Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ του Καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Κυριάκου Κυριαζόπουλου


Ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμπαρίου

ΕΙΣΗΓΑΓΕ «ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ»

ΤΗΝ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ


ΜΕΛΕΤΗ

ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ
ΤΩΝ ΔΕΚΑ (10) ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ«ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ»

[ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝ ΜΟΝΟΝ ΤΟ ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ (1/3) ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ],

ΤΟ ΟΠΟΙΟ

ΕΙΣΗΓΑΓΕ «ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ»
ΤΗΝ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
(Η ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ - GNOSIS, Ή ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ),
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ
ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΤΩΝ ΔΕΚΑ (10) ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ «ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ», ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΝ, ΩΣ ΠΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟ, ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ

(ΔΗΛ. ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΩΣ) ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΕΚΑ (10) ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ ΠΟΥ; ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, ΚΑΘΟΤΙ
Από τη ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ (www.theognosia.gr)

25-7-2016


Ερωτάται: 1) αν στη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο» εισήχθη «συνοδικώς» η Παναίρεση του Οικουμενισμού από τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που προσήλθαν στην Κρήτη, και 2) αν εκκλησιολογική συνέπεια της εν λόγω εισαγωγής συνιστά η διακοπή κοινωνίας με τις αρχές και τους κληρικούς αυτών των δέκα (10) Αυτοκέφαλων.
Απαντάται θετικώς και για τα δύο (2) ερωτήματα,
Κατ' εφαρμογήν του 15ου Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου (880), ο οποίος ως νομικός κανόνας της Εκκλησίας, είναι υποχρεωτικής εφαρμογής, αφού δεν υπάρχουν γενικά νομικοί κανόνες δυνητικής εφαρμογής, δεδομένου ότι, αν υπήρχαν τέτοιοι, τότε οι νομικοί κανόνες θα επέτρεπαν την αυτοκατάργησή τους, και ο οποίος ρητά εφαρμόζεται πριν τη συνοδική καταδίκη της Παναίρεσης του Οικουμενισμού από Ορθόδοξη Σύνοδο.
Κατ' υποχρεωτικήν εφαρμογήν της Αγίας Γραφής για τη διακοπή κοινωνίας με τους αιρετικούς (Ιωαν. 1, 5. Β' Θεσ., 3, 6. Τιμ. 1, 3-5. Γαλ. 1, 8)
Κατ' υποχρεωτικήν εφαρμογήν της Ιεράς Παραδόσεως για τη διακοπή κοινωνίας με τους αιρετικούς (ενδεικτικά: Αποστολικές Διαταγές (2, 19): «Ώσπερ δε τω καλώ ποιμένι το μη ακολουθούν πρόβατον λύκοις έκκειται εις διαφθοράν, ούτως τω πονηρώ ποιμένι το ακολουθούν πρόδηλον έχει τον θάνατον, ότι κατατρώξεται αυτό. Διό φευκτέον από των φθοροποιών ποιμένων». Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (TLG, Ep. 10,ch. 2, s.. 1. l. 1): «Καθένας που λέει πράγματα διαφορετικά από τα παραδεδομένα, ακόμη και αν είναι αξιόπιστος, και αν είναι νηστευτής, και αν παρθενεύει, και αν κάνει θαύματα, και αν προφητεύει, να σου φαίνεται σαν λύκος που φοράει προβιά και αποσκοπεί να θανατώσει τα πρόβατα... Και να μοιράζει τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και μετακινεί βουνά, και αν παραδίδει το σώμα του στο μαρτύριο, να σου φαίνεται σιχαμερός, αν φαυλίζει το νόμο ή τους προφήτες, τους οποίους ο Χριστός με την παρουσία Του στη γη επαλήθευσε. Να σου φαίνεται σαν αντίχριστος.»
Κατ' υποχρεωτικήν εφαρμογήν του παραδοσιακού προτύπου των διακοπών κοινωνίας των Ορθοδόξων πιστών, είτε Επισκόπων, είτε κληρικών, είτε μοναχών, είτε λαϊκών, με τους εκάστοτε αιρετικούς, ειδικότερα και ενδεικτικά:
1    - Διακοπής κοινωνίας Μεγάλου Αθανασίου, Πατριάρχη Αλεξανδρείας, Μεγάλου Αντωνίου, μοναχού, και λοιπών Γερόντων, μοναχών και ιερομονάχων, της Αιγυπτιακής ερήμου με τους αιρετικούς Αρειανούς,
2    - Διακοπής κοινωνίας των Ορθοδόξων πιστών της Αντιοχείας των ακολουθούντων τον Ορθόδοξο Ευστάθιο Αντιοχείας με τους αιρετικούς Αρειανούς και τον δικό τους Αρειανό Επίσκοπο Αντιοχείας,
3    - Διακοπής κοινωνίας των μοναχών και τμήματος των λαϊκών με τον Επίσκοπο Ναζιανζού Γρηγόριο (πατέρα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου), ο οποίος υπέγραψε ένα ημιαρειανικό (ομοιουσιανικό) σύμβολο πίστεως,
4    - Διακοπής κοινωνίας Μεγάλου Βασιλείου με τον Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας Διάνιο που υπέγραψε μια μη ορθόδοξη ομολογία,
5    - Διακοπής κοινωνίας Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου με τον Αρειανό Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλο,
6    - Διακοπής κοινωνίας του Ορθόδοξου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακακίου με τους Αρειανούς Πατριάρχη Αλεξανδρείας Τιμόθεο Β' τον επονομαζόμενο «Αίλουρο» και Πατριάρχη Αντιοχείας Πέτρο Β' τον επονομαζόμενο «Κναφέα»,
7    - Διακοπής κοινωνίας των Ορθοδόξων πιστών της Κωνσταντινουπόλεως με τον αιρετικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, πριν την καταδίκη του από την Γ' Οικουμενική Σύνοδο,
8     - Διακοπής κοινωνίας των Ορθοδόξων πιστών της Κωνσταντινούπολης με τον μονοφυσίτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Τιμόθεο Α',
9     - Διακοπής κοινωνίας Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, μοναχού, και των δύο μοναχών - μαθητών του με τους Πατριαρχικούς Θρόνους, που ακολουθούσαν την αίρεση του Μονοθελητισμού,
10    - Διακοπής κοινωνίας Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, ιερομονάχου, με τους εικονομάχους επισκόπους τόσο πριν όσο και μετά τη Μονοφυσιτική Σύνοδο της Ιερείας (754),
11     - Διακοπής κοινωνίας Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη, ιερομονάχου και ηγουμένου, αρχικά με τους μοιχειανικούς επισκόπους και στη συνέχεια με τους εικονομάχους επισκόπους
12    - Διακοπής κοινωνίας του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου με τον Πάπα Σέργιο, όταν ο τελευταίος το 1009 είχε αναγνώσει το Σύμβολο της Πίστεως με την αιρετική προσθήκη του φιλιόκβε,
13    - Διακοπής κοινωνίας Ορθοδόξων πιστών, Επισκόπων, κληρικών, μοναχών και λαϊκών με τον Λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Βέκκο,
14    - Διακοπής κοινωνίας Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τότε ιερομονάχου, με τον Λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη 14ο, τον επονομαζόμενο «Καλέκα», πριν την συνοδική καταδίκη του τελευταίου,
15     - Διακοπής κοινωνίας Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Μητροπολίτη Εφέσου, άλλων Ορθοδόξων Επισκόπων, κληρικών, μοναχών και λαϊκών με τον Λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη και τους λοιπούς Λατινόφρονες
(Βλ. ενδεικτικά Βασιλείου Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, 7η εκδ., εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959).

Για τους ακόλουθους λόγους:

1- ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ (Η ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ-GNOSIS Ή ΕΩΣΦΟΡΙΚΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ);

Ο Άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λουγδούνου (της σημερινής Λυών της Γαλλίας), στο έργο του «Ελεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως», αναφερόμενος στους Γνωστικούς της εποχής του, γράφει: «(...) Και υπάρχουν εκείνοι που άκουσαν από αυτόν (δηλ. τον Πολύκαρπο, Επίσκοπο Σμύρνης) ότι ο Ιωάννης, ο μαθητής του Κυρίου, στην Έφεσο, όταν μία φορά πήγε να λουσθεί και είδε μέσα τον Κήρινθο (ο οποίος είχε ηδονιστικές και συγκρητιστικές πεποιθήσεις από ιουδαϊκά και χριστιανικά στοιχεία), βγήκε αμέσως έξω από το λουτρό χωρίς να λουσθεί και μάλιστα είπε: «Ας φύγουμε, μήπως και το λουτρό καταπέσει, διότι είναι μέσα ο Κήρινθος, ο εχθρός της αληθείας». Και ο ίδιος, πάλι, ο Πολύκαρπος, όταν κάποτε τον συνάντησε ο Μαρκίων (ο οποίος είχε συγκρητιστικές πεποιθήσεις από ιουδαϊκά, χριστιανικά και βουδιστικά στοιχεία) και του είπε: «Μας αναγνωρίζεις;», απάντησε: «Αναγνωρίζω τον πρωτότοκο του Σατανά». Τόσο πολύ πρόσεχαν οι Απόστολοι και οι μαθητές τους, ώστε ούτε συζητούσαν με κάποιον που παραχάρασσε την Αλήθεια, όπως είπε και ο Παύλος «Αιρετικό άνθρωπο μετά πρώτη και δεύτερη νουθεσία άφηνέ τον, γνωρίζοντας ότι ένας τέτοιος έχει διαστραφεί και έτσι καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του» (Τιτ. 3, 10-11) [Αγίου Ειρηναίου, Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως, κεφ. 3, παρ. 4, Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια, υπό Αρχιμ. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 193).

Ο Συγκρητιστικός Διαχριστιανικός και Διαθρησκειακός Οικουμενισμός, αποτελεί διαχρονική θρησκευτική διδασκαλία του Σατανισμού και της Θεοσοφίας, που είναι παρακλάδι του και η οποία αποτελεί την πνευματικότητα του ΟΗΕ (ἐδῶ). Δηλ. δεν αποτελεί νέο προϊόν της εποχής μας, αλλά αποτελεί διαχρονικό προϊόν του Σατανισμού, του Γνωστικισμού και της Μαγείας, δηλ. του Αποκρυφισμού, με γνωστότερο εκπρόσωπο τον Σίμωνα τον Μάγο. Μάλιστα ο γνωστικός Μάνης είχε χρησιμοποιήσει τον συγκρητιστικό διαθρησκειακό οικουμενισμό στην ανάμειξη του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Βουδισμού (βλέπετε Παν. Χρήστου, Ο Γνωστικισμός, Σίμων ο Μάγος, και Μανιχαϊσμός, σε: Πατρολογία, τομ. Β', σελ. 105-115, 136-137 και 188194). Ως γνωστόν, ο Διαχριστιανικός Οικουμενισμός είναι η κίνηση που έχει σκοπό την ένωση της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με τον Αιρετικό Παπισμό και τον Αιρετικό Προτεσταντισμό σε ενιαίο θρησκευτικό οργανισμό, τη Χριστιανική Θρησκεία, με αρχηγό του τον Αιρεσιάρχη Πάπα. Ο Διαθρησκειακός Οικουμενισμός είναι η κίνηση που έχει σκοπό την ένωση του ενιαίου Χριστιανισμού με τις άλλες θρησκείες, Ιουδαϊσμό, Ισλάμ, Βουδισμό, Ινδουϊσμό κλπ., σε ενιαίο θρησκευτικό οργανισμό, την Πράσινη Παγκόσμια Θρησκεία, της οποίας τα δόγματα είναι ο Σατανισμός, η Νεο- ειδωλολατρεία (ή λατρεία της λεγόμενης θεάς γης) ἐδῶκαι ο Αντίχριστος (ἐδῶ), ο οποίος, κατά τον Απόστολο Παύλο, μετά την εωσφορική αυτή ένωση των θρησκειών, θα επιβάλει παγκοσμίως τη δική του λατρεία ως θεού πάνω από τους λατρευόμενους από τους ανθρώπους θεούς ή σεβάσματα (Β' Θεσσ. Β', 4). Ο Οικουμενισμός, ως γνωστόν, αλλιώς λέγεται θρησκευτική παγκοσμιοποίηση, η οποία αποτελεί μια από τις τρεις (3) μορφές της παγκοσμιοποίησης. Οι άλλες δύο μορφές της είναι η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η πολιτική παγκοσμιοποίηση, οι οποίες επιβάλλονται από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων.

Όπως οι παλαιοί Γνωστικοί που ήταν οπαδοί του εωσφορικού θρησκευτικού συγκρητισμού (δηλαδή της ανάμειξης πεποιθήσεων διαφόρων θρησκευμάτων ή και φιλοσοφικών συστημάτων) [βλ. Παν. Χρήστου, Ο Γνωστικισμός, Ελληνική Πατρολογία, τομ. Β', εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 10-5-120, Κωνσταντίνου Σκουτέρη, Το σύστημα της Γνώσεως, σελ. 294-323], έτσι και οι σύγχρονοι Γνωστικοί που ακολουθούν την Παναίρεση του Εωσφορικού Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, δεν ακολουθούν απλώς κάποια αίρεση η οποία αλλοιώνει επί μέρους στοιχεία της Ορθόδοξης πίστης, αλλά ανατρέπουν σταδιακά όλη την Ορθόδοξη πίστη, μέσω της δαιμονικής αντιστροφής (ή νοθεύσεως) του συνόλου των Ορθόδοξων εννοιών των θεολογικών όρων της Πίστης.

Ότι ο Γνωστικισμός - Gnosis ή Εωσφορικός Θρησκευτικός Συγκρητισμός αποσκοπεί στην ανατροπή όλης της Ορθόδοξης πίστης, μέσω της δαιμονικής αντιστροφής (ή νοθεύσεως) του συνόλου των Ορθόδοξων εννοιών των θεολογικών όρων, είχε ήδη επισημανθεί από τους Αποστόλους. Δύο από τους Αποστόλους κατέστησαν ιδιαίτερα προσεκτικούς τους μαθητές τους ως προς αυτόν. Ο μεν Απόστολος Παύλος γράφει: «Προσέχετε μήπως σας εξαπατήσει κάποιος και λεηλατήσει τον
θησαυρό της πίστεώς σας με την ψευδή φιλοσοφία και την κούφια απάτη, η οποία βασίζεται στην ψευδή παράδοση των ανθρώπων, κατά τη μωρή αντίληψη για τα στοιχεία του κόσμου (δηλ. με τον Γνωστικισμό - Gnosis), και όχι σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού». Ο δε Απόστολος Ιάκωβος γράφει: «Αυτή η σοφία δεν είναι η θεία Σοφία που κατεβαίνει από τον ουρανό, αλλά είναι σοφία επίγεια, εμπαθής, δαιμονική (ο Γνωστικισμός - Gnosis (Ιακ. 3, 15) [Παν. Χρήστου, ο.π., σελ. 112).
Ο σημερινός εωσφορικός θρησκευτικός συγκρητισμός αποσκοπεί στην ανατροπή όλης της Ορθόδοξης πίστης, μέσω της δαιμονικής αντιστροφής (ή νοθεύσεως) του συνόλου των Ορθόδοξων εννοιών των θεολογικών όρων, δηλαδή στη μετάλλαξη (ή παραχάραξη) της Ορθόδοξης πίστης ως όλου, μέσω της νοθεύσεως της Αλήθειας, δηλαδή 1) της Ορθόδοξης έννοιας του Θεανθρώπινου Προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας (με τη Γνωστική ή Συγκρητιστική αντίληψη ότι ο Χριστός δεν είναι τίποτε περισσότερα από ένας Μύστης της ανθρωπότητας, όπως οι ιδρυτές των ψευδών θρησκειών), και 2) της Ορθόδοξης έννοιας της Εκκλησίας, η οποία είναι το Σώμα του Χριστού (με τη Γνωστική ή Συγκρητιστική αντίληψη ότι η Εκκλησία του Χριστού δήθεν δεν ταυτίζεται μόνο με την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά δήθεν επεκτείνεται και στις αιρετικές ομάδες και ακόμη στα ψευδή θρησκεύματα, τα οποία και αυτά δήθεν σώζουν). Αυτή η Γνωστική (ή Συγκρητιστική) μετάλλαξη της Ορθόδοξης πίστης έχει ως αποτέλεσμα οι θεσμικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες που αποδέχονται επίσημα τον Γνωστικισμό - Gnosis, να φαίνονται εξωτερικά ως Ορθόδοξες, αλλά εσωτερικά να μεταβάλλονται σταδιακά σε Γνωστικές, δηλαδή να ελέγχονται από τον Σατανά.
Η δαιμονική αντιστροφή (ή νόθευση) των Ορθόδοξων εννοιών των θεολογικών όρων επιτυγχάνεται μέσω της μεθόδου της μεταπατερικής ή αντιπατερικής θεολογίας (βλ. την ημερίδα με τίτλο «Πατερική θεολογία και μεταπατερική αίρεση», (ἐδῶ). Με αυτήν τη μέθοδο, από ακαδημαϊκούς και άλλους θεολόγους, καθώς και από κληρικούς, οι οποίοι είναι οπαδοί της Παναίρεσης του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού - Gnosis, ή Εωσφορικού Θρησκευτικού Συγκρητισμού),
1    - νομιμοποιούνται όλες οι αιρέσεις, οι οποίες είχαν καταδικαστεί από τις Οικουμενικές Συνόδους,
2    - υποστηρίζεται, για πρώτη φορά στην Εκκλησιαστική Ιστορία, η εκκλησιολογική αίρεση, δηλαδή ότι η Εκκλησία του Χριστού δεν ταυτίζεται μόνο με την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά επεκτείνεται και στις αιρετικές ομάδες που δεν έχουν την Ορθόδοξη πίστη,
3    - υποστηρίζεται, επίσης για πρώτη φορά στην Εκκλησιαστική Ιστορία, η σωτηριολογική αίρεση, δηλαδή ότι σώζει -δηλαδή παρέχει τη Θεία Χάρη, με την οποία ενώνεται ο πιστός με τον Άγιο Τριαδικό Θεό- όχι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και οι αιρετικές ομάδες, οι οποίες δεν έχουν την Ορθόδοξη πίστη, καθώς και τα άλλα θρησκεύματα, τα οποία δεν πιστεύουν στον Τριαδικό Θεό.
Φαινόμενη εξωτερικά ως Ορθόδοξη αλλά μεταβαλλόμενη εσωτερικά σε Γνωστική - Συγκρητιστική ή Σατανική,
1 - οι θεσμικές Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες» που αποδέχονται τον Γνωστικισμό, παύουν να ταυτίζονται με την αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία (δηλαδή με το Σώμα του Χριστού, το οποίο είναι οι πραγματικοί πιστοί οι ενωμένοι οργανικά με τον Χριστό - την Κεφαλή της Εκκλησίας, μέσω
  α) της ακριβούς Ορθόδοξης πίστης,
  β) της ορθής πνευματικής ζωής,
 γ) της εν μετανοία προσέλευσης στα μυστήρια και μάλιστα στη Θεία Ευχαριστία, στην οποία είτε μνημονεύεται ο οικείος επιχώριος Αρχιερέας, εφόσον ορθοτομεί τον Λόγον της Αληθείας και δεν ακολουθεί την Παναίρεση του Οικουμενισμού στο φρόνημά του ή δεν συμβιβάζεται με την Παναίρεση του Οικουμενισμού, οπότε ταυτίζεται κατ' ουσίαν με εκείνους που έχουν το φρόνημα του Παναιρετικού Οικουμενισμού, είτε μνημονεύεται «πάσης επισκοπής Ορθοδόξων» από Αρχιερέα ή Ιερέα, που έχει διακόψει κοινωνία καθένας από αυτούς με την Προϊσταμένη του Αρχή, η οποία ακολουθεί την Παναίρεση του Οικουμενισμού, και
  δ) της διαρκούς μελέτης και θεωρίας του Λόγου του Θεού, δηλαδή της Αγίας Γραφής, όπως ερμηνεύεται ορθά από τους Πατέρες της Εκκλησίας) και άρα
2 - οι θεσμικές Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες» που αποδέχονται τον Γνωστικισμό, ως ετερόδοξες, παύουν να σώζουν πράγματι, δηλαδή παύουν να παρέχουν τη Θεία Χάρη μέσω της οποίας ενώνεται ο πιστός με τον Άγιο Τριαδικό Θεό, ακριβώς διότι ακολούθησαν την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού - Gnosis ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού) (Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενισμός, Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974 228-233. Ιωαν. Καρμίρη, Πώς δει δέχεσθαι τους προσιόντας τη Ορθοδοξία ετεροδόξους, εκδ. Αποστολική Διακονία, εν Αθήναις 1954).
Οι τρόποι παραχάραξης της Ορθόδοξης πίστης, μέσω του Γνωστικισμού ή Συγκρητισμού, είναι οι εξής:

Η Ορθόδοξη Εκκλησία:
1)    να ενωθεί συγκρητιστικά, δηλαδή χωρίς ταυτότητα στην Ορθόδοξη Πίστη της Αδιαίρετης Εκκλησίας της Πρώτης Χιλιετηρίδας, με τον Παπισμό, ο οποίος έχει ήδη αποδεχθεί τον θρησκευτικό συγκρητισμό με τη Β' Βατικάνειας Συνόδου (1962-1965), και
2)    μέσω του Παπισμού, να ενωθεί, επίσης συγκρητιστικά, δηλαδή αυτονόητα χωρίς καμία ταυτότητα Ορθόδοξης Πίστης, με τα λοιπά θρησκεύματα σε μια παγκόσμια θρησκεία, η οποία θα προσκυνήσει τον Αντίχριστο. Ως γνωστόν, ο Αντίχριστος κατά τον Απόστολο Παύλο, θα εξυψώσει τον εαυτό του και θα τον θέσει πάνω από κάθε άλλον που ονομάζεται Θεός ή σέβασμα τόσο πολύ, ώστε θα καθίσει ως Θεός στο Ναό του Θεού (δηλαδή στο Ναό του Σολομώντα που θα ανεγερθεί, αλλά και σε χριστιανικούς Ναούς που θα είναι υποταγμένοι στον Αντίχριστο) και θα προσπαθεί με δόλια τεχνάσματα να αποδείξει τον εαυτό του ότι είναι δήθεν Θεός (Β' Θεσ. 2, 4).
Επισημαίνεται ότι, ενώ οι προηγούμενες αιρέσεις ήταν φανερές ευθύς εξ αρχής, η Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού - Gnosis ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού) εκδιπλώνεται και φανερώνεται σταδιακά. Μάλιστα χρειάστηκαν 115 χρόνια από την εισαγωγή της στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1901 μέχρι το 2016, έτος σύγκλησης του Συνεδρίου της Αποστασίας των Χανίων, μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν έγινε αντιληπτή επαρκώς από τους Ορθοδόξους πιστούς, Επισκόπους, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, η ανάπτυξη και εδραίωσή της, αλλά και όσες φορές γινόταν και σε όποια έκταση γινόταν αντιληπτή, δεν υπήρχε διάθεση από αυτούς να πολεμήσουν την Παναίρεση αυτή, πριν να προχωρήσουν οι καρκινικές μεταστάσεις της στις θεσμικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, προτιμώντας, σε αντίθεση με την Αγία Γραφή και την Πατερική διδασκαλία, να συμβιβάζονται με την ίδια Παναίρεση, για να μην διαταράξουν τις σχέσεις τους με το Φανάρι.
Ο πρώτος που διέγνωσε την Παναίρεση του Οικουμενισμού ήταν ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενισμός, μετάφραση: ιερομονάχων Αμφιλοχίου Ράντοβιτς και Αθανασίου Γιέβτιτς, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974).

2. Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ» ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΥΡΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ Ή ΟΧΙ;
ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΥΡΗ, ΤΟΤΕ ΤΙ ΕΙΝΑΙ;


Η λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδος» σαφώς ΔΕΝ είναι έγκυρη ορθόδοξη σύνοδος, για τους παρακάτω αναφερόμενους λόγους. Τότε τι είναι; Δεν είναι απλώς Ψευδο-σύνοδος ή Ληστρική Σύνοδος, δεδομένου ότι τέτοιες αντ-ορθόδοξες σύνοδοι εισήγαγαν επί μέρους αιρέσεις, δηλ. επί μέρους αλλοιώσεις της Ορθόδοξης Πίστης στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Είναι Συνέδριο της Αποστασίας ή Συναγωγή του Σατανά, διότι εισήγαγε την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), η οποία σταδιακώς και διαρκώς ανατρέπει εξολοκλήρου την Ορθόδοξη Πίστη και εισάγει τον Εωσφορικό Διαχριστιανικό και Διαθρησκειακό Συγκρητισμό, προσπαθώντας να επιβάλει τον Θρησκευτικό Συγκρητισμό ως δήθεν επιβεβαίωση της «Ορθοδοξίας» στις συνθήκες της Νέας Εποχής, οδηγώντας από πλάνη σε πλάνη, αρχικά ότι δήθεν οι πάσης φύσεως αιρετικοί είναι ενταγμένοι στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Πάντως, η επίκληση των λόγων Μη εγκυρότητας του Συνεδρίου της Αποστασίας των Χανίων, δεν επιτρέπεται να γίνεται εκ του πονηρού από εκείνους που εξακολουθούν να είναι μέλη των δέκα (10) Αυτοκέφαλων «Εκκλησιών» που μετείχαν σε αυτό το Συνέδριο της Αποστασίας, προκειμένου να ευρίσκουν προφάσεις εν αμαρτίαις, για να συμβιβάζονται στην πράξη, διαφωνώντας στα λόγια και στα χαρτιά, αλλά μετέχοντας στην Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), αντί να διακόψουν, όπως οφείλουν, κατά την διδασκαλία της Αγίας Γραφής, όπως ερμηνεύεται ορθά από τους Αγίους Πατέρες, την κοινωνία με τους οπαδούς αυτής της Παναίρεσης του Οικουμενισμού.

Μη εγκυρότητα σημαίνει ότι το Συνέδριο της Αποστασίας είναι δεσμευτικό δογματικά και κανονικά για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες», αν και είναι ακυρώσιμο, για τους παρακάτω αναφερόμενους λόγους, από μια πραγματικά Ορθόδοξη Πανορθόδοξη Σύνοδο, ή, έστω από μια Τοπική Σύνοδο των τεσσάρων (4) Ορθοδόξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών οι οποίες δεν συμμετείχαν -και ορθώς από την άποψη της Ορθόδοξης Πίστης των Αγίων Προφητών, των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των Αγίων Συνόδων- στο Συνέδριο της Αποστασίας της Κρήτης.

Το Συνέδριο της Αποστασίας συγκλήθηκε ουσιαστικά από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, δια στόματος της κυρίας Ελισάβετ Προδρόμου, Δρ. Φιλοσοφίας, ειδικής σε θέματα θρησκείας και διεθνών σχέσεων, αξιωματούχου της Επιτροπής Διεθνούς Θρησκευτικής Ελευθερίας, η οποία υπάγεται στο εν λόγω Υπουργείο, και ειδικής συμβούλου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων (βλ. 1, ἐδῶ και 2, ἐδῶ). Μετά την εισήγηση της κυρίας Ελισάβετ Προδρόμου, στις 3-11-2007 στο Συνέδριο του Οργανισμού της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αμερικής «Ορθόδοξοι Χριστιανοί Λαϊκοί (Orthodox Christian Laity)», με θέμα «Η ανάγκη για Μια Αγία και Μεγάλη Σύνοδο: Γιατί, Γιατί Όχι Ακόμη, και Πώς;» (ἐδῶ), ενεργοποιήθηκε από το 2008 η προσυνοδική διαδικασία, η οποία είχε διακοπεί από το 1993.


2.2    - ΠΟΙΟΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΜΗ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ», Ή, ΑΚΡΙΒΕΣΤΕΡΑ, ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ;

Αναφέρονται, κατ' αρχάς, όλοι οι λόγοι Μη εγκυρότητας -δηλ. ακυρωσίας του από μια πραγματικά Ορθόδοξη Πανορθόδοξη Σύνοδο, ή, έστω από μια Τοπική Σύνοδο των τεσσάρων (4) Ορθοδόξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών οι οποίες δε συμμετείχαν σε τούτο- του Συνεδρίου της Αποστασίας (και ειδικότερα του Γνωστικισμού ή του Θρησκευτικού Συγκρητισμού) των Χανίων, για λόγους καλύτερης κατανόησης του συνόλου τους, και στη συνέχεια αναλύονται λεπτομερέστερα αυτοί οι λόγοι, οι οποίοι είναι οι εξής:
1ος ΛΟΓΟΣ - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΔΕΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕ ΤΗΝ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ (Η ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ Ή ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ), ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΑΓΕ «ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ» (ΔΗΛ. ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΑ).

2ος ΛΟΓΟΣ - ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΔΕΝ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΔΕΚΑ (10), ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝ ΤΟ ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ (1/3) ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΙΣΤΩΝ, ΕΝΩ ΤΕΣΣΕΡΙΣ (4) ΔΕΝ ΠΑΡΕΣΤΗΣΑΝ ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΤΡΙΤΑ (2/3) ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΙΣΤΩΝ.

3ος ΛΟΓΟΣ - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΣΥΓΚΛΗΘΗΚΕ ΧΩΡΙΣ ΕΓΚΥΡΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΥΓΚΛΗΣΗΣ, ΔΗΛ. ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ.

4ος ΛΟΓΟΣ - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ ΧΩΡΙΣ ΕΓΚΥΡΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ, ΔΗΛ. ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ.

5ος ΛΟΓΟΣ - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΕΙΧΕ, ΜΗ ΕΓΚΥΡΑ, ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΩΣ ΘΕΜΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟΥ «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ», ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΣΑΜΠΕΖΥ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΠΕΝΤΕ (5) ΣΧΕΔΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, ΔΗΛ. ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ.

6ος ΛΟΓΟΣ - ΜΕΛΗ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΨΗΦΟ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΟΙ ΔΕΚΑ (10) ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ (ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ»), ΕΝΩ ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΕΧΟΥΝ ΩΣ ΜΕΛΗ ΤΟΥΣ ΜΟΝΟΝ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.

7ος ΛΟΓΟΣ - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΑΥΤΟΑΝΑΓΟΡΕΥΘΗΚΕ ΣΕ ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΗΣ, ΕΝΩ Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΑΠΛΑΝΩΣ ΘΕΟΛΟΓΕΙΝ (Η ΤΟ ΑΛΑΝΘΑΣΤΟ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΗΣ) ΑΝΗΚΕΙ ΜΟΝΟΝ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΔΗΛ. ΣΤΙΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΙΚΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ, ΕΦΟΣΟΝ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΗΣ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΔΕΚΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ, ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥΣ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ).

8ος ΛΟΓΟΣ - ΣΤΙΣ «ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ» (Η ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΕΣ) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΑΠΑΡΝΗΘΗΚΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΕΘΟΔΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΚΑΙ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕ ΚΑΙ ΚΑΘΙΕΡΩΣΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΑΤΕΡΙΚΗ Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΔΑΙΜΟΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟ ΔΗΘΕΝ «ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ» ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

2.3 - ΠΩΣ ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΜΗ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ», Ή, ΑΚΡΙΒΕΣΤΕΡΑ, ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ
2.3.1. - ΠΩΣ ΑΝΑΛΥΕΤΑΙ Ο 1ος ΛΟΓΟΣ ΜΗ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ: ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΔΕΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕ ΤΗΝ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ (Η ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ), ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΑΓΕ «ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ» (ΔΗΛ. ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΑ).
Ενώ οι προηγηθείσες Αγίες και Μεγάλες ή Οικουμενικές Σύνοδοι κατεδίκαζαν συνεχώς τις αιρέσεις της εποχής τους, το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων εισήγαγε «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), λανσάροντάς την ως δήθεν «Ορθόδοξη» στα πλαίσια της Νέας Εποχής.
Η ανάλυση του 1ου Λόγου Μη εγκυρότητας έγινε ήδη στο 1ο Μέρος της μελέτης με θέμα ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ (Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ) ΤΟΥ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ, το οποίο Μέρος έχει τον τίτλο: «1. ΤΙ ΣΗΜΑΝΕΙ Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ (Η ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ);», όπου παραπέμπουμε.
2.3.2. - ΠΩΣ ΑΝΑΛΥΕΤΑΙ Ο 2ος ΛΟΓΟΣ ΜΗ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ: ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΔΕΝ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΔΕΚΑ (10) ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ, ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝ ΤΟ ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ (1/3) ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΙΣΤΩΝ, ΕΝΩ ΔΕΝ ΠΑΡΕΣΤΗΣΑΝ ΤΕΣΣΕΡΙΣ (4) ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΤΡΙΤΑ (2/3) ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΙΣΤΩΝ.
Στο Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, δυστυχώς, συμμετείχαν, ως γνωστόν, οι εξής πρόθυμες Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες», οι οποίες ακολουθούν πλέον την «Ορθοδοξία» και ταυτοχρόνως τον Γνωστικισμό ή Εωσφορικό Θρησκευτικό Συγκρητισμό, Διαχριστιανικό και Διαθρησκειακό (σύμφωνα με τη δογματική του απόφαση «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»), δηλ. έπαυσαν πλέον να ταυτίζονται ως θεσμικές «Εκκλησίες» με την Αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία ως του Σώματος του Χριστού: 1) Οικουμενικό Πατριαρχείο, 2) Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, 3) Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, 4) Πατριαρχείο Σερβίας, 5) Πατριαρχείο Ρουμανίας, 6) Εκκλησία της Κύπρου, 7) Εκκλησία της Ελλάδος, 8) Εκκλησία της Πολωνίας, 9) Εκκλησία Αλβανίας, και 10) Εκκλησία Τσεχίας και Σλοβακίας. Αυτές οι δέκα (10) Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες» εκπροσωπούν περίπου μόνον το ένα τρίτο (1/3) των Ορθοδόξων πιστών.
Στο ίδιο Συνέδριο της Αποστασίας, ευτυχώς, δεν συμμετείχαν οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες συνεχίζουν να ακολουθούν την Ορθοδοξία, δηλ. συνεχίζουν να ταυτίζονται ως θεσμικές Εκκλησίες με την Αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία ως του Σώματος του Χριστού, δηλ. την Ορθόδοξη Εκκλησία των Αγίων Προφητών, των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των Αγίων Συνόδων: 1) Πατριαρχείο Αντιοχείας, 2) Πατριαρχείο Ρωσίας, 3) Πατριαρχείο Βουλγαρίας, και 4) Πατριαρχείο Γεωργίας. Αυτές οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες εκπροσωπούν περίπου τα δύο τρίτα (2/3) των Ορθοδόξων πιστών.

Οι λόγοι για τους οποίους δεν συμμετείχαν οι εν λόγω τέσσερις (4) Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, είναι οι εξής:

Α. - Το Πατριαρχείο Αντιοχείας

Σύμφωνα με το από 27-6-2016 επίσημο ανακοινωθέν της, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αντιοχείας:
α) Αρνείται να αποδώσει στη Συνέλευση των 10 Αυτοκεφάλων Εκκλησιών της Κρήτης την ονομασία της «Αγίας και Μεγάλης ή Πανορθόδοξης Συνόδου».
β) Θεωρεί ότι τα έγγραφα αυτής της Συνέλευσης δεν είναι τελικά, αλλά ανοικτά για συζήτηση και για τυχόν τροποποιήσεις, όταν συγκληθεί στο μέλλον η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
γ) Όλες οι αποφάσεις, αλλά και όλα όσα εκδόθηκαν από τη Συνέλευση της Κρήτης, δεν δεσμεύουν με οποιοδήποτε τρόπο το Πατριαρχείο Αντιοχείας.
Σημειωτέον ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, δια στόματος του αρχιδιακόνου του κ. Ιωάννη Χρυσαυγή, διευθυντή του Γραφείου Τύπου του στη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο», δήλωσε ότι οι αποφάσεις της δεσμεύουν και τις τέσσερις (4) μη συμμετέχουσες Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες (ἐδῶ).
δ) Αρνείται την απόδοση του συνοδικού χαρακτήρα σε οποιαδήποτε ορθόδοξη συνέλευση, στην οποία δεν συμμετέχουν όλες οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Και
ε) Η αρχή της ομοφωνίας εξακολουθεί να είναι ο βασικός κανόνας ο οποίος διέπει τις διορθόδοξες σχέσεις (ἐδῶ).
Στις 10-6-2016 το Πατριαρχείο Αντιοχείας ενεργοποίησε την από 6-6-2016 απόφαση της Ιεράς του Συνόδου να ζητήσει αναβολή της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν την απόφαση, και να μην συμμετάσχει σε αυτήν (ἐδῶ).
Στην από 6-6-2016 απόφασή της, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αντιοχείας ανέφερε τους λόγους για τους οποίους ζήτησε να αναβληθεί η λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδος» και να μην συμμετάσχει το ίδιο σε αυτήν, και οι οποίοι είναι οι εξής:
1   - Δεν καταβλήθηκαν προσπάθειες από την πλευρά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για την επίτευξη ομοφωνίας σε σχέση με τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν από Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες (Εκκλησίες Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας) για τα θέματά της, τον Κανονισμό της και τη διαδικασία οργανώσεώς της.
2    - Η Εκκλησία της Αντιοχείας, παρότι δεν υπέγραψε τις αποφάσεις της Σύναξης των Προκαθημένων στο Φανάρι το Μάρτιο 2014 (για τη σύγκληση της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου») εν τούτοις συμμετείχε «κατ' οικονομίαν» στις προπαρασκευαστικές επιτροπές της, όπως και στην Ε' Προσυνοδική Διάσκεψη στο Σαμπεζύ το 2015, και, μετέπειτα, στη Σύναξη των Προκαθημένων στο Σαμπεζύ τον Ιανουάριο 2016. Επίσης, δεν υπέγραψε όλες τις αποφάσεις (σύγκλησης της «Συνόδου», Κανονισμού λειτουργίας της, σχεδίων αποφάσεων που παραπέμφθηκαν στη ίδια «Σύνοδο») της τελευταίας Σύναξης των Προκαθημένων, συμμετείχε πάλι «κατ' οικονομίαν» στις εργασίες των προπαρασκευαστικών επιτροπών της εν λόγω «Συνόδου». Παρά ταύτα, σε αντίθεση με την αρχή της ομοφωνίας της διορθόδοξης συνεργασίας από την έναρξη των προπαρασκευαστικών εργασιών για τη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο»: α) δεν ελήφθησαν υπόψη οι προτάσεις τροπολογιών για τον Κανονισμό λειτουργίας της και για το κείμενο «Η Ορθόδοξη Διασπορά», β) το κείμενο «Το Μυστήριον του Γάμου και τα κωλύματα αυτού» εξακολουθεί να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της «Συνόδου», παρά το γεγονός ότι δεν υπογράφηκε από τις Εκκλησίες της Αντιοχείας και της Βουλγαρίας, γ) το κείμενο «Το αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεώς του» εξακολουθεί να απαιτεί την ομοφωνία σχετικά με το περιεχόμενό του, προκειμένου να συμπεριληφθεί, στην τελική του μορφή, στην ημερήσια διάταξη της «Συνόδου». Ειδικότερα, ως προς το κείμενο «Η Ορθόδοξη Διασπορά», τούτο έχει συμπεριληφθεί στην ημερήσια διάταξη της «Συνόδου», για να εξακολουθήσει να ισχύει η προσωρινή αντικανονική πράξη της συνύπαρξης πολλών Ορθόδοξων επισκοπικών δικαιοδοσιών σε έναν τόπο, χωρίς καμία αξιολόγηση της λειτουργίας των Επισκοπικών Συνελεύσεων (αποτελούμενων από τους Επισκόπους των πολλαπλών δικαιοδοσιών σε κάθε τόπο διασποράς) πριν την «Σύνοδο», ώστε να μπορέσει αυτή να προβεί σε μια κανονική λύση του προβλήματος, όπως είχε αποφασίσει η Δ' Προσυνοδική Διάσκεψη στο Σαμπεζύ το 2009, αγνοώντας την επανειλημμένως διατυπωθείσα θέση της Εκκλησίας της Αντιοχείας.
3   - Δεν υπήρξε πραγματική και ουσιαστική συμμετοχή των Αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στις προπαρασκευαστικές εργασίες της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου», η Γραμματεία λειτούργησε αργά, και δεν υπήρχε σαφήνεια σχετικά με το πρόγραμμα των συνεδριάσεων της «Συνόδου» και τον τρόπο διαχείρισής τους, όπως είχε επικρατήσει κατά την τελευταία προπαρασκευαστική φάση της, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραπαίουσες συνοδικές συζητήσεις.
4   - Εάν η λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδος» επραγματοποιείτο, ενώ ίσχυε η διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, λόγω του ζητήματος της δικαιοδοσίας στο Κατάρ, τούτο θα υποδήλωνε ότι η συμμετοχή στις συνοδικές συζητήσεις είναι δυνατή χωρίς τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, και, κατά συνέπεια, θα έχανε τον εκκλησιαστικό της χαρακτήρα, λαμβάνοντας απλά έναν διοικητικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τη συνοδική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας (ἐδῶ).

Β. - Το Πατριαρχείο της Ρωσίας

Κατά το από 15-7-2916 ανακοινωθέν της, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου της Ρωσίας:
α) Δέχεται ότι η Σύνοδος στην Κρήτη ήταν σημαντικό γεγονός στη συνοδική πορεία της Ορθοδοξίας, αρχής γενομένης από την Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου το 1961.
β) Θεωρεί ότι η διεξαγωγή της Συνόδου της Κρήτης χωρίς τη σύμφωνη γνώμη ορισμένων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών αποτελεί παραβίαση της αρχής της ομοφωνίας, η οποία ήταν η βάση της πανορθόδοξης συνεργασίας καθ'όλη τη διάρκεια της συνοδικής διαδικασίας.
γ) Δηλώνει ότι η Σύνοδος της Κρήτης είναι αδύνατο να θεωρείται Πανορθόδοξη.
δ) Υπογραμμίζει ότι τα έγγραφα τα οποία ενέκρινε η Σύνοδος της Κρήτης δεν αποτελούν έκφραση της πανορθόδοξης ομοφωνίας (ἐδῶ).
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας είχε αποφασίσει στις 13-6-2016 να μην συμμετάσχει στη Σύνοδο της Κρήτης, αν αυτή δεν αναβαλλόταν μέχρι να εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη όλων των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ειδικότερα είχε αποφασίσει:
1    - Να υποστηρίξει τις προτάσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών Αντιοχείας, Γεωργίας, Σερβίας και Βουλγαρίας (τρεις από τις οποίες, πλην της Σερβίας, είχαν ήδη δηλώσει την αποχή τους από τη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο») για αναβολή της μέχρι να εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη των Προκαθημένων όλων των Αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών.
Διότι δεν εφαρμόζεται ο απαραίτητος όρος για τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, επειδή η αρχή της Πανορθόδοξης ομοφωνίας παραμένει αδιασάλευτο θεμέλιο της προσυνοδικής διαδικασίας, αρχής γενομένης από τη Διάσκεψη της Ρόδου το έτος 1961, η οποία, κατόπιν πρωτοβουλίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, όρισε: «Αποφάσεις των κοινών συνελεύσεων λαμβάνονται με πλήρη ομοφωνία αντιπροσωπειών των Εκκλησιών (Κανονισμός της λειτουργίας και των εργασιών της εν Ρόδω Πανορθοδόξου Διασκέψεως, αρθ. 14). Εν συνεχεία, αυτή η αρχή κατοχυρώθηκε στον Κανονισμό των Πανορθόδοξων Προσυνοδικών Διασκέψεων του έτους 1986: «Η υπό των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων αποδοχή των κειμένων επί των καθ' έκαστον θεμάτων της Ημερησίας Διατάξεως γίνεται καθ' ομοφωνίαν (αρθ. 16). Η Σύναξη των Προκαθημένων, το έτος 2014, επιβεβαίωσε: «Άπασαι αι αποφάσεις κατά τε την Σύνοδον και κατά το προπαρασκευαστικόν αυτής στάδιον, λαμβάνονται καθ' ομοφωνίαν» (Αποφάσεις της Συνάξεως των Προκαθημένων, αριθ. 2α). Η ίδια αρχή κατοχυρώθηκε στον Κανονισμό Οργανώσεως και Λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τον οποίο ενέκρινε η πλειοψηφία των Προκαθημένων στη Σύναξή τους του Ιανουαρίου 2016.
Όμως, η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Αντιοχείας δεν υπέγραψε ούτε την απόφαση συγκλήσεως της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου», ούτε τον Κανονισμό της, ούτε το σχέδιο του συνοδικού κειμένου «Το Μυστήριον του Γάμου και τα Κωλύματα αυτού». Το τελευταίο κείμενο επίσης δεν υπέγραψε η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Γεωργίας.
Υπενθυμίζεται ότι, στην από 3-6-2016 απόφασή της, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας: α) είχε δηλώσει ότι η αποχή έστω και μίας από τις Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες από τη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο» αποτελεί απόλυτο κώλυμα για τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, β) είχε υποβάλει την πρόταση στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να συγκαλέσει, το αργότερο μέχρι τις 10-6-2016, έκτακτη Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη για αξιολόγηση και αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης, προκειμένου στη συνέχεια οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες να αποφανθούν για τη σύγκληση της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» στις προκαθορισμένες ημερομηνίες  (ἐδῶ).
Αντιθέτως, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με την υπ' αριθ. πρωτ. 676/9-6-2016 επιστολή του, επέδειξε πείσμονα και προσχηματική άρνηση για σύγκληση έκτακτης Πανορθόδοξης Προσυνοδικής Διάσκεψης, με την προτεινόμενη από την Εκκλησία της Ρωσίας, αποστολή της, αναφέροντας ότι η αναβολή ή ματαίωσή της τη δωδέκατη ώρα, ύστερα από προετοιμασία ολόκληρων δεκαετιών, θα εξέθετε διεκκλησιαστικώς και διεθνώς την Ορθόδοξη Εκκλησία και θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη τρώση του κύρους της» (δηλ. το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ενδιαφερόταν - και ήταν η μόνη Αυτοκέφαλη που το έπραττε - δήθεν να μην τρωθεί το Οικουμενιστικό κύρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την αναβολή της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου», αν και δεν είχαν εγκριθεί εγκύρως από τη Σύναξη των Προκαθημένων, στο Σαμπεζύ, τον Ιανουάριο του 2016, ούτε η απόφαση συγκλήσεως της λεγόμενης «ανορθόδοξης Συνόδου», ούτε ο Κανονισμός της ούτε το κείμενο για τον γάμο, όπως και όλα τα λοιπά πέντε σχέδια συνοδικών κειμένων). Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το ανακοινωθέν της από 6-6-2016 αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, κατά το οποίο «η Ιερά Ενδημούσα Σύνοδος, μετ' εκπλήξεως και απορίας επληροφορήθη τας εσχάτως εκφρασθείσας θέσεις και απόψεις ενίων αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών και αξιολογήσασα αυτάς διεπίστωσεν ότι ουδέν θεσμικόν πλαίσιον υφίσταται προς αναθεώρησιν της ήδη δρομολογηθείσης συνοδικής διαδικασίας» (δηλ. αντί το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο απλώς προεδρεύει, αντί να δεχθεί, ως όφειλε, την ανωτέρω πρόταση του Πατριαρχείου της Ρωσίας και εκείνες των Εκκλησιών της Αντιοχείας, της Βουλγαρίας και της Γεωργίας, αποφάσισε, με παπικό τρόπο, να συγκαλέσει οπωσδήποτε τη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο», αν και, όπως λέχθηκε και ανωτέρω, δεν είχαν εγκριθεί νομίμως και κανονικώς από τη Σύναξη των Προκαθημένων, στο Σαμπεζύ, τον Ιανουάριο του 2016, ούτε η απόφαση συγκλήσεως της λεγόμενης «ανορθόδοξης Συνόδου», ούτε ο Κανονισμός της ούτε το κείμενο για τον γάμο, ούτε τα λοιπά πέντε σχέδια συνοδικών κειμένων).
2    - Να ανακοινώσει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ούτε και αυτήν την πρόταση θα δεχθεί, ενώ η λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδος» θα συγκληθεί, παρά την αντίθετη γνώμη μερικών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, θα αδυνατούσε να συμμετάσχει σε αυτήν η Αντιπροσωπεία της Ρωσικής Εκκλησίας.
3    - Να συνεχίσει έτσι να καταβάλει προσπάθειες για ενίσχυση της πανορθόδοξης συνεργασίας για την προετοιμασία της μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία καλείται να αποτελέσει αληθινή μαρτυρία της ενότητας της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
4    - Να επαναδιατυπώσει τη γνώμη ότι, για την επιτυχή έκβαση της προσυνοδικής προετοιμασίας, θα μπορούσε να συμβάλει η εντατικοποίηση του πραγματικού έργου της Πανορθόδοξης Γραμματείας, στα πλαίσια της οποίας κρίνεται εφικτή η μελέτη προτάσεων λύσεως των προβληματικών θεμάτων, διευθετήσεως των υφιστάμενων διαφωνιών, επεξεργασίας των απαραίτητων κειμένων και άρσεως κάθε εμποδίου για σύγκληση και θεάρεστη έκβαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
5    - Να δεχθεί, ως λίαν ευκταίον, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις στους κόλπους πολλών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, στη μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδο να μετάσχουν όλοι οι Αρχιερείς των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών απεριορίστως, επειδή τούτο, ασφαλώς, θα προσδώσει μεγαλύτερο κύρος πανορθοδόξως στις λαμβανόμενες συνοδικές αποφάσεις (ἐδῶ).

Γ. Το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας

Η Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, στην από 9-7-2016 ανακοίνωσή της, ανέφερε ότι η ίδια Ιερά Σύνοδος, όταν συγκληθεί, επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί για τις αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης, μετά την προσήκουσα μελέτη τους (1).
Με την από 1-6-2016 απόφασή της, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Βουλγαρίας είχε ζητήσει την αναβολή της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου», προκειμένου να συνεχιστεί η αποτελεσματική προετοιμασία της, διότι διαφορετικά δεν θα συμμετείχε (όπως δεν συμμετείχε εν τέλει) (1) (ἐδῶ).
Στην από 21-4-2016 απόφασή της, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου της Βουλγαρίας αποφάσισε ομόφωνα:
«Σχετικά με το σημείο 4 του εγγράφου: «Η σχέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον».
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία με τη φράση «ενότητα όλων» ανέκαθεν εννοείται ότι οι έχοντες υποπέσει σε αίρεση ή σχίσμα θα πρέπει πρώτα να επιστρέψουν στην Ορθόδοξη πίστη, προσερχόμενοι μεθ' υπακοής στην Αγία Εκκλησία και τότε, δια της μετανοίας, να γίνουν δεκτοί στην Εκκλησία.
Σχετικά με το σημείο 5: «Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι.. έχουν ως στόχο να αναζητήσουν 'την απολεσθείσα χριστιανική ενότητα'...».
Εδώ θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είναι μία και ενιαία, δεν έχει απολεσθεί ποτέ η ενότητα εν τη πίστει και η κοινωνία εν τω Αγίω Πνεύματι μεταξύ των χριστιανών και δεδομένου ότι η ίδια θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του κόσμου, όπως είπε ο Κύριος: «και πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16:8), άρα η κοινωνία αυτή θα είναι επίσης αιώνια.
Σχετικά με το σημείο 6, σημείο 16, κλπ.
Εκτός από την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχουν άλλες εκκλησίες, αλλά μόνον αιρέσεις και σχίσματα και το να ονομάζονται τούτα «εκκλησίες» είναι θεολογικώς, δογματικώς και κανονικώς εντελώς εσφαλμένο.
Σχετικά με το σημείο 12:
Το αναφερόμενο στο σημείο 12 ότι, «κατά την διεξαγωγή των θεολογικών διαλόγων κοινός στόχος όλων είναι η οριστική αποκατάσταση της ενότητος εν τη αληθινή πίστει και αγάπη», είναι εντελώς εσφαλμένο και απαράδεκτο, διότι πρέπει να διευκρινισθεί και να υπογραμμιστεί ότι η επιστροφή στην αληθινή πίστη αφορά αιρετικούς και σχισματικούς και δεν σχετίζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δόξα τω Θεώ, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία κατά το έτος 1998 εξήλθε από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, δια της οποίας εξόδου της εξέφρασε την αποδοκιμασία της για την δραστηριότητά του, δεδομένου ότι δεν δύναται να είναι μέλος οργανώσεως, στην οποία θεωρείται ως «μία εκ των πολλών, ή ως παρακλάδι της Μίας εκκλησίας», η οποία αναζητεί τρόπο και αγωνίζεται για την αποκατάστασή της μέσω αυτού του Παγκοσμίου Εκκλησιών».
Ένας είναι ο Κύριος, μία είναι η Εκκλησία, όπως αναφέρεται στο Σύμβολο της Πίστεως» (ἐδῶ).

Δ. Το Πατριαρχείο της Γεωργίας.

Ο Πατριάρχης Γεωργίας Ηλίας Β', με την υπ' αριθ. 79/13-6-2016 επιστολή του προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ανακοίνωσε ότι στις 10-6-2016 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Γεωργίας αποφάσισε να μη συμμετάσχει η Αντιπροσωπεία της στη Σύνοδο της Κρήτης, προκειμένου να αποτρέψει, έστω και εν μέρει, την επιδείνωση προβλημάτων σχετιζόμενων με διάφορα ζητήματα που ανέκυψαν στην Εκκλησία (ἐδῶ).
Η από 10-6-2016 απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Γεωργίας αναφέρει τους λόγους μη συμμετοχής της Αντιπροσωπείας της στη Σύνοδο της Κρήτης και της ανάγκης αναβολής της εξαιτίας της μη επιτεύξεως ομοφωνίας των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών μέχρι την σχεδιασθείσα ημερομηνία συγκλήσεώς της, και οι οποίοι είναι οι εξής:
1    - Παρότι, η Εκκλησία της Γεωργίας πολλές φορές ζήτησε τη δημοσιοποίηση των σχεδίων κειμένων που παραπέμπονται στη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο», εν τούτοις αυτά δημοσιεύθηκαν μόνο μετά την τελευταία Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016, δηλαδή τον Φεβρουάριο 2016. Επιπλέον, αφότου τα εν λόγω κείμενα έγιναν γνωστά στις Ιερές Συνόδους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, έγινε φανερό σε κληρικούς, Ορθόδοξους θεολόγους και τον πιστό Λαό ότι υπάρχουν όχι λίγα δογματικά, κανονικά και ορολογικά λάθη.
2    - Το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ήταν εξ αρχής απαράδεκτο για την Αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου Γεωργίας στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016. Υπογράφηκε από την Αντιπροσωπεία του, κατά το προσυνοδικό στάδιο, μόνο λόγω της προσθήκης ότι «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες Γεωργίας και Βουλγαρίας αποχώρησαν από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, η μεν πρώτη το έτος 1997, η δε δεύτερη το έτος 1998, επειδή έχουν τη δική τους γνώμη για το έργο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και έτσι δεν συμμετέχουν στις δραστηριότητες που αναπτύσσονται από τούτο και από τους άλλους διαχριστιανικούς οργανισμούς.». Στις 25-5-2016 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Γεωργίας αποφάσισε ότι το συγκεκριμένο κείμενο, επειδή περιέχει μεγάλα εκκλησιολογικά και ορολογικά λάθη, χρειάζεται σοβαρή επεξεργασία, και ότι, εάν αυτή δεν γίνει, η Εκκλησία της Γεωργίας δεν θα μπορέσει να το υπογράψει.
3    - Ορισμένες αλλαγές χρειάζεται και το κείμενο: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω».
4           - Κατά τον Μη έγκυρο Κανονισμό λειτουργίας της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου», ο χρόνος ο ορισμένος για τη συζήτηση των θεμάτων, καθώς και η ασάφεια για τη διεξαγωγή των εργασιών, καθιστούν αδύνατες την εξέταση των κειμένων κατά παράγραφο και την παρέμβαση για ουσιαστικές αλλαγές κατά τη διάρκειά της. Η δε Πανορθόδοξη Γραμματεία που συστήθηκε για τη διεξαγωγή της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» δεν λειτούργησε, διότι έχει στερηθεί της δυνατότητας λήψεως αποφάσεων (από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως), και γι' αυτό η Εκκλησία της Γεωργίας και άλλες Εκκλησίες είχαν διαμαρτυρηθεί.
5   - Για το κείμενο για «το Μυστήριο του Γάμου και τα κωλύματα αυτού» γίνεται αναφορά στον 5ο ΛΟΓΟ (ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ») - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΕΙΧΕ, ΜΗ ΕΓΚΥΡΑ, ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΩΣ ΘΕΜΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟΥ «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ», ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΣΑΜΠΕΖΥ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΠΕΝΤΕ (5) ΣΧΕΔΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, ΔΗΛ. ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ.
6   - Ως προς το Πατριαρχείο Αντιοχείας, α) παρά τις καταβληθείσες προσπάθειες δεν έχει, μέχρι την ημερομηνία συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Γεωργίας, επιτευχθεί η αποκατάσταση της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, β) εκτός της ανωτέρω αιτίας, το Πατριαρχείο Αντιοχείας αρνείται να συμμετάσχει στη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο» λόγω επίσης σοβαρών προβληματισμών σε σχέση με τα παραπεμπόμενα σε αυτήν κείμενα, γ) σημειωτέον ότι για τη μη υπογραφή από το Πατριαρχείο Αντιοχείας της απόφασης σύγκλησης της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016 γίνεται αναφορά στον 3ο ΛΟΓΟ (ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ») - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΣΥΓΚΛΗΘΗΚΕ ΧΩΡΙΣ ΝΟΜΙΜΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΥΓΚΛΗΣΗΣ, δ) σημειωτέον ότι για τη μη υπογραφή από το Πατριαρχείο Αντιοχείας του Κανονισμού λειτουργίας της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016 γίνεται αναφορά στον 4ο ΛΟΓΟ (ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ») - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ ΧΩΡΙΣ ΕΓΚΥΡΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ, ΔΗΛ. ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ.
7   - Ως προς το Πατριαρχείο Βουλγαρίας, τούτο αρνήθηκε να συμμετάσχει στη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο» και παρουσίασε τις δικές του απόψεις σε σχέση με τα ορισθέντα θέματα.
8   - Ως προς το Πατριαρχείο της Σερβίας, τούτο θεώρησε πάρα πολύ δύσκολο να συμμετάσχει στη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο» και πρότεινε την αναβολή της για καλύτερη προπαρασκευή (αν και εν τέλει, όλως περιέργως, συμμετείχε σε αυτήν).

2.3.3.    - ΠΩΣ ΑΝΑΛΥΕΤΑΙ Ο 3ος ΛΟΓΟΣ - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΣΥΓΚΛΗΘΗΚΕ ΧΩΡΙΣ ΕΓΚΥΡΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΥΓΚΛΗΣΗΣ, ΔΗΛ. ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ.

Η Σύναξη των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών το έτος 2014 αποφάσισε ότι όλες οι αποφάσεις, και στη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» και στο προπαρασκευαστικό της στάδιο, λαμβάνονται με ομοφωνία (Αποφάσεις της Συνάξεως των Προκαθημένων, αρθ. 2α). Ο Κανονισμός της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», ο οποίος εγκρίθηκε από τη Σύναξη των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο Σαμπεζύ (21-28/1/2016), προβλέπει ότι η Σύνοδος αυτή συγκαλείται από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με τη συναίνεση των Προκαθημένων όλων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών (αρθ. 1). Ομως, η Αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου της Αντιόχειας, στη ίδια Σύναξη των Προκαθημένων, δεν υπέγραψε την απόφαση σύγκλησης της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», με την οποία καθορίστηκαν η ημερομηνία, ο τόπος και η ημερήσια διάταξη. Κατά συνέπεια, το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων δεν συγκλήθηκε έγκυρα, αλλά αυθαιρέτως μόνον από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίο ακολούθησαν οι δέκα (10) πρόθυμες Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες».
Σημειωτέον ότι και οι λοιπές τρεις (3) από τις τέσσερις (4) Αυτοκέφαλες που δεν συμμετείχαν (Πατριαρχείο Ρωσίας, Πατριαρχείο Βουλγαρίας, Πατριαρχείο Γεωργίας) και οι οποίες είχαν υπογράψει την απόφαση της εν λόγω σύγκλησης, ζήτησαν εν τέλει αναβολή της συγκλήσεώς της για τους λόγους τους οποίους κάθε μία από αυτές διατύπωσε. Αλλά οι δέκα (10) πρόθυμες Αυτοκέφαλες αγνόησαν επιδεικτικά τις τέσσερις (4) Αυτοκέφαλες που ζήτησαν την αναβολή της συγκλήσεώς της (1. ἐδῶ, 2. ἐδῶ).
Επομένως, είναι ψευδής ο ισχυρισμός του διευθυντή του Γραφείου Τύπου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για τη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο», αρχιδιακόνου κ. Ιωάννη Χρυσαυγή ότι δήθεν «... στη Γενεύη τον περασμένο Ιανουάριο ... όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες ήταν παρούσες στη Σύναξη των Προκαθημένων και επανέλαβαν, επαναβεβαίωσαν και συναποφάσισαν τη σύγκληση της Συνόδου κατά την επερχόμενη Εορτή της Πεντηκοστής» (ἐδῶ), όπως είναι ψευδής και ο ισχυρισμός του επίσημου ανακοινωθέντος της Σύναξης των Προκαθημένων στο Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016, το οποίο εκδόθηκε από τη Γραμματεία αυτής της Σύναξης, κατά τον οποίο «Οι Προκαθήμενοι επεβεβαίωσαν την απόφασιν αυτών να συγκληθή η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» (ἐδῶ).

2.3.4.    - ΠΩΣ ΑΝΑΛΥΕΤΑΙ Ο 4ος ΛΟΓΟΣ - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ ΧΩΡΙΣ ΕΓΚΥΡΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ, ΔΗΛ. ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ. 

Η Σύναξη των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών το έτος 2014 αποφάσισε ότι όλες οι αποφάσεις, και στη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» και στο προπαρασκευαστικό της στάδιο, λαμβάνονται με ομοφωνία (Αποφάσεις της Συνάξεως των Προκαθημένων, αρθ. 2α). Ο Κανονισμός της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», ο οποίος εγκρίθηκε από τη Σύναξη των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο Σαμπεζύ (21-28/1/2016), προβλέπει ότι η Σύνοδος αυτή συγκαλείται από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με τη συναίνεση των Προκαθημένων όλων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών (αρθ. 1). Ομως, η Αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου της Αντιόχειας, στη ίδια Σύναξη των Προκαθημένων, δεν υπέγραψε τον Κανονισμό της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου». Κατά συνέπεια, το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων λειτούργησε χωρίς έγκυρο Κανονισμό, επειδή δεν είχε εγκριθεί στη Σύναξη των Προκαθημένων εξαιτίας της ελλείψεως ομοφωνίας (1. ἐδῶ2. ἐδῶ).

2.3.5.    - ΠΩΣ ΑΝΑΛΥΕΤΑΙ Ο 5ος ΛΟΓΟΣ - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΕΙΧΕ, ΜΗ ΕΓΚΥΡΑ, ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΩΣ ΘΕΜΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟΥ «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ», ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΣΑΜΠΕΖΥ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΠΕΝΤΕ (5) ΣΧΕΔΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, ΔΗΛ. ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

 Η Σύναξη των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών το έτος 2014 αποφάσισε ότι όλες οι αποφάσεις, και στη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» και στο προπαρασκευαστικό της στάδιο, λαμβάνονται με ομοφωνία (Αποφάσεις της Συνάξεως των Προκαθημένων, αρθ. 2α). Επίσης, ο Μη έγκυρος Κανονισμός λειτουργίας απαιτούσε στη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο» να παραπέμπονται μόνον τα κείμενα που είχαν ομόφωνα εγκριθεί στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016 (Παρ.8). Εν τούτοις, η ημερήσια διάταξη της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» περιλάμβανε το σχέδιο κειμένου «Το μυστήριο του γάμου και τα κωλύματα αυτού», το οποίο δεν είχαν υπογραφεί από τις Αντιπροσωπείες του Πατριαρχείου Αντιοχείας και του Πατριαρχείου Γεωργίας στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ, για δογματικούς λόγους, όπως και τα λοιπά πέντε (5) σχέδια κειμένων τα οποία δεν είχαν υπογραφεί από το Πατριαρχείο Αντιοχείας. Το κείμενο αυτό δεν υπογράφηκε επίσης στην ίδια Σύναξη των Προκαθημένων          από το                          Πατριαρχείο         Αντιοχείας (ἐδῶ).

2.3.6.    - ΠΩΣ ΑΝΑΛΥΕΤΑΙ Ο 6ος ΛΟΓΟΣ - ΜΕΛΗ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΨΗΦΟ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΟΙ ΔΕΚΑ (10) ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ (ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ»), ΕΝΩ ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΕΧΟΥΝ ΩΣ ΜΕΛΗ ΤΟΥΣ ΜΟΝΟΝ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΙΡΕΣΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ.
Η Συνοδική Λειτουργία της Εκκλησίας, κατά τους Αποστόλους και τους Πατέρες, στηρίζεται στα δύο βασικά δόγματα της Εκκλησίας, το Τριαδολογικό και το Χριστολογικό. Όπως τα Τρία Πρόσωπα της Μίας ως προς την ουσία Της Τριάδος λειτουργούν συνοδικά, έτσι και η στρατευομένη Εκκλησία πρέπει να λειτουργεί συνοδικά (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Τριαδική Συνοδικότητα, η Εκκλησία ως Μυστήριο του Χριστού, Ορθόδοξη Φιλοσοφία της Αλήθειας - Δογματική της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τομ. 4, σελ. 187-188, γαλλική έκδοση). Όπως στο Πρόσωπο του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, δηλ. του Κυρίου Ιησού Χριστού, λειτουργούν συνοδικά οι δύο φύσεις Του (Αγ. Μαξίμου του Ομολογητή, Επιστολή 5, Ελληνική Πατρολογία, τομ. 91, σελ. 484), έτσι και στο Σώμα του, και ειδικότερα στη στρατευομένη Εκκλησία Του, πρέπει να λειτουργούν συνοδικά ο θείος και ο ανθρώπινος παράγοντας, το Άγιο Πνεύμα και οι πιστοί, οι οποίοι στις διάφορες μορφές Εκκλησιαστικών Συνόδων [1) της Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, 2) της Τοπικής ή Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ή 3) της Οικουμενικής Συνόδου], εκπροσωπούνται από τους Επαρχιούχους Επισκόπους των κατά τόπους Εκκλησιών ή Επισκοπών τους, οι οποίοι έχουν την αποστολική εξουσία και διακονία να αποφασίζουν ψηφίζοντας όλοι τους, Μαζί με το Άγιο Πνεύμα - αλλά όχι με εμπαιγμό του Αγίου Πνεύματος (όπως έπρατταν οι ψευδο-σύνοδοι που αναφέρονται στην Εκκλησιαστική Ιστορία) - επί δογματικών και ποιμαντικών θεμάτων των αντίστοιχων εκκλησιαστικών περιφερειών, ενώ οι πιστοί (λοιποί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί) έχουν, δυνάμει της ειδικής ή της γενικής ιερωσύνης τους, το δικαίωμα και το καθήκον να αποδέχονται ή να απορρίπτουν ιδίως τις συνοδικές αποφάσεις που αφορούν σε θέματα πίστεως (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, ο.π., σελ. 192-196. Επίσης, Ι. Καρμίρης, Η διοργάνωσις της επιγείου Εκκλησίας και η σχέσις αυτής προς την επουράνιον, Εκκλησιολογία, σελ. 365-808).
Ως προς την ισότητα των Επαρχιούχων Επισκόπων στις Συνόδους, ο Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί τα εξής:
1    - Κάθε τοπική Εκκλησία υπό τον τελούντα την Ευχαριστία Επίσκοπό της κατέχει το πλήρωμα της Εκκλησίας και πραγματοποιείται ως Σώμα Χριστού στη Θεία Ευχαριστία. Στην ενότητα και την ισότητα και την ταυτότητα της Χάρης, της Πίστεως και της Δομής των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών (δηλ. των Επισκοπών) βρίσκεται η μια Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Έκφραση της ενότητάς της είναι η Πανορθόδοξη ή Οικουμενική Σύνοδος» (Εκκλησιολογία, σελ. 546). Σημειωτέον ότι, όπως διευκρίνισε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στη σύναξη της Ιεραρχίας του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης τον περασμένο Αύγουστο, η μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν είναι Οικουμενική, διότι δεν μετέχουν οι Παπικοί και οι Προτεστάντες, δηλαδή με βάση την αιρετική διεύρυνση του όρου «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» του Συμβόλου της Πίστεως της Α'και Β' Οικουμενικών Συνόδων, η οποία συγκρητιστική διεύρυνση περιλαμβάνει συγκρητιστικά στην Εκκλησία του Χριστού τους Παπικούς και τους Προτεστάντες.
2    - Των Οικουμενικών (και όλων γενικά) των Συνόδων μετείχαν με πλήρη δικαιώματα (δηλ. και με δικαίωμα αποφαστιστικής ψήφου) μόνον οι Επίσκοποι, ήτοι Πατριάρχες, Έξαρχοι, Μητροπολίτες, απλοί (Επαρχιούχοι, δηλ. Ποιμενάρχες) Επίσκοποι» (Εκκλησιολογία, σελ.673).
3    - Η αυθεντία όλων των Συνόδων υπόκειται υπό την ύψιστη αυθεντία της όλης Εκκλησίας, όχι μόνον εκ μέρους των Επισκόπων και λοιπών κληρικών, αλλά και εκ μέρους των πιστών (μοναχών και λαϊκών), το σύνολο των οποίων δεν πλανάται στην πίστη, επειδή έχουν «χρίσμα από του Αγίου και την αλήθειαν» γνωριζόντων (Α' Ιωαν. Β'20, 27) και βιούντων και όντων όλων διδακτών Θεού (Ιωαν. ΣΤ', 45). Το κριτήριο της αποδοχής κάποιας Συνόδου από το Σώμα της Εκκλησίας, με την ανωτέρω έννοια, είναι η ακριβής από αυτήν διατύπωση της Ορθόδοξης Πίστης, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. Η εγκυρότητα κάποιας Συνόδου δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη, εξαρτώμενη από τη βούληση εκείνου που την συγκαλεί ή από τον αριθμό των συγκροτούντων αυτήν επισκόπων κλπ., αλλά εξαρτάται από την εκ των υστέρων αβίαστη αναγνώριση της εγκυρότητάς της από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες (δηλ. τις Επισκοπές), στις οποίες ενεργεί ο ίδιος Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος, όπως και από την αποδοχή των αποφάσεών της από ολόκληρο το εκκλησιαστικό πλήρωμα το αποτελούμενο από κληρικούς και λαϊκούς, ως προερχόμενων από του επιστατούντος Αγίου Πνεύματος του «μεγάλου διδασκάλου της Εκκλησίας» (Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχηση 16, 19, ΒΕΠ 39, 209), και εκφραζουσών την κοινή πίστη και συνείδηση, όπως και τη λειτουργική και μυστική εμπειρία και ζωή του εκκλησιαστικού πληρώματος, λαμβανομένου υπόψη ότι Η ΔΩΡΕΑ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΤΟΥΤΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ (Εκκλησιολογία, 675-677).
Κατόπιν των ανωτέρω, είναι σαφές ότι η παραβίαση της εκκλησιολογικής ισότητας των Επαρχιούχων Αρχιερέων συνιστά ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ.
Η αντικατάσταση των Επαρχιούχων Αρχιερέων από τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ως μελών της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» είναι αντίθετη με την Εκκλησιολογία και το Κοινό Κανονικό Δίκαιο των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, είναι πρωτοφανής στην Εκκλησιαστική Ιστορία, συνιστά αντορθόδοξη και αντιπατερική καινοτομία και γι' αυτό συνιστά σαφώς αίρεση εκκλησιολογικού χαρακτήρα.
Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο εισηγήθηκε, στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016, την υιοθέτηση του Μη έγκυρου Κανονισμού λειτουργίας της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου», μετάλλαξε την ιδιότητα των μελών της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου», τα οποία είναι μόνον και αποκλειστικά Επαρχιούχοι Αρχιερείς, με το οικουμενιστικό μοντέλο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, στο οποίο μέλη της Γενικής Συνέλευσής του και της Κεντρικής Επιτροπής του είναι οι «Εκκλησίες» - μέλη του. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το πρώτο άρθρο ή άρθρο - βάση του Καταστατικού Χάρτη του ΠΣΕ, «το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών είναι μια αδελφότητα εκκλησιών που ομολογούν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα κατά τις Γραφές, και επομένως επιδιώκουν να εκπληρώσουν από κοινού την κοινή τους κλήση προς δόξαν του ενός Θεού, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος». Η Σύναξη των Προκαθημένων του Μαρτίου 2014 και του Ιανουαρίου 2016 μιμήθηκε την Κεντρική Επιτροπή και η λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδος» μιμήθηκε τη Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, ως προς τη λειτουργία τους (άρθρα V.1 του Καταστατικού Χάρτη και άρθρο II των Κανονισμών Λειτουργίας, και άρθρα V.2 του Καταστατικού Χάρτη και V.I και V.II. των Κανονισμών Λειτουργίας αντιστοίχως). Βλ. Γ. Λαιμόπουλου, Δομή και Λειτουργία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1912, σελ. 21-22, 42επ. και 61επ.). Συνεπώς, το πρότυπο της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» δεν ήταν αποκλειστικά η Ορθόδοξη Συνοδική Παράδοση, αλλά ένας θεολογικά αδιανόητος, από την πλευρά της Ορθόδοξης ή Πατερικής Θεολογίας, συνδυασμός της Ορθόδοξης Παράδοσης (λειτουργία «Συνόδου») με την οικουμενιστική καινοτομία του ΠΣΕ (μέλη της «Συνόδου» όχι οι Επαρχιούχοι Επίσκοποι, αλλά οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες).
Στη συνοδική αναγνώριση του Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, συντελεί διαδικαστικά ο Μη έγκυρος Κανονισμός της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης ή Πανορθόδοξης Συνόδου». Με αυτόν τον Κανονισμό, σε πλήρη αντίθεση με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και Κοινό Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, που προναφέρθηκαν συνοπτικά:
α) Οι Επίσκοποι που μετέχουν στη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδο», στερούνται του δικαιώματός τους να ψηφίζουν ατομικά ο καθένας τους. Διότι τα μέλη της λεγόμενης «Συνόδου» που έχουν δικαίωμα ψήφου, περιορίζονται μόνο σε δεκατέσσερα (14), δεδομένου ότι, αντί η εν λόγω λεγόμενη «Σύνοδος» να είναι Σύνοδος Επισκόπων που εκπροσωπούν τις κατά τόπους Εκκλησίες - Επισκοπές τους, μεταβάλλεται αυθαίρετα, σε πλήρη αντίθεση προς τη δογματική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας, σε Σύνοδο των Δεκατεσσάρων (14) Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία έχει μία μόνο ψήφο. Οι εκπρόσωποι κάθε Αυτοκέφαλης Εκκλησίας που θα είναι εικοσιτέσσερις (24) επίσκοποι συν ο προκαθήμενός τους (πατριάρχης ή αρχιεπίσκοπος), θα έχουν μια μόνο ψήφο, αυτήν της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας τους, η οποία ψήφος θα διαμορφώνεται από το πλειοψηφικό αποτέλεσμα της προηγούμενης μεταξύ τους μόνον ψηφοφορίας ως εσωτερικού ζητήματος κάθε Αυτοκέφαλης Εκκλησίας - μέλους της Ψευδοσυνόδου, αν ευδοκήσει ο Προκαθήμενός της να διεξάγει τέτοια εσωτερική ψηφοφορία. Σημειωτέον ότι στις προγενέστερες Μεγάλες Συνόδους ή στις Οικουμενικές Συνόδους - πλην της Α' Οικουμενικής, όπου κλήθηκαν όλοι - οι Επίσκοποι που ήταν μέλη τους, καλούνταν κατά Αυτοκέφαλη Εκκλησία, αλλά μέσα στις Συνόδους κάθε Επίσκοπος είχε ατομικό δικαίωμα αποφασιστικής ψήφου (βλέπετε Βασ. Σταυρίδου, Ο Συνοδικός Θεσμός εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, σελ. 271).
Επίσης, στην εισήγησή του στη Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο 2016, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ανέτρεψε την ομοφωνία ως τρόπο λήψης αποφάσεων, τον οποίο συναποφάσισε, στη Σύναξη των Προκαθημένων του 2015, με τους λοιπούς Προκαθημένους, ερμηνεύοντάς την αυθαιρέτως ως συναίνεση (υιοθετώντας το σύστημα λήψης αποφάσεων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, βλέπετε Αναστασίας Βασιλειάδου, 3. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων στο ΠΣΕ με συναίνεση, σε: Ορθοδοξία και το Μέλλον του Πολυμερούς Θεολογικού Διαλόγου (ἐδῶ),
προκειμένου:
1    - να αποφύγει τη διαφανή καταμέτρηση των ψήφων, θετικών και αρνητικών, δηλ. καταγράφοντας απλώς τις θέσεις των ενδεχομένως μειοψηφούντων μελών της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου», τα οποία είναι οι 14 Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά
2    - να υφαρπάξει τις υπογραφές των Προκαθημένων και των λοιπών εκπροσώπων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών - μελών της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» στις αποφάσεις επί των έξι (6) συνοδικών κειμένων, και ιδίως επί του προσυνοδικού κειμένου - κλειδιού «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» (δηλαδή ενώ οι επίσκοποι δεν ψηφίζουν ατομικά, καλούνται να υπογράψουν τις συνοδικές αποφάσεις ως εκπρόσωποι της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας τους κατά τον Κανονισμό), και έτσι
3    - να αποφύγει την καταψήφιση έστω και από μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία της απόφασης - κλειδί της Ψευδοσυνόδου, δηλ. του προσυνοδικού κειμένου «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», μέσω της μη υπογραφής της συνοδικής αποφάσεως επ' αυτού του προσυνοδικού κειμένου (ή και επί των λοιπών προσυνοδικών κειμένων) από μια ή περισσότερες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, όπως αναφέρεται ανωτέρω, δεδομένου ότι, με βάση τη συναίνεση (consensus), δεν λαμβάνεται απόφαση από τη λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδο» επί ενός προσυνοδικού κειμένου μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι εκπρόσωποι μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας δεν υπογράψουν την εν λόγω απόφαση και όχι στην περίπτωση κατά την οποία την υπογράψουν σημειώνοντας απλώς τη διαφωνία τους.
β) Οι Επαρχιούχοι Επίσκοποι που δεν θα είναι μέλη των αντιπροσωπειών της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας τους, η οποία είναι μέλος της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου», καθώς και τα λοιπά μέλη της Εκκλησίας, στερούνται των εκκλησιολογικών τους δικαιωμάτων. Διότι ο Κανονισμός της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης ή Πανορθόδοξης Συνόδου» ορίζει αυθαιρέτως, από εκκλησιολογικής - δογματικής και κανονικής απόψεως, ότι οι αποφάσεις της είναι υποχρεωτικές. Αυτό σημαίνει ότι: 1) Οι μεν Επαρχιούχοι Επίσκοποι που δεν είναι μέλη της εν λόγω «Συνόδου», στερούνται του δικαιώματος και καθήκοντός τους, που στηρίζεται στην ισότητα όλων των Επισκόπων που απορρέει από την επισκοπική τους χειροτονία, εκ των υστέρων να εγκρίνουν ή να μην εγκρίνουν τις αποφάσεις της. Και 2) Οι λοιποί κληρικοί, οι μοναχοί και οι λαϊκοί στερούνται του δικαιώματος και του καθήκοντός τους, που απορρέει από την ειδική ή τη γενική τους ιερωσύνη, εκ των υστέρων να αποδεχθούν ή να απορρίψουν τις αποφάσεις της εν λόγω «Συνόδου» οι οποίες αφορούν σε θέματα πίστεως και μάλιστα το οικουμενιστικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», όπως αναφέρεται ανωτέρω.
Πράγματι, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πέτυχε τους ανωτέρω στόχους του, στο Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, σε σχέση με τις δέκα (10) πρόθυμες Αυτοκέφαλες που συμμετείχαν σε τούτο. Απέτυχε, όμως, παταγωδώς να πετύχει τους ίδιους στόχους του σε σχέση με τις τέσσερις (4) Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες που δεν συμμετείχαν στο ίδιο Συνέδριο της Αποστασίας.
Ο, κατά τα ανωτέρω, Μη έγκυρος Κανονισμός ήταν αιρετικός, επειδή παραβίασε την εκκλησιολογική αρχή της ισότητας των Επαρχιούχων Αρχιερέων που συμμετείχαν στο Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, αφού τους στέρησε το εκκλησιολογικό τους δικαίωμα και καθήκον να έχουν ο καθένας μια αποφασιστική ψήφο σε σχέση με την υιοθέτηση των αποφάσεων αυτού του Συνεδρίου της Αποστασίας σε θέματα πίστεως και σε ποιμαντικά θέματα.
Επίσης, ο, κατά τα ανωτέρω, Μη έγκυρος Κανονισμός ήταν αιρετικός, επειδή παραβίασε την εκκλησιολογική αρχή της ισότητας των Επαρχιούχων Αρχιερέων που δεν συμμετείχαν στο Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, αφού τους στέρησε το εκκλησιολογικό τους δικαίωμα και καθήκον να εγκρίνουν εκ των υστέρων τις αποφάσεις σε θέματα πίστεως και μάλιστα την δογματική απόφαση με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».
Ακόμη, ο, κατά τα ανωτέρω, Μη έγκυρος Κανονισμός ήταν αιρετικός, επειδή παραβίασε την εκκλησιολογική αρχή της εκκλησιαστικής αυθεντίας του Σώματος της Εκκλησίας (λοιπών κληρικών, μοναχών και λαϊκών, μαζί με τους αρχιερείς, συνοδικούς και μη συνοδικούς) να αποδεχθεί ή να απορρίψει εκ των υστέρων τις αποφάσεις σε θέματα πίστεως και μάλιστα την δογματική απόφαση με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».
2.3.7. - ΠΩΣ ΑΝΑΛΥΕΤΑΙ Ο 7ος ΛΟΓΟΣ - ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΑΥΤΟΑΝΑΓΟΡΕΥΘΗΚΕ ΣΕ ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΗΣ, ΕΝΩ Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΑΠΛΑΝΩΣ ΘΕΟΛΟΓΕΙΝ (Η ΤΟ ΑΛΑΝΘΑΣΤΟ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΗΣ) ΑΝΗΚΕΙ ΜΟΝΟΝ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΔΗΛ. ΣΤΙΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΙΚΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ, ΕΦΟΣΟΝ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΗΣ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΔΕΚΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ, ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥΣ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ).
Η συγκεκριμένη δογματική απόφαση περιλαμβάνει την εξής ΑΙΡΕΤΙΚΗ διδασκαλία εκκλησιολογικού χαρακτήρα: Ότι, όπως (δήθεν) μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η διατήρηση της γνήσιας ορθόδοξης πίστης διασφαλίζεται μόνο με το συνοδικό σύστημα, το οποίο ανέκαθεν στην Εκκλησία αποτελεί την ανώτατη αυθεντία σε θέματα πίστεως και κανονικών διατάξεων (κανόνας 6 της Β' Οικουμενικής Συνόδου). Γι' αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέα κάθε διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας από άτομα ή ομάδες, με πρόφαση τηρήσεως ή δήθεν προασπίσεως της γνήσιας Ορθοδοξίας (παρ. 22). Η εν λόγω διδασκαλία του Συνεδρίου της Αποστασίας των Χανίων είναι αιρετική για τους εξής λόγους: 
1    - Επειδή το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων εισήγαγε «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικομενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού) σαν δήθεν Ορθόδοξη «διδασκαλία», αλλοίωσε εκκλησιολογικά (ή δογματικά) την Ορθόδοξη και Πατερική διδασκαλία για την ανώτατη αυθεντία στην Εκκλησία σε θέματα πίστεως.
2    - Η διατήρηση της γνήσιας ορθόδοξης πίστης ΔΕΝ διασφαλίζεται μόνο με το συνοδικό σύστημα, το οποίο ανέκαθεν στην Εκκλησία ΔΕΝ αποτελεί την ανώτατη αυθεντία σε θέματα πίστεως, ενώ αποτελεί την ανώτατη αυθεντία μόνο σε θέματα κανονικών διατάξεων. Αυτή η εκκλησιολογική (ή δογματική θέση) δεν ερείδεται ούτε στην εκκλησιολογία (ή δογματική) ούτε στους ιερούς κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτελεί προέκταση της σύγχρονης αιρετικής και αντιπατερικής διδασκαλίας «όπου (εξωτερικά φαινόμενος ορθόδοξος) επίσκοπος, εκεί εκκλησία», αντί της Ορθόδοξης και Πατερικής διδασκαλίας «όπου Ορθόδοξος επίσκοπος ορθοτομών τον λόγον της Αληθείας, εκεί εκκλησία» (Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Επιστολή προς την Εκκλησία της Σμύρνης, παρ.8, ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες, τομ. 4, σελ. 139).
3    - Η αυθεντία όλων των Συνόδων υπόκειται υπό την ύψιστη αυθεντία της όλης Εκκλησίας, όχι μόνον εκ μέρους των Επισκόπων και λοιπών κληρικών, αλλά και εκ μέρους των πιστών (μοναχών και λαϊκών), το σύνολο των οποίων δεν πλανάται στην πίστη, επειδή έχουν «χρίσμα από του Αγίου και την αλήθειαν» γνωριζόντων (Α' Ιωαν. Β'20, 27) και βιούντων και όντων όλων διδακτών Θεού (Ιωαν. ΣΤ', 45). Το κριτήριο της αποδοχής κάποιας Συνόδου από το Σώμα της Εκκλησίας, με την ανωτέρω έννοια, είναι η ακριβής από αυτήν διατύπωση της Ορθόδοξης Πίστης, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. Η εγκυρότητα κάποιας Συνόδου δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη, εξαρτώμενη από τη βούληση εκείνου που την συγκαλεί ή από τον αριθμό των συγκροτούντων αυτήν επισκόπων κλπ., αλλά εξαρτάται από την εκ των υστέρων αβίαστη αναγνώριση της εγκυρότητάς της από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες (δηλ. τις Επισκοπές), στις οποίες ενεργεί ο ίδιος Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος, όπως και από την αποδοχή των αποφάσεών της από ολόκληρο το εκκλησιαστικό πλήρωμα το αποτελούμενο από κληρικούς και λαϊκούς, ως προερχόμενων από του επιστατούντος Αγίου Πνεύματος του «μεγάλου διδασκάλου της Εκκλησίας» (Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχηση 16, 19, ΒΕΠ 39, 209), και εκφραζουσών την κοινή πίστη και συνείδηση, όπως και τη λειτουργική και μυστική εμπειρία και ζωή του εκκλησιαστικού πληρώματος, λαμβανομένου υπόψη ότι Η ΔΩΡΕΑ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΤΟΥΤΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ (Εκκλησιολογία, 675-677).
4    - Υπενθυμίζεται ότι οι τέσσερις Πατριάρχες με τις Συνόδους των πρεσβυγενών Πατριαρχείων, στην Απάντησή τους του 1848 προς τον Πάπα Ρώμης Πίο τον 9ο, απορρίπτουν πλήρως την ανωτέρω αναφερόμενη αίρεση του Συνεδρίου της Αποστασίας των Χανίων, «... σε εμάς ούτε Πατριάρχες ούτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτέ να εισάγουν νέα (δόγματα), διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας είναι αυτό το ίδιο το Σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή ο ίδιος ο λαός, ο οποίος θέλει το θρήσκευμά του να είναι αιώνια αμετάβλητο και ομοειδές με εκείνο των Πατέρων του.» (Ιωαν. Καρμίρη, Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, τομ. ΙΙ, σελ. 1000).
5    - Για να στηρίξει την εν λόγω αιρετική του θέση, το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων σημειώνει επιλεκτικά ένα μόνον κανόνα, ο οποίος όμως αναφέρεται σε Επισκόπους που ακολουθούν την Ορθοδοξία και όχι την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), παραλείποντας άλλους συναφείς κανόνες. Συγκεκριμένα:
α) Ο κανόνας 6 της Β' Οικουμενικής Συνόδου, εδάφιο 5, ορίζει: «Αιρετικούς καλούμε ... επιπλέον και όσους προσποιούνται ότι ομολογούν την αληθινή πίστη, αλλά έχουν αποσχιστεί και κάνουν συναθροίσεις που αντιτίθενται στους κανονικούς μας επισκόπους». Αυτός ο κανόνας αναφέρεται σε κανονικούς επισκόπους που ακολουθούν την Ορθοδοξία και όχι την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού). Συνεπώς, το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων παρερμηνεύει, ως μη όφειλε (αλλά τούτο είναι ευνόητο), το εν λόγω εδάφιο του συγκεκριμένου κανόνα, προκειμένου να υπαγάγει υπό την έννοια του «αιρετικού» τους Ορθοδόξους πιστούς, οι οποίοι απορρίπτουν την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), για να εμφανίζεται τούτο το Συνέδριο ότι δήθεν ακολουθεί την ορθοδοξία.
β) Το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων παραλείπει, ως μη όφειλε (αφού δεν το συμφέρει, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του), να αναφέρει άλλον συναφή κανόνα, τον κανόνα 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), η οποία συγκλήθηκε επί Μεγάλου Φωτίου. Ο εν λόγω κανόνας ορίζει: «Όσα αποφασίστηκαν για πρεσβυτέρους και επισκόπους και μητροπολίτες, ταιριάζουν πολύ περισσότερο και για πατριάρχες. Επομένως, αν κάποιος πρεσβύτερος ή επίσκοπος ή μητροπολίτης τολμήσει να απομακρυνθεί από την κοινωνία με τον πατριάρχη του και δεν αναφέρει το όνομά του στη θεία μυσταγωγία, όπως έχει αποφασιστεί και καθοριστεί, αλλά δημιουργήσει σχίσμα πριν από την απόφαση της συνόδου και την ολοκληρωτική του καταδίκη, η αγία σύνοδος όρισε αυτός να αποξενώνεται τελείως από κάθε ιερατικό αξίωμα, αρκεί να αποδειχτεί ότι έκανε αυτήν την παρανομία. Και αυτά βέβαια έχουν αποφασιστεί και επικυρωθεί για όσους αποσχίζονται από τους προϊσταμένους τους με την πρόφαση κάποιων κατηγοριών και προκαλούν σχίσμα και διασπούν την ένωση της εκκλησίας. Γιατί, όσοι απομακρύνονται από την κοινωνία με τον προϊστάμενό τους εξαιτίας κάποιας αίρεσης, η οποία έχει καταδικαστεί από τις άγιες συνόδους ή τους Πατέρες, ενώ ο προϊστάμενός τους διακηρύσσει δημόσια βέβαια την αίρεση και την διδάσκει ανερυθρίαστα σε εκκλησία, αυτοί όχι μόνο δεν θα υποβληθούν στην προβλεπόμενη από τους κανόνες ποινή, επειδή απέχουν από την κοινωνία με τον ονομαζόμενο επίσκοπο πριν από τη συνοδική απόφαση, αλλά και θα θεωρηθούν από τους ορθοδόξους άξιοι της τιμής που τους αρμόζει. Γιατί δεν καταδίκασαν επισκόπους, αλλά ψευτοεπισκόπους και ψευτοδασκάλους και δεν κατατεμάχισαν την ένωση της εκκλησίας με σχίσμα, αλλά φρόντισαν με ζήλο να σωθεί η εκκλησία από σχίσματα και διαιρέσεις».
Ο εν λόγω κανόνας επιβάλλει υποχρεωτικά σε όλους τους Ορθοδόξους πιστούς την παύση της κοινωνίας τους με τους εκκλησιαστικούς προϊσταμένους τους που ακολουθούν την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού). Συνεπώς, τόσο ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (Τα δύο άκρα, ζηλωτές και οικουμενιστές) όσο και η ημερίδα της 27-11-2014 την οποία οργάνωσε η Μητρόπολη  Πειραιώς (ἐδῶ) ερμηνεύουν εσφαλμένα τον εν λόγω κανόνα σαν δήθεν δυνητικής εφαρμογής. Διότι αυτός ό κανόνας δεν είναι ποιμαντικός και άρα δεν επιδέχεται της εφαρμογής της οικονομίας. Αλλά είναι εκτελεστικός δογματικών όρων, κατά τον Ιωαν. Καρμίρη (Ορθόδοξη Εκκλησιολογία), και άρα, επίσης, δεν επιδέχεται της εφαρμογής της οικονομίας. Επειδή, όμως, είναι εκκλησιαστικός κανόνας δικαίου, ως νόμος της Εκκλησίας, δεν είναι δυνητικής, αλλά υποχρεωτικής εφαρμογής, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν νόμοι εν γένει δυνητικής εφαρμογής. Εξάλλου, η εσφαλμένη ερμηνεία του κανόνα αυτού ως δυνητικής εφαρμογής, κατ' αποτέλεσμα, στηρίζει την εδραίωση και επέκταση της Παναίρεσης του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού).
2.3.8. - ΠΩΣ ΑΝΑΛΥΕΤΑΙ Ο 8ος ΛΟΓΟΣ - ΣΤΙΣ «ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ» ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΑΠΑΡΝΗΘΗΚΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΕΘΟΔΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΚΑΙ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕ ΚΑΙ ΚΑΘΙΕΡΩΣΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΑΤΕΡΙΚΗ Ή ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΔΑΙΜΟΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟ ΔΉΘΕΝ «ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ» ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ.
Η αντιπατερική ή μεταπατερική ή δαιμονική θεολογία [βλ. την Ημερίδα με τίτλο «Πατερική θεολογία και μεταπατερική αίρεση», 15-2-2012) (ἐδῶ
1. ως γνωστόν, είναι το μέσο με το οποίο αλλοιώνεται δογματικά η Ορθόδοξη πίστη και μετατρέπεται σε συγκρητιστική. Μετά τη Β' Βατικάνεια Σύνοδο, η οποία εισήγαγε επίσημα τον Θρησκευτικό Οικουμενισμό στον Παπισμό, και την αντορθόδοξη αποκατάσταση της κοινωνίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με τον Παπισμό μέσω της άρσης των αναθεμάτων, η Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία άρχισε και όλο και περισσότερο διευρύνει τη χρήση της αντιπατερικής ή μεταπατερικής ή δαιμονικής μεθόδου στην επιστημονική θεολογία.
Την αντικατάσταση της Ορθόδοξης πατερικής θεολογίας από την αντιπατερική ή μεταπατερική ή δαιμονική θεολογία και τη χρήση της τελευταίας αντίχριστης θεολογίας στις αποφάσεις του Συνεδρίου της Αποστασίας των Χανίων σύστησε το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, δια στόματος της αξιωματούχου του κυρίας Ελισάβετ Προδρόμου, η οποία, στην ανωτέρω εισήγησή της, υποστήριξε:
«Το δεύτερο εμπόδιο έχει να κάνει με αυτό που μπορεί να ονομασθεί 'νομικισμός' (legalism), ή η τάση προς μία ανιστορική θέση, η οποία συνιστά την αντίθεση προς την έννοια της Ζώσας Παράδοσης. Θεωρώ αυτό το εμπόδιο πολύ σοβαρότερο από αυτό του εκκλησιαστικού πρωτείου/αυθεντίας, καθότι εκφράζει μία νοοτροπία που διαπερνά τόσο τον κλήρο (δηλαδή ιεράρχες, ιερείς και μοναχούς) όσο και τους λαϊκούς στην Εκκλησία και είναι τελείως ξένη προς την ορθή ανάγνωση της Ορθόδοξης θεολογίας. Ειδικότερα η απροθυμία να αναγνωρισθεί η ιστορικότητα της Αγίας Παράδοσης και να κατανοηθεί ως Ζώσα, έχει οδηγήσει σε μία νομικιστικού τύπου, συλλογική σύλληψη της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας και θεολογίας. Αυτή η προοπτική συνήθως εκφράζεται μέσω απλουστευτικών απόψεων, όπως ότι οι κανόνες είναι αιώνιοι, ή ότι η Ορθόδοξη θεολογία ως όλον, εφαρμόζεται σε όλες τις ιστορικές συνθήκες. Σύμφωνα μ' αυτή τη λογική, δεν υπάρχει ανάγκη σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, καθότι οι απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα ήδη εμπεριέχονται στην πληρότητα της Αγίας Παράδοσης. Η πλέον δογματική έκφραση αυτού του ισχυρισμού είναι ότι οι κανόνες δεν είναι «ανοικτοί» σε επανερμηνεία, αναθεώρηση, προσθήκες, ή απόρριψη. Αυτή η αναγωγή των κανόνων της Εκκλησίας σε τυποποιημένα προϊόντα, αποπνέει τον τύπο εκείνο του νομικισμού των Φαρισαίων που οδήγησε στην καταδίκη του Χριστού, ή πιο πρόσφατα, τον στείρο φονταμενταλισμό του Σαουδικού Ουαχαμπιτισμού και του «κατά γράμμα» Καλβινισμού» (ἐδῶ).
Εκτελώντας την ανωτέρω υπόδειξη του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, που διατυπώθηκε δια στόματος της κυρίας Ελισάβετ Προδρόμου, το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων ψήφισε σχεδόν αυτούσια τα έξι (6) «προσυνοδικά» κείμενα τα οποία είχαν υιοθετηθεί από τη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016 και τα οποία είχαν συνταχθεί με βάση τη μέθοδο της αντιπατερικής ή μεταπατερικής δαιμονικής θεολογίας. Σε αυτήν τη φάση της η εν λόγω μέθοδος συνδυάζει τον Χριστό και τον Αντίχριστο, στα πλαίσια του εκκοσμικευμένου και οικουμενιστικού χαρακτήρα της θεολογίας η οποία παράγεται από θεολογικές σχολές και κληρικούς. Ο συνδυασμός αυτός είναι εμφανής και χαρακτηριστικός στη δογματική απόφαση «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» (ἐδῶ), την οποία αναλύουμε στο Κεφάλαιο 3 με τίτλο «Πώς εισήχθη η Παναίρεση του Οικουμενισμού» της παρούσας μελέτης.
Και στις λοιπές πέντε (5) «συνοδικές» αποφάσεις του ίδιου Συνεδρίου της Αποστασίας παρατηρείται ευκρινώς αυτός ο θεολογικά αδιανόητος συνδυασμός. Όπως αναλύεται στο 3ο Κεφάλαιο της παρούσας Μελέτης με τίτλο «Πώς εισήχθη η Παναίρεση του Οικουμενισμού»: 1) η απόφαση «Το Μυστήριον του Γάμου και τα Κωλύματα αυτού» (ἐδῶεπιτρέπει την εφαρμογή της οικονομίας από τη Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην ιερολογία του γάμου ετεροδόξων, και 2) η απόφαση «Η σπουδαιότης της Νηστείας και η Τήρησις αυτής Σήμερον» (ἐδῶ), επιτρέπει την παραποίηση της Ορθόδοξης πνευματικότητας, όταν προβλέπει την δυνατότητα της εφαρμογής της οικονομίας στο θέμα των νηστειών με απόφαση της Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
Η απόφαση «Το αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού» (ἐδῶπροβλέπει τις εξής δύο παπικές αρμοδιότητες του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως: 
1)    Αν ιδρυθούν αυτόνομες Εκκλησίες στο χώρο της Ορθόδοξης Διασποράς, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εξασφαλίζει τη σχετική πανορθόδοξη συναίνεση. Και 2) Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ευρίσκει κανονική λύση στην περίπτωση κατά την οποία απονέμεται αυτόνομο καθεστώς στην ίδια εκκλησιαστική περιοχή από δύο Αυτοκέφαλες Εκκλησίες (2.ε. και ζ.). Τούτο σημαίνει ότι η Δύση θα έχει τη δυνατότητα γεωστρατηγικής διεισδύσεως στη Μολδαβία, η οποία αποτελεί έδαφος δικαιοδοσίας μόνον του Πατριαρχείου της Ρωσίας, στο οποίο ίδρυσε την Ημιαυτόνομη Εκκλησία της Μολδαβίας και στο οποίο αντικανονικά εισπήδησε το Πατριαρχείο Ρουμανίας, ιδρύοντας την Αυτόνομη Εκκλησία της Βεσσαραβίας.
Η απόφαση «Η Ορθόδοξος Διασπορά» (ἐδῶδιατηρεί «άχρι καιρού» (δηλ. προσωρινά, αλλά ουδέν μονιμότερον του προσωρινού) το σαφώς αντικανονικό καθεστώς των επισκοπικών συνελεύσεων στους χώρους της Ορθόδοξης Διασποράς, στις οποίες μετέχουν οι επίσκοποι των διαφόρων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών οι οποίοι συνυπάρχουν στην ίδια περιοχή, και οι οποίες προεδρεύονται από τον πρώτο από τους αρχιερείς που υπάγονται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ή αν αυτός ελλείπει, σύμφωνα με την τάξη των διπτύχων (1.β. και 2.β.).
Η απόφαση «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω» (ἐδῶ) είναι μια κοσμική έκθεση ιδεών, η οποία μιμείται την αντίστοιχη έκθεση ιδεών της Β' Βατικάνειας Συνόδου.

3 - ΠΩΣ ΕΙΣΗΧΘΗ Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΓΗ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ - GNOSIS Ή ΕΩΣΦΟΡΙΚΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ) ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ;
Δεν ευσταθεί καθόλου η άποψη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (το οποίο, με βάση το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, ακολουθεί την Παναίρεση του Οικουμενισμού ή Γνωστικισμού Gnosis ή Εωσφορικού Θρησκευτικού Συγκρητισμού), η οποία εκφράστηκε στην επιστολή του προς την Οικουμενιστική Παγκρήτια Ημερίδα, η οποία υποστήριξε τον Οικουμενισμό, για τη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», ότι η εν λόγω «Σύνοδος» «δεν θα αντιμετωπίση ζητήματα Ορθοδόξου δόγματος και αληθείας της Χριστιανικής διδασκαλίας αλλά έχει ως στόχον να αναδείξη την ενότητα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας» (ἐδῶ). Διότι:
Η δογματική απόφαση «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον" περιέχει δύο αλλεπάλληλες ΠΑΝΑΙΡΕΤΙΚΕΣ διευρύνσεις του εκκλησιολογικού και σωτηριολογικού δογμάτων του Συμβόλου της Πίστεως της Α' και της Β' Οικουμενικής Συνόδου «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», εντάσσοντας στην έννοια της Εκκλησίας, εν πρώτοις τους αιρετικούς μονοφυσίτες, παπικούς, παλαιοκαθολικούς και προτεστάντες, και εν συνεχεία τα κατ' επίνοια ανθρώπων δημιουργηθέντα λοιπά θρησκεύματα Εβραϊσμός (ο οποίος δεν αναγνωρίζει τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Μεσσία των Ιουδαίων και των Εθνών, τον οποίο παρουσιάζει ευκρινώς η Παλαιά Διαθήκη), Ισλάμ, Βουδισμό, Ινδουισμό κλπ.), ως δήθεν διαφορετικές οδούς «σωτηρίας» και «λατρείας» ενός σοφιστικά και αόριστα αναφερόμενου «Θεού». Με την ίδια δογματική απόφαση αναγνωρίζεται «συνοδικά», δηλ. δεσμευτικά για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες, οι οποίες τον αποδέχθηκαν επίσημα, ο Εωσφορικός Συγκρητιστικός Διαχριστιανικός και Διαθρησκειακός Οικουμενισμός. Και, συνεπώς, αυτό το προσυνοδικό κείμενο επιδιώκει, παρά τη φαινομενική αναγνώρισή τους, να ανατραπούν οι, έστω, Επτά (7) Οικουμενικές Σύνοδοι του Χριστού, με την υποκριτικά αγαπολογική - αλλά θεολογικά αδύνατη - συνύπαρξη Χριστού των Οικουμενικών Συνόδων και Βελίαρ - Εωσφόρου του Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού (δηλαδή η εξίσωση Χριστός + Σατανάς = Σατανάς), καθώς και να μην αναγνωριστούν επίσημα η Η' και Θ' Οικουμενικές Σύνοδοι.
Η εν λόγω συνοδική αναγνωρίζει τους σκοπούς, τις δράσεις και τις αποφάσεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών, το οποίο ιδρύθηκε από τους γνωστούς παγκοσμιοποιητές (ἐδῶ), για να προωθήσει τους σκοπούς της Θρησκευτικής τους Παγκοσμιοποιήσεως, δηλαδή α) της ενώσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των χριστιανικών ομολογιών των Μονοφυσιτών, των Παπικών, των Παλαιοκαθολικών και των Προτεσταντών σε ενιαία Χριστιανική Θρησκεία με Αρχηγό τον Πάπα της Ρώμης, και β) της ενώσεως του ενιαίου Χριστιανισμού με τις λοιπές Θρησκείες σε μια Πράσινη Παγκόσμια Θρησκεία, μέσω της εναρμόνισης των Θρησκευμάτων η οποία γίνεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η Γενική Συνέλευση του οποίου αποφάσισε το 2010 τον ετήσιο εορτασμό της Παγκόσμιας Εβδομάδας Διαθρησκειακής Αρμονίας την πρώτη εβδομάδα κάθε Φεβρουαρίου (ἐδῶ), καθώς και από διαθρησκειακούς οργανισμούς (ενδεικτικά από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (ἐδῶ), από το Συνέδριο των Ηγετών των Παγκόσμιων και Παραδοσιακών Θρησκειών στην Αστανά του Καζακστάν (ἐδῶ), κλπ.).
Σημειωτέον ότι οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες εξωθήθηκαν να μετάσχουν στο ΠΣΕ από την Εγκύκλιο του 1952 του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρα προς αυτές για τη συμμετοχή τους στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (Ιωαν. Καρμίρη, Δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. ΙΙ, σελ. 1058-1061). Στη συγκεκριμένη δογματική απόφαση του Συνεδρίου της Αποστασίας των Χανίων, επαναλαμβάνονται τα ακόλουθα δύο (2) ψευδο-επιχειρήματα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με τα οποία χειραγωγεί τις Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να μετέχουν στον Οικουμενισμό ή Οικουμενική Κίνηση: α) Ότι δήθεν παρέχουν μαρτυρία της Ορθοδοξίας στους ετεροδόξους, και β) Ότι δήθεν εκφράζουν την αλληλεγγύη και την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας (παρ. 9).
Η εν λόγω δογματική απόφαση χρησιμοποιεί το εξής παραπλανητικό σόφισμα: Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (παρ. 1). Αλλά συμμετέχει στον Οικουμενισμό (ή Οικουμενική Κίνηση) για την αποκατάσταση της ενότητας με τους άλλους χριστιανούς, δηλ. τους αιρετικούς, μέσα σε μια άλλη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (παρ. 4). Διότι, αν η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, τότε σε αυτήν επιστρέφουν οι πλανεμένοι αιρετικοί, αν μετανοήσουν, ύστερα όχι από διάλογο αλλά μόνον από την διασάφηση σε αυτούς της Αληθείας της Πίστεως. Συνεπώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν νοείται, με βάση τη διδασκαλία των Πατέρων και Διδασκάλων της, να μετέχει σε καμία κίνηση αποκαταστάσεως της ενότητας με τους αιρετικούς, εκτός αν η ίδια διευρύνει την εκκλησιολογική έννοια της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, για να συμπεριλάβει και αυτούς, ύστερα όχι από τη χρήση της αρχαιότερης ορθόδοξης διαλεκτικής της συνιστάμενης στην έκθεση της ορθόδοξης διδασκαλίας σε σχέση συγκριτική και αντιρρητική προς τις διδασκαλίες των αιρετικών ομάδων (βλ. Ιωαν. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Ι, εν Αθήναις 1960, σελ. 441 και 442), αλλά ύστερα από διάλογο που αποβλέπει στην εναρμόνιση των θεολογικών διατυπώσεων των διαφορών στην Πίστη, χωρίς ταύτιση επί της ουσίας της Πίστης, όπως πράγματι συμβαίνει στα πλαίσια του Οικουμενισμού ή της Οικουμενικής Κινήσεως, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα.
Κατόπιν τούτου, δεν ευσταθεί καθόλου η θέση της συγκεκριμένης δογματικής απόφασης ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία πιστή εις την εκκλησιολογίαν αυτής, εις την ταυτότητα της εσωτερικής αυτής δομής και εις την διδασκαλίαν της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, συμμετέχουσα εν τω οργανισμώ του Π.Σ.Ε., ουδόλως αποδέχεται την ιδέαν της 'ισότητος των Ομολογιών' και ουδόλως δύναται να δεχθή την ενότητα της Εκκλησίας ως τινα διομολογιακήν προσαρμογήν». Αυτή η θεωρητική θέση αποτελεί πρόφαση εν αμαρτίαις για την καθησύχαση των συνειδήσεων των ανησυχούντων Ορθοδόξων πιστών, διότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι:
1)    οι Οικουμενιστικοί διάλογοι, είτε οι πολυμερείς στο πλαίσιο του ΠΣΕ είτε οι διμερείς (μεταξύ των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και επί μέρους αιρετικών ομάδων) γίνονται στη βάση της ισότητας μεταξύ των ομολογιών - μελών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, χωρίς να είναι ανεκτό μια ομολογία να ισχυριστεί ότι αυτή κατέχει την πληρότητα της Αλήθειας της Πίστεως,
2)    το πρώτο άρθρο ή άρθρο - βάση του ισχύοντος Καταστατικού του ΠΣΕ ορίζει: «Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών είναι μια αδελφότητα εκκλησιών που ομολογούν...», δηλ. από τη στιγμή που γίνει μέλος του ΠΣΕ κάποια Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία, αναγνωρίζει όλες τις προτεσταντικές ομάδες - μέλη του ΠΣΕ ως «Εκκλησίες», ανεξάρτητα από τα παραπλανητικά σοφίσματα τα οποία χρησιμοποιούν οι ακολουθούντες τον Οικουμενισμό,
3)    το τρίτο άρθρο του ισχύοντος Καταστατικού του ΠΣΕ προβλέπει ότι: «Πρωταρχικός σκοπός της αδελφότητας των εκκλησιών που αποτελούν το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών είναι να καλούν οι Εκκλησίες - μέλη η μία την άλλη στόχο της ορατής ενότητας, με μια πίστη και μια Ευχαριστιακή κοινωνία, που εκφράζεται στη λατρεία και την κοινή ζωή εν Χριστώ, μέσω της μαρτυρίας και της διακονίας στον κόσμο, και να προωθούν αυτήν την ενότητα έτσι ώστε ο κόσμος να πιστεύσει», δηλ. ο στόχος των Εκκλησιών - μελών του ΠΣΕ είναι να επιδιώκουν την ορατή ενότητα της ενωμένης αόρατης Εκκλησίας, κατά την προτεσταντική αντίληψη. Όμως, η ορατή ενότητα υπάρχει ήδη μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είναι η Αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία διαφυλάττει την παρακαταθήκη της Ιερής Παραδόσεως της Πίστεως. Αλλά αυτήν την ενότητα εν τη Αληθεία που είναι ο Χριστός, δεν την θέλουν οι προτεσταντικές ομάδες - μέλη του ΠΣΕ ήδη από την ίδρυσή του το έτος 1948. Επομένως, οι Εκκλησίες - μέλη του ΠΣΕ (δώδεκα Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ενώ οι προτεσταντικές ομάδες - μέλη του ΠΣΕ είναι περίπου 340) διαφαίνεται ευκρινώς ότι επιδιώκου μια άλλου είδους ορατή ενότητα, μιας «Εκκλησίας του Οικουμενισμού», η οποία βεβαίως δεν θα είναι η Αληθινή Εκκλησία του Χριστού, αλλά Συναγωγή του Σατανά. Δηλ., αφού δεν εκδηλώνεται μετάνοια από το 1948 (έτος ιδρύσεως του ΠΣΕ) μέχρι σήμερα από τους εκπροσώπους των προτεσταντικών ομολογιών για εισδοχή τους στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, είναι αναμφισβήτητο ότι επιδιώκεται μια ενότητα όχι πάνω στην Ορθόδοξη, αλλά σε μια διαφορετική Πίστη, η οποία είναι σαφές ότι είναι Αντίχριστη [όπως οι αιρετικές εκκλησιολογικές δοξασίες του ΠΣΕ α) της ενωμένης αόρατης «εκκλησίας» προς την οποία πρέπει να τείνει η ορατή διαιρεμένη «εκκλησία», και της βαπτισματικής θεολογίας κατά την οποία όσοι βαπτίζονται στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ανεξάρτητα από τον τύπο της τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως στο νερό, και ανεξάρτητα από την ομολογία της πλήρους Ορθόδοξης Αληθείας της Πίστεως, θεωρούνται μέλη όχι μόνο της αιρετικής ομάδας στην οποία ανήκουν, αλλά και της αόρατης αδιαίρετης «εκκλησίας»].
Σημειωτέον ότι είναι, πάντοτε και σήμερα, εξαιρετικά επίκαιρος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β', ο οποίος, στις τρεις θεολογικές αποκρίσεις του προς Βυρτεμβεργίους Λουθηρανούς θεολόγους (1573-1581), ακολουθώντας επακριβώς την διδασκαλία των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, εφάρμοσε την αρχαιότερη Ορθόδοξη διαλεκτική σε σχέση συγκριτική και αντιρρητική προς τις διδασκαλίες αυτής της αιρετικής ομάδασ. Με την τρίτη απόκρισή του, αφού υπερασπίστηκε ακόμη μια φορά την Ορθόδοξη πίστη, έθεσε τέρμα στη θεολογική συζήτηση, δεδομένου ότι αποδείχθηκε το αδύνατο της συνεννοήσεως και συμφωνίας στα δόγματα μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Λουθηρανικής αιρέσεως. Αλλά συνέστησε την καλλιέργεια φιλικών μόνον σχέσεων μεταξύ των μερών (Ιωαν. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τομ. Ι, σελ. 437-503 και τομ. Β', 435-489). Έτσι, εφάρμοσε την εντολή του Αποστόλου των Εθνών Πρωτοκορυφαίου Παύλου, ο οποίος όρισε «αιρετικόν άνθρωπο μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία άφηνέ τον» (Τιτ. 3, 10).
Η συγκεκριμένη δογματική απόφαση, σε πλήρη αντίθεση προσ την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και τους Ορθόδοξουσ Ιερούσ Κανόνεσ, αναγνωρίζει ως «Εκκλησίες» και όχι ως αιρέσεις, όπως πράγματι είναι, τους Μονοφυσίτες (ή Προχαλκηδόνιους), τους Παπικούς, τους Παλαιοκαθολικούς, τους Αγγλικανούς και λοιπούς Προτεστάντες. Η σοφιστική και δαιμονική φράση, η οποία προβαίνει στην αναγνώριση ότι είναι ορθοτομούσες Εκκλησίες αυτοί οι αιρετικοί, είναι η εξής: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ' αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» (παρ. 6). Διότι:
α) Η ιστορική ονομασία των Μονοφυσιτών (ή Προχαλκηδόνιων) των Παπικών, των Παλαιοκαθολικών, καθώς και των Αγγλικανών, οι οποίοι αποσχίστηκαν από τους Παπικούς, όπως και οι λοιποί Προτεστάντες, είναι σήμερα ορθοτομούσες Εκκλησίες του Χριστού (χωρίς να διευκρινίζεται ποιοί Προτεστάντες είναι Ομολογίες και όχι Εκκλησίες), δηλαδή πριν αυτοί ασπαστούν τις αιρετικές τους δοξασίες ήταν ορθοτομούσες Εκκλησίες και εξακολουθούν να είναι και σήμερα ορθοτομούσες Εκκλησίες.
β) Αυτές οι αιρετικές ομάδες δεν αναφέρονται ως τέτοιες, αλλά ως άλλες ετερόδοξες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι στη συγκεκριμένη δογματική απόφαση δεν αναφέρεται καθόλου η λέξη «αίρεση», σε αντίθεση με τα δογματικά μνημεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέχρι το 1901 (έτος εισαγωγής της Παναίρεσης του Οικουμενισμού από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ') και τους ιερούς της κανόνες, που κάνουν εκτεταμένη χρήση του όρου «αίρεση».
γ) Οι εν λόγω αιρετικές ή ετερόδοξες ομάδες αποκαλούνται από τη συγκεκριμένη δογματική απόφαση «άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες». Αυτό σημαίνει ότι η ίδια δογματική απόφαση θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία ως μια άλλη χριστιανική Εκκλησία ή Ομολογία. Τούτο σημαίνει ότι τόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και οι άλλες ετερόδοξες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες έχουν την ίδια πίστη, αλλά διαφέρουν μόνο στη θεολογική διατύπωσή της. Και γι' αυτό το λόγο, προκειμένου να υπάρξει συγκρητιστική - δηλ. όχι επί της πραγματικής ταυτότητας πίστης - ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις αιρετικές ομάδες, απομένει να υπάρξει πρόοδος στη σύγκλιση των θεολογικών τους διατυπώσεων ως προς το θέμα της δήθεν κοινής τους πίστης (κατά τη σοφιστική διατύπωση της εν λόγω δογμαιτικής απόφασης, «ταχυτέρα και αντικειμενικωτέρα αποσαφήνιση του όλου εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ' αυτοίς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης, και αποστολικής διαδοχής»).
δ) Η δογματική απόφαση χρησιμοποιεί τον εξής σοφιστικό παραλογισμό: Ενώ κατά την οντολογική (δηλ. την υπαρκτική) φύση της Εκκλησίας, η ενότητα ήδη υπάρχει και γι' αυτό είναι αδύνατο να διαταραχθεί, εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία αποσκοπεί αντικειμενικά στην προλείανση, δηλ. την εξομάλυνση, της οδού που οδηγεί σε μια άλλη ενότητα, διαφορετική της οντολογικής, δηλ. στην συγκρητιστική, - δηλ. όχι επί της πραγματικής ταυτότητας πίστης - ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις αιρετικές ομάδες. Η εξομάλυνση αυτή επιδιώκεται να επιτευχθεί με τους διμερείς και πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους με τους αιρετικούς (που αποκαλούνται λοιποί χριστιανοί, όπως θεωρούνται λοιποί χριστιανοί και οι Ορθόδοξοι) στα πλαίσια του Οικουμενισμού (ή Οικουμενικής Κίνησης) των νεότερων χρόνων.
Σημειωτέον ότι ο Επίσκοπος Μπράτσκας Ειρηναίος, του Πατριαρχείου της Σερβίας, δήλωσε εγγράφως αλλά λίαν επιεικώς: «Ας μην απατώμεθα ή κρυπτώμεθα: το προβληματικόν τούτο κείμενον («Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον») είναι η πρώτη και κυρία αιτία της αρνήσεως των τεσσάρων Ορθοδόξων Πατριαρχείων να συμμετάσχουν εις την Σύνοδον (δηλ. στο Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων)». Μετά το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, μερικοί Αρχιερείς είτε προέβησαν σε δηλώσεις είτε διέρρευσαν ότι δεν υπέγραψαν οι ίδιοι ατομικά τη δογματική απόφαση «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Οι εν λόγω Αρχιερείς είναι οι εξής: Από το Πατριαρχείο της Σερβίας: ο Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος, ο Μπάτσκας Ειρηναίος. Από την Εκκλησία της Κύπρου: ο Λεμεσού Αθανάσιος, ο Μόρφου Νεόφυτος, ο Αμαθούντος Νικόλαος, ο Λήδρας Επιφάνιος, ο Νεαπόλεως Πορφύριος. Από την Εκκλησία της Ελλάδος: ο Ναυπάκτου Ιερόθεος. Αλλά στην παρουσίαση από το site της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» (www.holycouncil.org) των απόφάσεων του Συνεδρίου της Αποστασίας των Χανίων φέρονται ότι υπογράφουν όλοι οι Αρχιερείς, μέλη των αντιπροσωπειών των δέκα (10) Αυτοκέφαλων, επειδή ψήφισαν υπέρ οι Αυτοκέφαλές τους. Τούτο συνιστά πλήρη απαξίωση της Ορθόδοξης έννοιας της «Συνόδου» και προσβάλλει προφανώς τους Αρχιερείς που δεν υπέγραψαν την εν λόγω δογματική απόφαση, αφού τους καθιστά απλά εξαρτήματα της αντίστοιχης Αυτοκέφαλής τους.
Επειδή το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων ψήφισε υπέρ αυτής της δογματικής απόφασης, τότε οι αναγκαίες θεολογικώς συνέπειες για τις 10 πρόθυμες Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες» είναι πλέον οι ακόλουθες:
3.1.    Υποχρεούνται να συλλειτουργήσουν κατ' αρχάς με τους Παπικούς (κοινή λατρεία). Και
3.2.    Υποχρεούνται να έχουν κοινή εκκλησιαστική διοίκηση κατ' αρχάς με τους ίδιους Παπικούς (εκκλησιαστική διοικητική ενότητα). Δηλαδή επίκειται η ένωση με τους Παπικούς, μέσω της υποταγής τους στην ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία του Πάπα Ρώμης, δηλαδή επίκειται να γίνουν Ουνιτικές (προσχωρώντας στην παπική «εκκλησιολογία» και υποτασσόμενες στον Κώδικα Κανόνων των Ανατολικών Καθολικών ή Ουνιτικών «Εκκλησιών», σύμφωνα με το κείμενο του διαλόγου της Ραβένα της μεικτής θεολογικής επιτροπής Παπικών - Ορθοδόξων, ἐδῶ), και μέσω αυτής της υποταγής στον Πάπα Ρώμης, υποτάσσονται στην Πράσινη Παγκόσμια Θρησκεία του Εωσφόρου (ἐδῶ).
Συγκεκριμένα: Αφενός μεν οι Παπικοί, στη Β' Βατικάνεια Σύνοδο ή 21η Οικουμενική Σύνοδο των Παπικών (1962-1965), στην οποία έλαβαν μέρος περίπου 3.000 παπικοί «επίσκοποι», υιοθέτησαν τη Θρησκευτική Παγκοσμιοποίηση (ή Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό και Διαθρησκειακό Οικουμενισμό), μέσω ιδίως των εξής συνοδικών τους κειμένων: α) Unitatis Redintegratio για τον Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό Οικουμενισμό (ἐδῶ), και β) Nostra Aetate για τον Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό Οικουμενισμό (ἐδῶ). Ενώ το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών προωθεί τον Οικουμενισμό με προτεσταντική «εκκλησιολογία», ο Παπισμός τον προωθεί με παπική «εκκλησιολογία», οι οποίες δύο (2) «εκκλησιολογίες» συγκλίνουν στην επιβολή του αυτού Οικουμενισμού.
Αφετέρου δε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ως Πρώτο μεταξύ Ίσων (primus inter pares) με τις λοιπές Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες - και όχι ως Πρώτο χωρίς Ίσους (primus sine paribus), όπως, ως γνωστόν, υποστήριξε Μητροπολίτης του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως - έχει προσχωρήσει στην εξυπηρέτηση των σκοπών της Θρησκευτικής Παγκοσμιοποίησης από το έτος 1901 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ Γ'. Μέχρι τότε όλες οι Δογματικές και Συμβολικές Πράξεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν Ορθόδοξες. Από το 1902 και έκτοτε οι Πράξεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι Οικουμενιστικές, δηλαδή εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Θρησκευτικής Παγκοσμιοποίησης (βλέπετε τόσο τις ανωτέρω Ορθόδοξες όσο και τις Οικουμενιστικές Πράξεις σε: (ἐδῶ). Όπως είναι γνωστό, ένα από τα στάδια του Οικουμενιστικού Προγράμματος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι και η λεγόμενη «Πανορθόδοξη Σύνοδος». Η σύγκληση αυτής της Πανορθόδοξης Συνόδου αποφασίστηκε το 1930 επί Πατριαρχίας Μελετίου Μεταξάκη και αποσκοπεί στην επίσημη συνοδική αναγνώριση της Θρησκευτικής Παγκοσμιοποιήσεως ή της Παναίρεσης (κατά τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς) του Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, προκειμένου να γίνει α) η αποδόμηση της Ορθόδοξης Θεολογίας, δηλαδή η νομιμοποίηση όλων των αιρέσεων, β) η παραβίαση του εκκλησιολογικού δόγματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή η αναγνώριση των Μονοφυσιτών, Παπικών, των Παλαιοκαθολικών και των Προτεσταντών ως Εκκλησιών από θεολογικής πλευράς, η οποία αρχικά θα επιτρέψει την ένωση των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών με αυτές τις αιρετικές ομάδες σε μια ενιαία Χριστιανική Θρησκεία με Αρχηγό τον Πάπα Ρώμης, η οποία στη συνέχεια θα ενωθεί με τα λοιπά Θρησκεύματα (Εβραίους, Μουσουλμάνους, Βουδιστές, Ινδουϊστές, Κομφουκιανιστές κλπ.) στην ανωτέρω αναφερόμενη Πράσινη Παγκόσμια Θρησκεία, και γ) η παραβίαση του σωτηριολογικού δόγματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή η αναγνώριση της σοφιστείας ότι δήθεν όλα τα θρησκεύματα «σώζουν», με την έννοια ότι δήθεν οδηγούν από διαφορετικούς δρόμους στον ίδιο Αόριστο Θεό ή Υπερβατική Πραγματικότητα (Ultimate Reality).
Υπαρκτό παράδειγμα συγκρητιστικής ενώσεως αποτελεί η από 28-9-1990 Β' Κοινή Δήλωση Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, με την οποία οι Ορθόδοξοι αναγνωρίζουν τους Μονοφυσίτες (οι οποίοι καταδικάστηκαν από την Δ' Οικουμενική και τις μεταγενέστερες Οικουμενικές Συνόδους ως αιρετικοί) σαν δήθεν Ορθοδόξους και, επομένως, αποκαθιστούν εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς (ἐδῶ).
Άλλο υπαρκτό παράδειγμα συγκρητιστικής αμοιβαίας αναγνωρίσεως ως «Εκκλησιών» είναι το Κείμενο του Μπαλαμάντ του 1993 της Μεικτής Θεολογικής Επιτροπής Ρωμαιοκαθολικών - Ορθοδόξων. Με αυτό το κείμενο η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Παπισμός αναγνωρίζονται ως αδελφές Εκκλησίες που έχουν έγκυρα μυστήρια (ἐδῶ).
Επίσης, ο ίδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στην προσφώνησή του προς τον Πάπα Ρώμης Φραγκίσκο, στις 30-11-2014 (εορτή Αποστόλου Ανδρέα) στο Φανάρι, δήλωσε (όπως μεταδόθηκε απευθείας τηλεοπτικώς) ότι μετά τη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδο» θα ακολουθήσει «Οικουμενική Σύνοδος» Παπικών και Ορθοδόξων για την ένωσή τους, δεδομένου ο διάλογος αληθείας μεταξύ τους απέτυχε κατά κοινή ομολογία. Είναι εξάλλου γνωστά τα εξής: α) Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως υποστηρίζει το «Κείμενο της Ραβένας» (ἐδῶ), το οποίο υιοθετεί την παπική «εκκλησιολογία» σχετικά με την ένωση μεταξύ των Παπικών και των Ορθοδόξων, δηλαδή την ένωση Παπικών και Ορθοδόξων όχι με βάση τα ισχύοντα της 1ης Χιλιετίας αλλά με βάση τα ισχύοντα της 2ης Χιλιετίας.
Σημειωτέον ότι ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας, προσφωνώντας τον τότε Πάπα Ρώμης Παύλο ΣΤ' στο Βατικανό στις 26-10-1967, είχε προδιαγράψει την συγκρητιστική ένωση Παπικών και Ορθοδόξων ως εξής: «Ούτω ελπίζομεν, ίνα αχθώμεν εις την ακριβή εκτίμησιν και τον διαχωρισμόν των κεφαλαίων εκείνων της πίστεως, άτινα απαραιτήτως δέον ίνα από κοινού ομολογώμεν, από των άλλων εκείνων στοιχείων του βίου της Εκκλησίας, άτινα, ως μη απτόμενα της πίστεως, δύνανται ελευθέρως, κατά την παράδοσιν εκατέρας των Εκκλησιών, ίνα αποτελώσιν ίδια εκάστης βιώματα και γνωρίσματα, σεβαστά τη ετέρα» (Τόμος Αγάπης, σελ. 414).
Εκτός της ανωτέρω δογματικής απόφασης, και άλλες αποφάσεις του Συνεδρίου της Αποστασίας των Χανίων έχουν οικουμενιστική, δηλαδή αποδομητική της Ορθόδοξης παράδοσης, διάσταση. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι εξής:
1 - Η «συνοδική» απόφαση «Το Μυστήριον του Γάμου και τα Κωλύματα αυτού» επιτρέπει την εφαρμογή της οικονομίας από τη Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην ιερολογία του γάμου ετεροδόξων, παρά το γεγονός ότι ο απαγορευτικός κανόνας 72 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου δεν είναι ποιμαντικός κανόνας, όπως εσφαλμένα τον θεωρεί το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, αλλά εκτελεστικός δογματικών όρων που αναφέρονται στα Μυστήρια εν γένει και ειδικότερα στο Μυστήριο του Γάμου, δηλ. σε θέμα πίστεως. Εξάλλου, δεν επιτρέπεται δογματικώς και κανονικώς η διακοινωνία (intercommunion) αιρετικού ή ετεροδόξου σε κανένα Άγιο Μυστήριο, εκτός αν μετανοήσει και γίνει εισδοχή του στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία (Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενισμός, σελ. 229). Αλλά το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων επιτρέπει την εν λόγω εφαρμογή της οικονομίας, διότι, μέσω της «ορθόδοξης» ιερολογίας του γάμου Ορθοδόξου με αιρετικό ή ετερόδοξο, διασφαλίζεται αποτελεσματικά η εδραίωση και επέκταση της Παναίρεσης του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού).
2 - Η «συνοδική» απόφαση «η Σπουδαιότης της Νηστείας και η Τήρησις αυτής Σήμερον» επιτρέπει την παραποίηση της Ορθόδοξης πνευματικότητας, όταν προβλέπει τη δυνατότητα της εφαρμογής της οικονομίας, με απόφαση της Συνόδου Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, «για την χαλεπότητα των καιρών». Διότι η έννοια «χαλεπότητα των καιρών» χρησιμεύει ως εργαλείο ποσοτικής (ημερών) ή ποιοτικής (απαγορευμένων φαγώσιμων ή πόσιμων) μειώσεως των θεσπισμένων ήδη νηστειών, δεδομένου ότι έτσι εξασφαλίζεται η προσαρμογή των νηστειών στην εκκοσμίκευση της θεσμικής εκκλησίας και των κατ' όνομα πιστών.
Αντιθέτως, οι τέσσερις (4) Πατριάρχες των πρεσβυγενών Πατριαρχείων, μαζί με την Ενδημούσα Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι ακολουθούσαν πράγματι την Ορθοδοξία, στην Εγκύκλιό τους του έτους 1838 κατά των λατινικών καινοτομιών, συνιστούσαν τότε και συνιστούν επίκαιρα και σήμερα τα εξής: «Να εμείς, εκπληρώνοντας τα ποιμαντορικά μας χρέη, υψώνουμε την φωνή της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, της κοινής μας μητέρας και τροφού, προς εσάς τα πνευματικά της παιδιά, με την παρούσα πατριαρχική μας και συνοδική εγκύκλιο επιστολή, και προτρέπουμε και συμβουλεύουμε εσάς όλους, να προσέχετε τους εαυτούς σας και να μην συγκοινωνείτε με τα έργα τα άκαρπα του σκοταδιού της εποχής μας. Για να στέκεστε στερεωμένοι πάνω στην ακράδαντη πέτρα της Ορθόδοξης Πίστης, πάνω στην ομολογία, την οποία δώσατε στον καιρό της αναγεννήσεώς σας εκείνης με το λουτρό του θείου βαπτίσματος μπροστά στον φοβερό Θεό και τους αόρατα παριστάμενους εκεί άϋλους λειτουργούς του και θείους αγγέλους και μπροστά στους ανθρώπους, και την οποία πρόκειται να απαιτήσει από εσάς στη δεύτερη του φρικτή παρουσία ο Κύριος. Για να τηρείτε πάντοτε ανόθευτα τα δόγματα και τα μυστήρια της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, στην οποία και γεννηθήκατε και βαπτιστήκατε και αυξηθήκατε και φθάσατε σε μέτρο ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. Για να μην αναφανείτε ανεπαίσθητα αρνησίχριστοι, ομολογώντας κεφαλή της Εκκλησίας άνθρωπο γήινο, τον Πάπα, αντί της αληθινής κεφαλής της Εκκλησίας, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Σωτήρα και Λυτρωτή των ψυχών μας. Για να μη καταντήσετε σε βάραθρα ασεβείας, νομίζοντας ότι βρήκατε άνετη πίστη. Διότι εκείνος που αποκλίνει από την πίστη του Χριστού, καταβυθίζεται σε ναυάγιο απιστίας και αιρέσεων. Γι' αυτό και ο Παύλος, γράφοντας στον Τιμόθεο, λέγει: «αυτήν την παραγγελία σου παραθέτω, να είσαι καλός στρατιώτης, έχοντας πίστη και ακατάκριτη συνείδηση, την οποία, αφού μερικοί την απώθησαν, κατέληξαν στο ναυάγιο της πίστης τους» (Α' Τιμ. 1, 18-19). Το δε ναυάγιο της υγιούς και ορθής πίστεως είναι ερήμωση και γύμνωση όλων των καλών και κάθε αρετής, και καμία ελπίδα δεν απομένει, αν δεν γίνει επιστροφή. Γιατί ποιό είναι το όφελος, αν υπάρχει διεφθαρμένη η κεφαλή; Κατέχετε, λοιπόν, αγαπητά μας παιδιά, την Ορθόδοξη Πίστη μας στην ακεραιότητά της, με ευθύτητα γνώμης, με άπλαστη καρδιά, με καθαρή συνείδηση ψυχής, ακέραια, απαραχάρακτη, απαράβατη, αμετάθετη, αδιάβλητη, ανυπόκριτη, και όπως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός αποκάλυψε σε μας, και οι θείοι Απόστολοι παρέδωσαν, και οι θεόπνευστες επτά Οικουμενικές Σύνοδοι επικύρωσαν, χωρίς προσθήκη, χωρίς αφαίρεση, χωρίς κάποια παρεκτροπή ή αλλοίωση, για να έχετε σωτηρία την εν Χριστώ τω Θεώ ημών.
Αυτά λοιπόν η Αγία του Χριστού Εκκλησία, και με το ίδιο φρόνημα και με την ίδια ομοφωνία αποτεινόμενη προς όλους τους Ορθοδόξους, συμβουλεύει πατρικά και προτρέπει πνευματικά, εκπληρώνοντας χρέη ποιμαντικά μπροστά στον Θεό και στους ανθρώπους, για απολογία ευπρόσδεκτη την επί του φοβερού Αυτού βήματος. Και αν εσείς φυλάξετε σώα και ακέραιη την Παρακαταθήκη της Πίστεως την οποία παραλάβατε, μεγάλος θα είναι ο μισθός σας στους ουρανός. Αν όχι, εμείς δεν έχουμε ενοχή μπροστά στο Θεό...» (Ιωαν. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. ΙΙ, σελ.981-982).
Και οι τέσσερις (4) Πατριάρχες και οι Σύνοδοι των πρεσβυγενών Πατριαρχείων, στην Απάντησή τους του 1848 προς τον Πάπα Ρώμης Πίο τον 9ο, «Διότι η πίστη μας, αδελφοί, δεν είναι από ανθρώπους ούτε μέσω ανθρώπου, αλλά με αποκάλυψη Ιησού Χριστού, την οποία κήρυξαν οι θείοι Απόστολοι, κραταίωσαν οι ιερές Οικουμενικές Σύνοδοι, παρέδωσαν με διαδοχή οι μέγιστοι σοφοί Διδάσκαλοι της Οικουμένης και επικύρωσαν τα εκχυθέντα αίματα των Αγίων Μαρτύρων. «Να κρατήσουμε την ομολογία», την οποία παραλάβαμε άδολη από τέτοιους ανθρώπους, αποστρεφόμενοι κάθε νεωτερισμό ως υπαγόρευμα του διαβόλου. Εκείνος που δέχεται νεωτερισμό, κατελέγχει σαν ελλιπή την κηρυγμένη Ορθόδοξη Πίστη. Αλλά αυτή πεπληρωμένη ήδη, έχει σφραγιστεί, μη επιδεχόμενη ούτε κάποια μείωση, ούτε κάποια αύξηση, ούτε κάποια αλλοίωση, και εκείνος που τολμά ή να πράξει ή να συμβουλεύσει ή να διανοηθεί τούτο, ήδη αρνήθηκε την πίστη του Χριστού, ήδη καθυποβλήθηκε στο αιώνιο ανάθεμα επειδή βλασφημεί στο Πνεύμα το Άγιο, ότι δήθεν δεν μίλησε ολοκληρωμένα στις Γραφές και μέσω των Οικουμενικών Συνόδων. Το φρικτό αυτό ανάθεμα, αδελφοί και τέκνα εν Χριστώ αγαπητά, δεν εκφωνούμε εμείς σήμερα, αλλά εκφώνησε πρώτος ο Σωτήρας μας. «Όποιος πει κατά του Πνεύματος του Αγίου, δεν θα συγχωρεθεί ούτε στον παρόντα κόσμο ούτε στον μελλοντικό» (Ματθ. 12, 32). «Κατέχομαι από βαθειά έκπληξη και απορία από το γεγονός ότι τόσο εύκολα και γρήγορα φεύγετε από τον Θεό, ο οποίος σας κάλεσε με τη χάρη του Ιησού Χριστού, και μεταπηδάτε σε άλλο ευαγγέλιο (διδασκαλία), την οποία οι ψευτοδάσκαλοι παρουσιάζουν ως ευαγγέλιο τάχα του Χριστού. Αυτό δε το ψευτοευαγγέλιο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ότι υπάρχουν μερικοί οι οποίοι σας ταράσσουν και θέλουν να μεταβάλουν και να νοθεύσουν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Αλλά, εάν και εμείς ακόμη οι Απόστολοι ή Άγγελος από τον ουρανό σας κηρύττει ευαγγέλιο διαφορετικό από εκείνο, το οποίο εσείς έχετε παραλάβει από την αρχή από εμάς, ας είναι αυτός αναθεματισμένος (χωρισμένος από τον Θεό)» (Γαλ. 1, 6-8). Εκφώνησαν τούτο οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι και όλη η χορεία των θεοφόρων Πατέρων. 'Ολοι λοιπόν οι νεωτερίζοντες ή με αίρεση ή με σχίσμα, εκουσίως ενδύθηκαν, κατά τον Ψαλμωδό (Ψαλμ. 98, 18), «κατάρα ως ιμάτιο», είτε Πάπες, είτε ατριάρχες, είτε Κληρικοί είτε Λαϊκοί έτυχε να είναι. «είτε Άγγελος από τον ουρανό σας κηρύττει ευαγγέλιο διαφορετικό από εκείνο, το οποίο εσείς έχετε παραλάβει από την αρχή από εμάς». Έτσι φρονώντας οι Πατέρες μας και υπακούοντας στους ψυχοσωτήριους λόγους του Παύλου στάθηκαν σταθεροί και εδραίοι στην πίστη που παραδόθηκε εκ διαδοχής σε αυτούς, και διέσωσαν αυτήν άτρεπτη και άχραντη διαμέσου τόσων αιρέσεων, και παρέδωσαν αυτήν σε μας ειλικρινή και ανόθευτη, όπως βγήκε άδολη από το στόμα των πρώτων υπηρετών του Λόγου. Έτσι φρονώντας και εμείς, άδολη, όπως την παραλάβαμε, την μετοχετεύουμε στις επερχόμενες γενεές, χωρίς να αλλοιώνουμε τίποτε, για να είναι και εκείνοι, όπως και εμείς, «ευπαρουσίαστοι και ακαταίσχυντοι, ομιλώντας για την Πίστη των προγόνων τους...» (Ιωαν. Καρμίρη, Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, τομ. ΙΙ, σελ. 1002-1003).
Δυστυχώς, ως γνωστόν, το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων παρεξέκλινε από την Ορθόδοξη Πίστη, όπως διακηρύσσεται και με τα ανωτέρω δογματικά μνημεία, διότι εισήγαγε «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που την αποδέχθηκαν, την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού). Κατόπιν τούτου, η ευθύνη για τη διατήρηση ανόθευτης της Ορθόδοξης Πίστης βαρύνει καθένα Ορθόδοξο πιστό, Επίσκοπο, κληρικό, μοναχό, λαϊκό, ατομικά και από κοινού.

4 - ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ (Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ) ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΣΩΜΑΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ (Η ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ Ή ΕΩΣΦΟΡΙΚΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ) ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ;
4.1. Είναι έγκυρα τα μυστήρια, και μάλιστα η ευχαριστία, των αιρετικών και ειδικότερα των 10 Αυτοκέφαλων «Εκκλησιών» οι οποίες εισήγαγαν «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
Δεν είναι έγκυρη από τις 25-6-2016 (ημερομηνία κατά την οποία ψηφίστηκε από το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων η δογματική απόφαση «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»), η ευχαριστία που ιερουργείται από αιρετικούς ή ετεροδόξους - στους οποίους συμπεριλαμβάνονται πλέον οι 10 Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες» οι οποίες εισήγαγαν «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού, αν και οι κληρικοί τους έχουν ιεροσύνη, αλλά οι επίσκοποί τους δεν έχουν πλέον την ακριβή Ορθόδοξη πίστη - ούτε κατά την ακρίβεια ούτε κατ' οικονομία (Ιερωνύμου Κοτσώνη, Η Κανονική Άποψις περί της Επικοινωνίας μετά των Ετεροδόξων (Intercommunio), εκδ. «Η Δαμασκός», εν Αθήναις 1957, σελ. 80-90). Και απαγορεύεται απολύτως η συμμετοχή στην εν λόγω ευχαριστία - περιλαμβανομένης εκείνης των υπ' όψιν 10 Αυτοκέφαλων «Εκκλησιών» - από τους Ορθόδοξους πιστούς της Αληθινής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού.
Αυτή η αρνητική απάντηση δίνεται από αμέσως μεν από τους Ιερούς Κανόνες 46 των Αγίων Αποστόλων και 32 της Συνόδου της Λαοδικείας, εμμέσως δε από τους Ιερούς Κανόνες 33 της Συνόδου της Λαοδικείας, 2 της Συνόδου της Αντιοχείας και 9 του Αγίου Τιμοθέου Αλεξανδρείας.
Ο Κανόνας 46 των Αγίων Αποστόλων ορίζει: «Προστάζουμε να καθαιρείται ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος που δέχτηκε βάπτισμα ή ευχαριστία αιρετικών. Γιατί ποιά συμφωνία μπορεί να γίνει ανάμεσα στον Χριστό και στον Διάβολο; Ή ποιά σχέση έχει ο πιστός με τον άπιστο;».
Ο Κανόνας 32 της Τοπικής Συνόδου της Λαοδικείας (ο οποίος κυρώθηκε από τον Κανόνα 2 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου) προβλέπει: «Δεν πρέπει να παίρνουμε ευλογίες αιρετικών, γιατί είναι κατάρες μάλλον παρά ευλογίες».
Ο Κανόνας 33 της Τοπικής Συνόδου της Λαοδικείας (ο οποίος κυρώθηκε από τον Κανόνα 2 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου) αναφέρει: «Δεν πρέπει να συμπροσευχόμαστε με αιρετικούς ή σχισματικούς».
Ο Κανόνας 2 της Τοπικής Συνόδου της Αντιοχείας (ο οποίος κυρώθηκε από τον Κανόνα 2 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου) αναφέρει στη 2η παράγραφό του: «Και αν αποδειχτεί ότι κάποιος από τους επισκόπους ή πρεσβυτέρους ή διακόνους ή κάποιος από τους κληρικούς συναναστρέφεται με αυτούς που τέθηκαν σε ακοινωνησία, τότε και αυτός να είναι ακοινώνητος, γιατί παραβαίνει τον κανόνα της Εκκλησίας».
Ο Κανόνας 9 του Αγίου Τιμοθέου Αλεξανδρείας (ο οποίος κυρώθηκε από τον Κανόνα 2 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου) αναφέρει: «Ερώτηση 9: Πρέπει ένας κληρικός να εύχεται, όταν παρευρίσκονται Αρειανοί ή άλλοι αιρετικοί, ή δεν τον βλάπτει καθόλου, όταν κάνει την ευχή, δηλαδή τη Θεία Ευχαριστία; - Απάντηση: «Κατά τη Θεία Λειτουργία ο διάκονος φωνάζει πριν από τον ασπασμό: 'όσοι είστε ακοινώνητοι βγείτε έξω από το ναό'. Δεν πρέπει λοιπόν να παρευρίσκονται, εκτός αν υπόσχονται ότι μετανοούν και αρνούνται την αίρεση».
Ως προς την εγκυρότητα ή μη των μυστηρίων του βαπτίσματος, χρίσματος και ιερωσύνης στους ετεροδόξους βλ. Ιερωνύμου Κοτσώνη, Η Κανονική Άποψις περί της Επικοινωνίας μετά των Ετεροδόξων (Intercommunio), σελ. 112-149 και 150-205 αντιστοίχως. Ως προς την εισδοχή των διαφόρων περιπτώσεων ετεροδόξων στην Ορθοδοξία βλ. . Ιωαν. Καρμίρη, Πώς δει δέχεσθαι τους προσιόντας τη Ορθοδοξία ετεροδόξους, εκδ. Αποστολική Διακονία, εν Αθήναις 1954. Σημειωτέον ότι περίπτωση intercommunio περιέχει η απόφαση του Συνεδρίου της Αποστασίας των Χανίων «Το Μυστήριον του Γάμου και τα Κωλύματα αυτού» σε σχέση με την «Ορθόδοξη» ιερολογία του γάμου μεταξύ Ορθοδόξου και ετεροδόξου.
4.2. Είναι έγκυρα τα μυστήρια των αιρετικών, και μάλιστα η ευχαριστία, και ειδικότερα των 10 Αυτοκέφαλων «Εκκλησιών» οι οποίες εισήγαγαν «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού, κατά τη Δογματική της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Καθηγητής της Δογματικής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και Πνευματικός της Μονής Τσέλιε της Σερβίας, είναι ο καταλληλότερος, από την πλευρά της Δογματικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, για να απαντήσει στα ζητήματα 1) αν είναι Εκκλησία οι αιρέσεις και συνεπώς οι 10 Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες» που εισήγαγαν «συνοδικώς» - μέσω του Συνεδρίου της Αποστασίας των Χανίων και οι οποίες, ως εκ τούτου, είναι πλέον ετερόδοξες σε σχέση με την Αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού (κατά την ανωτέρω έννοια) - την Παναίρεση του Οικουμενισμού ή Γνωστικισμού ή Εωσφορικού Θρησκευτικού Συγκρητισμού, αν και οι κληρικοί τους έχουν ιεροσύνη, αλλά οι επίσκοποί τους δεν έχουν πλέον την ακριβή Ορθόδοξη πίστη, και 2) αν οι αιρέσεις, και συνεπώς οι εν λόγω 10 Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες», έχουν έγκυρα μυστήρια.
Ο Άγιος γράφει: «Η διδασκαλία της (Αληθινής) Ορθόδοξης Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, που διατυπώθηκε από τους Αγίους Αποστόλους, από τους Αγίους Πατέρες, από τις Άγιες Συνόδους, για τους αιρετικούς είναι η εξής: οι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε μπορούν να είναι Εκκλησία. Γι' αυτό δεν μπορούν αυτές να έχουν τα Άγια Μυστήρια, ιδιαίτερα δε το Μυστήριο της Ευχαριστίας, το Μυστήριο τούτο των Μυστηρίων. Διότι ακριβώς η Θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα στην Εκκλησία: και Αυτός ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ίδια η Εκκλησία (...)
U)
(...) Στην ορθόδοξη διδασκαλία για την Εκκλησία και τα Άγια Μυστήρια, το μόνο και μοναδικό μυστήριο είναι η ίδια Εκκλησία, το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, έτσι ώστε αυτή να είναι και η μόνη πηγή και το περιεχόμενο όλων των Θείων Μυστηρίων. Έξω από αυτό το θεανθρώπινο και παμπεριεκτικό Μυστήριο δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρχουν «μυστήρια» (...) Ως εκ τούτου, μόνο μέσα στην Εκκλησία, στο μοναδικό αυτό Παμμυστήριο του Χριστού, μπορεί να γίνει λόγος για τα Μυστήρια. Διότι η (Αληθινή) Ορθόδοξη Εκκλησία, ως το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριο των Μυστηρίων και όχι το αντίθετο. Τα Μυστήρια δεν μπορούν να ανεβάζονται πάνω από την Εκκλησία ούτε να θεωρούνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.
Εξαιτίας αυτού, σύμφωνα με το φρόνημα της (Αληθινής) Ορθόδοξης Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και σύμφωνα με ολόκληρη την Ορθόδοξη Παράδοση, η (Αληθινή) Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξη άλλων μυστηρίων έξω από αυτήν, ούτε θεωρεί αυτά ως μυστήρια, έως ότου προσέλθει κάποιος με τη μετάνοια από την αιρετική «εκκλησία», δηλαδή ψευδοεκκλησία, στην (Αληθινή) Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Μέχρις ότου δε μένει κάποιος έξω από την Εκκλησία, μη ενωμένος με αυτήν με τη μετάνοια, μέχρι τότε είναι αυτός για την Εκκλησία αιρετικός και αναπόφευκτα βρίσκεται έξω από τη σωτηριώδη Κοινωνία. Διότι «ποιά ανάμειξη μπορεί να υπάρχει μεταξύ της δικαιοσύνης και της παρανομίας; Ποιά επικοινωνία μεταξύ του φωτός και του σκότους;».
Ο Πρωτοκορυφαίος Απόστολος, με την εξουσία την οποία έλαβε από τον Θεάνθρωπο, δίνει εντολή: «Αιρετικό άνθρωπο μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία αφήνετέ τον» (Τιτ. 3, 10). Επιπλέον ο αγαπημένος Μαθητής του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Απόστολος της Αγάπης, δίνει εντολή: «Εάν κάποιος έρχεται προς εσάς και δεν ασπάζεται αυτήν τη διδασκαλία (δηλαδή δεν παραδέχεται την ευαγγελική για τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεάνθρωπο διδασκαλία), μην τον παίρνετε στο σπίτι σας και ούτε χαιρετισμό να του απευθύνετε» (Ιω. 1, 10).
Ο Κανόνας 45 των Αγίων Αποστόλων βροντοφωνάζει: «Ο επίσκοπος, ο πρεσβύτερος ή ο διάκονος που μόνο προσευχήθηκε μαζί με αιρετικούς, να αφορίζεται. Αν όμως τους επέτρεψε να κάνουν κάτι ως κληρικοί, να καθαιρείται». Η εντολή αυτή είναι σαφής (...).
Ο Κανόνας 64 των Αγίων Αποστόλων διατάσσει: «Αν κάποιος κληρικός ή λαϊκός μπει σε συναγωγή Ιουδαίων ή αιρετικών, για να προσευχηθεί, να καθαιρείται και να αφορίζεται». Και τούτο είναι σαφέστατο (...).
Ο Κανόνας 46 των Αγίων Αποστόλων: «Προστάζουμε να καθαιρείται ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος που δέχτηκε βάπτισμα ή λειτουργία αιρετικών. Γιατί ποιά συμφωνία μπορεί να γίνει ανάμεσα στο Χριστό και στο Διάβολο, ή ποιά σχέση έχει ο πιστός με τον άπιστο;». Είναι οφθαλμοφανές και για τους αόμματους ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε στους αιρετικούς κανένα Άγιο Μυστήριο και ότι πρέπει να θεωρούμε αυτά ως άκυρα και χωρίς Θεία Χάρη.
Ο θεόπνευστος φορέας της αποστολικής και αγιοπατερικής καθολικής (ως προς την πληρότητα της ορθόδοξης πίστης) Παραδόσεως της Εκκλησίας του Χριστού, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευαγγελίζεται από την καρδιά όλων των Αγίων Πατέρων, όλων των Αγίων Αποστόλων, όλων των Αγίων Συνόδων της Εκκλησίας την εξής θεανθρώπινη αλήθεια: «Δεν είναι ο άρτος και ο οίνος τύπος του σώματος και του αίματος του Χριστού, ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά το ίδιο το σώμα του Κυρίου, θεωμένο ... Καθαριζόμενοι με Αυτό, ενωνόμαστε με το Σώμα του Κυρίου και με το Πνεύμα Του, και γινόμαστε Σώμα Χριστού(= Η Εκκλησία) ... Λέγεται δε μετάληψη, διότι με αυτήν μεταλαμβάνουμε από τη Θεότητα του Ιησού. Λέγεται ακόμη και είναι αληθινά κοινωνία, επειδή διαμέσου αυτής κοινωνούμε εμείς με τον Χριστό και μετέχουμε στη Σάρκα Του και στη Θεότητά Του. Ακόμη διαμέσου αυτής κοινωνούμε και ενωνόμαστε μεταξύ μας, επειδή δηλαδή μεταλαμβάνουμε από ένα άρτο, όλοι γινόμαστε ένα Σώμα Χριστού και ένα Αίμα και μεταξύ μας μέλη, με το να γινόμαστε σύσσωμοι του Χριστού.
Γι' αυτό με όλη τη δύναμή μας ας προσέξουμε να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να δίνουμε. 'Διότι μη δίνετε τα άγια στους σκύλους», λέγει ο Κύριος, «ούτε να ρίχνετε τους μαργαρίτες σας μπροστά στα γουρούνια' (Ματθ. 7, 6), για να μη γίνουμε συμμέτοχοι στην κακοδοξία τους και στην καταδίκη τους. Διότι, αν οπωσδήποτε είναι ένωση με τον Χριστό και μεταξύ μας, οπωσδήποτε ενωνόμαστε σύμφωνα με την προαίρεση και με όλους αυτούς που μεταλαμβάνουν μαζί με μας. Αυτή η ένωση γίνεται από την προαίρεση, όχι χωρίς τη συγκατάθεσή μας. 'Διότι όλοι είμαστε ένα σώμα, επειδή μεταλαμβάνουμε από τον ένα άρτο', όπως λέγει ο θείος Απόστολος».
Ο ατρόμητος ομολογητής των θεανθρώπινων ορθόδοξων αληθειών (ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης) αναγγέλλει σε όλους του ανθρώπους (...): 'Διότι το να μεταλάβει από αιρετικό ή δημοσίως διαβεβλημένο (επίσκοπο ή πρεσβύτερο) την αποξενώνει από τον Θεό και την κάνει οικεία με τον διάβολο' (Επιστολή 553, Προς την σπαθαρέαν, ής το όνομα Μαχαρά, PG 99, 1668C). Κατά τον ίδιο, ο άρτος των αιρετικών δεν είναι 'σώμα Χριστού' (Επιστολή 91. Δωροθέω τέκνω, PG 1597A). Γι' αυτό, 'Οπως ο Άγιος Άρτος που λαμβάνεται από τους πιστούς, όλους τους λαμβάνοντες τους συγκροτεί σε ένα σώμα, κατά τον ίδιο τρόπο και ο αιρετικός άρτος που ενώνει σε κοινωνία μεταξύ τους εκείνους που τον λαμβάνουν, παρουσιάζει ένα σώμα αντίθετο προς τον Χριστό» (Επιστολή 534. Συμεών μονάζοντι, PG 99, 1480CD). Επιπλέον, 'Η κοινωνία των αιρετικών δεν είναι ένας απλός άρτος, αλλά δηλητήριο, το οποίο δεν βλάπτει το σώμα, αλλά μαυρίζει και σκοτίζει την ψυχή' (Επιστολή 308. Ιγνατίω τέκνω, PG 99, 1189C».


Κατόπιν των ανωτέρω,
1    - Οι Ορθόδοξοι πιστοί, επίσκοποι και ιερείς των δέκα (10) Αυτοκέφαλων που συμμετείχαν στο Συνέδριο της Αποστασίας της Κρήτης, οφείλουν να διακόψουν άμεσα την κοινωνία με τους προϊσταμένους τους, τους οποίους να παύσουν να μνημονεύουν, αν οι προϊστάμενοί τους δεν αποκηρύξουν την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), διότι άλλως οι επίσκοποι ή οι ιερείς κοινωνούν και ταυτίζονται με την εν λόγω Παναίρεση, αφού εξακολουθούν να μνημονεύουν τους προϊσταμένους τους που ακολουθούν την εν λόγω Παναίρεση.
2    - Οι Ορθόδοξοι πιστοί κληρικοί των δέκα (10) Αυτοκέφαλων που συμμετείχαν στο Συνέδριο της Αποστασίας της Κρήτης, οφείλουν να μην εκκλησιάζονται σε ναούς, όπου επίσκοποι ή ιερείς, έστω και αν οι ίδιοι έχουν ορθόδοξο φρόνημα, μνημονεύουν τους προϊσταμένους τους που ακολουθούν την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), διότι άλλως ταυτίζονται με την εν λόγω Παναίρεση, αφού εκκλησιάζονται σε ναούς όπου οι επίσκοποι ή οι ιερείς μνημονεύουν τους προϊσταμένους τους που ακολουθούν αυτήν την Παναίρεση.
3    - Οι τέσσερις (4) Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες που δεν συμμετείχαν στο Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, οφείλουν είτε να αποδεχθούν τις αποφάσεις αυτού του Συνεδρίου της Αποστασίας και μάλιστα την δογματική απόφαση «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», με την οποία εισάγεται «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικώς, η Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), είτε να καταδικάσουν δογματικά είτε με τις Συνόδους των Ιεραρχιών τους είτε με μία Τοπική Σύνοδο των τεσσάρων Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και να παύσουν την κοινωνία με τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες οι οποίες ψήφισαν υπέρ αυτής της δογματικής απόφασης. Διότι οι δύο (2) ομάδες Αυτοκέφαλων δεν έχουν πλέον την ίδια Πίστη, οι μεν δέκα (10) Αυτοκέφαλες έχουν ήδη αλλοιώσει δογματικά τον όρο του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», οι δε τέσσερις (4) Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, Πατριαρχείο της Αντιόχειας, Πατριαρχείο της Ρωσίας, Πατριαρχείο της Βουλγαρίας και Πατριαρχείο της Γεωργίας διατηρούν ακέραιο από πλευράς Ορθοδοξίας αυτόν τον όρο του Συμβόλου της Πίστεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.