Από το Συναξάρι
–Αγίου Μεγαλομάρτυρος Αρέθα και των συν αυτώ
Ιδίως της αγίας Γυναικός, της εν φλοξί πυρός τελειωθείσης μετά του Βρέφους αυτής, του επιρρίψαντος εαυτό εις την φλόγαν
Επί βασιλείας Ιουστίνου
(518-527) βασίλευε στη Αξώμη της Αιθιοπίας ο άγιος βασιλεύς Ελεσβαάν.
Στο γειτονικό βασίλειο της Ομηρίτιδος στη Ευδαίμονα Αραβία, η εξουσία
ήταν στα χέρια ενός άνδρα σκληρόκαρδου και πολεμοχαρούς, του Δου-Νοουάς,
ο οποίος είχε ασπασθεί τον Ιουδαϊσμό λαμβάνοντας το όνομα Γιουσούφ, και
ο οποίος δεν έπαυε τις επιδρομές εναντίον του χριστιανικού βασιλείου
της Αιθιοπίας. Μετά από λαμπρές νίκες ο Ελεσβαάν κατόρθωσε να τον
υποτάξει, να εγκατασταθεί στο βασίλειό του και να τον υποχρεώσει να
καταβάλει φόρο υποτέλειας (518). Μετά από κάποια χρόνια ωστόσο ο
Δου-Νοουάς κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα και άρχισε τις
επιδρομές εναντίον της χριστιανικών πόλεων που βρίσκονταν στο βασιλειό
του για να εξοντώσει όσους αρνούνταν να αλλαξοπιστήσουν και να
ποδοπατήσουν το τίμιο και ζωοποιό Σταυρό.
Κατευθύνθηκε τότε προς την πόλη Ναζράν (Νεγράν) της βορείου Υεμένης,
πόλη πλούσια με πολλούς κατοίκους, που ήταν χριστιανοί από την εποχή της
βασιλείας του Κώνσταντος, υιού του αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου
(337-360). Επικεφαλής της πόλεως και της γύρω περιοχής ήταν ο Αρέθας,
ένας σοφός και όσιος γέροντας με κατάλευκη γενειάδα, του οποίου όλοι
γνώριζαν
καί σέβονταν την ενάρετη βιοτή. Αφού ανέπτυξε τους δώδεκα χιλιάδες στρατιώτες του σε θέση πολιορκίας, ο Δου-Νοουάς άρχισε να προκαλεί τους υπερασπιστές της πόλεως απειλώντας ότι θα τους περνούσε όλους από μαχαίρι αν δεν παραδοθούν και δεν αρνηθούν την πίστη τους. Προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε ότι αντί να τους πτοήσουν, οι απειλές του ενδυνάμωναν το ζήλο των Χριστιανών να θυσιασθούν για τον Χριστό. Φοβούμενος ότι μια παρατεταγμένη πολιορκία θα του προκαλούσε σημαντικές απώλειες, απόφάσισε να αλλάξει τακτική και να μεταχειρισθεί τέχνασμα. Με κολακείες και ψευδείς υποσχέσεις κατόρθωσε ο πανούργος να πείσει τους προύχοντες να του επιτρέψουν να εισέλθη στην πόλη με μικρή συνοδεία για μια εθιμοτυπική επίσκεψη καθ’ ότι ήταν ηγεμόνας της περιοχής. Του άνοιξαν λοιπόν τις πύλες δίνοντας πίστη στις υποσχέσεις του και εμπιστευόμενοι εαυτούς στην προστασία του Θεού. Ευπροσήγορος και χαμογελαστός ο Δου-Νοουάς επέδειξε ασυνήθιστη ευγένεια και έπλεξε το εγκώμιο της πόλεως για τον πλούτο της μνημείων της, την ευημερία και την ομόνοια της κατοίκων. Φεύγοντας προσκάλεσε τους άρχοντες να επισκεφθούν την επαύριο το στρατόπεδό του. Όταν την επομένη το πρωί άνοιξαν τις πύλες για να εξέλθουν οι προύχοντες, επικεφαλής της οποίων ήταν ο άγιος Αρέθας, ο Δου-Νοουάς διέταξε να τους συλλάβουν όλους.
Εκμεταλλευόμενος την ταραχή και τη σύγχυση της κατοίκων, οι στρατιώτες του εισήλθαν στην πόλη, την κατέλαβαν και την λεηλάτησαν εν ριπή οφθαλμού. Η μανία του τυράννου ξέσπασε κατ’ αρχήν στο άγιο επίσκοπο Παύλο, o οποίος είχε αποβιώσει δύο χρόνια πριν. Ο Δου-Νοουάς διέταξε να ανοίξουν το μνημείο του και έδωσε διαταγή να ρίξουν στη φωτιά τα άγια λείψανα, τα οποία ενθέρμως ευλαβούντο οι κάτοικοι. Κατόπιν διέταξε να καούν ζωντανοί όλοι οι ιερείς, κληρικοί, μοναχοί καί μοναχές της πόλεως, τετρακόσιοι εβδομήντα επτά τον αριθμό. Μετά ήλθε η σειρά εκατόν είκοσι επτά ευλαβών λαϊκών να προσφέρουν τη ζωή τους στον Χριστό, τμηθέντες την κεφαλή. Ο Δου-Νοουάς διέταξε να φέρουν ενώπιον του μια πλούσια χήρα αρχόντισσα, την οποία δοκίμασε να πείσει πρώτα με υποσχέσεις και κατόπιν με απειλές των πιο φρικτών βασανιστηρίων. Βλέποντας τον τύραννο να προσβάλλει τη μητέρα της και τους στρατιώτες του να την κακοποιούν, η κόρη της αρχόντισσας όρμησε στον Δου-Νοουάς και τον έπτυσε κατά πρόσωπο. Έξαλλος από θυμό ο τύραννος διέταξε να αποκεφαλίσουν επί τόπου τη δωδεκάχρονη κόρη και, άκρον άωτον ωμότητος, ανάγκασε τη μητέρα της να πιει σ’ ένα κύπελλο από το αίμα της κόρης της πριν αποκεφαλισθεί κι εκείνη με τη σειρά της.
Την επομένη, ο τύραννος κάθισε σε θρόνο υπερυψωμένο και διέταξε να παρουσιασθεί ενώπιον του ο άγιος Αρέθας και οι τριακόσιοι σαράντα συντροφοί του. Ο Αρέθας ήταν τόσο γέρος και καταβεβλημένος από τα δεινά που έπληξαν τους συμπολίτες του ώστε χρειάσθηκε να τον μεταφέρουν στα χέρια μέχρι τον τόπο της ανακρίσεως. Παρά την προχωρημένη του ηλικία, επέδειξε ενώπιον του τυράννου θάρρος και παρρησία ισάξια της ορμής νέου πολεμιστή. Με πραότητα και γαλήνη ενθάρρυνε τους συντρόφους του να τελειωθούν μέσω του μαρτυρίου και να συμμετάσχουν με χαρά στο σωτήριο Πάθος, ώστε να απολαμβάνουν αιωνίως τη δόξα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ακούγοντας τις προτροπές και τις παραινέσεις του, οι σύντροφοι του με καυτά δάκρυα και εν ενί στόματι τον διαβεβαίωσαν ότι η αγάπη που τους είχε ενώσει στον πρόσκαιρο αυτό βίο παρέμεινε ακατάλυτη μέχρι θανάτου και ότι ήταν όλοι τους έτοιμοι να δεχθούν μαζί του τον στέφανο του μαρτυρίου. Βλέποντας την ακλόνητη απόφασή τους, ο τύραννος εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να τους μεταστρέψει και να τους κάνει ν’ αρνηθούν την πίστη τους και διέταξε να τους οδηγήσουν κοντά στο ποτάμι και να τους αποκεφαλίσουν. Αφού προσευχήθηκαν για τελευταία φορά, αντήλλαξαν τίμιο ασπασμό, όπως κάνουν οι ιερείς όταν ετοιμάζονται να μεταλάβουν της τιμίων δώρων και πρώτος ο Αρέθας ετμήθη την κεφαλή. Οι υπόλοιποι έχρισαν ευλαβικά το μέτωπό τους με το αίμα του αγίου και έμπλεοι χαράς έτειναν τον τράχηλο στους δήμιους.
Λίγο αργότερα, έφθασε στον χώρο του μαρτυρίου μία γυναίκα μαζί με το τριετές βρέφος της για να χρισθεί και εκείνη με λίγες σταγόνες από το αίμα των μαρτύρων. Οι στρατιώτες την συνέλαβαν και την οδήγησαν στον τύραννο, ο οποίος αμέσως διέταξε να καεί ζωντανή. Ωσάν νεοσσός που έχει χάσει τη μητέρα του, φώναζε το βρέφος μέσα στη δυστυχία του. Συγκινημένος από την ομορφιά και τη χάρη του μικρού αγοριού, ο τύραννος το πήρε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να το παρηγορήσει. Το ρώτησε τι επιθυμούσε πιο πολύ και μεγάλη υπήρξε η έκπληξή του όταν το άκουσε να ψελλίζει ότι ήθελε να συμμερισθεί το μαρτύριο με τη μητέρα του. « Μα τι είναι το μαρτύριο;» το ρώτησε ο τύραννος. «Μαρτύριο είναι να πεθάνεις για το Χριστό ώστε εκ νέου να ζήσεις». Ξέρεις, όμως, ποιος είναι αυτός ο Χριστός;» «Έλα στην εκκλησία και θα σου τον δείξω», απάντησε με παρρησία το βρέφος. Τίποτε δεν στάθηκε δυνατό να κλονίσει την απόφαση του νηπίου, που απεδείχθη σοφότερο πολλών γερόντων του κόσμου τούτου. Κι όταν είδε να ρίχνουν τη μητέρα του στη φωτιά, ξέφυγε με μιας από την αγκαλιά του τυράννου, έτρεξε στη φωτιά καί δίχως δισταγμό εισήλθε στις φλόγες του πυρός για να βρει τη μητέρα του και να ενωθούν μαζί με το Χριστό.
Ο απόηχος της σφαγής έφθασε μέχρι τ’ αυτιά του ευλαβούς αυτοκράτορα Ιουστίνου στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας έστειλε επιστολή στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αστέριο ζητώντας τον να πείσει τον βασιλέα της Αιθιοπίας Ελεσβαάν να εκστρατεύσει κατά του σκληρόκαρδου Δου-Νοουάς και να τον τιμωρήσει. Ο Πατριάρχης Αστέριος συγκέντρωσε τους μοναχούς της Νιτρίας και των άλλων ερήμων, οι οποίοι με ολονύκτιες αγρυπνίες και νηστεία προσεύχονταν για την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας και τη λύτρωση των Χριστιανών. Ο Ελεσβαάν, ωστόσο, φοβόταν ότι ήταν αδύνατο να νικήσει και ζητούσε ένα σημείο εκ Θεού πήγε, λοιπόν, σε ένα φημισμένο ερημίτη της χώρας του να λάβει την ευχή και τη συμβουλή του. Ο θεοφόρος άνδρας τον διαβεβεβαίωσε ότι με τα δάκρια και τις προσευχές του αυτοκράτορος Ιουστίνου, του Πατριάρχου Αλεξανδρείας και των μοναχών του καθώς και του ιδίου, ο θεός θα του παρέδιδε τον ασεβή τύραννο σιδηροδέσμιο στα χέρια του. Τόση ήταν η βεβαιότητά του ώστε έδωσε εντολή στον Ελεσβαάν να πάρει τρόφιμα και εφόδια για είκοσι μόνον μέρες.
Το χριστιανικό στράτευμα πολέμησε ανδρείως και γρήγορα ανακατέκτησε, με τη βοήθεια του Θεού, την πόλη Ναζράν και την Ομηρίτιδα χώρα (525). Ο βασιλεύς Ελεσβαάν, που είχε καταστεί όργανο της οργής του Θεού εναντίον των Εβραίων και των εχθρών των χριστιανών, εγκατέστησε στην πόλη έναν επίσκοπο, με την περιουσία που είχε αφήσει ο άγιος Αρέθας οικοδόμησε νέους ναούς, και κατόπιν επέστρεψε στο βασίλειό του.
καί σέβονταν την ενάρετη βιοτή. Αφού ανέπτυξε τους δώδεκα χιλιάδες στρατιώτες του σε θέση πολιορκίας, ο Δου-Νοουάς άρχισε να προκαλεί τους υπερασπιστές της πόλεως απειλώντας ότι θα τους περνούσε όλους από μαχαίρι αν δεν παραδοθούν και δεν αρνηθούν την πίστη τους. Προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε ότι αντί να τους πτοήσουν, οι απειλές του ενδυνάμωναν το ζήλο των Χριστιανών να θυσιασθούν για τον Χριστό. Φοβούμενος ότι μια παρατεταγμένη πολιορκία θα του προκαλούσε σημαντικές απώλειες, απόφάσισε να αλλάξει τακτική και να μεταχειρισθεί τέχνασμα. Με κολακείες και ψευδείς υποσχέσεις κατόρθωσε ο πανούργος να πείσει τους προύχοντες να του επιτρέψουν να εισέλθη στην πόλη με μικρή συνοδεία για μια εθιμοτυπική επίσκεψη καθ’ ότι ήταν ηγεμόνας της περιοχής. Του άνοιξαν λοιπόν τις πύλες δίνοντας πίστη στις υποσχέσεις του και εμπιστευόμενοι εαυτούς στην προστασία του Θεού. Ευπροσήγορος και χαμογελαστός ο Δου-Νοουάς επέδειξε ασυνήθιστη ευγένεια και έπλεξε το εγκώμιο της πόλεως για τον πλούτο της μνημείων της, την ευημερία και την ομόνοια της κατοίκων. Φεύγοντας προσκάλεσε τους άρχοντες να επισκεφθούν την επαύριο το στρατόπεδό του. Όταν την επομένη το πρωί άνοιξαν τις πύλες για να εξέλθουν οι προύχοντες, επικεφαλής της οποίων ήταν ο άγιος Αρέθας, ο Δου-Νοουάς διέταξε να τους συλλάβουν όλους.
Εκμεταλλευόμενος την ταραχή και τη σύγχυση της κατοίκων, οι στρατιώτες του εισήλθαν στην πόλη, την κατέλαβαν και την λεηλάτησαν εν ριπή οφθαλμού. Η μανία του τυράννου ξέσπασε κατ’ αρχήν στο άγιο επίσκοπο Παύλο, o οποίος είχε αποβιώσει δύο χρόνια πριν. Ο Δου-Νοουάς διέταξε να ανοίξουν το μνημείο του και έδωσε διαταγή να ρίξουν στη φωτιά τα άγια λείψανα, τα οποία ενθέρμως ευλαβούντο οι κάτοικοι. Κατόπιν διέταξε να καούν ζωντανοί όλοι οι ιερείς, κληρικοί, μοναχοί καί μοναχές της πόλεως, τετρακόσιοι εβδομήντα επτά τον αριθμό. Μετά ήλθε η σειρά εκατόν είκοσι επτά ευλαβών λαϊκών να προσφέρουν τη ζωή τους στον Χριστό, τμηθέντες την κεφαλή. Ο Δου-Νοουάς διέταξε να φέρουν ενώπιον του μια πλούσια χήρα αρχόντισσα, την οποία δοκίμασε να πείσει πρώτα με υποσχέσεις και κατόπιν με απειλές των πιο φρικτών βασανιστηρίων. Βλέποντας τον τύραννο να προσβάλλει τη μητέρα της και τους στρατιώτες του να την κακοποιούν, η κόρη της αρχόντισσας όρμησε στον Δου-Νοουάς και τον έπτυσε κατά πρόσωπο. Έξαλλος από θυμό ο τύραννος διέταξε να αποκεφαλίσουν επί τόπου τη δωδεκάχρονη κόρη και, άκρον άωτον ωμότητος, ανάγκασε τη μητέρα της να πιει σ’ ένα κύπελλο από το αίμα της κόρης της πριν αποκεφαλισθεί κι εκείνη με τη σειρά της.
Την επομένη, ο τύραννος κάθισε σε θρόνο υπερυψωμένο και διέταξε να παρουσιασθεί ενώπιον του ο άγιος Αρέθας και οι τριακόσιοι σαράντα συντροφοί του. Ο Αρέθας ήταν τόσο γέρος και καταβεβλημένος από τα δεινά που έπληξαν τους συμπολίτες του ώστε χρειάσθηκε να τον μεταφέρουν στα χέρια μέχρι τον τόπο της ανακρίσεως. Παρά την προχωρημένη του ηλικία, επέδειξε ενώπιον του τυράννου θάρρος και παρρησία ισάξια της ορμής νέου πολεμιστή. Με πραότητα και γαλήνη ενθάρρυνε τους συντρόφους του να τελειωθούν μέσω του μαρτυρίου και να συμμετάσχουν με χαρά στο σωτήριο Πάθος, ώστε να απολαμβάνουν αιωνίως τη δόξα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ακούγοντας τις προτροπές και τις παραινέσεις του, οι σύντροφοι του με καυτά δάκρυα και εν ενί στόματι τον διαβεβαίωσαν ότι η αγάπη που τους είχε ενώσει στον πρόσκαιρο αυτό βίο παρέμεινε ακατάλυτη μέχρι θανάτου και ότι ήταν όλοι τους έτοιμοι να δεχθούν μαζί του τον στέφανο του μαρτυρίου. Βλέποντας την ακλόνητη απόφασή τους, ο τύραννος εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να τους μεταστρέψει και να τους κάνει ν’ αρνηθούν την πίστη τους και διέταξε να τους οδηγήσουν κοντά στο ποτάμι και να τους αποκεφαλίσουν. Αφού προσευχήθηκαν για τελευταία φορά, αντήλλαξαν τίμιο ασπασμό, όπως κάνουν οι ιερείς όταν ετοιμάζονται να μεταλάβουν της τιμίων δώρων και πρώτος ο Αρέθας ετμήθη την κεφαλή. Οι υπόλοιποι έχρισαν ευλαβικά το μέτωπό τους με το αίμα του αγίου και έμπλεοι χαράς έτειναν τον τράχηλο στους δήμιους.
Λίγο αργότερα, έφθασε στον χώρο του μαρτυρίου μία γυναίκα μαζί με το τριετές βρέφος της για να χρισθεί και εκείνη με λίγες σταγόνες από το αίμα των μαρτύρων. Οι στρατιώτες την συνέλαβαν και την οδήγησαν στον τύραννο, ο οποίος αμέσως διέταξε να καεί ζωντανή. Ωσάν νεοσσός που έχει χάσει τη μητέρα του, φώναζε το βρέφος μέσα στη δυστυχία του. Συγκινημένος από την ομορφιά και τη χάρη του μικρού αγοριού, ο τύραννος το πήρε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να το παρηγορήσει. Το ρώτησε τι επιθυμούσε πιο πολύ και μεγάλη υπήρξε η έκπληξή του όταν το άκουσε να ψελλίζει ότι ήθελε να συμμερισθεί το μαρτύριο με τη μητέρα του. « Μα τι είναι το μαρτύριο;» το ρώτησε ο τύραννος. «Μαρτύριο είναι να πεθάνεις για το Χριστό ώστε εκ νέου να ζήσεις». Ξέρεις, όμως, ποιος είναι αυτός ο Χριστός;» «Έλα στην εκκλησία και θα σου τον δείξω», απάντησε με παρρησία το βρέφος. Τίποτε δεν στάθηκε δυνατό να κλονίσει την απόφαση του νηπίου, που απεδείχθη σοφότερο πολλών γερόντων του κόσμου τούτου. Κι όταν είδε να ρίχνουν τη μητέρα του στη φωτιά, ξέφυγε με μιας από την αγκαλιά του τυράννου, έτρεξε στη φωτιά καί δίχως δισταγμό εισήλθε στις φλόγες του πυρός για να βρει τη μητέρα του και να ενωθούν μαζί με το Χριστό.
Ο απόηχος της σφαγής έφθασε μέχρι τ’ αυτιά του ευλαβούς αυτοκράτορα Ιουστίνου στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας έστειλε επιστολή στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αστέριο ζητώντας τον να πείσει τον βασιλέα της Αιθιοπίας Ελεσβαάν να εκστρατεύσει κατά του σκληρόκαρδου Δου-Νοουάς και να τον τιμωρήσει. Ο Πατριάρχης Αστέριος συγκέντρωσε τους μοναχούς της Νιτρίας και των άλλων ερήμων, οι οποίοι με ολονύκτιες αγρυπνίες και νηστεία προσεύχονταν για την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας και τη λύτρωση των Χριστιανών. Ο Ελεσβαάν, ωστόσο, φοβόταν ότι ήταν αδύνατο να νικήσει και ζητούσε ένα σημείο εκ Θεού πήγε, λοιπόν, σε ένα φημισμένο ερημίτη της χώρας του να λάβει την ευχή και τη συμβουλή του. Ο θεοφόρος άνδρας τον διαβεβεβαίωσε ότι με τα δάκρια και τις προσευχές του αυτοκράτορος Ιουστίνου, του Πατριάρχου Αλεξανδρείας και των μοναχών του καθώς και του ιδίου, ο θεός θα του παρέδιδε τον ασεβή τύραννο σιδηροδέσμιο στα χέρια του. Τόση ήταν η βεβαιότητά του ώστε έδωσε εντολή στον Ελεσβαάν να πάρει τρόφιμα και εφόδια για είκοσι μόνον μέρες.
Το χριστιανικό στράτευμα πολέμησε ανδρείως και γρήγορα ανακατέκτησε, με τη βοήθεια του Θεού, την πόλη Ναζράν και την Ομηρίτιδα χώρα (525). Ο βασιλεύς Ελεσβαάν, που είχε καταστεί όργανο της οργής του Θεού εναντίον των Εβραίων και των εχθρών των χριστιανών, εγκατέστησε στην πόλη έναν επίσκοπο, με την περιουσία που είχε αφήσει ο άγιος Αρέθας οικοδόμησε νέους ναούς, και κατόπιν επέστρεψε στο βασίλειό του.
(κδ΄ Οκτωβρίου, Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.