Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Η μοναδικὴ περίπτωση δυνητικότητας στην Εκκλησία!



Τὸ εὐαγγέλιο τῆς Σταυροπροσκυνήσεως (Μάρκ. Η' 34-38): ἡ μοναδικὴ περίπτωση δυνητικότητας στὴν Ἐκκλησία

 

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

 

Στὴν ἐπαναφορὰ ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς κύκλους τῶν ἀντιοικουμενιστῶν, συγκοινωνούντων μὲ τὴν αἵρεση ἀντιαιρετικῶν (ἱστορικὴ πρωτοτυπία), τῆς δυνητικότητας καὶ τῶν ἐπιστημονικῶν πρωτείων τῆς δυνητικότητας τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ δὴ τοῦ 15ου, ἀπαντᾶ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεσπίζοντας τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, εἶχαν ὡς σκοπὸ τὴν ὁριοθέτηση τοῦ χριστιανικοῦ βίου μὲ βάση τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁλοκλήρωση ἀληθινῆς  καὶ ἐλεύθερης ἐν Χριστῷ ζωῆς. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες «δὲν εἶναι νομικοὶ κανονισμοί, ἀλλὰ ἐφαρμογὲς τῶν δογμάτων τῆς Εκκλησίας» (V. Lossky, Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 206), τῶν ὁποίων ἡ ἐφαρμογὴ καὶ ὑπεράσπιση, ἐφ’ ὅσον στοχεύει στὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι γιὰ κάθε συνειδητὸ Χριστιανὸ ὑποχρεωτική.

Ἡ ὑποχρεωτικὴ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μία τήρηση συμβατικῶν Κανόνων συμπεριφορᾶς ποὺ θεσπίστηκαν ἀπρόσωπα καὶ λειτουργοῦν γενικὰ ὡς Κανόνες συμβίωσης καὶ διαπροσωπικῆς γαλήνης καὶ εἰρήνης, ὥστε νὰ προσαρμόζονται στὴν θέληση καὶ δυνατότητα τοῦ κάθε πιστοῦ. Ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν προστασία καὶ τὸ ὀρθό βίωμα κοινωνίας καὶ σχέσης μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, «στὴν κατὰ περίπτωση ἀνόθευτη διαφύλαξη τῆς ἀναγκαίας γιὰ τὴν ζωὴ τῶν πιστῶν πληρότητος τοῦ περιεχομένου τῆς ἀληθείας τῆς ἀποκαλύψεως ἀπὸ κάθε παρανόηση ἢ παρέκκλιση, ἤτοι στὴν ὀρθὴ βίωση τῆς οὐσίας τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ἱστορίας» (Βλ. Φειδά, Ἱεροὶ Κανόνες καὶ Καταστατικὴ Νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σελ. 42).
ὑποχρεωτικὴ τήρηση τῶν Ἱ. Κανόνων δὲν εἶναι ἔργο προσωπικῆς δυνατότητας ἀλλὰ ὑπέρβαση τοῦ Ἐγώ μας. Ἡ ὑποχρεωτικὴ δηλ. τήρηση τῶν Ἱ. Κανόνων δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ τί ἐμεῖς προσωπικὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἀλλὰ μὲ ἂν θέλουμε νὰ τηρήσουμε τὶς Ἐντολές, ὁπότε ἔχουμε ἀμέριστη τὴν θεία βοήθεια, παίρνουμε τὴ Θ. Χάρη, ὥστε νὰ ὑπερβοῦμε τὸ Ἐγώ μας καὶ νὰ γίνουμε μέτοχοι, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στὸ σωτηριολογικὸ ἔργο Της. Καὶ οἱ δύο σχέσεις, μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, διακατέχονται ἀπὸ τὸ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ὑπέρβασης, ὑπέρβαση τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν μας. Ἐὰν δὲν ἰσχύουν αὐτὰ οἱ Ἱ. Κανόνες γίνονται τότε μέσα, ποὺ ἐγκλωβίζουν τὸν ἄνθρωπο στὴν μεσότητα καὶ στὸν συμβιβασμό, στὴν αὐτοδικαίωση καὶ στὴν ὑποδούλωση στὸ προσωπικό του θέλημα «Οὐδεὶς δύναται δυσὶν κυρίους δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6, 24).
Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν δίστασαν νὰ ἀναθεματίζουν, ὅποιος τοὺς ἀθετήσει (φανερὴ ἀποφατικὴ ἀπόδειξη τοῦ ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρα): «Βλέπε φοβερὸν λόγον ἀγαπητέ. Σὲ ὅσους καταφρονοῦν τοὺς θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες τῶν ἱερῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι στηρίζουν τὴν ἁγία Ἐκκλησία, κοσμοῦν ὅλη τὴν χριστιανικὴ πολιτεία καὶ ὁδηγοῦν πρὸς τὴν θεία εὐλάβεια, ἀνάθεμα» (Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σελ. 977 τοῦ 2ου τόμου τῶν συνοδικῶν).
Θεωρώντας τὸν κάθε Ἱ. Κανόνα ὡς ὑποχρεωτικὸ καὶ μὴ δυνητικὸ ἀπαρνούμαστε τὴν δουλεία τῶν παθῶν καὶ τῶν αἱρέσεων καὶ καλούμαστε οἰκειοθελῶς στὴν ἄλλη δουλεία, στὴν «ἐν Χριστῷ» δουλεία. Παράδοξος τρόπος νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι, ἀλλὰ ἀληθινός. Καλούμαστε νά ὑπομείνουμε μέσῳ τῆς μετανοίας καὶ τῆς τηρήσεως τῶν Κανόνων τὴν ἐξόντωση τῶν ἀδυναμιῶν μας, τήν ὑπαρξιακή μας, ὅσον εἶναι γιὰ τὸν καθένα δυνατόν, ἐξόντωση χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου Του, ὡς τήν μοναδικὴ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. «Ἄκουσα καὶ δὲν τήρησα... δὲν τήρησες; Καταδίκασες τὸν ἑαυτό σου κατὰ τὸ ἥμισυ˙ [δηλ. ἐπειδὴ νιώθεις ὅτι δὲν τήρησες τὸν νόμο]. Διότι αὐτὸς ποὺ καταδικάζει τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν τηρεῖ, προσπαθεῖ νὰ τηρήσει». (Χρυσοστόμου, λόγος 4ος περὶ μετανοίας).
Ἡ ἐλευθερία μας καί ἡ «ἐν Χριστῷ» δουλεία μας θεωροῦνται ἀλληλένδετες καὶ ὑποχρεωτικές, μὴ δυνητικές, προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας μας. Ἀκολούθως καὶ ἡ προάσπιση τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐτομάτως καὶ ὑπεράσπιση τῆς ἐλευθερία μας καί τῆς «ἐν Χριστῷ» δουλείας μας. Πόσῳ μάλλον, ὅταν ἡ μὴ ἐφαρμογὴ τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ ἡ ἐπαφὴ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπιφέρει καὶ μόλυνση, ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες: «Ἐκδιώξατε τὸν πονηρόν καὶ σκολιὸν ἐξ ὑμῶν, ἤ φύγετε ἀπ’ αὐτοῦ· ἐπειδὴ πᾶσα κακία μολύνει τὸν ἄνθρωπον. Διά τοῦτο καὶ ὁ Δαβίδ, φεύγων τοὺς πονηρούς, ἔλεγεν· “Οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος, καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μή εἰσέλθω. Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων”. Διὰ τί δέ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδὴ πάλιν λέγει ἀλλαχοῦ· “Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτός ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψῃς”. Καὶ γάρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετὰ σοῦ, τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε» (Μ. Ἀθανασίου, Ρήσεις καὶ ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Ἐξ Ἐπιστολῶν Παύλου).
Τὸ ἐρώτημα λοιπόν, ποὺ γεννιέται, δὲν εἶναι, ἂν εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ τηρήσω τὸν Κανόνα, ἀλλὰ ἂν θέλω νὰ εἶμαι Χριστιανός, μὲ ὅτι αὐτὸ συνεπάγεται. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ πραγματικὴ ἐλευθερία: Δικαίωμα ἐπιλογῆς ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωση ἐφαρμογῆς καὶ ὑπεράσπισης αὐτοῦ ποὺ ἐπέλεξα.
Σήμερα, τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ἀκούσαμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς λέει: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. ιστ´, 24).
Τὸ μόνο ποὺ ἔχει δυνητικὸ ἢ ἀκόμα, ἂν θέλει κανείς, καὶ προτρεπτικὸ χαρακτῆρα σὲ αὐτὰ τὰ λόγια, εἶναι τὸ «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν». Ὁ Χριστὸς σεβόμενος τὴν ἐλευθερία μας μᾶς ἀφήνει τὸ αὐτεξούσιο καὶ τὸ δυνητικὸ ποὺ τὸ συνοδεύει. Μετὰ ὅμως τὴν ἀπόφαση μας εἶναι ξεκάθαρος: Θέλεις νὰ σώσεις τὴν ψυχή σου, σήκωσε τὸν σταυρό σου καὶ ἀκολούθησέ με. Δὲν λέει, ἂν μπορεῖς, δὲν λέει ἂν θέλεις, ἀλλὰ σήκωσε, προστακτική· καὶ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ θὰ προσπαθήσεις μὲ κόπο νὰ σηκώσεις τὸ σταυρό σου, θὰ ἔλθει καὶ θὰ στὸν κάνει «ἐλαφρὸ» ἡ Θ. Χάρη.
Κάθε ἀντικατάσταση τῆς προστακτικῆς μὲ δυνητικοῦ χαρακτῆρα ἑρμηνεῖες ἀποτελεῖ συμβιβασμό, ἐπικάλυψη τῶν ἀδυναμιῶν καὶ παθῶν μας. Μήπως δὲ ξέρει μόνο Αὐτὸς ὅλα μας τὰ πάθη καὶ ὅλες μας τὶς ἀδυναμίες; Θέλει ὅμως νὰ τὰ ἀφήσουμε  ὅλα σὲ αὐτὸν καὶ ὄχι στὶς ὑποτιθέμενες δυνάμεις μας. Ὀρθά κοφτά, ξεκάθαρα ἀπαιτεῖ τὴν πλήρη ἔνταξη τῆς ζωῆς μας στὴ ζωή Του, στὴ δόξα Του, τὴν ὁποία συμβολίζει ὁ Σταυρός Του. Ὁ Σταυρὸς ποὺ σηκώνει καὶ ὁ κάθε πιστὸς ἐφαρμόζοντας ἐλευθέρως καὶ πιστὰ τοὺς Ἱ. Κανόνες καὶ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Διότι τὸ διακύβευμα εἶναι ἡ σωτηρία μας: «Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;».
Σημειωτέον, ὁ Χριστὸς δὲν ἀναφέρει πουθενά, ὅπως κάνουν σήμερα οἱ βασιλικώτεροι τοῦ Βασιλέως ποιμένες, ὡς προϋπόθεση ἀγῶνος πτυχία, ἀρετές, ἱκανότητες, κοινωνικὲς ἀναγνωρίσεις ἢ πρωτεῖα, ἀλλὰ ζητάει ἀπὸ ὅλους τοὺς πιστούς, ὡς ἐλεύθερα καὶ ἀγαπημένα τέκνα Του, τὸ ἴδιο καὶ Αὐτὸς θὰ κρίνει ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ καθενὸς πόσα τάλαντα πολλαπλασίασε ὁ καθένας μας.
Δὲν τηροῦμε ἕναν Κανόνα, διότι ἐπιφέρει ἢ δὲν ἐπιφέρει ἐπιτίμιο, πράγμα ποὺ δείχνει τὸν δοῦλο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ τήρηση αὐτὴ μᾶς φέρνει σὲ συμφωνία-κοινωνία μὲ τὸν Κύριο καὶ Θεό μας, πράγμα ποὺ δείχνει ἀγάπη, ἀγάπη ἐλευθερίας: «᾿Εὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰωαν. ιδ’,15). Αὐτὸς εἶναι ὁ χαρακτήρας τῶν Ἱ. Κανόνων. Ἄλλο ἡ ἀπὸ ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἢ πάθη πτώση στὴν προσπάθεια τήρησης ἑνὸς Κανόνος, μίας ἐντολῆς τοῦ Κυρίου, καὶ ἄλλο ἡ συνειδητὴ ἀναβολὴ ἢ ἀκόμα καὶ ἀκύρωση τους.
Ἡ μὴ τήρηση τῶν Ἱ. Κανόνων ἐπιφέρει στὸν ἐλεύθερο ἄνθρωπο τύψεις, στὸν συμβιβασμένο ἀνάπαυση. «Πολλοὶ εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν, λίγοι ὅμως αὐτοὶ ποὺ πράττουν. Καὶ ὅμως κανεὶς δὲν ἔπρεπε νὰ νοθεύει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ λόγω τῆς δικῆς του ἀμέλειας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μία νὰ ὁμολογεῖ τὴν δική του ἀσθένεια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ μὴν ἀποκρύπτει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴν γίνουμε ὑπόδικοι λόγω τῆς παράβασης τῶν ἐντολῶν Του καὶ τῆς τοῦ λόγου «τοῦ Θεοῦ παρεξηγήσεως» (Ἁγ. Μαξίμου, κεφ. 85 τῆς 4ης ἑκατοντ. τῶν περὶ ἀγάπης, σελ. 329 τῆς Φιλοκαλίας).
Ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ Χριστὸς εὐλόγησε τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀσυμβίβαστη μαρτυρία καὶ ὁμολογία, τὴν ὑποχρεωτικὴ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του καὶ ὄχι τὸν συμβιβασμὸ καὶ τὴν μεσότητα. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Β' Κορ. 6, 17-18). Γι’αὐτὸν τὸν λόγο εἶναι ὑποχρεωτικὸς καὶ ὁ 15ος Κανόνας, ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Διότι δείχνει, τὴν ἐλεύθερη βούληση μας να συνταχθοῦμε, πιστοὶ στὴν ὁμολογία τῆς Βαπτίσεώς μας, μὲ τὸν Χριστό, ὡς πραγματικὰ τέκνα Του, μὴ φοβούμενοι ἐπιτίμια, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀκλόνητη πεποίθηση, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια, ἡ Μία Πίστη.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.