Kαι με τη δεύτερη απόφασή του το ΣτΕ νομολογεί ότι το μάθημα των
θρησκευτικών πρέπει να είναι ομολογιακό, να απευθύνεται και κατ` ουσίαν
να κατηχεί τους ορθόδοξους μαθητές. Το ανώτατο δικαστήριο, απέρριψε τα
νέα προγράμματα των θρησκευτικών γιατί κατά τη γνώμη του αντιβαίνουν
προς αυτή την κατεύθυνση.
Στην προηγούμενη μάλιστα απόφασή του είχε προχωρήσει σε αναλυτική θεολογική και παιδαγωγική απόρριψη των προγραμμάτων. Να θυμίσουμε ότι με τα νέα προγράμματα των θρησκευτικών είχε συμφωνήσει η Ιεραρχία τον Ιούνιο του 2017,
ενώ η κατάρτισή τους ήταν αποτέλεσμα εργασίας θεολόγων και παιδαγωγών υπό την ευθύνη τού κατά νόμο υπεύθυνου οργάνου, του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Το ανώτατο δικαστήριο δηλαδή, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του ρόλο Οικουμενικής Συνόδου, μοιάζει να εγκαλεί και την ίδια την Εκκλησία ως προς την προσήλωσή της στην Ορθοδοξία! Και την ίδια ώρα καταργεί και το ΙΕΠ!
Η απόφαση του ΣτΕ μας πηγαίνει στη σκοτεινή δεκαετία του '50. Γι' αυτό ερμηνεύει την επιταγή του ισχύοντος Συντάγματος του 1975 ότι σκοπός της εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων, είναι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, πισωγυρίζοντας στο Σύνταγμα του 1952, σύμφωνα με το οποίο η θρησκευτική εκπαίδευση βασίζεται στις «αρχές του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Όπως διδάσκουν οι μεγάλοι Έλληνες συνταγματολόγοι, με πρώτο τον Αριστόβουλο Μάνεση, η θρησκευτική συνείδηση αναφέρεται στο ενδιάθετο φρόνημα για το θείο και δεν περιορίζεται στο ένα ή άλλο δόγμα. Άλλωστε, στο ίδιο άρθρο 16 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος αναφέρεται ότι τελικώς σκοπός της εκπαίδευσης «είναι η διάπλαση ελεύθερων πολιτών». Είναι σημάδι των καιρών ότι το ΣτΕ αντί να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα, ανάμεσα στα οποία είναι και η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, αντί να υπερασπίζεται το Σύνταγμα, εκδίδει αποφάσεις που το παραβιάζουν.
Τα νέα προγράμματα θρησκευτικών ανταποκρίνονται στη νέα κοινωνική πραγματικότητα, στην πολυπολιτισμική- πολυθρησκευτική σύνθεση πολλών σχολείων, αλλά και στις αναζητήσεις και την πολύμορφη αντίληψη των πολιτών, ακόμη και γι` αυτήν την έννοια της Ορθοδοξίας. Η απόφαση γυρνάει την πλάτη στην κοινωνία και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για εκ νέου παλινδρόμηση σε μορφές ορθοδοξισμού – ζηλωτισμού σε συνάρτηση με την αναβίωση των εθνικισμών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Με την απόφαση δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στην εκπαίδευση, προκαλούνται προβλήματα συνείδησης και από τα πράγματα θα οδηγηθούμε στη μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε προαιρετικό. Σε αυτή μάλιστα την περίπτωση εκπρόσωποι και άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων θα ζητήσουν να έχουν με δική τους ευθύνη μάθημα ομολογιακό για τα δικά τους παιδιά που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία. Έτσι π.χ. οι χιλιάδες Μουσουλμάνοι που ζουν στην Αττική θα διεκδικήσουν την κορανική διδασκαλία για τα παιδιά τους. Προφανώς η κάθε θρησκευτική κοινότητα θα αξιώσει να διορίζει αυτή τους θεολόγους ή τους ιεροδιδάσκαλους και έτσι θα βρεθούμε μπροστά στο ενδεχόμενο επικίνδυνων κατακερματισμών μέσα στο μαθητικό πληθυσμό με την υπόθαλψη θρησκευτικών φονταμενταλισμών και τελικά στην αλλοίωση του σκοπού του δημόσιου σχολείου.
Η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών με ανοικτό και διαθρησκειακό τρόπο, με έμφαση βεβαίως στην πολιτιστική ορθοδοξία, είναι προϋπόθεση για ένα σύγχρονο και δημοκρατικό σχολείο, προκειμένου οι μαθητές να αντιλαμβάνονται τις επιδράσεις των θρησκειών στο σύγχρονο κόσμο και να προσεγγίζουν το ανεκτικό μήνυμά τους, χωρίς να παγιδεύονται από θρησκόληπτες και πολεμοκάπηλες παραφθορές.
Προσυπογράφω τον πρόσφατο σχολιασμό της απόφασης του ΣτΕ από τον μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμο ότι «τα σχολεία δεν χρειάζονται ούτε κατηχητές, ούτε απολογητές». Και συνεχίζει: «Χρειάζονται εμπνευσμένους καθηγητές, επιστήμονες θεολόγους που θα διδάσκουν ένα μάθημα γνώσης, ένα μάθημα πολιτισμού σύμφωνα με τα επιστημονικά και παιδαγωγικά πρότυπα, ένα μάθημα ως μια άσκηση αγάπης με τα μάτια στραμμένα στον κόσμο, όχι στον εαυτό μας». Προσυπογράφω, επίσης, την αποστροφή του προς την υπουργό Παιδείας την οποία καλεί να πάρει αποφάσεις για το μάθημα των θρησκευτικών, «αναλογιζόμενη όχι τις επόμενες εκλογές αλλά την επόμενη γενιά»
Στην προηγούμενη μάλιστα απόφασή του είχε προχωρήσει σε αναλυτική θεολογική και παιδαγωγική απόρριψη των προγραμμάτων. Να θυμίσουμε ότι με τα νέα προγράμματα των θρησκευτικών είχε συμφωνήσει η Ιεραρχία τον Ιούνιο του 2017,
ενώ η κατάρτισή τους ήταν αποτέλεσμα εργασίας θεολόγων και παιδαγωγών υπό την ευθύνη τού κατά νόμο υπεύθυνου οργάνου, του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Το ανώτατο δικαστήριο δηλαδή, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του ρόλο Οικουμενικής Συνόδου, μοιάζει να εγκαλεί και την ίδια την Εκκλησία ως προς την προσήλωσή της στην Ορθοδοξία! Και την ίδια ώρα καταργεί και το ΙΕΠ!
Η απόφαση του ΣτΕ μας πηγαίνει στη σκοτεινή δεκαετία του '50. Γι' αυτό ερμηνεύει την επιταγή του ισχύοντος Συντάγματος του 1975 ότι σκοπός της εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων, είναι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, πισωγυρίζοντας στο Σύνταγμα του 1952, σύμφωνα με το οποίο η θρησκευτική εκπαίδευση βασίζεται στις «αρχές του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Όπως διδάσκουν οι μεγάλοι Έλληνες συνταγματολόγοι, με πρώτο τον Αριστόβουλο Μάνεση, η θρησκευτική συνείδηση αναφέρεται στο ενδιάθετο φρόνημα για το θείο και δεν περιορίζεται στο ένα ή άλλο δόγμα. Άλλωστε, στο ίδιο άρθρο 16 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος αναφέρεται ότι τελικώς σκοπός της εκπαίδευσης «είναι η διάπλαση ελεύθερων πολιτών». Είναι σημάδι των καιρών ότι το ΣτΕ αντί να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα, ανάμεσα στα οποία είναι και η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, αντί να υπερασπίζεται το Σύνταγμα, εκδίδει αποφάσεις που το παραβιάζουν.
Τα νέα προγράμματα θρησκευτικών ανταποκρίνονται στη νέα κοινωνική πραγματικότητα, στην πολυπολιτισμική- πολυθρησκευτική σύνθεση πολλών σχολείων, αλλά και στις αναζητήσεις και την πολύμορφη αντίληψη των πολιτών, ακόμη και γι` αυτήν την έννοια της Ορθοδοξίας. Η απόφαση γυρνάει την πλάτη στην κοινωνία και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για εκ νέου παλινδρόμηση σε μορφές ορθοδοξισμού – ζηλωτισμού σε συνάρτηση με την αναβίωση των εθνικισμών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Με την απόφαση δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στην εκπαίδευση, προκαλούνται προβλήματα συνείδησης και από τα πράγματα θα οδηγηθούμε στη μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε προαιρετικό. Σε αυτή μάλιστα την περίπτωση εκπρόσωποι και άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων θα ζητήσουν να έχουν με δική τους ευθύνη μάθημα ομολογιακό για τα δικά τους παιδιά που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία. Έτσι π.χ. οι χιλιάδες Μουσουλμάνοι που ζουν στην Αττική θα διεκδικήσουν την κορανική διδασκαλία για τα παιδιά τους. Προφανώς η κάθε θρησκευτική κοινότητα θα αξιώσει να διορίζει αυτή τους θεολόγους ή τους ιεροδιδάσκαλους και έτσι θα βρεθούμε μπροστά στο ενδεχόμενο επικίνδυνων κατακερματισμών μέσα στο μαθητικό πληθυσμό με την υπόθαλψη θρησκευτικών φονταμενταλισμών και τελικά στην αλλοίωση του σκοπού του δημόσιου σχολείου.
Η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών με ανοικτό και διαθρησκειακό τρόπο, με έμφαση βεβαίως στην πολιτιστική ορθοδοξία, είναι προϋπόθεση για ένα σύγχρονο και δημοκρατικό σχολείο, προκειμένου οι μαθητές να αντιλαμβάνονται τις επιδράσεις των θρησκειών στο σύγχρονο κόσμο και να προσεγγίζουν το ανεκτικό μήνυμά τους, χωρίς να παγιδεύονται από θρησκόληπτες και πολεμοκάπηλες παραφθορές.
Προσυπογράφω τον πρόσφατο σχολιασμό της απόφασης του ΣτΕ από τον μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμο ότι «τα σχολεία δεν χρειάζονται ούτε κατηχητές, ούτε απολογητές». Και συνεχίζει: «Χρειάζονται εμπνευσμένους καθηγητές, επιστήμονες θεολόγους που θα διδάσκουν ένα μάθημα γνώσης, ένα μάθημα πολιτισμού σύμφωνα με τα επιστημονικά και παιδαγωγικά πρότυπα, ένα μάθημα ως μια άσκηση αγάπης με τα μάτια στραμμένα στον κόσμο, όχι στον εαυτό μας». Προσυπογράφω, επίσης, την αποστροφή του προς την υπουργό Παιδείας την οποία καλεί να πάρει αποφάσεις για το μάθημα των θρησκευτικών, «αναλογιζόμενη όχι τις επόμενες εκλογές αλλά την επόμενη γενιά»
Ο Νίκος Φίλης τομεάρχης Παιδείας και βουλευτής Α΄ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.