(Ερωταποκρίσεις)
[ΒΙΝΤΕΟ 2017]
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης ἔχει ἐκφράσει ὀρθόδοξα καὶ μὲ γλαφυρὸ τρόπο ἔχει διατυπώσει τὴν ἁγιοπατερικὴ θέση ὅτι “ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται”. Εἶπε: «Αυτός
ο οποίος κοινωνεί, ο Πατριάρχης δηλαδή που κοινωνεί με τον ακοινώνητο,
τόν αιρετικό, πρέπει και αυτός να είναι ακοινώνητος, τότε θα πρέπει και οι υπό τον Πατριάρχη Αρχιεπίσκοποι–Επίσκοποι, να κάνουν τον Πατριάρχη ακοινώνητο. Να μην επικοινωνούν. Να κόψουν το μνημόσυνο» (ἐδῶ).
Αὐτὴ τὴν θέση ἐσχάτως –χωρὶς θεολογικὰ ἐπιχειρήματα– φαίνεται πὼς ὁ π.
Θεόδωρος τὴν ἔχει ἐγκαταλείψει. Τὴν ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς ἀπορρίψεως τῆς προηγούμενης θέσεώς του περὶ «κοινωνίας μὲ ἀκοινώνητο» καὶ «συγκοινωνούντων δοχείων» τοῦ
ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ πιστοποιήσει ὁ π. Ματθαῖος Βουλκανέσκου,
ὑποβάλλοντάς του δυὸ ἐρωτήσεις κατὰ τὴν πρόσφατη ὁμιλία τοῦ π. Θεοδώρου
στὴν Ἀθήνα.
Θὰ μᾶς χαροποιοῦσε ἡ ἐπανεξέταση μιᾶς ἐσφαλμένης θέσεως ὁποιουδήποτε,
ἀλλὰ ὄχι ἡ ἐγκατάλειψη μιᾶς ὀρθῆς θέσεως. Τοῦτο μᾶς θλίβει.
Ἡ ἐρώτηση τοῦ π. Ματθαίου ξεκίνησε ὡς ἑξῆς:
π. Ματθαῖος Βουλκανέσκου: π. Θεόδωρε, ἔχω μία ἀπορία. Ὑπάρχει αὐτὸ τὸ πατερικὸ ποὺ λέει· «Ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται», καὶ ὑπάρχουν κάποιοι ἀδελφοὶ ποὺ ἀποτειχίστηκαν, ἀλλὰ λένε ὅτι αὐτοί, (δηλ.) ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ συμμετεῖχαν στὴν Κρήτη καὶ
κάνανε τὸν Οἰκουμενισμὸ ἐδῶ κι ἑκατὸ χρόνια, εἶναι ἤδη ἀκοινώνητοι,
εἶναι ἤδη ἀφορισμένοι καὶ ἀναθεματισμένοι. Πῶς μποροῦμε νὰ κάνουμε αὐτὴ
τὴ διαφορά. Ἐμεῖς ἀποτειχιζόμαστε, ἀλλὰ ἐὰν τοὺς θεωροῦμε, ὅτι αὐτοὶ ποὺ
δὲν εἶναι ἀποτειχιζόμενοι, εἶναι ἤδη ἀκοινώνητοι, σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ
ὑπόλοιποι, ποὺ εἶναι ἐν κοινωνίᾳ μὲ αὐτοὺς μὲ βάση τὰ συγκοινωνοῦντα δοχεῖα, εἶναι κι αὐτοὶ αἱρετικοί.
(Ἀντὶ γιὰ τὸν π. Θεόδωρο, ἐπεμβαίνει ὁ π. Εὐστράτιος -ποὺ ἦταν παρών καὶ λέει:)
π. Εὐστράτιος Λαυριώτης: Νομίζω ὅτι «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται» σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κανόνας· πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ δίκη, νὰ δικασθεῖ, νὰ καθαιρεθεῖ· τότε εἶναι ἀκοινώνητος.
π. Ματθαῖος Βουλκανέσκου: Ἀπὸ μία Σύνοδο, ὄχι ἀπὸ μένα…
π. Εὐστράτιος Λαυριώτης: Ἀπὸ μία Σύνοδο. Ἐὰν ἐγὼ κοινωνήσω μὲ τὸν καθηρημένο, τότε εἶμαι κι ἐγὼ ἀκοινώνητος. Μὲ τὸν καθηρημένο, μὲ τὸν καταδικασμένο.
π. Θεόδωρος Ζήσης: π. Εὐστράτιε, εὐχαριστῶ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση. Ἀκοινώνητος εἶναι ὁ καταδικασμένος ἀπὸ Σύνοδο. Αὐτὸ λέγει καὶ ὁ Κανόνας ὁ Β΄ τῆς Ἀντιοχείας.
π. Ματθαῖος Βουλκανέσκου: Τότε ἔχω καὶ τὴν ἑπόμενη ἐρώτηση. Τότε γιατί νὰ ἀποτειχιζόμαστε, ἀφοῦ αὐτοὶ δὲν εἶναι καταδικασμένοι; (Πρέπει μ’ αὐτούς) νὰ εἴμαστε σὲ κοινωνία, ἀφοῦ τὰ μυστήρια εἶναι ἔγκυρα.
π. Θεόδωρος Ζήσης: Ὁ ΙΕ΄ κανόνας τῆς ΑΒ λέει καὶ πρὸ Συνοδικῆς διαγνώσεως.
π. Ματθαῖος Βουλκανέσκου: Ναί, σωστό. Ἔκανα μιὰ ἐρώτηση ποὺ τὸ ἔβαλα γιὰ νὰ ἀκοῦνε ἄλλοι. Χέ, χέ.
Ἐδῶ ἀξίζει νὰ ποῦμε ὅτι περισσότερο σωστὸ θὰ ἦταν νὰ ρωτήσει ὁ π. Ματθαῖος:
«π. Θεόδωρε, παλαιότερα εἴχατε ἐκφράσει τὴν θέση ὅτι “ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται” σημαίνει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς μὴ καταδικασμένους Οἰκουμενιστές· καὶ περαιτέρω διευκρινίσατε τὴν θέση σας μιλώντας περὶ “συγκοινωνούντων δοχείων”. Σήμερα ἔχετε ἀλλάξει θέση; Ποιοί εἶναι οἱ λόγοι ποὺ σᾶς ὁδήγησαν σ’ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή;».
Ὅμως
ὁ π. Ματθαῖος, παρότι γνώστης τῶν παλαιότερων θέσεων τοῦ π. Θεοδώρου,
ρωτᾶ ἐκ μέρους κάποιων ἄγνωστων τάχα ἀδελφῶν, ποὺ ἔχουν …ἀκόμα(!) αὐτὲς
τὶς θέσεις, οἱ ὁποῖοι δηλαδὴ ταυτίζονται μὲ τὶς παλαιότερες ὀρθόδοξες
θέσεις ποὺ στὴ συνέχεια ἐγκατέλειψε ὁ π. Θεόδωρος!
Ἂς
δοῦμε, λοιπόν, ἂν ἡ ἀπάντηση ποὺ δόθηκε συμφωνεῖ μὲ τὴν διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ παραλείψουμε, βέβαια, νὰ σημειώνουμε τὸ γεγονὸς ὅτι,
στὴν ἐρώτηση τοῦ π. Ματθαίου, δὲν ἀπάντησε πρῶτος ὁ ὁμιλητὴς τῆς βραδιᾶς
π. Θεόδωρος Ζήσης –ὅπως ἀναμενόταν, ὁ ὁποῖος καὶ εἶχε διατυπώσει σὲ
παλαιότερη ὁμιλία του –μιᾶς περίπου ὥρας– τὴν συμφωνία του μὲ τὴ
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας “ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται” –τὴν ὁποία τώρα ἀρνεῖται– ἀλλὰ ὁ παρὼν στὴν ὁμιλία π. Εὐστράτιος Λαυριώτης ποὺ εἶπε:
π. Εὐστράτιος Λαυριώτης: Νομίζω ὅτι «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται» σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κανόνας· πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ δίκη, νὰ δικασθεῖ, νὰ καθαιρεθεῖ· τότε εἶναι ἀκοινώνητος. Ἀπὸ μία Σύνοδο. Ἐὰν ἐγὼ κοινωνήσω μὲ τὸν καθηρημένο, τότε εἶμαι κι ἐγὼ ἀκοινώνητος. Μὲ τὸν καθηρημένο, μὲ τὸν καταδικασμένο.
Σὲ ποιό ἄραγε Κανόνα ἀναφέρεται ὁ π. Εὐστράτιος; Ὁ μὲν ΙΕ΄ δὲν
ἀναφέρει τίποτα γιὰ τέτοιου εἴδους ἀκοινώνητον, ἀλλὰ λέγει ἀκριβῶς τὰ
ἀντίθετα· ὁ δὲ Β΄ Κανόνας τῆς Ἀντιοχείας –τὸν ὁποῖο μνημονεύει στὴ
συνέχεια ὁ π. Θεόδωρος– μιλᾶ μὲν γιὰ ἀκοινώνητον, ποὺ ἡ ἐκκλησιαστικὴ σύναξη ἀποβάλλει, ἀλλὰ κι ὁ Β΄ Κανόνας σὲ ἄλλα θέματα ἀναφέρεται κι ὄχι σὲ θέματα αἱρέσεως, ἔχει δὲ ὡς ἑξῆς:
«Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι, καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας, καὶ παρακαλέσαντες, τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης· μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις,
μηδὲ κατ᾽ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ
συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ
μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ
διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας».
Γι’ αὐτὸν τὸν Κανόνα σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος στὸ Πηδάλιο: «Ὅποιος δὲ Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος ἤθελε συγκοινωνήσει μὲ τοὺς τοιούτους ἀκοινωνήτους (τοὺς ἀφορισμένους), ἢ ἐν οἴκῳ, ἢ ἐν Ἐκκλησίᾳ, νὰ γίνεται καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος ἀπὸ τοὺς ἄλλους» (σελ. 408).
Πράγματι, ἐδῶ ὁ Κανόνας ὁμιλεῖ γιὰ ἀκοινώνητους (ἀφορισμένους), ἀλλὰ αὐτοὶ εἶναι ἀκοινώνητοι ὄχι γιὰ θέματα αἱρέσεως, ἀλλὰ γιὰ ἐλαφρότερα θέματα. Γιὰ τὰ θέματα αἱρέσεως ὅμως, ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας (ὅπως γνωρίζουμε καὶ θὰ ἀναφέρουμε στὴ συνέχεια) καὶ οἱ Ἱεροὶ κανόνες θεσπίζουν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες, ΟΧΙ μόνο μετὰ τὸν ἀφορισμό-καταδίκη τους (τελεσίδικα), ἀλλὰ καὶ ΠΡΙΝ αὐτοὶ καταδικαστοῦν! Κι ἂν γιὰ ἐλαφρότερα θέματα καθίστανται κάποιοι ἀκοινώνητοι, πόσο μᾶλλον γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως!
Ἄρα ὁ π. Εὐστράτιος ἐδῶ φαίνεται ὅτι συγχέει τὰ πράγματα. Ὁ Κανόνας Β΄ Ἀντιοχείας θεσπίστηκε γιὰ συγκεκριμένη χρήση ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, γιὰ συμπεριφορὲς καὶ ἁμαρτήματα ποὺ ἀπαιτοῦν τὸν κολασμό τους ἀπὸ Σύνοδο.
Ἐνῶ, ὅπως γνωρίζουμε, γιὰ θέματα Πίστεως, δὲν περιμένουμε τὴν καταδίκη
τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ Σύνοδο, ἀλλὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπ’ αὐτοὺς «ὡς ἀπὸ ὄφεως» (ὅπως
ἀπομακρυνόμαστε, ὅταν δοῦμε δίπλα μας φίδι -καὶ λύκο), σύμφωνα μὲ τὴν
διδασκαλία Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι τὴν
συγκεκριμένη φράση-στάση πρὸς τοὺς ἀκοινώνητους, δὲν τὴν περιορίσαν μόνο στὶς συγκεκριμένες περιπτώσεις ποὺ κάποιος ἔχει καταδικαστεῖ γιὰ κάποιο λόγο ἀπὸ Σύνοδο, ἀλλά -πολλῷ μᾶλλον- τὴν ἐφάρμοσαν στὴν παρέκκλιση γιὰ θέματα Πίστεως-αἱρέσεων· κι ἀκριβῶς ἐκεῖ, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπάρχει ἀπόφαση Συνόδου, ἐφαρμόζεται ἡ Διακοπὴ Μνημοσύνου! Αὐτὴ ἡ στάση εἶναι στάση ζωῆς στὴν
Παλαιὰ καὶ στὴν Καινή Διαθήκη· οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἅγιοι τὴν
χρησιμοποίησαν σὲ πάμπολλες περιπτώσεις ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπομάκρυνση ἀπὸ
τοὺς αἱρετικούς· θυμίζουμε τὸ «χαίρειν αὐτοῖς μὴ λέγητε» τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καὶ τὸ «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε» τῆς Π. Διαθήκης καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ ἀκοινώνητους προσιδιάζει στοὺς κατ’ ἐξοχὴν ἀκοινώνητους, τοὺς αἱρετικούς, ἀσχέτως ἂν αὐτοὶ εἶναι ἄκριτοι, μὴ καταδικασμένοι ἀπὸ Σύνοδο· προσιδιάζει δηλαδή, σὲ κανονικοὺς Ποιμένες, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν καταστεῖ ψευδοπροφῆτες, ψευδοδιδάσκαλοι καὶ ψευδεπίσκοποι! Αὐτοὺς ποὺ ἐννοεῖ ὁ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς ΑΒ Συνόδου. Ἀπὸ αὐτοὺς ὀφείλουμε νὰ ἀποτειχιζόμαστε ἄμεσα· εἶναι ἀκοινώνητοι. Γι’ αὐτοὺς κατ’ ἐξοχὴν ἰσχύει τὸ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται».
Ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ νὰ μὴν καταστοῦμε κι ἐμεῖς ἀκοινώνητοι,
γιὰ νὰ μὴν συμμετέχουμε στὰ φρονήματά τους καὶ στὴν εὐθύνη ἄμεσης καὶ
ἔμμεσης ἀποδοχῆς τῶν κακοδοξιῶν τους.
Ἐξ ἄλλου ὁ Μελενικιώτης (κάποιοι λένε ὅτι τὸ ψευδώνυμο αὐτὸ ἀνήκει στὸν π. Θεόδωρο Ζήση, ἀλλὰ ἔτσι κι ἀλλιῶς τὶς θέσεις του τὶς ἔχει ἀποδεχθεῖ) γράφει ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι ἤδη καταδικασμένοι ἀπὸ
τὶς Συνόδους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Γράφει: «Είναι χαρακτηριστική και
η απάντηση του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού προς τον
αιρετικό-μονοθελήτη Πατριάρχη Κων/πόλεως Πέτρο: “Ο των όλων Θεός
απεφάνθη ότι Καθολική Εκκλησία είναι η ορθή και σωτήριος ομολογία της
Πίστεως σε Αυτόν, μακαρίζοντας τον Πέτρο για όσα είπε, ομολoγώντας Αυτόν
καλώς”. Αυτής της, κατά τον Άγιο Μάξιμο, Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας,
δηλαδή της “σωτηρίου ομολογίας της εις τον Χριστόν Πίστεως” είναι παντελώς αλλότριοι και μακράν οι Οικουμενιστές,
που ποικιλοτρόπως ισοπέδωσαν και κατεπάτησαν την Ορθοδοξία επί του
βορβορώδους πεδίου των από αιώνων αιρέσεων, τις οποίες κατεδίκασεν η
Ορθόδοξη Εκκλησία» (Μελενικιώτης, Οι Οικουμενισταί θέτουν όντως εαυτούς εκτός Εκκλησίας, ἐδῶ).
Ἡ θέση ὅμως ὅτι οἱ Παναιρετικοὶ Οἰκουμενιστὲς εἶναι ἀκοινώνητοι, εἶναι
ὁλοφάνερο ἀπὸ τὶς τοποθετήσεις τῶν Ἁγίων, μέρος τῶν ὁποίων
δημοσιεύτηκαν πρόσφατα σὲ βιβλίο, τὸ ὁποῖο προλογίζει τὸ πνευματικοπαίδι
τοῦ π. Εὐστρατίου, ὁ π. Σάββας Λαυριώτης. Δὲν τὸ διάβασε, ἄραγε, ὁ π.
Εὐστράτιος τὸ βιβλίο αὐτὸ τοῦ π. Χαρίτωνος; Στὸ βιβλίο αὐτὸ ὁ π. Χαρίτων
δὲν διστάζει νὰ παραλληλίσει τὸν πατριάρχη Βέκκο καὶ τοὺς ὁμοίους του, μὲ τοὺς σημερινοὺς Οἰκουμενιστές (καὶ φυσικὰ μὲ τὸν ἀρχηγό τους πατριάρχη Βαρθολομαῖο), ἐνῶ τοὺς συγχρόνους ἀντι-Οἰκουμενιστές, μὲ τοὺς τότε ἀνθενωτικούς (σελ. 111). Δυὸ σελίδες δὲ παρακάτω, ὁμιλώντας γιὰ τοὺς κοινωνοῦντας μὲ τοὺς ἀκοινώνητους, γράφει: «Ὅσοι ἐπίσκοποι κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀποκόπτονται ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας»! «“Οἱ κοινωνοῦντες ἐπίσκοποι τοῖς αἱρετικοῖς… ἐκκήρυκτοι γίνονται, ἤτοι πᾶσι δῆλοι ὡς ἀποκεκομμένοι τοῦ ὀρθοδόξου σώματος τῆς Ἐκκλησίας”. Ἐδῶ ἀναφέρεται ξεκάθαρα στοὺς φιλενωτικούς-λατινόφρονες ἐπισκόπους» καὶ ρωτᾶ: «μήπως διαφέρουν σὲ κάτι οἱ σημερινοὶ οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι» ἀπὸ τοὺς φιλενωτικούς; (σελ. 113).
«Ἐδῶ βλέπουμε (ἀνακεφαλαιώνει συνεχίζοντας) ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες μᾶς προτρέπουν, ὄχι μόνον, νὰ διακόπτουμε κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς Λατίνους, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Λατινόφρονες (σ.σ.: τοὺς Οἰκουμενιστές) ποὺ ἔχουν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἔχουν ἐκπεφρασμένα αἱρετικὰ φρονήματα» (σελ. 114), γιατὶ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται»!
Καὶ συνεχίζει ὁ π. Χαρίτων τὸν λόγο τῆς Ἀκριβείας, ἀνατρέποντας αὐτὰ ποὺ ὁ π. Εὐστράτιος καὶ ὁ π. Θεόδωρος
ὑποστηρίζουν: «Αὐτοὶ οἱ ἐπίσκοποι στεροῦνται τῆς ἱερωσύνης(!)…
γιατὶ εἶναι ἀπὸ μόνοι τους, ἀφ’ ἑαυτοῦ των, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
ἐξ αἰτίας τῆς κοινωνίας τους μὲ τοὺς αἱρετικούς» (σελ. 115). «Γίνεται λοιπὸν φανερὸν ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὅτι,
σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τῶν ἱστορικῶν πηγῶν, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Ἱ.
Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι: Ὅσοι ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, εἶχαν ἀποδεχθεῖ τὴν ἕνωση μὲ τοὺς παπικοὺς ἢ εἶχαν ἐκπεφρασμένα αἱρετικὰ φρονήματα (οἱ λατινόφρονες), ὅλοι αὐτοὶ θεωροῦνταν
γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς ἀποκομμένοι ἀπὸ
τὴν Ἐκκλησία. Τότε, οἱ Ὀρθόδοξοι ἔκαναν διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ ὀνόματος τοῦ Λατινόφρονος ἐπισκόπου καὶ
συγχρόνως, ὅπως εἶναι φυσικό, σταματοῦσαν κάθε ἐκκλησιαστικὴ ἐπαφή-ἐπικοινωνία μὲ τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα ποὺ εἶχαν αἱρετικὰ
φρονήματα, τὸν ἐπίσκοπο ἢ τὸν ἱερέα, ἢ τοὺς λατινόφρονες χριστιανούς, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν.
Αὐτὴ ἡ διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετίζοντες-λατινόφρονες δὲν σημαίνει διακοπὴ μὲ τὴν
Ἐκκλησία, ἄπαγε τῆς βλασφημίας. Ὅσοι ὑποστηρίζουν αὐτὰ διαστρέφουν τὸ νόημα τῶν
ἱερῶν κανόνων» (σελ. 115).
Γιατί, λοιπόν, ὁ π. Εὐστράτιος καὶ ὁ π. Θεόδωρος, ἀλλοιώνουν τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας στὸ κρίσιμο αὐτὸ θέμα;
Ἀλλὰ καὶ παρακάτω ὁ π. Χαρίτων, μιλώντας γιὰ τὸν ὅσιο Ἡσαΐα τὸν
Ἁγιορείτη Ὁμολογητή, γράφει ὅτι ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ κοινωνήσει μὲ τὸν κανονικὸ Πατριάρχη Βέκκο (μὴ καταδικασμένο ἀπὸ Σύνοδο), διότι πίστευε ὅτι κοινωνώντας μαζί του, «κοινωνοῦσε δι’ αὐτοῦ μὲ τὴν λατινικὴ Ἐκκλησία». Καὶ ἐπιμένοντας ὁ π. Χαρίτων νὰ θεωρεῖ νόμο τῆς Ἐκκλησίας τὸ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται»,
δηλαδὴ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν πιστῶν ἀπὸ ὅσους κοινωνοῦν μὲ αἱρετικούς,
ἀνεξάρτητα ἂν αὐτοὶ ἔχουν καθαιρεθεῖ ἢ ὄχι, συμπεραίνει: «Βλέπουμε ὅτι κοινωνοῦντες μὲ τοὺς λατινόφρονες, εἶναι σὰν νὰ κοινωνοῦν μὲ τοὺς Λατίνους. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ σήμερα στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές» (σελ. 128-129. Δεῖτε κι ἐδῶ).
Στὴ συνέχεια ὁ π. Χαρίτων, συνεχίζει νὰ ἀποδομεῖ τὶς θέσεις τοῦ π.
Εὐστρατίου καὶ π. Θεοδώρου, ὑπενθυμίζοντάς μας ἕνα ἄλλο παράδειγμα
Ἁγίου. Καὶ ποιόν θὰ ἀκολουθήσει κανείς; Τοὺς σημερινοὺς Πατέρες ποὺ
διαστρέφουν τὴν Παράδοση ἢ τοὺς Ἁγίους μας;
Μᾶς πληροφορεῖ, λοιπόν, ὁ π. Χαρίτων γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο τοῦ ὄρους Γάνου (σελ. 129-130) «ποὺ εἶχε διοριστεῖ ἀπὸ τὸν Βέκκο καὶ κάλεσε τὸν Ἅγιο μαζί μὲ τοὺς μαθητές του». Τοὺς
καλεῖ καὶ προσπαθεῖ στὴν ἀρχὴ μὲ τὸ καλὸ καὶ κολακεῖες νὰ τοὺς πείσει
νὰ ἀρνηθοῦν τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἀθανάσιος καὶ
οἱ μαθητές του δὲν πείθονται, ἐπιχειρεῖ μὲ ἀπειλὲς νὰ τοὺς λυγίσει καὶ
τοὺς ζητᾶ τουλάχιστον νὰ συμμετάσχουν μαζί του στὴν προσευχὴ πρὸ τῆς
τραπέζης καὶ «νὰ φάγουν ἀπὸ κοινὸ
φαγητό. Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν καὶ σ’ αὐτὸ ἀνένδοτος καὶ
παρουσίαζε στὴν συζήτηση τὸν ι΄ Ἀποστολικὸ Κανόνα, ποὺ λέγει ὅτι «ἐὰν
κάποιος συμπροσευχηθεῖ μὲ ἕναν ἀκοινώνητο, ἔστω καὶ μέσα σὲ σπίτι, νὰ
εἶναι καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος» (“Εἴ τις ἀκοινωνήτω”, λέγοντα, “κἂν ἐν οἴκῳ συνεύξεται ἀκοινώνητος ἔσται”), δὲν
μπόρεσε πλέον νὰ ἀντέξει τὴν ἀπτόητη παρρησία τοῦ μεγάλου Πατρός. Ἀφοῦ
λοιπὸν κυριεύτηκε ἀπὸ θυμό, σηκώνεται ἀπὸ τὸ θρόνο του, καὶ ἁρπάζει τὸν
μέγα ἅγιο ἀπὸ τὴν σεβάσμια γενειάδα, τὸν ρίχνει κάτω καὶ μὲ τὰ δυὸ χέρια
του τὸν χτυποῦσε, τὸν ἔσερνε καὶ τὸν κατεξέσκιζε (Ἰωσὴφ Καλόθετου, Συγγράμματα, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου, σελ. 478-480).
Διαπιστώνουμε ἐδῶ, στὸ περιστατικὸ ποὺ μᾶς παραθέτει ὁ π. Χαρίτων, ὅτι τὴν ἐποχὴ τοῦ Βέκκου τὸ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται», χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους γιὰ μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς, κι ὄχι ὅπως λέγει ὁ π. Εὐστράτιος (καὶ συμφωνεῖ μαζί του ὁ π. Θεόδωρος) γιὰ καταδικασμένους αἱρετικούς! Κι αὐτὰ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Χαρίτωνος, ποὺ προλογίζει ὁ π. Σάββας Λαυριώτης καὶ ἐπαινεῖ τὶς θέσεις τοῦ συγγραφέα!
Κι ὅμως, ὁ π. Θεόδωρος –ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὁμιλία του περὶ συγκοινωνούντων
δοχείων, στὴν ὁποία παραπάνω παραπέμψαμε– συνυπέγραψε καὶ κοινὸ μὲ
ἄλλους Πατέρες κείμενο, τὴν «Διακήρυξη κληρικῶν καὶ μοναχῶν» ποὺ πρὸ
ἐτῶν δημοσιεύτηκε· ἐκεῖ διαβάζουμε: «Το
θέμα της κοινωνίας με τους αιρετικούς, ως και της εν συνεχεία κοινωνίας
με τους κοινωνούντες, οι οποίοι με την πράξη τους αυτή αποβαίνουν
ακοινώνητοι, είναι το μείζον και επείγον θέμα στην σημερινή
εκκλησιαστική ζωή. Το εκκλησιαστικό σώμα νοσεί επικίνδυνα· υπεύθυνοι για
την νόσο είμαστε όλοι, όχι μόνον οι κοινωνούντες με τους ετεροδόξους,
αλλά και όσοι κοινωνούμε με τους κοινωνούντες· η
εκτροπή και η παράβαση μοιάζει με τα συγκοινωνούντα δοχεία, με την
μόλυνση του περιβάλλοντος, η οποία δεν περιορίζεται στον προκαλούντα την
μόλυνση. Μνημονεύοντας τους πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και επισκόπους
στις ιερές ακολουθίες, συμμετέχουμε στην οικουμενιστική αποστασία»! («Μαρτυρία η αποστασία; Σκέψεις… μετά τη Ραβέννα», “Ορθόδοξος Τύπος”, φ. 1466, 12.7.2002 καὶ ἐδῶ). Αὐτὲς τὶς θέσεις προσυπογράφουν καὶ οἱ π. Γεώργιος Μεταλληνός, π. Σαράντης Σαράντος, κ.α.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πρὶν τὴν σύγκληση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ πρὶν τὴν καταδίκη τοῦ Νεστορίου, προέτρεπε τοὺς Ὀρθοδόξους της Κων/πόλεως: «Ἀμώμους ἑαυτοὺς τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ
μνημονευθέντι, μήτε μὴν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες, εἰ μένοι λύκος ἀντὶ
ποιμένος καὶ μετὰ ταύτην ἡμῶν τὴν ὑπόμνησιν τὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην
φρονεῖν ἕλοιτο τὰ διεστραμμένα. τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν ἤτοι λαϊκῶν διὰ
τὴν ὀρθὴν πίστιν κεχωρισμένοις ἢ καθαιρεθεῖσι παρ΄ αὐτοῦ κοινωνοῦμεν
ἡμεῖς, οὐ τὴν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δὲ μᾶλλον τοὺς
πεπονθότας…» (πρακτικά Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου,T.L.G. 1,1,1 p. 114, 1,2).
Οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες γράφοντες πρὸς τὸν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγον λέγουν: «Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύσαντας τὰ θεῖα τούτους ἡγήσεται; Πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν Ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Κριτικὴ ἔκδοσις τῆς ἐπιστολῆς ἐν: V. Lourent et. Dorroze’s DOSSIER GREC DE L’ UNION DE LYON 1273-1277, P. 376-403 Paris 1976).
Ἄς δοῦμε ὅμως καὶ κάποια ἄλλα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας Παράδοση:
Ὁ ΛΓ´ Ἀποστολικὸς Κανόνας λέγει: «Μηδένα
τῶν ξένων ἐπισκόπων, ἤ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων ἄνευ συστατικῶν
προσδέχεσθαι· καὶ ἐπιφερομένων δὲ αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν· καὶ εἰ μὲν ὦσι
κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν· εἰ δὲ μή γε, τὰ πρὸς χρείαν
αὐτοῖς ἐπιχορηγήσαντες, εἰς κοινωνίαν αὐτοὺς μὴ προσδέξησθε· πολλὰ γὰρ κατὰ συναρπαγὴν γίνεται».
Τί διαπιστώνουμε σ’ αὐτὸν τὸν κανόνα; Ὁ Κανόνας θεσπίζει πὼς δὲν πρέπει νὰ δέχονται οἱ
κληρικοί, ἱερωμένους ἄλλων ὀρθόδοξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἂν αὐτοὶ δὲν
ἔχουν συστατικὴ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό τους (προφανῶς γιὰ νὰ
γνωρίζουν ὅτι οἱ φιλοξενούμενοι εἶναι ὀρθοδοξοι). Ἀλλὰ δὲν μένει ὁ ἱερὸς
Κανόνας μόνο σ’ αὐτό, ἀλλὰ λέγει ὅτι· ἀκόμα κι ἂν προσκομίσουν μιὰ
τέτοια ἐπιστολὴ ποὺ νὰ διαβεβαιώνει γιὰ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά τους, ὁ
ποιμένας ποὺ δέχεται ἕνα ἄγνωστο ἱερωμένο, νὰ τὸν ἀνακρίνει γιὰ νά
...διαπιστώσει κι ὁ ἴδιος, ἂν ὁ φιλοξενούμενος φρονεῖ ὀρθόδοξα! Κι ἂν
πιστεύει ὀρθόδοξα νὰ τὸν δέχεται, ἂν ὅμως διαπιστώσει ὅτι (παρὰ τὴν
ἐπίδειξη τῆς συστατικῆς ἐπιστολῆς) τὰ φρονήματά του δὲν εἶναι ὀρθόδοξα, νὰ μὴν ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί του! Ἄρα λοιπόν, κι αὐτὸς ὁ ἱερὸς Κανόνας ἐντέλλεται «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται», χωρὶς νὰ περιμένουμε ἀπόφαση καὶ καταδίκη Συνόδου, ὅπως παραπλανητικὰ λέγει ὁ π. Εὐστράτιος καὶ ὁ π. Θεόδωρος!
Ὁ Καθηγητής, τώρα, τοῦ π. Θεοδώρου, ὁ Παναγιώτης Χρήστου γράφει:
«Η κοινωνία με τους αιρετικούς, με αυτούς δηλαδή οι οποίοι δεν αποδέχονται τας
ανωτέρω προτάσεις της πίστεως εις την Τριάδα, όπως τας καθώρισεν η Α'
οικουμενική σύνοδος (325) διό και χαρακτηρίζονται ως πίστις των
τριακοσίων δέκα οκτώ Πατέρων της Νικαίας, είναι ανεπίτρεπτος (σ.σ.: σήμερα εἶναι τὸ ἴδιο ἀνεπίτρεπτο οἱ Οἰκουμενιστὲς νὰ μὴν ἀποδέχονται «τας προτάσεις τῆς Πίστεως», δηλ. τὸ 9ο καὶ 10ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περὶ Μίας Ἐκκλησίας καὶ ἑνὸς Βαπτίσματος!). Η
ομολογία των Πατέρων τούτων, διατυπωθείσα δι' ενεργείας του Αγίου
Πνεύματος επ' αυτούς, αποτελεί γνησίαν έκφρασιν της χριστιανικής
διδασκαλίας και η αποδοχή της εν συνόλω, χωρίς παράλειψιν ούτε λέξεως,
είναι θεμελιώδες καθήκον παντός χριστιανού, πολύ δε περισσότερον του
επισκόπου. Είναι δε ως ελέχθη, ανεπίτρεπτος η κοινωνία με τους αθετούντας εν όλω ή εν μέρει την ομολογίαν αυτήν, διότι η αθέτησις θέτει αυτομάτως εκτός Εκκλησίας.
»Δια τούτο ο Βασίλειος, όταν παρενεβάλλετο παρεκτροπή εις την πίστιν, δεν εδίσταζε να διάσπαση παλαιάς φιλίας» (σ.σ.: χωρὶς τὴν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ Σύνοδο), ὅπως συνέβη μὲ τὸν «Ευστάθιον Σεβαστείας… Όταν επείσθη ότι πράγματι ο Ευστάθιος ηκολούθει αιρετικήν γραμμήν, δεν εδίστασε να διακόψη πάσαν επαφήν μαζί του». Κι ὅταν Ἐπίσκοποι «εξεπλάγησαν δια την στάσιν του» ἔγραψε: «Τώρα όμως θα μας συγχωρεθή να μη ακολουθούμεν αυτούς, αλλά και να αποφεύγωμεν τους έχοντας το ίδιον με αυτούς φρόνημα, εφ' όσον δεν υπάρχει τίποτε το οποίον να θεωρούμεν προτιμότερον από την αλήθειαν και την σωτηρία μας… Η κοινωνία είναι αγαθόν το οποίον προσφέρεται και λαμβάνεται κατά την συμφωνίαν της ορθοδόξου πίστεως. Όθεν απομάκρυνσις ενός επισκόπου από την ορθοδοξίαν συνεπάγεται διακοπήν της κοινωνίας από τους άλλους και αντιστρόφως δε επάνοδος ενός επισκόπου από την αίρεσιν εις την ορθοδοξίαν συνεπάγεται απόδοσιν της κοινωνίας…
»Μία από τας οδυνηροτέρας πρωΐμους εμπειρίας του Βασιλείου ήτο η
περιπλοκή των σχέσεων του με τον επίσκοπον Καισαρείας, Διάνιον, ο οποίος
τον εβάπτισε και τον εχειροτόνησεν εις διάκονον. Γράφων προς τον
Βοσπόριον, ομολογεί ότι είχε διακόψει την κοινωνίαν με τον Διάνιον, το έτος 361... Έπραξε δε τούτο δια τον λόγον ότι εκείνος είχεν υπογράψει ομολογίαν πίστεως» διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ τῆς Νικαίας! (σ.σ.:
Χωρὶς τὴν καταδίκη τοῦ Διανίου ἀπὸ Σύνοδο. Ἔτσι θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουν
σήμερα ὅλοι οἱ ὀρθοδοξοῦντες ἱερωμένοι, μάλιστα ἐφ’ ὅσον ἡ Ἱεραρχία τῆς
Ἐκκλησίας ὑπέγραψε καὶ ἀποδέχτηκε τὴν κακόδοξη Κολυμπάριο Σύνοδο!).
Ἂς δοῦμε τί λέγει ἕνας ἄλλος Ἅγιος, ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ θεολόγος: «Κάθε κληρικό τοῦ ὁποίου ἡ πίστις, οἱ λόγοι καὶ τὰ ἔργα δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων πατέρων νὰ μὴν τὸν δεχόμαστε στὴν
οἰκία μας. Ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποστρεφόμεθα καὶ νὰ τὸν μισοῦμε ὡς δαίμονα,
ἔστω κι ἄν ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ κάνει ἄλλα μύρια θαύματα».
Ποῦ, σὲ ὅλες τὶς παραπάνω περιπτώσεις, διακρίνει ὁ π. Εὐστράτιος πρῶτα
καταδίκη ἀπὸ Σύνοδο καὶ μετὰ ἰσχὺν τοῦ Κανόνας ποὺ ἐντέλεται «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται»; Διδάσκουν οἱ παραπάνω Ἅγιοι νὰ περιμένουμε καταδίκη Συνόδου, ὅπως παραπλανητικὰ λέγουν οἱ παραπάνω Πατέρες;
Ἀλλὰ ἄς δοῦμε καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος
δίδαξε ὅτι οἱ δικοί Του μαθητές, τὰ δικά Του πρόβατα φεύγουν καὶ δὲν
κοινωνοῦν μὲ τὸν «ἀλλότριο» ψευδοποιμένα, ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει
καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο: «Ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπὸ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν». Ἀλλότριος,
δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε ὁ καταδικασμένος, ἀλλὰ κάθε ἕνας ποὺ διδάσκει
διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ δίδαξαν στὴ συνέχεια καὶ
οἱ μαθητές Του, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι: «...Διὸ φευκτέον [νὰ φεύγετε] ἀπὸ τῶν φθοροποιῶν ποιμένων», χωρίς νὰ περιμένετε ἀπόφαση Συνόδου.
Φυσικὰ καὶ γνωρίζει ὁ π. Θεόδωρος, τί σημαίνει «ἀλλοτρίῳ» καὶ «φεύξονται», ἀφοῦ αὐτὸ μᾶς τὸ πληροφοροῦν οἱ Ἅγιοι. Γράφει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος: Οἱ πιστοὶ ἀκολουθοῦν τὸν Κύριο. «Ἀλλοτρίῳ δὲ
μὴ ἀκολουθοῦντες ὑπερβαίνοντι διὰ τῆς αὐλῆς, λῃστρικῶς τε καὶ
ἐπιβούλως, μηδὲ ξένης φωνῆς ἀκούοντες, ὑποκλεπτούσης καὶ διασπειρούσης
ἀπὸ τῆς ἀληθείας εἰς ὄρη, καὶ ἐρημίας, καὶ βάραθρα, καὶ τόπους, οὓς οὐ
ἐπισκοπεῖ ὁ Κύριος, καὶ ἀπὸ τῆς ὑγιοῦς πίστεως ἀπαγαγούσης… καὶ
διασπώσης ἀπὸ τοῦ ἀληθινοῦ καὶ πρώτου ποιμένος» (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, «Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ εἰς τὴν βραδυτῆτα»).
Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος:
«Ὅταν δέ τι ἐναντίον τῇ τοῦ Κυρίου ἐντολῇ, παραφθεῖρον ἢ μολῦνον αὐτὴν ἐπιταχθῶμεν παρά τινος, καιρὸς εἰπεῖν τότε· Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις· μνημονεύοντας τοῦ Κυρίου λέγοντος· Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν... Ἐξ ὧν παιδευόμεθα, ὅτι, κἂν πολὺ γνήσιός τις ᾖ, κἂν ὑπερβαλλόντως ἔνδοξος ὁ κωλύων τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου προστεταγμένον (σ.σ.: ὅπως οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστές), ἢ προτρέπων ποιεῖν τὸ ὑπ' αὐτοῦ κεκωλυμένον, φευκτὸς ἢ καὶ βδελυκτὸς ὀφείλει εἶναι ἑκάστῳ τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον» (Μ. Βασιλείου, Κεφάλαια τῶν Ὅρων κατ’ Ἐπιτομήν, ἐρώτ. ριδ΄, ἐδῶ).
«ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΤΓʹ. Εἰ χρὴ τοῖς παρὰ πάντων λεγομένοις ὑπακούειν ἐν ἀδελφότητι. ΑΠΟΚΡΙΣΙ (Μ. Βασιλείου): …Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσουσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ'
αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν· καὶ τοῦ Ἀποστόλου
λέγοντος, ὅτι Εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ, καὶ μὴ προσέρχεται ὑγιαίνουσι
λόγοις τοῖς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τῇ κατ' εὐσέβειαν
διδασκαλίᾳ, τετύφωται, μηδὲν ἐπιστάμενος· μετὰ δὲ τὰ ἐπισυμβαίνοντα
ἐπαγαγόντος· Ἀφίστασο ἀπὸ τῶν τοιούτων· καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ· Προφητείας μὴ ἐξουθενεῖτε· πάντα δοκιμάζετε· τὸ καλὸν κατέχετε· ἀπὸ παντὸς εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε.
Ὥστε εἰ μέν τί ἐστι κατ' ἐντολὴν τοῦ Κυρίου λεγόμενον, ἢ πρὸς τὴν
ἐντολὴν τοῦ Κυρίου κατευθυνόμενον, κἂν θανάτου ἀπειλὴν ἔχῃ, ὑπακούειν
χρή· εἰ δέ τι παρ' ἐντολήν ἐστιν, ἢ τὴν ἐντολὴν παραβλάπτει, κἂν
ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἤ τις τῶν ἀποστόλων ἐπιτάσσῃ, κἂν ζωῆς ἐπαγγελίαν
ἔχῃ, κἂν θανάτου ἀπειλήν, οὐδαμῶς ἀνέχεσθαι χρή, τοῦ Ἀποστόλου εἰπόντος· Κἂν ἡμεῖς αὐτοί, ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Μ. Βασιλείου, Κεφάλαια τῶν Ὅρων κατ’ Ἐπιτομήν).
«Ἀκολουθοῦσι δὲ καὶ παντὶ
τοιούτῳ ποιμένι, οὗ τὴν φωνὴν ὁρᾶτε, ὅπως ἡδέως ἤκουσαν· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι διαγνωστικὴν ἕξιν ἔχουσιν ἤδη φωνῆς οἰκείας
καὶ ἀλλοτρίας. Φεύξονται Οὐαλεντίνου,
φεύξονται Μαρκίωνος, Σαβελλίου, Ἀρείου» (Γρηγορίου Θεολόγου, Πρὸς Ἀρειανοὺς
καὶ πρὸς ἑαυτόν), φεύξονται Βαρθολομαίου,
φεύξονται Ζηζιούλα, φεύξονται Χρυσοστόμου Σαββάτου,
φεύξονται καὶ τῶν λοιπῶν ὑπογραψάντων
καὶ ἀποδεχομένων τὴν Κολυμπάριον Σύνοδον.
Αὐτὰ διδάσκουν οἱ Ἅγιοι, κι ὄχι νὰ κοινωνοῦν οἱ πιστοὶ μὲ τοὺς τάχα
εὐσεβεῖς Ἐπισκόπους καὶ Ἱερεῖς των! Καὶ δὲν ἐξετάζουμε ἐδῶ (ὅπως δὲν
ἐξετάζουν οἱ Πατέρες), ἂν τὰ μυστήριά τους εἶναι ἔγκυρα ἢ ἄκυρα. Ἐκεῖνο
ποὺ προέχει εἶναι τὸ «φεύξονται»! Καὶ
δὲν ἐπιδεικνύουν θρασύτητα ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν –χωρὶς νὰ ἔχουν φύγει
πρῶτα– νὰ ἐξετάζουν προβλήματα (ὅπως ἡ ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων) ποὺ ἡ
λύση τους εἶναι ὑπόθεση Ἁγίων ἢ Ὀρθόδοξης Συνόδου;
Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἀπόλυτος. Δὲν μιλᾶ γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς
καταδικασμένους αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ «Ὀρθοδόξους», ποὺ ὅμως
ἐπικοινωνοῦν μὲ αἱρετικούς:
«Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν». (Εἰς ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία, CFDS, Ser. A. τόμ. Χ, fasc. II, σελ. 133 (24-28).
«Ὅτι δεῖ τῶν ἀκροατῶν τοὺς πεπαιδευμένους τὰς Γραφάς, δοκιμάζειν τὰ
παρὰ τῶν διδασκάλων λεγόμενα· καὶ τὰ μὲν σύμφωνα ταῖς Γραφαῖς δέχεσθαι,
τὰ δὲ ἀλλότρια ἀποβάλλειν· καὶ τοὺς τοιούτοις διδάγμασιν ἐπιμένοντας ἀποστρέφεσθαι σφοδρότερον... Ὅτι δεῖ τοὺς μὴ πολλὴν ἔχοντας τὴν
τῶν Γραφῶν γνῶσιν, ἐν τοῖς καρποῖς τοῦ Πνεύματος γνωρίζειν τὸν
χαρακτῆρα τῶν ἁγίων· καὶ τοὺς μὲν τοιούτους δέχεσθαι, τοὺς δὲ ἄλλως ἔχοντας ἀποστρέφεσθαι». (Μ. Βασιλείου, Πίναξ τῶν Ἠθικών Κανόνων, Ὅρος Ο΄).
Κι ἐδῶ δὲν μιλᾶ ὁ Μ. Βασίλειος γιὰ καταδικασμένους (γιατί, ἂν ἦσαν
καταδικασμένοι θὰ ἦσαν γνωστοί στοὺς πιστούς), ἀλλὰ γιὰ
διδασκάλους-Ποιμένες ποὺ διδάσκουν ἀλλότρια ἀπὸ τὰ ὀρθόδοξα διδάγματα.
Καὶ μάλιστα δὲν συμβουλεύει ὁ Ἅγιος νὰ πηγαίνουν οἱ πιστοὶ νὰ ρωτοῦν
κάποιον Ἐπίσκοπο ἢ ἱερέα, ἀλλὰ μόνοι τους (ἐφ’ ὅσον φυσικὰ βρισκόμαστε
σὲ καιρὸ αἱρέσεως καὶ δὲν δύνανται νὰ συμβουλευθοῦν κάποιον ὀρθόδοξο
Ποιμένα, καὶ ἐφ’ ὅσον γνωρίζουν οἱ ἴδιοι τὶς Γραφές) νὰ ἐξετάζουν καὶ νὰ
συμπεραίνουν γιὰ τὴν κακοδοξία.
Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ ὅτι συνεργάζεται καὶ «κοινωνεῖ» κανεὶς μὲ κάποιον κατὰ τρεῖς τρόπους.
Πρῶτον, ὅταν συμμετέχει στὸ ἴδιο ἔργο: «Κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν ἀλλήλοις ἐπὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ συλλαμβάνωνται πρὸς τὴν ἐνέργειαν».
Δεύτερον, ὅταν κάποιος δὲν συμμετέχει μέν, ἀλλὰ ἀποδέχεται τὴν γνώμη ἐκείνου ποὺ ἐνεργεῖ κάποιο ἔργο· καὶ τότε κοινωνεῖ: «Κατὰ δὲ γνώμην, ὅταν συγκατάθηταί τις τῇ διαθέσει τοῦ ποιοῦντος, καὶ συναρεσθῇ».
Τρίτον· ὑπάρχει, λέγει, κι ἕνας ἀκόμα τρόπος κοινωνίας, ποὺ πολλοὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονται, ἀλλὰ μᾶς τὸ ὑποδεικνύει ἡ Ἁγία Γραφή. Λογίζεται, δηλαδή, ὅτι κοινωνεῖ κανεὶς
μὲ τὸ κακὸ καὶ τὴν αἵρεση, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση πού, ναὶ μὲν δὲν
συνεργάζεται, ναὶ μὲν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸν κακὸ ποὺ διαπράττεται καὶ τὴν
αἵρεση ποὺ διδάσκεται ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἀλλ’ ὅμως, ἐνῶ γνωρίζει τὸ κακὸ
ποὺ γίνεται, ἐφησυχάζει, καὶ δὲν ἐλέγχει: «Ἑτέρα
δὲ κοινωνία τοὺς πολλοὺς λανθάνουσα ἐμφαίνεται τῇ ἀκριβολογίᾳ τῆς
θεοπνεύστου Γραφῆς· ὅταν μήτε συνεργασάμενος, μήτε συγκαταθέμενος τῇ
διαθέσει, γνοὺς δὲ τὴν κακίαν τῆς γνώμης ἀφ' ἧς ποιεῖ, ἐφησυχάσῃ, καὶ μὴ
ἐλέγξῃ».
Ἀλλὰ στὸ τέλος διακρίνει καὶ μιὰ ἄλλη περίπτωση «μὴ κοινωνίας»
ὅμως ἐδῶ. Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ συμβαίνει, ὅταν κάποιος συνεργάζεται
μὲν μὲ κάποιον ποὺ φαίνεται ὅτι κάνει κάτι καλό, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅμως
ὅτι αὐτός, ὁ φαινομενικὰ καλός, δὲν ἔχει καλὴ διάθεση καὶ καλὸ σκοπό. «Ὁ
δὲ συνεργαζόμενος μέν τινι τὸ ἀγαθὸν ἀγαθῇ γνώμῃ, ἀγνοῶν δὲ αὐτοῦ τὴν
κακίαν τῆς τε διαθέσεως καὶ τοῦ σκοποῦ, οὐκ ἐν τῷ συνεργάζεσθαι ἔγκλημα
ἕξει κοινωνίας, ἀλλ' ἐν τῷ κεχωρίσθαι τῆς τοῦ ἀλλοτρίου διαθέσεως,
φυλάσσειν δὲ ἑαυτὸν ἐν τῷ κανόνι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης» (Μ. Βασιλείου, Περὶ βαπτίσματος, Λόγος δεύτερος, ἐρώτησις Θ΄. Εἰ
χρὴ συγκοινωνεῖν τοῖς παρανομοῦσιν, ἦ τοῖς ἀκάρποις ἔργοις τοῦ σκότους,
κἂν μὴ ὦσι τῶν ἐμοὶ πιστευθέντων οἱ τοιοῦτοι. Τὸ εὐρύτερο κείμενο ἐδῶ)
https://paterikiparadosi.blogspot.gr/2015/03/blog-post_77.html
Καὶ
τὸ ἐρώτημα: Ὅσοι συγκοινωνοῦν, συνεργάζονται, ἐπικοινωνοῦν
ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς ἐγχώριους Οἰκουμενιστὲς Μητροπολίτες, δὲν
γνωρίζουν τὶς διαθέσεις τους;
Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος, εἶχε διακόψει τὴν κοινωνία καὶ εἶχε ἀποτειχιστεῖ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς, ποὺ εἶχαν καθαιρεθεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Πνευματομάχους, ποὺ δὲν εἶχαν ἀκόμα καταδικασθεῖ καὶ καθαιρεθεῖ καὶ αὐτὸ πρότεινε, καὶ ἐπαινοῦσε τὸ λαὸ ποὺ εἶχε ἀποτειχισθεῖ!
Καὶ πάλι ὁ Μ. Βασίλειος δίδασκε ὅτι, ἂν ἐμεῖς προσωπικὰ ἐπισημάνουμε ὅτι κάποιος χωλαίνει στὴν Πίστη, οὔτε μιὰ ὥρα δὲν θὰ μείνουμε σὲ κοινωνία μὲ αὐτόν! «Οὐδ’ ἂν πρὸς ὥραν αὐτῶν ἐπεδεξάμεθα τὴν συνάφειαν, εἰ σκάζοντας (χωλαίνοντας) περὶ τὴν Πίστιν εὕρομεν» (Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολαὶ Πέτρῳ Ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρείας, P.G. 32,992-994).
Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς γράφουν: «Τοῖς τῇ γνώμῃ τοῦ Θεοῦ ἐναντία δογματίσασι μὴ πλησιάζετε μηδὲ κοινωνοὶ τῆς
ἀσεβείας αὐτῶν γίνεσθε, λέγει γὰρ καὶ Θεός… Ἀποσχίσθητε ἐκ μέσου αὐτῶν,
ἵνα μὴ συναπολῆσθε αὐτοῖς…ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε,
λέγει Κύριος, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς» (Διαταγαὶ Ἁγίων Ἀποστόλων, βιβλ. ΣΤ΄, §Δ΄ καὶ Ε΄).
Ποιόν, λοιπόν, θὰ ἀκολουθήσουμε; Τοὺς σημερινοὺς Πατέρες ποὺ διαστρέφουν τὴν Παράδοση ἢ τοὺς Ἁγίους μας;
Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὄχι
μόνο ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ αἱρετίζων Ἰωάννης Καλέκας γράφει, σὲ Ἐγκύκλιον Ἐπιστολὴ ποὺ ἐξέδωσε, ὅτι ἀναθεματίζει τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τοὺς ὁμόφρονές του, ἐπειδὴ διέκοψαν τὴν κοινωνία μαζί του, πρὶν αὐτὸς καθαιρεθεῖ! Ἄρα π. Εὐστράτιε, ἀκοινώνητος δὲν εἶναι μόνο κάποιος καθηρημένος, ἀλλὰ ὅποιος κακοδοξεῖ!
Μετὰ ἀπ’ αὐτά, δὲν πρέπει νὰ διορθώσετε τὰ πράγματα;
Μετὰ ἀπ’ αὐτά, δὲν πρέπει νὰ διορθώσετε τὰ πράγματα;
Ἡ Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ τοῦ Καλέκα περιεῖχε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς:
«Τόν Παλαμᾶν καί τούς ὁμόφρονας αὐτοῦ, ...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου, τῷ ἀπό τῆς ζωαρχικῆς καί ἁγίας Τριάδος δεσμῷ καθυποβάλλομεν, καί τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν. Ἡ ὑπογραφή Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης καί οἰκουμενικός πατριάρχης» (P.G. 150, 863D). (Περισσότερα ἐδῶ).
Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος, λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, διέκοψε τό μνημόσυνό τοῦ Καλέκα πρό συνοδικῆς κρίσεως, γιατί –κατὰ τὸν Ἅγιο– ἦτο ἀδύνατον κάποιος πού ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικῶς μὲ τὸν κακόδοξο Πατριάρχη νά εἶναι Ὀρθόδοξος. Αὐτό
ἦτο μία ἀπό τίς αἰτίες πού ἐξεδόθη ἐναντίον του ὁ ἀναθεματισμός·
«...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου...».
Πράγματι ὁ ἅγιος Γρηγόριος θεωροῦσε τὸν πατριάρχη Καλέκα ἀποκομμένο
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ ὅσα εἶχε κάνει καὶ πεῖ καὶ συμβούλευε τὴν
ἀκοινωνησία τοῦ νόμιμου καὶ μὴ καταδικασμένου πατριάρχη Καλέκα. Γράφει: «Ὅποιος
εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν Καλέκα, τότε ἀνήκει πράγματι στὸν κατάλογο
τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν εὐσεβῆ πίστη» (Αναίρεσις εξηγήσεως τόμου Καλέκα, Ε.Π.Ε., τομ., 3ος, σελ. 692). Βλέπετε
πατέρες, Εὐστράτιε καὶ Θεόδωρε, τί λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος; Ὅσοι
κοινωνοῦν μὲ μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς, δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν
Θεό!
Ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ Καλόθετος,
τὴν ἴδια διδασκαλία ἀκολουθοῦσε καὶ δίδασκε. Ὁ μελετητὴς τοῦ Καλόθετου
καθηγητὴς Δημ. Τσάμης (σελ. 374) σημειώνει πὼς ὁ Κανόνας ποὺ δικαιώνει
τὶς θέσεις τοῦ ἱεροῦ Ἰωσήφ, εἶναι ὁ Β΄ Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου,
«μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις… ὁ τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον». Στὸ ἴδιο ἔργο του ὁ Δημ. Τσάμης παραθέτει καὶ τὸν 33ο Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», ὅπως ἐπίσης καὶ τοὺς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων 45 καὶ 46.
Καὶ αὐτὴ τὴν διδασκαλία ὁ ἱ. Καλόθετος τὴν ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἀκίνδυνον
καὶ τὸν Καλέκα. Τὰ κακόδοξα φρονήματα τοῦ πρώτου, ἀποδέχεται πλέον καὶ ὁ
δεύτερος, ὁ Πατριάρχης Καλέκας, ὁ ὁποῖος τότε καὶ διηύθυνε «τὸ μέγα σκάφος τῆς Ἐκκλησίας (ὅπως τὸ διευθύνει τώρα ὁ
Βαρθολομαῖος μὲ τὸν Ζηζιούλα καὶ τὸν ἄλλον ἑσμὸ τῶν αἱρετικῶν
Οἰκουμενιστῶν). Καὶ ὅσα ὀρθόδοξα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἀκίνδυνος ἔχει
ἐγκαταλείψει, τὰ αὐτὰ ἔχει ἐγκαταλείψει καὶ ὁ Καλέκας. Κι αὐτὰ ποὺ εἶχαν
ἐγκαταλείψει, ἦσαν τὰ δόγματα τῆς Πίστεως ποὺ ἀποδέχονται οἱ Ἅγιοι·
αὐτὰ δὲ ποὺ ἀποδέχονταν ἦσαν οἱ κακοδοξίες τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ
Ἀκίνδυνου. Ἂρα ὁ Καλέκας κοινωνεῖ μὲ ἀκοινώνητο! (Δεῖτε ἐδῶ)
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:
«ΤΙΤΛ. ΝΑʹ. —Περὶ ἀμίκτων, καὶ τῶν ἀκοινωνήτως ἐχόντων πρὸς ἄλληλα.
»Τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον;». «Τί κοινωνήσει λύκος ἀμνῷ; οὕτως ἁμαρτωλὸς πρὸς εὐσεβῆ. Τί κοινωνήσει χύτρα
πρὸς λέβητα; αὕτη προσκρούσει, αὕτη συντριβήσεται». «Οὐ δύνασθε
τραπέζης Κυρίου μετέχειν, καὶ τραπέζης δαιμονίων. Τίς μετοχὴ δικαιοσύνης
καὶ ἀνομίας; ἢ τίς κοινωνία φωτὶ
πρὸς σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ
μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων;» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰ ἱερὰ Παράλληλα).
«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες...
Τί οὖν φησιν; ἂν πονηρὸς ᾖ, πειθώμεθα; πονηρὸς πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φύγε αὐτόν, καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. Εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου».
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου –Ἀπὸ κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου).
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, μετὰ τὴν Ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν» στὴ Φερράρα, καὶ ἐνῶ δὲν
εἶχε ἀκόμα συγκληθεῖ κάποια Οἰκουμενική Σύνοδος, ἔκανε ἀνυπακοὴ στοὺς
Ἐπισκόπους καὶ τὸ αὐτὸ δίδασκε καὶ στοὺς πιστούς, γιατὶ γνώριζε ὅτι ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετίζοντες μολύνει· ἔγραφε στὸν ἱερομόναχο Θεοφάνη:
«Όμως ο αγών δεν είναι πλέον στα λόγια, αλλά στα έργα. Ούτε είναι καιρός για ρητά και έγγραφες αποδείξεις (τι θα ωφελούσαν άλλωστε σε τέτοιους διεφθαρμένους κριτές;). Αντιθέτως όσοι αγαπούν το Θεό, πρέπει να ετοιμασθούν να πολεμήσουν μαζί τους στα έργα. Επίσης, να είναι έτοιμοι να υποφέρουν κάθε κίνδυνο για την ευσέβεια και για τον αγώνα να μη μολυνθούν από την κοινωνία με τους ασεβείς» (Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγ. Όρους, σελ. 297).
Ἐπίσης, ἀναφερόμενος στοὺς λατινόφρονες λέγει: «Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ
διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας, ὅλες οἱ θεῖες Γραφές, μᾶς προτρέπουν νὰ
φεύγουμε τοὺς ἑτερόφρονες καὶ νὰ μὴ ἔχουμε κοινωνία μὲ αὐτούς» «Ἅπαντες
οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι, πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί,
φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (P.G. 160, 1097AB, 105C).
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης προσθέτει: «Ἐχθροὺς
γὰρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς
τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλη καὶ πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (P.G. 99 1049A).
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος προτρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὴν κοινωνία, ὄχι μόνο τῶν
αἱρετιζόντων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἱερωμένων στοὺς ὁποίους παρατηροῦμε σοβαρὰ
πλημμελήματα, πόσο μᾶλλον αἱρέσεις: «Τί
ποιεῖς ἄνθρωπε; Παρεβάθη ὁ νόμος, κατεφρονήθη σωφροσύνη, πλημμελήματα
τοσαῦτα ἐτολμήθη παρά τινος τῶν ἱερωμένων, τὰ ἄνω κάτω γέγονε καὶ οὐ
φρίττεις;… οὐκ ἀλγεῖς; οὐκ ἐπιτιμᾶ…, ἀλλὰ κοινωνεῖς;» (Ρ.G. 55, 252).
Δυστυχῶς, παρὰ τὴν ξεκάθαρη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, πολλοὶ
σύγχρονοι Ποιμένες κάνουν αὐτὰ ποὺ διαπιστώνει σὲ ἔργο του ὁ π. Εὐθύμιος
Τρικαμηνᾶς. Γράφει γιὰ τοὺς συγχρόνους μας ἱερωμένους: «Κατ’
οὐσίαν ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικῶς πλήρως μέ τήν αἵρεσι, ὑπάγονται
στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους…, τούς μνημονεύουν ὡς Ὀρθόδοξους, αὐτούς πού
κατά τά ἄλλα καταδικάζουν ὡς αἱρετικούς καί δημιουργοῦν κατ’ οὐσίαν μία
νέα ὁδό Ὀρθοδοξίας, ἄγνωστη παντελῶς στούς ἁγίους Πατέρες, ἡ ὁποία
προσδιορίζει ἐν καιρῷ αἱρέσεως τόν ὄντως Ὀρθόδοξο μόνο ἀπό τό φρόνημά
του καί ὄχι ἀπό αὐτούς μέ τούς ὁποίους ἐκκλησιαστικά ἐπικοινωνεῖ καί
μνημονεύει, ἐπί πλέον δέ ἡ νέα αὐτή ὁδός τῆς Ὀρθοδοξίας τούς διασφαλίζει
τά ἀξιώματα καί τίς θέσεις των μέσα στήν Ἐκκλησία καί τούς δίδει τόν
τίτλο τοῦ Ὀρθοδόξου ἀκόπως καί χωρίς θυσίες οὐσιαστικές καί ἐπίπονες,
πρᾶγμα ὄντως πρωτοφανές καί ἀδιανόητο στήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως διαχρονική
ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
Συμβαίνει δηλαδή στίς ἡμέρες μας αὐτό τό ὁποῖο δριμύτατα κατηγορεῖ ὁ
ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τό νά διώκεται δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξος πίστις καί
οἱ ὑπερασπιστές της καί εἰδικά οἱ ἀξιωματοῦχοι καί μεγαλόσχημοι «νά
τελοῦν ἐν ἀδείᾳ»!
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συγκεκριμένα ἐπὶ τοῦ θέματος ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Ποῖος
κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν Χριστοῦ ἐκκλησίαν, τῷ
συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν, ἥ “στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας”
κατά Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί
ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί,
καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν και σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί
ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ
γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως
χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (Γρηγ. Παλαμᾶ Συγγράμματα, Π. Χρήστου, τόμος 2, σελ. 627 καί ΕΠΕ 3, 606).
Ἀλλὰ καὶ ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 (ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ) τὴν ἴδια διδασκαλία ἀποπνέει· δηλαδή, «ὁ τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον». Διότι, ἀναθεματίζει μὲν τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ διδάσκει ὅτι εἶναι ἀκοινώνητοι ὅλοι ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν ἢ ὅσοι στὸ μέλλον θὰ ἔχουν ἢ θὰ ποῦν, ἢ θὰ γράψουν τὰ ἴδια κακόδοξα πράγματα! Ἀποφάσισαν, δηλαδή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες: «Ἡμεῖς
δὲ πᾶσα ἡ συναθροισθεῖσα θεία καὶ ἱερὰ σύνοδος χάριτι Χριστοῦ καὶ νῦν
τῆς εὐσεβείας ὑπερμαχούντες, καὶ ἀκριβῆ καὶ προσήκουσαν τὴν περὶ τῶν
προκειμένων σκέψιν καὶ ἐξέτασιν ποιησάμενοι, καὶ τοὺς πρώην ἐπὶ τούτοις συνοδικοὺς τόμους ὡς εὐσεβεστάτους ἐπικυροῦντες, μᾶλλον δὲ καὶ τούτοις ἑπόμενοι,
τὸν μὲν Βαρλαὰμ ἐκεῖνον καὶ τὸν Ἀκίνδυνον, ὡς εἰς αὐτὰ τὰ καίρια τῆς
εὐσεβείας ἐμπαροινήσαντας καὶ μηδαμῶς μεταμεληθέντας ἔτι περιόντας τῷ
βίῳ, τῷ ἀπὸ Χριστοῦ ἀναθέματι δικαίως καθυποβάλλομεν. Τοὺς δὲ νῦν ἀναφανέντας καὶ συνοδικῶς ἐξελεχθέντας ἐκείνοις ὁμόφρονας, καὶ ἁπλῶς ὅσοι τῆς συμμορίας αὐτῶν, ἀποκηρύκτους τε καὶ ἀποβλήτους ἔχομεν τῆς
καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας, εἰ μὴ μεταμεληθεῖεν,
καὶ τῷ ἀπὸ Χριστοῦ ἀναθέματι καθυποβάλλομεν, καὶ τοὺς κοινωνοῦντας τούτοις ἐν γνώσει ἀκοινωνήτους ἔχομεν,
καὶ πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας τοὺς ἔχοντας ἀπογυμνοῦμεν. Τοὺς δ’ ὑπὸ
τούτων συναρπαγέντας τε καὶ παρασυρέντας, καὶ μὴ τῶν ἐξάρχων τῆς
αἱρέσεως ὄντας, ἀμεταμελήτους μὲν μένοντας, τοῖς ὁμοίοις καθυποβάλλομεν,
μεταμεληθέντας δὲ γνησίως καὶ ἀναθεματίζοντας τὴν τε ταύτην κακοδοξίαν
καὶ τοὺς εἰς τέλος ἐμμείναντας ταύτῃ, μὴ μόνον εἰς κοινωνίαν τὴν κατ’
εὐσέβειαν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἱερωσύνην ἀσμενέστατα προσιέμεθα, μηδαμῶς
τούτους ὑποβιβάζοντες, κατὰ τὴν ἐπὶ τοῖς τοιούτοις διάγνωσιν καὶ
ἀπόφασιν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς ἑβδόμης Συνόδου, διοριζομένης «ὅτι
τοὺς μὲν πρωτάρχους καὶ προϊσταμένους καὶ τῆς δυσσεβείας ἐκδικητὰς οὐδὲ
μεταμελουμένους ὅλως εἰς ἱερωσύνην παραδεχόμεθα, τοὺς δὲ βιασθέντας ἢ
συναρπαγέντας τε καὶ παρασυρέντας, μεταμελομένους ἀληθῶς καὶ γνησίως,
εἰς ἱερωσύνην κατὰ τὸν οἰκεῖον ἕκαστον βαθμὸν προσδεχόμεθα. Ἀλλὰ καὶ εἴ τις ἕτερος τῶν ἁπάντων τὰ αὐτά ποτε φοραθείη ἢ φρονῶν ἢ λέγων ἢ συγγραφόμενος κατὰ τοῦ ἱερωτάτου Θεσσαλονίκης, μᾶλλον δὲ κατὰ τῶν ἱερῶν θεολόγων καὶ τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, τὰ αὐτὰ καθυποβάλλομεν, εἴτε τῶν ἱερωμένων εἴη τις, εἴτε τῶν λαϊκῶν». (51ος
Ὅρος τῆς Εν Κων/λει Ἁγίας Συνόδου του 1351. Βλ. Πρωτοπρ. Ἰωάννου
Ρωμανίδου, Δογματική καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
Ἐκκλησίας, Τόµος Β΄, Εκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 270-271).
Εἶναι κι ἐδῶ φανερὸ ὅτι Σύνοδος Οἰκουμενικῆς ἰσχύος καταδικάζει, ἄρα
θέτει σὲ ἀκοινωνησία, κάθε ἱερωμένο ἢ λαϊκὸ ποὺ στὸ μέλλον θὰ ἐπαναλάβει
κακόδοξες θέσεις.
Εἶναι κουραστικὸ
γιὰ ὅσους εἶναι γνῶστες τῶν θεμάτων αὐτῶν νὰ ἐπαναλαμβάνουμε πάλι τὰ
ἴδια καὶ τὰ ἴδια, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ κάνουμε γιὰ ὅσους δὲν τὰ ἔχουν
διαβάσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ τὰ ὑπενθυμίζουμε σ’ αὐτοὺς ποὺ τὰ γνωρίζουν
μέν, ἀλλὰ τὰ παραθεωροῦν ἢ διαστρέφουν. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ τὸ
ἱστολόγιο «Τελεβάντος», ποὺ ἀθεολόγητα καὶ χωρὶς μαρτυρίες Πατέρων
διαστρέφει μὲ ἰδιόγνωμες τοποθετήσεις τὶς ἀμέτρητες σὲ ἀριθμό –καὶ
ἀντίθετες μὲ τὴν κακοδοξία του– θέσεις τῶν Ἁγίων. (Ἡ μόνη «Πατερικὴ»
θέση ποὺ παραδέχεται ὁ κ. Τελεβάντος εἶναι μὴ συναντουμένη στοὺς Ἁγίους
Πατέρες θέση –ποὺ κατ’ οἰκονομίαν, καὶ γιὰ νὰ μὴν περιπέσουν οἱ πιστοὶ
στὸ Παλαιοημερολογίτικο σχίσμα δίδασκε ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος)
περὶ «στρατηγῶν» καὶ «ἄχρι καιροῦ» παραμονὴ στὴν αἵρεση, ποὺ στὶς μέρες
του δὲν εἶχε διευκρινισθεῖ πλήρως).
Λοιπόν, τί ἄλλο, παρὰ τὸ πνεῦμα τοῦ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται» δηλώνουν τὰ παρακάτω κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων;
Νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ποὺ κι αὐτὸς
προτρέπει σὲ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ὡς μόνη ἐλπίδα νὰ
διορθωθοῦν τὰ κακὰ στὴν Ἐκκλησία, θεωρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, τὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς παρανομοῦντας Ἐπισκόπους. Διότι, λέει, «τοῦτο
ἀρχὴ τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια ταῖς Ἐκκλησίαις, τοῦτο τῶν
κακῶν διόρθωσις, ὅταν τοὺς τὰ τοιαῦτα πονηρευσαμένους ὑμεῖς οἱ
ὑγιαίνοντες ἀποστρέφησθε καὶ μηδὲν κοινὸν ἔχητε πρὸς αὐτούς» (Χρυσοστόμου Ιω., Επιστολή πθ΄, Θεοδοσίῳ ἐπισκόπῳ Σκυθοπόλεως, TLG, vol 52, pg 655, ln 15-ln 25).
Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος: «Καὶ
εἰσὶν οἱ ἀκηκοότες αὐτοῦ ὅτι Ἰωάννης ὁ τοῦ Κυρίου μαθητὴς ἐν τῇ Ἐφέσῳ
πορευθεὶς λούσασθαι καὶ ἰδὼν ἔσω Κήρινθον ἐξήλατο τοῦ βαλανείου μὴ
λουσάμενος, ἀλλ' ἐπειπών· "Φύγωμεν, μὴ καὶ τὸ βαλανεῖον συμπέσῃ, ἔνδον
ὄντος Κηρίνθου τοῦ τῆς ἀληθείας ἐχθροῦ".
Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Πολύκαρπος Μαρκίωνί ποτε εἰς ὄψιν αὐτῷ ἐλθόντι καὶ
φήσαντι· "Ἐπιγίνωσκε ἡμᾶς", ἀπεκρίθη· "Ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω τὸν
πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ". Τοσαύτην οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτῶν
ἔσχον εὐλάβειαν πρὸς τὸ μηδὲ μέχρι λόγου κοινωνεῖν τινι
τῶν παραχαρασσόντων τὴν ἀλήθειαν, ὡς καὶ Παῦλος ἔφησεν· "Αἱρετικὸν
ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι
ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος"» (Ἅγιος Εἰρηναῖος, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ ψευδωνύμου γνώσεως, Γ 3, 4, ΒΕΠΕΣ 5, 144 (15-22).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέγει: «Ἵν' οὖν μὴ τοῦτο γένηται, θελήσατε, ἀγαπητοί, τοὺς μὲν φανερῶς φρονοῦντας τὰ τῆς ἀσεβείας ἀποστρέφεσθαι, τοὺς δὲ νομίζοντας τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶν ἀσεβῶν φυλάττεσθαι· καὶ μάλιστα ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν. Εἰ δέ τις προσποιεῖται μὲν ὁμολογεῖν ὀρθὴν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις,
τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν
ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένῃ,
τὸν τοιοῦτον παραιτεῖσθε.
Οὕτω γὰρ διατελοῦντες καθαρὰν τὴν πίστι διατηρήσετε· κἀκεῖνοι βλέποντες
ὑμᾶς ὠφεληθήσονται, φοβηθέντες μὴ ἄρα ὡς ἀσεβεῖς καὶ τὰ ἐκείνων
φρονοῦντες νομισθῶσιν».
«Ἐὰν οὖν τινα ἴδης, ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μὴ πρόσχης,
ὅτι ἐνδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου, ἤ ἐπισκόπου, ἤ
διακόνου, ἤ ἀσκητοῦ, ἀλλά τὰς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι·
εἰ ἔστι σώφρων, εἰ ἔστι φιλόξενος, ἤ ἐλεήμων, ἤ ἀγαπητικός, ἤ ἐν
προσευχαῖς καρτερικός, ἤ ὑπομονητικός. Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν, καί τόν
φάρυγγα ἅδην, νοσῶν χρήματα, καί καπηλεύων τήν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν·
οὐ γάρ ἐστι ποιμήν ἐπιστημονικός,ἀλλά λύκος ἁρπακτικός. Εἰ δε οἶδας τά
δένδρα δοκιμάζειν ἀπό τῶν καρπῶν, ποῖά ἐστι τῆ φύσει, τῆ γεύσει, τῆ
πιότητι, πολλῶ μᾶλλον ἀπό τῶν ἔργων ὀφείλεις δοκιμάζειν τους Χριστεμπόρους, (σ.σ.: ὄχι μόνο ἡ Σύνοδος, ἀλλὰ κι ἐσύ, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν πάντα κάποια Σύνοδος νὰ ἀποφαίνεται) ὅτι,
φοροῦντες φημάριον εὐλαβείας, ψυχήν κέκτηνται διαβολικήν. Εἰ δέ καί ἀπό
ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις σταφυλάς, ἤ ἀπό τριβόλων σῦκα, τί ὑπολαμβάνεις,
ὅτι ἀπό παραβατῶν ἔχεις τι ἀγαθόν ἀκοῦσαι, ἤ ἀπό προδοτῶν μαθεῖν τι
χρήσιμον; Ἐκείνους τοίνυν ἀποστρέφου ὡς λύκους Ἀραβικούς, καί
ἀκάνθας παρακοῆς, καί τριβόλους ἀδικημάτων, καί δένδρα πονηρά. Ἐάν ἴδης
συνετόν, κατά τήν συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄρθριζε πρός αὐτόν». (Μ. Αθανασίου, Περί Ψευδοπροφητών, ΒΕΠΕΣ 33, 197).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος μάλιστα, δικαιολογεῖ ἀφοπλιστικὰ τὸ γιατί δὲν πρέπει νὰ
ἔχουμε κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, κάνοντας τάχα κάποια οἰκονομία.
Γράφει· Δὲν πρέπει νὰ ἔχετε ἐπι-κοινωνία καὶ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς
κακόδοξους, γιατὶ ὅσοι βλέπουν ἐσᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἐπικοινωνεῖτε
ἄνετα μαζί τους, θὰ σχηματίσουν τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀκίνδυνο καὶ
θὰ κάνουν τὸ ἴδιο, καὶ ἔτσι, θὰ περιπέσουν στὸ βόρβορο τῆς αἱρετικῆς
ἀσεβείας: «…Ὅταν
γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ' αὐτῶν
συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες ἀδιάφορον εἶναι τὸ
τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβορον». Γιὰ
νὰ μὴ συμβεῖ τοῦτο, νὰ ἀποφεύγετε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ
ἐκείνους ποὺ νομίζουν ὅτι δὲν ἔχουν ἀποδεχτεῖ τὴν ἀρειανικὴ διδασκαλία,
ἀλλ’ ὅμως ἐπικοινωνοῦν μετὰ τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν, ἀπ’ αὐτοὺς ἀρχικὰ νὰ
φυλάγεσθε. Καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἐμεῖς ποὺ ὀρθοφρονοῦμε, πρέπει νὰ
ἀποφεύγουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, μὲ ἐκείνους, τῶν ὁποίων τὸ
φρόνημα ὡς κακόδοξο ἀπορρίπτουμε: «…τοὺς
μὲν φανερῶς φρονοῦντας τὰ τῆς ἀσεβείας ἀποστρέφεσθαι, τοὺς δὲ
νομίζοντας τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶν ἀσεβῶν
φυλάττεσθαι· καὶ μάλιστα ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν... Εἰ δέ τις προσποιεῖται μὲν ὁμολογεῖν ὀρθὴν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις, τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένῃ, τὸν τοιοῦτον παραιτεῖσθε.
Οὕτω γὰρ διατελοῦντες καθαρὰν τὴν πίστιν διατηρήσετε»· κἀκεῖνοι
βλέποντες ὑμᾶς ὠφεληθήσονται, φοβηθέντες μὴ ἄρα ὡς ἀσεβεῖς καὶ τὰ
ἐκείνων φρονοῦντες νομισθῶσιν» (Μ. Αθανασίου, επιστολή, Τοις τον μονήρη βίον ασκούσι, ΡG 26, 1185-1188).
Ὁ μέγας Μαρκιανὸς προσπάθησε
πολλὲς φορές, χρησιμοποιώντας πολλὰ ἐπιχειρήματα, νὰ πείσει (ὥστε νὰ
δεχθεῖ τὴν περὶ Πάσχα ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) κάποιον
γέροντα Ἀβραάμη, ὁ ὁποῖος ἦτο ἄνδρας «πολιὰν
μὲν ἔχων τὴν τρίχα, πολιώτερον δὲ τὸ φρόνημα, ἀρετῃ πάσῃ λάμπων καὶ
ἀναβλύζων ἀεὶ τὸ τῆς κατανύξεως δάκρυον. Οὗτος κατ’ ἀρχὰς ὑπό τινος
ἁπλότητος ὑπαχθεὶς <ὡς> τὸ πρῶτον ἐπιτελεῖν ἠνείχετο πάσχα, ἀγνοῶν
μέν, ὡς εἰκός, τὰ περὶ τούτου τοῖς πατράσιν ἐν Νικαίᾳ νενομοθετημένα,
ἔθει δὲ ἀρχαίῳ δουλεύειν αἱρούμενος... Ἀλλ΄ ὁ μέγας Ἀνδριανὸς πολλοῖς
μὲν πολλάκις χρησάμενος λόγοις ἐπειράθη τὸν πρεσβύτην Ἀβράαμην εἰς τὴν
τῆς ἐκκλησίας μεταγαγεῖν συμφωνίαν. Ἀπειθοῦντα δὲ θεασάμενος τῆς πρὸς
αὐτὸν προφανῶς κοινωνίας ἀπέστη». Ἐπειδὴ δηλ. ἔβλεπε ὁ Μαρκιανὸς ὅτι δὲν συμμορφώνεται, διέκοψε φανερὰ τὴν μετ’ αὐτοῦ ἐκκλησιαστική κοινωνία, χωρὶς νὰ περιμένει κάποια Σύνοδο νὰ ἀποφασίσει. Ὅμως, μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, «ὁ θεσπέσιος ἐκεῖνος ἀνήρ ἀπορρίψας τὸν μῶμον (τὴν μὴ συμφωνοῦσα μὲ τὴν ἀπόφαση περὶ Πάσχα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) καὶ τῆς θείας ἑορτῆς ἀγαπήσας τὴν συμφωνίαν, ἔψαλλεν ἀληθεύων». (Φιλόθεος Ιστορία, P.G. 82, 1336B-D. Βλέπε καὶ «Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν…, Ἱ. Μ. ἁγ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σελ. 64).
Ὁ ὅσιος Ὑπάτιος (Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῶν Ρουφιανῶν στὴ Χαλκηδόνα) «γνοὺς ὅτι παρ’ ὅ δεῖ ἐφρόνησεν ὁ Νεστόριος, εὐθέως περιεῖλεν ἐν τῶ ἀποστολείῳ τὸ ὄνομα αὐτοῦ, τοῦ μὴ ἀναφέρεσθαι ἐν τῆ προσφορᾶ (δηλαδή,
μόλις ὁ Νεστόριος ἔκανε γνωστὰ τὰ κακόδοξα φρονήματά του, καὶ πρὶν κἂν
πάρει ἔκταση τὸ θέμα, φυσικὰ πολὺ πρὶν τὴν καθαίρεσή του, διέκοψε τὴν
μνημόνευσή του). Γνούς δε τοῦτο ὁ εὐλαβέστατος Εὐλάλιος (ἦταν Ἐπίσκοπος) δεδοικὼς
τὴν ἔκβασιν τοῦ πράγματος, ἦν γὰρ ἐγκρατὴς ἐν τῇ πόλει ὁ Νεστόριος,
λέγει τῶ Ὑπατίῳ: Διατί περιεῖλες τὸ ὄνομα αὐτοῦ μὴ γινώσκων τὸ
ἀποβησόμενον; (γιατί διέκοψες τὸ μνημόσυνό του, πρὶν δεῖς τὴν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων;). Ὁ
δε Ὑπάτιος ἔφη: Ἐγὼ ἀφ’ οὗ ἔγνων ὅτι ἄδικα λέγει περὶ τοῦ Κυρίου μου,
οὐ κοινωνῶ αὐτῷ οὔτε ἀναφέρω το ὄνομα αὐτοῦ. Ἐκεῖνος γάρ οὐκ ἔστιν
ἐπίσκοπος. Τότε λέγει ὁ ἐπίσκοπος ἐν ὀργῇ: ὕπαγε, διόρθωσον ὃ ἐποίησας,
ἐπεί τι ποιῆσαι ἔχω εἰς σέ. Ὁ δὲ Ὑπάτιος ἀπεκρίθη: ὃ θέλεις ποίησον, ἐγὼ
γὰρ πάντα προεθέμην παθεῖν καὶ οὕτω ταῦτα ἐποίησα… (Αcta Sanctorum, Nov./B, page 267).
Να αποφεύγεται λοιπόν και εσείς, αδελφοί, την εκκλησιαστική κοινωνία με τους ακοινωνήτους και το μνημόσυνο των αμνημονεύτων. Φευκτέον αυτούς (τους λατινόφρονες) ως φεύγει τις από όφεως» (Οἱ Ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, σελ. 297-298).
Το 1452
ο Γεννάδιος προσκλήθηκε στο παλάτι «μαζί με πολλούς εκκλησιαστικούς
άνδρες για να συσκεφθούν περί της ενώσεως. Ο Γεννάδιος αρνήθηκε να
προσέλθη και τους δήλωσε δι’ επιστολής τα εξής:
«…Εάν
η σύναξη αυτή γίνεται για να ληφθή η συγκατάθεσις των εκκλησιαστικών
για την ένωσι που έκανε ήδη η πολιτεία –αλίμονο! Αυτό είναι χωρισμός από
το Θεό– τότε αφήστε με, μη με πειράζεται… Όποιος θα μνημονεύση τον
πάπα, η θα έχη εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς που τον μνημονεύουν, ή
θα συμβουλεύση …κάποιον να μνημονεύση, θα τον θεωρήσω όπως και η αγία
και μεγάλη Σύνοδος της Κων/πόλεως, η οποία εξέτασε το λατινικό δογμα και
κατεδίκασε όσους το πίστεψαν, τον Βέκκο δηλ. και τους ομόφρονές του…Οι
Σύνοδοι και οι άλλοι πατέρες ορίζουν ότι “αυτών που αποστρεφόμαστε το φρόνημα πρέπει να αποφεύγωμε και την κοινωνία”…
Πάνω απ’ όλα όμως ο Κύριός μας λέγει: “Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν,
αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν” (Ιω. ι
, 5).
Μη
γένοιτο να κάνω αιρετικήν την Εκκλησία μου, την αγία μητέρα των
Ορθοδόξων, δεχόμενος το μνημόσυνο του πάπα, εφόσον ομολογεί και πιστεύει
εκείνα, για τα οποία δεν τον δέχεται η Εκκλησία μας… Και θα είμαι
οπωσδήποτε ακοινώνητος προς τον πάπα και όσους έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με αυτόν, όπως και οι Πατέρες μας. Διότι πρέπει να μιμούμαστε την ευσέβειά τους, αφού δεν έχουμε την αγιωσύνη και την σοφία τους”» (στο ίδιο, σελ. 303-304).
Ο ιερός Γεννάδιος, όταν και τότε συζητούσαν το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών, έγραφε:
«Αυτά όμως που λέγουν εκείνοι, δηλ. να αναβάλουμε προσωρινά την εξέτασι του θέματος, δεν είναι προσωρινή εκκλησιαστική Οικονομία. Είναι προσωρινή συγκατάθεσίς μας στην προσθήκη (του filioque)
και στην ένωσι που επικυρώθηκε κακώς στην Φλωρεντία. Είναι πρόσκαιρος
εκλατινισμός –αν είναι βέβαια πρόσκαιρος και όχι αιώνιος!–
συμπεραίνοντας από τα πρόσωπα που τον πραγματοποιούν…» («ὅπ. παρ., σελ. 304).
Εἶναι ἀξιομνημόνευτα γιὰ τὸ θέμα καὶ ὅσα ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσοπούλος γράφει στὸ βιβλίο του «Οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι». Παραθέτουμε κάποια σημεῖα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐπεξηγοῦν ποιός εἶναι ἀκοινώνητος:
«Β. Η έννοια του “συνεύχεσθαι” στους ίδιους τους Ι. Κανόνες
Επίσης, μελετώντας προσεκτικά τα ίδια τα κείμενα των κανόνων προκύπτει σαφέστατα ότι οι Πατέρες απαγορεύουν όχι μόνο τη συμμετοχή σε κοινή Θ. Ευχαριστία, αλλά και την απλή προσευχή μαζί με αιρετικούς:
· Όταν ο Κανόνας Ι' των Αγίων Αποστόλων (“Εἴ τις ἀκοινωνήτω κἀν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω”) επιβάλλει αφορισμό σε όποιον "καν εν οίκω συνεύξηται", με ακοινώνητον,
προφανώς εννοεί την απλή συμπροσευχή και όχι την τέλεση Θ.
Λειτουργίας, διότι τέλεση Θ. Λειτουργίας εν οίκω απαγορεύεται
αυστηρά σύμφωνα με τον Κανόνα ΝΗ' της εν Λαοδικεία Συνόδου. Άρα με
το "καν εν οίκω συνεύξηται" εννοεί οποιαδήποτε απλή συμπροσευχή. Ο
παραβαίνων αυτόν τον κανόνα “αφοριζέσθω”»!
Ἀκολουθεῖ
τὸ Γ΄ κεφάλαιο, στὸ ὁποῖο ὁ π. Ἀναστάσιος μᾶς μεταφέρει τί λέγουν οἱ
ἔγκριτοι Κανονολόγοι καὶ ἑρμηνευτὲς γιὰ τὸ θέμα μας:
«Γ. Απόψεις εγκρίτων κανονολόγων και ερμηνευτών.
Εκτός της ανωτέρω απλής προσεγγίσεως των ιδίων των κειμένων των Ι. Κανόνων, όλοι οι έγκριτοι κανονολόγοι αναγνωρίζουν ότι κατά ακρίβεια με βάση τους Ι. Κανόνες δεν επιτρέπεται όχι μόνο η συμμετοχή σε κοινή προσευχή,
όταν τελείται η Θ. Ευχαριστία, αλλά ούτε και οποιαδήποτε απλή προσευχή,
από οιονδήποτε Ορθόδοξο κληρικό ή λαϊκό. Ενδεικτικά αναφέρω:
o Θεόδωρος Βαλσαμών (πατριάρχης Αντιοχείας):
§ «Εκλαβού το συνεύξασθαι εις το απλώς κοινωνήσαι, και το ημερώτερον διατεθείναι επί τη ευχή του αιρετικού. Τους γαρ τοιούτους ως μύση (βδέλυγμα) βδελύττεσθαι, ου μην οικειούσθαι οφείλομεν».
§ «Σαφής ο κανών. Ου γαρ συγχωρεί τοις αιρετικοίς επιμένουσι τη αιρέσει συνεκκλησιάζειν μετά Ορθοδόξων».
§ «Ακούων δε του κανόνος του λέγοντος ακοινωνήτους είναι τους επισκόπους και λοιπούς ιερωμένους τους συνευχομένους τοις ακοινωνήτοις,
μη είπης εξ αντιδιαστολής ανευθύνους είναι τους λαϊκούς παρά τον
κανόνα ποιούντας. Και ούτοι γαρ αφορισθήσονται κατά τον Ι΄ Αποστολικόν
Κανόνα τον μη διαστέλλοντα κληρικούς και λαϊκούς».
Ἐδῶ ὁ Βαλσαμών, ἐξηγεῖ ὅτι ἀκοινώνητος δὲν εἶναι μόνο ὁ αἱρετικός (καταδικασμένος ἢ ὄχι ἀπὸ Σύνοδο), ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ ἱερωμένος ἢ ὁ Λαϊκὸς ποὺ θὰ συμπροσευχηθεῖ μὲ τὸν ἀκοινώνητο αἱρετικό! Τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνει καὶ στὴν συνέχεια τοῦ κεφαλαίου:
«“Αιρετικός, εστί … ο μικρόν γουν εκκλίνων της Ορθοδόξου πίστεως. Επεί γουν πάντες οι απαριθμηθέντες εις την παρούσαν ερώτησιν (Λατίνοι, Αρμένιοι,
Μονοθελήτες, Νεστοριανοί), ου δια μικρόν τι αλλά δια πλάτος μέγα
δυσδιεξίτητον εκ της των Ορθοδόξων Εκκλησίας απεξενώθησαν, πάντως ουδέ χάριν αναδοχής παίδων πνευματικών, μεσιτευομένης δι’ αγίων ευχών και αγιασμάτων πολλών, ημίν συγκοινωνήσουσιν, ίνα μη και αυτοί ακοινωνησία κατακριθώμεν κατά τον κανόνα τον λέγοντα ο κοινωνών ακοινωνήτω και αυτός ακοινώνητος εστίν”.
§ ΙΕ΄ ερώτησις του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίου Μάρκου: “ακινδύνως ιερουργήσει τις ή συνεύξεται μετά αιρετικών,
Ιακωβιτών δηλαδή και Νεστοριανών, εις Εκκλησίαν αυτών, είτε μην και
ημετέραν; ή κοινής μετ’ αυτών μετάσχη τραπέζης; ή ποιήσει ανάδοχον εκ
του Αγίου Βαπτίσματος; Ή κατοιχωμένων ποιήσει μνημόσυνα; ή μεταδώσει των θείων αγιασμάτων αυτοίς. Η στενοχωρία γαρ του τόπου πολλά τοιαύτα ποιεί και ζητώ το ποιητέον”.
Απόκρισις Θεοδώρου Βαλσαμών:
“Δια τούτο (μνημονεύει τους κανόνες που απαγορεύουν την συμπροσευχή με
αιρετικούς) και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμώ και καθαιρέσει
καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς τε και κληρικούς, συνευχομένους αυτοίς ιερατικώς, ή μην και συνεσθίοντας, αλλά και μειζόνως κολάζεσθαι, κατά την των ρηθέντων θείων κανόνων περίληψιν. Η γαρ στενοχωρία των τόπων, και ο των αιρετικών πληθυσμός, της ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα”.
§ “Ει ουν οι κατηχούμενοι ουκ εώνται παρείναι τελουμένης της θείας θυσίας, πως αιρετικοί εαθήσονται, ει
μη που επαγγέλλονται, φησί, μετανοείν και αφίστανται της αιρέσεως. Και
τότε δε, οίμαι, ουκ εντός του Ναού παραχωρηθήσονται είναι, αλλ’ έξω μετά
των κατηχουμένων. Ως, ει μη επαγγέλλονται αφίστασθαι της αιρέσεως, ουδέ
τοις κατηχουμένοις συστήσονται, αλλ’ εκδιωχθήσονται”».
Καὶ ὁ Ἰωάννης Ζωναρᾶς,
§ «”Μέγα αμάρτημα ο κανών ηγείται, το Χριστιανόν εις Ιουδαίων συναγωγήν ή αιρετικών χάριν προσευχής εισιέναι”.
§ “Ο ακοινωνήτω συνευξάμενος ή καθηρημένω, δια τους ήδη γεγραμμένους κανόνας υπό επιτίμιον εστίν … καν γαρ μη τα εκείνων φρονή, αλλά γε πολλοίς σκανδάλου δίδωσιν αφορμήν και υπόνοιαν καθ’ εαυτού ως τας Ιουδαϊκάς τιμών τελετάς. Άμα δε και μιαίνεσθαι πιστεύεται τη εκείνων συναναστροφή”.
O Αριστινός:
§ “Αιρετικοίς το ιερόν ανεπίβατον. ου συγχωρούνται αιρετικοί εις τον οίκον του Θεού εισιέναι”.
§ “Ουδεμία κοινωνία φωτί προς σκότος. Δια τούτο γουν ουδέ τοις αιρετικοίς ή τοις Ιουδαίοις Χριστιανός συνεορτάζει”.
§ “αιρετικοίς ή σχισματικοίς μη συνεύξη. Ακοινώνητος ο τούτοις συνευχόμενος”.
O Ματθαίος Βλάσταρης:
§ “Ο ΛΓ΄ (κανόνας της εν Λαοδικεία) αιρετικώ ή σχισματικώ όλως ημάς ουκ επιτρέπει συνεύχεσθαι”.
§ “Ο Β΄ κανών της εν Αντιοχεία Συνόδου, της κοινωνίας των ακοινωνήτων αποδιίστασθαι παντάπασιν ημίν εγκελεύεται, και μήτε εν οίκω τούτοις συνεύχεσθαι, μήτε εν Εκκλησία”.
Oι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων (1848):
§ “Αποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικώς … ότι (ο Παπισμός) είναι αίρεση και οι οπαδοί του αιρετικοί … Επίσης οι συνάξεις που συγκροτούνται από αυτούς είναι αιρετικές και κάθε κοινωνία πνευματική των Ορθοδόξων τέκνων… με αυτούς είναι αντικανονική, όπως ορίζει ο ζ΄ κανόνας της Γ΄ Οικ. Συνόδου”».
Αὐτὰ γιὰ τὸ θέμα περὶ ἀκοινωνήτων.
Στὴν ἴδια ὁμιλία τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση καὶ στὴ συζήτηση-ἀπάντηση στὶς ἐρωτήσεις τῶν ἀκροατῶν, ἀκούστηκαν τὰ ἑξῆς:
Ἀκροατής: Ἤθελα
νὰ πῶ ἕνα λεπτὸ σημεῖο. Ὑπάρχουν σὲ πολλὲς Μητροπόλεις παραδοσιακοὶ
ἱερεῖς –μετρημένοι στὰ δάχτυλα, βέβαια– οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀντίθετοι τῶν
ἐπισκόπων, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἀποτειχιστεῖ ἀκόμα. Ὑπάρχει, λοιπόν, μιὰ ἄποψη
κάποιων, ὅπως εἶναι ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς –τώρα, νομίζω, τὸ ἔχει
ἀναθεωρήσει τελευταῖα– ὁ ὁποῖος ἔλεγε νὰ μὴν πηγαίνετε σὲ Ἐκκλησίες ποὺ
μνημονεύεται αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος, γιατὶ εἶναι μολυσμένα, λέει, τὰ
μυστήρια. Σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, λοιπόν, ὑπάρχει ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων
ποὺ πιστεύουν αὐτό…
π. Θεόδωρος Ζήσης: Ἡ
φράση ποὺ εἴπατε, νὰ μὴν ἐκκλησιάζεστε ἐκεῖ ποὺ μνημονεύονται
Ἐπίσκοποι, γιατὶ μολύνονται τὰ μυστήρια, κατὰ τὸ ἥμισυ εἶναι ὀρθή.
Δηλαδή, ἐκεῖ ποὺ μνημονεύονται Ἐπίσκοποι Οἰκουμενιστές, γνωστοὶ
Οἰκουμενιστές, δὲν πρέπει νὰ πηγαίνουμε. Θὰ πάω νὰ ἐκκλησιαστῶ ἐκεῖ ποὺ
λειτουργεῖ ὁ Μεσσηνίας; Ἐκεῖ ποὺ λειτουργεῖ ὁ Δημητριάδος; Ὅταν γνωρίζω
πὼς κάποιος εἶναι Οἰκουμενιστής, ὄχι μόνο Ἐπίσκοπος ἀλλὰ κι ἕνας ἱερεύς,
δὲν πηγαίνω, αὐτὸ εἶναι σωστό. Τὸ ὅτι ὅμως τὰ μυστήρια εἶναι μολυσμένα,
δὲν εἶναι σωστό. Αὐτὸ τὸ λάθος κάνουν μερικοὶ καὶ δημιουργοῦν πρόβλημα
σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, πρόβλημα συνειδήσεως…
π. Εὐστράτιος Λαυριώτης: Ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχουν καταδικαστεῖ…
π. Θεόδωρος Ζήσης: Ἐφ’
ὅσον δὲν ἔχουν καταδικαστεῖ οἱ συγκεκριμένοι Ἐπίσκοποι ἀπὸ Σύνοδο ὡς
αἱρετικοί, τὰ μυστήριά τους δὲν εἶναι οὔτε μολυσμένα οὔτε ἄκυρα. Εἶναι
σαφῆ τὰ πράγματα.
π. Θεόδωρος Ζήσης: Ὄχι ἀπὸ τὴ Σκύλα στὴ Χάρυβδη. Ὄχι ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ στὸ σχίσμα τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Εἶναι σχίσμα.
Ἀκροάτρια: Ὄχι σχίσμα, πάτερ.
π. Θεόδωρος Ζήσης: Ἔγινε κακῶς ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρύθμιση, ἀλλὰ κατέληξε σὲ σχίσμα.
Οἱ ἀπαντήσεις τοῦ π. Θεοδώρου καὶ τοῦ π. Εὐστρατίου στὸν Ἀκροατή,
σκοτίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὶς θέσεις τοῦ π. Εὐθυμίου. Ἀπ’ ὅ,τι
γνωρίζουμε ὁ π. Εὐθύμιος δὲν λέει τίποτε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι λέγουν οἱ
Ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς στὸ βιβλίο του «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ» τὰ συνοψίζει καὶ τὰ παραθέτει ὡς ἑξῆς:
«Πάσῃ δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι. «Μὴ δῶτε γὰρ τὰ ἅγια τοῖς κυσίν, ὁ Κύριός φησι, μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7, 6), ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως. Εἰ γὰρ πάντως ἕνωσίς ἐστι πρὸς Χριστὸν καὶ πρὸς ἀλλήλους, πάντως καὶ πᾶσι τοῖς συμμεταλαμβάνουσιν ἡμῖν κατὰ προαίρεσιν ἑνούμεθα. Ἐκ
προαιρέσεως γὰρ ἡ ἕνωσις αὐτὴ γίνεται, οὐ χωρὶς τῆς ἡμῶν γνώμης. Πάντες
γὰρ ἓν σῶμα ἐσμεν, ὅτι ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μεταλαμβάνομεν, καθώς φησιν ὁ
θεῖος Ἀπόστολος» (Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ).
Ὁ ἀτρόμητος ὁμολογητὴς τῶν θεανθρωπίνων ὀρθοδόξων ἀληθειῶν ἀναγγέλλει εἰς ὅλους τους ἀνθρώπους ὅλων τῶν κόσμων:
«Τὸ γὰρ κοινωνεῖν παρὰ αἱρετικοῦ ἢ προφανῶς διαβεβλημένου κατὰ τὸν βίον ἀλλοτριᾶ Θεοῦ καὶ προσοικειοῖ τῷ Διαβόλῳ»2. Κατὰ τὸν ἴδιον ὁ ἄρτος τῶν αἱρετικῶν δὲν εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου). Διὰ τοῦτο, «Ὡς οὖν ὁ θεῖος ἄρτος ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων μετεχόμενος, πάντας τοὺς μετόχους ἓν σῶμα ἀποτελεῖ. Οὕτω δὴ καὶ ὁ αἱρετικός (ἄρτος) κοινωνοὺς τοὺς οὕτω αὐτοῦ μετέχοντας ἀλλήλων ἀπεργαζόμενος, ἓν σῶμα ἀντίθετον Χριστῷ παρίστησι» (Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου).
Ἐπὶ πλέον, «ἡ παρὰ τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινὸς ἄρτος ἀλλὰ φάρμακον (= δηλητήριον), οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλὰ ψυχὴν μελαῖνον καὶ σκοτίζον» (Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου). (Ἀπὸ τὸ βιβλίον τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ»).
Ὁ π. Εὐθύμιος, ἐπίσης, πολλάκις ἔχει πεῖ ὅτι κατ’ Ἀκρίβειαν (καὶ
σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων) τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι
ἄκυρα, ἀλλὰ κατ’ Οἰκονομίαν (πάλι σύμφωνα μὲ τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων, ὅταν σὲ περιόδους αἱρέσεων τὰ πράγματα ἦσαν συγκεχυμένα) εἶναι ἔγκυρα. Γι’ αὐτὸ ἐὰν Σύνοδος Ὀρθοδόξων ἀσχοληθεῖ καὶ διευκρινίσει τὸ θέμα, θὰ δεχθεῖ τὴν ἀπόφασή της.
Ἡ ὁμιλία του π. Θεοδώρου Ζήση http://www.katanixis.gr/2017/12/2017.html#more
ἐκφωνήθηκε τὴν Τετάρτη 29-11-2017, στὴν Αἴθουσα "Ἐπάλξεις" στὴν Ὁμόνοια Ἀθήνας.
ἐκφωνήθηκε τὴν Τετάρτη 29-11-2017, στὴν Αἴθουσα "Ἐπάλξεις" στὴν Ὁμόνοια Ἀθήνας.
Γιὰ τὴν ἀντιγραφή
Σημάτης Παναγιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.