Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Εκκλησιαστικός διχασμός στην Ουκρανία.



Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης

    Τον 16ο αιώνα το Ορθόδοξο ποίμνιο που κατοικούσε στην περιοχή της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας υπήχθη στην Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόβσκ (1595), η οποία υποχρέωσε την ένωσή της με την παλαιά Ρώμη. Έτσι προέκυψαν οι λεγόμενοι Ουνίτες και σταδιακά απέκτησαν δυτικόφιλη συνείδηση, ώστε κατά τον 20ο αιώνα να γίνουν οι μεγαλύτεροι πολέμιοι της Ρωσίας,  τόσο επί κομμουνιστικής εποχής όσο και μετά από αυτήν. Αυτοί μαζί με Ρωμαιοκαθολικούς κατοικούν στην Δυτική Ουκρανία, την περιοχή δηλαδή που προκομμουνιστικά κατείχαν οι Αψβούργοι.
   Το οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας βρίσκεται στην ανατολική Ουκρανία. Εκεί, οι δεσμοί με την Ρωσία είναι παραδοσιακά πολύ ισχυροί. Οι κάτοικοί της είναι Ορθόδοξοι, με αγαστή υπαγωγή της Εκκλησίας τους στην οριζόμενη από το Πατριαρχείο Μόσχας Σύνοδο. Εκεί συνέβησαν και οι πρώτες συγκρούσεις όταν το 2013 επικράτησαν στο Κίεβο οι φιλοδυτικοί.


   Στο κέντρο της χώρας, το οποίο συμπεριλαμβάνει και το Κίεβο, οι κάτοικοι είναι Ορθόδοξοι μεν, αλλά με ευμετάβλητες διαθέσεις απέναντι στην Ρωσία και την Δύση. Πρόκειται για το κομμάτι του πληθυσμού το οποίο προσπαθούν οι δύο πλευρές να προσεταιριστούν μετά την πτώση του κομμουνισμού. Έκτοτε η Ουκρανία ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί ως το επίκεντρο του ανταγωνισμού Ρωσίας και Δύσης.
   Το 1991 η Ρωσία εκπροσωπούσε τον Ορθόδοξο κόσμο που επανήλθε στην θρησκευτική ελευθερία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο καλωσόρισε τη Ρωσική Εκκλησία περισσότερο ως ανταγωνιστή παρά ως χαμένη αδελφή: υφήρπασσε, για παράδειγμα, την Εκκλησία της Εσθονίας, όπου το 30% είναι Ρώσοι.
   Η Ιστορία δείχνει πως η πολιτισμική ταυτότητα συμπλέκεται με την πολιτική, παρόλο που η μαρξιστική και φιλελεύθερη οπτική την υποβαθμίζουν. Έτσι, η εκκλησιαστική κρίση της Ουκρανίας όχι μόνο δεν μπορεί να οράται με αμιγώς εκκλησιολογικά κριτήρια, αλλά η ένταξή της στο γεωπολιτικό αναλυτικό πλαίσιο είναι απαραίτητη.
   Ήδη από την αρχή της ανεξαρτησίας του Ουκρανικού κράτους, μέχρι και τις μέρες μας, ιθύνοντες νόες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έχουν παραδεχτεί δημόσια ότι η δημιουργία μίας δεύτερης Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία θα λειτουργούσε καταλυτικά για να αποσπάσει την χώρα από την επιρροή της Ρωσίας. Η ύπαρξη λοιπόν της παράλληλης αυτής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία αξίωνε Αυτοκεφαλία για τον εαυτό της, ήταν αποτέλεσμα αμερικανικού σχεδίου. Με την υποστήριξη των δυτικόφιλων κυβερνήσεων της Ουκρανίας άγρευε πιστούς στα κεντρικά και δυτικά της χώρας.
   Η κλήση εκ μέρους της Δύσης, σημαίνει αφομοίωση στην γεωπολιτική και πολιτισμική ταυτότητά της. Γι’ αυτό και η Ουνιτική Εκκλησία υποστηρίζει με τόσο πάθος την Ουκρανική Αυτοκεφαλία και τα διακυβεύματα της. Η κλήση εκ μέρους της Ρωσίας, σημαίνει την διατήρηση της χώρας στον πολιτισμικό και σημειολογικό κόσμο στον οποίο πορεύτηκε μέχρι σήμερα.
   Το Οικουμενικό Πατριαρχείο πιέζεται εδώ και 15 τουλάχιστον χρόνια από τις Ουκρανικές κυβερνήσεις και τον αμερικανικό παράγοντα να πάρει θέση. Τελικώς φαίνεται να ενέδωσε χορηγώντας Αυτοκεφαλία στο κομμάτι της Ουκρανικής Ορθοδοξίας που θεωρείτο σχισματικό.
   Το δικαίωμα του Πατριαρχείου να ακολουθεί πολιτικές με γεωστρατηγικές προεκτάσεις είναι σεβαστό. Η Εκκλησία της Ελλάδος όμως δεν είναι εξαναγκασμένη να ακολουθεί αυτές τις επιλογές. Το διακύβευμα δεν είναι απλώς η απειλούμενη να διαρραγεί εκκλησιαστική κανονικότητα, αλλά κυρίως να διασωθεί η μαρτυρία Ορθοδοξίας σε ένα κομμάτι του Ορθόδοξου κόσμου, όπου διαμάχες και αντιπαλότητες έχουν εναργή διάσταση που αφορά ψυχές, θρησκευτική και πολιτισμική και ταυτότητα σήμερα και στο εσαεί μέλλον.

Δημοσιεύθηκε στη Εστία, 26 Φεβρουαρίου 2019. & antibaro

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.