Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας γεννήθηκε στὴ
Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας τὸ ἔτος 377 μ.Χ. Οἱ γονεῖς τοῦ Παῦλος καὶ
Διονυσία, ἀνῆκαν σὲ ἐπίσημη γενιά. Ἄτεκνοι ὄντες, ἀξιώθηκαν νὰ
ἀποκτήσουν παιδί, τὸ ὁποῖο ἀφιέρωσαν στὴ διακονία τοῦ Θεοῦ στὸ ὁποῖο καὶ
κατὰ θεία ἐπιταγὴ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Εὐθύμιος, ἀφοῦ μὲ τὴν γέννησή του
τοὺς χάρισε τὴν εὐθυμία, τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση. Σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν
ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ χήρα μητέρα τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀνατροφή
του στὸν τοπικὸ ἐπίσκοπο Εὐτρώιο. Αὐτὸς τὸν
ἐκπαίδευσε καλῶς καὶ σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο.
ἐκπαίδευσε καλῶς καὶ σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο.
Τὸ 406 ὁ Εὐθύμιος μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ ἀσκήτευσε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου. Σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο
του Κύριλλο τὸν Σκυθοπολίτη, τὰ μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα γρήγορα
τὸν ἀνέδειξαν καὶ ἡ φήμη του ὡς Ἁγίου ἁπλώθηκε παντοῦ. Πολλοὶ Σαρακηνοὶ
(Ἄραβες) ἔγιναν χριστιανοί, ἐνῶ ἀρκετοὶ αἱρετικοί, ὅπως Μανιχαῖοι,
Νεστοριανοὶ καὶ Εὐτυχιανοί, ἐπέστρεψαν στὴν ὀρθὴ πίστη. Ἀκόμη καὶ ἡ
αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου Εὐδοκία (408-450), ποὺ λοξοκοίταζε πρὸς τὸν
Μονοφυσιτισμό, ἀναγκάστηκε νὰ διακόψει κάθε σχέση μαζί του, ὅταν
πείστηκε ἀπὸ τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Εὐθυμίου. Γύρω του συγκεντρώθηκαν
πολλοὶ μοναχοί, ποὺ τὸν ἀνακήρυξαν ἡγούμενό τους.
Χριστιανὸς ἀσκητὴς καὶ ἱδρυτὴς μοναστικῶν κέντρων στὴν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης, μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς μορφὲς τοῦ
Χριστιανισμοῦ. Ἦταν γνωστὸς στὴν ἐποχή του γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου
καὶ τὰ θαύματά του. Προσηλωμένος στὴν Ὀρθοδοξία, ὅπως αὐτὴ εἶχε
καθορισθεῖ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, πολέμησε τὶς αἱρέσεις καὶ
ἰδιαίτερα αὐτὴ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.
Κάποτε, μὲ ἐλάχιστα ψωμιὰ κατόρθωσε νὰ
χορτάσει 400 ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν τὴν ἴδια ἡμέρα στὸ κελί του.
Μὲ τὴν προσευχή του, γυναῖκες ποὺ ἦταν στεῖρες ἀποκτοῦσαν παιδιὰ καὶ ἡ
διψασμένη γῆ τῆς Παλαιστίνης ποτιζόταν ἀπὸ τὴν πολλὴ βροχὴ καὶ κάρπιζε.
Ἦταν πολὺ ἀσκητικός. Εἶχε ὡς πρότυπο τὸν
ἅγιο Ἀρσένιο τὸ Μέγα. Δὲν ἔτρωγε οὔτε συναντιόνταν μὲ ἄλλους, χωρὶς νὰ
εἶναι μεγάλη ἀνάγκη, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σάββατο καὶ τὴ Κυριακή. Ἐπίσης
κοιμόταν λίγο, ἢ καθιστὸς ἢ ὄρθιος. Προσπαθοῦσε νὰ μιμηθεῖ τὸν ἅγιο
Ἀρσένιο, στὴν ἡσυχία, στὴν σιωπή, στὴν ταπεινοφροσύνη, στὰ εὐτελῆ ροῦχα,
στὴ νηστεία, στὸ νὰ μὴ ξεχνάει γιατί βγῆκε ἀπὸ τὸ κόσμο. Ἦταν
φιλέρημος, μισόδοξος καὶ μισοσύντηχος.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε ἐν εἰρήνη σὲ
βαθιὰ γηρατειὰ στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 473 σὲ ἡλικία 97 ἐτῶν. Ἡ Ἐκκλησία
γιὰ τὴν προσωπικότητά του καὶ τὴν προσφορά του στὸν Χριστιανισμὸ τὸν
ἀνακήρυξε Μέγα.
Ἀπολυτίκιο
Εὐφραίνου ἔρημος ἡ οὐ τίκτουσα, εὐθύμησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα. ὅτι ἐπλήθυνε σοὶ τέκνα, ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος, εὐσεβείᾳ φυτεύσας, ἐγκρατείᾳ ἐκθρέψας, εἰς ἀρετῶν τελειότητα. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχᾶς ἡμῶν.
Ἐπιμέλεια κειμένου:Χριστόδουλος Ἠλιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.