Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Ωραιότατο κείμενο. Καταδεικνύει αναντίρρητα τὴν προδοσία της Πίστεως. Αλλά μετά ταύτα τι;

Πηγή: "aktines"

π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος

«Εν τοις Πατριαρχείοις» … «Θρονική εορτή με τον Αγιώτατο» ή όταν το υπερφυές μυστήριο χρησιμοποιείται για να υπηρετήσει σκοπιμότητες …

       Για μια ακόμα φορά γίναμε μάρτυρες των όσων διεπράχθησαν στον Πατριαρχικό Ναό του Αγ. Γεωργίου στη Κωνσταντινούπολη κατά την εορτή του Αγ. Ανδρέου (29-30.11.2014).
   Το έργο αυτό το έχουμε ξαναδεί και απ’ ότι φαίνεται θα το βλέπουμε όλο και συχνότερα για να το συνηθίζουμε καλύτερα και έτσι αγάλια-αγάλια να προχωρήσουμε χωρίς αντιδράσεις και αμφισβητήσεις σε αποκατάσταση –όπως μας είπε ο Παναγιώτατος– της «πλήρους κοινωνίας» με την «πρωτόθρονη αδελφή εκκλησία της Ρώμης», την «προκαθημένη της αγάπης» - για να έχουμε και λίγο από Πατέρες.

 Το ότι διαφέρουμε και θα διαφέρουμε σε καίριας σημασίας ζητήματα πίστεως είναι μικρής και επουσιώδους, μάλλον, σημασίας. Το ότι κάποιοι Ορθόδοξοι αδελφοί μας σκανδαλίζονται δεν μας νοιάζει και πολύ. εύκολα τους βάζουμε την ταμπέλα του “φανατικού” και “φονταμενταλιστή” και “επαρχιώτη”, τους ειρωνευόμαστε και ησυχάζουμε.  άλλωστε στο έργο αυτό έχουμε συναντιλήπτορες τα ΜΜΕ και συμπαραστάτες τους κάθε λογής πολιτικούς, που αδιαμφισβήτητα ενδιαφέρονται για τη φροντίδα που καταβάλουν οι Βαρθολομαίος και Φραγκίσκος για την «αποκατάσταση του Ναού του Θεού, δηλ. της Εκκλησίας», όπως μας αποκάλυψε ο «αδελφός, επίσκοπος Ρώμης» Φραγκίσκος!
Δεν είναι στις προθέσεις μου να αναλύσω τα περί «πλήρους κοινωνίας» που ακούσαμε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ήδη το θεολογικότατο κείμενο «Νέα εκκλησιολογία του Πατριάρχου Βαρθολομαίου» (http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx)  επισημαίνει τις σοβαρότατες εκτροπές στην πίστη. Ποιος όμως αμφιβάλλει ότι η προσφώνησή του στον Πάπα το Σάββατο 29.11.14 στον Πατριαρχικό Ναό δεν αποτελεί πλήρη αποδοχή εκ μέρους του Πατριάρχου της «Περί Εκκλησίας» Δογματικής Διατάξεως και του «Περί Οικουμενισμού» Διατάγματος της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1962-65);  Άλλωστε ο «αδελφός» Φραγκίσκος προχωρώντας έτι πλέον διασάφησε τις σκέψεις του «αδελφού» του Βαρθολομαίου και ήταν εξαιρετικά αναλυτικός στην αναφορά του στο Διάταγμα «Περί Οικουμενισμού». Ως γνήσιος Ιησουίτης παρέλειψε, βέβαια, να μας μνημονεύσει και το άλλο Διάταγμα της ίδιας Συνόδου, το «Περί Ανατολικών (Ουνιτικών) Εκκλησιών». βέβαια, για όποιον προσέξει την προσλαλιά του είναι προφανές ότι ο Αγιώτατος το υπονοεί, και σε αυτό το μοντέλο προτείνει την ενότητα Παπικών-Ορθοδόξων. Άλλωστε στη συνοδεία του ήταν και ο κ. Leonardo Sandri, πρόεδρος της Επιτροπής επί των Ανατολικῶν (Ουνιτικών) Εκκλησιῶν…
Νομίζω μετά από αυτά, ότι οφείλει η Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αν και όποτε γίνει, κατόπιν εισηγήσεως της αρμοδίου εν Κωνσταντινουπόλει Γραμματείας να αναγνωρίσει τη Β΄ Βατικανή ως την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο των Ορθοδόξων! Και τούτο συνιστά πλέον αδήριτο ανάγκη, προκειμένου ορισμένοι μεγαλοσχήμονες Ορθόδοξοι να αποκτήσουν μια στοιχειώδη συνέπεια και εκκλησιολογική θεμελίωση, την οποία δεν μπορούν να έχουν στις  -ξεπερασμένες εκ των πραγμάτων-  επτά Οικουμενικές Συνόδους!
      Επειδή, όπως είπαμε, το «εν τοις Πατριαρχείοις» έργο “Θρονική εορτή με τον Αγιώτατο” έχει ξαναπαιχτεί με την ίδια ακριβώς σκηνοθεσία, ανατρέχω και εγώ στο αρχείο μου με αφορμή τα όσα συνέβησαν στον ίδιο τόπο το 2006. Έγραψα τότε:
«Η ανωτέρω πρακτική [αναφέρομαι στις συμπροσευχές] δεν ακολουθείται μόνο στα πλαίσια του ΠΣΕ. Γενικότερα «μία περίεργος περιφρόνησις της Θεολογίας
(και δη της Εκκλησιολογίας)»[i] και η ανάπτυξη μιας οικουμενιστικής «εκκλησιολογίας»[ii] με την οποία γίνεται προσπάθεια «θεολογικής» αιτιολογήσεως της αντικανονικής αυτής συμπεριφοράς, σε συνδυασμό με την  πρόταξη στην εκκλησιαστική ζωή μεθόδων και πρακτικών από το χώρο των δημοσίων σχέσεων έχει οδηγήσει σε πρακτικές οι οποίες βαθιά πίκρα αφήνουν στο Λαό του Θεού. Χαρακτηριστικά επ’ αυτού είναι τα όσα έγιναν στην τελευταία επίσκεψη του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, κατά την Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 30.11.2006. Δεν αναφέρομαι στις εκτός του Πατριαρχικού Ι. Ν. Αγ. Γεωργίου συναντήσεις και εκδηλώσεις (συνομιλίες, κοινό ανακοινωθέν, χαιρετισμός από τον εξώστη κοκ), αλλά στα όσα πραγματοποιήθηκαν εντός του Ναού που ξεπερνούν τα όρια απλής συμπροσευχής με ετερόδοξο:
§  Η υποδοχή του Ποντίφικα  με το «ευλογημένος ο ερχόμενος εν Ονόματι Κυρίου».
Μπορεί, αλήθεια, ένας αιρετικός ηγέτης να προσφωνείται με προσλαλιά που έχει συνδεθεί αποκλειστικά με το πρόσωπο του Κυρίου; 
§  Η προσφώνηση ως κανονικού Πάπα και Επισκόπου Ρώμης και η υπέρ αυτού δέηση[iii].
Ασφαλώς στη συνάντηση ο ηγέτης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας θα προσφωνηθεί ως «Πάπας και Επίσκοπος Ρώμης», ιδιότητες τις οποίες, κατά θεολογική ακρίβεια, δεν μπορεί να έχει, αφού είναι αιρετικός.[iv] Έτσι, και οι δύο τίτλοι «Πάπας Ρώμης» και «Επίσκοπος Ρώμης» χρησιμοποιούνται ως termini technici ή έστω ως προσλαλιά φιλοφροσύνης-αβροφροσύνης προς τον φιλοξενούμενο και κοινωνικός τρόπος εκφράσεως, χωρίς θεολογική και εκκλησιολογική σημασία. Με την ίδια έννοια χαρακτηρίζονται και οι ετερόδοξες κοινότητες ως «Εκκλησίες».  όχι κατά εκκλησιολογική ακρίβεια, διότι μία ήταν, είναι και θα είναι η Καθολική Εκκλησία.[v]  Υπάρχει στην παράδοση της Εκκλησίας μας παράλληλα με την ακρίβεια και η ευγένεια και η οικονομία: έτσι ο Άγ. Κύριλλος ενώ καταδικάζει με πολύ αυστηρές εκφράσεις το Νεστόριο για τις πλάνες του τον αποκαλεί «τίμιον», «τιμιώτατο», «ευλαβέστατον επίσκοπον», και τον προσφωνεί με τη φράση «η σή ευλάβεια» [vi].
Είναι όμως εντελώς διάφορο η εν ώρα Ακολουθίας εντός του Πατριαρχικού Ναού ψαλμωδία ύμνων και μνημόνευση ενός αιρετικού ως κανονικού Πάπα και Επισκόπου Ρώμης παράλληλα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ! Τα ανωτέρω μπορεί να χαρακτηριστούν ως αβροφροσύνη ή έχουμε έμμεση αναγνώριση της αιρέσεως ως εκκλησίας του Χριστού και του ηγέτου της ως κανονικού Αρχιερέως;  Όμως μία τέτοια αντίληψη δεν είναι ξένη στην παράδοση των Πατέρων και δεν ανατρέπει συνολικά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία;
§  Από την απλή συμπροσευχή στο συλλείτουργο.
Δυστυχώς όμως η συμπροσευχή στην Κωνσταντινούπολη δεν περιορίστηκε σε μία απλή δέηση, αλλά επεκτάθηκε και σε ατελή συλλειτουργία. Κατά την επίσημη Πατριαρχική και Συνοδική Θ. Λειτουργία  της Θρονικής εορτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου[vii], παραχωρήθηκε στον Πάπα η εκφώνηση της Κυριακής Προσευχής,[viii] τον θυμιάτισαν ως κανονικό Επίσκοπο,[ix] και κυρίως δέχθηκε από τον Πατριάρχη και ανταπέδωσε το λειτουργικό ασπασμό[x] προ της Αγίας Αναφοράς, πράξεις που μόνο σε συλλειτουργούντες Ιερείς και Αρχιερείς επιτρέπονται! Μόνο στο Ι. Βήμα δεν εισήλθε – ακόμα! Του προσφέρθηκε μάλιστα και ο άμβωνας και έδραξε την ευκαιρία να διακηρύξει το παπικό πρωτείο μέσα στον Πατριαρχικό Ναό!  
Ας μας επιτραπεί όμως να εκφράσουμε κάποια  ερωτήματα:
§  Όταν ιερουργούντος του Οικουμενικού Πατριάρχου, ένας κληρικός (Ιερέας, Επίσκοπος, ή ακόμα και προκαθήμενος Αυτοκεφάλου Εκκλησίας) δεν λειτουργεί, αλλά  συμπροσεύχεται στο Ι. Βήμα, ο ιερουργών Οικουμενικός Πατριάρχης θα ανταλλάξει το λειτουργικό ασπασμό με αυτόν;  Ασφαλώς όχι σύμφωνα με τις λειτουργικές διατάξεις, διότι λειτουργικός ασπασμός νοείται μόνο μεταξύ των συλλειτουργών! Πώς τότε δίδεται ασπασμός με τον Πάπα; είναι συλλειτουργών τω Πατριάρχη ο Πάπας; 
§  Επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε το λειτουργικό ασπασμό – την ύψιστη στιγμή της φανερώσεως της ενότητος εν τη αληθεία και τη αγάπη – διαφορετικά από ότι έχει καθορίσει η λειτουργική μας παράδοση[xi] (πχ να τον υποβιβάζουμε σε πράξη κοινωνικής αβροφροσύνης και αναστροφής, στη σφαίρα του συναισθήματος ή της εκκλησιαστικής πολιτικής);               
§  Ο λειτουργικός ασπασμός είναι αυτόνομη πράξη ή το προαπαιτούμενο ώστε «εν ομονοία ομολογήσωμεν» το Τριαδικό Δόγμα, τη Θεολογία όπως διατυπώθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως;  Όταν δεν υπάρχει η ομολογία κοινής πίστεως -αφού δεν υπάρχει κοινή Θεολογία- τι εξυπηρετεί ο λειτουργικός ασπασμός  Ορθοδόξου Αρχιερέως και αιρετικού Ηγέτου;
§  Από πότε ένας αιρετικός μπορεί να προσεύχεται εν τη Λατρεία ως κανονικός Ορθόδοξος Χριστιανός;
§  Είναι δυνατόν ένας αιρετικός και μάλιστα ηγέτης αιρέσεως να εκπροσωπεί τον ορθόδοξο λαό εν τη Θ. Λατρεία απαγγέλλοντας ως Προεστώς την Κυριακή Προσευχή εξ ονόματος του πληρώματος της Εκκλησίας μας;
§  Για να απαγγείλουμε την Κυριακή προσευχή δεν πρέπει να υπάρχει η «ενότητα της πίστεως»; Υπάρχει τέτοια ενότητα με τον Πάπα;
§  Το «Πάτερ ημών» είναι η κύρια προσευχή προετοιμασίας του λαού για «τον επιούσιον άρτον» της Θ. Ευχαριστίας[xii]. μπορεί να προσεύχεται μέσα στη Θ. Λειτουργία που τελούν Ορθόδοξοι «δός ημίν σήμερον» τούτον τον «Άρτον» κάποιος (ο Πάπας), στον οποίο απαγορεύεται ρητά η μετάδοση της Θ. Ευχαριστίας; Τι νόημα έχει μια τέτοια προσευχή;
§  Αφού ο Πάπας δεν παρίστατο απλώς, αλλά συμμετείχε ενεργώς στη Θ. Λειτουργία, γιατί τελικά δεν κοινώνησε; ίσως κάποιος απαντήσει ότι δεν επιτρέπεται από την τάξη της Εκκλησίας μας, αφού είναι ετερόδοξος ! Γιατί, τα άλλα που έκανε επιτρέπονταν; Ποια κανονική διάταξη, ποιος Άγιος της Εκκλησίας μας επιτρέπει σε αιρετικό εν ώρα Θ. Λειτουργίας να λέει το «Πάτερ ημών», να θυμιατίζεται ως λειτουργών, να ανταλλάσσει λειτουργικό ασπασμό κοκ και του απαγορεύει να κοινωνεί; 
§  Πώς συμβιβάζονται τα ανωτέρω με τη σαφή θέση του Οικουμενικού μας Πατριάρχου ότι «δεν είναι αποδεκτή η κοινωνία στα μυστήρια, πριν την επιτυχία πλήρους ενότητος στην πίστη … Ο βηματισμός προς την ενότητα μέσω της μυστηριακής κοινωνίας είναι ένα βήμα προς τα πίσω... Η μυστηριακή κοινωνία χωρίς την ενότητα της πίστεως ομοιάζει με τραπεζογραμμάτια χωρίς αντίκρισμα σε χρυσό»[xiii]; Ή μήπως ως «κοινωνία στα μυστήρια» νοείται μόνο η στιγμή της Θ. Μεταλήψεως και όχι ολόκληρη η Θ. Λειτουργία των πιστών[xiv]; Είναι επιτρεπτή θεολογικά τέτοια κατάτμηση της Θ. Λειτουργίας;
§  Τι να πούμε για την παραχώρηση του άμβωνος στον αρχηγό της αιρέσεως για να κηρύξει στο εκκλησίασμα; Μπορούμε ως Ορθόδοξοι να μείνουμε αδιάφοροι, να μην ανησυχούμε ή να μην οργιζόμαστε, όταν μέσα στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό κηρύσσει ο Πάπας γυμνή τη κεφαλή το παπικό πρωτείο ;  Από το βήμα των Αγίων  Αλεξάνδρου, Γρηγορίου, Χρυσοστόμου, Φωτίου, Φιλοθέου να διακηρύσσεται η πλάνη !  Δεν είναι βεβήλωση αυτό;
§  Τελικά, δεν επιβάλλεται να ερωτηθεί με όλο το σεβασμό μας ο Προεστώς εκείνης της Θ. Λειτουργίας σε ποια εκκλησιαστική διάταξη θεμελιώνεται η  πρακτική να παραχωρείται σε ένα αιρετικό -κατά την ομόφωνη γνώμη Αγίων και Συνόδων- η δυνατότητα της ενεργούς συμμετοχής στην Ορθόδοξη Θ. Λειτουργία, όταν όλη η Παράδοση της Εκκλησίας μας, όλοι οι Πατέρες, όλες οι τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι –χωρίς καμία εξαίρεση–  είναι απολύτως κατηγορηματικοί και το απαγορεύουν ρητά επισείοντας μάλιστα αυστηρές κανονικές ποινές; 
Μήπως τα ανωτέρω μπορούν να γίνουν ανεκτά και να δικαιολογηθούν ως «επιδεικνυομένη ευγενής συμπεριφορά ή τυπικές τινές εκδηλώσεις εν ώρα λατρείας»[xv];
Μήπως όμως μπορεί να δικαιολογηθούν ως κατ’ οικονομία γενόμενα ; Μήπως κατ’ οικονομία επιτρέπεται το ατελές, έστω, συλλείτουργο Πάπα– ατριάρχη; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά  ΟΧΙ !  Ποτέ, πουθενά και κανένας Άγιος δεν επιτρέπει σε κατεγνωσμένο αιρετικό και μάλιστα ηγέτη της αιρέσεως[xvi] – εμμένοντα εν τη αιρέσει – να συμμετέχει ενεργά στη Θ. Λειτουργία !
Επιπλέον δε, ποια αδήριτος ανάγκη επέβαλε το «συλλείτουργο» με τον Ποντίφικα ; Ποίου «μείζονος  ένεκα  κατορθώματος»[xvii] το οποίο δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με άλλο τρόπο περιφρονήθηκε η τάξη της Εκκλησίας; ποια επί τέλους ωφέλεια θα μπορούσε να προέλθει για την Εκκλησία που θα δικαιολογούσε την συμπροσευχή με τον Πάπα ; Καμία λοιπόν προϋπόθεση εφαρμογής της οικονομίας δεν υφίσταται που να δικαιολογεί την ενεργό συμμετοχή του Ποντίφικα  στην Ορθόδοξη Λατρεία!
Άλλωστε και ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος είναι σαφής αναφερόμενος στην «ευχαριστηριακή κοινωνία» με ετεροδόξους: «Το όλον θέμα είναι κατ’ ουσίαν εκκλησιολογικόν, θα ήτο δε σκόπιμον και επωφελές διά τον οικουμενικόν διάλογον να τονισθεί απεριφράστως… ότι η υπό τινών επιδιωκομένη ευχαριστηριακή κοινωνία μεταξύ Ορθοδόξων και μη, υφισταμένου εισέτι του σχίσματος, δεν είναι δυνατόν ουδέ κατ’ οικονομίαν να γίνη δεκτή υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας».[xviii] Και ασφαλώς η «ευχαριστηριακή κοινωνία» δεν άρχεται από το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» και περατούται στο «σώσον ο Θεός τον λαόν σου»…
Συνεπώς δεν είναι υπερβολή να εφαρμόσουμε και στην περίπτωση της συμπροσευχής Πατριάρχη-Πάπα τα λόγια του Αγ. Θεοδώρου Στουδίτου «ουκέτι, σύγγνωθι, οικονομίας τρόπος, αλλά παρανομίας και παραβάσεως των θείων κανόνων όφλημα»,[xix] ή προσαρμόζοντας στα σημερινά δεδομένα να επαναλάβουμε μαζί με τους Αγιορείτες μοναχούς :  «Αλλ’ ως οικονομίαν τούτο ποιήσωμεν ; Και πώς δεχθήσεται οικονομία τα θεία βεβηλούσα…; Και τι αν είη εκ ταύτης της οικονομίας ζημειωδέστερον; Αύτη κοινωνία αυτών εστί πρόδηλος και ενί του παντός αγαθού έκπτωσις και ανατροπή. Ο γαρ αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτού υπόκειται εγκλήμασιν . και ο ακοινωνήτοις κοινωνών, ακοινώνητος εστίν, ως συγχέων τον κανόνα της Εκκλησίας».[xx]
Την ανωτέρω ανησυχία δεν προκαλούν κάποιοι «πείσμονες ψευδαδελφοί, συγκροτοῦντες ὁμάδας φανατικῶν ὑποστηρικτῶν τῶν δῆθεν “θεσμίων”, δέσμιοι ἐν πολλοῖς μιᾶς θρησκευτικῆς ἀπιστίας, ἑνός νεομανιχαϊστικοῦ φονταμενταλισμοῦ, μιᾶς προβολικῆς μεταφυσικῆς ἐνοχῆς, ἑνός ἔργου εὐκόλου διά νά ζοῦν δίκην σεκτῶν οἱ μεταπράται τῆς “καθαρᾶς θρησκείας»[xxi]. (Τι θλιβερό να εκστομίζονται τέτοιοι χαρακτηρισμοί από Ορθόδοξο Ιεράρχη ενώπιον του Πατριάρχου, των αντιπροσωπειών των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και των ετεροδόξων στη Θρονική Εορτή του Πατριαρχείου συλλήβδην εναντίον όλων όσων πιστών διατηρούν κάποιες – μικρές ή μεγάλες – επιφυλάξεις για τους διαλόγους !). Αντιθέτως, θιασώτες των διαχριστιανικών διαλόγων και της οικουμενικής κινήσεως ανησυχούν και καταγγέλλουν τις πρακτικές αυτές ως στερούμενες οποιασδήποτε θεολογικής θεμελιώσεως που εν τέλει υπονομεύουν τον ίδιο το Θεολογικό Διάλογο. Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός (Χαρκιανάκης), Ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου – επί εικοσαετία συμπρόεδρος στον Επίσημο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς – αναφέρεται σε ομιλία του την 10.5.1985  σε «λάθη τραγικά» που έχουν γίνει σχετικά: «Πρωτίστως επεκράτησε μια υπερβάλλουσα φιλία προς την Ρώμη, η οποία εξεδηλώθη κατά τρόπους ανευθύνους και μη ελεγχομένους απολύτως θεολογικώς … Πολλοί ατυχώς ιεράρχες … σπεύδουν να ασπασθούν αλλήλους στην ιερώτερη στιγμή της Θείας Ευχαριστίας, όταν λέμε «αγαπήσωμεν αλλήλους…». Αυτή είναι η στιγμή κατά την οποία εκφράζουμε την υψίστη και βαθυτάτη ενότητα μόνον των συλλειτουργούντων. Οι λειτουργοί δεν έχουν το δικαίωμα να ασπασθούν μήτε τους ομοδόξους ιεράρχες και λοιπούς κληρικούς που βρίσκονται στο ιερό Βήμα. Και όμως υπάρχουν ορθόδοξοι ιεράρχες – δεν χρειάζεται να πω ονόματα – οι οποίοι καλοπροαίρετα, χωρίς όμως να έχουν συνείδηση του πόσο βαρειά θεολογική ευθύνη φέρουν την στιγμή εκείνη, ασπάζονται τους ετεροδόξους κληρικούς, ενώ δεν υπάρχει αντίκρισμα, είναι ανανταπόδοτο, γιατί δεν θα κοινωνήσουν από το κοινό ποτήριο. Γιατί, λοιπόν, τους ασπάζονται; … Ένα άλλο λάθος όχι ολιγώτερο τραγικό είναι ότι, στην προσπάθειά μας να είμαστε φιλόφρονες προς αλλήλους, πολλές φορές ορθόδοξοι ιεράρχαι ονομάζουν ατυχώς τον Πάπα «πρώτο επίσκοπον της Χριστιανωσύνης». Άλλο θεολογικό ψεύδος και αυτό. Ο Πάπας … σ’ ένα διηρημένο Χριστιανισμό, δεν είναι πρώτος μεταξύ ίσων, ούτε καν ίσος μεταξύ ίσων! Ο Πάπας θα πάει μετά τον τελευταίο Ορθόδοξο Επίσκοπο, εφ’ όσον είναι ο σημερινός εν σχίσματι και εν αιρέσει. Αυτά είναι τόσο αυτονόητα, που περιττεύει να τα πει κανείς… «Προκαθημένη της αγάπης» δεν μπορεί κατά την Ορθόδοξον Θεολογίαν να αποκληθεί η Ρωμαϊκή Έδρα ως έχει. Αυτά όταν λέγονται, είναι ανεύθυνα λόγια. Και δυστυχώς δημιουργούν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς να έχουμε απολύτως κανένα κέρδος. Έτσι δίνουμε την εντύπωση ότι σπεύδουμε να κάνουμε μία Intercommunio, μια μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους … Με το να προσφωνούμε τον Πάπα ή την Ρώμη με πατερικούς, όπως είπα, τίτλους, μεστούς γνωστού περιεχομένου, κάνουμε μόνο ζημιά και αντιθέτως δεν βοηθούμε καθόλου τον διάλογο.  Απλούστατα,  είναι ένα ψεύδος να κάνουμε τέτοιες προσφωνήσεις,  ένα ψεύδος θεολογικό».[xxii]
Στη συνάφεια αυτή μνημονεύουμε την ιδιαίτερα σημαντική προσφώνηση τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Ξηροποτάμου Ἀρχιμανδρίτου κ. Ἰωσήφ κατά την επίσκεψη του Πατριάρχου Βαρθολομαίου στην Ἱερὰ Μονὴ, την 21-8-2008. Είπε μεταξύ άλλων ο Καθηγούμενος με τον προσήκοντα σεβασμό αλλά και με εξαιρετική σαφήνεια: «Ἐνταῦθα, Παναγιώτατε, ἐπιτρέψατε εἰς ἡμᾶς τὰ τέκνα σας, ὡς υἱικὴν παρρησίαν πρὸς Ὑμᾶς κεκτημένους, νὰ ἀναφερθῶμεν καὶ εἰς δύο θέματα τὰ ὁποῖα συνέχουν τὰς καρδίας μας καὶ σκανδαλίζουν τὰς μοναχικὰς συνειδήσεις μας, ἀλλὰ καὶ τὰς συνειδήσεις πάρα πολλῶν εὐσεβῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς πλησιάζουν. Τὸ πρῶτον εἶναι ἡ συνεχιζομένη παρὰ τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος δι᾿ ἐπι­σή­μων λόγων καὶ συμπροσευχῶν ἐπ᾿ ἐκκλησίας καὶ τηλοψίας ἀναγνώρισις τῶν ἐκ­προσώπων τοῦ ἐντελῶς ἐκκοσμικευμένου πλέον καὶ μὴ διορθουμένου συγ­χρό­νου Παπισμοῦ... Παναγιώτατε, ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου παρακαλοῦμεν Ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ ταπεινοὶ καὶ ἀνάξιοι· «Μηδὲν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχεσθε»[xxiii]. Ὡς προσφάτως, ἀλλὰ καὶ παλαιότερον, τὸ Ἅγιον Ὄρος σᾶς ὡμο­λόγησεν καὶ διεβεβαίωσεν, καὶ ἡμεῖς οἱ ἐλάχιστοι Ξηροποταμηνοὶ μοναχοὶ ὁμοῦ μετὰ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τοῦ συμμεριζομένου τὰς ἀνησυχίας μας «μένομεν πιστοὶ εἰς τὴν Πίστιν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐξ ἀγάπης καὶ πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικῶς βοηθοῦνται, ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι διὰ συνεποῦς Ὀρθοδόξου στάσεως τοὺς ὑποδεικνύουν τὸ μέγεθος τῆς πνευματικῆς ἀσθενείας των καὶ τὸν τρόπον τῆς θεραπείας των»[xxiv]. Παρακαλοῦμεν δὲ ἐμπόνως καὶ εὐλαβῶς ὅπως εἰς τὸ ἑξῆς «ὁ θεολογικὸς διάλογος οὐδόλως συνοδεύηται ἀπὸ συμ­προσευχάς, συμμετοχὰς εἰς τὰς λειτουργικὰς καὶ λατρευτικὰς συνάξεις ἑκα­τέρων καὶ λοιπὰς ἐνεργείας, αἱ ὁποῖαι ἐνδέχεται νὰ δώσουν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἡ ἡμετέρα Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὡς πλήρη Ἐκκλη­σίαν καὶ τὸν Πάπαν ὡς κανονικὸν Ἐπίσκοπον Ρώμης. Τοιαῦται ἐνέργειαι παραπλα­νοῦν καὶ τὸ Ὀρθόδοξον πλήρωμα καὶ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, δίδοντες εἰς αὐτοὺς τὴν ἐσφαλμένην ἐντύπωσιν περὶ τοῦ τί φρονεῖ περὶ αὐτῶν ἡ Ὀρθοδοξία..[xxv].  Ἐπειδὴ δὲ δὲν δυνάμεθα παρὰ νὰ πιστεύωμεν ὅτι ἔχομεν «τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως» μετὰ τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος, «κατὰ τὸ γεγραμμέ­νον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα», οὕτω «καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν»…. Ἐν τῇ Ὑμετέρᾳ πατρικῇ ἀγάπῃ συγχωρήσατε εἰς ἡμᾶς τὴν ὁμολογιακὴν ταύτην παρέκβασιν καὶ ἐμβλέψατε εἰς τὰ πρόσωπα τῆς ταπεινῆς ἡμῶν ἀδελφό­τητος, τὰ ὁποῖα ἀτενίζουν εἰς Ὑμᾶς μετὰ πολλοῦ σεβασμοῦ»[xxvi]. Στην ανταπάντησή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης όχι μόνο δεν θεώρησε υπερβολικές τις ανησυχίες και προερχόμενες από κακόβουλη διάθεση, αλλά επαίνεσε τον Καθηγούμενο για τους λόγους του και την ανησυχία του και τον «καθησχασε» : «επαινούμεν την ευαισθησία σας, επαινούμεν πατρικώς την φιλαλήθειαν και την ειλικρίνειάν σας και σας καθησυχάζομεν επαναλαμβάνοντες επιγραμματικώς ότι έχουσιν γνώσιν οι φύλακες».[xxvii] Ασφαλώς θα ήταν προτιμότερο να μην χρειάζονταν τέτοιου είδους «πατριαρχικές» διαβεβιώσεις για να μας «καθησυχάζουν». Ποιος ευθύνεται που ένα τμήμα του Ορθοδόξου λαού ανησυχεί για τους «φύλακες», διατηρεί σοβαρότατες επιφυλάξεις για κάποιες ενέργειές τους ; Είναι άμοιροι ευθυνών οι «φύλακες» για την κατάσταση αυτή ;»
(Απόσπασμα από το Α. Γκοτσόπουλος, Η συμπροσευχή με αιρετικούς, έκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 20092, σ. 112-124).
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
6945-377621, agotsopo@gmail.com
ΥΓ : Ίσως θεωρήσουν κάποιοι ότι ναι μεν έχω δίκιο αλλά ο λόγος μου είναι ιδιαίτερα “σκληρός” και “ασεβής”. Όμως θα τους παρακαλούσα μαζί με την επισήμανση για τη “σκληρότητα” και το “ασεβές” του λόγου μου να μου παρουσιάσουν και τη δική τους ευπρεπή και πλήρη σεβασμού διαμαρτυρία για όσα εκκλησιολογικώς και κανονικώς απαράδεκτα συνέβησαν και πάλι στην Κωνσταντινούπολη το διήμερο 29-30 Νοεμβρίου 2014. 


[i] Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, «Περί την κακοδαιμονίαν του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νέα σειρά, 13 (2003), σ. 34. βλ. και Γ. Δ. Μεταλληνού, «Αιρέσεις, Οικουμενισμός: Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον», στη διαδικτυακή τοποθεσία :   http://www.oodegr.com/oode/oikoymen/proswp1.htm
[ii]  Λόγου χάριν η θεωρία των κλάδων (Churchbranch Theory), της vestigia Ecclesia του Τετραπλεύρου του  Lambeth, της αρχής της περιεκτικότητος (comprehensiveness), περί των αυλών του Κυρίου, «περί του φωτός και της χαράς του οίκου του Κυρίου», «των δύο πνευμόνων»  βλ. εν Φούγιας, Οικονομία, σ.σ. 27-28, 88-89, 91-92 και  Καθηγητών, Υπόμνημα,  σ. 8, Σημάτη, Πατερική στάση, σ. 253.
[iii]   στη διαδικτυακή τοποθεσία : http://papalvisit.ecupatriarchate.org/media/pope_arrival_2006.php?f=windows&p=2
[iv]  Η θεολογική ακρίβεια έχει εκφραστεί με σαφήνεια στην υπό τον Αλέξιο Στουδίτη Σύνοδο του 1030: «Από γε του νυν και εν αγίω προς τας απανταχού Εκκλησίας διαταττόμεθα Πνεύματι, ώστε τους λαχόντας Εκκλησιών προεστάναι θεοφιλεστάτους Αρχιερείς αγρύπνως τας επιβαλούσας αυτοίς ενορίας περισκοπείν και πάση δυνάμει τους αρχηγούς των αιρέσεων ως λύκους θρασείς αποκρούεσθαι, ους τη κακοδοξία… των λοιπών αιρεσιαρχών ανενδότως εμμένοντας ούτε τω του επισκόπου καλείσθαι όλως ονόματι ανεχόμεθα, ούτε τινά αιρεσιάρχην πρώτον  τούτοις επιφημίζεσθαι ή χειροτονείν εξείναι ή άλλο τι ιερατικών αναξίων διενεργείν», στο Κοτσώνη, intercommunio, σ. 201.
[v]  Σύμφωνα με τον Α΄ Κανόνα της εν Καρχηδόνι Συνόδου «παρά δε τοις αιρετικοίς, όπου εκκλησία ουκ έστιν … ου δύναται ο αιρετικός, ο μήτε θυσιαστήριον έχων, μήτε Εκκλησίαν». Ο δομινικανός θεολόγος Υ. Congar ερμηνεύοντας την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία αναφέρει : «Η χριστιανική αρχαιότητα αρνήθηκε πάντοτε να δώσει το όνομα της Εκκλησίας στα σώματα που είχαν αποσπαστεί από τη μοναδική ορατή Εκκλησία, η οποία ήταν η «καθολική» Εκκλησία, δηλαδή η αληθινή και ορθόδοξη. Τους ήταν αδιανόητο ότι μπορούσε να υπάρξει Εκκλησία χωρίς τις ιδιότητες της  Εκκλησίας, τις όποιες απέδωσε το σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως: μία, αγία, καθολική και αποστολική. Γι’ αυτό ονόμαζαν τις αποκομμένες από την ενότητα κοινότητες με διάφορα ονόματα, αποκλείοντας το όνομα της Εκκλησίας, εκτός κι αν το χρησιμοποιούσαν με την εμπειρική έννοια του της συναθροίσεως...», στο Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, μτφρ. Σ. Κούτσας,  εκδ. Ακρίτας (Αθήνα 19932), σ. 134.  Κατά τον S.L. Greenslade, σύμφωνα με την ομόφωνη διδασκαλία των Πατέρων, που στηρίζεται στην Καινή Διαθήκη, η Εκκλησία όχι μόνο «όφειλε να είναι μία, αλλά είναι μία και δεν μπορεί να είναι παρά μία. Η ενότητα αυτή ήταν (γι’ αυτούς) μία ιδιότητα της ορατής Εκκλησίας και η ορατή Εκκλησία γινόταν κατανοητή ως μία και μόνη οργανική οικοδομή, μια κοινωνία. Σύμφωνα μ’ αυτούς (τους Πατέρες), οι διαιρέσεις, οι διακοπές κοινωνίας, δεν καλύπτονταν ούτε κυριαρχούνταν από μια πνευματική και αόρατη ενότητα, και διάφορες ονομασίες δεν μπορούσαν να σχηματίσουν μια μόνο Εκκλησία. Δεν υπήρχε παρά μια ορατή  Εκκλησία σε μια και μόνο κοινωνία. Τα αποκομμένα σώματα από αυτή την κοινωνία ήταν έξω από την Εκκλησία» στο Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, μτφρ. Σ. Κούτσας, εκδ. Ακρίτας  (Αθήνα 19932), σ.σ. 140-141. 
[vi]   PG 77, 132DPG 77, 133CPG 77,  81B, 96A, 97A, 105C, 104A, 124B, 125D,   PG 77, 105C                                               
[vii]   στη διαδικτυακή τοποθεσία:  http://papalvisit.ecupatriarchate.org/media/divine_liturgy_2006.php?f=windows&p=2
[viii]   αυτόθι,  χρονική ένδειξη: 1:47:30
[ix]   αυτόθι,  χρονική ένδειξη: 0:36:44
[x]   αυτόθι,  χρονική ένδειξη: 1:24:55
[xi] Ο Αγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει σχετικά : «Μη υπολάβης το φίλημα εκείνο σύνηθες είναι τοις επ’ αγοράς γινομένοις υπό των κοινών φίλων. Ουκ έστιν τοίνυν τοιούτον το φίλημα» (PG 33, 1112A). «Ανάμεσα στους ευχαριστιακούς συμβολισμούς, το ιδιαίτερο σημάδι της συμφιλίωσης πριν από τη μετάληψη της θείας Ευχαριστίας και δείγμα σωστών αδελφικών σχέσεων είναι η τελετουργία του ασπασμού της ειρήνης, η οποία ανάγεται  ως τα χρόνια της Καινής Διαθήκης. Ο ασπασμός δεν ήταν καθόλου συμβολικός ή εικονικός, αλλά η ζωντανή έκφραση, η ιερή πράξη της ίδιας της αγάπης» (Σ. Τσομπανίδου, Λειτουργία μετά τη Λειτουργία : Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στην κοινή Χριστιανική μαρτυρία για δικαιοσύνη, ειρήνη και ακεραιότητα της δημιουργίας (Θεσσαλονίκη 1996), σ. 180-181).
[xii] Κυρίλλου Ιεροσολύμων, PG 33, 1120B, Γ. Παρασκευοπούλου, Ερμηνευτική επιστασία επί της Θ. Λειτουργίας (Πάτρα 20052), σ. 441, Π. Ευδοκίμωφ, Η προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, Η βυζαντινή λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου,  μτφρ. Μ. Παπαζάχου-Δ. Τζέρπος,  εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα  19822, σ. 187 
[xiii]  Bartholomeos, Oikonomia,   σ. 48
[xiv] «κυρίως η θεία λειτουργία μετά την του Αγ. Ευαγγελίου ανάγνωσιν γίνεται … μετά δε το Ευαγγέλιον άρχεται η τελετή της λειτουργίας της υπεραχράντου θυσίας» κατά τον Θ. Βαλσαμώνα (PG 137, 1281D).
[xv] Βαρθολομαίου Κωνσταντινουπόλεως, Ὁμιλία κατά τήν ἐπί τῇ ὑποδοχῇ Αὐτοῦ Δοξολογίαν εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τοῦ Πρωτάτου (21/08/2008), στη διαδικτυακή τοποθεσία: http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=976&tla=gr  και  Παρακαταθήκη, 61 (2008), σ. 7.
[xvi] «Εχθροί δε του Θεού, πρώτως μεν και κυρίως οι ακάθαρτοι δαίμονες . δεύτεροι δε μετ’ εκείνους, οι τε την ειδωλολατρίαν πρεσβεύοντες και οι των αιρέσεων αρχηγοί» (Ι. Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις τον ρλη΄ Ψαλμόν,  PG 55, ;;;;;;  417 ;;;;;)
[xvii]  Κατά τον Αγ. Κύριλλο Αλεξανδρείας, PG 77, 320.
[xviii]  Επίσκεψις, 50 (1972), σ.σ. 7-8 και Bartholomeos, Oikonomia, σ. 48
[xix]  Θεοδώρου Στουδίτου, Θεοκτίστω Μαγίστρω,  PG 99, 984,  αναλυτικότερα βλ. Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 40.
[xx] Επιστολή Αγιορειτών Μοναχών προς Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγον αναφορικά με την ένωση της Λυώνος (1439), στο Καθηγητών, Υπόμνημα, σ. 19-20.
[xxi]  Θεοκλήτου, Μητρ. Ιωαννίνων, Ομιλία ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ἐπί τῇ Θρονικῇ Ἑορτῇ (30/11/2007),  στη διαδικτυακή τοποθεσία :  www.ec-patr.org/docdisplay.php? Lang=gr&id=843&tla=gr.
[xxii]  Στυλιανού, Αρχιεπ. Αυστραλίας,  «Ο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Θεολογικός Διάλογος, Προβλήματα και προοπτικές», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  29 (1986-1989), σ.σ. 22-24.
[xxiii] Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολήν, Ὁμιλία Β´, ΡG 62,191.
[xxiv]  Ἱερᾶς Ἐκτάκτου Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω,  «Περὶ τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν», 9 (1980),   Κοινωνία,  23,2 (1980),  σ.σ. 126-127.
[xxv]  Ἱερᾶς Ἐκτάκτου Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω,  «Περὶ τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν», 9 (1980),   Κοινωνία,  23,2 (1980),  σ.σ. 126-127.
[xxvi]  Παρακαταθήκη, 61 (2008), σ. 4.
[xxvii]  Παρακαταθήκη, 61 (2008), σ.  7.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.