Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

«Τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες… Ευλογείτε τους διώκοντας …και μη καταράσθε»



ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (:Προς Ρωμ. 12, 6-14)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
   


«Καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν, οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ᾿ εἷς ἀλλήλων μέλη (:διότι όπως σε ένα σώμα έχουμε πολλά μέλη και όλα τα μέλη δεν έχουν το ίδιο έργο, έτσι οι πολλοί πιστοί στην Εκκλησία είμαστε ένα σώμα εξαιτίας της ενώσεώς μας με τον Χριστό, και ο καθένας μας είμαστε μέλη ο ένας του άλλου. Συνεπώς οφείλουμε να συνεργαζόμαστε με ταπείνωση και ο καθενός να υπηρετεί όλο το σώμα της Εκκλησίας)» [Ρωμ.12,4-5]
   Πάλι χρησιμοποιεί το ίδιο παράδειγμα, που χρησιμοποίησε και στην επιστολή προς τους Κορινθίους, για να καταπολεμήσει το ίδιο ακριβώς πάθος· καθόσον είναι μεγάλη η δύναμη του φαρμάκου και η επίδραση του παραδείγματος αυτού προς διόρθωση της αρρώστιας της αλαζονείας. «Για ποιο λόγο, λοιπόν», λέγει, «υπερηφανεύεσαι εσύ; Ή γιατί πάλι  άλλος εξευτελίζει τον εαυτό του; Δεν είμαστε ένα σώμα όλοι, και μεγάλοι και μικροί; Όταν λοιπόν κατά το σπουδαιότερο είμαστε ένα και μέλη ο ένας του άλλου, γιατί με την αλαζονεία ξεχωρίζεις τον εαυτό σου; Γιατί περιφρονείς τον αδελφό σου; Εφόσον, όπως ακριβώς εκείνος είναι μέλος σου, έτσι και εσύ είσαι μέλος εκείνου· και είναι μεγάλη και ως προς αυτό η ισοτιμία σας».
    Αναφέρει λοιπόν δύο πράγματα που είναι ικανά να εξαλείψουν την αλαζονεία τους· και ότι είμαστε μέλη ο ένας του άλλου, όχι ο μικρός του μεγάλου μόνο, αλλά και ο μεγάλος του μικρότερου, και ότι όλοι αποτελούμε ένα σώμα· ή καλύτερα και τρία· καθόσον έδειξε πως είναι χάρισμα αυτό που μας δόθηκε. Μην υπερηφανεύεσαι λοιπόν· γιατί το χάρισμα σου δόθηκε από τον Θεό, δεν το έλαβες εσύ, ούτε το βρήκες. Γι’ αυτό και μιλώντας για τα χαρίσματα, δεν είπε ότι «ο ένας έλαβε μεγαλύτερο και ο άλλος μικρότερο», αλλά τι; Είπε ότι ο καθένας έλαβε «διαφορετικό» χάρισμα. «Έχοντας λοιπόν», λέγει, «χαρίσματα», όχι μεγαλύτερα και μικρότερα, αλλά «διαφορετικά».
    Τι σημασία έχει, αν δεν σου όρισε τα ίδια; Όμως το σώμα είναι το ίδιο. Και αρχίζοντας από χάρισμα, καταλήγει σε κατόρθωμα· γιατί, αφού ανέφερε την προφητεία και τη διακονία και όλα τα παρόμοια, κατέληξε στην ελεημοσύνη, στην προθυμία και στη βοήθεια. Επειδή λοιπόν ήταν φυσικό μερικοί να είναι ενάρετοι, αλλά να μην έχουν ικανότητα για προφητεία, δείχνει ότι και το να έχει κανένας αρετή είναι χάρισμα, και μάλιστα πολύ μεγαλύτερο από εκείνο, όπως ακριβώς έδειξε στην προς Κορινθίους επιστολή, και τόσο μεγαλύτερο μάλιστα, όσο ότι το ένα έχει μισθό, ενώ το άλλο, η προφητεία, στερείται κάθε αμοιβής, καθόσον όλο είναι δωρεά και χάρη.  Γι' αυτό λέγει: «ἔχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως (:και έχοντας διάφορα χαρίσματα και ικανότητες, ανάλογα με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που μας δόθηκε, ας αρκούμαστε σε αυτές, και ας μη ζητούμε εγωιστικά εκείνο που δεν μας έδωσε το Άγιο Πνεύμα. Είτε δηλαδή έχουμε το χάρισμα της προφητείας, ας προφητεύουμε ανάλογα με το χάρισμα που δόθηκε στον καθένα σύμφωνα με τον βαθμό της πίστεώς του)» [Ρωμ. 12,6].
    Αφού λοιπόν τους παρηγόρησε αρκετά, θέλει να τους βάλει και σε αγωνία, και να τους κάνει πιο πρόθυμους, αποδεικνύοντας ότι αυτοί οι ίδιοι δίνουν τις αφορμές για να λάβουν μεγαλύτερο ή μικρότερο χάρισμα. Βέβαια λέγει ότι αυτό δόθηκε και από τον Θεό, όπως όταν λέγει: «ἑκάστῳ ὡς ὁ Θεὸς ἐμέρισε μέτρον πίστεως (:ανάλογα με το χάρισμα που μοίρασε ο Θεός στον καθένα· και μη νομίσετε ότι τα χαρίσματα δίνονται στον καθένα για να του γίνονται αφορμή αμαρτωλής καυχήσεως και αλαζονείας. Δίνονται για να υπηρετεί ο καθένας τους άλλους και το σύνολο της Εκκλησίας)» [Ρωμ.12,3] ή «κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν (:σύμφωνα με τη χάρη, που μας έχει δοθεί από το Άγιο Πνεύμα)» [Ρωμ.12,6], για να συγκρατήσει τους υπερήφανους, λέγει όμως ότι και από αυτούς έγινε η αρχή, για να παρακινήσει τους αδιάφορους, πράγμα που κάνει και στην προς Κορινθίους επιστολή, μιλώντας και για τα δύο αυτά.
    Όταν δηλαδή λέγει «ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (:επιδιώκετε λοιπόν με ζήλο τα χαρίσματα που φέρνουν μεγαλύτερη ωφέλεια, και γι’ αυτό είναι και ανώτερα. Και τώρα σας δείχνω ένα πολύ ανώτερο ακόμα δρόμο, και μέσο έξοχο και υπέροχο, με το οποίο αποκτώνται τα καλύτερα χαρίσματα. Και το μέσο αυτό είναι η αγάπη)» [Α΄Κορ.12,31]· δείχνει πως και αυτοί είναι αίτιοι για τα διαφορετικά χαρίσματα που δίνονται, αλλά όταν λέγει: «πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται (:και όλα αυτά τα πολλά και ποίκιλα χαρίσματα ενεργεί το ένα και το αυτό Άγιο Πνεύμα, το οποίο μοιράζει ιδιαιτέρως και χωριστά στον καθένα σύμφωνα με την Θεία του θέληση. Και η θέληση του αυτή δεν είναι μεροληπτική και αυθαίρετη, αλλά πάντοτε αποβλέπει από συμφέρον και εκείνου στον οποίου δίνετε χάρισμα, αλλά και όλου του σώματος της εκκλησίας)» [Α΄Κορ.12,11], αποδεικνύει εκείνο, το ότι δηλαδή δεν πρέπει να υπερηφανεύονται εκείνοι που έχουν λάβει, μετριάζοντας από παντού το πάθος τους, πράγμα ακριβώς που κάνει και εδώ. Και πάλι για να ενισχύσει τους απελπισμένους λέγει: «εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως (:είτε δηλαδή έχουμε προφητικό χάρισμα, ας προφητεύουμε ανάλογα με το χάρισμα που δόθηκε στον καθένα σύμφωνα με τον βαθμό της πίστεώς του)»· γιατί, αν και είναι χάρη, όμως δεν δίνεται τυχαία, αλλά λαμβάνοντας τα μέτρα από εκείνους που τη δέχονται, τόση παρέχεται, όσο ανάλογο είναι το σκεύος πίστεως στο οποίο προσφέρεται.
     «Εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ (:είτε έχουμε χάρισμα εκκλησιαστικής διακονίας, ας μένουμε στο χάρισμα αυτό της διακονίας)»· εδώ αναφέρει κάτι το γενικό, που αφορά όλους, καθόσον διακονία ονομάζεται το αποστολικό έργο. Και κάθε πνευματικό έργο είναι διακονία. Βέβαια η ονομασία αυτή ανήκει σε ειδική φροντίδα, αλλά εδώ λέχθηκε με γενική έννοια.
   «εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ (:είτε είναι κανείς διδάσκαλος των θείων αληθειών, ας μένει στη διδασκαλία και ας αρκείται να εξηγεί τις αλήθειες που αποκαλύπτονται από τους προφήτες και περιλαμβάνονται στον λόγο του Θεού)». Πρόσεχε πως αναφέρει αυτά αδιάφορα με ποια σειρά, πρώτα το μικρό και τελευταία το μεγάλο, για να διδάξει αυτό ακριβώς το ίδιο, το να μην αλαζονεύονται δηλαδή και να μην υπερηφανεύονται.
  «εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει (:και εκείνος που έχει το χάρισμα να προτρέπει στην αρετή και στην εφαρμογή των θείων αληθειών, τις οποίες αποκαλύπτει βέβαια ο προφήτης, εξηγεί όμως ο διδάσκαλος, ας μένει στο έργο της προτροπής)» [Ρωμ.12,8]. Και αυτό είναι είδος διδασκαλίας. Λέγει: «ἄνδρες ἀδελφοί, εἰ ἔστι λόγος ἐν ὑμῖν παρακλήσεως πρὸς τὸν λαόν, λέγετε (:άνδρες αδελφοί, εάν έχετε να πείτε κάποιο λόγο προτρεπτικό και διδακτικό για το λαό, μιλήστε· εάν έχετε λόγο διδασκαλίας και παρηγορίας προς τον λαό, λέγετέ τον)» [Πράξ.13,15].
    Στη συνέχεια για να δείξει ότι δεν είναι μεγάλο κέρδος να ασκεί κανείς την αρετή, αν δεν γίνεται αυτό με τον κατάλληλο νόμο και τρόπο, προσθέτει: «ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι  (:εκείνος που έχει κλίση να μοιράζει από τα αγαθά του στους φτωχούς, ας το κάνει αυτό με απλότητα, χωρίς επίδειξη ή άλλα εγωιστικά ελατήρια)»· διότι δεν φτάνει το να δώσουμε, αλλά πρέπει και με γενναιοδωρία να το κάνουμε αυτό· γιατί απλότητα αυτό αναγνωρίζει παντού, επειδή και οι πέντε μωρές παρθένες της παραβολής είχαν λάδι, αλλά επειδή δεν είχαν αρκετό, τα έχασαν όλα [βλ. Ματθ. 25,1-13].
    «ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ (:εκείνος στον οποίο ανατέθηκε η επιστασία, η φροντίδα κι η επιμέλεια οποιουδήποτε καλού έργου, ας επιστατεί με προθυμία και δραστηριότητα)» [Ρωμ.12,8]· γιατί δεν αρκεί το να είναι προϊστάμενος, εάν δεν εργάζεται με ζήλο.
   «ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι (:και εκείνος που κάνει ελεημοσύνη, ας ελεεί με χαρά και καλοσύνη)»· γιατί δεν φτάνει το να ελεήσει κανείς, αλλά πρέπει να το κάνει αυτό με γενναιοδωρία και με διάθεση χωρίς λύπη· ή καλύτερα, όχι μόνο με διάθεση χωρίς λύπη, αλλά και με ευχάριστη και χαρούμενη. Γιατί δεν είναι το ίδιο το να μη λυπάται κανείς και το να χαίρεται.
    Και αυτό ακριβώς τόνιζε με προσοχή, όταν έγραφε και στους Κορινθίους. Προτρέποντας λοιπόν για γενναιοδωρία, έλεγε: «ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει. ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία (:και πρέπει να γνωρίζετε αυτό, ότι εκείνος που σπέρνει με τσιγγουνιά, με τσιγγουνιά και θα θερίσει. Και εκείνος που σπέρνει άφθονα, άφθονα και θα θερίσει. Ο καθένας ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του)». Και διορθώνοντας τη διάθεση, έλεγε στη συνέχεια: «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός (:χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται· διότι ο Θεός αγαπά εκείνον που δίνει με προθυμία και χαρούμενο πρόσωπο)»[Β΄ Κορ. 9,6-7]· γιατί και τα δύο πρέπει να παραβρίσκονται σε εκείνον που ελεεί, δηλαδή και αφθονία και ευχαρίστηση.
   Για ποιο λόγο λοιπόν κλαις και στενοχωριέσαι για όσα χρήματα χάνεις επειδή δίνεις ελεημοσύνη και γιατί στενοχωριέσαι όταν ελεείς, προδίδοντας έτσι τον καρπό του κατορθώματος; Καθόσον, αν στενοχωριέσαι, δεν ελεείς, αλλά είσαι σκληρός και απάνθρωπος. Γιατί αν εσύ στενοχωριέσαι, πώς θα μπορέσεις να ανορθώσεις τον λυπημένο; Γιατί είναι ανάγκη να μην υποψιασθεί εκείνος κανένα πονηρό, και όταν δίνεις με χαρά. Επειδή λοιπόν τίποτε δεν φαίνεται στους ανθρώπους να είναι τόσο αισχρό, όσο το να λαμβάνουν από άλλους, αν δεν εξαφανίσεις με την υπερβολική χαρά την υποψία και δεν δείξεις ότι λαμβάνεις μάλλον παρά δίνεις, περισσότερο ταπείνωσες παρά ανακούφισες εκείνον που λαμβάνει.  Γι' αυτό λέγει: «ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι (:εκείνος που ελεεί, ας προσφέρει την ελεημοσύνη του με γλυκύτητα και καλοσύνη)». Γιατί ποιος λαμβάνει βασιλεία και είναι σκυθρωπός; Ποιος δέχεται συγχώρηση αμαρτημάτων και παραμένει κατηφής; Μην προσέχεις λοιπόν στη δαπάνη των χρημάτων, αλλά στο κέρδος που έρχεται από τη δαπάνη. Γιατί, αν εκείνος που σπέρνει χαίρεται, παρόλο βέβαια που σπέρνει πάνω στην αβεβαιότητα, πολύ περισσότερο πρέπει να χαίρεται εκείνος που καλλιεργεί τον ουρανό. Έτσι και αν ακόμη δώσεις λίγα, θα δώσεις πολλά· όπως πάλι, αν δώσεις με σκυθρωπό ύφος, και αν ακόμη δώσεις πολλά, έκανες λίγα τα πολλά. Έτσι και η χήρα με δύο λεπτά ξεπέρασε πολλά τάλαντα, γιατί ήταν γενναιόδωρη η διάθεσή της.
    «Και πώς είναι δυνατό», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «να κάνει κανείς με προθυμία αυτό, όταν ζει μέσα στη χειρότερη φτώχεια και στερείται τα πάντα;» Ρώτησε τη φτωχή χήρα του Ευαγγελίου που με το δίλεπτό της για το κουτί υπέρ των φτωχών επαινέθηκε από τον ίδιο τον Κύριο [βλ. Μάρκ. 12, 41-44: «Τότε ο Ιησούς κάθισε απέναντι απ’ το θησαυροφυλάκιο του ναού και παρατηρούσε πώς ο πολύς λαός έριχνε χάλκινα κέρματα στο θησαυροφυλάκιο. Και πολλοί πλούσιοι έριχναν πολλά. Ήλθε και μια φτωχή χήρα κι έριξε δύο λεπτά, δηλαδή έναν κοδράντη. Κάλεσε τότε ο Ιησούς τους μαθητές Του και τους είπε: “Αληθινά σας λέω ότι η φτωχή αυτή χήρα έριξε περισσότερα απ’ όλους αυτούς που ρίχνουν χρήματα στο θησαυροφυλάκιο· διότι όλοι αυτοί έριξαν απ’ το περίσσευμά τους. Αυτή όμως έριξε από το υστέρημά της και από την τέλεια φτώχεια της όλα όσα είχε, όλη την περιουσία της”»] και θα ακούσεις τον τρόπο και θα μάθεις ότι δεν κάνει τη δυσχέρεια η φτώχεια, αλλά η διάθεση κάνει και αυτό και το αντίθετο. Γιατί μπορεί κανείς και στη φτώχεια να είναι μεγαλόψυχος και στον πλούτο μικρολόγος. Γι’ αυτό και στη μετάδοση αγαθών ζητάει τη γενναιοδωρία και στην ελεημοσύνη τη χαρά και στην προστασία τον ζήλο· γιατί δεν θέλει να βοηθούμε μόνο με χρήματα εκείνους που έχουν ανάγκη, αλλά και με λόγια και με πράγματα και με το σώμα και με όλα τα άλλα. Και αφού είπε την πρώτη προστασία που γίνεται με τη διδασκαλία και με τη νουθεσία( γιατί αυτή είναι πιο αναγκαία, αφού είναι και τροφή της ψυχής), ήρθε στην προστασία που γίνεται με τα χρήματα και όλα τα άλλα.
Έπειτα, για να δείξει πώς μπορεί να κατορθωθούν αυτά, παρουσιάζει τη μητέρα των αγαθών, την αγάπη. «Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος (:Η αγάπη σας ας είναι πάντοτε ειλικρινής, απαλλαγμένη από κάθε υποκρισία και ιδιοτέλεια)» [Ρωμ.12,9]. Αν έχεις αυτή, δεν θα καταλάβεις τη δαπάνη των χρημάτων, ούτε τον κόπο των σωμάτων, ούτε την κούραση των λόγων, ούτε τον ιδρώτα και τη διακονία, αλλά θα τα υποφέρεις όλα γενναία, είτε με το σώμα, είτε με χρήματα, είτε με λόγο, είτε με οτιδήποτε άλλο πρέπει να βοηθήσεις τον πλησίον. Όπως ακριβώς λοιπόν δεν απαιτεί μόνο μετάδοση αγαθών, αλλά μετάδοση με γενναιοδωρία, ούτε προστασία, αλλά προστασία με ζήλο, ούτε ελεημοσύνη, αλλά ελεημοσύνη με χαρά, έτσι και δεν απαιτεί απλώς αγάπη, αλλά αγάπη χωρίς υποκρισία· επειδή και αυτό αγάπη είναι, και αν γίνει αυτό, όλα τα άλλα ακολουθούν. Καθόσον εκείνος που ελεεί, ελεεί με χαρά, γιατί στον εαυτό του δίνει· και εκείνος που προΐσταται, προΐσταται με ζήλο, γιατί τον εαυτό του βοηθάει· και εκείνος που δίνει κάτι, το κάνει αυτό με γενναιοδωρία, γιατί στον εαυτό του δίνει.
    Έπειτα επειδή υπάρχει και αγάπη για πονηρά πράγματα, όπως είναι η αγάπη των ακόλαστων, η αγάπη όσων συμφωνούν για χρήματα και αρπαγές, ή για μεθύσια και συμπόσια, για να καθαρίσει την αγάπη απ’ αυτά, λέγει: «ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν (:να αποστρέφεστε με όλη σας τη δύναμη το πονηρό)». Και δεν είπε «να απέχετε» αλλά «να μισείτε», και όχι απλώς να το μισείτε, αλλά και υπερβολικά να το μισείτε· διότι η πρόθεση «ἀπό» πολλές φορές σημαίνει επίταση εκείνου με το οποίο συντίθεται, όπως όταν λέγει «ἀποκαραδοκία (:συνεχή έντονη αναμονή)» [Ρωμ. 8,19] και «ἀπεκδεχόμενοι (:προσδοκώντας με πολύ μεγάλη αδημονία, ανυπομονησία)» [Ρωμ.8,23].
    Επειδή λοιπόν πολλοί, αν και δεν πράττουν τα κακά, έχουν όμως την επιθυμία γι΄ αυτά,  γι' αυτό είπε: «να τα αποστρέφεστε και να τα μισείτε με όλη σας τη δύναμη». Γιατί αυτός θέλει και η σκέψη μας να είναι καθαρή και να έχουμε εμείς για την κακία μεγάλη έχθρα και μίσος και πόλεμο. «Να μη νομίσετε λοιπόν, επειδή είπα», λέγει, «να αγαπήσετε ο ένας τον άλλο, ότι εννοώ μέχρι το σημείο αυτό, ώστε και στα κακά να συνεργάζεστε μεταξύ σας· γιατί εντελώς το αντίθετο νομοθετώ· να είσαι ξένος όχι μόνο από την πράξη, αλλά και από τη διάθεση για την κακία· και όχι μόνο να είσαι ξένος από τη διάθεση αυτή, αλλά και υπερβολικά να την αποστρέφεσαι και να τη μισείς».
     Και δεν αρκείται μόνο σε αυτό, αλλά και τη διάπραξη της αρετής ορίζει λέγοντας: «κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ (:να είστε και να μένετε πάντοτε προσκολλημένοι στο αγαθό)». Δεν είπε «να κάνετε μόνο» αλλά και «να είστε συνέχεια στο καλό»· γιατί αυτό δήλωσε με το να παραγγείλει να είναι προσηλωμένοι. Έτσι και ο Θεός, όταν ένωνε τον άνδρα με τη γυναίκα, έλεγε: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν (:εξαιτίας του στενού αυτού συνδέσμου του άντρα προς τη γυναίκα, στο μέλλον κάθε άντρας θα αφήνει τον πατέρα και τη μητέρα του και θα συνδέεται στενότατα με τη γυναίκα του, ώστε οι δύο να γίνουν πλέον μία σάρκα δια της συζυγίας)» [Γεν.2,24].
    Στη συνέχεια αναφέρει τις αιτίες, για τις οποίες πρέπει ο ένας να αγαπάει τον άλλο: «τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι (:με την ειλικρινή και αδελφική αγάπη να γίνεστε φιλόστοργοι ο ένας στον άλλον)» [Ρωμ.12,10]. «Είστε αδελφοί», λέγει, «και γεννηθήκατε από τους ίδιους πόνους του τοκετού· επομένως και  γι' αυτό θα ήταν δίκαιο να αγαπάτε ο ένας τον άλλο». Το ίδιο έλεγε και ο Μωυσής σε εκείνους τους Εβραίους που φιλονικούσαν και είχαν έρθει στα χέρια στην Αίγυπτο: «ἄνδρες, ἀδελφοί ἐστε ὑμεῖς· ἵνα τί ἀδικεῖτε ἀλλήλους; (:Άνθρωποί μου, εσείς είστε μεταξύ σας αδέλφια. Γιατί αδικείτε ο ένας τον άλλο;)» [Πράξ. 7,26· πρβλ. Έξ. 2,13-14].
    Όταν λοιπόν αναφέρεται στους μη Χριστιανούς λέγει «εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες (:όσο εξαρτάται από σας, προσπαθείτε να έχετε ειρηνικές σχέσεις με όλους τους ανθρώπους, αν είναι δυνατόν)» [Ρωμ. 12,18], όταν όμως μιλάει για τους πιστούς λέγει: «τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι (:με την ειλικρινή και αδελφική αγάπη να γίνεστε φιλόστοργοι ο ένας προς τον άλλον)». Εκεί δηλαδή ζητάει το να μη φιλονικούν και το να αγαπούν, και όχι απλώς να αγαπούν, αλλά και να αισθάνονται στοργή. «Γιατί δεν πρέπει», λέγει, «η αγάπη να είναι μόνο χωρίς υποκρισία, αλλά να είναι δυνατή και ζωηρή και ολόθερμη».
    Γιατί ποιο το κέρδος, αν αγαπάς βέβαια χωρίς δόλο, αλλά δεν αγαπάς με θέρμη; Γι' αυτό και είπε «να είστε φιλόστοργοι μεταξύ σας», δηλαδή και να αγαπάς, και να αγαπάς θερμά. Να μην αρκείσαι να αγαπιέσαι από άλλον, αλλά ο ίδιος να τρέχεις σε αυτό και να κάνεις την αρχή. Γιατί έτσι θα κερδίσεις και τον μισθό της δικής του αγάπης. Αφού είπε λοιπόν την αιτία, για την οποία πρέπει να αγαπούμε ο ένας τον άλλο, λέγει και πώς θα μπορούσε να γίνει σταθερή η αγάπη.  Γι' αυτό και προσθέτει: «τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι (:να προλαβαίνει ο καθένας να αποδίδει πρώτος την τιμή στους άλλους και να μη σπεύδει να ζητεί για τον εαυτό του τιμές και πρωτοκαθεδρίες)». Γιατί έτσι η αγάπη και γίνεται και αφού γίνει, παραμένει. Και τίποτε δεν κάνει τόσο φίλους, όσο το να προσπαθεί κανείς να ξεπεράσει τον πλησίον του στην τιμή. Και όχι μόνο αγάπη, αλλά και τιμή μεγαλύτερη γίνεται από εδώ· γιατί τα όσα προαναφέρθηκαν προέρχονται από την αγάπη, αλλά η αγάπη γίνεται από την τιμή, όπως ακριβώς λοιπόν και η τιμή από την αγάπη.
   Στη συνέχεια, για να μην τιμούμε μόνο, απαιτεί και κάτι άλλο παραπάνω λέγοντας «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί (:στην προθυμία και στον ζήλο που απαιτείται για κάθε θεάρεστο έργο να μην είστε δυσκίνητοι και οκνηροί)» [Ρωμ.12,11]. Γιατί πραγματικά και αυτό γεννάει αγάπη, όταν μαζί με την τιμή δείξουμε και φροντίδα για κάποιον. Καθόσον τίποτε δεν συμβάλλει τόσο στο να αγαπιέται κανείς, όσο η τιμή και η φροντίδα. Γιατί δεν φθάνει το να αγαπάει, αλλά χρειάζεται και αυτό. Ή καλύτερα, από την αγάπη γίνεται και αυτό, όπως ακριβώς λοιπόν και η αγάπη από αυτό διαθερμαίνεται, και τον ένα δημιουργεί ο άλλος· καθόσον υπάρχουν πολλοί που αγαπούν με τη σκέψη τους, αλλά δεν απλώνουν το χέρι για βοήθεια.  Γι' αυτό από παντού οικοδομεί την αγάπη.
    Και πώς θα ήταν δυνατό να μη γίνουμε οκνηροί στο ζήλο; «Τῷ πνεύματι ζέοντες (:οι εσωτερικές σας πνευματικές δυνάμεις να είναι γεμάτες από θερμή αφοσίωση και πάντοτε ζεστές από την πνευματική φλόγα του Αγίου Πνεύματος)». Πρόσεχε πώς παντού ζητάει τις επιτάσεις. Γιατί δεν είπε  μόνο: «να δίνετε κάτι», αλλά «να δίνετε κάτι με αφθονία, με απλοχεριά», ούτε «να είστε προϊστάμενοι», αλλά «να εργάζεστε με ζήλο», ούτε είπε απλώς και μόνο «να ελεείτε» ,αλλά «να ελεείτε με χαρά», ούτε μόνο «να τιμάτε», αλλά «να ξεπερνάτε τους άλλους στις τιμές», ούτε μόνο «να αγαπάτε», αλλά «να αγαπάτε χωρίς υποκρισία», ούτε «να απέχετε από τα κακά», αλλά «να τα αποστρέφεστε και να τα μισείτε τα κακά», ούτε «να επιδιώκετε τα αγαθά», αλλά «να προσηλώνεστε στους τρόπους απόκτησης των αιωνίων αγαθών», ούτε απλώς «να αγαπάτε», αλλά «να αγαπάτε με φιλοστοργία», ούτε «να είστε πρόθυμοι», αλλά «όχι με οκνηρία», ούτε «να έχετε το πνεύμα», αλλά «να έχετε το θερμό πνεύμα, δηλαδή, για να είστε θερμοί και σε εγρήγορση». Εάν λοιπόν έχεις εκείνα που προαναφέρθηκαν, θα προσελκύσεις το Άγιο Πνεύμα· εάν παραμένει Αυτό κοντά σου, και προς εκείνα θα σε κάνει να τρέξεις, και όλα από το Άγιο Πνεύμα και την αγάπη θα είναι εύκολα, αφού και από τις δύο μεριές θα είσαι πυρωμένος. Δεν βλέπεις πως οι ταύροι, που έχουν επάνω στη ράχη τους τη φλόγα, είναι σε όλους αφόρητοι; Έτσι και εσύ θα είσαι αφόρητος στον διάβολο, αν λάβεις και από τις δύο μεριές τη φλόγα.
   «τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες (:Με όλα αυτά τα χαρίσματα και τις αρετές να υπηρετείτε τον Κύριο ως αφοσιωμένοι δούλοι Του)». Με όλα αυτά δηλαδή είναι δυνατό να υπηρετήσεις τον Θεό. Γιατί, όσα κάνεις στον αδελφό σου, πηγαίνουν στον Κύριό σου, και ευεργετούμενος Αυτός, αμέσως σου λογαριάζει τον μισθό. Είδες πού οδήγησε το φρόνημα εκείνου που κάνει αυτά;
    Στη συνέχεια, για να δείξει πώς μπορεί να αναφθεί η φλόγα του Πνεύματος, λέγει: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες (:η ακλόνητη ελπίδα σας στα μελλοντικά αγαθά να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, από την οποία θα παίρνετε μεγάλη βοήθεια για όλες αυτές τις αρετές, καθώς και για τις δύσκολες περιστάσεις της ζωής)». Γιατί όλα αυτά είναι προσανάμματα της φωτιάς εκείνης. Επειδή δηλαδή απαίτησε και δαπάνη χρημάτων και σωματικό κόπο και προστασία και ζήλο και διδασκαλία και τα άλλα τα επίπονα, προετοιμάζει πάλι τον αθλητή με την αγάπη, με το Πνεύμα, με την ελπίδα. Γιατί τίποτε δεν κάνει την ψυχή τόσο γενναία και τολμηρή σε όλα, όσο η αγαθή ελπίδα.
     Έπειτα και πριν από τα ελπιζόμενα αγαθά δίνει πάλι άλλο έπαθλο. Επειδή δηλαδή η ελπίδα ανήκε στα μελλοντικά, λέγει: «να έχετε υπομονή στη θλίψη». Γιατί και πριν από τα μελλοντικά, θα κερδίσεις στο παρόν μεγάλο καλό από τη θλίψη, το να γίνεσαι καρτερικός και δόκιμος. Και μαζί με αυτό δίνει και άλλη βοήθεια λέγοντας: «τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες (:να επιμένετε πάντοτε με προθυμία και ζήλο στην προσευχή)». Όταν λοιπόν και η αγάπη κάνει εύκολο το πράγμα, και το Άγιο Πνεύμα βοηθάει, και η ελπίδα ελαφρύνει, και η θλίψη σε κάνει δόκιμο και ικανό για να τα υποφέρεις όλα γενναία, και έχεις μαζί με αυτά και άλλο όπλο πάρα πολύ μεγάλο, την προσευχή και τη βοήθεια από την παράκληση, ποιο από τα προστάγματα πλέον θα είναι δύσκολο; Κανένα. Είδες πώς από παντού στήριξε τον αθλητή και έδειξε πολύ ελαφρά τα προστάγματα;
   Πρόσεχε πάλι πώς καταπιάνεται με την ελεημοσύνη ή καλύτερα όχι απλώς με την ελεημοσύνη, αλλά με την ελεημοσύνη στους Χριστιανούς. Γιατί με το να πει παραπάνω, «ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι (:εκείνος που ελεεί, ας προσφέρει την ελεημοσύνη του με γλυκύτητα και καλοσύνη)», άνοιξε το χέρι σε όλους· εδώ όμως ομιλεί για ελεημοσύνη υπέρ των πιστών. Γι' αυτό και προσθέτει λέγοντας: «ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες (:να συμμετέχετε και να βοηθάτε στις ανάγκες των Χριστιανών)». Δεν είπε: «να δίνετε στις ανάγκες τους», αλλά «να μετέχετε στις ανάγκες τους», δείχνοντας ότι μεγαλύτερα παίρνουν παρά δίνουν, και ότι το πράγμα είναι εμπορία· γιατί είναι κοινωνία. Προσφέρεις εσύ χρήματα; Σου προσφέρουν εκείνοι την παρρησία προς τον Θεό.
   «τὴν φιλοξενίαν διώκοντες (:να επιδιώκετε τη φιλοξενία χωρίς να περιμένετε οι ξενιτεμένοι αδελφοί να σας τη ζητήσουν)». Δεν είπε «να εκτελείτε», αλλά «να επιδιώκετε», διδάσκοντάς μας να μην περιμένουμε πότε να έρθουν σε εμάς εκείνοι που έχουν ανάγκη, αλλά να τρέχουμε πίσω τους και να τους καταδιώκουμε.
    Αυτό έκανε ο Λωτ, αυτό έκανε ο Αβραάμ. Καθόσον την ημέρα την ξόδεψε σε αυτό, περιμένοντας το καλό αυτό κυνήγι, και όταν το είδε, αναπήδησε και έτρεξε να το συναντήσει, και προσκύνησε μέχρι το έδαφος και είπε: «Κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου (:Κύριε, εάν τυχόν βρήκα χάρη ενώπιόν Σου, μην καταφρονήσεις τον δούλο Σου)» [Γεν. 18,3]. Όχι όπως εμείς, όταν δούμε κάποιον ξένο ή φτωχό, κατεβάζουμε τα φρύδια μας και δεν τους θεωρούμε άξιους ούτε για χαιρετισμό. Και αν ύστερα από χίλια παρακάλια μαλακώσουμε και διατάξουμε τον υπηρέτη να δώσει λίγα χρήματα, νομίζουμε πως κατορθώσαμε το παν. Όμως εκείνος δεν συμπεριφερόταν έτσι, αλλά πήρε τη θέση του ικέτη και του υπηρέτη, αν και βέβαια δεν ήξερε ποιους επρόκειτο να υποδεχθεί. Εμείς όμως, αν και γνωρίζουμε καλά ότι υποδεχόμαστε τον Χριστό, ούτε έτσι γινόμαστε μαλακοί. Αλλά εκείνος βέβαια και παρακαλεί και ικετεύει και προσκυνεί, ενώ εμείς βρίζουμε εκείνους που μας πλησιάζουν· και εκείνος τα καταφέρνει όλα μόνος του και με τη γυναίκα του, ενώ εμείς δεν τα καταφέρνουμε ούτε με τους υπηρέτες μας.
     Εάν όμως θα ήθελες να δεις και το τραπέζι που παράθεσε, θα δεις και εδώ πολλή γενναιοδωρία. Τη γενναιοδωρία όμως δεν την έκανε η αφθονία των χρημάτων, αλλά ο πλούτος της διαθέσεως. Πόσοι λοιπόν πλούσιοι υπήρχαν τότε; Αλλά κανένας δεν έκανε τίποτε παρόμοιο. Πόσες χήρες υπήρχαν στο Ισραήλ; Καμιά όμως δεν φιλοξένησε τον Ηλία. Πόσοι πλούσιοι πάλι υπήρχαν στην εποχή του Ελισαίου; Αλλά η Σουμανίτδα τρυγούσε μόνη της τον καρπό της φιλοξενίας, όπως βέβαια και ο Αβραάμ τότε, τον οποίο αξίζει να θαυμάζουμε μαζί με την αφθονία των αγαθών και για την προθυμία και ιδίως για αυτό, ότι δηλαδή έκανε αυτά αν και δεν γνώριζε ποιοι ήταν οι επισκέπτες. Μην πολυεξετάζεις λοιπόν και εσύ, γιατί δέχεσαι εξαιτίας του Χριστού. Και αν θελήσεις να περιεργάζεσαι πάντοτε, πολλές φορές θα παραλείψεις και δοκιμασμένο και έγκριτο άνδρα, και θα χάσεις τον μισθό εξαιτίας αυτού. Αν και βέβαια εκείνος που δέχεται μη έγκριτο δεν κατηγορείται, αλλά και μισθό έχει («ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται (:Εκείνος που υποδέχεται και υποστηρίζει και βοηθά έναν προφήτη, επειδή είναι προφήτης, θα πάρει την ίδια ανταμοιβή που θα πάρει κι ο προφήτης· και εκείνος που υποδέχεται τον δίκαιο, επειδή είναι δίκαιος, θα πάρει την ίδια ανταμοιβή που θα πάρει κι ο δίκαιος)» [Ματθ. 10,41]), ενώ εκείνος που από την άκαιρη αυτή εξέταση παραλείπει το θαυμαστό, ακόμη και τιμωρείται.
    Μην πολυεξετάζεις λοιπόν τους τρόπους ζωής και τις πράξεις καθόσον αυτό είναι γνώρισμα της πιο χυδαίας συμπεριφοράς, να εξετάζεις σχολαστικά ολόκληρη τη ζωή του φτωχού ανθρώπου εξαιτίας ενός ψωμιού που είναι να του δώσεις για να σταματήσει η πείνα του. Είτε λοιπόν είναι δολοφόνος αυτός, είτε είναι ληστής, είτε είναι οτιδήποτε, δεν σου φαίνεται άξιος για ψωμί και λίγα χρήματα; Και ο Κύριός σου και τον ήλιο ανατέλλει σε αυτόν, ενώ εσύ τον θεωρείς ανάξιο και για την καθημερινή τροφή;
    Εγώ όμως αναφέρω και άλλη υπερβολή. Και αν ακόμη δηλαδή γνωρίζεις πολύ καλά, ότι ο φτωχός που χρειάζεται να ελεήσεις είναι γεμάτος από άπειρα κακά, ούτε έτσι θα έχεις δικαιολογία, αφού του στερείς την καθημερινή του τροφή. Γιατί είσαι δούλος του Ιησού, που έλεγε: «οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς (:δεν ξέρετε ακόμη τι διαθέσεων και φρονημάτων ανθρώπους σας κάνει η νέα πνευματική δύναμη και ζωή που μεταδίδει η διδασκαλία μου και η χάρη του Πνεύματός μου. Δεν είστε άνθρωποι και διδάσκαλοι του πνεύματος της οργής και τιμωρίας που επικρατούσε στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά του πνεύματος της πραότητας, της μακροθυμίας και της αγάπης, που δεν καταστρέφει, αλλά σώζει)» [Λουκ. 9,55].
     Είσαι υπηρέτης Εκείνου που θεράπευσε εκείνους που Τον λιθοβόλησαν, ή καλύτερα, Εκείνου που σταυρώθηκε για αυτούς. Και μη μου λέγεις ότι φόνευσε άλλον. Γιατί και αν ακόμη πρόκειται να φονεύσει εσένα τον ίδιο, ούτε έτσι να τον αφήνεις να υποφέρει από πείνα. Καθόσον είσαι μαθητής Εκείνου που ποθούσε τη σωτηρία εκείνων που Τον σταύρωσαν, Εκείνου που έλεγε βρισκόμενος πάνω στο σταυρό: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι (:Πατέρα μου, συγχώρησέ τους˙ διότι είναι τυφλωμένοι από τα πάθη τους και δεν ξέρουν τι κάνουν)» [ Λουκ.23,34].
    Είσαι δούλος Εκείνου που θεράπευσε αυτόν που Τον χαστούκισε, Εκείνου που στεφάνωσε αυτόν που Τον έβρισε ενώ βρισκόταν επάνω στο σταυρό, πράγμα με το οποίο τι θα μπορούσε να εξισωθεί; Καθόσον στην αρχή και οι δύο ληστές Τον έβριζαν, αλλά όμως στον ένα από αυτούς άνοιξε τον παράδεισο. Και δακρύζει για εκείνους που πρόκειται να Τον φονεύσουν, και ταράζεται και συγχύζεται βλέποντας τον προδότη, όχι γιατί επρόκειτο να σταυρωθεί, αλλά γιατί χάθηκε εκείνος, οδηγήθηκε στην απώλεια με τις επιλογές του. Ταρασσόταν λοιπόν προβλέποντας την αγχόνη, την κόλαση που ακολουθούσε τον Ιούδα μετά την αγχόνη. Και παρόλο που γνώριζε την κακία του, μέχρι την τελευταία ώρα τον ανεχόταν, και δεν τον απομάκρυνε, αλλά και φίλησε τον προδότη.
    Ο Κύριός σου φιλεί και δέχεται εκείνον που πρόκειται να συντελέσει στο να χυθεί αμέσως το Τίμιο Αίμα Του από τους ανόμους στους οποίους πρόδωσε τον Διδάσκαλό του, αλλά εσύ δεν κρίνεις τον φτωχό άξιο ούτε για ψωμί; Και δεν σέβεσαι τον νόμο που όρισε ο Χριστός; Γιατί με αυτά έδειξε ότι όχι μόνο τους φτωχούς δεν πρέπει να αποστρεφόμαστε, αλλά ούτε εκείνους που μας οδηγούν στο θάνατο. Μη μου πεις λοιπόν ότι «ο τάδε μου προξένησε κακά», αλλά σκέψου τι έκανε ο Χριστός λίγο πριν την Σταύρωσή Του, με το φίλημα, με το οποίο επρόκειτο να παραδοθεί, για να διορθώσει τον προδότη. Και κοίταζε πώς τον ελέγχει: «Ἰούδα», λέγει, «φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως; (: Ιούδα, με φίλημα, που ως τώρα ήταν δείγμα της αγάπης μας, προδίδεις αυτόν που είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους και ο αναμενόμενος Μεσσίας σύμφωνα με τους προφήτες;)» [Λουκά 22,48]. Ποιον δεν θα μαλάκωνε, ποιον δεν θα λύγιζε αυτή η φωνή; Ποιο θηρίο, ποιο διαμάντι; Αλλά δεν λύγισε εκείνον τον άθλιο.
    Μη λέγεις, λοιπόν, ότι «ο τάδε φόνευσε τον τάδε, και  γι' αυτό τον αποστρέφομαι». Γιατί, και αν ακόμη πρόκειται να βγάλει το ξίφος εναντίον σου και να μπήξει το δεξί του χέρι στον ίδιο τον λαιμό σου, φίλησε αυτό το χέρι, γιατί και ο Χριστός φίλησε τον μαθητή Του εκείνον που Του προξένησε τη σφαγή. Και εσύ λοιπόν να μη μισείς, αλλά να κλαις και να σπλαχνίζεσαι εκείνον που θέλει να σου κάνει κακό. Γιατί αυτός είναι άξιος να τον σπλαχνιζόμαστε και να τον κλαίμε. Είμαστε λοιπόν υπηρέτες Εκείνου που φίλησε και τον προδότη (γιατί δεν θα σταματήσω να το επαναλαμβάνω συνέχεια αυτό) και είπε λόγια πιο τρυφερά από το φίλημα. Γιατί δεν είπε: «μιαρέ και παμπόνηρε και προδότη, αυτές τις αμοιβές μας δίνεις πίσω για την τόση ευεργεσία;», αλλά πώς είπε; «Ιούδα», αναφέροντας το κύριο όνομα, που ήταν λόγος περισσότερο εκείνου που ταλανίζει και επαναφέρει στην τάξη, παρά εκείνου που οργίζεται. Και δεν είπε: «τον Διδάσκαλό σου, τον Κύριό σου και Ευεργέτη σου», αλλά «τον υιό του ανθρώπου». Εάν λοιπόν δεν ήταν διδάσκαλος ούτε κύριος, παραδίνεις αυτόν που συμπεριφερόταν σε εσένα τόσο ήπια και τόσο ειλικρινά, ώστε και την ώρα της προδοσίας να σε φιλεί και μάλιστα όταν το φίλημα ήταν το σημάδι της προδοσίας; Ευλογητός είσαι Κύριε! Πόσο μεγάλης ταπεινοφροσύνης, πόσο μεγάλης ανεξικακίας παράδειγμα έδωσες!
   Αλλά προς τον Ιούδα βέβαια έτσι μίλησε , προς εκείνους όμως που ήρθαν εναντίον Του με ξύλα και λαμπάδες δεν μίλησε έτσι; Και τι θα μπορούσε να υπάρξει πιο τρυφερό από τα λόγια που λέχθηκαν και προς εκείνους; Γιατί, ενώ μπορούσε να τους εξαφανίσει αμέσως όλους, δεν έκανε τίποτε από αυτά, αλλά τους μίλησε με σκοπό να τους ελέγξει λέγοντας: «τί ἐξήλθετε ὡς ἐπὶ λῃστὴν μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με; (:γιατί, σαν να ήμουν ληστής, βγήκατε με μαχαίρια και με ρόπαλα να με πιάσετε; Κάθε μέρα καθόμουν κοντά σας διδάσκοντας μέσα στο ιερό και δεν με συλλάβατε)» [Ματθ. 26,55]. Και αφού τους έριξε κάτω, επειδή εξακολουθούσαν να είναι πνευματικά αναίσθητοι, με τη θέλησή Του πάλι παραδινόταν, και ανεχόταν να βλέπει να περνούν αλυσίδες στα άγια χέρια Του, αν και μπορούσε όλα μαζί να τα συγκλονίσει και να τα ρίξει κάτω.
    Εσύ όμως κα ύστερα από αυτά συμπεριφέρεσαι άγρια προς τον φτωχό. Και βέβαια και αν ακόμη είναι ένοχος για άπειρα κακά, η φτώχεια και η πείνα είναι ικανά να μαλακώσουν εκείνη την ψυχή που δεν είναι υπερβολικά πωρωμένη. Αλλά εσύ εξακολουθείς να είσαι άγριος και να μιμείσαι τους θυμούς των λιονταριών· αν και βέβαια αυτά δεν θα έτρωγαν ποτέ νεκρά σώματα, εσύ όμως παρόλο που τον βλέπεις να είναι ταριχευμένος με τόσα κακά, πατάς επάνω του ενώ είναι πεσμένος, κατασπαράζεις το σώμα του με τις ύβρεις, μαζεύεις συμφορά επάνω στη συμφορά, και εκείνον που κατέφυγε στο λιμάνι τον κάνεις να χτυπήσει σε σκόπελο και προκαλείς πιο φοβερό ναυάγιο από αυτούς που βρίσκονται στη θάλασσα. Και πώς εσύ θα πεις στο Θεό: «ελέησέ με»;
   Και πώς ζητάς συγχώρηση των αμαρτημάτων, όταν υβρίζεις με την ασπλαχνία σου Εκείνον που δεν αμάρτησε καθόλου, και απαιτείς τιμωρία για την πείνα και την τόσο μεγάλη ανάγκη, και ξεπερνάς στην αγριότητα όλα τα θηρία; Γιατί αυτά, επειδή τα εξαναγκάζει η κοιλιά, τρώγουν την τροφή που είναι συνηθισμένη σε αυτά, ενώ εσύ, χωρίς να σε παρακινεί κανένας, ούτε να σε εξαναγκάζει, κατατρώγεις τον αδελφό σου δαγκώνοντας και σπαράζοντας αυτόν, αν και όχι με τα δόντια, αλλά με λόγια πιο φοβερά από τα δαγκώματα. Πώς λοιπόν θα δεχθείς την ιερή προσφορά, αφού έβαψες κόκκινη τη γλώσσα σου με ανθρώπινα αίματα; Πώς δίνεις ειρήνη με στόμα που είναι γεμάτο πόλεμο; Και πώς θα απολαύσεις την υλική τροφή, όταν μαζεύεις τόσο πολύ δηλητήριο; Δεν διορθώνεις τη φτώχεια· γιατί και την ερεθίζεις; Δεν ανακουφίζεις κάποιον που βρίσκεται σε άθλια κατάσταση· γιατί και τον εξευτελίζεις; Δεν αφαιρείς τη στενοχώρια· γιατί και τη μεγαλώνεις; Δεν δίνεις χρήματα· γιατί και βρίζεις με λόγια;
     Δεν άκουσες πόσο τιμωρούνται όσοι δεν τρέφουν τους φτωχούς; Σε ποιες τιμωρίες καταδικάζονται; Λέγει: «πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ (:εσείς που από τα έργα σας γίνατε καταραμένοι, φύγετε μακριά από μένα στο πυρ το αιώνιο, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τουςαγγέλους του)» [Ματθ.25,41]. Εάν όμως όσοι δεν τρέφουν καταδικάζονται έτσι, με ποια τιμωρία θα τιμωρηθούν εκείνοι, που μαζί με το ότι δεν τρέφουν, βρίζουν κιόλας; Πόσο μεγάλη κόλαση θα υποφέρουν, πόσο μεγάλη γέενα;
    Για να μην προκαλέσουμε λοιπόν τόσα κακά εναντίον μας, όσο ακόμη μπορούμε, ας διορθώσουμε και την κακή αυτή αρρώστια και ας βάλουμε χαλινάρι στη γλώσσα. Και όχι μόνο να μη βρίζουμε, αλλά και να παρηγορούμε, και με λόγια και με πράγματα, ώστε αφού αποταμιεύσουμε από πριν πολλή ελεημοσύνη για τον εαυτό μας, να επιτύχουμε τα αγαθά που μας έχει ο Θεός υποσχεθεί, τα οποία είθε να τα επιτύχουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μέσω του οποίου και μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
  «Εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε (:να εύχεστε για εκείνους που σας καταδιώκουν· για όλους να εύχεστε και να λέτε καλά λόγια ζητώντας την ευλογία του Θεού επάνω τους, και ποτέ να μην τους καταριέστε)» [Ρωμ.12,14].
     Αφού ο Παύλος τούς δίδαξε πώς πρέπει να συμπεριφέρονται μεταξύ τους και αφού ένωσε με ακρίβεια τα μέλη, έτσι τους οδηγεί πλέον προς την έξω από την εκκλησία παράταξη, κάνοντάς την από εδώ πιο εύκολη. Γιατί, όπως ακριβώς εκείνος που δεν πέτυχε τις υποχρεώσεις του προς τους συγγενείς, δυσκολότερα θα τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του προς τους ξένους, έτσι εκείνος που άσκησε καλά τον εαυτό του σε αυτό, ευκολότερα θα νικήσει και τους ξένους. Για αυτό λοιπόν και ο Παύλος προχωρώντας σιγά σιγά, αναφέρει αυτά μετά από εκείνα, και λέγει: «εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς (:Να εύχεστε και να παρακαλείτε τον Θεό για εκείνους που σας διώκουν)». Δεν είπε «να μη μνησικακείτε, ούτε να τους πολεμείτε», αλλά ζήτησε το πολύ περισσότερο από αυτά. Γιατί εκείνο βέβαια είναι γνώρισμα ανθρώπου πιστού, ενώ αυτό είναι γνώρισμα πλέον αγγέλου.
    Και αφού είπε «να ευλογείτε», πρόσθεσε, «και να μην καταριέστε», για να μην κάνουμε και αυτό και εκείνο, αλλά μόνο εκείνο. Καθόσον εκείνοι που μας καταδιώκουν είναι πρόξενοι μισθών σε εμάς. Εάν όμως είσαι προσεκτικός, θα ετοιμάσεις στον εαυτό σου και άλλο μισθό ύστερα από αυτόν. Γιατί εκείνος θα σου δώσει τον μισθό από το διωγμό, ενώ εσύ θα δώσεις στον εαυτό σου τον μισθό από τον καλό σου λόγο σε αυτόν, φανερώνοντας πάρα πολύ μεγάλο δείγμα της αγάπης σου στον Χριστό. Όπως ακριβώς δηλαδή όποιος καταριέται εκείνον που τον καταδιώκει, δείχνει ότι δε χαίρεται υπερβολικά που παθαίνει αυτά για χάρη του Χριστού, έτσι όποιος ευλογεί αποδεικνύει μεγάλη την αγάπη του.
     Μην τον κακολογήσεις λοιπόν για να κερδίσεις και εσύ ο ίδιος μεγαλύτερο μισθό και να διδάξεις εκείνον, ότι το πράγμα είναι γνώρισμα προθυμίας και όχι ανάγκης, πανήγυρης και εορτής, όχι συμφοράς ούτε στενοχώριας.  Γι' αυτό και ο Χριστός έλεγε: «μακάριοί ἐστε ὅταν εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς (:μακάριοι είστε εσείς οι μαθητές μου, όταν σας χλευάσουν οι άνθρωποι και σας καταδιώξουν και εξαιτίας μου πουν κάθε είδους ψεύτικες κακολογίες και κατηγορίες εναντίον σας. Να χαίρεστε και να εκδηλώνετε ζωηρά τη χαρά σας, διότι θα είναι μεγάλη η ανταμοιβή σας στους ουρανούς. Έτσι εξάλλου καταδίωξαν και τους προφήτες που έστειλε ο Θεός πριν από σας)» [Ματθ.5,11-12]. Γι’ αυτό και οι απόστολοι επέστρεφαν χαρούμενοι, όχι γιατί τους έβρισαν μόνο. Αλλά και γιατί μαστιγώθηκαν. Γιατί μαζί με τα προηγούμενα θα κερδίσεις και άλλο μεγάλο, το να καταπλήξεις και έτσι τους εχθρούς σου και να τους διδάξεις με τα έργα ότι βαδίζεις προς άλλη ζωή. Γιατί, αν σε δει να χαίρεσαι και να πετάς από χαρά γιατί σε κακομεταχειρίζονται, θα μάθει καλά εκ των πραγμάτων ότι έχεις άλλες ελπίδες μεγαλύτερες από τα παρόντα· γιατί, αν δεν κάνεις αυτό, αλλά κλαις και οδύρεσαι, από πού θα μπορέσει να μάθει εκείνος, ότι περιμένεις άλλη ζωή; Αλλά και μαζί με αυτό πάλι θα επιτύχεις και κάτι άλλο. Γιατί, αν σε δει να μη στενοχωριέσαι για τις ύβρεις, αλλά και να ευλογείς, θα σταματήσει να σε καταδιώκει.
    Κοίταξε λοιπόν πόσα καλά γίνονται από εδώ· και ο μισθός θα είναι μεγαλύτερος για σένα και ο πειρασμός μικρότερος και εκείνος θα σταματήσει να σε καταδιώκει, και ο Θεός θα δοξασθεί και η πίστη σου θα γίνει διδασκαλία για ευσέβειας  εκείνον που έχει βρεθεί σε πλάνη. Γι’ αυτό όχι μόνο εκείνους που μας βρίζουν, αλλά και εκείνους που μας καταδιώκουν και μας κακομεταχειρίζονται με τα έργα, διέταξε να τους ευεργετούμε και  με έργα.
    «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων (:να χαίρεστε μαζί με εκείνους που χαίρονται, και να κλαίτε μαζί με εκείνους που κλαίνε)». Επειδή λοιπόν είναι δυνατό να ευλογήσουμε και να μην καταραστούμε αλλά να μην το κάνουμε αυτό από αγάπη, θέλει να θερμαινόμαστε εντελώς με την αγάπη. Γι αυτό πρόσθετε και αυτό , ώστε να μην ευλογούμε μόνο, αλλά και να συμπονούμε και να συμπάσχουμε αν κάποτε τους βλέπαμε να έχουν πέσει σε συμφορά. «Ναι», θα μπορούσε να πει κανείς, «αλλά το να συμπονούμε με εκείνους που κλαίνε πολύ σωστά το διέταξε, το άλλο όμως γιατί τέλος πάντων το πρόσταξε, αφού δεν είναι κανένα μεγάλο πράγμα;». Και όμως, εκείνο χρειάζεται φιλοσοφότερη ψυχή, δηλαδή το να χαιρόμαστε μαζί με εκείνους που χαίρονται, παρά το να κλαίμε μαζί με εκείνους που κλαίνε. Γιατί αυτό βέβαια το κατορθώνει και η ίδια η φύση και κανένας δεν είναι τόσο σκληρός σαν πέτρα, που να μην κλαίει εκείνον που βρίσκεται σε συμφορές, εκείνο όμως χρειάζεται πάρα πολύ γενναία ψυχή, ώστε όχι μόνο να μη φθονούμε αυτόν που ευημερεί, αλλά και να χαιρόμαστε μαζί του. Γι αυτό και ανέφερε πρώτο αυτό· γιατί τίποτε δεν δυναμώνει τόσο την αγάπη, όσο όταν μετέχουμε μεταξύ μας και στη χαρά και στη λύπη.
    Να μη μένεις λοιπόν, επειδή ο ίδιος βρέθηκες μακριά από τις συμφορές και έξω από τη συμπάθεια. Γιατί, όταν ο πλησίον πάθει κάτι κακό, οφείλεις να κάνεις κοινή τη συμφορά· να συμμετέχεις λοιπόν στα δάκρυα, για να ανακουφίσεις  τη λύπη· να συμμετέχεις στη χαρά, για να ριζώσεις την ευφροσύνη και να στερεώσεις την αγάπη, και για να ωφελήσεις πριν από εκείνον τον εαυτό σου, γιατί με τα δάκρυα κάνεις τον εαυτό σου συμπονετικό, ενώ με τη συμμετοχή στη χαρά, τον καθαρίζεις εντελώς από το φθόνο και τη ζήλεια. Πρόσεχε, όμως, παρακαλώ, και την έλλειψη φορτικότητας από τον Παύλο. Γιατί δεν είπε, «σταμάτησε τη συμφορά», για να μη λέγεις πολλές φορές ότι είναι αδύνατο, αλλά το πιο εύκολο πρόσταξε και το οποίο έχεις τη δύναμη να το κάνεις. Γιατί και αν ακόμη δεν μπορέσεις να εξαλείψεις το κακό, να δακρύζεις, και το περισσότερο το εξάλειψες· και αν ακόμη δεν μπορέσεις να μεγαλώσεις την ευτυχία, να χαίρεσαι και την αύξησες πολύ. Γι’ αυτό συμβουλεύει όχι μόνο να μη φθονούμε, αλλά και εκείνο που είναι πολύ περισσότερο, το να χαιρόμαστε δηλαδή μαζί του· γιατί αυτό είναι πολύ περισσότερο από το να μη φθονούμε.
                ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
                   επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.