ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - υπομνηματισμός των χωρίων Πράξ. 1,1
«Τὸν μὲν πρῶτον λόγον
ἐποιησάμην
περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε,
ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ
διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος
τοῖς ἀποστόλοις
διὰ
Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη (:το πρώτο βιβλίο, που ονομάζεται Ευαγγέλιο, το έγραψα, Θεόφιλε, για να εξιστορήσω
σε αυτό περιληπτικά όλα όσα έκανε και δίδαξε ο Ιησούς από την αρχή της δημόσιας
δράσεώς Του μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε στους ουρανούς,
αφού προηγουμένως με συνεργό και το Άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές στους αποστόλους
που είχε διαλέξει ο Ίδιος)» [Πράξ. 1,1-2]
Σε
πολλούς αυτό εδώ το βιβλίο δεν είναι αρκετά γνωστό, ούτε αυτό το ίδιο ούτε ο
συγγραφέας του. Γι’ αυτό και προτίμησα προπάντων να ασχοληθώ με το έργο αυτό,
ώστε και αυτούς που το αγνοούν να διδάξω και έναν τόσο μεγάλο θησαυρό να μην
αφήσω να αγνοείται και να μένει αποκρυμμένος. Διότι θα μπορέσει να μας ωφελήσει
όχι λιγότερο από τα ίδια τα ευαγγέλια· είναι γεμάτο από τόση πολλή φιλοσοφία
και ορθότητα διδασκαλίας πίστεως και επίδειξη θαυμάτων που έχουν γίνει μάλιστα
από το άγιο Πνεύμα.
Ας μην το εξετάζουμε λοιπόν επιπόλαια, αλλά προσεκτικά. Διότι και τις προφητείες που προλέγει ο Χριστός στα ευαγγέλια είναι δυνατόν
να τις δεις να πραγματοποιούνται εδώ, και
από τα ίδια τα γεγονότα να διαλάμπει η αλήθεια, και μεγάλη μεταβολή των μαθητών
προς το καλύτερο να έχει γίνει σε αυτούς από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Διότι και εκείνα που άκουσαν να λέει ο
Χριστός, ότι δηλαδή: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων
εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος
ποιήσει, καὶ μείζονα
τούτων ποιήσει (:αληθινά, αληθινά σας λέω ότι εκείνος που πιστεύει σε μένα, τα υπερφυσικά έργα που εγώ ενεργώ θα τα
κάνει και εκείνος, αλλά και μεγαλύτερα απ’ αυτά θα κάνει˙ διότι θα
θεραπεύει και θα ανασταίνει ψυχές και θα συντελεί θαυμαστές αλλοιώσεις στην
εσωτερική ζωή των ανθρώπων. Και θα τα πραγματοποιεί όλα αυτά με τη δική Μου επενέργεια)» [Ιω.
14,12], και να προλέγει στους
μαθητές ότι θα οδηγηθούν σε ηγεμόνες και βασιλείς και ότι θα τους μαστιγώσουν στις
συναγωγές τους [βλ. Ματθ. 10,17-18: «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων·
παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς
συνέδρια καὶ ἐν ταῖς
συναγωγαῖς αὐτῶν
μαστιγώσουσιν ὑμᾶς·καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς
μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν (:έχοντας ως μόνο
όπλο τη φρόνηση και την ακακία αυτή να προφυλάγεστε απ’ τους ανθρώπους· διότι
θα σας παραδώσουν σε συνέδρια για να καταδικαστείτε απ’ αυτά και στις συναγωγές
τους, και θα σας μαστιγώσουν μπροστά στον λαό. Ακόμη θα σας σύρουν μπροστά σε
ηγεμόνες και σε βασιλείς ως κατηγορούμενους για μένα, για να δώσετε μαρτυρία
για το πρόσωπό μου που να την ακούσουν και αυτοί και οι εθνικοί, ώστε να μην
προφασίζονται ύστερα ότι δεν άκουσαν το κήρυγμά σας)» και ότι θα υποστούν σκληρά δεινά και ότι θα υπερισχύσουν σε όλα, και ότι το ευαγγέλιο θα κηρυχτεί σε όλο τον κόσμο,
όλα αυτά είναι δυνατόν να τα δεις στο βιβλίο αυτό να εκπληρώνονται με κάθε ακρίβεια και άλλα περισσότερα από αυτά,
που έχει πει ο Κύριος όταν ζούσε μαζί τους.
Θα δεις και εδώ τους αποστόλους σαν πτηνά
να διατρέχουν την ξηρά, και τη θάλασσα και
τους δειλούς εκείνους και ασύνετους μεμιάς να γίνονται εντελώς διαφορετικοί
άνθρωποι, και περιφρονητές χρημάτων
και δόξας, και θυμού και επιθυμίας, όλων γενικά να έχουν γίνει ανώτεροι,
και να έχουν μεγάλη ομόνοια και πουθενά κανένα φθόνο, όπως πριν, ούτε σφοδρή επιθυμία
για πρωτεία, αλλά όλη η αρετή σε αυτούς να είναι τέλεια, και την αγάπη να διαλάμπει υπερβολικά, για την οποία και πολλά
παράγγειλε σε αυτούς λέγοντας ότι «ἐν τούτῳ
γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις (:απ’ αυτό θα
μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθητές, από
το αν δηλαδή έχετε αγάπη μεταξύ σας. Η αγάπη αυτή θα σας εξασφαλίσει την
αναγνώριση, τον σεβασμό και την εκτίμηση των ανθρώπων περισσότερο από τη
θαυματουργική σας δράση)» [Ιω. 13,35].
Υπάρχουν και εδώ δόγματα να
βρεις που αν δεν ήταν αυτό εδώ το βιβλίο, σε κανένα δεν θα γινόταν τόσο γνωστά
με τόση σαφήνεια· αλλά και το κυριότερο μέρος της σωτηρίας μας θα αποκρυβόταν
και θα έμεινε άγνωστο και ως προς την ζωή και ως προς τα δόγματα.
Και το περισσότερο από
όσα εξιστορούνται εδώ είναι οι πράξεις του Παύλου, που κόπιασε πιο πολύ
από όλους. Και αιτία αυτού είναι ότι ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου ήταν
μαθητής του, ο μακάριος Λουκάς, του οποίου μεν την αρετή είναι
δυνατό να δεις και από πολλά μεν άλλα, κυρίως όμως το ότι βρισκόταν συνέχεια
κοντά στον διδάσκαλό του και πάντοτε τον παρακολουθούσε
Όταν λοιπόν
ο Δήμας και ο Ερμογένης [βλ. Β΄ Τιμ. 1,15: «Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν με πάντες οἱ ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, ὧν ἐστι Φύγελλος καὶ ῾Ερμογένης (:γνωρίζεις ότι με εγκατέλειψαν και με
αποστράφηκαν όλοι αυτοί που τώρα είναι στην επαρχία της Ασίας, μεταξύ των
οποίων είναι ο Φύγελος και ο Ερμογένης)»], τον
εγκατέλειψαν αναχωρώντας ο ένας στην Γαλλία και ο άλλος στην Δαλματία, άκουσε
τι λέει για τον Λουκά ο απόστολος Παύλος: «Δημᾶς γάρ με ἐγκατέλιπεν
ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα,
καὶ ἐπορεύθη εἰς
Θεσσαλονίκην, Κρήσκης
εἰς Γαλατίαν, Τίτος εἰς
Δαλματίαν· Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ' ἐμοῦ (:Σε θέλω
κοντά μου διότι ο Δημάς με εγκατέλειψε επειδή αγάπησε τη ματαιότητα αυτού του
κόσμου και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Ο Κρήσκης πήγε στη Γαλατία, ο Τίτος στη
Δαλματία. Μόνο ο Λουκάς είναι μαζί μου)» [Β΄ Τιμ.
4,10-11].
Και προς τους Κορινθίους γράφοντας λέει γι’
αυτόν: «συνεπέμψαμεν δὲ μετ᾿ αὐτοῦ τὸν ἀδελφὸν οὗ ὁ ἔπαινος ἐν τῷ εὐαγγελίῳ διὰ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν (:στείλαμε μαζί του τον αδελφό που επαινείται από όλες τις Εκκλησίες για την
επιτυχία με την οποία κηρύττει το Ευαγγέλιο)» [Β΄ Κορ.
8,18]. Και όταν λέει ότι «καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα (:και εμφανίστηκε ο Κύριος μετά την Ανάστασή
Του στον Κηφά-δηλαδή στον Πέτρο- και έπειτα στους δώδεκα Αποστόλους)» [Α΄ Κορ. 15,5], και «Γνωρίζω
δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην
ὑμῖν, ὃ καὶ
παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε (:σας γνωστοποιώ λοιπόν
αδελφοί, το Ευαγγέλιο που σας δίδαξα, το οποίο και παραλάβατε και στο οποίο
μένετε αμετακίνητοι από τότε)» [Α΄ Κορ.
15,1], το ευαγγέλιο του Λουκά εννοεί· ώστε
δεν θα έσφαλλε κανένας αποδίδοντας σε αυτόν την πραγματεία αυτή. Και όταν λέω
«σε αυτόν», εννοώ τον Χριστό. Και εάν θα έλεγε κάποιος, «και τι, τέλος πάντων, δεν τα συνέγραψε όλα ενώ βρισκόταν μαζί του μέχρι
τέλους;». Εκείνο θα μπορούσαμε να πούμε, ότι και αυτά ήταν αρκετά σε εκείνους που θέλουν να προσέχουν και ότι στα
κατεπείγοντα πάντοτε έστρεφαν την προσοχή τους, και ότι η φροντίδα τους δεν
ήταν η συγγραφή· διότι πολλά μας τα παρέδωσαν και με την άγραφη παράδοση.
Και όλα βέβαια όσα
περιέχονται στο βιβλίο αυτό είναι αξιοθαύμαστα, κυρίως όμως η συγκατάβαση των
αποστόλων, την οποία και το Άγιο Πνεύμα υπέβαλλε σε αυτούς προετοιμάζοντάς τους να
εμμένουν στον λόγο του Θεού για την σωτηρία των ανθρώπων. Γι’ αυτό ακριβώς ενώ
δίδαξαν τόσα πολλά για τον Χριστό, για την μεν θεότητα του λίγα έχουν πει, και
για την ανθρώπινη φύση Του περισσότερα δίδασκαν, για το Πάθος, την Ανάσταση και
την Ανάληψη. Διότι κατά πρώτο λόγο το ζητούμενο ήταν αυτό, να γίνει δηλαδή πιστευτό από τον
κόσμο, ότι αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς.
Όπως λοιπόν και ο ίδιος ο Χριστός περισσότερο από όλα προσπαθούσε να
αποδείξει ότι έχει έλθει από τον Πατέρα Του, έτσι και ο Λουκάς προσπαθεί να
αποδείξει, ότι ο Χριστός αναστήθηκε και αναλήφθηκε και πήγε προς τον Πατέρα
Του, από τον οποίο και είχε έλθει. Διότι εάν αυτό δεν γινόταν
πιστευτό προηγουμένως, πολύ περισσότερο, με την προσθήκη όσων έγιναν κατά την
Ανάσταση και την Ανάληψη, το όλο δόγμα θα φαινόταν στους Ιουδαίους ότι είναι
απίστευτο. Γι’ αυτό σιγά-σιγά και ήρεμα τους ανεβάζει στα ψηλότερα.
Στην Αθήνα ακόμη και απλώς άνθρωπο Τον
ονομάζει ο Παύλος [Πράξ. 17,31: «διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει
κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν
δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε,
πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας
αὐτὸν ἐκ νεκρῶν (:διότι ο Θεός έχει
καθορίσει μία ημέρα κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη
μέσω ενός άνδρα, τον οποίο όρισε κριτή. Ο Θεός μάλιστα έδωσε βέβαιη απόδειξη
ότι ο άνδρας αυτός θα είναι κριτής όλων μας, ανασταίνοντας αυτόν από τους
νεκρούς)»] χωρίς να πει τίποτα περισσότερο. Και
ορθά. Διότι αν τον ίδιο τον Χριστό που δίδασκε την ισότητα Του προς τον Πατέρα,
επιχείρησαν πολλές φορές να λιθοβολήσουν και γι’ αυτή την διδασκαλία Του Τον
αποκάλεσαν βλάσφημο [Ιω. 8,58-59: «εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ
γενέσθαι ἐγώ εἰμι. ἦραν οὖν λίθους ἵνα
βάλωσιν ἐπ᾿ αὐτόν (:Τους είπε τότε ο
Ιησούς: ‘’Αληθινά σας λέω, προτού ακόμη να έλθει στην ύπαρξη ο Αβραάμ, εγώ
υπάρχω παντοτινά πριν από τους αιώνες’’. Μετά λοιπόν από την αποκάλυψη αυτή που
έκανε για τον εαυτό Του ο Ιησούς, οι Ιουδαίοι πήραν από τη γη πέτρες για να τις
ρίξουν εναντίον Του)»· πρβλ. και
Ιω. 8,42:
«εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ· ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ᾿ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε (:απαντώντας λοιπόν ο Ιησούς στην καυχησιολογία τους
αυτή τους είπε: ‘’Εάν ο Θεός ήταν πατέρας σας, θα είχατε αγάπη και σε μένα,
διότι εγώ από τον Θεό έχω βγει με την ενανθρώπησή μου και έχω έλθει ανάμεσά
σας. Είμαι ανάμεσά σας ως πρεσβευτής του Θεού· διότι και στον κόσμο που ήλθα,
δεν έχω έλθει από μόνος μου, αλλά Εκείνος με απέστειλε)»], πολύ περισσότερο
βέβαια δεν θα δεχόταν την διδασκαλία αυτή από τους αλιείς, και αυτά την στιγμή
που το κήρυγμα του σταυρού προχωρούσε.
Και γιατί πρέπει να αναφέρω τους Ιουδαίους
αφού πολλές φορές βέβαια, τότε οι ίδιοι οι μαθητές ακούγοντας τις μεγαλύτερες αλήθειες της πίστης ταράσσονταν και
σκανδαλίζονταν; Γι’ αυτό και έλεγε: «Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν
ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε
βαστάζειν ἄρτι (:αλλά και για σας
είναι απαραίτητο να έλθει ο Παράκλητος· διότι έχω πολλά ακόμη να σας πω, αλλά
τώρα δεν μπορείτε να τα κατανοήσετε και να τα συγκρατήσετε, επειδή είστε ακόμη
ατελείς)» [Ιω.
16,12], και εάν εκείνοι δεν μπορούσαν να τα καταλάβουν που έμεναν τόσον καιρό
κοντά Του, και που συμμετείχαν σε τόσα απόρρητα και που είδαν τόσα θαύματα, πώς θα δέχονταν με μιας τις υψηλές αλήθειες
της πίστης, άνθρωποι που μόλις τότε αποχωρίστηκαν για πρώτη φορά από βωμούς και
είδωλα και θυσίες και αίλουρους και κροκόδειλους (γιατί τέτοια ήταν τα
αντικείμενα λατρείας και σεβασμού των ειδωλολατρών) και άλλα κακά;
Και πώς μπορούσαν να ακούσουν με μιας τις
αλήθειες της πίστης και οι Ιουδαίοι που καθημερινά μάθαιναν και καθοδηγούνταν
από τον νόμο τα εξής: «Ἄκουε, Ἰσραήλ·
Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος
εἷς ἐστι (:Άκου, λαέ του Ισραήλ, Κύριος ο Θεός μας, ένας και μοναδικός Κύριος είναι)» [Δευτ. 6,4], και που είδαν
Αυτόν καρφωμένο πάνω στο ξύλο του σταυρού· και μάλλον που σταύρωσαν και
ενταφίασαν Αυτόν, και που δεν Τον είδαν αναστημένο ακούγοντας ότι Αυτός ο Ίδιος
είναι Θεός και ότι είναι ίσος με τον Πατέρα Του, πώς λοιπόν δεν θα εξεγείρονταν
και δεν θα αντιδρούσαν πιο πολύ από όλους;
Γι’ αυτό λοιπόν σιγά- σιγά και ήρεμα τους κάνουν να πειστούν και προσφέρονται σε
αυτούς με πολλή συγκατάβαση, και απολαμβάνουν πλουσιοπάροχα την χάρη του αγίου
Πνεύματος, και επιτελούν στο όνομα Του τα μεγαλύτερα από εκείνα, που έκανε ο
Χριστός, για να ανυψώσουν και με τους
δύο τρόπους αυτούς όσους είναι πεσμένοι κάτω και να επιβεβαιώσουν το κήρυγμα
της ανάστασης. Και αν αυτό γινόταν πιστευτό, τα άλλα θα έπαιρναν τον δρόμο
τους και θα προόδευαν.
Η μεν λοιπόν υπόθεση και
όλος ο κόπος του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων, όπως θα μπορούσε κανένας να
πει σε γενικές γραμμές, είναι κυρίως αυτός για τον οποίο προηγουμένως μιλήσαμε.
Ας ακούσουμε και στην συνέχεια αυτήν την εισαγωγή: «Τὸν μὲν πρῶτον λόγον
ἐποιησάμην
περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε,
ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ
διδάσκειν(:το πρώτο βιβλίο, που ονομάζεται Ευαγγέλιο, το έγραψα, Θεόφιλε, για να
εξιστορήσω σε αυτό περιληπτικά όλα όσα έκανε και δίδαξε ο Ιησούς από την αρχή
της δημόσιας δράσεώς Του)» [Πράξ. 1,1-2].
Για ποιο λόγο ο Λουκάς υπενθυμίζει στον
Θεόφιλο το ευαγγέλιο που είχε γράψει; Για να αποδείξει την ακρίβεια των
λεγόμενων του. Διότι και στην αρχή της πραγματείας εκείνης λέει: «ἔδοξε κἀμοί,
παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι
γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε (:γι’ αυτό κι εγώ,
που έχω εξετάσει και παρακολουθήσει με προσοχή και ακρίβεια από την αρχή όλα
όσα σχετίζονται με το ευαγγέλιο, θεώρησα καλό να σου τα γράψω αυτά με τη σειρά
τους, εκλαμπρότατε Θεόφιλε)» [Λουκ. 1,3], και δεν
αρκείται μόνο στην δική του μαρτυρία αλλά αποδίδει στους αποστόλους το παν,
λέγοντας· «καθὼς
παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται
γενόμενοι τοῦ λόγου(:όπως μας τα παρέδωσαν με την προφορική τους
διδασκαλία εκείνοι που από την αρχή του μεσσιακού έργου του Σωτήρος έγιναν
αυτόπτες μάρτυρες του Ιησού Χριστού και υπηρέτες του κηρύγματός Του)» [Λουκ.
1,2]. Γι’ αυτό, αφού έκανε εκεί τον λόγο
αξιόπιστο, δεν χρειάζεται εδώ άλλη επιβεβαίωση, αφού τότε ο λόγος πιστεύτηκε
και με εκείνον δίδαξε στον Θεόφιλο την ακριβή αλήθεια. Διότι εφόσον έγινε
αξιόπιστος αυτός που έλεγε εκείνα που άκουσε και έγινε πιστευτός, πολύ
περισσότερο είναι δίκαιο να γίνει πιστευτός αυτός που έγραψε αυτά εδώ που δεν
έχει παραλάβει από άλλους, αλλά ο ίδιος
τα είδε και τα άκουσε. «Διότι εάν
δέχθηκες τα αναφερόμενα στον Χριστό», λέει, «πολύ περισσότερο πρέπει να δεχθείς τα αναφερόμενα στους αποστόλους».
Τι λοιπόν; Είναι μόνο ιστορία ή ο λόγος
και η υπόθεση είναι αμέτοχος του Αγίου Πνεύματος; Καθόλου. Πώς; Διότι εκείνα που παρέδωσαν σε αυτόν αυτοί, που
έγιναν από την αρχή αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες του λόγου του Χριστού ήταν του Αγίου Πνεύματος.
Και γιατί δεν είπε ότι «όπως μας τα παρέδωσαν εκείνοι, που
καταξιώθηκαν να λάβουν το Άγιο Πνεύμα» αλλά είπε: «όπως μας τα παρέδωσαν
με την προφορική τους διδασκαλία εκείνοι που από την αρχή του μεσσιακού έργου
του Σωτήρος έγιναν αυτόπτες μάρτυρες του Ιησού Χριστού και υπηρέτες του
κηρύγματός Του»; Διότι
αυτό που πολύ περισσότερο οδηγεί σε αξιοπιστία, είναι η μάθηση από αυτόπτες
μάρτυρες· εκείνο όμως θα φαινόταν στους ανόητους υπερηφάνεια και εγωισμός.
Γι’ αυτό και ο Ιωάννης έλεγε ως εξής: «κἀγὼ ἑώρακα καὶ
μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (:Πράγματι λοιπόν εγώ είδα το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει
και να μένει πάνω Του. Και έχω δώσει
μαρτυρία ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος)» [Ιω.
1,34]. Και ο Χριστός παρομοίως συνομιλεί με τον Νικόδημο, που είναι πιο
βραδύνους στην πίστη· «ἀμὴν ἀμὴν λέγω
σοι ὅτι ὃ οἴδαμεν
λαλοῦμεν καὶ ὃ ἑωράκαμεν
μαρτυροῦμεν, καὶ τὴν
μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ
λαμβάνετε (:Αληθινά σου λέω ότι εκείνο που γνωρίζουμε καλά,
αυτό λέμε, και εκείνο που έχουμε δει με
τα μάτια μας, με άμεση αντίληψη και θεώρηση, αυτό μαρτυρούμε. Και όμως δεν
δέχεστε τη μαρτυρία μας)» [:Ιω. 3,11].
Και πάλι αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν πολλά προς αποκάλυψη από αυτά που
έχουν δει, έλεγε στους μαθητές: «καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς μετ᾿ ἐμοῦ ἐστε(:αλλά και εσείς θα
δίνετε μαρτυρία για μένα, διότι από την αρχή της δημόσιας δράσεώς μου είστε
μαζί μου άμεσοι μάρτυρες της διδασκαλίας μου και των έργων μου. Καθώς μάλιστα
θα φωτιστείτε τώρα και από τον Παράκλητο, θα δίνετε για μένα μαρτυρία σύμφωνη
με τη μαρτυρία του Παρακλήτου)»[Ιω. 15,27]. Και οι ίδιοι οι
απόστολοι σε πολλά σημεία λένε: «καὶ ἡμεῖς ἐσμεν αὐτοῦ μάρτυρες
τῶν ῥημάτων
τούτων, καὶ τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον ὃ ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς
πειθαρχοῦσιν αὐτῷ (:Γι’ αυτό ακριβώς
και εμείς έχουμε κληθεί από τον Θεό να
είμαστε μάρτυρές Του, για να διακηρύττουμε με τους λόγους μας και τη
διδασκαλία μας τα σωτηριώδη αυτά γεγονότα της ζωής Του. Συγχρόνως όμως μαζί μας δίνει τη μαρτυρία Του με τα θαύματα και
χαρίσματά Του και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έδωσε ο Θεός σε εκείνους που
πειθαρχούν στις εντολές Του)»[Πράξ. 5,32]. Και μετά από αυτά
επιβεβαιώνοντας ο Πέτρος την ανάσταση, έλεγε ότι ο ίδιος είδε όταν δίδασκε για
το αίμα και το ύδωρ, ότι χρησιμοποίησε σε αυτούς αντί πολύ μεγάλης μαρτυρίας
την όραση, παρά το ότι εκείνα που προέρχονται από το άγιο Πνεύμα είναι
ακριβέστερα από την όραση, αλλά όχι από τους απίστους.
Και το ότι ο Λουκάς μετείχε του Αγίου
Πνεύματος, είναι φανερό από πολλά σημεία, και από τα θαύματα που γίνονται τώρα,
και από το ότι και τώρα συνήθως άνθρωποι μεταλάμβαναν το άγιο Πνεύμα, και από
την μαρτυρία του Παύλου: «οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι
τοῖς προκεχειροτονημένοις
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες
συνεφάγομεν καὶ
συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν (:ο αναστημένος Κύριος δεν εμφανίστηκε πλέον σε όλο τον
λαό, αλλά εμφανίστηκε σε μάρτυρες που
είχαν εκλεγεί από τον Θεό πολύ πριν σταυρωθεί και αναστηθεί ο Ιησούς. Και οι μάρτυρες αυτοί είμαστε εμείς οι απόστολοι,
οι οποίοι φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την Ανάστασή του από τους νεκρούς)»[Πράξ.
10,41], και από την ψήφο κατά την χειροτονία του· διότι μόλις είπε αυτό
προσθέτει: «συνεπέμψαμεν δὲ μετ᾿ αὐτοῦ τὸν ἀδελφὸν οὗ ὁ ἔπαινος ἐν τῷ εὐαγγελίῳ διὰ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν (:στείλαμε λοιπόν μαζί του τον αδελφό που
επαινείται από όλες τις Εκκλησίες για την επιτυχία με την οποία κηρύττει το
Ευαγγέλιο)»[Β’ Κορ.
8,18].
Και παρατήρησε την ταπεινοφροσύνη του·
διότι δεν λέει: «το πρώτο ευαγγέλιο που
ευαγγελίστηκα», αλλά «το πρώτο βιβλίο
που έγραψα», θεωρώντας ότι η ονομασία του ευαγγελίου είναι μεγαλύτερη από
τον εαυτό του· και βέβαια ο απόστολος Παύλος από τότε τιμά αυτόν λέγοντας: «οὐ μόνον
δέ, ἀλλὰ καὶ
χειροτονηθεὶς ὑπὸ τῶν ἐκκλησιῶν
συνέκδημος ἡμῶν σὺν τῇ χάριτι
ταύτῃ τῇ
διακονουμένῃ ὑφ᾿ ἡμῶν πρὸς τὴν αὐτοῦ τοῦ Κυρίου
δόξαν καὶ
προθυμίαν ἡμῶν (:και όχι μόνο αυτό, αλλά και ορίστηκε από τις
Εκκλησίες συνοδοιπόρος και συνεργάτης μας, ώστε να κηρύττει μαζί μας το
Ευαγγέλιο και να υπηρετεί στη χάρη αυτή της ελεημοσύνης, η οποία διακονείται
από εμάς, για να δοξάζεται ο ίδιος ο
Κύριος και για να γινόμαστε εμείς προθυμότεροι, καθώς παραδειγματιζόμαστε από
τον ζήλο του)»[Β’ Κορ. 8,19]. Αλλά αυτός μετριάζει και λέει· «Το πρώτο βιβλίο,
που ονομάζεται Ευαγγέλιο, το έγραψα, Θεόφιλε, για να εξιστορήσω σε αυτό
περιληπτικά όλα όσα έκανε και δίδαξε ο Ιησούς από την αρχή της δημόσιας δράσεώς
Του»
όχι απλώς όλα, αλλά όσα έκανε και δίδαξε
ο Κύριος από την αρχή μέχρι τέλους· μέχρι δηλαδή την ημέρα, λέει, που
αναλήφθηκε.
Και βέβαια ο Ιωάννης αποδεικνύει ότι δεν
ήταν δυνατόν όλα να τα γράψει, διότι θέλοντας να δηλώσει αυτό, αφού είπε: «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν
γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον
χωρῆσαι (:υπάρχουν όμως και
πολλά άλλα που έκανε ο Ιησούς, τα οποία, αν γράφονταν λεπτομερειακά, ένα-ένα,
νομίζω ότι ούτε ολόκληρος ο κόσμος δεν θα χωρούσε)»
[Ιω.21,25], προσθέτει: «τὰ
γραφόμενα βιβλία(:τα βιβλία που θα έπρεπε να γραφούν)». «Πώς λοιπόν» θα μπορούσε να
αναρωτηθεί κάποιος, «ο Λουκάς ομιλεί για
όλα;». Όμως δεν είπε «όλα», αλλά
«περί
πάντων(:για όλα)», όπως θα
μπορούσε κάποιος να πει περιληπτικά και γενικά: μιλάει για όλα τα ουσιώδη και σπουδαία. Έπειτα εξηγεί για ποια όλα,
«όλα
όσα έκανε και δίδαξε ο Ιησούς από την αρχή της δημόσιας δράσεώς του», υπονοώντας τα θαύματα και τις διδασκαλίες.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά και πράττοντας δίδασκε ο Λουκάς. Και
παρατήρησε την φιλάνθρωπη και αποστολική πρόθεσή του, καθώς, αν και έγραψε για
χάρη ενός, δηλαδή του Θεόφιλου, τόσο πολύ ακριβολογούσε ώστε ολόκληρο ευαγγέλιο
να γράψει. «Ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης
λόγων τὴν ἀσφάλειαν(:για να γνωρίσεις
με σαφήνεια και με ακρίβεια την αυθεντική και αδιαμφισβήτητη αλήθεια των λόγων
της πίστεως που προφορικά διδάχθηκες)»[Λουκά
1,4], λέγει. Εξάλλου άκουσε τον Χριστό που λέει: «οὕτως οὐκ ἔστι
θέλημα ἔμπροσθεν
τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἷς τῶν μικρῶν τούτων(:Έτσι ο Θεός
Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς δεν θέλει να χαθεί ούτε ένας από τους
μικρούς αυτούς. Εάν λοιπόν ο Θεός δεν θέλει να χαθεί κανείς από τους μικρούς,
και αντίθετα χαίρεται όταν αυτός βρεθεί και σωθεί, δεν έχετε χρέος κι εσείς να
μην περιφρονείτε ούτε έναν από τους μικρούς αυτούς;)»[Ματθ.
18,14] Και γιατί δεν συνέγραψε ένα βιβλίο αποστέλλοντας στον Θεόφιλο που είναι
ένας, αλλά το χώρισε σε δύο υποθέσεις; Χάρη
σαφήνειας και για να αναπαύσει τον ακροατή· και άλλωστε και ως προς την υπόθεση οι πραγματείες
είναι χωρισμένες.
Και πρόσεχε πως τους λόγους Του ο Χριστός
τους έκανε αξιόπιστους με τα έργα. Για πραότητα συμβούλευε και έλεγε: «ἄρατε τὸν ζυγόν
μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν
ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· (:Πάρτε επάνω σας
το ζυγό της υποταγής σε μένα και τη διδασκαλία μου, και μάθετε από μένα ότι
είμαι πράος και ταπεινός στο φρόνημα και την εσωτερική διάθεση, και θα βρείτε
ανάπαυση και ειρήνη στις ψυχές σας)»[Ματθ.
11,29].Δίδασκε να είναι οι οπαδοί του ακτήμονες και αυτό αποδείκνυε με τα έργα
Του: «αἱ ἀλώπεκες
φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ(:Οι αλεπούδες
έχουν φωλιές και τα πουλιά του ουρανού έχουν μέρη που κουρνιάζουν, ενώ ο Υιός
του ανθρώπου (δηλαδή εγώ που γεννήθηκα χωρίς πατέρα αλλά μόνον από την Παρθένο
και είμαι ο κατεξοχήν άνθρωπος, γνωστός από την υπόσχεση του Θεού προς τον
Αδάμ) δεν έχει πού να ακουμπήσει το
κεφάλι Του)»[Λουκ.9,58].
Επίσης προέτρεπε να αγαπάμε τους εχθρούς·
δίδαξε αυτό, ευχόμενος όταν ήταν επάνω στον σταυρό, για τους σταυρωτές Του.
Έλεγε: «καὶ τῷ θέλοντί
σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου
λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον·(: Και σε εκείνον
που θέλει να κάνει δίκη μαζί σου και να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και
το πανωφόρι σου)»[Ματθ.5,40]. Και Εκείνος όχι μόνο τα ενδύματα, αλλά και το
ίδιο Του το αίμα έδωσε. Το ίδιο παράγγειλε και στους μαθητές να πράττουν.
Γι’ αυτό και ο Παύλος έλεγε· «Συμμιμηταί
μου γίνεσθε, ἀδελφοί,
καὶ σκοπεῖτε τοὺς οὕτω
περιπατοῦντας, καθὼς ἔχετε
τύπον ἡμᾶς (:δεν σας ζητώ
τίποτε το άγνωστο και αδύνατο. Με ξέρετε όλοι καλά. Να γίνεστε λοιπόν, αδελφοί,
όλοι μαζί μιμητές μου. Και να προσέχετε και να παραδειγματίζεστε από εκείνους
που έχουν στη ζωή τους την υποδειγματική συμπεριφορά που σας δώσαμε και εμείς
ως πρότυπο. Και με αυτούς να συναναστρέφεστε)»[Φιλιπ.3,17].
Διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ψυχρό από τον
διδάσκαλο,που διδάσκει μόνο με λόγια· διότι αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό διδασκάλου, αλλά υποκριτή. Γι’ αυτό
οι απόστολοι πρώτα με τη ζωή τους δίδασκαν, και έπειτα με τα λόγια τους, και
μάλλον αυτοί δεν χρειαζόταν καθόλου τους λόγους, αφού τα ίδια τα έργα φώναζαν. Δεν θα έσφαλλε κανένας να ονομάσει και το
πάθος του Χριστού πράξη· διότι με το πάθος Του έκανε το θαυμαστό εκείνο έργο,
δηλαδή καταλύοντας τον θάνατο και
πράττοντας όλα τα άλλα.
«Ἂχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος
τοῖς ἀποστόλοις
διὰ
Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη (:μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε στους ουρανούς,
αφού προηγουμένως με συνεργό και το Άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές στους αποστόλους
που είχε διαλέξει ο Ίδιος)». «Αφού με το Άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές», δηλαδή, «αφού είπε προς αυτούς λόγους
πνευματικούς και τίποτε ανθρώπινο». Ή αυτό λοιπόν είναι δυνατό να
πούμε, ή ότι με το άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές σε αυτούς. Βλέπεις ακόμα με πόση
ταπείνωση διδάσκει γι’ αυτό, όπως και ο ίδιος ο Χριστός για τον εαυτό Του
λέγοντας: «εἰ δὲ ἐγὼ ἐν
Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια,
ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ (:Εάν όμως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του
Πνεύματος του Θεού, τότε αποδεικνύεται από το υπερφυσικό αυτό γεγονός ότι
κατέφθασε επάνω σας η βασιλεία του Θεού)»[Ματθ.12,28]. Διότι και το
Πνεύμα το Άγιο ενεργούσε σε εκείνο τον ναό του ανθρώπινου σώματος του Χριστού.
Και ποιες εντολές έδωσε; «Διδάσκοντες
αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην
ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας
τὰς ἡμέρας ἕως τῆς
συντελείας τοῦ αἰῶνος (:διδάσκοντάς τους να τηρούν και να εφαρμόζουν στη ζωή τους όλα τα παραγγέλματα που σας
έδωσα ως εντολές. Και ιδού, εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι πάντα μαζί
σας βοηθός και συμπαραστάτης σας, μέχρι να τελειώσει ο αιώνας αυτός, μέχρι
δηλαδή τη συντέλεια του κόσμου)»[Ματθ.28,20]. Μεγάλος ο
έπαινος των αποστόλων, όταν τόσο μεγάλα και σπουδαία έχουν αναλάβει· την
σωτηρία της οικουμένης εννοώ· όταν τα λόγια τους είναι γεμάτα από Πνεύμα άγιο,
το οποίο βέβαια και υπονοώντας είπε, το «διά Πνεύματος αγίου(:με το Πνεύμα το άγιο)», δηλαδή και «τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν (:και τα λόγια που σας λέω, επειδή είναι λόγια Θεού,
έχουν μέσα τους Πνεύμα και γι’ αυτό μεταδίδουν ζωή)»[Ιω.6,63].
Και αυτό το λέει για να οδηγήσει τον ακροατή στην επιθυμία να μάθει τις εντολές
και για να κάνει τους αποστόλους αξιόπιστους, αν βέβαια πρόκειται να διδάσκουν
τα λόγια του αγίου Πνεύματος και τις εντολές του Χριστού.
«Ἂχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος
τοῖς ἀποστόλοις
διὰ
Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη (:μέχρι την ημέρα
που αναλήφθηκε στους ουρανούς, αφού προηγουμένως με συνεργό και το Άγιο Πνεύμα
έδωσε εντολές στους αποστόλους που είχε διαλέξει ο Ίδιος)»[Πράξ.1,2]. Δεν είπε «ανέβηκε», επειδή ακόμα διδάσκει ως
άνθρωπος. Άρα και μετά την ανάσταση δίδασκε
στους μαθητές· αλλά στο χρονικό αυτό διάστημα κανένας δεν μας τα είπε με
ακρίβεια. Αλλά εμμένει μεν σε αυτό περισσότερο από τους άλλους ο Ιωάννης και
αυτός, ο Λουκάς· και όλα με σαφήνεια κανένας δεν τα εξέθεσε (διότι ενδιαφερόταν
πιο πολύ για άλλο)· και μάθαμε αυτά από τους αποστόλους, διότι αυτά που άκουσαν
αυτά και μας είπαν· «οἷς καὶ
παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς
τεκμηρίοις(:Μετά το πάθος Του και τον θάνατό Του
παρουσιάστηκε σε αυτούς τους ίδιους ζωντανός. Και με πολλές αποδείξεις ο
αναστημένος Κύριος τούς βεβαίωσε ότι πραγματικά ήταν ζωντανός)»[Πράξ.1,3].
Αφού προηγουμένως είπε για την ανάληψη, λέει τώρα και για την ανάσταση. Διότι
επειδή είπε ότι «αναλήφθηκε», για να μην
νομίζεις ότι ο Κύριος αναλήφθηκε από άλλους, πρόσθεσε ότι «παρουσιάστηκε σε
αυτούς τους ίδιους ζωντανός». Διότι εάν στο μεγαλύτερο παρουσίασε τον
εαυτό του, πολύ περισσότερο στο μικρότερο.
Είδες πως χωρίς να γίνει αντιληπτό
διασπείρει αυτά εδώ τα μεγάλα δόγματα; «Δι᾿ ἡμερῶν
τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος
αὐτοῖς (:και επί σαράντα
ημέρες εμφανιζόταν σε αυτούς κατά διαστήματα)». Διότι δεν ήταν όπως ακριβώς πριν την ανάσταση,
που ήταν πάντοτε μαζί τους, κατά τον ίδιο τρόπο και τότε· διότι πρόσεξε·
δεν είπε «σαράντα μέρες». Διότι εμφανιζόταν
και εξαφανιζόταν πετώντας πάλι.
Τι έγινε λοιπόν; Ανυψώνοντας τον νου τους, δεν τους επέτρεψε πλέον αν συμπεριφέρονται
προς Αυτόν κατά τον ίδιο τρόπο όπως και προηγουμένως. Και δεν έκανε μόνο
αυτό, αλλά και με ακρίβεια προετοίμαζε και τα δύο· και την βεβαιότητα και την ανάσταση, και στην συνέχεια την πίστη, ότι Αυτός
είναι ανώτερος από ένα απλό άνθρωπο. Αν και βέβαια αυτά είναι αντίθετα.
Διότι για την βεβαιότητα της ανάστασης έπρεπε να γίνουν πολλά ανθρώπινα, και
για το άλλο, δηλαδή για την ανωτερότητά Του, τίποτα· αλλά όμως και τα δύο έχουν
γίνει στον κατάλληλο χρόνο.
Και για
ποιο λόγο δεν εμφανίστηκε σε όλους, αλλά μόνο στους αποστόλους; Διότι θα
φαινόταν φάντασμα στους πολλούς, που δεν γνώριζαν το μυστήριο· διότι αν και οι ίδιοι οι μαθητές του
απιστούσαν στην αρχή και ταράσσονταν, και χρειάστηκαν να Τον αγγίξουν με το χέρι τους, και να παρακαθίσουν μαζί Του σε τράπεζα, τι
θα ήταν φυσικό να πάθουν οι πολλοί; Γι’ αυτό λοιπόν και από τα θαύματα κάνει αναμφίβολη την απόδειξη της ανάστασης, ώστε
όχι μόνο στους τότε αλλά και σε όλους τους μετέπειτα να γίνει φανερή η Ανάσταση·
διότι αυτό που σε εκείνους έγινε με την
όραση των θαυμάτων, αυτό επρόκειτο να συμβεί σε όλους ύστερα με την πίστη.
Γι’ αυτό βέβαια συμπεραίνουμε από αυτά και
για τους απίστους. Διότι αν δεν
αναστήθηκε, αλλά παραμένει νεκρός, πώς με το όνομα Του οι απόστολοι έκαναν
θαύματα; Αλλά μήπως δεν έκαναν θαύματα; Πώς λοιπόν δημιουργήθηκε το δικό
μας το έθνος των Χριστιανών; Διότι ούτε προς αυτό θα αντισταθούν πλέον, ούτε
προς τα βλεπόμενα θα πολεμήσουν. Ώστε, όταν λένε ότι δεν έγιναν θαύματα πιο
πολύ τους εαυτούς τους ντροπιάζουν. Διότι αυτό
είναι μεγαλύτερο θαύμα, η χωρίς θαύματα προσέλευση ολόκληρης της οικουμένης,
που προσελκύστηκε από δώδεκα φτωχούς και αγράμματους ανθρώπους. Διότι οι
ψαράδες επικράτησαν χωρίς να έχουν άφθονα χρήματα, ούτε με την σοφία των λόγων
τους, ούτε με οτιδήποτε άλλο, ώστε και παρά την θέλησή τους θα ομολογήσουν ότι
υπάρχει σε αυτούς θεία δύναμη· διότι είναι
αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να πετύχει τόσα πολλά.
Γι’ αυτό βέβαια και ο
Κύριος σαράντα μέρες έμεινε κοντά τους μετά την Ανάσταση, δίνοντας την δυνατότητα στον μακρό αυτό χρόνο, να ελέγχουν την δική Του
παρουσία, για να μη νομίσουν ότι αυτό που βλέπουν είναι φάντασμα. Και δεν
αρκέστηκε μόνο σε αυτό, αλλά και τράπεζα πρόσθετε· πράγμα που και συνεχίζοντας
λέει: «καὶ
συναλιζόμενος αὐτοῖς(:και έτρωγε μαζί
τους την ίδια τροφή που έτρωγαν κι εκείνοι)»[Πράξ.1,4]. Και αυτό πάντοτε και οι ίδιοι οι Απόστολοι
χρησιμοποιούσαν σαν απόδειξη της ανάστασης λέγοντας: «οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι
τοῖς
προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες
συνεφάγομεν καὶ
συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν(:όχι πλέον σε όλο τον λαό, αλλά εμφανίστηκε σε
μάρτυρες που είχαν εκλεγεί από τον Θεό πολύ πριν σταυρωθεί και αναστηθεί ο
Ιησούς. Και οι μάρτυρες αυτοί είμαστε εμείς οι απόστολοι, οι οποίοι φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την
Ανάστασή Του από τους νεκρούς)»[Πράξ. 10,41]. Και τι
έκανε και όταν εμφανιζόταν φανερώνει με εκείνα που πρόσθεσε, λέγοντας: «δι᾿ ἡμερῶν
τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος
αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ(:και επί σαράντα
ημέρες εμφανιζόταν σε αυτούς κατά διαστήματα και τους μιλούσε για τις αλήθειες
και τα μυστήρια που αναφέρονταν στην βασιλεία του Θεού)».
Επειδή όμως ήταν καταπονημένοι και κατατρομαγμένοι με τα όσα ήδη είχαν γίνει,
και επρόκειτο στην συνέχεια να εξέλθουν σε μεγάλους αγώνες, τονώνοντας αυτούς
με τους λόγους για τα μέλλοντα, «καὶ
συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων
μὴ
χωρίζεσθαι, ἀλλὰ
περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν
τοῦ πατρὸς
ἣν ἠκούσατέ
μου(:Κι ενώ έτρωγε
μαζί τους την ίδια τροφή που έτρωγαν κι εκείνοι, τους έδωσε την εξής εντολή: “Μην
απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε την πραγματοποίηση της
υποσχέσεως που ακούσατε από το στόμα μου, ότι δηλαδή ο Πατήρ θα σας στείλει το
Άγιο Πνεύμα”)».
Πρώτα έβγαλε αυτούς στην Γαλιλαία, ενώ ήταν
ακόμα φοβισμένοι και έτρεμαν, για να ακούσουν άφοβα αυτά που θα τους έλεγε. Έπειτα, αφού άκουσαν και σαράντα
μέρες έζησαν μαζί Του, «παράγγειλε να μην
απομακρυνθούν από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την πραγματοποίηση της
υποσχέσεως που τους είχε δώσει, ότι δηλαδή ο Πατήρ θα τους έστελνε το Άγιο
Πνεύμα». Τι τέλος πάντων; Όπως
ακριβώς λίγους στρατιώτες που πρόκειται να επιτεθούν σε πλήθος αντιπάλων,
κανένας δεν τους αφήνει να εξέλθουν, μέχρι να εξοπλιστούν, ούτε τα άλογα να
περάσουν την αφετηρία μέχρι να δεχτούν επάνω τους τον ιππέα, κατά τον ίδιο
τρόπο λοιπόν και αυτούς δεν τους άφηνε
να εμφανιστούν σε παράταξη μάχης πριν από την κάθοδο του αγίου Πνεύματος,
για να μην καταληφθούν και εύκολα συλληφθούν από τους πολλούς.
Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και επειδή πολλοί ήταν εκείνοι που
επρόκειτο να πιστέψουν στα Ιεροσόλυμα. Και επιπλέον πάλι για να μην λένε
μερικοί ότι αφού άφησαν τους γνωστούς
τους στα Ιεροσόλυμα σε ξένους ήρθαν να επιδειχθούν, εξαιτίας αυτού παρέχουν τις αποδείξεις της Ανάστασης σε αυτούς που Τον
είχαν σταυρώσει, που Τον είχαν θάψει στην ίδια πόλη στην οποία αποτολμήθηκε η
παράνομη ενέργεια, ώστε να αποστομωθούν και όλοι όσοι προέρχονταν έξω από τα Ιεροσόλυμα.
Διότι όταν οι ίδιοι που Τον είχαν
σταυρώσει φαίνονται και ότι έχουν πιστέψει, είναι φανερό το ότι και ο σταυρός και η παρανομία του
τολμήματος αποκαλύπτονταν, και μεγάλη
ήταν η απόδειξη της ανάστασης.
Έπειτα για να μην λένε οι μαθητές: «πώς λοιπόν θα μπορέσουμε να μένουμε ανάμεσα σε
ανθρώπους που είναι αχρείοι και φονιάδες και τόσοι πολλοί, ενώ εμείς είμαστε
λίγοι και ασήμαντοι;», κοίταξε πώς λύνει την αγωνία τους, λέγοντας: «αλλά να
περιμένετε την πραγματοποίηση της υποσχέσεως που ακούσατε από το στόμα μου, ότι
δηλαδή ο Πατήρ θα σας στείλει το Άγιο Πνεύμα». «Και πότε την άκουσαν;», ίσως αναρωτηθεί κάποιος. Όταν έλεγε: «ἀλλ᾿ ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν
λέγω ὑμῖν·
συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ
παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται
πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς (:αλλά όσο κι αν λυπάστε, βεβαιωθείτε ότι εγώ σας
λέω την αλήθεια. Σας συμφέρει να φύγω εγώ. Διότι εάν δεν πεθάνω επάνω στον
σταυρό και δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθει σε σας. Αν όμως προσφέρω πάνω στο σταυρό την εξιλαστήρια θυσία μου και φύγω από
τον κόσμο αυτό για να πάω στον Πατέρα μου, θα σας στείλω τον Παράκλητο)»[Ιω.
16,7]· και πάλι: «καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα
καὶ ἄλλον
παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα (:και όταν εσείς με αγαπάτε και τηρείτε τις εντολές
μου, εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα, και
Αυτός θα σας δώσει και άλλον βοηθό, οδηγό και παρηγορητή, για να μένει μαζί σας
αιωνίως)»[Ιω. 14,16].
Και για ποιο λόγο δεν παρουσιάστηκε αμέσως
το Άγιο Πνεύμα, ενώ ο Χριστός ήταν παρών ή όταν αναχώρησε, αλλά Αυτός την
τεσσαρακοστή ημέρα ανήλθε στους ουρανούς και το Πνεύμα εμφανίστηκε όταν
συμπληρωνόταν η ημέρα της Πεντηκοστής; Και πώς εφόσον ακόμα δεν είχε έλθει
γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε
καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε
Πνεῦμα Ἅγιον (:και αφού το είπε αυτό, προκειμένου να τους
μεταδώσει την πνοή της νέας ουράνιας ζωής εμφύσησε στα πρόσωπά τους, όπως
κάποτε ο Θεός στο πρόσωπο του Αδάμ, και τους είπε: “Λάβετε Πνεύμα Άγιο”)»[Ιω.
20,22]. Για να τους κάνει δεκτικούς και
ικανούς για την υποδοχή Του· διότι αν ο Δανιήλ όταν επρόκειτο να δει άγγελο
φοβήθηκε, πολύ περισσότερο αυτοί που επρόκειτο να δεχθούν τόσο μεγάλη χάρη
[πρβλ. Δαν. 8, 15-17: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἰδεῖν με, ἐγὼ Δανιήλ,
τὴν ὅρασιν καὶ ἐζήτουν
σύνεσιν, καὶ ἰδοὺ ἔστη ἐνώπιον ἐμοῦ ὡς ὅρασις ἀνδρός. καὶ ἤκουσα φωνὴν ἀνδρὸς ἀναμέσον
τοῦ Οὐβάλ, καὶ ἐκάλεσε καὶ εἶπε·
Γαβριήλ, συνέτισον ἐκεῖνον τὴν ὅρασιν.
καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐχόμενος τῆς στάσεώς
μου, καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐθαμβήθην,
καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν
μου, καὶ εἶπε πρός
με· σύνες, υἱὲ ἀνθρώπου· ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις (: εγώ, ο Δανιήλ, όταν είδα το όραμα
σκεφτόμουνα και προσπαθούσα να κατανοήσω τη σημασία του, ιδού στάθηκε κοντά μου
κάποιος ο οποίος είχε την εμφάνιση ενός άντρα. Και άκουσα τη φωνή ενός άντρα ο
οποίος στεκόταν στο μέσο του ποταμού Ουβάλ, η οποία φωνή φώναξε και είπε: “ Γαβριήλ,
εξήγησε σε αυτόν το όραμα εκείνο”. Αυτός ήλθε και στάθηκε κοντά μου·
όταν λοιπόν με πλησίασε, εγώ καταλήφτηκα από
δέος και θαυμασμό και έπεσα αμέσως πρηνής με το πρόσωπό μου κάτω στη γη)»].
Ή αυτό λοιπόν είναι δυνατό να πούμε, ή είπε
αυτό που θα συμβεί στο μέλλον σαν να έχει ήδη πραγματοποιηθεί, όπως ακριβώς
όταν λέει: «ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν
τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων
καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν
τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ(:ιδού, εγώ σας δίνω τώρα εξουσία εναντίον του
σατανά πολύ μεγαλύτερη απ’ όση σας έδωσα, όταν σας έστειλα να κηρύξετε. Σας
δίνω εξουσία να νικάτε και να ποδοπατάτε όλα τα όργανα του σατανά, που σαν
φίδια και σκορπιοί επιβουλεύονται και χύνουν το δηλητήριό τους ύπουλα στις
ψυχές των ανθρώπων, για να τις νεκρώσουν. Σας δίνω εξουσία να κατανικάτε όλη τη
δύναμη που διαθέτει ο εχθρός του ανθρώπου, ο σατανάς, και έτσι κανένα μέσο να
μην τελεσφορεί απ’ όσα θα χρησιμοποιεί για να παρεμποδίσει το έργο σας. Και απ’
όσα μηχανεύεται εναντίον σας, τίποτε δεν θα σας ζημιώσει, ούτε θα σας βλάψει)»[Λουκ.10,19].
Και για ποιο λόγο τότε δεν είχε εμφανιστεί
αμέσως; Διότι έπρεπε να επιθυμήσουν τα πράγμα και έτσι να δεχθούν την χάρη. Γι’
αυτό και όταν Αυτός εξαφανιζόταν από τα μάτια τους, ανερχόμενος στους ουρανούς,
τότε ήλθε το Άγιο Πνεύμα. Και εάν ερχόταν, ενώ Αυτός ήταν παρών δεν θα ανέμεναν
με τόση προσδοκία. Γι’ αυτό δεν
εμφανίζεται αμέσως μετά την ανάληψη Του, αλλά ύστερα από οκτώ ή εννιά μέρες.
Έτσι και εμείς τότε προπάντων καταφεύγουμε
προς τον Θεό, όταν βρεθούμε στην ανάγκη. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής
τότε κυρίως στέλνει τους μαθητές του προς τον Χριστό, όταν επρόκειτο να
χρειαστούν τον Χριστό, όταν εκείνοι βρίσκονταν στο δεσμωτήριο. Και αλλιώς
έπρεπε να εμφανιστεί στον ουρανό η ανθρώπινη φύση μας, και να έχει συντελεστεί η συμφιλίωσή μας τέλεια με τον Θεό,
και τότε να έλθει το Πνεύμα το Άγιο, και καθαρή να γίνει η ευχαρίστηση. Διότι εάν ήταν παρόν το άγιο Πνεύμα, και ο
μεν Ιησούς ανέβαινε στους ουρανούς, ο δε Παράκλητος παρέμενε, δεν θα ήταν τόσα
πολλά τα αγαθά της παρηγοριάς· διότι πάρα πολύ δύσκολα μπορούσαν να Τον
αποχωρισθούν.
Γι’ αυτό και έλεγε παρηγορώντας τους: «ἀλλ᾿ ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν
λέγω ὑμῖν·
συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ
παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται
πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς (:Αλλά όσο κι αν λυπάστε, βεβαιωθείτε ότι εγώ σας
λέω την αλήθεια. Σας συμφέρει να φύγω εγώ. Διότι εάν δεν πεθάνω επάνω στον
σταυρό και δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθει σε σας. Αν όμως προσφέρω πάνω
στον σταυρό την εξιλαστήρια θυσία μου και φύγω από τον κόσμο αυτό για να πάω
στον Πατέρα μου, θα σας στείλω τον Παράκλητο)»[Ιω. 16,7]. Γι’ αυτό και
έχει διαφυλάξει τα σπουδαιότερα της διδασκαλίας για το Άγιο Πνεύμα, για να μην
το θεωρήσουν μικρότερο.
Και πρόσεξε πόσο μεγάλη ανάγκη πρόσθεσε σε
αυτούς να βρίσκονται στα Ιεροσόλυμα, με την υπόσχεση ότι εκεί θα παρασχεθεί το
άγιο Πνεύμα· διότι πάλι για να μην
φύγουν μετά την Ανάληψη Του, με την προσδοκία αυτή, σαν με κάποιο δεσμό,
συγκρατεί όλους αυτούς εκεί.
Και λέγοντας: «να περιμένετε την πραγματοποίηση της υποσχέσεως
που ακούσατε από το στόμα μου, ότι δηλαδή ο Πατήρ θα σας στείλει το Άγιο Πνεύμα»,
πρόσθεσε: «ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ
βαπτισθήσεσθε ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας(:είναι ανάγκη να περιμένετε να λάβετε το Άγιο
Πνεύμα, διότι ο Ιωάννης βάπτισε με απλό νερό, και το βάπτισμά του συνεπώς δεν
είχε τη δύναμη να αναγεννήσει εκείνους που βαπτίζονταν με αυτό. Εσείς όμως θα
βαπτισθείτε με το Άγιο Πνεύμα όχι πολλές μέρες μετά από αυτές που διερχόμαστε)».
Φανερώνει λοιπόν το ενδιάμεσο ανάμεσα σε
αυτούς και τον Ιωάννη, όχι πια όπως πριν από αυτό κατά τρόπο συγκαλυμμένο
(διότι πάρα πολύ συγκάλυπτε τον λόγο Του όταν έλεγε: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ· ὁ δὲ
μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν μείζων
αὐτοῦ ἐστιν(:αληθινά σας λέω,
δεν έχει αναφανεί μεταξύ των ανθρώπων που γεννήθηκαν μέχρι τώρα από γυναίκες
άλλος μεγαλύτερος ως προς την αξία από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Πρέπει όμως να
ξέρετε και αυτό: ότι ο τελευταίος και περισσότερο ταπεινός και άσημος στη
βασιλεία των ουρανών, η οποία θεμελιώνεται από μένα στη γη (δηλαδή το τελευταίο
μέλος της Εκκλησίας μου), είναι από την άποψη των θείων χαρισμάτων και της
σωτηριώδους γνώσεως, τα οποία απολαμβάνει μέσα στην Εκκλησία, μεγαλύτερος από
τον Ιωάννη, ο οποίος δεν απόλαυσε τις δωρεές και τα χαρίσματά της Καινής
Διαθήκης)»)[Ματθ.
11,11], αλλά τώρα πιο φανερά· διότι έλεγε: «διότι ο Ιωάννης βάπτισε με απλό νερό, και το
βάπτισμά του συνεπώς δεν είχε τη δύναμη να αναγεννήσει εκείνους που βαπτίζονταν
με αυτό. Εσείς όμως θα βαπτισθείτε με το Άγιο Πνεύμα». Δεν
χρησιμοποιεί πια την μαρτυρία, αλλά θυμάται το πρόσωπο μόνο, επαναφέροντας στη
μνήμη τους τα όσα είχε πει και αποδεικνύει ότι αυτοί είναι πλέον μεγαλύτεροι
από τον Ιωάννη, εφόσον βέβαια επρόκειτο και αυτοί να βαφτιστούν με Πνεύμα άγιο.
Και δεν είπε: «εγώ σας βαπτίζω με το Πνεύμα μου το Άγιο», αλλά «θα βαπτισθείτε», διδάσκοντας να είμαστε ταπεινόφρονες. Διότι αυτό, το ότι ο Χριστός
ήταν Εκείνος που βαπτίζει, έγινε φανερό στη συνέχεια από τη μαρτυρία του
Ιωάννου, που είπε: « ἐγὼ μὲν ὕδατι
βαπτίζω ὑμᾶς· ἔρχεται δὲ ὁ ἰσχυρότερός
μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων
αὐτοῦ· αὐτὸς ὑμᾶς
βαπτίσει ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί (: Εγώ σας βαπτίζω με απλό και φυσικό νερό˙ έρχεται
όμως Εκείνος που λόγω του αξιώματός Του και της θείας Του φύσεως είναι πιο
δυνατός από μένα. Μπροστά Του εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε το λουρί των
υποδημάτων Του. Αυτός θα σας βαπτίσει με
Πνεύμα Άγιο και με την καθαρτική φωτιά της θείας χάριτος)»[Λουκά
3,16], γι’ αυτό και μόνο αυτόν θυμήθηκε.
Τα
Ευαγγέλια λοιπόν είναι μια ιστορία εκείνων που ο Χριστός έκανε και είπε και οι
Πράξεις είναι η ιστορία εκείνων που έκανε και είπε ο άλλος Παράκλητος.
Διότι και τότε μεν πολλά ο Παράκλητος τα έκανε, όπως
ακριβώς ενεργεί και τώρα ο Χριστός· κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τότε·
αλλά τότε ενεργούσε με τον ναό, δηλαδή με την σωματική παρουσία Του, και τώρα
με τους Αποστόλους· και τότε ήρθε σε παρθενική μήτρα και διαμόρφωσε ναό,
σωματική μορφή, και τώρα ήρθε σε αποστολικές ψυχές· και τότε ήρθε το Πνεύμα σαν περιστέρι, και τώρα σαν πύρινες γλώσσες.
Τι τέλος πάντων σημαίνουν αυτά; Εκεί
φανερώνοντας το ήρεμο, εδώ όμως το τιμωρητικό.
Και την κρίση θυμάται σε κατάλληλη στιγμή·
διότι όταν μεν επρόκειτο να συγχωρέσει αμαρτήματα, χρειαζόταν μεγάλη ηρεμία, εφόσον όμως πετύχαμε την δωρεά, στην
συνέχεια είναι καιρός και κρίσης και εξέτασης. Και πώς λέει: «θα βαπτισθείτε», αφού νερό δεν υπάρχει
στο υπερώο; Διότι το κυριότερο το Πνεύμα είναι, με το οποίο και το νερό ενεργεί·
όπως ακριβώς λοιπόν και αυτός λέγεται ότι έχει χρισθεί χωρίς πουθενά να χρισθεί
με έλαιο, αλλά λαμβάνοντας το Πνεύμα·
άλλωστε και αυτούς είναι δυνατό να δεις να βαπτίζονται με νερό και σε διάφορους
καιρούς. Διότι σε εμάς και τα δύο, βάπτισμα και χρίσμα, τελούνται σε ένα, τότε
όμως τελούνταν χωριστά.
Διότι στην αρχή βαπτίστηκαν από τον
Ιωάννη και μην απορήσεις. Διότι εάν στο βάπτισμα εκείνο πήγαιναν πόρνες και
τελώνες, πολύ περισσότερο θα πήγαιναν εκείνοι, που επρόκειτο κατόπιν να
βαπτισθούν από το Άγιο Πνεύμα. Έπειτα για να μη λένε ότι «η αποστολή του Παρακλήτου βρίσκεται πάντοτε στις υποσχέσεις και δεν
υλοποιείται» (διότι και πολλά πια δίδαξε γι’ αυτό), ούτε να νομίζουν ότι το άγιο Πνεύμα είναι μια ενέργεια χωρίς
υπόσταση, απομακρύνοντας αυτούς από μια τέτοια υπόνοια, λέει: «ὑμεῖς δὲ
βαπτισθήσεσθε ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας(:εσείς όμως θα βαπτιστείτε με το Άγιο Πνεύμα όχι
πολλές μέρες μετά από αυτές που διερχόμαστε)».
Και δεν φανέρωσε το πότε ακριβώς θα
βαπτιστούν με το Άγιο Πνεύμα για να βρίσκονται πάντα σε εγρήγορση, αλλά είπε
ότι θα είναι κοντά για να μη χαλαρώσουν
και διαλυθούν· και το πότε ακριβώς,
καθόλου δεν το ανέφερε, για να είναι πάντοτε άγρυπνοι. Και όχι μόνο με αυτό
βεβαιώνει αυτούς, με την εγγύτητα εννοώ πλέον του καιρού, αλλά και με την φράση
«να
περιμένετε την πραγματοποίηση της υποσχέσεως που ακούσατε από το στόμα μου, ότι
δηλαδή ο Πατήρ θα σας στείλει το Άγιο Πνεύμα». Και αυτό που λέει είναι
το εξής: «όχι μόνο τώρα σας είπα»,
λέει, «αλλά και ήδη σας παράγγειλα
εκείνα, που θα κάνω οπωσδήποτε». Γιατί λοιπόν απορείς, αν δεν λέει την
ημέρα της συντέλειας, εφόσον βέβαια αυτήν που είναι τόσο κοντά, δεν θέλησε να
φανερώσει; Και πάρα πολύ δικαιολογημένα ενεργεί έτσι, για να είναι πάντοτε σε εγρήγορση και σε αναμονή και φροντίδα.
Διότι δεν είναι δυνατόν να απολαύσεις την
χάρη όταν δεν είσαι προσεκτικός. Ή δεν βλέπεις τι λέει και ο Ηλίας προς τον
μαθητή του τον Ελισαίο; : «ἐσκλήρυνας
τοῦ αἰτήσασθαι·
ἐὰν ἴδῃς με ἀναλαμβανόμενον
ἀπὸ σοῦ, καὶ ἔσται σοι
οὕτως· καὶ ἐὰν μή, οὐ μὴ γένηται (:πολύ
βαρύ είναι το αίτημά σου. Εάν όμως με δεις να αναλαμβάνομαι από εσένα προς τον
ουρανό, θα πραγματοποιηθεί το αίτημά σου. Εάν όμως όχι, δεν θα πραγματοποιηθεί)»[Δ’ Βασ.2,10], δηλαδή «θα γίνει και σε εσένα αυτό που ζητάς».
Και ο Χριστός παντού σε αυτούς που
προσερχόταν, έλεγε: «πιστεύεις;»· διότι αν δεν αποδεχθούμε με φιλικότητα αυτό που προσφέρεται,
ούτε την ευεργεσία αισθανόμαστε πάρα πολύ. Το ίδιο και με τον Παύλο συνέβη:
δεν ήρθε αμέσως η χάρη, αλλά πέρασαν στο
μεταξύ τρεις μέρες κατά τις οποίες ήταν τυφλός, απαλλασσόμενος από τον φόβο και
προετοιμαζόμενος. Διότι όπως ακριβώς οι βαφείς της πορφύρας[:κόκκινα
ενδύματα], προετοιμάζουν δοκιμάζοντας προηγουμένως με διάφορα άλλα
εκείνο που πρόκειται να δεχθεί την βαφή, για να μη χάνει το χρώμα του το άνθος,
κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο και εδώ
προηγουμένως επιμελημένα προετοιμάζει την ψυχή ο Θεός, και τότε χορηγεί την
χάρη. Γι’ αυτό και δεν απέστειλε
αμέσως το άγιο Πνεύμα, αλλά κατά την Πεντηκοστή. Και αν ρωτά κάποιος: «γιατί και εμείς δεν βαπτίζουμε κατά αυτόν το
καιρό», εκείνο θα μπορούσαμε να απαντήσουμε, ότι η χάρη του Θεού είναι ίδια και τότε και τώρα, η διάνοια όμως τώρα
εξυψώνεται προετοιμαζόμενη με την νηστεία.
Και ο καιρός της Πεντηκοστής έχει κάποια
αιτιολογία όχι αφύσικη. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Οι πατέρες θεώρησαν ότι το βάπτισμα είναι ισχυρός χαλινός της
πονηρής επιθυμίας και μεγάλη
διδασκαλία για εκείνον που πρόκειται να βαπτιστεί ώστε να σωφρονεί σε περίοδο
απόλαυσης. Όπως ακριβώς λοιπόν, όταν συναναστρεφόμαστε με τον Χριστό, και
όταν συμμετέχουμε στην αγία τράπεζα, δεν κάνουμε τίποτε απλό, αλλά ζούμε με νηστείες και προσευχές και με
σωφροσύνη μεγάλη· διότι εάν εκείνος που πρόκειται να αρχίσει ένα
βιοποριστικό επάγγελμα, προετοιμάζει τον εαυτό του όλη του την ζωή, και για να
πετύχει κάποιο αξίωμα και χρήματα δαπανά και χρόνο σπαταλά και άπειρους κόπους
υπομένει, τίνος θα είμαστε εμείς άξιοι όταν προσερχόμαστε με τόση αδιαφορία
στην Βασιλεία των ουρανών, και χωρίς να
δίνουμε προθυμία για την προετοιμασία, ούτε πριν λάβουμε το βάπτισμα αλλά και
μετά το βάπτισμα αδιαφορούμε;
Διότι γι’
αυτό και μετά το βάπτισμα γινόμαστε οκνηροί και αδιάφοροι επειδή πριν το
λάβουμε δεν είμαστε άγρυπνοι. Γι’ αυτό και πολλοί μετά το βάπτισμα
επέστρεψαν αμέσως στον προηγούμενο εμετό και έγιναν χειρότεροι και επέσυραν
χειρότερη την τιμωρία τους, αν και
απαλλάχθηκαν από τα προηγούμενα αμαρτήματα, με την συμπεριφορά τους όμως αυτή
εξόργισαν περισσότερο τον Κριτή, διότι εφόσον απαλλάχθηκαν από τόσο μεγάλη
αρρώστια, ούτε με τον τρόπο αυτό σωφρονίστηκαν, αλλά έπαθαν εκείνο που απείλησε
ο Χριστός στον παραλυτικό λέγοντας: «ἴδε ὑγιὴς
γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί
τι γένηται (:Βλέπεις, τώρα
έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν από δω και πέρα να μην αμαρτάνεις πια, για να
μη πάθεις τίποτε χειρότερο από την
ασθένεια που είχες και η οποία σου συνέβη από τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε μην
πάθεις χειρότερη συμφορά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώματος
σου και την ψυχή σου)»[Ιω. 5,14], καθώς και
εκείνο που προέλεγε για τους Ιουδαίους δείχνοντας ότι θα πάθουν ανεπανόρθωτα
κακά, εφόσον αποδειχτούν αγνώμονες: «εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ πρόφασιν
οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν(:Εάν δεν είχα έλθει και δεν τους είχα μιλήσει
αποδεικνύοντάς τους με τη διδασκαλία μου και με τα θαύματά μου ότι είμαι ο
Μεσσίας, δεν θα είχαν αμαρτία για την απιστία που έδειξαν σε μένα. Τώρα όμως
δεν έχουν καμία πρόφαση που να δικαιολογεί την αμαρτία τους. Και είναι βαριά
και ασυγχώρητη η αμαρτία τους αυτή)»[Ιω. 15,22].
Ώστε διπλά
και τετραπλά γίνονται τα αμαρτήματα που διαπράττονται ύστερα από το
Βάπτισμά μας. Πώς; Διότι με την τιμή που
μας κάνει ο Θεός να μας δώσει την χάρη Του, γινόμαστε αγνώμονες και πονηροί.
Και γι’ αυτό στην συνέχεια δεν μας βοηθάει καθόλου το λουτρό για να τύχουμε
επιεικέστερης τιμωρίας. Και πρόσεχε: διέπραξε κάποιος αμαρτήματα φοβερά ή αφού
φόνευσε ή μοίχευσε ή κάποιο άλλο φοβερότερο, συγχωρέθηκαν με το λουτρό του
βαπτίσματος αυτά. Διότι δεν υπάρχει, δεν
υπάρχει κανένα αμάρτημα και ασέβεια που δεν υποχωρεί και δεν παραμερίζει με την
δωρεά διότι είναι θεία χάρις. Πάλι μοίχευσε ίσως κάποιος και φόνευσε· η
προηγούμενη μοιχεία έχει συγχωρεθεί και δεν ανακαλείται πλέον στη μνήμη του
Θεού[βλ. Ρωμ. 11,29: « ἀμεταμέλητα
γὰρ τὰ
χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ(:όταν ο Θεός εκλέγει και καλεί δεν υπόκειται
σε πλάνη, και συνεπώς δεν μεταμελείται για τα χαρίσματα που δίνει και δεν
ανακαλεί την κλήση που έκανε)»] .
Για τα αμαρτήματα όμως τα μετά το βάπτισμα
τόσο πολύ τιμωρούμαστε σαν να είχαν ανακληθεί και εκείνα, και πολύ χειρότερα·
διότι δεν είναι απλό αμάρτημα είναι απλό και τριπλό. Και ότι είναι μεγαλύτερη η τιμωρία για τα
αμαρτήματα αυτά, άκουσε τι λέει ο Παύλος: «ἀθετήσας
τις νόμον Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶ μάρτυσιν
ἀποθνήσκει· πόσῳ δοκεῖτε
χείρονος ἀξιωθήσεται
τιμωρίας ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ
καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς
διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος,
ἐν ᾧ ἡγιάσθη,
καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος
ἐνυβρίσας;(: διότι όταν κανείς παραβεί τον μωσαϊκό νόμο
και την παράβασή του αυτήν τη βεβαιώσουν δύο ή τρεις μάρτυρες, αυτός
θανατώνεται χωρίς επιείκεια. Πόσο χειρότερη τιμωρία νομίζετε ότι αξίζει εκείνος
που ποδοπάτησε περιφρονητικά τον υιό του Θεού και νόμισε ως αίμα συνηθισμένου
και κοινού ανθρώπου, το Αίμα με το οποίο επικυρώθηκε η Νέα Διαθήκη, με το οποίο
μάλιστα και αυτός ο ίδιος αγιάστηκε και εξύβρισε και περιφρόνησε το Άγιο Πνεύμα
που μας προσφέρει τη χάρη Του;)»[Εβρ.
10,28-29].
«Oἱ μὲν οὖν
συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν
λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις
τὴν
βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;(:Ύστερα λοιπόν από τις ελπίδες αυτές που έδωσε ο
Χριστός στους μαθητές Του, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί και τον ρωτούσαν: “Κύριε,
πες μας˙ στο χρονικό διάστημα των ημερών αυτών πρόκειται να αποκαταστήσεις στην
παλαιά της δύναμη και δόξα τη βασιλεία για τον Ισραήλ;”)»[Πράξεις
1,6].
Όταν πρόκειται να ρωτήσουν κάτι οι μαθητές,
προσέρχονται μαζί. Και πράττουν αυτό για να πετύχουν με το πλήθος τον σκοπό για
τον οποίο ικετεύουν. Διότι γνώριζαν ότι εκείνο που είχε πει ο Ίδιος
προηγουμένως ότι «περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ πατήρ
μου μόνος (:για την ημέρα
εξάλλου εκείνη και την ώρα που θα γίνει η δευτέρα παρουσία και η κρίση, κανείς
δεν γνωρίζει πότε ακριβώς θα είναι αυτές, ούτε ακόμη οι ουράνιοι άγγελοι, παρά
μόνον ο Πατέρας μου)»[Ματθ.24,36], ήταν αποφυγή και όχι άγνοια επειδή ανέβαλε
την απόκριση. Γι’ αυτό πάλι προσέρχονται και ρωτούν. Δεν θα ρωτούσαν αν
βέβαια ήταν πράγματι πεπεισμένοι. Διότι επειδή άκουσαν ότι πρόκειται να λάβουν
το άγιο Πνεύμα, ήθελαν να μάθουν, σαν να ήταν πια άξιοι και έτοιμοι να
απαλλαγούν από την επιρροή του
Διδασκάλου τους· διότι δεν ήθελαν να
υποβάλλουν τους εαυτούς τους σε κινδύνους αλλά να ανακουφισθούν· καθόσον
δεν ήταν μικρά αυτά που είχαν συμβεί σε αυτούς, αλλά για τα έσχατα υπήρχε ο
κίνδυνος.
Χωρίς λοιπόν να πουν κάτι σε Αυτόν για το
άγιο Πνεύμα ρωτούν λέγοντας: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις
τὴν
βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;(: “Κύριε, πες μας˙
στο χρονικό διάστημα των ημερών αυτών πρόκειται να αποκαταστήσεις στην παλαιά
της δύναμη και δόξα τη βασιλεία για τον Ισραήλ;”)» και δεν είπαν «πότε», «μήπως πρόκειται τώρα;», λέει· τόσο
πολύ ήθελαν να μάθουν την ημέρα. Γι’ αυτό και προσήλθαν με μεγαλύτερη τιμή.
Εμένα όμως μου φαίνεται ότι ούτε σε αυτούς διευκρινίστηκε καλά ποτέ ποια ήταν η
βασιλεία· διότι δεν είχε δοθεί ακόμα το Πνεύμα για να τους διδάξει. Και δεν
ανέφεραν πότε θα γίνουν αυτά, αλλά τι; «μήπως στο χρονικό διάστημα των ημερών αυτών
πρόκειται να αποκαταστήσεις στην παλαιά της δύναμη και δόξα τη βασιλεία για τον
Ισραήλ;» σαν δηλαδή να είχε ήδη εκπέσει. Αυτά ζητούν να τα
πληροφορηθούν κατά αυτόν τον τρόπο, επειδή ακόμα
εξακολουθούσαν να ενδιαφέρονται για τα αισθητά, αν και όχι όμοια με πριν, διότι
ακόμα δεν είχαν γίνει καλύτεροι. Έτσι δηλαδή φαντάζονταν αυτοί μεγαλύτερα
γι’ Αυτόν, όταν όμως αυτοί υψώθηκαν
πνευματικά και Αυτός μιλάει μαζί τους με τρόπο υψηλό. Διότι δεν λέει πλέον
προς αυτούς ότι «περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ (:σχετικά όμως με την ημέρα εκείνη και την ώρα που
θα γίνει η δευτέρα παρουσία και η κρίση, δεν ξέρει κανείς πότε ακριβώς θα είναι
αυτές, ούτε οι άγγελοι που είναι στον ουρανό, ούτε ο Υιός ως άνθρωπος, παρά
μόνο ο Πατήρ)»[Μάρκος 13,32], αλλά τι; «οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι
χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ(:δεν ανήκει σε σας
και δεν είναι δικό σας δικαίωμα να γνωρίσετε τα χρόνια ή τους ορισμένους μήνες
και τις ημέρες, τα οποία ο Πατήρ κράτησε στην αποκλειστική εξουσία Του. Αυτός
μόνο τα γνωρίζει και μόνον Αυτός θα ολοκληρώσει όσα θα συντελεσθούν κατά τη
διάρκεια αυτών των χρόνων)»[Πράξ.1,7].
«Ζητάτε
μεγαλύτερα», λέει. Και βεβαία έμαθαν ήδη και αυτά που ήταν πολύ μεγαλύτερα.
Και για να μάθεις αυτό ακριβώς κοίταζε πόσα
θα απαριθμήσω. Πες μου τι μεγαλύτερο θα μάθουν αυτοί από εκείνα που έμαθαν;
Έμαθαν ήδη ότι είναι Υιός του Θεού και ότι ο Θεός έχει ισότιμο Υιό[Ιω. 5,17: «ὁ πατήρ
μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται,
κἀγὼ ἐργάζομαι(:Ο Θεός Πατέρας
μου εργάζεται έως τώρα συνεχώς και χωρίς διακοπή˙ διότι όχι μόνο δημιούργησε
αλλά και κυβερνά τον κόσμο και προνοεί γι’ αυτόν. Κι εγώ λοιπόν, ο Υιός Του,
εργάζομαι συνεχώς όπως ο Πατέρας μου, χωρίς να διακόπτω το σωτήριο έργο μου τις
ημέρες του Σαββάτου)» ·και Ιω.19-23: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι
βλέπῃ τὸν πατέρα
ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως
ποιεῖ. ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα
δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα
τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα, ἵνα ὑμεῖς
θαυμάζητε. ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει
ζωοποιεῖ. οὐδὲ γὰρ ὁ πατὴρ κρίνει
οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν
πᾶσαν
δέδωκε τῷ υἱῷ,
ἵνα πάντες
τιμῶσι τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα.
ὁ μὴ τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα
τὸν
πέμψαντα αὐτόν(:Αληθινά σας βεβαιώνω ότι υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ του Υιού και του Πατρός. Γι’ αυτό ο
Υιός είναι φυσικώς αδύνατο να κάνει από τον εαυτό Του τίποτε, εάν δεν βλέπει
τον Πατέρα να το κάνει αυτό. Είναι που ενεργεί ο Πατήρ, αυτά κάνει και ο Υιός
ακριβώς όπως τα κάνει ο Πατήρ. Διότι είναι
κοινή και μία η θέληση, η δύναμη και η ενέργεια Πατρός και Υιού. Η συμφωνία
αυτή και η κοινή ενέργεια Πατρός και Υιού βασίζεται και πάνω στην αγάπη που τους συνδέει.
Διότι ο Πατήρ αγαπά με άπειρη στοργή τον Υιό Του. Δεν κρύβει τίποτε απ’ Αυτόν,
αλλά Του φανερώνει όλα όσα κάνει, ώστε να ενεργούνται αυτά διαμέσου του Υιού. Και
θα δείξει στον ενανθρωπήσαντα Υιό Του υπερφυσικά έργα μεγαλύτερα από τα θαύματα
αυτά που έως τώρα είδατε, ώστε να τα ενεργήσει και αυτά ο Υιός, για να
θαυμάζετε εσείς που τώρα απιστείτε. Ο
Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει. Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο
Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική αλλά
και πνευματική. Και την πνευματική
αυτή ζωή την μεταδίδει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρίνει άξιο να την
μεταδώσει. Ο Υιός έχει απεριόριστη
την εξουσία και τη δύναμη αυτή. Διότι ο Πατήρ ούτε το έργο του κριτή δεν
κράτησε για τον εαυτό Του. Ο Πατήρ δεν δικάζει κανένα, αλλά όλη την εξουσία να δικάζει και να κρίνει
ποιος είναι και ποιος δεν είναι άξιος να λάβει ζωή, την έχει δώσει στον Υιό του
που έγινε άνθρωπος.Και έδωσε ο Πατήρ όλη αυτή την εξουσία στον Υιό, για να
τιμούν και να λατρεύουν όλοι τον Υιό όπως τιμούν και λατρεύουν τον Πατέρα.
Εκείνος που δεν τιμά τον Υιό, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, που Τον απέστειλε στον
κόσμο)»].
Έμαθαν επίσης ότι θα υπάρξει ανάσταση [Ματθ.
17,9: «καὶ
καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων·
μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ(:και καθώς
κατέβαιναν από το βουνό, τους παρήγγειλε ο Ιησούς και τους είπε: “Μην πείτε σε
κανέναν αυτό που είδατε, μέχρι να
αναστηθεί ο Υιός του ανθρώπου από τους νεκρούς˙ τότε δεν θα υπάρχει
κίνδυνος άκαιρων ενθουσιασμών του πλήθους, αλλά και το γεγονός αυτό θα καταστεί
περισσότερο κατανοητό και πιστευτό”)» ·πρβλ.
Ιω. 11,25: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις
καὶ ἡ ζωή(:Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη
να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής)»], έμαθαν ότι όταν απέλθει στους
ουρανούς, θα καθίσει στα δεξιά του Πατρός «ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς
δυνάμεως τοῦ Θεοῦ (:Αυτό μόνο σας
λέω, ότι από τώρα ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, θα κάθεται διαρκώς στα δεξιά
του παντοδύναμου Θεού)»[Λουκά 22,69], έμαθαν το πιο
φρικώδες από αυτά, ότι σάρκα κάθεται επάνω και προσκυνείται από τους αγγέλους [
βλ. Μάρκ. 16,19:«Ὁ μὲν οὖν Κύριος
μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ(:Αφού λοιπόν ο Κύριος τους μίλησε επανειλημμένα και
τους είπε μεταξύ άλλων και αυτά, αναλήφθηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά
του Θεού Πατρός)»].
Έμαθαν ότι θα έρθει πάλι να κρίνει όλο τον
κόσμο[Ματθ. 16,27: μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ
(:Πράγματι, λοιπόν,
κάθε άνθρωπος πρόκειται ή να χάσει ή να κερδίσει την ψυχή του· διότι πρόκειται
ο υιός του ανθρώπου να έλθει περιβεβλημένος με τη δόξα του Πατέρα Του μαζί με
τους αγγέλους Του, και τότε θα ανταμείψει τον καθένα ανάλογα με τις πράξεις Του)» και Λουκ. 21,27: «καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλῃ μετὰ δυνάμεως
καὶ δόξης
πολλῆς(: Και τότε όλοι οι
άνθρωποι θα δουν τον υιό του ανθρώπου να έρχεται καθισμένος θεοπρεπώς πάνω σε
σύννεφο με δύναμη και με συνοδεία αγγέλων, με μεγάλη δόξα και λαμπρότητα)»].
Έμαθαν ακόμη ότι τότε πρόκειται να καθίσουν
και αυτοί κριτές των δώδεκα φυλών του Ισραήλ[Ματθ.19,28: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές
μοι, ἐν τῇ
παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου
δόξης αὐτοῦ,
καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα
θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα
φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ (:αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε,
όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεσθεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε
θα καθίσει ο υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας Του, θα
καθίσετε και εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)»] έμαθαν
ότι οι Ιουδαίοι εκβάλλονται έξω, και ότι αντί αυτών εισέρχονται οι εξ εθνών[
Λουκ. 21,24:«καὶ πεσοῦνται
στόματι μαχαίρας, καὶ αἰχμαλωτισθήσονται
εἰς πάντα τὰ ἔθνη, καὶ Ἱερουσαλὴμ ἔσται
πατουμένη ὑπὸ ἐθνῶν ἄχρι
πληρωθῶσι καιροὶ ἐθνῶν(:πολλοί θα πέσουν σφαγμένοι με την κόψη του
μαχαιριού και άλλοι θα μεταφερθούν αιχμάλωτοι για να πουληθούν σε όλα τα έθνη.
Και η Ιερουσαλήμ θα καταπατείται συνεχώς από εθνικούς, μέχρι να συμπληρωθούν τα
χρόνια της οργής του Θεού εναντίον του Ισραήλ, στη διάρκεια των οποίων τα έθνη
θα κατέχουν αποκλειστικά τα προνόμια του Ισραήλ. Κατόπιν όμως, αφού όλα τα έθνη
επιστρέψουν στο Χριστό, θα επιστρέψει και ο Ισραήλ και θα σωθεί)»]. Το να
γνωρίζει κανένας ότι θα γίνουν αυτά, είναι σπουδαίο πράγμα, το να μάθει όμως
ότι κάποιος θα βασιλεύσει ή το πότε, δεν είναι μεγάλο πράγμα.
Έμαθε ο Παύλος εκείνα που δεν επιτρέπεται
σε άνθρωπο να πει: «ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν
παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι (: γνωρίζω ότι ο άνθρωπος αυτός αρπάχτηκε και
μεταφέρθηκε στον Παράδεισο και άκουσε λόγια που κανένας άνθρωπος δεν έχει τη
δύναμη να τα πει, και ούτε επιτρέπεται να τα ξεστομίσει λόγω της ιερότητάς τους)» [Β’ Κορ. 12,4] έμαθε όλα
τα πριν από τον κόσμο. Τι είναι δυσκολότερο να μάθει κανένας την αρχή ή το
τέλος; Είναι ολοφάνερο ότι το πρώτο. Λοιπόν αυτό λοιπόν ο Μωυσής έμαθε και πότε και πριν από πόσα χρόνια,
αποδεικνύουν τα έτη, που απαριθμεί. Αυτό το έμαθε και ο Σολομών, γι’ αυτό και
έλεγε: «ἐὰν ἀναγγείλω ὑμῖν τὰ καθ᾿ ἡμέραν
γινόμενα, μνημονεύσω τὰ ἐξ αἰῶνος ἀριθμῆσαι (:Ακούστε με, λοιπόν, με προσοχή, εάν
αναγγείλω σε σας όλα όσα αγαθά έργα κάθε ημέρα γίνονται από εμένα. Θα σας
υπενθυμίσω επιπλέον ένα προς ένα, όσα δια μέσου των αιώνων έχουν γίνει)» [Παρ.8,21].
Το ότι λοιπόν είναι πλησίον γνώριζαν κατόπιν
και αυτοί, όπως ακριβώς και ο Παύλος λέγοντας: «τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν
γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις.
ὁ Κύριος ἐγγύς μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει
μετὰ εὐχαριστίας
τὰ αἰτήματα ὑμῶν
γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν (:Η επιείκειά σας και η υποχωρητικότητά σας ας γίνει
γνωστή σε όλους τους ανθρώπους, και σε αυτούς ακόμη τους απίστους. Ο Κύριος
πλησιάζει να έλθει, και Αυτός θα αποδώσει στον καθένα ό,τι του ανήκει. Μην
κυριεύεστε από αγωνιώδη φροντίδα για τίποτε, αλλά για καθετί που σας
παρουσιάζεται, να κάνετε γνωστά τα αιτήματά σας στον Θεό με την προσευχή και τη
δέηση, οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται και με ευχαριστία για όσα ο Θεός μας
έδωσε)» [Φιλιπ. 4,5-6].
Αλλά τότε δεν το γνώριζαν αν και έλαβαν
αποδείξεις. Και ο Χριστός όπως ακριβώς είπε «όχι ύστερα από πολλές ημέρες», θέλοντας αυτοί να αγρυπνούν και δεν
το φανέρωσε καθαρά, έτσι και τώρα κάνει. Άλλωστε
και εκείνοι εδώ δεν ρωτούν για την συντέλεια, αλλά για την βασιλεία. Γι’
αυτό και έλεγαν: «Μήπως Κύριε αυτόν τον
καιρό θα αποκαταστήσεις την βασιλεία στο Ισραήλ;». Και Αυτός ούτε αυτό δεν το αποκάλυψε σε αυτούς.
Για το τέλος του κόσμου και τα πριν από αυτό, αυτό ρωτούσαν να μάθουν. Αλλά δεν
αποκρίθηκε, όπως ακριβώς εκεί κατά τρόπο σφοδρό, απομακρύνοντας αυτούς από το
να νομίζουν ότι η λύτρωση είναι κοντά και ενέβαλε αυτούς στους κινδύνους· έτσι
και εδώ αλλά κατά τρόπο ημερότερο: «οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι
χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ
(:Δεν ανήκει σε σας
και δεν είναι δικό σας δικαίωμα να γνωρίσετε τα χρόνια ή τους ορισμένους μήνες
και τις ημέρες, τα οποία ο Πατήρ κράτησε στην αποκλειστική εξουσία Του. Αυτός
μονάχα τα γνωρίζει και μονάχα Αυτός θα ολοκληρώσει όσα θα συντελεσθούν κατά τη
διάρκεια αυτών των χρόνων)».
Για να
μην κρίνουν όμως αυτό που τους είπε προσβλητικό γι’ αυτούς, ούτε ότι αυτά είναι
προφάσεις για να αποφύγει να τους απαντήσει, άκουσε πώς υπόσχεται αμέσως ότι θα
δώσει σε αυτούς, πράγμα για το οποίο και χάρηκαν. Πρόσθεσε δηλαδή: «ἀλλὰ λήψεσθε
δύναμιν ἐπελθόντος
τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι
μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς(:Θα λάβετε όμως ενίσχυση και δύναμη, όταν θα έλθει
πάνω σας το Άγιο Πνεύμα. Και θα γίνετε μάρτυρες της ζωής μου και της διδασκαλίας
μου και στη Ιερουσαλήμ και σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και μέχρι το
τελευταίο και πιο απομακρυσμένο σημείο της γης)»[Πράξ.1,8].
Έπειτα για να μην Τον ρωτούν και πάλι,
αμέσως αναλήφθηκε: «καὶ ταῦτα εἰπὼν
βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν (:Και αφού τα είπε αυτά, ενώ εκείνοι Τον έβλεπαν,
ανυψώθηκε προς τον ουρανό, και ένα σύννεφο παρουσιάστηκε σαν όχημα κάτω απ’ Αυτόν
και τον πήρε από τα μάτια τους)». Όπως
ακριβώς λοιπόν εκεί τους ταλαιπώρησε υπερβολικά με τον φόβο και λέγοντας: «δεν
γνωρίζω», έτσι και εδώ με το να πει «ανελήφθη».
Και διότι είχαν μεγάλη επιθυμία για το
πράγμα αυτό, και δεν θα παραιτούνταν και διότι ήταν υπερβολικά αναγκαίο να μην
το μάθουν. Διότι πες μου· για ποιο πράγμα δείχνουν περισσότερο απιστία οι
εθνικοί; Ότι θα υπάρξει συντέλεια ή ότι ο Θεός έχει γίνει άνθρωπος και ότι
προήλθε από μήτρα Παρθένου και ότι εμφανίστηκε άνθρωπος με σάρκα; Άραγε δεν
είναι για το δεύτερο; Οπωσδήποτε και εσύ θα συμφωνήσεις. Αλλά όμως ντρέπομαι να
μιλάω συνέχεια γι’ αυτό, σαν να πρόκειται για κάποιο αδιάφορο πράγμα.
Έπειτα πάλι για να μην πουν: «γιατί μας στερείς την απάντηση;», λέγει:
«οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι
χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ
(:Δεν ανήκει σε σας
και δεν είναι δικό σας δικαίωμα να γνωρίσετε τα χρόνια ή τους ορισμένους μήνες
και τις ημέρες, τα οποία ο Πατήρ κράτησε στην αποκλειστική εξουσία Του. Αυτός
μόνο τα γνωρίζει και μόνον Αυτός θα ολοκληρώσει όσα θα συντελεσθούν κατά τη
διάρκεια αυτών των χρόνων)». Και
βέβαια μία είναι η εξουσία του Πατρός και του Υιού, όπως όταν λέει:· «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει
ζωοποιεῖ(:Ο Υιός ακόμη και
νεκρούς θα αναστήσει. Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους
δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει
ζωή όχι μόνο φυσική αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή την
μεταδίδει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)»[Ιω.5,21].
Εάν όπου πρέπει να εργαστεί, πράττει αυτό με την ίδια προς τον Πατέρα εξουσία,
όπου χρειάζεται να γνωρίζει κάτι, δεν γνωρίζει με την ίδια εξουσία; Και βέβαια
είναι πολύ μεγαλύτερο να ανασταίνει τους νεκρούς από το να γνωρίζει την ημέρα
της συντέλειας του κόσμου. Εάν το μεγαλύτερο πράττει με εξουσία, δεν πράττει
πολύ περισσότερο το άλλο;
Αλλά για να μάθετε, θα σας το κάνω φανερό
με παράδειγμα· όπως ακριβώς όταν δούμε ένα παιδί να κλαίει και να θέλει συνέχεια
να λάβει κάτι από εμάς, που δεν του είναι αναγκαίο, αφού λοιπόν το αποκρύψουμε,
δείχνουμε τα χέρια μας άδεια λέγοντας: «να,
δεν έχουμε», έτσι και Αυτός έκανε στους αποστόλους. Αλλά όπως ακριβώς και
το παιδί εκείνο όταν δεν του δείχνουμε αυτό που θέλει, επιμένει να κλαίει,
ξέροντας ότι έχει εξαπατηθεί, έπειτα αφήνοντάς το φεύγουμε, λέγοντας «με φωνάζει ο τάδε», και του δίνουμε κάτι
άλλο από εκείνο που ήθελε, και θαυμάζοντας εκείνο αντί αυτού, και αφού το
δώσουμε, απομακρυνόμαστε. Έτσι και ο Χριστός έκανε. Ζητούσαν εκείνοι να λάβουν,
Αυτός τους είπε ότι δεν έχει. Βέβαια και προηγουμένως τους φόβισε· επειδή όμως
πάλι ζητούσαν, τους είπε και πάλι ότι δεν έχει. Πλην όμως ότι δεν τους φοβίζει
τώρα αλλά μετά την απόδειξη αυτού που έχει κάνει, προβάλλει και δικαιολογημένη
αφορμή ότι «Δεν ανήκει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαίωμα
να γνωρίσετε τα χρόνια ή τους ορισμένους μήνες και τις ημέρες, τα οποία ο Πατήρ
κράτησε στην αποκλειστική εξουσία Του».
Τι λοιπόν; Εσύ δεν γνωρίζεις τα του Πατρός;
Αλλά Αυτόν μεν Τον γνωρίζεις, τα
Αυτού όχι; Εσύ είπες «Κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά μόνο ο
Υιός» [Λουκ. 10,22 : « πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός
μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει
τίς ἐστιν ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ,
καὶ τίς ἐστιν ὁ πατήρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν
βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι
(:Όλα μου τα
παρέδωσε ο Πατέρας μου και μου έδωσε και ως άνθρωπο κάθε εξουσία και δύναμη. Και επειδή είμαι ο Υιός του Θεού και έχω
την ίδια ουσία με τον Πατέρα μου και είμαι άπειρος όπως Εκείνος, κανείς άλλος
δεν γνωρίζει τελείως Εμένα και ποια είναι η φύση μου και οι βουλές μου, παρά
μόνο ο Πατήρ˙ και κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα στο βάθος και στην ουσία Του,
παρά μόνο ο Υιός. Σε κάποιο βαθμό βέβαια τον γνωρίζει και εκείνος στον οποίο
ο Υιός θα θελήσει να του Τον αποκαλύψει)» και Ματθ. 11,27: «Πάντα
μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός
μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει
τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα
τις ἐπιγινώσκει
εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν
βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι
(:
Όλα παραδόθηκαν σε μένα από τον Πατέρα μου, και έλαβα και ως άνθρωπος κάθε
εξουσία και δύναμη. Και επειδή έχω ως Λόγος την ίδια ουσία με τον Πατέρα μου
και είμαι άπειρος όπως Εκείνος, κανείς άλλος δεν γνωρίζει τελείως τον Υιό και
ποια είναι η φύση και οι βουλές του Υιού, παρά μόνον ο Πατέρας. Ο άπειρος μόνο
από τον άπειρο μπορεί πλήρως και τελείως να γνωσθεί. Αλλά και τον Πατέρα κανείς
άλλος δεν γνωρίζει στο βάθος και την ουσία Του παρά μόνον ο Υιός, περιορισμένα
όμως Τον γνωρίζει και εκείνος στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να τον αποκαλύψει)»]· και «ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε
διὰ τοῦ
Πνεύματος αὐτοῦ· τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ(:σε μας όμως ο Θεός τα φανέρωσε αυτά με το
Πνεύμα Του. Και μόνο από το Πνεύμα ήταν δυνατόν να γίνει η φανέρωση αυτή· διότι
το Πνεύμα ερευνά και γνωρίζει τα πάντα, και αυτά ακόμη τα βαθύτατα και
μυστηριώδη ιδιώματα και σχέδια του Θεού)» [Α’ Κορ.
2,10].
Εσύ λοιπόν ούτε αυτό το γνωρίζεις; Μακριά
μια τέτοια σκέψη. Το είπε αυτό όχι για να υποπτευθούμε κάτι τέτοιο, αλλά
προσποιείται ότι το αγνοεί, απομακρύνοντας αυτούς από την ανώφελη συζήτηση.
Φοβήθηκαν λοιπόν να ρωτήσουν πάλι για να μην ακούσουν και τώρα αυτό που κάποτε
τους είχε πει: «ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; (:Ακόμη και
τώρα, ύστερα από τόσες διδασκαλίες που σας έκανα, είστε και σεις ανίκανοι να
καταλάβετε την αλήθεια που σας είπα;)»[Ματθ.15,16] και «οὕτω καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν εἰσπορευόμενον
εἰς τὸν ἄνθρωπον οὐ δύναται
αὐτὸν κοινῶσαι; (:Και εσείς
ακόμη, όπως το πολυάριθμο πλήθος, δυσκολεύεστε τόσο πολύ να κατανοήσετε την
αλήθεια που είπα; Δεν καταλαβαίνετε ακόμη ότι καθετί που μπαίνει απ’ έξω μέσα
απ’ το στόμα στον άνθρωπο δεν μπορεί να τον μολύνει και να τον κάνει βέβηλο
θρησκευτικά;)» [Μάρκ. 7,18].Διότι πολύ περισσότερο φοβούνταν
Αυτόν τώρα, παρά προηγουμένως.
Και δεν είπε στους μαθητές
Του τότε ότι πορεύεται πλέον προς τον Πατέρα
Του[Ιω.16, 5 : «νῦν δὲ ὑπάγω πρὸς τὸν
πέμψαντά με, καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ἐρωτᾷ με ποῦ ὑπάγεις (:Τώρα όμως εγώ πηγαίνω σε Εκείνον που με έστειλε
στον κόσμο. Και επειδή είστε απορροφημένοι από τη λύπη του χωρισμού μας, κανείς
από σας δεν με ρωτά: “πού πηγαίνεις;”. Και τότε θα σας έλεγα και ποια είναι η
δόξα που περιμένει και εμένα και εσάς στους ουρανούς)»], για να μην στεναχωρηθούν πάλι, αλλά τους
είπε: «θα στείλω το Άγιο Πνεύμα»[Ιω.
16,7: «ἀλλ᾿ ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν
λέγω ὑμῖν·
συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ
παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται
πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς(:Αλλά όσο κι αν λυπάστε, βεβαιωθείτε ότι εγώ σας
λέω την αλήθεια. Σας συμφέρει να φύγω εγώ. Διότι εάν δεν πεθάνω επάνω στον
σταυρό και δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθει σε σας. Αν όμως προσφέρω πάνω
στον σταυρό την εξιλαστήρια θυσία μου και φύγω από τον κόσμο αυτό για να πάω
στον Πατέρα μου, θα σας στείλω τον Παράκλητο)»].
Διότι αν πριν από αυτό έλεγαν «Κύριε,πού πηγαίνεις;»[βλ. Ιω. 13,36: «λέγει αὐτῷ Σίμων
Πέτρος· Κύριε, ποῦ ὑπάγεις;(:Του λέει ο Σίμων
Πέτρος: “Κύριε, που πηγαίνεις;”)»], πολύ περισσότερο και τώρα θα
μπορούσαν να πουν· «μήπως στο χρονικό
διάστημα των ημερών αυτών πρόκειται να αποκαταστήσεις στην παλαιά της δύναμη
και δόξα τη βασιλεία για τον Ισραήλ;».
Έτσι γνώρισαν την πραότητα Του διότι και
μετά το Πάθος Τον ρωτούν «μήπως θα
αποκαταστήσεις τη βασιλεία για τον Ισραήλ;»· και βέβαια προηγουμένως είπε
σε αυτούς ότι «πρόκειται να ακούσετε
πολέμους και φήμες για πολέμους, αλλά δεν είναι ακόμα το τέλος»[βλ. Μάρκ.
13,7: «ὅταν δὲ ἀκούσητε
πολέμους καὶ ἀκοὰς
πολέμων, μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ
γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω τὸ τέλος και
Ματθ. 24,6 μελλήσετε
δὲ ἀκούειν
πολέμους καὶ ἀκοὰς
πολέμων· ὁρᾶτε μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ πάντα
γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω ἐστὶ τὸ τέλος(:όταν λοιπόν ακούσετε πολέμους και ειδήσεις για
πολέμους σε άλλες χώρες, μην ταράζεστε νομίζοντας ότι αυτά είναι σημάδια που
προαναγγέλλουν το τέλος. Διότι σύμφωνα με το σοφό και σωτήριο σχέδιο του Θεού
πρέπει να γίνουν αυτά, αλλά ακόμη δεν έφθασε το τέλος)»], και ότι τα Ιεροσόλυμα θα κυριευτούν. Τώρα όμως ρωτούν για την βασιλεία, όχι
για την συντέλεια. Και εξάλλου δεν απευθύνει πλέον προς αυτούς μακρό λόγο μετά
την ανάσταση. Βέβαια και αυτοί ρωτούν σαν να πρόκειται να ικανοποιηθούν εάν
θα συνέβαινε τούτο, Αυτός όμως δεν
φανέρωσε ότι δεν πρόκειται να αποκαταστήσει την βασιλεία. Διότι γιατί ήταν
αναγκαίο αυτό να το μάθουν αυτοί;
Γι’ αυτό βέβαια και επειδή φοβούνταν, δεν
είπαν ακόμα: «εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς
παρουσίας καὶ τῆς
συντελείας τοῦ αἰῶνος;(: Πες μας, πότε θα
γίνουν όλα αυτά και ποιο είναι το σημάδι που θα προαναγγέλλει την ένδοξή Σου
παρουσία και το οριστικό τέλος του κόσμου αυτού;)»[Ματθ. 24,3], αλλά είπαν: «μήπως θα αποκαταστήσεις την βασιλεία του
Ισραήλ;», διότι νόμιζαν ότι αυτή
είναι ήδη παρούσα. Και Αυτός και με παραβολές τούς είχε φανερώσει ότι δεν
ήταν κοντά και όταν Τον ρώτησαν, δεν απάντησε σε αυτό, αλλά «θα λάβετε», λέει, «δύναμη όταν θα έλθει το άγιο Πνεύμα επάνω σας». Πρόσεχε ότι λέγει «όταν έλθει», είπε όχι «όταν θα σταλεί», για να δείξει την ισοτιμία. Πως λοιπόν πνευματομάχε, τολμάς να πεις
ότι είναι κτίσμα το Πνεύμα; [:εδώ ο Ιερός Χρυσόστομος αφενός
μεν τονίζει την ισοτιμία των προσώπων της Αγίας Τριάδος, και αφετέρου
καταφέρεται εναντίον εκείνων οι οποίοι αμφισβητούν αυτή, ιδίως του Αγίου
Πνεύματος]
«Καὶ ἔσεσθέ μοι
μάρτυρες(:Και θα γίνετε μάρτυρες της ζωής μου και της
διδασκαλίας μου)». Υπαινίχθηκε την Ανάληψη· και μάλλον εκείνα που
ήδη άκουσαν προηγουμένως, και τώρα πάλι υπενθύμισε σε αυτούς: «Ἀλλὰ λήψεσθε
δύναμιν ἐπελθόντος
τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς(:Θα λάβετε όμως ενίσχυση και δύναμη, όταν θα έλθει
πάνω σας το Άγιο Πνεύμα)». Γιατί
όπως ακριβώς εκεί δεν αποκρίθηκε σε όσα Τον ρώτησαν -διότι αυτό είναι το έργο του διδασκάλου, να διδάσκει όχι εκείνα που
θέλει ο μαθητής, αλλά εκείνα που συμφέρει τον μαθητή να τα μάθει- έτσι και
τώρα, εκείνα που έπρεπε να μάθουν, γι’ αυτό τους τα προλέγει, για να μην
ταραχτούν. Άρα ήταν ακόμα ασθενείς. Ώστε για
να έχουν παρρησία ανύψωσε τις ψυχές τους, και απέκρυψε εκείνα που
ενοχλούσαν. Διότι επειδή επρόκειτο ύστερα από λίγο να τους εγκαταλείψει πλέον,
διδάσκοντας αυτά, δεν τους λέει τίποτα το λυπηρό αλλά τι;
Με εγκώμιο λέει τα λυπηρά, σχεδόν λέγοντας:
«μην φοβηθείτε»· «ἀλλὰ λήψεσθε
δύναμιν ἐπελθόντος
τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι
μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς (:Θα λάβετε όμως ενίσχυση και δύναμη, όταν θα έλθει
πάνω σας το Άγιο Πνεύμα. Και θα γίνετε μάρτυρες της ζωής μου και της διδασκαλίας
μου και στη Ιερουσαλήμ και σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και μέχρι το
τελευταίο και πιο απομακρυσμένο σημείο της γης)», Επειδή
δηλαδή τους είχε πει :«εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε
καὶ εἰς πόλιν
Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε(:Μην πάτε σε δρόμο που θα σας οδηγήσει σε χώρα που
κατοικούν ειδωλολάτρες και μην μπείτε σε πόλη που ανήκει σε Σαμαρείτες)»[Ματθ.
10,5], τώρα όμως θέλει σε όλη την
Ιουδαία και Σαμάρεια να κηρύττουν αυτοί εκείνα, που δεν είπε τότε, τα
πρόσθεσε εδώ, λέγοντας: «καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς(:και μέχρι το τελευταίο και πιο απομακρυσμένο
σημείο της γης)».
Και αφού τους είπε το φοβερότερο από όλα,
για να μη Τον ρωτούν πάλι, «βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν(:ενώ εκείνοι Τον έβλεπαν, ανυψώθηκε προς τον
ουρανό, κι ένα σύννεφο παρουσιάστηκε σαν όχημα κάτω απ’ Αυτόν και Τον πήρε από τα μάτια τους)». Βλέπεις ότι αυτοί κήρυξαν και συμπλήρωσαν το ευαγγέλιο; Πράγματι μεγάλο δώρο
χάρισε σε αυτούς. «Εκεί που φοβηθήκατε»,
λέει, «δηλαδή στα Ιεροσόλυμα, εκεί πρώτα
κηρύξτε, και ύστερα ως τα πέρατα της γης». Έπειτα πάλι η απόδειξη για όσα
ειπώθηκαν: «ενώ εκείνοι Τον έβλεπαν»,
λέει, «Αυτός ανυψώθηκε στον ουρανό».
Διότι δεν αναστήθηκε όταν εκείνοι έβλεπαν, ενώ όταν ανυψώθηκε στον ουρανό, Τον
έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια πλέον· επειδή ούτε εδώ η όραση κατόρθωσε το
παν. Καθόσον της ανάστασης το τέλος, δηλαδή την ανάληψη του Κυρίου στους
ουρανούς, το είδαν, την αρχή όμως όχι·
και της ανάληψης την αρχή είδαν, το τέλος όμως καθόλου. Διότι ήταν περιττό εκείνο, το να δουν δηλαδή την
αρχή, αφού Αυτός που έλεγε αυτά ήταν παρών, αναστημένος μπροστά στα μάτια τους,
και το μνήμα φανέρωνε ότι δεν ήταν εκεί, αλλά το μετά από αυτό, έπρεπε να
μάθουν με τον λόγο.
Διότι επειδή δεν αρκούν οι οφθαλμοί να
φανερώσουν το ύψος, ούτε να διδάξουν τι από τα δύο, ανήλθε στον ουρανό ή σαν
στον ουρανό, κοίταξε τι γίνεται. Ότι μεν Αυτός είναι ο Ιησούς το γνώρισαν από
εκείνα που δίδασκε προς αυτούς -διότι δεν ήταν μακριά ώστε όσοι μπορούσαν να
Τον δουν, να Τον γνωρίσουν- και ότι στον ουρανό ανέρχεται οι ίδιοι πλέον οι
άγγελοι το δίδασκαν. Κοίταξε πως όλα
ρυθμίζεται να γίνουν όχι μόνο με το Άγιο Πνεύμα, αλλά και με την όραση.
Γιατί όμως Τον παρέλαβε νεφέλη; Και αυτό είναι απόδειξη ότι ανήλθε στον
ουρανό. Ούτε πυρ, όπως συνέβηκε με τον Ηλία, ούτε άρμα πύρινο[Δ’ Βασ. 2,11: «καὶ ἐγένετο αὐτῶν
πορευομένων, ἐπορεύοντο
καὶ ἐλάλουν·
καὶ ἰδοὺ ἅρμα πυρὸς καὶ ἵπποι πυρὸς καὶ
διέστειλαν ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων,
καὶ ἀνελήφθη Ἠλιοὺ ἐν
συσσεισμῷ ὡς εἰς τὸν οὐρανόν
(:ενώ όμως αυτοί βάδιζαν και πορευόμενοι
συνομιλούσαν μεταξύ τους, ξαφνικά ένα πύρινο άρμα και πύρινοι ίπποι διαχώρισαν
τον Ηλία από τον Ελισαίο, και ο Ηλίας μέσα σε ανεμοστρόβιλο αναλήφθηκε και
οδηγούνταν ως τον ουρανό)»],
αλλά νεφέλη παρέλαβε Αυτόν, που ήταν σύμβολο του ουρανού, καθώς λέει ο προφήτης:
«ὁ στεγάζων
ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ, ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων
ἀνέμων(: εσύ στεγάζεις τα ανώτερα μέρη του ουράνιου
στερεώματος με τα ύδατα των νεφών. Εσύ
έκανες άρμα Σου τα ελαφριά νέφη που κινούνται τόσο γρήγορα. Πάνω σε αυτά
περπατάς και πάνω στα φτερά των ανέμων, διευθύνοντας τα νέφη και τους ανέμους
σύμφωνα με την κυρίαρχη θέλησή Σου)»[Ψαλμ.
103,3], αν και έχει λεχθεί αυτό για τον Πατέρα Του. Γι’ αυτό λέει ότι ανήλθε «επάνω σε νεφέλη», αποδεικνύοντας ότι ανέρχεται με αυτό το σύμβολο της θείας δύναμης·
διότι πουθενά κάποια άλλη δύναμη δεν
φαίνεται επάνω στα σύννεφα. Άκουσε πάλι τι λέει άλλος προφήτης: «Ἰδοὺ Κύριος
κάθηται ἐπὶ νεφέλης
κούφης(: ιδού, ο Κύριος
κάθεται επάνω σε ελαφριά ταχυκίνητη νεφέλη)»[Ησαΐας 19,1].
Διότι
αυτό συνέβη, ενώ η ερώτηση ήταν για κάτι
το αναγκαίο, και ενώ πρόσεχαν αυτοί πολύ στα λεγόμενα και ήταν σε κατάσταση
διέγερσης και δεν ήταν κοιμισμένοι. Αλλά και στο όρος υπήρχε νεφέλη γι’
Αυτόν, όταν ο Μωυσής ανήλθε στο θείο γνόφο[Έξοδ. 33,9: «ὡς δ᾿ ἂν εἰσῆλθε Μωυσῆς εἰς τὴν σκηνήν,
κατέβαινεν ὁ στῦλος τῆς
νεφέλης, καὶ ἵστατο ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς, καὶ ἐλάλει
Μωυσῇ(:και
όταν εισερχόταν ο Μωυσής στη σκηνή, κατέβαινε ο στύλος της νεφέλης και στεκόταν
στη θύρα της σκηνής του, ενώ ο Θεός μέσα από τη νεφέλη μιλούσε εκεί με τον
Μωυσή)»]· διότι δεν ήταν για τον Μωυσή η νεφέλη.
Ήδη αποδείχθηκε ότι ανήλθε στους ουρανούς.
Διότι λέει ο Ψαλμωδός: «νέφη καὶ γνόφος
κύκλῳ αὐτοῦ,
δικαιοσύνη καὶ κρίμα
κατόρθωσις τοῦ θρόνου αὐτοῦ(:νεφέλη
και γνόφος βαθύς απλώνεται γύρω Του-διότι ο Κύριος είναι απρόσιτος και
ακατάληπτος στον ανθρώπινο νου-.Η δικαιοσύνη και οι δίκαιες αποφάσεις Του
αποτελούν το θεμέλιο και τον στυλοβάτη του θρόνου Του)» [Ψαλμός
96,2]· διότι αυτό σημαίνει το «νεφέλη
απέκρυψε Αυτόν από τα μάτια τους»· εννοεί τον Δεσπότη του ουρανού. Διότι όπως
ακριβώς τον βασιλέα αποδεικνύει το βασιλικό όχημα, κατά τον ίδιο τρόπο και προς
Αυτόν στάλθηκε το όχημα το βασιλικό, για να μην πουν τίποτε λυπηρό, ούτε να πάθουν αυτό που
έπαθε και ο Ελισσαίος, όταν ενώ ανερχόταν στους ουρανούς, ο διδάσκαλος του
έσκισε το πουκάμισό του[Δ’ Βασ. 2,12: «καὶ Ἑλισαιὲ ἑώρα καὶ ἐβόα·
πάτερ, πάτερ, ἅρμα Ἰσραὴλ καὶ ἱππεὺς αὐτοῦ· καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν ἔτι καὶ ἐπελάβετο
τῶν ἱματίων αὐτοῦ καὶ διέῤῥηξεν αὐτὰ εἰς δύο ῥήγματα (: Ο Ελισαίος έβλεπε και κραύγαζε· “πάτερ,
πάτερ, εσύ ήσουν η σωτήρια δύναμη, άρματα και ιππικό, για τον λαό του Ισραήλ”.
Ο Ελισαίος δεν τον είδε πλέον. Και σε
ένδειξη λύπης για τον χωρισμό έπιασε τα ενδύματά του και τα έσκισε σε δύο
κομμάτια)»].
Άρα μάθαιναν πλέον με την όρασή τους ότι
ανερχόταν στον ουρανό. Πω, πω! Ποιου θεάματος καταξιώθηκαν! «Καὶ ὡς ἀτενίζοντες
ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν
πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο
παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες
Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες
εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται,
ὃν τρόπον ἐθεάσασθε
αὐτὸν
πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν (:και ενώ αυτοί
είχαν καρφωμένα τα βλέμματά τους στον ουρανό καθώς ανέβαινε εκεί ο Κύριος,
ξαφνικά εμφανίστηκαν δύο άγγελοι ως άνδρες, και στάθηκαν κοντά τους με ρούχα
λευκά. Και τους είπε: “Άνδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεστε και παρατηρείτε με
βλέμμα ακίνητο στον ουρανό; Αυτός ο Ιησούς, που αναλήφθηκε από ανάμεσά σας στον
ουρανό, θα έλθει με τον ίδιο τρόπο, με το σώμα Του δηλαδή και καθισμένος πάνω
σε σύννεφο, όπως τον είδατε και τώρα γεμάτοι θαυμασμό και κατάπληξη να πηγαίνει
στον ουρανό”)».
«Και
ξαφνικά», λέει, «δύο άνδρες στάθηκαν
κοντά τους». Γιατί είπε «άνδρες»;
Διότι ακριβώς απεικόνισαν τους εαυτούς
τους σε άντρες για να μην πτοηθούν. Αυτοί είπαν «γιατί στέκετε κοιτάζοντας στον ουρανό;». Συγχρόνως όμως τα λόγια τους ήταν κολακευτικά και δεν τους άφηναν να
περιμένουν αμέσως Αυτόν και πάλι. Αυτοί το μεγαλύτερο λένε, όχι όμως και το
μικρότερο. Διότι λένε ότι κατά τον ίδιο
τρόπο θα έλθει και ότι θα πρέπει να αναμένουν Αυτόν από τον ουρανό, αποσιωπούν
όμως το πότε. Έπειτα από την θέα εκείνη, επέστρεψαν αυτούς στον δικό τους λόγο, ώστε με αυτά που τους λένε να
τους προλάβουν να μην νομίσουν ότι Αυτός δεν αναλήφθηκε, επειδή δεν θα
μπορούσαν να Τον βλέπουν.
Και «ἰδοὺ ἄνδρες δύο
παρειστήκεισαν αὐτοῖς
(:
ιδού, ξαφνικά
εμφανίστηκαν δύο άγγελοι ως άνδρες και στάθηκαν κοντά τους με ρούχα λευκά)». Πολύ εύλογα· «διότι με την μαρτυρία δύο μαρτύρων θα
πιστοποιηθεί κάθε λόγος» [βλ. Δευτ. 19,15: «Οὐκ ἐμμενεῖ μάρτυς εἷς μαρτυρῆσαι κατὰ ἀνθρώπου
κατὰ πᾶσαν ἀδικίαν καὶ κατὰ πᾶν ἁμάρτημα
καὶ κατὰ πᾶσαν ἁμαρτίαν, ἣν ἐὰν ἁμάρτῃ· ἐπὶ στόματος
δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος
τριῶν
μαρτύρων στήσεται πᾶν ῥῆμα (:δεν θα είναι αρκετός ένας μάρτυρας, για να
καταθέσει μαρτυρία κατά ανθρώπου, ο οποίος διέπραξε οποιαδήποτε αδικία εναντίον
του πλησίον ή οποιουδήποτε είδους αμαρτία κατά του Θεού. Η καταδικαστική
απόφαση πρέπει να στηρίζεται στην μαρτυρία δύο και τριών μαρτύρων)» και
Ματθ. 18,16: «ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσῃ,
παράλαβε μετὰ σοῦ ἔτι ἕνα ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ στόματος
δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα(:εάν όμως δεν
ακούσει, πάρε μαζί σου ακόμη έναν ή δύο, για να μπορεί να αποδειχθεί κάθε
υπόθεση που θα εξεταστεί και θα κριθεί, αφού θα βεβαιώνεται από το στόμα δύο ή
τριών μαρτύρων)»].
Και φορούσαν λευκά ενδύματα, λέει. Όπως ακριβώς είδαν άγγελο επάνω στο μνήμα
με απαστράπτοντα ενδύματα, και προείπε και την σκέψη αυτών[ Ματθ. 28,2: «καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο
μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου
καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε
τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας
καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ.
ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών(:και ξαφνικά, έγινε σεισμός μεγάλος. Διότι ένας
άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε απ’ τον ουρανό και ήλθε στο μνημείο, κύλισε την
πέτρα από την είσοδο και καθόταν πάνω σ’ αυτήν. Το εξωτερικό του σχήμα και το πρόσωπό του ήταν λαμπερό σαν αστραπή, και
το ένδυμά του ολόλευκο σαν το χιόνι)»], έτσι και για την ανάληψη Αυτού άγγελος
γίνεται κήρυκας· αν και οι προφήτες σε πολλά σημεία την προείπαν, όπως
ακριβώς προφήτευσαν και για την Ανάσταση Αυτού.
Και τι λένε οι δύο άγγελοι; «Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται,
ὃν τρόπον ἐθεάσασθε
αὐτὸν
πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν (:αυτός ο Ιησούς, που αναλήφθηκε από ανάμεσά σας
στον ουρανό, θα έλθει με τον ίδιο τρόπο, με το σώμα του δηλαδή και καθισμένος
πάνω σε σύννεφο, όπως τον είδατε και τώρα γεμάτοι θαυμασμό και κατάπληξη να
πηγαίνει στον ουρανό)».Και αυτά λένε αυτοί.
Ενδεικτικά
χρησιμοποίησαν την λέξη «Αυτός»,
λέγοντας «που αναλήφθηκε από εσάς στους
ουρανούς, κατά τον ίδιο τρόπο που έλθει, όπως Τον είδατε να ανεβαίνει στον
ουρανό». Πάλι το σχήμα χαρούμενο. Διότι μερικοί άγγελοι δια μιας, αφού
έλαβαν μορφή ανθρώπων παρουσιάστηκαν και λένε: «Άνδρες Γαλιλαίοι». Φαίνονταν λοιπόν σε εκείνους αξιόπιστοι από το
ότι είπαν «Άνδρες Γαλιλαίοι». Διότι τι χρειαζόταν αυτοί που γνώριζαν να
μάθουν την πατρίδα τους εάν δεν ήταν αυτός ο λόγος; Και επανήλθαν στο αγγελικό σχήμα
τους και φανέρωναν ότι προέρχονταν από τον ουρανό.
Γιατί αυτά δεν τους τα λέει ο Ίδιος ο Κύριος, αλλά
οι άγγελοι; Δίδαξε αυτούς αφού ο Ίδιος
τα προείπε όλα, ώστε με τους αγγέλους υπενθύμιζε σε αυτούς αυτά που άκουσαν.
Και δεν είπαν «Αυτόν που είδατε να
αναλαμβάνεται στους ουρανούς», αλλά, «Αυτόν
που είδατε να ανεβαίνει στον ουρανό»,
φανερώνοντας ότι η ανάληψη είναι ανάβαση
και μάλιστα ανάληψη σάρκας. Γι’ αυτό λέει: «Αυτός ο Ιησούς, που αναλήφθηκε από ανάμεσά σας
στον ουρανό, θα έλθει με τον ίδιο
τρόπο», όχι «θα σταλεί»·,
αλλά «θα έλθει». Πού είναι λοιπόν το
μικρότερο; «νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν (:ένα σύννεφο παρουσιάστηκε
σαν όχημα κάτω απ’ Αυτόν και Τον πήρε από τα μάτια τους)». Πολύ
καλά. Γιατί Αυτός ανέβηκε επάνω στο σύννεφο, καθόσον «ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω
πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα (:ο Χριστός που κατέβηκε, είναι ο Ίδιος που
και ανέβηκε πάνω από όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει με την παρουσία Του
και τις δωρεές Του τα πάντα)»[Εφεσ.
4,10]. Εσύ όμως πρόσεξε ότι άλλα μεν λέγονται ανάλογα με την διανοητική
ικανότητα εκείνων που έβλεπαν, ενώ άλλα όπως αξίζει στον Θεό. Ανυψώθηκε πλέον η διάνοια εκείνων που έβλεπαν·
χάρισε σε αυτούς όχι μικρό δείγμα της δευτέρας παρουσίας· διότι το «κατά τον ίδιο τρόπο θα ξαναέλθει», αυτό
φανερώνει· «με το σώμα», λέει, πράγμα
που επιθυμούσαν να ακούσουν· και ότι
πάλι θα έλθει για την κρίση κατά τον ίδιο τρόπο επάνω σε σύννεφο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
·
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf
·
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα
στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλία Β΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος
15, σελίδες 67-75.
·
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 76, σελ.
47-52.
·
Π. Τρεμπέλα, Η
Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ»,
έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
·
Η Καινή
Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα,
εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
·
Η Παλαιά
Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις
του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή»,
έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο
Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
·
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.