Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ο Ἀπόστολος Παῦλος ἐξαγγέλει ὅτι ἡ γυναίκα «ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇ· διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ᾽ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ» (Α´ Τιμ. 2, 11)
Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν, Δρος Θεολογίας
Ὅπως
γνωρίζουμε ὅλοι, ὁ Χριστιανισμὸς ἀνύψωσε τὴν γυναίκα καὶ ἐξίσωσε τὰ δύο
φύλα. Ὀντολογικά, θεολογικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ γκρεμίσθηκε ὁ μεσότοιχος ποὺ
χώριζε τὰ δύο φύλα: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. 3, 28), διατρανώνει ὁ
Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος. Καὶ τοῦτο γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν
σώζεται ὡς φύλο, ἀλλὰ ὡς πρόσωπο.
Μέσα στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ὁ ἄνδρας
κινεῖται ὡς κεφαλή, ὅπως χαρακτηρίζεται καὶ στὴν Ἁγία Γραφή (Α´ Κορ.
11, 3), ἐνῶ ἡ γυναίκα λειτουργεῖ ὡς καρδία. Ὁ Ὅσιος Μάξιμος τὸ
προσδιορίζει μὲ σαφήνεια: «Ἀνήρ ἐστιν ὁ τῆς φυσικῆς ἐν πνεύματι θεωρίας
ἐπιμελούμενος νοῦς […] γυνὴ δὲ τοῦ τοιούτου νοός ἐστιν ἡ σύνοικος
αἴσθησις» (Πρὸς Θαλάσσιον, 25, PG 90, 332A). Ὁ ἐγκέφαλος διαθέτει
τὴν λογική, τὴν κρίση, τὴν σκέψη. Ἡ καρδία διαθέτει τὸ συναίσθημα, τὴν
ἀγάπη, τὸ μυστήριο. Ἂν ποτὲ ἤθελε ὁ ἐγκέφαλος –στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό–
νὰ γίνη κι αὐτὸς καρδία ἢ ἡ καρδία νὰ γίνη καὶ αὐτὴ ἐγκέφαλος, τὸ
ἀποτέλεσμα θὰ ἦταν νὰ μεταβληθῆ ὁ ὀργανισμὸς αὐτὸς σὲ ἕνα τέρας.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πιστεύουμε
ἀκραδάντως ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ γυναίκα – καρδία ἠθέλησε
παντοιοτρόπως νὰ γίνη κι αὐτὴ ἐγκέφαλος–ἄνδρας, ἄρχισε νὰ
διαταράσσεται ὁ ὀργανισμὸς τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καὶ νὰ μεταβάλλεται
σὲ τερατῶδες μόρφωμα μὲ τὰ ἀλλοπρόσαλλα ἀποτελέσματα ποὺ ὅλοι γευόμαστε.
Ἔφθασε στὸ σημεῖο ἡ γυναίκα νὰ ἐπιζητῆ νὰ ἱερωθῆ, νὰ
εἰσέρχεται στὸ Πανάγιο Θυσιαστήριο, νὰ ἀνέρχεται στὸ ἀναλόγιο τοῦ
Ἱεροψάλτου, νὰ λαμβάνη τὴν θέση τοῦ Ἐπιτρόπου στὰ Ἐνοριακὰ Ἐκκλησιαστικὰ
Συμβούλια.
Στὶς ἀρχές, βεβαίως, τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς οἱ γυναῖκες ἐλάμβαναν μέρος σὲ διακονήματα
ἐκκλησιαστικά, ὅμως μετέπειτα ἐξέλιπε κι αὐτὴ ἡ διακονία τους.
Ἄλλωστε
ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος ἔχει ἀποφανθῆ: «Ὡς ἐν πάσαις ταῖς
ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων, αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν· οὐ
γὰρ ἐπιτρέπεται αὐταῖς λαλεῖν […] αἰσχρὸν γάρ ἐστι γυναιξὶν ἐν
ἐκκλησίαις λαλεῖν» (Α´ Κορ. 14, 34-36). Ἂς τὸ ἀκούουν αὐτὸ οἱ Ἱερεῖς, οἱ
ὁποῖοι ἐπιτρέπουν στοὺς ἱεροψάλτες νὰ ἀναβιβάζουν γυναῖκες στὸ ἀναλόγιο
καὶ νὰ συμψάλλουν μετ᾽ αὐτῶν.
Ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος ἐπεξηγεῖ ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται στὴν γυναίκα νὰ προκάθεται καὶ
νὰ ἄρχη τῶν ἀνδρῶν. Ἂν θέλη νὰ παραινέση καὶ νὰ καθοδηγήση κάποιον –ὅπως
ἔχομε πολλὰ τέτοια παραδείγματα στὴν Ἁγία Γραφή– αὐτὸ νὰ γίνεται
ἰδιωτικῶς, «ἐν τῇ οἰκίᾳ», καὶ ὄχι δημοσίᾳ «ἐν ἐκκλησίαις»: «Ἀνδράσι μὲν
γὰρ ἐπιτέτραπται διδάσκειν ἄνωθεν καὶ ἄνδρας καὶ γυναῖκας· γυναιξὶ δὲ
τὸν μὲν παραινετικὸν ἐπιτρέπει λόγον ἐπ᾽ οἰκίας, οὐδαμοῦ δὲ προκαθῆσθαι
συγχωρεῖ, οὐδὲ μακρὸν ἀποτείνειν λόγον ἀφίησι» (PG 62, 683).
Στὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ ψάλλειν, ὡς γνωστόν, ἐπέχει τὴν θέση τοῦ
ἐκπροσωπεῖν τὸν λαό. Ὁ ἱεροψάλτης ἀπαντᾶ στὸν Λειτουργὸ–Ἱερέα ἐκ
μέρους τοῦ λαοῦ, τὰ δὲ ψαλλόμενα, συνιστοῦν, σύμφωνα μὲ ἔγκριτους
μελετητές, διδασκαλία καὶ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Ὁ
καθηγητὴς Ἀθ. Βουρλῆς γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ ἱερὰ ψαλμωδία οὖσα θεῖος
λόγος ἐξ Ἀποκαλύψεως Πνεύματος Ἁγίου […] εἶναι οὐ μόνον Πνευματοδώρητος
ἀλλὰ καὶ Πνευματοκίνητος ‘διδαχὴ’ καὶ ‘γλώσσα’ τῆς θεολογίας,
‘ἑρμηνεία’ καὶ ‘κήρυγμα’ τῆς ἀληθοῦς πίστεως, δοξαστικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ
κραυγὴ τῆς λατρευτικῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»
(Δογματοηθικαὶ ὄψεις τῆς Ὀρθοδόξου ψαλμωδίας, 1994, σ. 265).
Ἄρα,
ἐφόσον ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξαγγέλει ὅτι ἡ γυναίκα «ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω
ἐν πάσῃ ὑποταγῇ· διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν
ἀνδρός, ἀλλ᾽ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ» (Α´ Τιμ. 2, 11), πῶς ἐπιζητεῖ ἡ γυναίκα νὰ
λάβη τέτοια θέση μέσα στὸν Ἱερὸ Ναό, παρακούοντας τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ
φέροντας θανάσιμη ἀταξία τὴν ὑψίστη ὥρα τῆς Θείας Λατρείας;
Ὁ 70ος κανόνας τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς
συνόδου, ἑρμηνεύοντας τὰ σχετικὰ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, διαλαμβάνει
τὰ ἑξῆς: «Μὴ ἐξέστω ταῖς γυναιξὶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς θείας λειτουργίας
λαλεῖν· ἀλλὰ κατὰ τὴν φωνὴν Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, σιγάτωσαν· οὐ γὰρ
ἐπιτέτραπται αὐταῖς λαλεῖν, ἀλλ᾽ ὑποτάττεσθαι, καθὼς καὶ ὁ νόμος λέγει·
εἰ δέ τι μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκῳ τοὺς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν»
(Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανόνων 2, σσ. 467-468). Πόσο μᾶλλον νὰ
κηρύττουν ἢ νὰ ψάλουν στὸν Ναό. Ὁ Νικόδημος Μίλας ὑπογραμμίζει: «Ἡ
Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισε τὸ δικαίωμα ταῖς γυναιξίν, ἵνα αὗται
φροντίζωσιν περὶ τῶν ἐσωτερικῶν ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μᾶλλον
ὀφείλουσιν αὗται κατὰ τὰ παραγγέλματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς νὰ σιγῶσιν ἐν τῇ
ἐκκλησίᾳ καὶ νὰ ὑποτάσσωνται, οὐδαμῶς δικαιούμεναι ἐκτελεῖν ἐσωτερικὰς
ἐκκλησιαστικὰς διακονίας (Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, 1906, σ. 363).
Ὁ Ζωναρᾶς στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἀνωτέρω
κανόνα, ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν προφανῶς τὸν Σοφοκλῆ, ὁ ὁποῖος λέγει πὼς
«γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει» (Aἴας, 293) ἐπισημειώνει ὅτι «καὶ τοῖς
θύραθεν ἁρμόδιον ἔδοξε» ἡ σιωπὴ τῆς γυναίκας. Τὴν ἴδια ἄποψη βρίσκομε
καὶ στὸν Λιβάνιο: «ὦ γύναι, πρέπει σιγᾶν, ὥς γε καὶ τῶν τεττίγων ὁ μὲν
ἄρρην ᾄδει» (Ὁμ. 26, Foerster, Leipzig: Teubner 1997, 26,1,41,3). Στὴν
προκειμένη περίπτωση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν ἡ παντὸς εἴδους παρέμβαση,
«οὐ μόνον κατὰ τὸν καιρὸν τῆς λειτουργίας, ἀλλ᾽ ἐπὶ πάσης συνελεύσεως
τῶν πιστῶν», ἀπαγορεύεται ὡς ἀνοίκειος.
Συνακολούθως,
ὁ 44ος κανόνας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ συνόδου διακελεύει: «Ὅτι οὐ δεῖ
γυναῖκας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ εἰσέρχεσθαι» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα κανόνων
3, σ. 212). Ὁ κανονολόγος Ἀριστηνὸς ἀποφαίνεται: «Γυναιξὶ τὸ ἱλαστήριον
ἄβατον» (ὅπ.π., σ. 212).
Ἴσως κάποιος ἀντείπει ὅτι στὴν Ἁγία
Γραφὴ ἀναφέρονται πολλὲς περιπτώσεις προφητίδων γυναικῶν (βλ. Δεβώρα,
Ὀλδά, Ἄννα μητέρα Σαμουήλ, θυγατέρες Ἀπ. Φιλίππου, κ.ἄλ.) καὶ ἄρα ἡ
διδασκαλία συναποτελοῦσε καὶ χάρισμα τῶν γυναικῶν. Στὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ
ἀπαντοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν γλῶσσα τῶν Πατέρων: «Προεφήτευον αἱ θυγατέρες
Φιλίππου, ἀλλ᾽οὐκ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἔλεγον… οὐκ ἂν εὕροις ὅτι Δεββῶρα
ἐδημηγόρησεν εἰς τὸν λαόν, ὥσπερ Ἰερεμίας καὶ Ἡσαΐας· οὐκ ἂν εὕροις ὅτι
Ὀλδὰ προφῆτις οὖσα ἐλάλησε τῷ λαῷ […] ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ἀναγέγραπται Ἄννα
προφῆτις […] ἀλλ᾽οὐκ ἐν ἐκκλησίᾳ ἐλάλησεν […] μὴ γυναῖκα ἡγεμόνα
γίνεσθαι τῷ λόγῳ τοῦ ἀνδρὸς […] οὐχ ἵνα ἄνδρες καθήμενοι ἀκούωσι
γυναικῶν, ὡς ἐκλειπόντων ἀνδρῶν τῶν δυναμένων πρεσβεύειν τὸν τοῦ Θεοῦ
λόγον» (Catenae in Sancti Pauli epistolas ad Corinthios, Cramer 1967, σ.
279, PG 60, 315).
Ἐπιπροσθέτως, ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε καὶ
τοῦτο: Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐκεῖ ὅπου παρέδωσε τὸ
Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, δὲν κάλεσε τὶς Μαθήτριες, οἱ ὁποῖες Τὸν
ἀκολουθοῦσαν καὶ Τὸν διακονοῦσαν, ἀλλ᾽οὔτε καὶ αὐτὴ τὴν Μητέρα Του
(Πρβλ. Μάρκ. 14, 17. Λουκ. 22, 14). Μετὰ δὲ τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα, τὴν
θέση τοῦ πεπτωκότος μαθητοῦ δὲν τὴν κάλυψε ἡ Παναγία μας ἢ κάποια ἀπὸ
τὶς μαθήτριες, ἀλλὰ ὁ Ματθίας. (Πράξ. 1, 23-26). Ἀκόμη, ὅταν ἐπέστη ἡ
ἀνάγκη ἐκλογῆς διακόνων γιὰ τὴν ὑπηρεσία τῆς ἑτοιμασίας τῶν τραπεζῶν,
ἐπελέγησαν καὶ γιὰ τὴν διακονία αὐτή ἄνδρες –οἱ ἑπτὰ Διάκονοι– καὶ ὄχι
γυναῖκες (Πράξ. 6, 2-7).
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καταδεικνύεται ὅτι ἡ
Ἁγία μας Ἐκκλησία δὲν ἔδωσε ποτὲ τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς
διακονίας τοῦ λόγου, μέρος τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ ἡ ψαλμωδία ἐν ὥρᾳ
Λατρείας, στὴν γυναίκα. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει ὄχι γιατὶ ἡ Ἐκκλησία μας
ὑποτιμᾶ τὸ γυναικεῖο φύλο ἢ γιατὶ εἶναι ὑπὲρ τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητας,
ἀλλὰ γιὰ τὸν λόγο ὅτι σέβεται τὴν πιστότητα στὴν ἀλήθεια τὴν
Ἁγιοπατερικὴ καὶ τὴν ὀντολογικὴ φύση.
Πρέπει νὰ κατανοήσουμε
ὅλοι καὶ ἐν προκειμένῳ ἡ γυναίκα ὅτι τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι
ταυτισμένο μὲ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός. Γιὰ νὰ
ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος στὸν χῶρο τῆς ἀληθείας, εἶναι ἀνάγκη νὰ πορεύεται
σύμφωνα μὲ τὸ Πανάγιο θέλημά Του.
Τὸ «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου
γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ. 1, 38) εἶναι ἡ ὁδὸς πορεύσεως τῆς
γυναίκας καὶ γενικώτερα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν σωτηρία του.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» στις 17/11/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.