Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Απάντηση π. Ευθ. Τρικαμηνά στον μ. Ιωσήφ, Α΄ μέρος



ΣΤΗΝ  ΜΝΗΜΗ  ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  ΙΩΑΝΝΟΥ  ΤΟΥ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


Η  ΠΑΤΡΙΚΗ  ΦΩΝΗ  ΤΟΥ  ΙΕΡΟΥ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΚΑΛΕΙ  ΣΕ  ΕΝΟΤΗΤΑ  ΟΣΟΥΣ  ΠΙΣΤΟΥΣ  ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ
ΣΤΗΝ  ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ  ΤΟΥ  ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ



Ἑνωτικὸ κείμενο τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ


«Μή τοίνυν τοῦτο προβάλλου, ἀλλ’ ἐκεῖνό μοι δεῖξον, ὅτι οὕτως ἐκέλευσε ποιεῖν ὁ Χριστός. Ἐγώ γάρ τοὐναντίον δείκνυμι, ὅτι οὐ μόνον οὐκ ἐκέλευσε παρατηρεῖν ἡμέρας, ἀλλά καί ἀπέλυσεν ἡμᾶς τῆς ἀνάγκης ταύτης. Ἄκουσον γοῦν τί φησιν ὁ Παῦλος... Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καί μῆνας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς. Φοβοῦμαι ὑμᾶς, μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς. Καί πάλιν, Ὁσάκις ἂν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον, καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε. Ὁσάκις δέ εἰπών, κύριον ἐποίησε τόν προσιόντα, πάσης ἡμερῶν παρατηρήσεως ἀπαλλάξας αὐτόν»       (Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου)


Μᾶς ἐστάλη ἕνα νέο, σημαντικότατο καὶ ἀποκαλυπτικὸ κείμενο-ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ στὸν μοναχὸ Ἰωσήφ.
Εἶναι ἕνα κείμενο, ποὺ θὰ ἀνακουφίσει ὅσους πιστοὺς τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου ἔχουν ἐγκλωβισθεῖ στὶς στεγανὲς παρατάξεις τους, ζητοῦν νὰ ξεφύγουν, καὶ ἐπιθυμοῦν μὲ εἰλικρίνεια ἕνα κοινὸ ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι, ἂν δοῦν μὲ ταπείνωση τὰ κείμενα ποὺ παραθέτει ὁ π. Εὐθύμιος, θὰ καταλάβουν ὅτι, ἐνῶ ὁ ἀγῶνας τους ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ αἰῶνα μας εἶναι θεάρεστος, ἐνῶ ἡ προτροπή-παράκλησή τους γιὰ ἕνωση τῶν ἀντι-οικουμενιστικῶν δυνάμεων νόμιμος καὶ ἐπιθυμητή, ὑπάρχει ἕνα ἀγκάθι ποὺ τινάζει στὸν ἀέρα αὐτὴν τὴν ἀπαίτηση τῶν καιρῶν, γιὰ κοινὴ δράση ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀποδεικνύει λειψὴ τὴν εἰλικρίνειά τους.
Ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ ἀγκάθι; Ἡ ἀπαίτησή τους νὰ θέτουν ὡς θέμα σωτηρίας τὸ Ἡμερολόγιο. Νὰ δογματοποιοῦν τὸ Ἡμερολόγιο.
Αὐτή, ὅμως, τὴν ἀπαίτηση ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε, ἔχει ἀπορρίψει ἤδη ἀπὸ τὴν 4ο αἰῶνα! Δὲν θεωρεῖ, δηλαδή, ὁ ἱ. Χρυσόστομος, (ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ ἅγ. Κύριλλος καὶ ἄλλοι Πατέρες), ὅτι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου ἔχει σχέση μὲ τὸ Δόγμα, καὶ ἄρα δὲν δικαιολογεῖται ἐξ αὐτοῦ μόνο ἡ ἀποτείχιση, πόσο μᾶλλον ἡ δημιουργία νέας Συνόδου-Ἐκκλησίας.
Ἔτσι: συμφωνοῦμε μαζί τους στὸ ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεση· συμφωνοῦμε ὅτι πρέπει κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς· συμφωνοῦμε ὅτι πρέπει νὰ γίνεται ἀγῶνας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως.
Ἀλλά, δὲν συμφωνοῦμε ὅτι χρειάζεται νὰ ἐνταχθοῦμε στὶς παρατάξεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν γιὰ νὰ κάνουμε αὐτὸν τὸν ἀγῶνα. Δὲν συμφωνοῦμε ὅτι ἀποτειχιζόμενοι ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό, πρέπει νὰ ἐντειχισθοῦμε σὲ κάποια παράταξη. Δὲν συμφωνοῦμε, δηλαδή, ὅτι κάποια ἀπὸ τὶς παρατάξεις ἀποτελεῖ «τὴν μοναδικὴ» Ἐκκλησία! (Καὶ ὅλες θεωροῦν –καθεμιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό της– ὅτι εἶναι    Ἐκκλησία!!!).
Δεδομένου ὅτι οἱ ἡγέτες τῶν παρατάξεων εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ταπεινωθοῦν, καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν ἐξουσία καὶ τοὺς θρόνους τους, εἶναι σίγουρο ὅτι μὲ «ἀκρωτηριασμὸ» τῶν ἱερῶν κειμένων (σὰν αὐτὸ ποὺ κάνει στὸ κρινόμενο κείμενο ὁ π. Ἰωσήφ), δὲν θὰ ἀκούσουν τὴν φωνὴ τοῦ π. Εὐθύμιου γιὰ ἕνα κοινὸ ἀγῶνα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων χωρὶς παραταξιακὲς ταμπέλες. Ὁπότε, ὁ λόγος τοῦ π. Εὐθυμίου ἀπευθύνεται σ’ ἐκείνους, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἀπεγκλωβιστοῦν ἀπὸ τὶς παρατάξεις καὶ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα (μαζὶ μὲ ὅσους ἄγνωστους στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γνωστοὺς στὸ Θεό), ἀγωνίζονται ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,  χωρὶς τὴ φιλοδοξία νὰ «χριστοῦν» Ἐπίσκοποι καὶ Ἀρχιεπίσκοποι.




ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΝ ΛΑΡΙΣΗΣ


Α΄ Μέρος

Σεβαστέ καί ἀγαπητέ π. Ἰωσήφ χαῖρε ἐν Κυρίῳ.

 
Διάβασα ἀπό φωτοαντίγραφα πού μοῦ ἀπεστάλησαν τήν μελέτη πού ἔκανες σχετικά μέ τό προσφάτως ἐκδοθέν βιβλίο μου «Ἡ  Διαχρονική Συμφωνία τῶν Ἁγίων  Πατέρων γιά τό Ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίαις Αἵρεσιν» καί ὡς ἐκ τούτου εἶμαι ἀναγκασμένος νά ἀπαντήσω στήν μελέτη αὐτή καί νά ἀντικρούσω τίς θέσεις καί ἀπόψεις σου.
Αὐτό ὅπως καταλαβαίνεις δέν μοῦ εἶναι καθόλου εὐχάριστο σέ σημεῖο πού νά ἀναβάλω ἐπ’ ἀρκετό χρόνο αὐτήν τήν ἐργασία.  Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὅταν εἴμεθα ἀναγκασμένοι νά πολεμοῦμε ὄχι τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία μᾶς κατατρώγει, ἀλλά τίς μεταξύ μας διαφορές καί ἀντιπαραθέσεις, ὁ ἀγῶνας αὐτός ὁ ὁποῖος ὑποθάλπεται κατά τό πλεῖστον ἀπό τόν διάβολο, δίδει χαρά στούς Οἰκουμενιστές καί ἐπιχειρήματα, ἐμᾶς δέ μᾶς ἀποδυναμώνει εἰς τρόπον ὥστε νά θεωροῦμε νίκη τήν ἐπικράτησι τῆς ἰδικῆς μας ἀπόψεως καί ὄχι τήν καταστολή τῆς αἱρέσεως. Ἐπειδή, ὅμως, τά θέματα πού θίγονται στήν μελέτη σου εἶναι ὄντως σοβαρά καί, ἐπί πλέον, ἀπό ἕναν καλοπροαίρετο διάλογο πολλά μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε κι ἐμεῖς πού τόν διεξάγουμε καί αὐτοί πού πιθανόν νά τόν μελετήσουν, θά σοῦ ἐκθέσω τίς κρίσεις καί ἀπόψεις μου εἰς τά γραφόμενά σου, τίς ὁποῖες θά προσπαθήσω νά τίς τοποθετήσω μέσα τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων μας.
  Ἀρχίζοντας λοιπόν νά καταθέτω τίς σκέψεις μου, πού ἀφοροῦν στήν μελέτη σου αὐτή, θέλω νά διατυπώσω ἕνα παράπονο τό ὁποῖο μοῦ δημιουργήθηκε μελετώντας τά κείμενά σου. Γιατί δηλαδή, προκειμένου νά ὑποστηρίζωμε τίς θέσεις μας καί νά δικαιολογήσωμε ὅσα ἔπραξαν καί πράττουν οἱ ἡγεσίες τοῦ Π. Ἡμερολογίου, ἀλλοιώνουμε καί παραποιοῦμε τά κείμενα καί τά νοήματα αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀντίθετο γνώμη καί θέσι ἀπό τήν ἰδική μας; Δέν νομίζω π. Ἰωσήφ ὅτι δέν κατενόησες τό πνεῦμα τῶν γραφομένων μου, ὥστε νά ἑστιάσης ἀλλοῦ τό πρόβλημα καί ὡς ἐκ τούτου νά εἶσαι ἐξ ἀρχῆς ἐκτός θέματος εἰς τήν μελέτη σου.
  Γιά νά γίνω δέ συγκεκριμένος εἰς αὐτά πού γράφω ἀναφέρω ἀπό τήν μελέτη σου τά ἑξῆς. Εἰς τήν σελ. 2 τῆς εἰσαγωγῆς σου ἀναφέρεις τά ἑξῆς: «Δύο εἶναι οἱ βασικοί ἄξονες πέριξ τῶν ὁποίων κινεῖται παραπαίοντας καί ἐμπίπτων συνεχῶς εἰς ἀντιφάσεις καί αὐτοσχεδιασμούς ὁ συγγραφεύς. Ὁ πρῶτος ἀναφέρεται εἰς τήν δυνατότητα ὑπάρξεως δύο Ἐπισκόπων (Ὀρθοδόξου καί αἱρετικοῦ) ταυτοχρόνως εἰς μίαν Ἐπισκοπήν καί ὁ δεύτερος ἀφορᾷ τήν κανονικότητα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοεορτολογιτῶν ἀπό τήν νεοημερολογητικήν ἐκκλησίαν τό 1924».
Οἱ βασικοί λοιπόν ἄξονες πού ἐκινήθης ἤδη ἀπό τήν εἰσαγωγή φαίνεται ὅτι εἶναι κομμένοι καί ραμμένοι, κατά τό δή λεγόμενο, στά μέτρα τῶν Παλαιοημερολογητῶν. Ἐγώ λοιπόν ὡς ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου (και ἄρα πιό ἁρμόδιος ἐπί τοῦ θέματος), σοῦ ἀναφέρω ὅτι δέν ἐκινήθηκα σέ αὐτούς τούς ἄξονες, ἀλλά στό ἄν ὑπάρχη μέσα στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, στήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες ἡ δυνατότης τῆς ἀποτειχίσεως, μέ μόνη τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, (χωρίς δηλαδή νά ἀλλάξη τό ἑορτολόγιο καί τό Πασχάλιο) καί, ἐπίσης, ἡ δυνατότης χειροτονίας Ἐπισκόπου, δημιουργίας Συνόδου καί ἀποκαταστάσεως τῆς πίστεως, κατά τόν τρόπο πού ἐνήργησαν οἱ Παλαιοημερολογίτες. Αὐτό τό γράφω πολύ χαρακτηριστικά στήν σελ. 230 τοῦ βιβλίου ἀναφέροντας τά ἑξῆς: «Εἰς τήν περίπτωσιν τῆς ἀποτειχίσεως λόγῳ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου πρέπει νά ἐξετασθοῦν δύο βασικά θέματα. Ἄν ὑπῆρχαν οἱ προϋποθέσεις διά τήν ἀποτείχισι καί ἄν ἐξελίχθηκε ἐντός τῶν ὁρίων πού θέτει ὁ 15ος Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί ἡ περί ἀποτειχίσεως διαχρονική Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας».
   Γιά νά βοηθηθῆς δέ στήν ὁριοθέτησι τῶν κατά φαντασίαν ἀξόνων σου ἀναφέρεις ἐν συνεχείᾳ τά ἑξῆς: «Ἄς ἀρχίσωμε ὅμως ἀπό τό πρῶτον. Ἀναφέρει λοιπόν ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς:Δέν νομίζω ὅτι θά εὕρη κανείς παράδειγμα στήν Ὀρθοδοξία κατά τό ὁποῖο νά ὑπάρχουν σέ μία ἐκκλησιαστική ἐπαρχία καί νά ἀσκοῦν τά καθήκοντά των συγχρόνως δύο Ἐπίσκοποι, ὀρθόδοξος καί αἱρετικός καί δύο ἀντίστοιχα Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες νά λειτουργοῦν συγχρόνως καί παραλλήλως, χωρίς δηλαδή νά ἔχη καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις ἀπό ὀρθόδοξο Σύνοδο”» (σελ. 248). Ἐδῶ φαίνεται καθαρά ἡ δολιοφθορά καί παραποίησις καί ἡ ἔναγχος προσπάθεια τῆς μετατοπίσεως τοῦ θέματος σέ προσιτά διά τούς Παλαιοημερολογίτες μέρη, διότι ψαλιδίζεις τό κείμενο κατά τρόπο βάρβαρο καί παραλείπεις τό σημαντικώτερο μέρος του, τό ὁποῖο μάλιστα ἐπεξηγεῖ αὐτό πού ἐπαρουσίασες. Ἀναφέρω λοιπόν τό ἐν συνεχείᾳ ἀπόσπασμα ποὺ παρεσιώπησες: «Καί μάλιστα παράδειγμα, πού νά μᾶς τό ἐδίδαξαν μέ τά ἔργα των οἱ ἅγιοι ὡς κανονική ὁδό ἀγῶνος καί ὁμολογίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως» (σελ. 248).
 Ἐγώ λοιπόν, ὅπως βλέπεις, ἀναφέρω ὅτι δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ Παράδοσις ἀπό τούς ἁγίους, τό νά κατέχῃ δηλαδή τόν Ἐπισκοπικό θρόνο κάποιος αἱρετικός καί κάποιος ἅγιος νά χειροτονηθῆ ἤ νά δέχεται νά χειροτονηθῆ εἰς τήν θέσι καί τόν θρόνο αὐτό. Εἶναι βεβαίως ἄλλο θέμα καί τελείως διαφορετικό, τό νά πεθάνη ὁ αἱρετικός πού κατέχει τόν ἐπισκοπικό θρόνο καί νά προσπαθήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι στόν κενό ἤδη θρόνο νά τοποθετήσουν κάποιον Ὀρθόδοξο. Διότι αὐτό, ὅπως καταλαβαίνεις, συνηγορεῖ τά μέγιστα ὑπέρ τῆς κανονικῆς τοποθετήσεως στόν ἐπισκοπικό θρόνο, ἐπειδή ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος ἐξεβλήθη ἀπό τόν θρόνο, ὄχι βεβαίως ἀπό Σύνοδο, ἀλλά ἀπό τόν φυσικό θάνατο.
      Ἔχοντας, ὡς ἐκ τούτου, τήν πεποίθησι ὅτι ὁριοθέτησες τούς ἄξονες εἰς τούς ὁποίους πρέπει νά κινηθῆς, ἀπαριθμεῖς, κατά τό δή λεγόμενο, ἕνα κάρο περιπτώσεις, κυρίως αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες προφανῶς κατοχυρώνουν τήν χειροτονία Ἐπισκόπων καί τήν δημιουργία Συνόδων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Εἶναι ὅμως, πάτερ Ἰωσήφ, ἄξιον ἀπορίας, τό πῶς εἶναι δυνατόν νά στηρίζωμε τόσο σημαντικές ἐνέργειες καί πράξεις μας σέ τέτοια παραδείγματα. Μᾶλλον, γιά νά τό ἐκφράσω καλύτερα, θά πρέπει νά ντρεπώμεθα ὅταν παρουσιάζωμε αὐτά τά παραδείγματα.
      Οἱ Παλαιοημερολογίτες δέ, γνωρίζουν ἴσως καλύτερα ἀπό ὅλους, ὅτι γιά νά εἶναι κάτι Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει ὁπωσδήποτε νά στηρίζεται στήν ἁγ. Γραφή, στούς ἱερούς Κανόνες καί στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων. Αὐτά τά τρία δέ, πεισμόνως θά λέγαμε, σταματοῦν μέχρι τήν ἀποτείχισι καί δέν ἐπιτρέπουν τήν περαιτέρω πορεία οὐδέ βῆμα ποδός.
    Γιά νά σοῦ καταδείξω δέ ἀνάγλυφα αὐτήν τήν Παράδοσι, πέρα ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες πού διδάσκουν ἁπλῶς καί μόνο τήν ἀπομάκρυνσι ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τούς αἱρετικούς, θά σοῦ ἀναφέρω καί δύο-τρία κείμενα ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων, διότι –ὅπως καταλαβαίνεις– ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων εἶναι πλέον ξεκάθαρη καί ὁριοθετεῖ τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἐπειδή, ὅπως ἀναφέρεις καί ἐσύ, πολλά ἱστορικά γεγονότα, πέραν τοῦ ὅτι εἶναι κάπως σκοτεινά, καταγράφονται καί ὑπό τήν ἐπίδρασι καί ἄλλων παραγόντων, ὅπως προσωπικῶν τοποθετήσεων κοινωνικῶν καί πολιτικῶν καταστάσεων κλπ.
   Ὁ μέγας Φώτιος λοιπόν, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστόν προήδρευσε καί τῆς Συνόδου πού ἐξέδωσε τόν Κανόνα μέ τόν ὁποῖο ἀσχολήθηκα εἰς τό προαναφερθέν βιβλίο μου, ἀναφέρει ἐπί τοῦ θέματος τά ἑξῆς: «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ·  φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους» (ΕΠΕ 12, 400, 31).
       Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπίσης διά τό ἴδιο θέμα μᾶς διδάσκει τά ἑξῆς: «Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι· Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπών, Ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν, τότε εἶπε, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών» (P.G. 63, 231A).
      Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπίσης, κατ’ ἀπολύτως παρόμοιον τρόπον  καί χρησιμοποιῶν τίς ἴδιες εἰκόνες μέ τόν μέγα Φώτιο, λέγει ἐπί τοῦ θέματος τούτου τά ἑξῆς: «Φύγωμεν οὖν τούς τάς πατρικάς ἐξηγήσεις μή παραδεχομένους, ἀλλά παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τά ἐναντία, καί τάς μέν ἐν τῷ γράμματι λέξεις περιέπειν ὑποκρινομένους, τήν δέ εὐσεβῆ διάνοιαν ἀπωθουμένους· καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως. Ὁ μέν γάρ ἐνδακών τό σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καί προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τά εὐσεβῆ καί σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (ΕΠΕ 10, 356).
Τέλος, γιά νά μή μακρυγορῶ γιά κάτι πασιφανές, θά ἀναφέρω  καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ὁ ὁποῖος λέγει: «Καί τί δεῖ πολλά λέγειν; Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σελ. 304, καί Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα, Τόμ. Α΄, σελ. 424). Καί ἐπίσης σέ ἄλλη ἐπιστολή: «Ἀλλά τί, φησί, δράσωμεν πρός τούς μέσους τούτους Γραικολατίνους, οἵ τήν μεσότητα περιέποντες, τά μέν ἐπαινοῦσι τῶν λατινικῶν ἐθῶν καί δογμάτων ἀναφανδόν, τά δ' ἐπαινοῦσι μέν, ἀλλ' οὐκ ἄν ἕλοιντο, τά δ' οὐδ' ἐπαινοῦσιν ὅλως; -Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπό ὄφεως, ὡς αὐτούς ἐκείνους, ἤ κακείνων πολλῷ δήπου χείρονας, τούς χριστοκαπήλους καί χριστεμπόρους·  ...Φεύγετε οὖν αὐτούς, ἀδελφοί, καί τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν· οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ. “Τοῖς Ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς, Μάρκος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐφεσίων Μητροπόλεως ἐν Κυρίῳ χαίρειν”, Patrologia Orientalis, Τοme XV Αu Concile de Florence, σελ. 318-320 καί  Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα, Τόμ. Α’, σελ. 258, 266).
      Τίθεται λοιπόν, μετά τά ἀνωτέρω, τό ἐρώτημα. Γιατί ἄραγε οἱ  Ἅγιοι ὁριοθετοῦν τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι πού ἔχει σχέσι μέ τούς αἱρετικούς ποιμένες μέχρι τήν ἀποτείχισι καί δέν μᾶς ἀναφέρουν τήν πορεία τῶν Ὀρθοδόξων μετά ἀπό αὐτήν; Θεωροῦν ἄραγε ὅτι αὐτό εἶναι ἀρκετόν πρός σωτηρία καί συγχρόνως ἀσφαλές ἤ ἀπεναντίας ἀφήνουν μετά τήν ἀποτείχισι τούς Ὀρθοδόξους νά πράξουν κατά βούλησι, δηλαδή νά χειροτονήσουν ἄλλους Ἐπισκόπους καί νά κάνουν Συνόδους κατά τό ὑπόδειγμα τῶν σημερινῶν Παλαιοημερολογιτῶν; Ἐννοῶ, ὅπως καταλαβαίνεις, τήν κατά τό δοκοῦν ἐκλογή καί χειροτονία Ἐπισκόπων καί τήν δημιουργία Συνόδων καί ὄχι κατά τήν ὁδό πού ὑπαγορεύουν οἱ ἱεροί Κανόνες.
Ἐγώ νομίζω, πάτερ, ὅτι οἱ ἅγιοι μᾶς διδάσκουν ὅλα ὅσα χρειαζόμεθα ἐν καιρῷ αἱρέσεως πρός σωτηρία καί, συγχρόνως, μᾶς καθορίζουν τά ὅρια εἰς τά ὁποῖα δυνάμεθα ἀσφαλῶς νά κινηθοῦμε. Διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θά ὑπῆρχε ἕνα μεγάλο κενό εἰς τήν διδασκαλία των, ἐφ’ ὅσον ἡ μετά τήν ἀποτείχισι πορεία τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι ἡ πλεόν ἐπικίνδυνος καί ἐξ αἰτίας τῆς ἀκαταστασίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, λόγῳ τῆς αἱρέσεως, καί ἐξ αἰτίας τῆς ἐλλείψεως ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας λόγῳ τῆς ἀποτειχίσεως καί, βεβαίως, ἐξ αἰτίας τῶν προσωπικῶν ἀδυναμιῶν ἑκάστου καί τῆς ἐπιβουλῆς τοῦ διαβόλου διά νά διαφθείρη τό λῆμμα.
     Θά ἔπρεπε ὡς ἐκ τούτου, νομίζω, πάτερ Ἰωσήφ, ἄν ἤθελες νά στηρίξης ὀρθόδοξα τίς ἀπόψεις σου καί τίς θέσεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν γιά τήν μετά τήν ἀποτείχισι πορεία των, νά βάλης ὡς συνηγόρους, ἄν ὄχι τήν ἁγ. Γραφή, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ πρωτογενῶς γενικά γιά τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, τουλάχιστον τούς ἱερούς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι κατεγράφησαν ὅταν ὑπῆρχαν οἱ αἱρέσεις καί ἀσχολοῦνται μέ αὐτές καί ὁπωσδήποτε τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων, διότι οἱ Ἅγιοι ἐπολέμησαν ἐπιτυχῶς τίς αἱρέσεις καί μᾶς διδάσκουν φυσικά τό δέον γενέσθαι εἰς τήν παροῦσα περίπτωσι.
 Ἄν λοιπόν ἔχης νά μᾶς παρουσιάσης κάτι ἀπό αὐτά πού ὄντως ὑπερασπίζονται καί κατοχυρώνουν τήν πορεία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, εἴμεθα ἕτοιμοι νά σέ ἀκούσωμε καί νά διορθώσωμε τίς θέσεις μας, προκειμένου νά ταυτισθοῦμε μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἄν πάλι ἐπιμένης εἰς τό νά ἀναφέρης παραδείγματα ἀπό τούς αἱρετικούς καί κάποια ἄλλα, πού ἀπό ἀδυναμία ἐπράχθησαν κάποτε εἰς τήν Ἐκκλησία, νά εἶσαι σίγουρος ὅτι δέν θά πεισθοῦμε, ἔστω καί ἄν καταγράψης τόμους ὁλόκληρους τέτοιων περιστατικῶν. Μᾶλλον αὐτά θά ἀποδεικνύουν περίτρανα τήν σημερινή πορεία τοῦ Π. Ἡμερολογίου καί τά πρότυπα εἰς τά ὁποῖα ἐστηρίχθηκε.
       Ἄν ἐπίσης θέλης παραδείγματα διά νά διαπιστώσης τό ποῦ ὁδηγοῦν οἱ αὐθαιρεσίες καί ἐκτροπές ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, νομίζω τό καλύτερο εἶναι αὐτό, πού βιώνεται στίς ἡμέρες μας ἀπό τήν πορεία καί ἐξέλιξι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Διότι γνωρίζεις πολύ καλά ὅτι κατά τό διάστημα τῶν δώδεκα πρώτων ἐτῶν κατά τό ὁποῖο δέν ὑπῆρχε εἰς αὐτούς ἐκκλησιαστική διοίκησις καί εὑρίσκοντο λόγῳ τῆς ἀποτειχίσεως ἐμπερίστατοι, δέν ὑπῆρχον σχίσματα. Ὅταν ἀπέκτησαν ἐκκλησιαστική διοίκησι καί ἐλειτούργησαν ὡς Ἐκκλησία ὅπως τόν καιρό τῆς εἰρήνης, μετά ἀπό δύο χρόνια ἔγινε τό πρῶτο σχίσμα καί ἔκτοτε τά σχίσματα ἐπλήθυναν γιά νά ἔχουν σήμερα στούς κόλπους των καί νά ἀσκοῦν τά καθήκοντά των συγχρόνως ἑπτά Ἀρχιεπίσκοποι Ἀθηνῶν, τά δέ σχίσματα νά εἶναι περισσότερα ἀπό δέκα.
Τό πλέον παράδοξο καί συγχρόνως ἀποκαλυπτικό, τό ὁποῖο καταγράφεται ἀπό τούς ἴδιους τούς Παλαιοημερολογίτες, εἶναι ὅτι ὅταν ἔγινε τό πρῶτο σχίσμα τό 1937 καί ἐχωρίσθηκαν οἱ Παλαιοημερολογίτες σέ Χρυσοστομικούς καί Ματθαιϊκούς, κάθε παράταξι ἰσχυρίζετο (καί ἀκόμη φυσικά ἰσχυρίζεται) ὅτι οἱ ἀρχηγοί των (Χρυσόστομος Καβουρίδης καί Ματθαῖος Καρπαθάκης) ἦταν ἄνθρωποι ἅγιοι, χαρισματοῦχοι καί θαυματουργοί. Δηλαδή οἱ Ἅγιοι καί χαρισματοῦχοι, σύμφωνα μέ τά λεγόμενα κάθε παρατάξεως, ὡδήγησαν τούς Παλαιοημερολογίτες στό σχίσμα, στίς ἀλληλοκαθαιρέσεις, στήν διακήρυξι τῆς ἀκυρότητος τῶν μυστηρίων τῆς ἄλλης παρατάξεως, στήν ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία κλπ., ὁπότε καταλαβαίνει κανείς, ὄχι τί εἴδους ἅγιοι ἦταν αὐτοί, ἀλλά τί ἔγινε μετά πού ἐξέλιπον οἱ Ἅγιοι καί ὁμολογοῦσαν οἱ Παλαιοημερολογίτες ὅτι, οἱ ἡγεσίες τῶν παρατάξεων, ἐκινοῦντο ἐμπαθῶς μέ στόχο δηλαδή τήν ἐξουσία καί μέ κίνητρο τόν ἐγωϊσμό.
    Εἰς τό σημεῖο αὐτό τῶν σχισμάτων τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου θέλω νά ἀναφερθῶ ἐκτενέστερα, διότι ἀπό ὅ,τι διεπίστωσα ἀπό τήν μελέτη σου, ἤ δέν καταλαβαίνεις τί συμβαίνει ἤ κάνεις πώς δέν καταλαβαίνεις, προκειμένου νά δικαιολογήσης καί νά καλύψης τήν ὑπόθεσι. Πρός τόν σκοπό αὐτόν λοιπόν στίς σελίδες 22,23,24 τῆς μελέτης σου ἀναφέρεις κάποια κείμενα καί παραδείγματα προσπαθῶντας νά τά ταυτίσης μέ τήν σημερινή κατάστασι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Καί ἐδῶ φυσικά εἶσαι πάλι ἐκτός θέματος, διότι ὅλα αὐτά πού ἔκανες τόν κόπο νά συλλέξης οὐδεμίαν σχέσι ἔχουν μέ τήν σημερινή κατάστασι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. 
Ἀναφέρεις λοιπόν κάποιες διχογνωμίες πού ὑπῆρχαν καί ἀκαταστασίες κατά τόν καιρό τῆς αἱρέσεως καί κάποιες αὐθαίρετες ἐνέργειες (π.χ. τοῦ Γρηγορίου Νύσσης) καί φυσικά τό σχίσμα τῆς Ἀντιοχείας μεταξύ ἁγ. Μελετίου καί  Παυλίνου. Καί τό σχίσμα τῆς Ἀντιοχείας, ὅμως, μόνο κατά τό ὄνομα ταιριάζει μέ τήν σημερινή κατάστασι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, διότι αὐτό ὑπεθάλπετο κυρίως ἀπό τήν ἀνά τήν Οἰκουμένη Ὀρθοδοξία καί, ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες ἐτάσσοντο μέ τό μέρος τοῦ Παυλίνου (Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια, Κύπρος), ἄλλες δέ μέ τόν Μελέτιο (Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδος, Μ. Βασίλειος Καισαρείας κλπ.).
Τό σημαντικώτερο δέ εἰς αὐτό τό σχίσμα εἶναι ὅτι αὐτές οἱ τοπικές Ἐκκλησίες πού τό ὑπέθαλπον καί ἐστήριζαν τήν κάθε πλευρά εἶχαν πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μεταξύ των. Ὑπῆρχε ὡς ἐκ τούτου ἀνοχή καί διακριτική ἀντιμετώπισις τῶν τότε Πατέρων (π.χ. Μ. Βασιλείου καί Μ. Ἀθανασίου), διότι ἀκριβῶς καί ἡ δημιουργία του (χειροτονία τοῦ Παυλίνου ἀπό τούς Δυτικούς) καί ἡ συνέχισίς του ὑπεθάλπετο ἀπό ἐξωτερικούς παράγοντες.
Εἰς τήν περίπτωσιν ὅμως τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀφ’ ἑνός μέν οἱ λόγοι καί οἱ παράγοντες τῶν σχισμάτων εἶναι ἐσωτερικοί, ἀφ’ ἑτέρου δέ, καί κυρίως, γίνονται μετά ἀπό κάθε ἀπόσχισι ἀλληλοκαθαιρέσεις καί ἀλληλοαφορισμοί καί, βεβαίως παρατηροῦμε ὅτι ὑπάρχει ἡ αὐτοσυνειδησία κάθε παρατάξεως, ὅτι αὐτή καί μόνο ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησία καί ὅτι αὐτὴ καὶ μόνο ἀποτελεῖ τήν συνέχεια τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ἡ προσπάθεια ὡς ἐκ τούτου, πάτερ Ἰωσήφ, νά καλύψης τά σχίσματα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μέ ἱστορικές καταστάσεις τοῦ παρελθόντος νομίζω ὅτι τουλάχιστον στερεῖται σοβαρότητος καί εἶναι σά νά ταυτίζωμε τόν λύκο μέ τόν λαγό, ἐπειδή καί τά δύο ἔχουν τέσσερα πόδια.
Ἐκ τῶν πραγμάτων λοιπόν φαίνεται ὅτι αὐτά τά σχίσματα εἶναι κάτι πολύ βαθύτερο ἀπό ἕνα ἁπλό σχίσμα, τό ὁποῖο δημιουργεῖται, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Νικοδήμου εἰς τόν πρῶτο κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, ὄχι διά δόγματα πίστεως, ἀλλά διά κάποια ζητήματα ἐκκλησιαστικά καί εὐκολοϊάτρευτα. Διότι ἐδῶ  πέραν τῶν ἀλληλοαφορισμῶν καί καθαιρέσεων ὑπάρχει καί ἡ ἔναγχος προσπάθεια ἑκάστης μερίδος τοῦ σφετερισμοῦ τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» εἰς τρόπον ὥστε ἑκάστη μερίδα νά ἔχη τήν συναίσθησι καί πεποίθησι τοῦ κύρους Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τί γίνεται ὅμως μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα ρητῶς ἀναφέρουν ὅτι εἰς τά σχίσματα δέν ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐκ τούτου ὅ,τι τελοῦν εἶναι ἄκυρα; Ὁ δέ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διά τοῦτο διαμαρτύρομαι ὅτι τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τό τήν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττον ἐστί κακόν» (P.G. 62, 87).
Προφανῶς λοιπόν ἡ προσπάθειά σου νά τά τοποθετήσης μεταξύ κάποιων διχογνωμιῶν καί καταστάσεων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας εἶναι παραπλανητική καί ὡς ἐκ τούτου ἐπικίνδυνος. Νομίζω δέ ὅτι ὁ ἐκτροχιασμός αὐτός τῶν Παλαιοημερολογιτῶν δέν ὀφείλεται τόσο σέ προσωπικές ἀδυναμίες, ὅπως ἐσύ τόν ἑστιάζεις, μολονότι καί αὐτές δέν λείπουν, ἀλλά εἰς τό ὅτι ξεπέρασαν κατά πολύ τά ἐσκαμμένα καί τά ὅρια πού εἰς τό σημεῖο αὐτό ἔθετον οἱ Πατέρες καί οἱ ἱεροί Κανόνες. 
Ἄν δηλαδή δέν ὑπῆρχε ἡ ἐκκλησιαστική διοίκησις καί ἡ λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως κατά τόν καιρό τῆς εἰρήνης, δέν θά ὑπῆρχον καί τά σχίσματα. Διότι ἀπό ποῦ κάποιος νά ἀποσχισθῆ καί ποῦ νά ἐνταχθῆ; Ὅλοι δέ διά τῆς ἀποτειχίσεως θά ἦσαν συγχρόνως ἑνωμένοι μεταξύ των ἐκκλησιαστικῶς καί ὅ,τι πρόβλημα θά προέκυπτε (ἐννοεῖται σοβαρό) θά ἐλύνετο, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐν καιρῷ Ὀρθοδόξου Συνόδου. Τά τρέχοντα δέ θέματα, τά ὁποῖα ἔχουν ἄμεσο σχέσι μέ τήν διεξαγωγή τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῆς αἱρέσεως θά ἐλύνοντο εἰς τάς συνάξεις των, σύμφωνα πάλι μέ τόν ἴδιο τρόπο. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο θά ἦτο εὔκολος ἡ διά τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς παραμονή εἰς τήν Ἐκκλησία, τῶν ὅπου γῆς Ὀρθοδόξων, χωρίς νά ἀπαιτεῖται ἐπιπροσθέτως ἡ ἔνταξις σέ ἕνα ἄλλο ἐκκλησιαστικό σχῆμα, αὐτοδημιούργητο καί αὐτοαναγνωρισμένο καί χωρίς τόν προβληματισμό τῆς ἐπιλογῆς τῆς παρατάξεως, ἡ ὁποία θά πληροῖ τούς ὅρους τοῦ Θ΄ ἄρθρου τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως.
Γνωρίζεις ἐν προκειμένῳ πάτερ Ἰωσήφ, ὅτι κατά τήν θεολογία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, προκειμένου νά ἀνήκη κάποιος εἰς τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀρκετή ἡ ἀποτείχισις ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, οὔτε ἀκόμη καί τό νά ἀκολουθῆς τό Παλαιό Ἡμερολόγιο, ἀλλά χρειάζεται ἐπιπροσθέτως καί νά ἐνταχθῆς στήν παράταξι τήν ὁποία ὁ καθένας θεωρεῖ μοναδική Ἐκκλησία, ἀπολύτως ταυτισμένη μέ τήν διαχρονική τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ἐπί πλέον δέ, ἐνῶ σέ θεωροῦν ἐκτός Ἐκκλησίας, ἄν δέν ἀνήκης στήν παράταξί των, ἄν πάλι δέν θέλης νά ἐμπλακῆς στήν Λερναία Ὕδρα τῶν παρατάξεων σέ θεωροῦν ἀκέφαλο καί βεβαίως πάλι ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἄν ὅλα αὐτά ἤ ἔστω κάτι ἀπό αὐτά τά συνάντησες στούς Ἁγίους ὡς ἐκκλησιαστική πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ἤ ἄν πάλι μπορεῖς νά τά στηρίξης καί νά τά κατοχυρώσης εἰς τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἴμεθα ἕτοιμοι νά σέ ἀκούσωμε καί μάλιστα μέ πολλή προσοχή. Ἐγώ πάντως πιστεύω ὅτι ὅλη αὐτή ἡ χαώδης κατάστασις καί ἡ καινοφανής θεολογία ὀφείλεται στήν παράνομη (καί ἀντικανονική) ἀποκατάστασι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί στήν ἐν τῇ πράξει λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ καιρῷ τῆς αἱρέσεως, ὅπως ἀκριβῶς τόν καιρό τῆς εἰρήνης.
Τό ἄσχημο ἐπί πλέον καί συγχρόνως ἀπογοητευτικό εἰς τά γραφόμενά σου, πάτερ, εἶναι ὅτι τίς εὐθῦνες δι’ αὐτήν τήν κατάστασι τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου τίς ἐπιρρίπτεις εἰς τούς Οἰκουμενιστές. Γράφεις συγκεκριμένα στήν σελ. 24 τῆς μελέτης σου: «Ἄς μή φαίνεται λοιπόν καί τόσον παράξενον νά βλέπωμεν τούς σημερινούς διῃρημένους Γνησίους Χριστιανούς νά ἀλληλοκατηγοροῦνται, διεκδικοῦντες ἕκαστος τήν νομιμότητα τοῦ συνοδικοῦ σχηματός των, ἀπό τήν στιγμήν ὅπου ἀκόμη καί μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας παρεσύρθησαν εἰς παρομοίους καταστάσεις, λόγῳ τῶν δυσμενῶν ἐπικρατουσῶν συνθηκῶν τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς. Δέν θέλωμεν νά δικαιολογίσωμεν οὐδένα. Πάντα ταῦτα μᾶς προξενοῦν ἀνείκαστον λύπην καί ἕκαστος τῶν ὑπευθύνων θά λογοδοτήσῃ! Ἄς μή χλευάζουν λοιπόν οἱ νεωτεριστές, ἀλλ’ ἄς μεμφθοῦν καλύτερα τούς ἑαυτούς των, διότι αὐτοί εἶναι ἡ μοναδική αἰτία ὅλων αὐτῶν τῶν ἀκαταστασιῶν καί ταραχῶν, ὅπου ἐπισυμβαίνουν εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτοί ἐφρόντισαν καταλλήλως νά τήν διαμελίσουν καί νά τήν διασύρουν ἐξευτελίζοντάς την διά τῆς εἰσαγωγῆς ὅλων αὐτῶν τῶν καινοτομιῶν καί κακοδόξων διδασκαλιῶν (Οἰκουμενισμός). Νά εἶναι δέ σίγουροι, ὅτι οἱ εὐθύνες, ὅπου θά ζητηθοῦν κατά τήν Ἡμέραν ἐκείνην τῆς Κρίσεως ἀπό τούς ἡγήτορας τῶν Γνησίων Χριστιανῶν (οἱ ὁποῖοι σύρονται καί αὐτοί ὡς ἄνθρωποι ἀπό τά πάθη τους), θά εἶναι κατά πολύ μικρότερες τῶν ἰδικῶν τους, καθώς αὐτοί εἶναι οἱ ἠθικοί αὐτουργοί τῆς σημερινῆς καταστάσεως! ».
Ὥστε λοιπόν, πάτερ Ἰωσήφ, ἡ μοναδική αἰτία (τό ἔχεις μάλιστα ὑπογραμμισμένο) ὅλων ὅσων προανέφερα εἶναι οἱ νεωτεριστές Οἰκουμενιστές. Δυστυχῶς ὅμως, καί ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγιοι δέν συμφωνοῦν μαζί σου ἐπί τῆς κατανομῆς τῆς εὐθύνης. Διότι λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος πρός τούς Κορινθίους: «Δεῖ γάρ καί αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροί γένωνται ἐν ὑμῖν» (Α΄ Κορ. 11,19). Ἐδῶ ὁ ἀπ. Παῦλος λέγει ὅτι οἱ αἱρέσεις φανερώνουν καί ἀναδεικνύουν τούς δοκίμους καί ὄχι αὐτό πού ἰσχυρίζεσαι, ὅτι δημιουργοῦν τήν ἀκαταστασία, τά σχίσματα κλπ. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ μάλιστα ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καθάπερ οὖν τά δένδρα αἱ τῶν ἀνέμων προσβολαί πάντοθεν ριπίζουσαι ἰσχυρότερα ποιοῦσιν, ἄν καλῶς ἐρριζωμένα καί μετά ἀκριβείας, οὕτω δή καί τάς ψυχάς τάς πεπηγυίας ἐν τῷ θεμελίῳ τῆς ὀρθῆς πίστεως, ὅσαι ἄν προσβάλωσιν αἱρέσεις, οὐ περιτρέπουσιν, ἀλλά καί ἰσχυροτέρας ποιοῦσι. Τί οὖν πρός τούς ἀσθενοῦντας, φησί, καί περιτρεπομένους καί ὑποσκελιζομένους ρᾳδίως; Οὐδέ ἐκεῖνοι παρά τήν τῆς αἱρέσεως προσβολήν, ἀλλά παρά τήν οἰκείαν ἀσθένειαν τοῦτο πάσχουσιν. Ἀσθένειαν δέ οὐ φυσικήν λέγω, ἀλλά τήν ἐκ προαιρέσεως, τήν καί ἐγκλημάτων ἀξίαν καί ὑπό κόλασιν καί τιμωρίαν κειμένην,  ἥν καί ἡμεῖς κύριοι διορθῶσαι. Διό κατορθοῦντές τε ἐπαινούμεθα, καί μή κατορθοῦντες κολαζόμεθα» (ΕΠΕ 27, 258).
Στή συνέχεια ἀναφέρει ὁ ἅγιος ὅτι οὔτε ὁ διάβολος δύναται νά βλάψη αὐτούς πού ἔχουν ἐγρήγορσι καί φυσικά οὔτε αὐτόν πρέπει νά αἰτιώμεθα διά τά λάθη μας. Ἀκολούθως ἀναφέρει τά ἑξῆς σημαντικά: «Καί τοῦτον οὐχ  ἁπλῶς μηκύνω τόν λόγον· ἀλλ’ ἐπειδή πολλοί τάς ἑαυτῶν ἀφέντες ρᾳθυμίας αἰτιᾶσθαι καί τήν ἀγνωμοσύνην αὐτῶν καί τήν ἀναισθησίαν διορθοῦν, τοῦτο μέν οὐ ποιοῦσι, περιέρχονται δέ ζητοῦντες ἑαυτοῖς ψυχράς ἀπολογίας καί λέγοντες, “εἰ μή ὁ διάβολος ἦν, οὐκ ἄν ἀπωλόμεθα”, “εἰ μή νόμος ἦν, οὐκ ἄν ἡμάρτομεν”, “εἰ μή αἱρέσεις ἦσαν, οὐκ ἄν ὑπεσκελίσθημεν". Σκήψεις ταῦτα καί προφάσεις, ἄνθρωπε· τόν γάρ νήφοντα οὐδέν βλάπτει ποτέ, ὥσπερ οὖν τόν καθεύδοντα καί ρᾳθυμοῦντα καί τήν ἑαυτοῦ προδιδόντα σωτηρίαν οὐδέν ὠφελεῖ. Τοῦτο γοῦν αὐτό καί ὁ Παῦλος αἰνιττόμενος ἔλεγεν, “ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροί γένωνται ἐν ὑμῖν”· τουτέστι, μή θορυβεῖσθε μηδέ ἀλύετε· οὐδέν ὑμᾶς αἱ αἱρέσεις παραβλάψαι δύνανται» (ΕΠΕ 27, 260).
Βλέπεις λοιπόν πάτερ, ὅτι ὁ ἅγιος ὅλα αὐτά πού ἐπικαλεῖσαι τά ὀνομάζει «ψυχρές ἀπολογίες, σκήψεις (δικαιολογίες) καί προφάσεις».
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τά γραφόμενά σου τά σχίσματα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, τά ὁποῖα εἶναι κάτι πολύ χειρότερο ἀπό σχίσματα, εἶναι κάτι τό ἀνεπανάληπτο εἰς τήν δισχιλιετῆ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί φυσικά πρωτοφανές, τά παραβάλλεις καί τά ἐξισώνεις μέ κάποιες διαφωνίες καί ἀντιπαραθέσεις πού ὄντως ὑπῆρχαν πάντοτε στήν Ἐκκλησία, ἤ καί σχίσματα τά ὁποῖα ὄντως ἦταν σχίσματα καί ὠφείλοντο σέ ἐξωτερικούς παράγοντες καί δέν ἔβλαπτον τήν ἑνότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν πού τά ὑπέθαλπον. Τίς δέ εὐθύνες γιά τήν δημιουργία των καί τήν μέχρι σήμερα δημιουργηθεῖσα χαώδη κατάστασι τίς ἐπιρρίπτεις στούς Οἰκουμενιστές καί μόνον σ’ αὐτούς.
Πῶς λοιπόν μέ τέτοιες τοποθετήσεις, τέτοια προκατάληψι, σέ σημεῖο πού τόν λέοντα νά τόν παρουσιάζωμε ὡς ἀγριοκάτσικο καί τόν καρκίνο ὡς γρίππη καί, ἐπί πλέον, μέ τόση προχειρότητα στό σπουδαιότατο ζήτημα τῆς κατανομῆς τῆς εὐθύνης, θά ἠδυνάμεθα νά διεξάγωμε ἕνα διάλογο, μέ σκοπό τήν ἀνίχνευσι τῆς ἀληθείας; Καί πῶς, ἐπί πλέον, θά διαπιστώσωμε τήν ἀπαραίτητη σέ ἕναν διάλογο ἀγαθή προαίρεσι, τήν στιγμή πού στό ζήτημα τῆς τοποθετήσεως τῆς δημιουργηθείσης καταστάσεως κάνεις ἕνα τόσο σκληρό καί ἀκραῖο μινιμαλισμό, κατασμικρύνοντας εἰς τό ἐλάχιστο δυνατό τήν διαστροφή τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες;
Ἄν λοιπόν θέλης νά τοποθετήσωμε τά πράγματα εἰς τήν θέσι των καί νά ἔχωμε ὡς ὁδηγούς τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, μποροῦμε ὄντως νά κάνωμε αὐτόν τόν διάλογο καί τότε μόνο θά ὠφεληθοῦμε καί ἐμεῖς καί αὐτοί πού θά τόν μελετήσουν. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει νομίζω ὅτι θά ὁμιλοῦμε ἀτέρμονα, χωρίς κοινή βάσι καί πηγή ἀντλήσεως τῆς ἀληθείας καί κυρίως χωρίς κοινό στόχο καί σκοπό, ἐφὅσον καθένας θά προσπαθῆ νά ἀποδείξη ὡς ἀληθές αὐτό πού ἀκολουθεῖ καί διαὐτόν τόν σκοπό θά παρουσιάζη τήν νύκτα ἡμέρα.
Περιττό δέ νά σχολιάσω  τήν προτροπή σου νά ἀκολουθήσουν ὅλοι τό Παλαιό Ἡμερολόγιο καί νά ἐνταχθοῦν ὡς ἐκ τούτου εἰς τά σχίσματα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν (χρησιμοποιῶ αὐτή τήν λέξι ἐπειδή δέν ἔχω κάποια ἄλλη ἁρμοδιωτέρα) καί βεβαίως νά πιστέψουν ὅτι τό ἡμερολόγιο θά τούς σώσει καί τό νά διαβάζουν τρεῖς φορές τήν ἡμέρα τήν ἁγία ἐπιστολή.
(Συνεχίζεται)