῃ τὴν Παναγία μη­τέρα του. Κι ὅταν ὥριμος ἄνδρας βγῆκε στὸ δημό­σιο βίο, δέχθηκε πάνω του ὅλη τὴν ἀν­θρώπινη κακία. Καὶ τί δὲν εἶπαν καὶ τί δὲν ἔ­καναν οἱ ἐχθροί του! Ὅλη ἡ ζωή του θλῖψι καὶ πόνος. Ὅπως τὸ ἀλεύρι ζυμώνε­ται μὲ νερό, ἔ­τσι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε ζυμω­μένη μὲ δάκρυ.
Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ποὺ ὁ πόνος του ἔφθασε στὸ κατα­κόρυφο – στὸ ζενίθ, εἶνε τὰ σεπτὰ πάθη του. Ἀρχὴ δὲ τῶν παθῶν του εἶνε ἡ Γεθσημανῆ. Tί εἶνε ἡ Γεθσημανῆ; Εἶνε μιὰ τοποθεσία ποὺ μέ­χρι σήμερα σῴζεται, ἕνα – δυὸ χιλιόμετρα ἔξω ἀ­π᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα. Εἶνε τόπος ὅπου ὁ Χριστὸς κατέφευγε συνήθως γιὰ νὰ προσευχηθῇ.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐνῷ ἡ νύχτα ἅπλωνε πλέον τὰ μαῦρα φτερά της σὲ ὅ­λη τὴν πλάσι, ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς ἕνδεκα μαθη­­τὰς βγῆκε ἀπὸ τὸ ὑπερῷο, περπάτησε στοὺς δρόμους, διέσχισε τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, πέρασε τὴ γέφυρα τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων (ἕνα μικρὸ ποταμάκι) καὶ «εἰσῆλθε» στὴ Γεθση­μανῆ, «ὅπου ἦν κῆπος» (Ἰωάν. 18,1). Ἄφησε σ᾽ ἕνα σημεῖο τοὺς ὀκτὼ μαθη­τάς, λίγο πιὸ πέρα τοὺς ἄλλους τρεῖς, καὶ αὐ­τὸς προχώρησε ἀκόμη πιὸ βαθειά, σὲ ἀπόστα­σι βολῆς λίθου (Λουκ. 22,41), ὅσο πετᾶμε μιὰ πέτρα. Ἐκεῖ κάτω ἀπ᾽ τὶς ἐλιές (τέσσερις – πέντε ἀ­πὸ αὐτὲς σῴζον­ται μέχρι σήμερα) γονάτισε νὰ προσευχηθῇ.
Πάντοτε ὁ Χριστὸς προσευχόταν· ἦταν ὁ ἄν­θρωπος τῆς διαρκοῦς προσευχῆς. Ἀλλὰ τώρα ἡ προσευχή του ἔχει κάτι τὸ συγκλονιστικό. Ἀγωνιᾷ. Καὶ ἡ ἀγωνία φθάνει μέχρι σημείου ὥστε ὁ ἱδρώτας ἀπὸ τὸ μέτωπό του νὰ γίνεται «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» (Λουκ. 22,44), σταλα­γματιὲς αἷμα, ποὺ πέφτουν κάτω στὴ γῆ. Καὶ ποιά εἶνε ἡ προσευχή του, ποὺ τὴν ἐπαναλαμ­βάνει τρεῖς φορές; «Πάτερ μου», πατέρα μου, «εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ. …γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ. 26,39,42).
Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε, ὄχι ἐμεῖς ἀλλὰ καὶ ἀγγελικὲς ἀκόμα γλῶσσες, εἶνε ἀδύνατον νὰ περι­γραφοῦν τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιτρέψατέ μου ὡστόσο, νὰ σκεφθοῦμε ἐπάνω στὴν ἐναγώ­νιο αὐτὴ προσευχὴ καὶ νὰ ἐρωτήσουμε· ποιό ἆραγε εἶνε τὸ πικρὸ ποτήρι ποὺ ἤπιε ὁ Χριστός;

* * *

Ἡ λέξις ποτήριο εἶνε συμβολική. Σημαίνει πόνο καὶ θλῖψι. Δὲν εἶνε εὐχάριστο ποτήρι, λ.χ. τοῦ γάμου ποὺ πίνουν οἱ νεόνυμφοι, οὔτε κάποιο ἄλλο· εἶνε ποτήρι γεμᾶτο πικρία καὶ δάκρυα.
Μερικοὶ εἶπαν ὅτι τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ θάνατος. Ἡ δειλία βέβαια ἐμπρὸς στὸ θάνατο ―ὁ ὁποῖος παρὰ φύσιν εἰσ­­ῆλθε στὴ ζωή μας― εἶνε ὄντως γνώρισμα τῆς ἀνθρωπίνης φύ­σεως· ὁ Χριστὸς δηλαδὴ δείχνει ἔτσι, ὅτι εἶ­νε τέλειος ἄνθρωπος, πραγματικὰ καὶ ὄ­χι φαν­τα­στικά. Ἀλλ᾽ αὐτὸ γίνεται κατ᾽ οἰκονομίαν· θέλει ὁ ἴδιος καὶ γίνεται ἔτσι. Κατ᾽ οὐ­σί­αν ὁ Χριστὸς δὲν φοβήθηκε τὸ θάνατο. Ἐὰν ὁ Σωκρά­της καὶ ἄλλα εὐγενῆ τέκνα τῆς γῆς δὲν τὸν φοβή­θηκαν ἀλλὰ βάδισαν θαρραλέα πρὸς αὐτὸν καὶ προσέφεραν τὸν ἑαυτό τους θυσία γιὰ εὐγενῆ ἰδανικά, πολὺ περισσότερο ὁ Χριστός. Βάδισε λοιπὸν ἀτρόμητα. Ἐὰν φοβόταν τὸ θάνατο, δὲν θὰ πήγαινε στὸ μέρος ἐ­κεῖνο, ποὺ ἦ­ταν γνωστὸ καὶ στοὺς ἐ­χθρούς. Ἂν ἤ­θε­­λε νὰ σωθῇ, θὰ περνοῦσε τὸν Ἰορδάνη καὶ θὰ κρυβόταν στὴν ἔρημο. Ἑπομένως ἐν γνώσει ὅτι θὰ πέσῃ στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν πῆγε στὴ Γεθσημανῆ· πῆγε γιὰ νὰ συλληφθῇ. Ὡς ἄνθρωπος βεβαίως γεύθηκε τὴν πικρία τοῦ θα­νάτου, ἀλλὰ ἄλλο ἡ γεῦ­σις τοῦ θανάτου καὶ ἄλλο ἡ δειλία ποὺ ὡρισμένοι θέλουν νὰ τοῦ ἀ­ποδώσουν παρερμηνεύοντας τὰ λόγια του.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ; Εἶ­νε τὸ πάθος, οἱ πόνοι στὸ σῶμα. Ἀφοῦ εἶχε σῶμα, αἰσθάνθηκε πόνους. Πρὶν τὴ σταύρωσι εἶχε τοὺς πόνους ἀπὸ τὰ δεσμὰ στὰ χέρια, ἀπὸ τὰ κολαφίσματα δηλα­δὴ τὶς γροθιές, ἀπὸ τὰ ῥαπίσματα καὶ τὰ φτυσήματα στὸ πρόσωπο, ἀπὸ τ᾽ ἀγκάθια στὸ κεφάλι καὶ τὰ χτυπή­ματα μὲ τὸ καλάμι, ἀπὸ τὸ φραγγέλλιο στὸ γυ­μνὸ σῶμα (τὸ φραγγέλλιο ἦταν ἕνα καμουτσί­κι μὲ ἑφτὰ λουριὰ καὶ κάθε λουρὶ κατέληγε σ᾽ ἕνα κομμάτι μολύβι). Φανταστῆτε τὸ Χριστὸ δεμένο σὲ μιὰ κολώνα γυμνὸ καὶ ἕνα ῾Ρωμαῖο στρατιώτη μὲ τὸν χτυπάῃ μ᾽ αὐτό. Τὸ σῶμα γέ­μιζε πληγὲς καὶ ἔτρεχαν ῥυάκια αἵματος. Οἱ ἱστορικοὶ λένε, ὅτι πολλοὶ κατάδικοι πέθαιναν ἐπάνω στὴ φραγγέλλωσι. Τέλος οἱ πόνοι τῆς σταυρώσεως· τὸ ὄξος καὶ ἡ χολὴ στὰ χείλη, τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τὸ τάνυσμα ὅλου τοῦ σώματος, ὁ πνιγμὸς τῆς ἀναπνοῆς, ἡ ἀφόρητη δίψα, τὸ ἄλγος ὅλων τῶν μελῶν.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς τῶν πόνων στὸ σῶμα ὁ Χριστὸς δοκίμασε πόνους στὴν ψυχή. Κι αὐτοὶ εἶνε οἱ μεγαλύτεροι. Ὁ ψυχικὸς πόνος εἶνε πιὸ ὀ­δυνηρός. Μπορεῖ νὰ εἶσαι καλά, νά ᾽χῃς ὑγεία ἑ­κατὸ τοῖς ἑκατό, κι ὅμως ἕνας ψυχικὸς πόνος, μία ἀπάτη συζύγου, μιὰ προδοσία φίλου ἢ κάποιο ἄλλο θλιβερό, νὰ σοῦ φέρῃ συγκοπὴ καὶ νὰ πέσῃς κάτω. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­ξε πιὸ εὐαίσθητη καρδιὰ ἀπ᾽ τὴ δική του, συγ­κλονίστηκε βαθειὰ τὴν ἡμέρα τῶν παθῶν. Δο­κίμασε πόνο ὅταν εἶδε τὸν Ἰούδα νὰ τὸν προδίδῃ γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τοὺς μαθη­τὰς νὰ κοιμῶνται, τὸν Πέτρο νὰ τὸν ἀρνῆται τρεῖς φο­ρὲς μὲ ὅρκο μπροστὰ σὲ μία ὑπηρέτρια, ὅ­λους νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν. Αἰ­σθάνθηκε πικρία ἀπὸ τὴν ἀδικία, ὅταν ἄκουσε τὶς ψευ­δομαρτυρίες καὶ τὴν καταδίκη στὸ συνέδριο, καὶ μετὰ στὸ πραιτώριο χιλιάδες κόσμο νὰ προτι­μοῦν τὸ Βαραββᾶ καὶ νὰ οὐρλιάζουν γι᾽ αὐτὸν σὰν τσακάλια «Σταύρωσον σταύ­ρωσον αὐ­τόν» (Λουκ. 23,21). Ποῦ εἶνε οἱ τυφλοί, οἱ κουτσοί, οἱ πα­ρά­λυτοι, οἱ πεινασμένοι, ὅλοι οἱ εὐεργετημένοι; Ἔνιωσε ὀδύνη βλέποντας τὴν ἀχαριστία κι ἀ­κούγοντας τὶς εἰρωνεῖες, τὶς βλασφημίες, τὶς προκλήσεις. Νά τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ τὸ βάθος τοῦ ὠκεανοῦ τῆς θλίψεως τοῦ Χριστοῦ δείχνει ἡ φωνή του ἐκείνη «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Δυσερμήνευτος, ἀκατάληπτος λόγος. Τὴν ὥρα πού ᾽νε πάνω στὸ σταυρὸ τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει μαθηταί, φίλοι, οἱ πάντες. Εἶνε μόνος, μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Τώρα λοιπὸν τὸν ἐγ­κατέλειψε καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας; Αὐτὸ εἶνε ἀνυπόφορο. Καὶ γιατί; Ὁ Θεὸς ἐγκαταλείπει κακούργους, φονεῖς, ἀσεβεῖς, βλασφήμους. Ἐγκατέλειψε καὶ τὸ Χριστό; Μὰ δὲν εἶνε ὁ Υἱός του ὁ ἀγαπητός; πῶς τὸν ἐγκατέλειψε;
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, δὲ βρίσκεται πάνω στὸ σταυρὸ σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ὅ­πως λ.χ. ὁ Σωκράτης. Τὴν ὥρα τούτη αὐτὸς ὑ­πῆρξε ―παρακαλῶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ μᾶς φωτίσῃ, γιατὶ ἐδῶ εἶνε τὸ κλειδὶ τοῦ μυστηρίου―, ὑπῆρξε ὁ ἀντιπρόσωπός μας, ὁ πληρεξού­σιος ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖνος ποὺ ἐ­καλεῖτο νὰ ὑποστῇ ὅ,τι θὰ ὑφιστάμεθα ἐμεῖς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ναί, ἀγαπητοί μου· ὁ Χρι­στὸς ἀπέθανε ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντὶ ἡμῶν, ὅ­πως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ἄλλοι πατέρες. Αὐτὸ προεῖδε ὁ Ἠσαΐας 800 χρόνια πρὶν καὶ εἶ­πε· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡ­μῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς δὲ ἐλογισάμεθα αὐ­τὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» (Ἠσ. 53,4). Συνεπῶς, μέσα στὸ ποτή­ριο ποὺ ἤπιε ὁ Χριστὸς ὑπάρχουν καὶ οἱ σταγόνες οἱ δικές μας (τὰ ἁμαρτήματα τὰ δικά μου, τὰ δικά σας, ὅλου τοῦ κόσμου).

* * *

Ἀδελφοί μου! Ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ δοκιμάσου­με πικρίες· δὲν ἐξαιρεῖται κανείς. Ὅλοι θὰ πε­ράσουμε ἀπὸ τὴ Γεθσημανῆ. Κ᾽ ἐ­κεῖνος ποὺ σήμερα νομίζει πὼς εἶνε εὐτυχής, αὔριο δὲν θὰ εἶνε. Ἂς προετοιμάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας προσωπικῶς, ἀλλὰ καὶ συλλογικῶς ὡς λαός. Ἀμέτρητα τὰ πικρὰ ποτήρια τῶν ἀνθρώπων· φτώχεια, χηρεία, ὀρφάνια, ἀ­σθένεια, πεῖνα, συκοφαντία, διαβολή, συζυγικὴ ἀπιστία, ἀχαριστία παιδιῶν στοὺς γονεῖς, ἐθνικὴ σκλαβιά… Κανείς ὅμως ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ πιῇ ποτήρι τόσο πικρὸ ὅσο ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτὸ ἐκεῖνος εἶ­νε τὸ ὑπόδει­γμά μας. Ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ μᾶς λέει· Θαρσεῖτε, ἔχετε θάρρος!
Ὅλοι τέλος, μικροὶ καὶ μεγάλοι, θὰ κληθοῦ­με νὰ πιοῦμε τὸ ἔσχατο πικρὸ ποτήρι. Καὶ αὐ­τὸ εἶνε ὁ θάνατός μας. Χωρὶς γογγυσμὸ καὶ πικρὸ λόγο, ἂς στραφοῦμε στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς δώσῃ δύ­ναμι νὰ πιοῦμε τὸ ποτήριο αὐτό. Ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνῃ καὶ δική μας προσευχή. Ὁ καθένας μας νὰ λέῃ· «Πάτερ μου εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 11-4-1974

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.