Η Ορθοδοξία στη σύγχρονη εποχή
π. Πέτρος Χιρς:
Από 1-25 περί διακρίσεως
Από 25 και εξής περί Οικουμενισμού
Από 25 και εξής περί Οικουμενισμού
Καὶ ἡ ἀνακοίνωση γιὰ ἕνα σπουδαιότατο καινούργιο βιβλίο τοῦ π. Πέτρου
π. Πέτρος Χιρς
Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου
Ἡ
ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, μία Ὀρθόδοξη
διερεύνηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ Διάταγμα περὶ
Οἰκουμενισμοῦ
Πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Χιρς
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος – 21η Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος, κατὰ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία – ἐξαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν πάπα
Ἰωάννη ΧΧΙΙΙ στὶς 25 Ἰανουαρίου 1959. Πραγματοποίησε 178 συνεδριάσεις
κατὰ τὴ διάρκεια τεσσάρων συναπτῶν ἐτῶν, πάντα τὸ φθινόπωρο. Ἡ πρώτη
συνεδρία ἔλαβε χώρα στὶς 11 Ὀκτωβρίου 1962 καὶ ἡ τελευταία στὶς 8
Δεκεμβρίου 1965.
Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος συγκλήθηκε καὶ πραγματοποιήθηκε σὲ μία
ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἄλλαζε ἄρδην, «μὲ κύρια χαρακτηριστικὰ τὸ
τέλος τῆς ἀποικιοκρατίας, τὴν ραγδαία ἐξάπλωση τῆς ἐκβιομηχάνισης καὶ
τὶς πρωτοποριακὲς ἐξελίξεις στὸν τομέα τῶν τηλεπικοινωνιῶν»[1]. Ἡ
ἐκβιομηχάνιση, στὶς πρώην ἀγροτικὲς οἰκονομίες τῆς Ἰταλίας, τῆς Ἱσπανίας
καὶ τοῦ Μεξικοῦ, βοήθησε στὴν ἀνάπτυξη μίας νοοτροπίας «πιὸ δυναμικῆς,
δημιουργικὰ ἀνήσυχης καὶ πιὸ ἐπιδεκτικῆς σὲ καινοτομίες, ποὺ
προσιδιάζουν σὲ μία βιομηχανικὴ οἰκονομία»[2]. Αὐτὴ ἡ νέα κατάσταση
πραγμάτων σήμαινε πὼς ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν «ἀμυνόμενη καὶ ἀδρανὴς
ἐνώπιον ἑνὸς ραγδαῖα μεταβαλλόμενου κόσμου»[3]. Μεσούσης τῆς συγκυρίας
αὐτῆς συγκλήθηκε ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος, ὡς ἀπάντηση στὶς προκλήσεις τῶν
καιρῶν.
Στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου συμμετεῖχαν περισσότεροι ἀπὸ δύο
χιλιάδες ἐπίσκοποι καθὼς καὶ ὀγδόντα παρατηρητές, μὴ-Ρωμαιοκαθολικοί,
ἀπὸ τὶς κυριότερες χριστιανικὲς ὁμολογίες. Οἱ ἐπίσκοποι προέρχονταν ἀπὸ
διαφορετικὲς ἠπείρους, συνολικὰ ἀπὸ 134 χῶρες, ἀπὸ τὴν Ἀφρική, τὴν Ἀσία
καὶ τὴν Κεντρικὴ καὶ Νότια Ἀμερική. Τὴν Σύνοδο παρακολούθησαν ἐπίσης 480
periti (θεολογικοὶ σύμβουλοι) καθὼς καὶ χίλιοι ἀνταποκριτὲς Τύπου ἀπ’
ὅλο τὸν κόσμο[4].
Καρπὸς τῶν ἐργασιῶν της ἦταν τέσσερα δογματικὰ συντάγματα, ἐννέα
διατάγματα καὶ τρεῖς διακηρύξεις. Τὸ πέμπτο κατὰ σειρὰ ἀπὸ τὰ δεκαέξι
Συνοδικὰ θεσπίσματα, πού συνομολογήθηκαν, ἦταν τό Διάταγμα Περί
Οἰκουμενισμοῦ Unitatis Redintegratio[5] (Ἡ Ἀποκατάσταση τῆς Ἑνότητας). Ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο στὶς 21 Νοεμβρίου 1964 καὶ τὴν ἴδια ἡμέρα διακηρύχθηκε ἐπισήμως ἀπὸ τὸν πάπα Παῦλο VΙ.
Τὸ UR,
προϊὸν μίας μακρόχρονης προσπάθειας ἐπανα-προσανατολισμοῦ ἀλλὰ καὶ
ταυτόχρονα ἔκφρασης μίας μᾶλλον αἰφνιδιαστικῆς καὶ ἐντυπωσιακῆς ἀλλαγῆς
στάσης, ξεχωρίζει, μαζὶ μὲ τὸ Περὶ Ἐκκλησίας Σύνταγμα (Lumen Gentium[6]),
ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Συνοδικῶν θεσπισμάτων, γιὰ τὶς καινοτόμες
ἐκκλησιολογικὲς τοποθετήσεις τους. Οἱ συντάκτες καὶ ὑπογράφοντες τὸ UR ἀπέβλεπαν
σὲ κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἐπαναδιατύπωση παλαιότερων
παπικῶν ἐγκυκλίων ἢ μία ἐπαναπροσφορὰ τῶν τετριμμένων διατυπώσεων τοῦ
Τριδέντου. Ἀγωνίζονταν γιὰ ἕναν πλήρη ἐπανα-προσανατολισμὸ τῆς
νοοτροπίας τῶν ρωμαιοκαθολικῶν σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς. Ἐν
πολλοῖς, πέτυχαν τὸν σκοπό τους. Ὁ τρόπος, ποὺ ἀπεικονίζεται καὶ
περιγράφεται στὸ UR ἡ
Ἐκκλησία καὶ ἡ ἑνότητά της, ἐπέτρεψε τὴν διατύπωση ὁρισμένων
τοποθετήσεων ἀπὸ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ magisterium, οἱ ὁποῖες πρωτύτερα θὰ
ἦταν ἀδιανόητες[7].
Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ νέα αὐτὴ ἐκκλησιολογικὴ
ἀντίληψη, προσχεδιασμένη ὡς πρὸς τὶς οἰκουμενικὲς κατευθύνσεις καὶ
εὐαισθησίες της[8], εἶναι τὸ ἑρμηνευτικὸ «κλειδὶ» γιὰ τὸ νόημα τῆς Β΄
Βατικανῆς Συνόδου, καθὼς ἀποτελεῖ τὴν κοινὴ συνιστῶσα ὅλων τῶν
θεσπισμάτων καὶ διδαχῶν τῆς Συνόδου[9]. Ὁ πρωτεύων ρόλος τοῦ
οἰκουμενισμοῦ σὲ συνοδικὰ κείμενα-κλειδιὰ εἶναι προφανής, ὄχι μόνο στὰ
κείμενα καθαυτά, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ στὶς πηγές τους. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ UR,
τὰ δύο πιὸ ἀμφιλεγόμενα καὶ καινοφανῆ κείμενα ποὺ παρήγαγε ἡ Β΄
Βατικανὴ Σύνοδος, τὰ κείμενα Nostra Aetate καὶ Dignitatis Humanae, ἦταν
στὴν ἀρχικὴ μορφὴ τους τὰ κεφάλαια τέσσερα καὶ πέντε τοῦ ἀρχικοῦ
συνοδικοῦ προσχεδίου De Oecumenismo, ποὺ ἀργότερα ἀποκρυσταλλώθηκε ὡς UR[10]. Ἀκόμη καὶ τὸ LG,
ὁρόσημο στὴν ἱστορία τοῦ Ρωμαιο-καθολικισμοῦ, περιλαμβάνει δεσμευτικὲς
ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες εἴτε διατυπώνονται συνοπτικὰ εἴτε ἀναπτύσσονται
διεξοδικὰ στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ UR[11]. Εἶναι ἑπομένως προφανὲς ὅτι τὸ UR κατέχει
κεντρικὴ θέση ἀνάμεσα στὰ διατάγματα τῆς Συνόδου, ἂν ὄχι τὴν
πρωτεύουσα, στὸν βαθμὸ ποὺ «δίνει τὸν τόνο» καὶ ἐκφράζει τὸ «πνεῦμα τῆς
Β΄ Βατικανῆς Συνόδου».
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἔλαβε χώρα ἕνα εἶδος ἐκκλησιολογικῆς
ἀποκατά-στασης στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία τὸ παραδέχονται ἀκόμη καὶ οἱ
πιὸ ἔνθερμοι θιασῶτες τῆς Συνόδου[12]. Χωρὶς ἀμφιβολία κάτι νέο
προέκυψε: μία νέα στάση καί, ἀκόμη καλύτερα, μία νέα ἀντίληψη καὶ
κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας (σὲ σχέση μὲ τὴν μέχρι τοῦδε ἐπικρατοῦσα)[13].
Παρ’ ὃλους τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ καρδιναλίου Kasper περὶ συνεχείας τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας τοῦ 19οῦ καὶ 20οῦ αἰῶνος
στοὺς θεολόγους Mohler καὶ Newman, καὶ στοὺς πάπες Λέοντα XIII,
Βενέδικτο XV, Πίο XI καὶ Πίο XII,[14] τό Unitatis Redintegratio
ὁμολογεῖται ἀλλοῦ ἀπὸ τὸν ἴδιο Καρδινάλιο ὅτι εἶναι μία καθαρὴ ρήξη μὲ
τὶς ἐγκυκλίους τοῦ Λέοντος XIII Satis Cognitum καὶ τοῦ Πίου XI Mortalium Animos[15]. Πράγματι,
τὸ περὶ οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα ἀντιπροσωπεύει μία ρήξη ὄχι μόνο μὲ τὸ
πρόσφατο παρελθὸν τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕναν τόσο
σπουδαῖο γιὰ τὴν θεολογία τῶν Λατίνων στοχαστή, ὅπως εἶναι ὁ ἱερὸς
Αὐγουστῖνος Ἰππῶνος.
Ἀσφαλῶς μία ἀναλυτικὴ θεώρηση τοῦ πῶς ἐπῆλθε αὐτὸς ὁ
προσανατολισμὸς θὰ ὑπερέβαινε τὸ πλαίσιο τῆς παρούσας ἐργασίας. Μποροῦμε
ὡστόσο νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ἡ νεοφανής ἐκκλησιολογία δὲν ἦταν οὔτε
κατάφωρη ἀνατροπὴ σὲ ἐπίπεδο δόγματος οὔτε καὶ κάποια οὐδέτερη δογματικὴ
ἐξέλιξη· ἀπεναντίας ἦταν μία ἐπαναστατικὴ ἐκ τῶν ἔσω ἀνάπτυξη, ἡ ὁποία
κατόπιν προωθήθηκε ἐκ τῶν ἄνω[16].
Ὁ καρδινάλιος Kasper παραδέχεται πὼς τό UR «ἀνέτρεψε
τὴν στενὴ μετα-Τριδέντεια ἀντι-Μεταρρυθμιστικὴ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας»,
ἀλλὰ ἰσχυρίζεται πὼς δὲν ἦταν αὐτὸ «μοντερνισμός», ἀλλὰ μία ἐπιστροφὴ
στὴν «Βιβλική, Πατερικὴ καὶ πρώιμη μεσαιωνικὴ παράδοση»[17]. Σὲ ἄλλο
σημεῖο ὁ Kasper διατείνεται πὼς «τό Unitatis Redintegratio ἀναφέρεται
στὴν ὁμολογία πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὶς ἀρχαῖες Συνόδους»[18].
Στὶς δεκαετίες ποὺ προηγήθηκαν τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, δύο
βασικὲς ἀντιλήψεις κυριαρχοῦσαν στοὺς κόλπους τοῦ Ρωμαιοκαθο-λικισμοῦ.
Ἐνῶ διαδίδονταν παράλληλα, ἐν τούτοις ἦταν οὐσιαστικὰ ἀντίθετες μεταξύ
τους ὡς πρὸς τὴν ἐκκλησιολογία καὶ τὸ κίνημα γιὰ τὴν ἕνωση τῶν
Χριστιανῶν. Ἀπὸ τὴ μία πλευρά, στὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 20ου αἰῶνος
μὲ σπάνιες μόνον καὶ ἐπιφανειακὲς ἐξαιρέσεις, ἡ ἡγεσία τοῦ Βατικανοῦ
τηροῦσε ἀσυμβίβαστη καὶ πολεμικὴ στάση ἔναντι τῆς Οἰκουμενικῆς κίνησης
μὲ ἐξαιρετικὴ καχυποψία πρὸς τοὺς θεολόγους ποὺ συμμετεῖχαν σ’ αὐτή[19].
Αὐτὴ ἦταν ἡ «ἐπίσημη» τοποθέτηση· εἶχε ὡς σημεῖα ἀναφορᾶς τὴν
Σχολαστική[20] καὶ ἀντι-Μεταρρυθμιστικὴ θεολογία καὶ ἐκφραζόταν μὲ
ὅρους, ὅπως «ἡ ἀληθινὴ ἐκκλησία» καὶ ἡ «ἐπιστροφὴ τῶν ἀποστατῶν». Ἡ
στάση αὐτὴ ἐκφράστηκε στὴν παπικὴ ἐγκύκλιο Mortalium Animos τοῦ πάπα
Πίου XI τὸ 1928, ἡ ὁποία καταδίκασε τὶς ἐπικρατοῦσες στὴν Οἰκουμενικὴ
Κίνηση ἐκκλησιολογικὲς θέσεις καὶ ἀπαγόρευε ὁποιαδήποτε ἀνάμειξη τῶν
Ρωμαιοκαθολικῶν. Ὁ Πίος ΧΙ κατέστησε σαφὲς ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἑνότητα
ἦταν ζήτημα ἐπιστροφῆς καὶ ὄχι ἀμοιβαίας συμφιλίωσης· ἐπιστροφὴ τῶν
ἀπολωλότων προβάτων καὶ ὄχι ἐκπλήρωση μίας ὑπάρχουσας μὲν, ἀλλὰ ἀτελοῦς
κοινωνίας. «Ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνον μὲ τὴν
ἐπιστροφὴ στὴν Μία Ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
ἀποχωρίστηκαν ἀπ’ αὐτὴν»[21].
Αὐτὴ ἦταν ἀναμφίβολα ἡ πάγια στάση τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία καὶ
διατηρήθηκε στὶς δεκαετίες τοῦ ’40 καὶ ’50, ὅταν εἶχε ἀπαγορευτεῖ σὲ
Ρωμαιοκαθολικοὺς παρατηρητὲς νὰ συμμετάσχουν στὶς συνεδριάσεις τοῦ
Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἔλαβαν χώρα στὸ Ἄμστερνταμ τὸ 1948
καὶ τὸ Ἔβανστον τὸ 1954. Ἡ στάση αὐτὴ ἄρχισε νὰ χαλαρώνει κάπως μόλις τὸ
1949 μὲ τὴν ἐγκύκλιο Ecclesia Catholica, ποὺ ἄφηνε περιθώρια γιὰ
περιορισμένα καὶ ἐλεγχόμενα οἰκουμενικὰ ἀνοίγματα.
Ὡστόσο πίσω ἀπὸ τὴν ἐπίσημη αὐτὴ ἐπίφαση ἀδιαλλαξίας, ἤδη ἀπὸ
τὴν δεκαετία τοῦ 1920 καὶ ἐντεῦθεν, ἀναπτυσσόταν ἕνα ὁλοένα καὶ
περισσότερο διογκούμενο ρεῦμα δυσαρέσκειας καὶ ἐπιθυμίας γιὰ μία νέα
προσέγγιση. Στὴν Γαλλία εὕρισκε μεγάλη ἀπήχηση μία νέα τάση, ἡ νέα
ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας ὡς «Θεανθρώπινης ἑνώσεως» ὅλων τῶν Χριστιανῶν μὲ
τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Παρ᾽ ὅτι ἡ ἀρχικὴ αὐτὴ ἀπόπειρα μεταρρύθμισης στὴν
θεολογία δὲν ἐπέφερε τὴν ἀνατροπὴ τῆς ἀντίληψης γιὰ τὴν ἐκκλησία μὲ τὰ
χαρακτηριστικὰ ἑνὸς νομικοῦ μοντέλου, τὸ ὁποῖο ἀναπτύχθηκε στὸ πλαίσιο
τοῦ σχολαστικισμοῦ, ὡστόσο «στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’30 ἀναδύθηκε μία
νέα δυναμικὴ ποὺ εὐνοοῦσε τὴν ἐξάπλωση τοῦ λεγόμενου «βιταλισμοῦ»»[22].
Οἱ θεολόγοι αὐτοῦ τοῦ ρεύματος στὴν Γαλλία ἦταν πεπεισμένοι πὼς «ὁ
μόνος τρόπος νὰ προσελκυστοῦν οἱ μὴ-Ρωμαιοκαθολικοὶ στὴν Ἐκκλησία ἦταν ἡ
ἀπεικόνισή της μὲ ὅρους τῆς ζωτικῆς (vital) ἀρχῆς, ἑνὸς ζῶντος
ὀργανισμοῦ»[23]. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν τάση ξεπήδησε ἕνα νέο κίνημα, ποὺ ἀργότερα
ἔγινε γνωστὸ ὡς «nouvelle theologie» (νέα θεολογία)[24].
Ἡ nouvelle theologie ἦταν
μία δυναμικὴ κίνηση θεολόγων, κυρίως στὴ Γαλλία, ἀλλὰ καὶ στὸ Βέλγιο
καὶ τὴν Γερμανία, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀναμφίβολα «οἰκουμενικοὶ» στὴ θεώρησή
τους, καὶ ἐργάζονταν γιὰ τὴν μεταρρύθμιση μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐπιστροφῆς
στὶς πηγὲς – «sources», ἐξ οὗ καὶ ὁ ὅρος ressourcement. Ἡ
ressourcement, σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ ποὺ ἔδωσε ὁ Γάλλος Δομινικανὸς
θεολόγος Yves Congar, ἕνας ἐκ τῶν ἡγετικῶν μορφῶν τοῦ κινήματος, ἦταν
μία «ἐπανεξέταση τῶν θεμελιωδῶν, πάγιων, πηγῶν τῆς θεολογίας: τῆς
Βίβλου, τῶν Λειτουργικῶν Κειμένων καὶ τῶν Πατέρων…»[25]. Ὁ σκοπὸς αὐτοῦ
τοῦ νέου ρεύματος ἦταν: νὰ ἀνακτηθεῖ ὅ,τι εἶχε λησμονηθεῖ ἢ παραβλεφθεῖ
στὸν ροῦ τῆς ἱστορίας, νὰ ἐνεργοποιηθεῖ μία θεολογικὴ ἀνανέωση, νὰ
κινηθεῖ πέρα τοῦ σχολαστικισμοῦ, νὰ συνδεθεῖ περισσότερο μὲ τὴν σύγχρονη
πραγματικότητα, νὰ ἐπιστρέψει στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ
ἀποσαφηνίσει τὴν σχέση ἀνάμεσα στὴν φύση καὶ τὴ Χάρη[26].
Οἱ ἀνανεωτικοὶ αὐτοὶ θεολόγοι ἀπέρριπταν μὲν τὴν κυριαρχία τοῦ
Θωμισμοῦ ὡς συστήματος, ἐπιζητοῦσαν ὅμως «μία ἐπιστροφὴ στὸν Θωμὰ
Ἀκινάτη τοῦ 13ου αἰῶνος,
στὴν περίοδο τῶν Πατέρων – καὶ μέσῳ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, στὴν
Βίβλο καὶ τὰ Λειτουργικὰ Κείμενα»[27]. Παράλληλα μὲ αὐτὸ τὸ κίνημα καὶ
ὡς ἀπόρροια αὐτοῦ ἀναπτύχθηκε αὐτὸ ποὺ ὁ Guardini ὀνόμασε μία «ἀφύπνιση
τῆς Ἐκκλησίας στὴν ψυχὴ»[28], ἡ ὁποία, σὲ θεολογικὸ ἐπίπεδο,
μεταφράστηκε μὲ τὴν μορφὴ μίας κίνησης γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τῆς
ἐκκλησιολογίας. Ἡ νέα αὐτὴ προοπτικὴ ἦταν ἡ «ἀνεπίσημη», «ὑπόγεια» φωνὴ
τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει ἡ εὐρείας ἀποδοχῆς
ἐπικρατέστερη ἄποψη, τόσο κατὰ τὴν διάρκεια ὅσον καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς
Β΄ Βατικανῆς Συνόδου[29].
Οἱ ἡγετικὲς μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ρεύματος ἦταν οἱ θεολόγοι Maurice
Blondel (1861-1949), Pierre Teilhard de Chardin (1881-1955),
Marie-Dominique Chenu (1895-1990), Henri de Lubac (1896-1991), Yves
Congar (1904-1995), Karl Rahner (1904-1984), Hans Urs von Balthasar
(1905-1998), Jean Daniélou (1905-1974), Louis Bouyer (1913-2004), Edward
Schillebeeckx (1914-2009), Hans Küng (1928-), Jean Mouroux (1901-1973)
καὶ Joseph Ratzinger (1927-)[30].
Ἡ μεγάλη εὐκαιρία γιὰ τοὺς ἐν λόγῳ θεολόγους ἦλθε, ὅταν οἱ
περισσότεροι ἐξ αὐτῶν προσκλήθηκαν ἀπὸ τὸν πάπα Ἰωάννη ΧΧΙΙΙ καὶ τοὺς
ἐπισκόπους γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν ὡς periti (θεολόγοι ἐμπειρο-γνώμονες,
σύμβουλοι τῶν ἐπισκόπων) κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο. Χάρη στὴν δική
τους ἐπιρροή, «ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ παράδοση τῆς μεταρρύθμισης ἔφθασε στὴν
πληρέστερη ἔκφρασή της στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο»[31]. Κατὰ κοινὴ
ὁμολογία, οἱ θεολόγοι «ἦταν οἱ σχεδιαστὲς τῶν μεγάλων μεταρρυθμίσεων ποὺ
ἐγκαινιάστηκαν στὴν Β΄ Βατικανὴ»[32]. Ἡ συμβολὴ τους χαρακτηρίστηκε
«ἀξιοσημείωτη… Οἱ ἐπίσκοποι τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου εἶχαν ἐπίγνωση τῆς
σπουδαιότητας τῶν θεολόγων»[33]. Ἡ Σύνοδος ἀναγνώρισε ἐπισήμως τὶς ἐπὶ
δεκαετίες ἐργώδεις προσπάθειές τους γιὰ τὴν ἀναμόρφωση τῆς θεολογίας,
ἰδιαιτέρως δὲ τῆς ἐκκλησιολογίας[34].
Στὴν συνείδηση ὅμως ὅσων ἀρνοῦνταν τὴν νέα θεολογία ποὺ
ἐκφράστηκε στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο, λόγῳ τῆς ἀποκλίσεώς της ἀπὸ τὴν
παραδοσιακὴ (μετα-Τριδέντια) θεολογία τῶν Λατίνων, ἡ ἐπιρροὴ τῶν
θεολόγων στὰ διατάγματα τῆς Συνόδου ἰσοδυναμοῦσε μὲ αἵρεση[35].
Καταγγέλλουν πὼς ἡ νέα ἐκκλησιολογία ποὺ υἱοθέτησε ἡ Σύνοδος, ἰδιαιτέρως
ἡ προσέγγισή της πρὸς τὸν οἰκουμενισμό, ἐρχόταν σὲ εὐθεία ἀντίθεση πρὸς
τὰ οἰκουμενικὰ διδάγματα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας[36]. Εἰδικότερα
ἐπισημαίνουν πὼς ἡ νέα ἀντίληψη, ποὺ ἐνσωματώθηκε στὸ UR καὶ
ἐκφράστηκε ἀπὸ θεολόγους ὅπως ὁ Yves Congar – σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ
ἑνότητα δὲν ἦταν πλέον ζήτημα ἐπιστροφῆς στὴν μία ἀληθινὴ Ἐκκλησία ἀλλὰ
ζήτημα ἀμοιβαίας συμφιλίωσης – ἐρχόταν σὲ εὐθεία ἀντίθεση μὲ τὴν
προαναφερθεῖσα ἐγκύκλιο Mortalium Animos τοῦ πάπα Πίου XI. Ἡ στάση τῆς
Συνόδου «δὲν εἶναι οἰκουμενική, ἐπειδὴ ἀπηχεῖ τὴν πάγια καὶ καθολικὴ
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ βάσισε τὶς θεωρήσεις της σὲ μία
καθαρὰ οἰκουμενικὴ βούληση, τελείως ἀβάσιμη καὶ ἡ ὁποία καταδικάζεται
ἀπ’ ὅλη τὴν προγενέστερη αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία
(magisterium)»[37].
Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς Συνόδου ἀπάντησαν στὶς κριτικὲς αὐτὲς μὲ τὰ
λόγια τοῦ καρδινάλιου Walter Kasper: «Θὰ ἦταν σφάλμα νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴν
Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ περὶ Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα, ὡς
μία ρήξη μὲ τὴν Παράδοση. Στὴν πραγματικότητα, ἕνας ἀπὸ τοὺς
σημαντικότερους λόγους γιὰ τὴν σύγκληση αὐτῆς τῆς Συνόδου ἦταν μία ressourcement, μία ἐπιστροφὴ στὶς πηγὲς · ἡ Σύνοδος ἀναμετρήθηκε μὲ μία «ἐκ νέου πραγματοποίηση» τῆς Παραδόσεως, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ aggiornamento...[38].
Ἡ περιγραφὴ τοῦ Kasper ἀποκαλύπτει πόσο βαθὺ ἦταν τὸ ἀποτύπωμα τῆς nouvelle theologie στὴν
Β΄ Βατικανή. Τόσο οἱ θιασῶτες ὅσο καὶ οἱ ἐπικριτὲς τῆς Συνόδου
συμφωνοῦν στὸ ὅτι «οἱ θεολογικοὶ στόχοι… τῶν μεταρρυθμιστῶν θεολόγων
ἐκπληρώθηκαν στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο»[39]. Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ὀπτικὴ γωνία
ὡστόσο ἐγείρονται σημαντικὰ ἐρωτήματα, ὅπως: Σὲ ποιὲς πηγὲς ἐπέστρεψαν;
Ποιὰ ἑρμηνεία αὐτῶν τῶν πηγῶν ἔδωσαν καὶ σὲ ποιὰ βάση – ποιὰ ἐμπειρία –
στήριξαν τὴν ἑρμηνεία τους; Ἐπίσης, πῶς μπορεῖ ἡ Παράδοση τῆς ἀρχαίας
Ἐκκλησίας «νὰ πραγματοποιηθεῖ ἐκ νέου», ἐνῶ τὴν χωρίζουν αἰῶνες, ἐξ
αἰτίας τοῦ μετα-Τριδέντειου διαλείμματος τῆς ἀντι-Μεταρρύθμισης, ὅταν τὸ
ἴδιο τὸ νόημα τῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ μετάδοση ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, καὶ
μάλιστα ἡ προφορική;
Πράγματι εἶναι ἀξιοσημείωτο, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλυπτικό τοῦ βαθμοῦ
τῶν ἀνατροπῶν ποὺ ἔλαβαν χώρα, τὸ γεγονὸς πὼς στὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν
σύγκληση τῆς Συνόδου πολλοὶ ἀπ’ τοὺς ἴδιους αὐτοὺς θεολόγους
περιλαμβάνονταν στὴν «μαύρη λίστα» τοῦ Βατικανοῦ: Karl Rahner, John
Courtney Murray[40], Yves Congar, Edward Schillebeeckx, Henri de Lubac,
Hans Urs von Balthasar καὶ Ἰωσὴφ Ράτζινγκερ˙ ὅλοι τους σὲ κάποια
προηγούμενη χρονικὴ περίοδο ἦταν σεσημασμένοι ὡς «ὕποπτοι» γιὰ
αἵρεση[41]. Ὅμως τώρα, στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο, οἱ ἴδιοι αὐτοὶ ἔγιναν
ξαφνικὰ εὐυπόληπτοι καὶ ὑψηλὰ ἱστάμενοι σύμβουλοι τῶν ἐπισκόπων,
ἰδιαίτερα χρήσιμοι γιὰ τὴν διαμόρφωση τῆς θεολογίας τῆς Συνόδου καὶ τῆς
Ἐκκλησίας τῶν μετέπειτα γενεῶν.
Εἶναι σημαντικό, προκειμένου νὰ τοποθετήσουμε στὴν σωστὴ
ἱστορική της θέση τὴν Σύνοδο, νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τὴν φράση τοῦ τότε
καρδιναλίου Ἰωσὴφ Ράτζινγκερ καὶ πρώην πάπα Βενεδίκτου XVI, ὁ ὁποῖος
σαράντα χρόνια ἀργότερα περιέγραψε τὶς τέσσερις δεκαετίες πρὸ τῆς
Συνόδου (1920-1960) ὡς «μεστὲς ζυμώσεων καὶ ἐλπίδων», οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν
τὴν Σύνοδο νὰ καθιερώσει «τὰ θεολογικὰ ρεύματα καὶ τὶς τάσεις» τῆς νέας
ἀφύπνισης καὶ τῆς νέας θεολογίας «ὡς μέρος τῆς κληρονομιᾶς ὅλης τῆς
Ἐκκλησίας»[42]. Κατὰ τὴν διάρκεια ὅμως τῆς περιόδου ἐκείνης τῶν
τεσσάρων δεκαετιῶν ἡ τότε ἡγεσία τοῦ Βατικανοῦ ἔβλεπε στὰ ἴδια αὐτὰ
θεολογικὰ ρεύματα καὶ τάσεις, σημεῖα τῆς «αἱρέσεως τοῦ
μοντερνισμοῦ»[43].
Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος ὑπῆρξε γεγονὸς
ἱστορικῆς σημασίας γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Στὴν καρδιὰ τῆς Συνόδου
αὐτῆς ἦταν ἡ nouvelle theologie,
τόσο ὡς κίνημα μὲ τοὺς κύριους ἀντιπροσώπους της νὰ συμμετέχουν ὑπὸ τὴν
ἰδιότητα τῶν ἐμπειρο-γνωμόνων θεολόγων, ἀλλὰ καὶ ὡς ἕνα νέο πνεῦμα, μία
νέα ἀντίληψη[44] μὲ σαφῆ οἰκουμενικὴ προοπτική, ποὺ ἐρχόταν σὲ εὐθεία
ἀντίθεση μὲ προηγούμενα παπικὰ διατάγματα. Ἡ σφραγίδα αὐτῆς τῆς
προοπτικῆς βρίσκεται σὲ ὅλα τὰ ἐπίσημα κείμενα, ἰδιαίτερα δὲ στὸ UR –
ποὺ ἀπὸ μόνο του ὑπῆρξε ἕνα ὁρόσημο, θὰ λέγαμε ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ
τῆς ρήξης μὲ τὸ θεολογικὸ παρελθὸν τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Διότι μὲ τὸ
ἐν λόγῳ Διάταγμα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ Περὶ Ἐκκλησίας Σύνταγμα (LG), ἐγκαινιάστηκε μία νέα ἐκκλησιολογία.
[1] Bulman, Raymond F., “Vatican Council II (1962-1965)”, στό “Encyclopedia of the Vatican and Papacy, ed. Frank J. Coppa, ἔκδ. Greenwood Press, Westport, Conn. 1999, σ. 429.
[2] Martina Giacomo, “The Historical Context in Which the Idea of a New Ecumenical Council was Born”, στὸ ἔργο Vatican II: Assessment and Perspectives, ed. Rene Latourelle, ἔκδ. Paulist Press, New York 1988-1989, 10, 13, ὅπως παρατίθεται στὸ Bulman, Raymond F., “Introduction: The Historical Context, στό From Trent to Vatican II: Historical and Theological Investigations, ed. Raymond Bulman and Frederick J.Parella, ἔκδ. Oxford University Press, Oxford, U.K 2006, σ. 9.
[3] Ὃ.π.
[4] Walsh, Michael J., “The History of the Council,” στό Modern Catholicism: Vatican II and After, ed. Adrian Hastings, ἔκδ. Oxford University Press, New York 1991, σ. 36.
[5] Ἐφεξῆς, ὅπου ἀπαντᾶ στὴν παροῦσα ἐργασία ὁ ὅρος Unitatis Redintegratio, θὰ ἀναφέρεται μὲ τὴν συντομογραφία UR.
[6] Ἐφεξῆς, ὅπου ἀπαντᾶ στὴν παροῦσα ἐργασία ὁ ὅρος Lumen Gentium, θὰ ἀναφέρεται μὲ τὴν συντομογραφία LG.
[7] Feiner, Johannes, “Commentary on the Decree” στό Commentary on the Documents of Vatican II, Volume II, ἔκδ. Burns
and Oats Limited, London 1968, σ. 69. Ὅπως θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια, ἡ
ἀπεικόνιση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ σκιαγραφεῖται στὸ ἄρθρο 3 τοῦ κεφ. 1, ἔδωσε
τὸ ἔναυσμα γιὰ τὶς ἀξιοσημείωτες θέσεις σχετικὰ μὲ τοὺς μὴ-Καθολικοὺς
στὸ ἄρθρο 4 καὶ ἐντεῦθεν.
[8]
Στὴν ἐναρκτήρια ὁμιλία του στὴν δεύτερη συνεδρίαση τῆς Συνόδου, στὶς 29
Σεπτεμβρίου 1963, ὁ πάπας Παῦλος δήλωσε τὰ ἑξῆς: «Ποιὰ στάση θὰ
υἱοθετήσει ἡ Σύνοδος ἔναντι τῆς πληθώρας τῶν ἀδελφῶν οἱ ὁποῖοι εἶναι
χωρισμένοι ἀπὸ ἐμᾶς… τί θὰ πράξει; Ἡ ἐρώτηση εἶναι σαφής. Ἡ ἴδια αὐτὴ ἡ
Σύνοδος γι̉ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ἔχει συγκληθεῖ», (πρβ. Vaticanum Secundum,
II, σ. 69). Ἀντιστοίχως, ὁ W. Visser’t Hooft, ἐπικεφαλῆς τοῦ Παγκοσμίου
Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν περίοδο συγκλήσεως τῆς Συνόδου δήλωσε στὴν
ἔκθεσή του πρὸς τὴν Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ ΠΣΕ ὅτι: «ἕνας ἀπὸ τοὺς
λόγους πραγματοποιήσεως τῆς Συνόδου ἦταν ἡ ὕπαρξη τῆς Οἰκουμενικῆς
κίνησης» (Die Zeichen der Zeit 20 [1966], σ. 197.
[9]
Ὁ καρδινάλιος Walter Kasper, ἀναφερόμενος στὴν δήλωση ποὺ ἔκανε ὁ πάπας
Παῦλος στὴν ἔναρξη τῆς δεύτερης συνεδρίασης, ὅτι ἕνας ἀπ’ τοὺς σκοποὺς
συγκλήσεως τῆς Συνόδου ἦταν ἡ οἰκουμενικὴ προσέγγιση, δήλωσε ὅτι, «Ἂν
δοθεῖ ἡ δέουσα σημασία στὴν δήλωση αὐτή, ὅλα τὰ κείμενα τῆς Συνόδου
ὀφείλουν νὰ ἀναγνωστοῦν ὑπὸ τὸ πρίσμα μίας οἰκουμενικῆς προοπτικῆς». Βλ.
Cardinal Walter Kasper, “The Fortieth Anniversary of the Vatican
Council II Decree Unitatis Redintegratio,” Information Service of the
Pontifical Council for Promoting Unity, Vatican City 2004, No. 115, σ.
19.
[10] Walter M. Abbot, S.J. (General Editor), The Documents of Vatican II, ἔκδ. Corpus Books, New York/Cleveland 1966, σσ. 660, 672.
[11] Kasper, Walter, That They May All Be One, ἔκδ. Burns and Oats, London 2004, σ. 9.
[12]
Ὁ Karl Rahner εἶπε ὅτι «ἡ Β’ Βατικανὴ ἦταν μία Σύνοδος ἐπικεντρωμένη
στὴν ἐκκλησιολογία περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη Σύνοδο στὸ παρελθόν.
Πρότεινε μία νέα εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας…» (Rahner, ‘The New Image of the
Church,’ μετάφ. David Bourke, ἔκδ. Darton,
Longman & Todd, London 1973, σσ. 3-29 (σ. 4)). Ὁ Yves Congar εἶπε
ὅτι «Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος ἦταν μία σύνοδος μεταρρύθμισης. . . Θὰ
μποροῦσε κάποιος εὔλογα νὰ πεῖ ὅτι αὐτὴ σηματοδοτεῖ τὸ τέλος τῆς
ἀντὶ-Μεταρρύθμισης. . .[ἡ Σύνοδος] ἦταν ἀνοιχτὴ σὲ οἰκουμενικὴ
προσέγγιση σὲ ἕναν πλουραλιστικὸ κόσμο» (Congar, Marin Luther sa foi, sa reforme etudes de théologie historique,
Cogitatio Fidei, 119, Cerf, Paris 1983), σ. 79.) Βλ. ἐπίσης: Kasper,
Walter, “The Decree on Ecumenism – Read Anew After Forty Years,”
Pontifical Council for Promoting Christian Unity, Conference on the 40th Anniversary of the Promulgation of the Conciliar Decree “Unitatis Redintegratio,” Rocca di Papa, Mondo Migliore, 11, 12 and 13 November 2004.
[13] Kasper, That They May All Be One, p. 9. See also: Kasper, “The Decree on Ecumenism – Read Anew After Forty Years.”
[14] Kasper, ὃ.π.
[15] Βλ: Reflections by Cardinal Walter Kasper: Nature and Purpose of Ecumenical Dialogue, http://www.vatican.va/roman_ curia/pontifical_councils/ chrstuni/subindex /index_card-kasper.htm)
[16]
Ὁ Paul Lakeland, στὴν εἰσαγωγή του στὰ κείμενα τοῦ Yves Congar,
ἀπροκάλυπτα χαρακτηρίζει τὶς ἀλλαγές, ποὺ ἐπῆλθαν στὸ πλαίσιο τῆς Β΄
Βατικανῆς, ὡς μία «θεολογικὴ ἐπανάσταση», ἡ ὁποία σάρωσε τὸ ὑπερβολικὰ
βατικανοκεντρικό, νεοσχο-λαστικὸ καὶ ἀνοιχτὰ μισάνθρωπο ὕφος τῆς Ρώμης
τοῦ 19ου αἰῶνος. (Lakeland, Paul, Yves Congar: Essential Writings, ἔκδ. Orbis, Maryknoll, NY 2010, σ. 13.)
[17] Kasper, “The Decree on Ecumenism – Read Anew After Forty Years.”
[18]
Kasper, “Fortieth Anniversary,” p. 21. Οἱ ἀνωτέρω ἰσχυρισμοὶ εἶναι
κάποιες ἀπὸ τὶς θέσεις ποὺ ἡ παροῦσα διατριβὴ προτίθεται νὰ ἐξετάσει μὲ
κριτικὴ ἀνάλυση.
[19]
Ὁ Yves Congar εἶναι ἴσως τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τέτοιων
«ὑπόπτων». Χειροτονήθηκε ἱερέας στὸ τάγμα τῶν Δομηνικανῶν τὸ 1930 καί,
ἐξ ἀρχῆς, εἶχε οἰκουμενικὲς εὐαισθησίες καὶ στόχους. Τὸ 1937 ἐξέδωσε τὸ
ἔργο Divided Christendom: A Catholic Study of the Problem of Reunion –
ἕνα βιβλίο πρωτοποριακὸ γιὰ τὶς ἀρχὲς ἑνὸς Καθολικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Τὸ
ἔργο αὐτὸ τὸν κατέστησε ἀμέσως ὕποπτο γιὰ τὸ Βατικανό, διότι ἐκεῖ ὁ
Congar ἰσχυριζόταν ὅτι οἱ χωρισμένες χριστιανικὲς κοινότητες εἶχαν
διατηρήσει στοιχεῖα χριστιανικότητας πιὸ ζωτικὰ ἀπ’ ὅσο τὰ εἶχε
διατηρήσει ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία – καὶ κατὰ συνέπεια, μία πιθανὴ ἐπανένωση
ἔμελλε νὰ φέρει ἕναν ποιοτικὸ ὅσο καὶ ποσοτικὸ ἐμπλουτισμὸ στὴν
ἐκκλησία. (Εἶναι ἀξιοσημείωτο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἰδέα αὐτὴ ἐνσωματώθηκε
ἀργότερα στὸ Περὶ Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα (UR 4)
καὶ σήμερα ἀποτελεῖ θέση εὐρείας ἀποδοχῆς γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς.
Πρβλ. ἐπίσης τὴν παπικὴ ἐγκύκλιο Ut Unum Sint τοῦ πάπα Ἰωάννου Παύλου II
(UUS, 14, 28, 57). Στήν παράγραφο 14, γράφει τὰ ἑξῆς ὁ πάπας Ἰωάννου
Παῦλος II: «Τὰ στοιχεῖα τῆς ἤδη δεδομένης αὐτῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν στὴν
πληρότητά τους στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία καί, χωρὶς αὐτὴ τὴν πληρότητα,
στὶς ἄλλες Κοινότητες ὅπου κάποια χαρακτηριστικά τοῦ χριστιανικοῦ
μυστηρίου ἔχουν, κατὰ περιόδους, διατηρηθεῖ μὲ μεγαλύτερη ἔμφαση»
(ἔμφαση τοῦ γράφοντος). Βλ. ἐπίσης: Kasper, “The Decree on Ecumenism –
Read Anew After Forty Years,” κεφάλαιο II, παράγραφος 5.) Τὸ 1950 ὁ
Congar ἔγραψε ἄλλο ἕνα ἔργο οἰκουμενικῆς σημασίας, μὲ τίτλο Vraie et fausse reforme dans l’Eglise, ὡς
μία ἀπάντηση στὰ αἰτήματα γιὰ ἀνανέωση ποὺ ἀπηχοῦσαν τὰ δημιουργικά,
μεταπολεμικὰ χρόνια στὴν Καθολικὴ Γαλλία. Ὅμως αὐτὸ τὸ βιβλίο, ποὺ ὅριζε
τὶς προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια γιὰ μεταρρύθμιση χωρὶς σχίσμα, τὸν
ἔβαλε στὸ στόχαστρο. Ἀπαγορεύτηκε ἡ κυκλοφορία τῆς μετάφρασής του καὶ
τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1954, ἀπαγορεύτηκε στὸν ἴδιο τὸν π. Congar νὰ
διδάσκει. Τὸν ἀπέβαλαν ἀπὸ τὴν σχολὴ Le Saulchoir καὶ ἐξορίστηκε μαζὶ μὲ
συναδέλφους του - συγκεκριμένα τὸν π. Marie-Dominique Chenu (τὸ βιβλίο
τοῦ ὁποίου, A School of Theology: Le Saulchoir,
ἀπαγορεύτηκε καὶ ἐντάχθηκε στὸν κατάλογο Index τῶν ἀπαγορευμένων
βιβλίων τὸ 1942), τὸν π. Henri-Marie Feret καὶ τὸν π. Pierre Boisselot.
Ὅλα τὰ μετέπειτα γραπτά τοῦ π. Congar λογοκρίθηκαν ἐκ τῶν προτέρων. (Βλ.
Gabriel Flynn, Yves Congar's Vision of the Church in a World of Unbelief, ἔκδ. Ashgate,
Burlington, VT 2004 σ. 10). Μ’ ὅλα ταῦτα τὸν Ἰούνιο τοῦ 1960 ὅλα
ἄλλαξαν γιὰ τὸν Congar: τότε ἀπροσδόκητα διορίστηκε σύμβουλος στὴν
θεολογικὴ προπαρασκευαστικὴ ἐπιτροπή, ποὺ προετοίμασε τὰ δογματικὰ
κείμενα γιὰ τὴν Σύνοδο. Ἀκολούθως, ἡ συμβολή του στὴν Σύνοδο θὰ ἀπέβαινε
ἐξαιρετικὰ μεγάλης σημασίας καὶ κρισιμότητας, ἰδίως σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν
ἀνατροπὴ τῶν δεδομένων γιὰ τὴν ὑπόθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ προσανατολισμοῦ.
[20]
Ὁ πάπας Πίος 10oς, στὴν ἐγκύκλιό του Pascendi, ὑποστήριξε ὅτι ἡ
θεραπεία γιὰ τὸν μοντερνισμὸ ἦταν ὁ Σχολαστικισμὸς καί, εἰδικότερα, ὁ
Θωμᾶς Ἀκινάτης.
[21] Pius XI, Mortalium Animos, January 7, 1928.
[22] Flynn, Gabriel, Yves Congar’s Vision of the Church in a World of Unbelief, ἔκδ. Ashgate, Burlington, VT 2004, σσ. 33-34.
[23] Flynn, Yves Congar’s Vision, σ. 34.
[24] Ἡ ἔκφραση “nouvelle theologie”
εἶναι ἔννοια πολὺ-νοηματική: ἕνα ἔμβλημα ποὺ ἀντιπροσωπεύει μία
ποικιλία ἐνορατικῶν προσεγγίσεων, οἱ ὁποῖες μοιράζονται τὸν ἴδιο στόχο
τῆς ἀποκατάστασης τῆς σχέσης ἐπικοινωνίας μεταξὺ θεολογίας καὶ ζωντανῆς
πίστεως καί, συνακόλουθα, μὲ τὶς πηγὲς τῆς Πίστεως. Οἱ θεολόγοι τῆς
κινήσεως προτιμοῦσαν γενικῶς νὰ τὴν ὀνομάζουν “ressourcement”, γαλλικὴ λέξη ποὺ σημαίνει τὴν ἐπιστροφὴ στὶς πηγές.
[25] Congar, Yves, La Foi et la Théologie dogmatique, 1 (Tournai: Desclée, 1962), σ. 271, στὸ ἔργο τοῦ Gabriel, Yves Congar’s Vision, σ. 28.
[26] Flynn, Yves Congar’s Vision, σ. 34
[27] Mettepenningen, Jürgen, Nouvelle Théologie, New Theology: Inheritor of Modernism, Precusor of Vatican II, ἔκδ. T & T Clark International, New York 2010, σ. 142
[28] Guardini, R., Vom Sinn der Kirche (1922), σ. 1, παρατίθεται στό Commentary on the Documents of Vatican II, Volume II, ἔκδ. Burns and Oats Limited, London 1968, σ 1.
[29] Ὁ Mettepenningen διευκρινίζει στὸ Nouvelle Theologie: «Τὴν ‘ressourcement’ τοῦ Θωμισμοῦ ἀκολούθησε μία θεολογικὴ ‘ressourcement’·
καὶ τὴν γαλλόφωνη ἐμφύτευση τῆς nouvelle theologie ἀκολούθησε μία
περίοδος ἐσωτερίκευσης ποὺ παρήγαγε μία εὐρύτερη ὑποστηρικτικὴ βάση γιὰ
τὴν ἀφομοίωση τῶν κεντρικῶν σημείων τῆς nouvelle theologie κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου» (σ. 143).
[30]
Οἱ θεολόγοι τῆς “Nouvelle Theologie” παρὰ τὴν κοινὴ θεώρησή τους σὲ
πολλὰ ζητήματα, εἶχαν διαφορετικὲς ἀπόψεις γιὰ τὸ πῶς ἔπρεπε νὰ
προχωρήσει καὶ ἐπεκταθεῖ ἡ ἀνανέωση τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ποικιλία αὐτῶν τῶν
θέσεων ἔγινε προφανέστατη μετὰ ἀπὸ τὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο, μὲ τὴν ἔκδοση
δύο διαφορετικῶν διεθνῶν θεολογικῶν ἐπιθεωρήσεων: Concilium καὶ Communio. Συγκεκριμένα τὸ 1965 ξεκίνησε ἡ κυκλοφορία τοῦ Concilium ἀπὸ τοὺς Marie-Dominique Chenu, Yves Congar, Karl Rahner, Edward Schillebeeckx καὶ Hans Kung, μεταξὺ ἄλλων. Τὸ Communio κυκλοφόρησε
τὸ 1972 μὲ τὴν συνεργασία τῶν Hans Urs von Balthasar, Herni de Lubac,
Joseph Ratzinger, Walter Kasper, Louis Bouyer, καὶ ἄλλων. Ἀπὸ τὰ δύο
προαναφερθέντα ἔντυπα τὸ Concilium χαρακτηρίστηκε ὡς πιὸ «φιλελεύθερο» στὴν θεολογική του προσέγγιση.
[31] Flynn, Yves Congar’s Vision, σ. 61. Βλ. Latourelle, Rene, ‘Introduction,’ στό Latourelle, Vatican II: Assessment and Perspectives, I, σσ. XV-XIX.
[32] Swidler, Leonard, ‘The Context: Breaking Reform by Breaking Theologians and Religious,’ in The Church in Anguish: Has the Vatican Betrayed Vatican II?, ed. by Hans Kung and Swidler, ἔκδ. Harper and Row, San Francisco 1987, σσ. 189-192 (σ. 189), ὅπως ἀναφέρεται στὸν Gabriel, Yves Congar’s Vision, σ. 57.
[33] Congar, Yves, Le Theologien dans l’Eglise aujourd’hui, σ. 12, as quoted in Gabriel, Yves Congar’s Vision, σ. 57.
[34] Βλ: Mettepenningen, Nouvelle Théologie.
«Ἡ ἐπιρροή τους, ὅπως μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀπὸ τὶς acta τῆς Συνόδου καὶ τὰ
ποικίλα Συνοδικὰ ἡμερολόγια, ἀποδείχθηκε ἐξόχως σημαντικὴ» (σ. 6). Βλ.
ἐπίσης: Guarino, Thomas G., Foundations of Systematic Theology. ἔκδ. T&T
Clark, New York 2005), σ. 288. «Τὰ ὀνόματα ποὺ συνδέονται μ’ αὐτὴ τὴν
κίνηση . . . ἐπρόκειτο ἐν τέλει νὰ δώσουν τὴν ὤθηση γιὰ ὁρισμένες ἀπὸ
τὶς σημαντικότερες θεολογικὲς θέσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς».
[35]Γιὰ μία διεξοδικὴ κριτικὴ τῆς Β΄ Βατικανῆς ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη, βλ.: Amerio, Romano, Iota Unum: A Study of the Changes in the Catholic Church in the Twentieth Century, ἔκδ. Sarto House, Kansas City 1996).
[36] Lanterius, “The Dogma of Ecumenism,” in Si Si, No No, June 2005, Vol. XXVIII, No. 6, Fr. Du Chalard, μετάφ., Angelus Press, Kansas City, MO.
[37] Fr. de La Rocque, “Le presuppose oecumenique de Lumen Gentium” in Penser Vatican II quarante ans apres: Actes du VI Congres Theologique de si si no no, Rome, January 2004, ἔκδ. Courrier de Rome, σσ.307-08
[38] Βλ. Kasper, The Fortieth Anniversary, σ. 21 (ἔμφαση τοῦ γράφοντος).
[39] Flynn, Yves Congar’s Vision, σ. 53.
[40]
Ὁ John Courtney Murray (1904–1967) ἦταν ἀρχισυντάκτης τῶν περιοδικῶν
America καὶ Theological Studies. Τὸ 1954, μετὰ ἀπὸ μία δεκαετία
δημοσιευμάτων γιὰ ζητήματα θεολογικῆς ἐλευθερίας καὶ σχέσεων
ἐκκλησίας-πολιτείας, τοῦ δόθηκε ἄνωθεν ἐντολή, ἀπὸ τὸ Βατικανό, νὰ
σταματήσει νὰ ἀρθρογραφεῖ γιὰ τέτοια ζητήματα, ἐξ αἰτίας ἀντιρρήσεων ἀπὸ
τὴν Κουρία τῆς Ρώμης, ποὺ θεωροῦσε τὶς θέσεις του ἀνορθόδοξες. Δέκα
χρόνια ἀργότερα, ὡστόσο, ἐπὶ ποντίφικος Ἰωάννη XXIII, τὸν προσκάλεσαν
γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο ὡς εἰδικὸς στὸ ζήτημα τῆς
θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι, αὐτὸς ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴν σύνταξη τοῦ
προσχεδίου τῆς «Διακηρύξεως περὶ Θρησκευτικῆς Ἐλευθερίας» καὶ ἡ ὁποία,
ἀπὸ μὲν τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς Συνόδου θεωρήθηκε ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ
σημαντικότερα θεσπίσματα, ἀπὸ δὲ τοὺς δυσφημιστὲς αὐτῆς ὡς ἐξόχως
ἀπαράδεκτο.
[41] Βλ.: Informations Catholiques Internationales (no. 336, May 15, 1969), σ. 9. Βλ. Ἐπίσης Mettepenningen, Nouvelle Theologie,
ὅπου ἐξετάζει τὰ μέτρα ποὺ ἔλαβε ἡ Β΄ Βατικανὴ ἐναντίον αὐτῶν τῶν
θεολόγων στὶς δεκαετίες πρὶν ἀπὸ τὴν διεξαγωγὴ τῆς Β΄Βατικανῆς Συνόδου.
[42] Ratzinger, The Ecclesiology of Vatican II.
[43] Ὁ πάπας Πίος XII, στὴν Ἐγκύκλιό του Humani Generis, Περὶ ὁρισμένων λανθασμένων ἀπόψεων ποὺ ἀπειλοῦν μὲ ὑπονόμευση τὰ θεμέλια τοῦ Καθολικοῦ Δόγματος (sections
29, 30, 32, and 34), δημοσιευμένη στὶς 12 Αὐγούστου 1950, καταδίκασε
κάποιες θεολογικὲς ἀπόψεις καὶ δογματικὲς θέσεις αὐτῶν τῶν θεολόγων, ὡς
ἔκφραση «νέο-μοντερνισμοῦ». Ἡ κατηγορία ἐναντίον αὐτῆς τῆς θεολογικῆς
κινήσεως ἢ «σχολῆς» εἶναι ὅτι ἀφ᾽ ἑνὸς ἀπέκλινε ἀπὸ τὸν Θωμισμὸ –
χρησιμοποιώντας τὴν σχετικιστικὴ ἱστορικὴ ἀνάλυση καὶ ἐπικαλούμενη
ἀξιώματα τῆς μοντέρνας φιλοσοφίας ὅπως ὁ θετικισμὸς ἢ ὑπαρξισμὸς – καὶ
ἀφ᾽ἑτέρου, ὅτι πολλοὶ ἀκαδημαϊκοὶ ἐκπρόσωποί της ἐξέφραζαν δογματικὲς
θέσεις δανειζόμενοι ἔννοιες τῆς μοντέρνας φιλοσοφίας (ὑπαρξισμός,
immanentism, ἰδεαλισμὸς).
[44] Ὁ John W. O’Malley γράφει στὸ βιβλίο του What Happened at Vatican II, πὼς ἀπὸ τὶς τρεῖς ἔννοιες μὲ τὶς ὁποῖες ἀναμετρήθηκε ἡ σύνοδος (aggiornamento, ἐξέλιξη, ressourcement),
ἡ «ressourcement ἦταν ἡ πιὸ παραδοσιακὴ παρ᾽ ὅτι, ἐν δυνάμει καὶ ἡ πιὸ
ριζοσπαστικὴ ὅλων. Ἐπιπλέον ἦταν ἡ πιὸ διαδεδομένη στὴν Σύνοδο».
O’Malley, John W., What Happened at Vatican II, ἔκδ. Harvard University Press, Cambridge, Mass. 2008, σ. 301.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο πρωτοπρεσβύτερος π. Πέτρος Heers (Χιρς) είναι
αμερικανικής καταγωγής, ανατραφείς σε οικογένεια αγγλικανού ιερέα στις
ΗΠΑ, ο οποίος μετεστράφη στην Ορθοδοξία μαζί με μεγάλο αριθμό ενορτών
του.
Ο
π. Πέτρος βαπτίστηκε Ορθόδοξος στην Ι. Μ. Αγ. Παύλου Αγ. Όρους, είναι
απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης και κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος στον
τομέα της Δογματικής.
Είναι
ιδρυτής και πρώτος επιμελητής του περιοδικού Divine Αscent, A Journal
of Orthodox Faith και συγγραφέας θεολογικών άρθρων. Συνέγραψε το βιβλίο
The Missionary of Modern Ecumenism : Milestone Leading up to 1920 και
μετέφρασε στα αγγλικά το «Βίος του Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, του
ιερομονάχου Ισαάκ.
Υπηρετεί
ως εφημέριος στην ενορία του Προφήτου Ηλιού Πετροκεράσων Χαλκιδικής της
Ι. Μητροπόλεως Ιερισσού. Έχει 4 παιδιά και περιμένει τη γέννηση του 5ου
παιδιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.